kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Οι Μεθοδιστές.

Συγγραφέας: kantonopou στις 7 Νοεμβρίου, 2018

(Durant Wiil, Παγκόμιος Ιστορία του πολιτισμού, τόμος Θ΄σελ. 161-171 οι παραπομπές δεν παρατίθενται).
ΤΖΩΝ ΟΥΕΣΛΕΫ: 1703-91.
Για να κατανοήσουμε τη θέση του μέσα στην Ιστορία, πρέπει να υπενθυμίσουμε πάλι ότι όταν αυτός και ο αδελφός του Τσαρλς ίδρυσαν τον Μεθοδισμό στην Οξφόρδη (1729), η θρησκεία στην Αγγλία βρισκόταν σε τόσο χαμηλό επίπεδο, όσο δεν παρατηρήθηκε ποτέ κατά τη νεότερη Ιστορία. Μόνο πέντε ή έξι μέλη της Βουλής των Κοινοτήτων παρακολουθούσαν τις Κυριακές τη θεία λειτουργία. (42) Οι Αγγλικανοί κληρικοί είχαν παραδεχθεί σε τέτοιο βαθμό τον ρασιοναλισμό, ώστε όλα σχεδόν τα κείμενά τους βασίζονταν στους λογικούς συλλογισμούς. Οι κληρικοί σπάνια ανέφεραν τον παράδεισο ή την κόλαση και πραγματεύονταν τις κοινωνικές αρετές περισσότερο από την πέρα του τάφου ζωή. Το αγγλικό κήρυγμα, έλεγε ο Βολταίρος, είναι μία «καλώς αρχιτεκτονημένη αλλά ξηρά πραγματεία, την οποία ο ιερέας αναγινώσκει χωρίς καμμία σχεδόν χειρονομία και χωρίς να χρωματίζει καν τη φωνή του». (43)
Η θρησκεία ήταν ενεργή μόνο στις αιρέσεις των αλλοδόξων της μεσαίας τάξης. Ο αγγλικανικός κλήρος έδειχνε πλήρη σχεδόν αδιαφορία για τους εργάτες των πόλεων. «Οι κατώτερες τάξεις παρέμεναν μακριά από τη θρησκεία. Δεν είχαν καμμία θρησκεία και ουδείς τούς δίδαξε ποτέ μία θρησκεία». 44 Είχαν εγκαταλειφθεί στην ανέχεια, την οποία φώτιζε αμυδρά η θρησκευτική ελπίδα. Εν μέσω αυτής της κατάστασης, ο Τζων Ουέσλεϋ και ο Τζωτζ Χουάιτφιλντ πέτυχαν την αναβίωση της Πουριτανικής πίστης και ηθικής, ιδρύοντας την Εκκλησία των Μεθοδιστών.
Οι πρόγονοι του Ουέσλεϋ ήταν θεολόγοι και αποστάτες. Ο προπάππος του, Βαρθολομαίος Ουέσλεϋ, είχε εκδιωχθεί από τις εφημερίες του στο Ντόρσετ διότι συνέχιζε την αλλόδοξη λατρεία, ακόμη και όταν η Αγγλικανική Εκκλησία απέκτησε το θρησκευτικό μονοπώλιο στην Αγγλία.
Ο παππούς του Τζων, ο Τζων Ουέσλεϋ, έγινε εφημέριος στο Ντόρσετ, φυλακίστηκε όμως διότι αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει το Βιβλίο της Λειτουργίας. Εξεδιώχθηκε από την εφημερία του και έγινε αλλόδοξος πάστορας στο Πουλ. Ο πατέρας του Τζων, Σάμουελ Ουέσλεϋ, σπούδασε στην Οξφόρδη, εγκατέλειψε την αλλοδοξία, χειροτονήθηκε αγγλικανικός ιερέας, παντρεύτηκε τη Σουζάνα Άννεσλεϋ (κόρη ιεροκήρυκα) και έγινε εφημέριος του Έπγουωρθ στο Λινκοσάιρ. Από τα δεκαεννέα παιδιά του, τα οκτώ πέθαναν σε νηπιακή ηλικία – η περίπτωση είναι χαρακτηριστική της γονιμότητας των γυναικών, της σεξουαλικής πληθωρικότητας των κληρικών και του επιπέδου της ιατρικής στην Αγγλία κατά το δέκατο όγδοο αιώνα. Ο πατέρας ήταν αυστηρός τόσο στην οικία του, όσο και από άμβωνος. Έμαθε τα παιδιά του να φοβούνται την εκδίκηση του Θεού και όταν διαπίστωσε ότι μία γυναίκα του ποιμνίου της ενορίας του ήταν ένοχος μοιχείας, την ανάγκασε να διέλθει από τους δρόμους της συνοικίας, φορώντας το ένδυμα της μεταμέλειας. (45) Η σύζυγός του τον συναγωνίζοταν στην αυστηρότητα και τη θεοσέβεια. Όταν ο πλέον διάσημος από τους γιους της ήταν εικοσιεννέα ετών, του εξήγησε την ηθική της φιλοσοφία:
«Επιμένω στην έγκαιρη καθυπόταξη της θέλησης των παιδιών, διότι μόνο έτσι μπορεί να τεθεί μία σταθερή και λογική βάση της θρησκευτικής εκπαίδευσης, χωρίς την οποία ούτε οι νουθεσίες, ούτε το καλό παράδειγμα πρόκειται να φέρουν αποτελέσματα. Όταν όμως συντελεσθεί πλήρης η καθυπόταξη, τότε το παιδί μπορεί να οδηγηθεί στο σωστό δρόμο από τη λογική και τη θεοσέβεια των γονέων του, μέχρις ότου ωριμάσει η δική του σκέψη και κρίση… Σε ηλικία ενός έτους, τα παιδιά μου διδάχτηκαν να φοβούνται τη βέργα και να μην ξεφωνίζουν κλαίγοντας, διότι αλλιώς θα υφίσταντο βαρύτερες τιμωρίες». 46
Ο πρεσβύτερος γιος της, ο Σάμουελ Ουέσλεϋ ο 2ος έγινε ποιητής, φιλόλογος και Αγγλικανικός ιερέας. Ο Σάμουελ αποδοκίμασε το Μεθοδισμό των αδελφών του. Το δέκατο όγδοο τέκνο ήταν ο Τσαρλς Ουέσλεϋ, ο οποίος ενισχυσε σημαντικά το κήρυγμα του Τζων με 6.500 ύμνους. Ο Τζων ήταν το δέκατο πέμπτο παιδί και γεννήθηκε στο Έπγουωρθ το 1703. Όταν ήταν έξι ετών, μια πυρκαγιά αποτέφρωσε την εφημερία. Όλοι θεώρησαν το Τζων πεθαμένο μέσα στις φλόγες, αλλά αυτός εμφανίστηκε σε ένα παράθυρο του δεύτερου πατώματος και σώθηκε από ένα γείτονα, ο οποίος πάτησε στους ώμους ενός άλλου άντρα. Αργότερα ο Τζων αποκάλεσε τον εαυτό του «δαυλό αποσπασθέντα εκ του πυρός» και ουδέποτε κατανίκησε τον έντονο φόβο τον οποίο του προκαλεί η κόλαση. Στην οικία του πατέρα του, κάθε απρόβλεπτος θόρυβος ερμηνεύονταν ως μια υπερφυσική παρουσία, διαβολική ή θεία.

    Σε ηλικία έντεκα ετών, ο Τζων έγινε μαθητής του «δημοσίου» σχολείου του Τσαρτερχάουζ και δεκαεπτά ετών έγινε δεκτός στο Κριστ Τσερτς της Οξφόρδης. Ήταν φιλάσθενος, αλλά είχε ισχυρή θέληση και βελτίωσε τη σωματική του υγεία με την πεζοπορία, την ιππασία και την κολύμβηση. Πέθανε ογδοντα οκτώ ετών. Διάβαζε όλα τα βιβλία τα οποία έπεφταν στα χέρια του και κρατούσε προσεκτικές σημειώσεις και περιλήψεις. Περισσότερο από όλα τα βιβλία του άρεσε το Αγία ζωή και άγιος θάνατος του Ιερεμία Τέυλορ και η Μύηση του Χριστού του Θωμά εκ Κέμπης. Σπουδαστής ακόμη της Οξφόρδης, άρχισε να κρατά το Ημερολόγιο – γραμμένο εν μέρει κρυπτογραφικά ή στενογραφικά – το οποίο θωρείται και σήμερα ένα από τα κλασσικά έργα της αγγλικής λογοτεχνίας και της Προτεσταντικής θεοσεβείας. Το 1726 έγινε εταίρος του Κολλεγίου Λίνκολν και το 1728 χειροτονήθηκε Αγγλικανός ιερέας.
Πρώτος ο αδελφός του συνέπηξε στην Οξφόρδη μία μικρή ομάδα δεκαπέντε περίπου σπουδαστών και καθηγητών, αποφασισμένων να εφαρμόσουν το χριστιανισμό με μεθοδική πληρότητα. Οι εχθροί τους τούς ονόμασαν χλευαστικά «Αγία Λέσχη» ή «Μεθοδιστές». Τα μέλη της ομάδας διάβαζαν ομού την Ελληνική Διαθήκη και τους κλασσικούς. Νήστευαν κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Λάμβαναν τη Θεία Κοινωνία κάθε εβδομάδα. Επισκέπτονταν φυλακισμένους και ανάπηρους, για να τους προσφέρουν υλική ανακούφιση και θρησκευτική ελπίδα. Συνόδευαν κατάδικους μέχρι το ικρίωμα.

    Ο Τζων Ουέσλεϋ κατέκτησε την ηγεσία της ομάδας λόγω του ότι ήταν ο πλέον ενθουσιώδης και θεοσεβής. Σηκωνόταν από την κλίνη του κάθε μέρα στις 4 το πρωί – μία συνήθεια που διατήρησε μέχρι βαθύτατου γήρατος. Κατέστρωνε μεθοδικά, κάθε πρωί, το σχέδιο της ημέρας, γνωρίζοντας έτσι εκ των προτέρων με τι θα ασχολούνταν την κάθε ώρα. Ζούσε με 28 λίρες το έτος και μοίραζε τα υπόλοιπα χρήματά του στους φτωχούς. Νήστευε τόσο συχνά, ώστε σε μία περίπτωση φάνηκε να έχει υπονομεύσει ανεπανόρθωτα την υγεία του. Μετάβαινε πεζή, ως προσκυνητής, στο Ουίλλιαμ Λόου, για να ζητήσει τη συμβουλή του. Το βιβλίο του Λόου «Σοβαρή πρόσκληση για μία θεοσεβή και αγία ζωή» έγινε ο πνευματικός του οδηγός.
Όπως αναφέρει στο Ημερολόγιό του το βιβλίο εκείνο «εξέπεμπε τόσο δυνατό φως και φώτιζε τόσο έντονα την ψυχή μου, ώστε όλα τα πράγματα γύρω μου απέκτησαν μία νέα όψη.
Το 1735 ο στρατηγός Όγκλεθορπ κάλεσε το Τζων και τον Τσαρλς να τον συνοδεύσουν ως ιεροκήρυκες στη Γεωργία. Ο πατέρας τους είχε πεθάνει και για αυτό οι δύο αδελφοί συμβουλεύτηκαν τη μητέρα τους. «Και είκοσι γιους αν είχα, τους απάντησε, θα χαιρόμουν βαθύτατα εάν έφευγαν όλοι για μία τόσο θεάρεστη αποστολή, έστω και αν δεν επρόκειτο να τους δω ποτέ;» (48). Πώς να κατανοήσουμε εμείς οι εγωπαθείς μία τέτοια αυτοθυσία; Η Αγία Λέσχη ανέβαλε τις συνεδριάσεις της sine die (επ’ αόριστον) και τη 14η Οκτωβρίου ο Τζων και ο Τσαρλς, μαζί με άλλους δύο «Μεθοδιστές» επιβιβάστηκαν στο Σίμμοντς για τη Σαβάννα. Στο πλοίο, τους έκανε εντύπωση η εύθυμη ευλάβεια ορισμένων Μοραβών Αδελφών, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τη Γερμανία και μετέβαιναν να εγκατασταθούν στην Αμερική. Όταν μία σφοδρή τρικυμία απείλησε το μικρό σκάφος, οι Μοραβοί δεν έδειξαν φόβο. Συναγωνίζονταν τα σφυρίγματα του ανέμου με τους δυνατούς ύμνους τους. Οι Ουέσλεϋ αισθάνθηκαν ότι η πίστη των Μοραβών ήταν ισχυρότερη της δικής τους.
Φτάνοντας στη Γεωργία (5 Φεβρουαρίου 1736), οι αδελφοί κατέλαβαν διάφορες θέσεις: ο Τσαρλς έγινε γραμματέας του Κυβερνήτη Όγκλεθορπ, ο Τζων έγινε ιερέας της νέας κοινότητας. Μετέβαινε επίσης στη γύρω περιοχή και κήρυττε το Λόγο του Θεού στους εκεί Ιουδαίους. Η πρώτη του εντύπωση ήταν ότι οι Ινδιάνοι ήταν έτοιμοι να δεχθούν το Ευαγγέλιο, δύο χρόνια αργότερα όμως τους περιέγραψε ως «λαίμαργους, κλέφτες, ψεύτες, πατροκτόνους, μητροκτόνους και φονιάδες των παιδιών τους». Πληροφορούμαστε από άλλες πηγές, ότι ο Τζων «δε σημείωσε επιτυχία με τους Ινδιάνους». (49) Ο λευκός πληθυσμός, στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν και εκατοντάδες εξοργισμένοι εγκληματίες, διέκειτο εχθρικώς προς τον Τζων Ουέσλεϋ, διότι τον άκουγε να ομιλεί με οξφορδιανή προφορά και διότι έβλεπε ότι είναι αυταρχικός και επέμενε στην ακριβή τήρηση των θρησκευτικών κανόνων. Κατά τη βάπτιση, βύθισε τρεις φορές το μωρό ολοσχερώς εντός του ύδατος και όταν ένας πατέρας διαμαρτυρήθηκε, ο Τζων αρνήθηκε να βαπτίσει το παιδί του.
Εξακολουθώντας ακόμη να έχει «πολύ στενές αντιλήψεις» (50), αρνήθηκε να μεταλάβει ένα καθόλα ευϋπόληπτο άνθρωπο, επειδή αυτός ο τελευταίος είχε ομολογήσει στην εξομολόγησή του ότι ήταν αλλόδοξος. Αρνήθηκε να ψάλλει τη νεκρώσιμη ακολουθία κατά την κηδεία ενός αποίκου ο οποίος δεν είχε αποκηρύξει την αλλόδοξη αίρεσή του. Απαγόρευσε στις κυρίες της ενορίας του να φορούν πλούσια ενδύματα ή χρυσά κοσμήματα και έπεισε τον κυβερνήτη να κηρύξει παράνομη την αλιεία και το κυνήγι την Κυριακή – τη μόνη μέρα κατά την οποία οι ενορίτες του είχαν καιρό να ψαρέψουν ή να κυνηγήσουν.

    Ερωτεύθηκε τη Σοφία Χόπκεϋ, την ηλικίας δεκαεννέα ετών ανηψιά του ειρηνοδίκου της Σαβάννα, αλλά οι Μοραβοί φίλοι του δεν τη θεώρησαν άξια να γίνει σύζυγός του. Η διστακτικότητά του κούρασε τόσο τη Σοφία, ώστε παντρεύτηκε κάποιον κ. Ουίλκινσον. Όταν η Σοφία προσήλθε να μεταλάβει, ο Τζων αρνήθηκε να της παράσχει τη Θεία Κοινωνία, με το αιτιολογικό ότι είχε κοινωνήσει μόνο τρεις φορές κατά τους τελευταίους τρεις μήνες και είχε αμελήσει να ζητήσει από τον πάστορά της να θυροκολλήσει στην είσοδο της εκκλησίας την αγγελία του γάμου της. Ο σύζυγός της τον μήνυσε για δυσφήμηση της συζύγου του. Το δικαστήριο καταδίκασε τη συμπεριφορά του Ουέσλεϋ ως υποψηφίου γαμπρού και την υπερβολική αυστηρότητα ως κληρικού. Ο Τζων δήλωσε ότι θεωρεί το δικαστήριο αναρμόδιο να τον κρίνει. Η λαϊκή δυσαρέσκεια εναντίον του ωγκούτο συνεχώς. Έφυγε κρυφά στο Τσάρλστον και επιβιβάστηκε σε πλοίο για την Αγγλία. (22 Δεκεμβρίου 1737)
Στο Λονδίνο εξακολούθησε να ζει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη λιτότητα, ελπίζοντας ότι έτσι θα επανακτήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Αλλά ο Πέτρος Μπέλερ, ένας Μοραβός ιεροκήρυκας, ο οποίος βρισκόταν καθ’ οδόν προς Αμερική, τον βεβαίωσε ότι η πίστη του ήταν ακόμη ατελής. Ότι όσο ηθικό βίο και αν διάγει ή όσος και αν είναι ο ζήλος της ευλάβειάς του, θα παραμένει σε κατάσταση θείας καταδίκης, μέχρις ότου δεχθεί τη φώτιση και πεισθεί χωρίς κανένα απολύτως λογικό επιχείρημα ότι ο Χριστός είχε πεθάνει γι’ αυτόν και είχε εξαγοράσει τις δικές του αμαρτίες. Μόνο μετά από ένα τέτοιο προσηλυτισμό μπορούσε κανείς να είναι βέβαιος ότι δε θα υποπέσει σε αμάρτημα και να είναι σίγουρος για τη σωτηρία του. Ο Ουέσλεϋ σημείωσε στο Ημερολόγιό του την Magna Dies (Μεγάλη Ημέρα), κατά την οποία δέχθηκε επιτέλους τη φώτιση. Αυτό συνέβει την 24η Μαΐου του 1738:
“Το βράδυ παρ’ όλο που δεν είχα καθόλου διάθεση, πήγα σε μία συνάθροιση στην οδό Αλντερσγκέιτ, όπου κάποιος ανάγνωσε τον πρόλογο του Λούθηρου στην Επιστολή προς Ρωμαίους. Κατά τις εννέα παρά τέταρτο, τη στιγμή που εξηγούσε την αλλαγή την οποία επεξεργάζεται ο Θεός στην καρδιά του ανθρώπου μέσω της πίστης του στον Χριστό, αισθάνθηκα την καρδιά μου να θερμαίνεται κατά περίεργον τρόπο. Αισθάνθηκα ότι είχα πράγματι εμπιστοσύνη στον Χριστό, μόνο στον Χριστό, για τη σωτηρία. Και μία βεβαιότητα μου είχε δοθεί ως δώρο, η βεβαιότητα ότι Αυτός είχε σβήσει τις δικές μου αμαρτίες, ακόμη και τις πλέον προσωπικές μου και με είχε σώσει από το νόμο της αμαρτίας και του θανάτου. Άρχισα να προσεύχομαι με όλη μου τη δύναμη υπέρ αυτών οι οποίοι μου συμπεριφέρθηκαν κακώς και με κατεδίωξαν. Κατόπιν, δήλωσα στους εκεί παρισταμένους τι ακριβώς αισθάνθηκα για πρώτη φορά στην καρδιά μου.” (51)
Με δυο λόγια, είχε ανακεφαλαιώσει τα διαδοχικά στάδια του χριστιανισμού – της σωτηρίας μέσω της πίστης και των έργων, της σωτηρίας μέσω μόνο της πίστης (Λούθηρος) και της σωτηρίας μέσω της προσωπικής θείας φώτισης (Κουάκεροι). Ευγνωμονώντας τον Μπέλερ ο Ουέσλεϋ μετέβει στη Γερμανία το καλοκαίρι του 1738 και έμεινε πολλές εβδομάδες στο Χέρνχοντ, το Σαξωνικό χωριό όπου μία αποικία Μοραβών Αδελφών είχε εγκατασταθεί στα κτήματα του κόμη φον Τσίντσεντορφ.
Εν τω μεταξύ ο Τσαρλ Ουέσλεϋ, επιστρέφοντας στην Αγγλία, δέχθηκε μία παρόμοια φώτιση. Αυτός, με τον ηπιότερο τρόπο του, είχε αρχίσει να κηρύσσει το Λόγο του Θεού στους φυλακισμένους του Νιουγκέιτ και από κάθε άλλο άμβωνα από τον οποίο του επέτρεπαν να ομιλήσει. Κάτι ακόμη σημαντικότερο, άρχισε να διακρίνεται στο κίνημα των Μεθοδιστών μια ισχυρή προσωπικότητα, η οποία μόνο με τον Τζων Ουέσλεϋ θα μπορούσε να συγκριθεί. Ο Τζωρτζ Χουάιτφιλντ ήταν γιος ενός πανδοχέα του Γκλώτσεστερ. Ο Τζωρτζ, γεννήθηκε το 1714, διατέλεσε για ένα χρόνο και πλέον σερβιτόρος στο πανδοχείο του πατέρα του. Κατώρθωσε να σπουδάσει στο Κολλέγιο Πέμπροκ της Οξφόρδης και υπήρξε ένα από τα πρώτα μέλη της Αγίας Λέσχης. Μετέβη προς συνάντηση των Ουέσλεϋ στη Γεωργία το 1738, αλλά επέστρεψε στην Αγγλία το φθινόπωρο του ίδιου έτους για να χειροτονηθεί Αγγλικανός ιερέας. Τα από άμβωνος κηρύγματα δεν τον ικανοποιούν. Φλέγεται από την επιθυμία να ενσταλάξει την πίστη του στις μεγάλες λαϊκές μάζες.

    Το Φεβρουάριο του 1739 άρχισε να κηρύττει στην ύπαιθρο, κοντά στο Μπρίστολ, απευθυνόμενος στους ανθρακωρύχους οι οποίοι δεν τολμούσαν ή δε σκέφτηκαν να εισέλθουν στην εκκλησία. Η φωνή του ήταν τόσο καθαρή και δυνατή, ώστε μπορούσαν να τον ακούσουν είκοσι χιλιάδες ακροατές και η φλογερή του ρητορία συγκίνησε τόσο πολύ εκείνους τους βασανισμένους και κουρασμένους άντρες, ώστε (όπως μας λέει ο ίδιος) έβλεπε «τα άσπρα αυλάκια των δακρύων στα μαύρα μάγουλά τους». 52 Η φήμη την οποία απέκτησε σύντομα ο νέος ιεροκήρυκας και η αποτελεσματικότητα των υπαίθριων κηρυγμάτων του, συνετάραξαν την κοινή γνώμη της Αγγλίας. Οπουδήποτε μετέβαινε ο Χουάιτφιλντ, τεράστια πλήθη συνέρρεαν να τον ακούσουν.
Το κήρυγμά του παρέμενε αλησμόνητο. Δεν έκανε επίδειξη πολυμάθειας, ισχυριζόταν όμως ότι είχε συνομιλήσει ιδιαίτερα με το Θεό. Η γλώσσα του, είπε ο Ουέσλεϋ ήταν αρκετά «πομπώδης και περιπαθής». Χρησιμοποιεί εντυπωσιακές συγκρίσεις και παρομοιώσεις. Μιλώντας λ.χ. για τον Χριστό είπε ότι «ψήθηκε, σα να λέμε, τόσο πολύ μέσα στην οργή του Πατέρα του, ώστε δίκαια τον είπαν Αμνό του Θεού.» (54) Ο Χουάιτφιλντ, κηρύττωντας στην ύπαιθρο, προσέφυγε στην τέχνη του ηθοποιού, όπως και ο Πιτ, όταν έκανε τους λόγους τους στο Κοινοβούλιο. Μπορούσε ανά πάσα στιγμή να χύσει πύρινα δάκρυα και με όλες τις ενδείξεις η συγκίνησή του ήταν ειλικρινής. Και μπορούσε να κάνει τους απλοϊκούς ακροατές του να αισθανθούν κατά τρόπο άμεσο και έντονο το συναίσθημα της αμαρτίας, τον τρόμο της κόλασης και την αγάπη του Χριστού. Ρήτορες όπως ο Μπόλινγκμπροκ και ο Τσέστερφιλντ, σκεπτικιστές όπως ο Φραγκλίνος και ο Χιουμ, ηθοποιοί όπως ο Γκάρρικ, παραδέχθηκαν τη δύναμή του. Αφού έγινε παντού δεκτός με ενθουσιασμό, μετέβαλε την Αγγλία, την Ουαλία, τη Σκωτία, την Ιρλανδία και την Αμερική σε ενορία του. Δεκατρείς φορές διέσχισε τον Ατλαντικό, δώδεκα φορές διέσχισε τη Σκωτία. Δεν ήταν ασύνηθες γι’ αυτόν να κηρύττει 40 ώρες την εβδομάδα. Σε ηλικία 50 ετών είχε εξαντληθεί. Μείωσε τις παραστάσεις του στις «απολύτως εφικτές» δηλαδή κήρυττε μία φορά μόνο τις καθημερινές και τρεις τις Κυριακές, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Το 1769 επισκέφτηκε για 7η φορά τις αποικίες και πέθανε στο Νιούμπωρυ Πορτ, στη Μασσαχουσέτη, το επόμενο έτος.
Ο Τζων Ουέσλεϋ, επιστρέφοντας από το Χέρνχουτ, δεν ενέκρινε απόλυτα το ρητορικό στυλ του Χουάιτφιλντ και δίσταζε νε μιμηθεί το παράδειγμά του, δηλαδή το κήρυγμα στην ύπαιθρο. «Υπήρξα σε όλη μου τη ζωή (και μέχρι τελευταία ακόμη) τόσο αυστηρός σε ό,τι αφορά στην ευπρέπεια και την τάξη… ώστε είχα την εντύπωση ότι καταντούσε σχεδόν αμαρτία να προσπαθεί κανείς να σώσει τις ψυχές των ανθρώπων εκτός των Οίκων του Θεού.» (55) Υπερνίκησε πάντως την απέχθειά του και άρχισε και αυτός να διαλαλεί το μήνυμά του στους αγρούς και στους δρόμους των πόλεων. «Στην ύπαιθρο άρχισα να χρησιμοποιώ απλούστερη γλώσσα» (Απρίλιος 1739). Η ρητορεία του δεν είχε το πάθος του Χουάιτφιλντ, η γλώσσα του ήταν γλώσσα φιλολόγου και τζέντλεμαν, αλλά και αυτός επίσης γνώριζε να συγκινεί το ακροατήριό του.

    Είχε την ικανότητα να πείθει τους ακροατές του, ότι η καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων ήταν ένα μέρος ενός εκτεταμένου και ευγενούς δράματος όπου οι ψυχές τους ήταν το πεδίο της μάχης μεταξύ Σατανά και Χριστού. Οι ακροατές του μεταφέρονταν μαζί του σε έναν κόσμο οιωνών και θαυμάτων. Και τον πίστευαν όταν τους έλεγε ότι ακούνε από το στόμα του τη φωνή του Θεού.
Ο Ουέσλεϋ οργάνωσε τους οπαδούς του σε «μικρές κοινωνίες». Κάθε πόλη απ’ την οποία περνούσε αποκτούσε τη «μικρή κοινωνία» της. Οι συναθροίσεις των πιστών θύμιζαν τις αγάπες των πρώτων χριστιανών – ήταν γιορτές θρησκευτικής χαράς και συλλογικής αγάπης. Εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους ο ένας στον άλλο, υφίσταντο τον προσεκτικό έλεγχο της ηθικής τους ζωής και προσεύχονταν ομαδικά ή τραγουδούσαν θρησκευτικούς ύμνους. Ο Τζων είχε ήδη συνθέσει ή μεταφράσει αρκετούς συγκινητικούς ύμνους και ο Τσαρλς συνέγραψε τον πλέον φημισμένο από τους πολλούς και ωραίους ύμνους του – το «Ιησού, Εραστή της Ψυχής μου.»
Από αυτές τις ομάδες των ζηλωτών, ο Τζων Ουέσλεϋ διάλεγε και εκπαίδευε τους μη ιερωμένους ιεροκήρυκες, οι οποίοι συνέχιζαν τη διδασκαλία του νέου ευαγγελίου όταν οι ηγέτες μετέβαιναν σε άλλη πόλη. Χωρίς χειροτονία, χωρίς καθορισμένες ενορίες, από άμβωνος ή όχι, αυτοί οι «βοηθοί» ταξίδευαν στην Αγγλία, Σκωτία και Ουαλία, μετέφεραν εκεί τους φόβους και τις ελπίδες της Προτεσταντικής θεολογίας στις εργατικές τάξεις και προετοίμαζαν τις επισκέψεις του Ουέσλεϋ και του Χουάιτφιλντ. Ο Ουέσλεϋ ταξίδευε – έφιππος με ταχυδρομική άμαξα ή πεζή – διανύοντας συχνά 60 μίλια ημερησίως. Διάνυσε έτσι, για 40 χρόνια, 4.000 μίλια κατά μέσο όρο κάθε χρόνο και έφτασε στα πλέον απομακρυσμένα σημεία της Αγγλίας. Κήρυττε σε κάθε ευκαιρία: στις φυλακές, στους κρατούμενους, στις ταχυδρομικές άμαξες, στους συνταξιδιώτες του, στα πανδοχεία, μέχρι και τα πλοία τα οποία μετέβαιναν στην Ιρλανδία ή από λιμάνι σε λιμάνι. Στο Έπγουωρθ, όπου δεν του επέτρεψαν να κηρύξει από άμβωνος κήρυξε στην αυλή της εκκλησίας, μπροστά στον τάφο του πατέρα του.
Τι κήρυττε; Κατ’ ουσία την Πουριτανική πίστη, η οποία φαινόταν ότι είχε δεχθεί θανατηφόρο πλήγμα από την ηθική παραλυσία της Παλινορθώσεως των Στιούαρτ. Ο Ουέσλεϋ απέρριπτε το δόγμα περί απολύτου προορισμού (ο Χουάιτφιλντ το δεχόταν). Ακολουθώντας την αρμινική πτέρυγα της Αγγλικανικής Εκκλησίας, επέμενε ότι ο άνθρωπος έχει αρκετή ελευθερία βούλησης για να εκλέξει αν θα δεχθεί ή όχι τη θεία χάρη. Θεωρούσε απαράδεκτη κάθε προσφυγή στη λογική. Αισθανόταν ότι η θρησκεία προχωρούσε πέρα της ανθρώπινης λογικής και εξαρτώταν από τη θεία έμπνευση και την εκ των ένδον πηγάζουσα βεβαιότητα. Αλλά αποστρεφόταν τον μυστικισμό, με το επιχείρημα ότι άφηνε τα πάντα στο Θεό και δεν παρότρυνε τον άνθρωπο στην άσκηση της έμπρακτης καλωσύνης. Συνεμερίζοταν τις περισσότερες προλήψεις της τάξης του και της εποχής του: πίστευε στα φαντάσματα, στη διαβολική καταγωγή των παράξενων θορύβων, στην πραγματικότητα και την εγκληματικότητα της μαγείας. Όποιος παύει να πιστεύει στην ύπαρξη της μαγείας, έλεγε, παύει να πιστεύει στη Βίβλο. Δεν αμφέβαλλε για τα θαύματα. Νόμιζε ότι εξακολουθούν να συμβαίνουν κάθε μέρα μεταξύ των οπαδών του. Οι πονοκέφαλοι, τα οιδήματα, οι θλάσεις οστών, τα κατάγματα, θεραπεύονταν με τις δικές του προσευχές της κοινωνίας των Μεθοδιστών και ανέφερε ιδιαίτερα την περίπτωση μιας καθολικής νεανίδος, η οποία έχανε την όρασή της κάθε φορά που διάβαζε το Καθολικό Λειτουργικό και την ξανάβρισκε μόλις άνοιγε να διαβάσει την Καινή Διαθήκη. Δεχόταν ως αληθινές τις αφηγήσεις των γυναικών οι οποίες ισχυρίζονταν ότι είχαν δει αγγέλους, τον Χριστό, τον Παράδεισο ή την Κόλαση. Και κατέγραψε στο ημερολόγιό του αρκετές περιπτώσεις κατά τις οποίες αντίπαλοι του Μεθοδισμού τιμωρήθηκαν σκληρά, κατά τρόπο ο οποίος μόνο ως θαύμα μπορεί να χαρακτηριστεί. (56)
Το κήρυγμά του ήταν τόσο ζωντανό, ώστε πολλά άτομα από το ακροατήριο καταλαμβάνονταν από υστερία. Το ημερολόγιο μιλάει περί αμαρτωλών οι οποίοι, ακούγοντας το κήρυγμά του, αισθάνονταν αφόρητους σωματικούς πόνους και έπεφταν στο πάτωμα και συνεστρέφονταν με αγωνία, ενώ οι άλλοι πιστοί γονάτιζαν κοντά τους και προσεύχονταν υπέρ της απαλλαγής τους από την κατοχή του Σατανά. (57) Ο Ουέσλεϋ περιγράφει ως εξής μία συγκέντρωση στην οδό Μπάλντουϊν στο Λονδίνο, το 1739:
«Η φωνή μου μόλις ακούγεται μέσα στους στεναγμούς των μεν και των κραυγών δε… Ένας Κουάκερος ο οποίος στεκόταν κοντά μου, με άκουγε με φανερή δυσαρέσκεια… αλλά σε μία στιγμή έπεσε και αυτός ως κεραυνόπληκτος. Σου προκαλούσε φρίκη να βλέπεις την αγωνία στην οποία βρισκόταν. Ικετεύσαμε τον Θεό να τον ευσπλαγχνισθεί και μετά από λίγο ο Κουάκερος σήκωσε το κεφάλι του και φώναξε δυνατά: «Τώρα το ξέρω πως είσαι προφήτης του Κυρίου.» (58)

Ένας αυτόπτης μάρτυρας, αναφερόμενος από τον Ουέσλεϋ, περιγράφει ως εξής μία συγκέντρωση Μεθοδιστών στο Έβερτον, το 1759:

    «Άλλοι ούρλιαζαν και άλλοι κραύγαζαν δυνατά… Οι περισσότεροι ανάσαιναν με δυσκολία, σαν άνθρωποι μισοπνιγμένοι, που προσπαθούν να κρατηθούν στη ζωή. Γιατί πραγματικά, όλες σχεδόν οι κραυγές θύμιζαν ανθρώπινα πλάσματα που πεθαίνουν μέσα σε φρικτή αγωνία. Πολλοί έκλαιγαν αθόρυβα. Άλλοι είχαν πέσει κάτω και έμεναν ακίνητοι, σαν νεκροί… Απέναντί μου στεκόταν ένας χωρικός, γεροδεμένος και ροδομάγουλος, αλλά σε μια στιγμή, τον είδα να σωριάζεται στο πάτωμα… Σπαρταρούσε σαν ψάρι έξω απ’ το νερό και τα πόδια του χτυπούσαν δυνατά το πάτωμα, εκεί που ήταν πεσμένος, ανάμεσα στις δύο σειρές των καθισμάτων… Σχεδόν όλοι όσους άγγιξε ο Θεός με το χέρι του, γινόντουσαν κατακόκκινοι ή σχεδόν μαύροι… Ένας ξένος, καλοντυμένος, που στεκόταν απέναντί μου έπεσε προς τα πίσω και η πλάτη του χτυπούσε στον τοίχο, ύστερα έπεσε μπροστά, στα γόνατά του, συστρέφοντας τα χέρια του και μουκανίζοντας σαν ταύρος… Σηκώθηκε και έτρεξε προς τον τοίχο μέχρι που ο κ. Κήλινγκ και άλλοι τον σταμάτησαν. Αυτός φώναζε με όλη του τη δύναμη: «Ω, τι πρέπει να κάνω; Τι πρέπει να κάνω; Ω, για μια σταγόνα του αίματος του Χριστού!» Καθώς μιλούσε ο Θεός του πήρε την ψυχή. Είχε δει τις αμαρτίες του και δεν άντεξε το βάρος τους». (59)
Πιθανώς οι ως άνω υστερικές εκδηλώσεις είχαν την αιτία τους σε καταστάσεις οι οποίες βασάνιζαν τα θύματα πριν παραστούν στη συγκέντρωση των Μεθοδιστών και η υπενθύμιση της πυράς της κολάσεως ενέτεινε απλά την ψυχική τους έξαψη πέρα παντός ελέγχου. Ο Ουέσλεϋ ερμήνευσε τις υστερικές αυτές εκδηλώσεις ως δαιμονοπληξίες θεραπευόμενες από την επέμβαση του Θεού. Είχε τη γνώμη ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η θεραπεία δεν συνεπάγοταν μόνιμη αλλαγή της συμπεριφοράς και του χαρακτήρα προς το καλύτερο. Είχε όμως την αίσθηση ότι συχνά συνετελείτο μία κάθαρση της ψυχής από την αμαρτία και ο πιστός άρχιζε μία νέα ζωή.
Ο Μεθοδισμός σημείωνε τις μεγαλύτερες επιτυχίες του μεταξύ των φτωχών. Οι ιεροκήρυκες ήταν άνθρωποι μέτριας μόρφωσης και τα αισθήματά τους, καθώς και ο τρόπος της ομιλίας τους ήταν απλός, αν όχι απλοϊκός. Δεν υπήρχαν ταξικές ή πολιτιστικές διαφορές μεταξύ αυτών και του ακροατηρίου των. Έφεραν το μήνυμα της αμαρτίας και της μετάνοιας στους χωρικούς, τους ανθρακωρύχους και τους εγκληματίες. Και μολονότι κήρυτταν μία πίστη η οποία βασίζοταν περισσότερο στο φόβο παρά στην αγάπη παρείχαν στους αγράμματους ακροατές τους ένα κώδικα ηθικής, ο οποίος συνετέλεσε στην ηθικοποίηση της Αγγλίας κατά το 2ο μισό του 18ου αιώνα. Ήταν η Πουριτανική ηθική, η εναντίον της οποίας αντίδρασης έχει φτάσει κατά την εποχή μας στα άκρα. Ο Ουέσλεϋ αντιμετώπιζε με εχθρική διάθεση όλες σχεδόν τις διασκεδάσεις. Επέτρεπε την χαρτοπαιξία, θεωρούσε όμως αμαρτία τη μετάβαση στα πανηγύρια, την παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων ή τη συμμετοχή στους χορούς.
Είχε επίσης τη γνώμη ότι αμαρτάνουν όσοι φορούν κοσμήματα με πολύτιμους λίθους ή ακριβά ενδύματα. Στο σχολείο το οποίο ίδρυσε στο Κίνγκσγουντ, απαγορεύονταν στους μαθητές τα παιχνίδια, διότι «όποιος παίζει όταν είναι παιδί, θα παίζει και όταν γίνει άντρας.» 60 Αλλά αυτή η Πουριτανική ηθική βρισκόταν σε αρμονία με τον αγγλικό χαρακτήρα. Ο ηθικός της κώδικας μπορούσε να εφαρμοστεί από ισχυρούς άντρες και υπομονετικές γυναίκες. Και βοήθησε τις εργατικές τάξεις να αντιμετωπίσουν την ανέχειά τους, ενσταλάζουσα στους φτωχούς την υπερήφανη αίσθηση ότι είναι οι εκλεκτοί του Θεού ή την πεποίθηση ότι αυτή ήταν η μοίρα τους, με αποτέλεσμα να προσβλέπουν με εχθρότητα κάθε επανάσταση η οποία θα έθετε σε αμφιβολία τον χριστιανισμό. Οι συντηριτικοί αισθάνθηκαν αργότερα ότι χρωστούν ευγνωμοσύνη στον Ουέσλεϋ, διότι έσωσε τους φτωχούς από τον ντεϊσμό και την ελεύθερη σκέψη και τους δίδαξε να μην ονειρεύονται την κοινωνική εξέγερση αλλά την προσωπική τους σωτηρία. Να μην προσβλέπουν σε μία επίγεια ουτοπία, αλλά σε έναν μετά θάνατον Παράδεισο. (61)
Ο Ουέσλεϋ, στον τομέα της πολιτικής, έκλινε προς τον συντηρητισμό. Προηγείτο της τάξης του, συνηγορώντας υπέρ ορισμένων μακρόπνοων μεταρρυθμίσεων: κατήγγειλε την άνιση αντιπροσώπευση στο Κοινοβούλιο, τη διαφθορά των Άγγλων πολιτικών, την απανθρωπιά της δουλείας, το φρικιαστικό καθεστώς των Βρεττανικών φυλακών. Παραδεχόταν όμως την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας ως φυσική και δίκαια. Ήταν αντίθετος προς κάθε επιείκεια έναντι των καθολικών και κατά την επανάσταση των αποικιών της Αμερικής τάχθηκε με το μέρος του Γεωργίου του 3ου.
Παρέμεινε Αγγλικανός στο δόγμα, δε συνεμεριζόταν όμως την Αγγλικανική άποψη ότι μόνο ένας επίσκοπος της Αποστολικής Διαδοχής, μπορούσε να χειροτονήσει έγκυρα έναν ιερέα. Αυτός ο ίδιος χειροτονούσε εφημέριους για τη Σκωτία και την Αμερική. Όταν έλεγε ότι «ενορία μου είναι όλος ο κόσμος», (62) εννοούσε ότι είχε το δικαίωμα να κηρύττει όπου ήθελε, χωρίς επισκοπική άδεια ή εντολή. Στο σημείο αυτό ήταν ένας σχισματικός για την Αγγλικανική Εκκλησία. Εξόρκιζε όμως τους οπαδούς του να παρακολουθούν τις Αγγλικανικές λειτουργίες, να απέχουν από τις συγκεντρώσεις των αλλοδόξων, να μην πιστεύουν στα κηρύγματά τους και να μην κρατούν ανταγωνιστική στάση έναντι του Αγγλικανικού κλήρου. Κατά το πρώτο στάδιο του κινήματος, ορισμένες Αγγλικανικές εκκλησίες επέτρεψαν στους Μεθοδιστές να κηρύξουν από τους άμβωνές τους. Αλλά όταν οι μη ιερωμένοι ιεροκήρυκες του Ουέσλεϋ έλαβαν αυθαίρετα το δικαίωμα να παρέχουν στους πιστούς τη Θεία Μετάληψη και το Μεθοδιστικό δόγμα στράφηκε προς τη μεσαιωνική έμφαση της κόλασης και προς την Πουριτανική ενασχόληση με το πρόβλημα της αμαρτίας, οι Αγγλικανοί ιεράρχες απέσυραν την υποστήριξή τους, όπως είχε αποσύρει ο Έρασμος τη δική του από τον Λούθηρο.
Οι διωγμοί της νέας αίρεσης προήλθαν λιγότερο από την Αγγλικανική Εκκλησία και περισσότερο από τους κοινούς θνητούς, οι οποίοι δε μπορούσαν να ανεχτούν νέους τρόπους στο κήρυγμα παλαιών ιδεών. Στη μία πόλη και ύστερα στην άλλη, οι υπαίθριοι ιεροκήρυκες – όπως αργότερα οι κηρύττοντες το νέο κοινωνικό ευαγγέλιο – άρχισαν να δέχονται τις επιθέσεις του όχλου, ο οποίος άρπαζε την ευκαιρία να βιαιοπραγήσει χωρίς το φόβο να τιμωρηθεί. Στον Μονμάουθ, κάποιος έριξε στο κεφάλι του ιεροκήρυκα μια μεγάλη πέτρα. Ο ιεροκήρυκας πέθανε από το χτύπημα. Στο Γουέντεσμπουρν, ο όχλος εισέβαλε στις οικίες των Μεθοδιστών, βίασε τις γυναίκες, και ξυλοκόπησε τους άντρες. Όταν εμφανίστηκε ο Ουέσλεϋ, το εξαγριωμένο πλήθος κραύγασε «Σκοτώστε τον!» και χειροκρότησε εκείνους οι οποίοι τον χτύπησαν με ρόπαλα. Ο Ουέσλεϋ προσευχήθηκε μεγαλόφωνα και ο όχλος τον άφησε να φύγει. Στο Μπόλτον, αρκετοί οργισμένοι αντίπαλοι όρμησαν στο σπίτι όπου κήρυττε ο Ουέσλεϋ. Οι πέτρες, τα κεραμίδια και τα αυγά έπεφταν βροχή γύρω του, αλλά αυτός συνέχισε απτόητος τη λειτουργία μέχρι τέλους. Στο Νταβάιζες οι αντιμεθοδιστές κατέβρεξαν με μία πυροσβεστική αντλία το σπίτι όπου έμενε ο Τσαρλς Ουέσλεϋ και εξαπέλυσαν πολλά μπουλντόγκ εναντίον των οπαδών του. Στο Έξετερ, ο Χουάιτφιλντ λιθοβολήθηκε και μετά δυσκολίας διέφυγε τον θάνατο. Στο Χόξτον, οι αντίπαλοι έσπρωξαν μία αγελάδα στην αίθουσα συγκέντρωσης των Μεθοδιστών. Στο Πένσφορντ, ένας ταύρος, αφού προηγουμένως είχε ερεθισθεί κατάλληλα, εξαπολύθηκε εναντίον του κηρύττοντος Τζων Ουέσλεϋ. Το θάρρος το οποίο επέδειξαν οι ιεροκήρυκες έκανε καλή εντύπωση στους Βρεττανούς οι οποίοι άρχισαν σιγά-σιγά να γίνονται ανεκτικότεροι και ορισμένοι μάλιστα να υποστηρίζουν τους Μεθοδιστές.
Ο Ουέσλεϋ ήταν ένας μικρόσωμος άντρας, ύψους 5 ποδιών και 3 ιντσών και βάρους 128 λίτρων. Στα γεράματά του είχε όψη επιβλητική λόγω της λευκής του κόμης, αλλά και νεότερος προσέλκυε την προσοχή με τα ασκητικά χαρακτηριστικά του προσώπου του και το διαπεραστικό του βλέμμα. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι γεννήθηκε για να κυβερνά. Η ενεργητικότητά του και η πνευματική του δύναμη ήταν φυσικό να τον προωθήσουν στην ηγεσία. Η υπερβολική του αυτοπεποίθηση καταντούσε ενίοτε αλαζονεία, την οποία ένας Μεθοδιστής επίσκοπος χαρακτήρισε «ανυπόφορη». (63) Παντρεύτηκε το 1751, ερωτευμένος – όπως συμβαίνει σε όλους μας – τη νοσοκόμα η οποία τον περιποιήθηκε κατά τη διάρκεια μιας ασθένειάς του. Για 2 χρόνια, η σύζυγός του τον συνόδευσε στα γεμάτα επεισόδια ταξίδια του. Αλλά έχασε την υγεία της και τελικά και την υπομονή της και τον εγκατέλειψε. Ο Ουέσλεϋ απέδιδε την καλή του υγεία και τη ζωτικότητά του στα ακατάπαυστα ταξίδια του, τα οποία έκανε έφιππος ή πεζή. Μπορούμε ίσως να προσθέσουμε ότι και η ρητορεία είναι μια υγιεινή άσκηση του αναπνευστικού μας συστήματος. Το 1735 έγινε χορτοφάγος. Ένα έτος αργότερα, αυτός και ένας φίλος του αποφάσισαν να ζήσουν με ψωμί, για «να δοκιμάσουν αν μπορεί κανείς στη ζωή να διατηρηθεί με ένα μόνο είδος τροφής. Ουδέποτε… υπήρξαμε περισσότερο υγιείς και ρωμαλέοι, απ’ ότι κατά την περίοδο κατά την οποία δεν τρώγαμε τίποτα άλλο». (64) Η αλήθεια είναι ότι επανήλθαν πολύ σύντομα στο ποικίλο διαιτολόγιο.
Ποια υπήρξαν τα αποτελέσματα του κηρύγματος των Μεθοδιστών; Εντός χρονικού διαστήματος μιας γενιάς η θρησκεία, η οποία φαινόταν ότι πεθαίνει εν μέσω της Αγγλικανικής αξιοπρέπειας και εν μέσω των ντεϊστικών αμφιβολιών, κατέστη ένα αξιολογώτατο στοιχείο της αγγλικής ζωής υπολειπόμενο σε σημασία μόνο της πολιτικής και του πολέμου. Όταν πέθανε ο Ουέσλεϋ (1791) οι οπαδοί του ανέρχονταν σε 70.000 στην Αγγλία, 40.000 στην Αμερική. Το 1957 υπήρχαν 2.250.000 Μεθοδιστές στη Μεγάλη Βρετανία, 12.000.000 στις Ηνωμένες Πολιτείες, 40.000.000 σε ολόκληρο τον κόσμο. (65) Η επιρροή του Μεθοδισμού δεν περιορίστηκε μόνο στα μέλη του. Έτσι, εντός της Αγγλικανικής Εκκλησίας, η οποία απέρριπτε τον Μεθοδισμό, τα ιδανικά του βρήκαν την έκφρασή τους στο κίνημα των Ευαγγελιστών κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και έπαιξαν ενδεχομένως σημαντικό ρόλο στο κίνημα της Οξφόρδης κατά το 19ο. Πολιτικά, το αποτέλεσμα ήταν οι εργαζόμενες τάξεις να υποταχθούν αγόγγυστα στο συντηρητισμό, μέχρι το 1848. Ηθικά, ο Μεθοδισμός βελτίωσε την ατομική συμπεριφορά και την οικογενειακή ζωή των φτωχών, συνέβαλε στην ελάττωση της εκλογικής και επίσημης διαφθοράς, ανάγκασε πολλά άτομα των ανωτέρων τάξεων να αισθανθούν ντροπή για την επιπολαιότητα και την κακία τους και προετοίμασε την αγγλική αντίδραση εναντίον του δουλεμπορίου.
Πολιτιστικά, το κίνημα υπήρξε αρνητικό. Έδωσε στο λαό θρησκευτικά άσματα, συνέχισε όμως την Πουριτανική παράδοση και κράτησε εχθρική στάση απέναντι στις τέχνες. Από πνευματικής άποψης, ήταν ένα βήμα προς τα πίσω. Βάσιζε την πίστη του πάνω στο φόβο, τις ιερουργίες του πάνω στο αίσθημα και καταδίκαζε τη λογική ως παγίδα. Στη μεγάλη διαμάχη μεταξύ πίστης και λογικής, είχε εναποθέσει όλες τις ελπίδες του στην πίστη. Δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στην πρόοδο της γνώσης και της επιστήμης. Αγνοούσε ή χλεύαζε τον Διαφωτισμό, ο οποίος απλωνόταν σαν πυρκαγιά στη Γαλλία. Αισθανόταν ότι ο μοναδικός σκοπός και το μόνο νόημα της ζωής ήταν να αποφύγει κάποιος την αιώνια καταδίκη και ότι το μόνο που χρειαζόταν για να το πετύχει ήταν να πιστέψει στο λυτρωτικό θάνατο του Χριστό.
Τον Ιανουάριο του 1790, σε ηλικία 86 ετών, ο Ουέσλεϋ έγραφε στο ημερολόγιό του:
«Είμαι τώρα ένας γέρος, φθαρμένος από την κορυφή ως τα νύχια. Τα μάτια μου είναι θολά, το δεξί μου χέρι τρέμει, το στόμα μου είναι ζεστό και στεγνό κάθε πρωί, έχω έναν ενοχλητικό πυρετό σχεδόν κάθε μέρα. Ωστόσο, ευλογημένος να ’ναι ο Θεός, εξακολουθώ να εργάζομαι. Μπορώ ακόμα να κηρύττω και να γράφω.» (66). Δύο μήνες αργότερα άρχισε μια περιοδεία η οποία διήρκησε 5 μήνες, στην Αγγλία και τη Σκωτία. Ένα έτος αργότερα πέθανε (2 Μαρτίου 1791). Αν λάβουμε ως μέτρο του μεγαλείου την επιρροή, υπήρξε – αν εξαιρέσουμε τον Πιτ – ο μεγαλύτερος Άγγλος της εποχής του.

Αφήστε μια απάντηση