kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Λούθηρος

Συγγραφέας: kantonopou στις 14 Ιουλίου, 2018

Αποτέλεσμα εικόνας για ΛΟΥΘΗΡΟΣ

Η αρχή του Προτεσταντισμού. Η «διόρθωση» ενός λάθους με ένα μεγαλύτερο λάθος…

(Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού Will Durant, τόμος ΣΤ΄ σελ. 395-443, 483-494 & 514-527 εκδόσεις Αφοί Συρόπουλοι 1970)
Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις δικές μας. Δεν παρατίθενται οι παραπομπές
ΛΟΥΘΗΡΟΣ: Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑΝ
1517-24
Ι. Τ Ε Τ Ζ Ε Λ
Την 15ην Μαρτίου 1517, ο πάπας Λέων I’ εξέδωσε την περιφημοτέραν από όλας τας συγχωρήσεις. Ήτο λυπηρόν, ακριβώς τώρα, ότι η Μεταρρύθμισις εξερράγη κατά την διάρκειαν μιας αρχιερατείας, η oποία είχε συγκεντρώσει εις την Ρώμην τόσους πολλούς από τους καρπούς, και τόσον πολύ από το πνεύμα της Αναγεννήσεως.
Ο Λέων, υιός του Λαυρεντίου του Μεγαλοπρεπούς, ήτο τώρα ο αρχηγός της οικογενείας των Μεδίκων, η όποια είχεν εκθρέψει την Αναγέννησιν εις την Φλωρεντίαν. Ήτο λόγιος, ποιητής, ευπατρίδης, ευγενής και γενναιόφρων, αγαπών την κλασσικήν φιλολογίαν και την λεπτήν τέχνην. Τα ήθη του ήσαν καλά εις ένα ανήθικον περιβάλλον• η φύσις του έκλινε προς μίαν ευθυμίαν, ευχάριστον και νόμιμον, η οποία έδωσε το παράδειγμα της ευτυχίας εις μίαν πόλιν, η οποία προ ενός αιώνος ευρίσκετο εις κατάπτωσιν και εγκατάλειψιν. Όλα του τα ελαττώματα ήσαν επιφανειακά εκτός της επιπολαιότητός του. Έκαμνε πολύ oλίγην διάκρισιν μεταξύ του καλού της οικογενείας του και του καλού της Εκκλησίας και εσπατάλα τα χρήματα της παπωσύνης χάριν αμφιβόλων ποιητών και πολέμων. Ήτο κατά κανόνα ανεκτικός, απελάμβανε την σάτιραν εναντίον των εκκλησιαστικών εις το «Μωρίας εγκώμιον» του Εράσμου και εφήρμοσε, με μερικάς διακοπάς, την άγραφον συμφωνίαν, δια της οποίας η Εκκλησία της Αναγεννήσεως παρεχώρησε σημαντικήν ελευθερίαν εις τους φιλοσόφους, τους ποιητάς και τους λογίους, οι όποιοι απηυθύνοντο -συνήθως εις την λατινικήν -προς την μορφωμένην μειονότητα, άλλ’ άφηνεν ανενόχλητον την αναντικατάστατον πίστιν των μαζών.
Υιός τραπεζίτου, ο Λέων ήτο συνηθισμένος να εξοδεύη χρήματα ευκόλως και πρό παντός εις βάρος άλλων. Εκληρονόμησε πλήρη παπικά ταμεία από τον Ιούλιον Β’ και τα εξεκένωσε πριν αποθάνη. Ίσως να μην ενδιεφέρετο πολύ δια την ογκώδη βασιλικήν την οποίαν ο Ιούλιος είχε σχεδιάσει και αρχίσει, αλλά η παλαιά εκκλησία του Αγίου Πέτρου δεν ηδύνατο πλέον να επισκευασθή, τεράστια ποσά είχον εξοδευθή δια την νέαν και θα ήτο ατύχημα δια την Εκκλησίαν να αφήση αυτήν την μεγαλειώδη επιχείρησιν να αποτύχη. Ενδεχομένως με κάποιαν απέχθειαν προσέφερε την συγχώρησιν του 1517 εις όλους όσοι θα συνεισέφερον εις τα έξοδα δια την συμπλήρωσιν του μεγάλου αυτού ναού. Οι ηγεμόνες της Αγγλίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας διεμαρτυρήθησαν, ότι ο πλούτος των χωρών των είχεν αποστραγγισθή, αι εθνικαί των οικονομίαι είχον διαταραχθή ένεκα επανειλημμένων εκστρατειών προς συλλογήν χρημάτων δια την Ρώμην. Όπου οι βασιλείς ήσαν ισχυροί, ο Λέων ήτο συγκαταβατικός: συνεφώνησεν όπως ο Ερρίκος Η’ κράτηση το ¼ των συλλεγέντων χρημάτων εις την Αγγλίαν• έκαμεν ένα δάνειον από 175.000 δουκάτα εις τον βασιλέα Κάρολον Α’ (τον μετέπειτα αυτοκράτορα Κάρολον Ε’) έναντι αναμενομένων εισπράξεων εις την Ισπανίαν ο δε Φραγκίσκος Α’ εκράτησε, κατόπιν εγκρίσεως του Λέοντος, μέρος των συλλεγέντων εις την Γαλλίαν χρημάτων. Η Γερμανία είχεν ολιγώτερον ευνοϊκήν μεταχείρισιν, μη έχουσα ισχυράν μοναρχίαν δια να διαπραγματευθή με τον πάπαν• εν τούτοις παρεχωρήθη εις τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανόν το ευτελές ποσόν των 3000 φλωρινίων από τας εισπράξεις και οι Φούγκερ θα ελάμβανον από τα χρήματα τα όποια θα συνελέγοντο τας 20.000 φλωρίνια τα όποια είχον δανείσει εις τον Άλμπρεχτ του Βραδεμβούργου δια να πληρώση τον πάπαν δια την ανάρρησίν του εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον της Μάιντς. Δυστυχώς η πόλις αυτή είχε χάσει τρεις αρχιεπισκόπους εντός δέκα ετών (1504 – 14) και είχε πληρώσει δύο φοράς βαρύτατα δικαιώματα αναρρήσεως. Δια να την απαλλάξη από του να πληρώση και τρίτην φοράν, ο Άλμπρεχτ εδανείσθη. Τώρα ο Λέων συνεφώνησε όπως ο νεαρός ιεράρχης διευθύνη την διανομήν των συγχωροχαρτίων εις το Μαγδεμβούργον και την Χάλμπερστατ καθώς και εις την Μάιντς. Ένας πράκτωρ των Φούγκερ συνώδευεν έκαστον ιεροκήρυκα του Άλμπρεχτ, ήλεγχε τας δαπάνας και τας εισπράξεις και εκράτει το κλειδί του χρηματοκιβωτίου όπου εφυλάσσοντο τα χρήματα.1
Ό κυριώτερος πράκτωρ του Άλμπρεχτ ήτο ο Ιωάννης Τέτζελ, ένας Δομινικανός μοναχός, ο όποιος είχεν αποκτήσει ικανότητα και φήμην ως συλλέκτης χρημάτων. Από του 1500 η κυριωτέρα του ασχολία ήτο η διάθεσις των συγχωροχαρτίων. Συνήθως εις τας αποστολάς αυτάς ελάμβανε την βοήθειαν του κλήρου: όταν εισήρχετο εις μίαν πόλιν, μία συνοδεία από ιερείς, άρχοντας και ευσεβείς λαϊκούς, τον υπεδέχετο με σημαίας, λαμπάδας και ψαλμούς και έφερε την βούλλαν της συγχωρήσεως υψηλά επί ενός βελούδινου η χρυσού προσκεφαλαίου, ενώ οι κώδωνες των εκκλησιών ήχουν και τα όργανα έπαιζον.2Εισαγόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπον, ο Τέτζελ προσέφερεν με ένα εντυπωσιακόν τρόπον, πλήρη συγχώρησιν εις εκείνους οι όποιοι θα μετενόουν και θα εξωμολογούντο τας αμαρτίας των και θα συνεισέφερον αναλόγως των μέσων των εις την ανέγερσιν του νέου Αγίου Πέτρου:
Είθε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να δείξη έλεος δια σε και να σε συγχωρήση με την χάριν των αγίων Του παθών. Και εγώ, με την εξουσίαν Του, με την εξουσίαν των αγίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου, και του αγιωτάτου πάπα, η οποία μου εδόθη και μου παρεχωρήθη εις αυτά τα μέρη, σε συγχωρώ και σε απαλλάσσω, πρώτον από πάσαν εκκλησιαστικήν κύρωσιν, κατά οιονδήποτε τρόπον και αν έγινε και έπειτα από όλας σου τας αμαρτίας, παραβάσεις και υπερβασίας, οσονδήποτε φοβεραί και αν είναι, ακόμη και από εκείνας αι οποίαι επιφυλάσσονται δια την γνωμάτευσιν της Αγίας Έδρας και όσον μακράν εκτείνονται αι κλείδες της αγίας Εκκλησίας, σου αναστέλλω πάσαν τιμωρίαν της όποιας είσαι άξιος εις το καθαρτήριον ένεκα αυτών και σε αποκαθιστώ εις τα άγια μυστήρια της Εκκλησίας… και εις την αθωότητα εκείνην και την αγνότητα την οποίαν είχες κατά το βάπτισμα• ούτως ώστε όταν θα αποθάνης, αι πύλαι της τιμωρίας θα είναι κλεισταί και αι πύλαι του παραδείσου της χαράς θα είναι ανοικταί• και αν δεν θα αποθάνης επί του παρόντος, αυτή η χάρις θα παραμείνη εν πλήρει ενεργεία μέχρι του σημείου του θανάτου σου. Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Άγιου Πνεύματος.3
Η θαυμαστή αυτή συμφωνία δι’ ένα πιστόν ευρίσκετο εις αρμονίαν με την επίσημον αντίληψιν περί των συγχωρήσεων δια τους ζώντας. Ο Τέτζελ ευρίσκετο και πάλιν εντός του γράμματος των αρχιεπισκοπικών οδηγιών όταν απήλλασσε της προηγουμένης εξομολογήσεως, εάν ο καταβάλλων τα χρήματα εζήτει την συγχώρησιν δια μίαν ψυχήν εις το καθαρτήριον. Ένας καθολικός ιστορικός λέγει:
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τέτζελ, συμφώνως προς ό,τι εθεώρει ως εγκύρους οδηγίας του, διεκήρυσσεν ως χριστιανικόν δόγμα ότι δεν απητείτο παρά μόνον μία χρηματική προσφορά δια να επιτύχη κανείς συγχώρησιν δια τους νεκρούς, χωρίς να υφίσταται λόγος μετανοίας και εξομολογήσεως. Εδίδασκεν επίσης, συμφώνως προς την τότε επικρατούσαν γνώμην, ότι μία συγχώρησις ηδύνατο να εφαρμοσθή επί οιασδήποτε ψυχής με αλάθητον αποτέλεσμα. Εκκινών από την προϋπόθεσιν αυτήν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατέληγεν εις την πραγματικότητα να είναι η θεωρία του η εφαρμογή της παροιμίας: «ευθύς ως το χρήμα κουδουνίση εντός του κιβωτίου, η ψυχή θα πηδήση έξω από τας φλόγας του καθαρτηρίου». Η παπική βούλλα δεν έδιδε καμμίαν επικύρωσιν εις την πρότασιν αυτήν. Ήτο μία ασαφής σχολαστική γνώμη… και όχι δόγμα της Εκκλησίας.4
Ό Μυκόνιος, ένας Φραγκισκανός μοναχός, πιθανόν διακείμενος εχθρικώς προς τους Δομινικανούς, ήκουσε τον Τέτζελ και ανέφερε το έτος εκείνο 1517: «Είναι απίστευτον το τί ο αμαθής αυτός μοναχός είπε και εκήρυξε. Έδωσε σφραγισμένος επιστολάς βεβαιούσας ότι ακόμη και αι αμαρτίαι τας οποίας κανείς είχε σκοπόν να κάμη, θα συνεχωρούντο. Ο πάπας, είπεν, έχει μεγαλυτέρου δύναμιν από όλους τους αποστόλους, από όλους τους αγγέλους και τους άγιους, περισσοτέραν ακόμη και από αύτην την Παρθένον Μαρίαν• επειδή όλοι αυτοί είναι υπήκοοι του Χριστού ενώ ο πάπας είναι ίσος με τον Χριστόν».
Τούτο είναι προφανώς υπερβολή, αλλά το ότι ήτο δυνατόν δά δοθή μία τοιαύτη περιγραφή από ένα αυτόπτην μάρτυρα, αποδεικνύει την αντιπάθειαν την οποίαν διήγειρεν ο Τέτζελ. Μία παρομοία εχθρότης διαφαίνεται εις την φήμην, την οποίαν μετά σκεπτικισμού αναφέρει ο Λούθηρος,5 ο όποιος παρουσιάζει τον Τέτζελ ως ειπόντα εις την Χάλλην ότι και αν ακόμη, per impossibile, κάποιος είχε βιάσει την Μητέρα του Θεού, η συγχώρησις θα απέπλυνε το άμάρτημά του. ο Τέτζελ έλαβε πιστοποιητικά από τας πολιτικάς και εκκλησιαστικάς αρχάς της Χάλλης ότι ουδέποτε ήκουσαν αυτήν την ιστορίαν.6 Ήτο ενθουσιώδης πωλητής αλλά όχι τελείως ασυνείδητος.
Θα ηδύνατο να είχε διαφύγει από την ιστορίαν εάν δεν είχε πλησιάσει πάρα πολύ εις τα εδάφη του Φρειδερίκου του Σοφού, εκλέκτορος της Σαξονίας.
Ο Φρειδερίκος ήτο ένας ευλαβής και προβλεπτικός ηγεμών. Θεωρητικώς δεν αντετίθετο εις τας συγχωρήσεις• είχε συγκεντρώσει 19.000 άγια λείψανα εις την εκκλησίαν του πύργου του εις την Βιττενβεργην7 και είχε κανονίσει να εξασφαλίση μίαν συγχώρησιν δια τους προσκυνητάς των• επρομηθεύθη επίσης μίαν άλλην συγχώρησιν δια συνδρομητάς προς κατασκευήν μιας γεφύρας επί του Τοργκάου και είχεν αναθέσει εις τον Τέτζελ να διαφημίση τα πλεονεκτήματα της παπικής αυτής συγχωρήσεως.8 Εν τούτοις είχε κατακρατήσει από τον πάπαν Αλέξανδρον ΣΤ’ (1501) το ποσόν το όποιον είχε συλλεγή εις την Εκλεκτορικήν Σαξονίαν από μίαν συγχώρησιν δια δωρεάς χάριν μιας σταυροφορίας κατά των Τούρκων. Είπεν ότι θα έδιδε τα χρήματα όταν θα επραγματοποιείτο η σταυροφορία. Αυτό δεν έγινε. Ο Φρειδερίκος ο Σοφός εκράτησε τα χρήματα και τα εχρησιμοποίησεν εις το Πανεπιστήμιον της Βιττενβέργης.9 Τώρα, κινούμενος από την επιθυμίαν να μην αφήση τα νομίσματα της Σαξονίας να φυγαθευθούν και ίσως παρακινηθείς από πληροφορίας περί των υπερβολών του Τέτζελ, απηγόρευσε το κήρυγμα της συγχωρήσεως του 1517 εντός των εδαφών του. Αλλά ο Τέτζελ επλησίασε τόσον πολύ εις τα σύνορα, ώστε πολλοί από την Βιττενβέργην διέβησαν τα σύνορα δια να αποκτήσουν την συγχώρησιν. Πολλοί αγορασταί εκόμισαν αυτάς «τας παπικάς επιστολάς» εις τον Μαρτίνον Λούθηρον, καθηγητήν της θεολογίας εις το Πανεπιστήμιον και του εζήτησαν να επιβεβαιώση την αποτελεσματικότητά των. Αυτός ηρνήθη. Ο Τέτζελ επληροφορήθη την αρνησίν του. Κατήγγειλε τον Λούθηρον και έγινεν αθάνατος.
Είχεν υποτιμήσει την μαχητικότητα του καθηγητού. Ο Λούθηρος συνέθεσε ταχέως εις την λατινικήν ενενήντα πέντε θέσεις, τας οποίας ετιτλοφόρησε Disputatio pro declaration virtutis indulgentiarum (Συζήτησις προς διευκρίνισιν της ισχύος των συγχωρήσεων). Δεν εθεώρει τας προτάσεις του αιρετικάς και αναμφιβόλως δεν ήσαν. Εξηκολούθει να είναι ένθερμος καθολικός, ο όποιος ουδόλως εσκέπτετο να βλάψη την Εκκλησίαν. Ο σκοπός του ήτο να αντικρούση τους παραλόγους ισχυρισμούς δια τας συγχωρήσεις και να διορθώση τας καταχρήσεις αι οποίαι εσημειούντο κατά τήν διανομήν των. Ησθάνετο ότι η εύκολος έκδοσις και η εμπορική διανομή συγχωρήσεων εμείωσε την συντριβήν, την οποίαν έπρεπε να προκαλή η αμαρτία, είχε πράγματι καταστήσει την αμαρτίαν ένα ασήμαντον πράγμα, το οποίον ηδύνατο να τακτοποιηθή φιλικώς εις μίαν τράπεζαν λογαριασμών με ένα μεταπράτην συγχωρήσεων. Δεν είχεν ακόμη αρνηθή την παπικήν «εξουσίαν των κλειδών» να συγχωρή αμαρτίας• παρεδέχετο την δύναμιν του πάπα να απαλλάσση τον εξομολογούμενον μενανοούντα από τας επίγειους ποινάς τας όποιας επιβάλλουν οι εκκλησιαστικοί. Αλλά κατά την άποψιν του Λουθήρου, η δύναμις του πάπα να απελευθερώνη ψυχάς από το καθαρτήριον, ή να μειώνη την διάρκειαν της εκεί τιμωρίας των, δεν εξηρτάτο από την δύναμιν των κλειδών –ή οποία δεν εξετείνετο πέραν του τάφου –αλλά από την μεσολαβητικήν επιρροήν των παπικών προσευχών, αι οποίαι πιθανόν να εισηκούοντο και πιθανόν όχι (Θέσις 20 – 22). Επί πλέον, υπεστήριζεν ο Λούθηρος, όλοι οι χριστιανοί μετείχον αυτοδικαίως του θησαυρού της χάριτος, ο όποιος είχε κερδιθή υπό του Χριστού και των αγίων, ακόμη και χωρίς την δωρεάν μιας τοιαύτης συμμετοχής δι’ ενός παπικού συγχωροχαρτίου. Απήλλασσε τους πάπας από την ευθύνην δια τας υπερβολάς των Ιεροκηρύκων αλλά προσέθετε μετά πονηρίας:
«Το αχαλίνωτον αυτό κήρυγμα υπέρ των συγχωρήσεων, καθιστά δύσκολον, ακόμη και δια πεπαιδευμένους ανθρώπους, να εξασφαλίσουν τον οφειλόμενον σεβασμόν προς τον πάπαν… από τας κακοβούλους ερωτήσεις των λαϊκών, όπως π.χ. «Διατί ο πάπας δεν εκκενώνει το καθαρτήριον χάριν της χριστιανικής αγάπης και χάριν της σκληράς ανάγκης των ψυχών αι οποίαι ευρίσκονται εκεί, ενώ απαλλάσσει… μόνον μέρος των ψυχών χάριν του άθλιου χρήματος με το όποιον θα κτίση μίαν εκκλησίαν;» (Θέσις 81 – 82).
Την μεσημβρίαν της 31ης Οκτωβρίου 1517 ο Λούθηρος ετοιχοκόλλησε τας θέσεις του αυτάς εις την κυρίαν πύλην της εκκλησίας του πύργου εις την Βιττενβέργην. Την 1ην Νοεμβρίου εκάστου έτους, την ημέραν των Αγίων Πάντων, εξετίθεντο εκεί τα, λείψανα τα οποία είχον συγκεντρωθή υπό του εκλέκτορος και ανεμένετο να συρρεύση πολύ πλήθος. Η συνήθεια να αναγγέλλονται δημοσία θέσεις τας όποιας ο προτείνων προσεφέρετο να υποστηρίξη εναντίον παντός ο όποιος θα τας αντέκρουε, ήτο παλαιόν έθιμον εις τα μεσαιωνικά Πανεπιστήμια και η θύρα, την οποίαν ο Λούθηρος εχρησιμοποίησε δια την προκήρυξίν του, εχρησιμοποιείτο κανονικώς ως ακαδημαϊκός πίναξ τοιχοκολλήσεως δελτίων. Εις τας θέσεις προσέθεσε και μίαν φιλικήν πρόσκλησιν:
Από αγάπην προς την πίστιν και από την επιθυμίαν να την φέρωμεν εις φώς, αι κατωτέρω προτάσεις θα συζητηθούν εις την Βιττενβέργην υπό την προεδρίαν του αιδεσιμωτάτου πατρός Μαρτίνου Λουθήρου, διδάκτορος των τεχνών και της ιεράς θεολογίας και τακτικού καθηγητού αυτής εις την ιδίαν πόλιν. Δια τούτο παρακαλεί όσους αδυνατούν να παρουσιασθούν και να συζητήσουν προφορικώς να πράξουν τούτο δι’ επιστολής.
Δια να είναι βέβαιος ότι αι θέσεις θα κατενοούντο ευρέως, ο Λούθηρος εκυκλοφόρησε μίαν γερμανικήν μετάφρασίν των εις τον λαόν. Με χαρακτηριστικήν τόλμην απέστειλεν ενα αντίγραφον των θέσεων εις τον αρχιεπίσκοπον Άλμπρεχτ της Μάιντς. Ευγενώς, ευλαβώς και αφελώς, η Μεταρρύθμισις ήρχισε.
II. Η ΕΞΕΛΙΞΙΣ ΤΟΥ ΛΟΥΘΗΡΟΥ
Ποίαι περιστάσεις κληρονομικότητος και περιβάλλοντος είχον διαμορφώσει ένα ασήμαντον μοναχόν, εις μίαν πολίχνην τριών χιλιάδων ψυχών, εις τον Δαυΐδ της θρησκευτικής επαναστάσεως;
Ό πατήρ του Χάνς ήτο ένας αυστηρός, τραχύς, αμείλικτος αντικληρικός• η μήτηρ του ήτο μία δειλή, σεμνή γυναίκα επιδιδομένη πολύ εις τας προσευχάς• και οι δύο ήσαν λιτοί και εργατικοί. ο Χάνς ήτο χωρικός εις την Μαίρα, κατόπιν μεταλλωρύχος εις την Μάνσφελδ• ο Μαρτίνος όμως εγεννήθη εις το Άισλεμπεν την 10ην Νοεμβρίου 1483. Ηκολούθησαν άλλα εξ τέκνα. ο Χάνς και η Γκρέτε επίστευον εις την ράβδον ως εις μαγικόν μέσον κατασκευής καλών ανθρώπων κάποτε, λέγει ο Μαρτίνος, ο πατήρ του τον έδειρε τόσον πολύ ώστε επί μακρόν διάστημα ήσαν κεκηρυγμένοι εχθροί• εις μίαν άλλην περίπτωσιν, επειδή έκλεψεν ένα καρύδι, η μήτηρ του τον εμαστίγωσε μέχρις αίματος• ο Μαρτίνος εσκέφθη βραδύτερον ότι η «αυστηρά και σκληρή ζωή, την οποίαν έκαμα μαζί των, ήτο ο λόγος δια τον οποίον κατέφυγον κατόπιν εις το μοναστήριον και έγινα μοναχός».10
Η εικών της θεότητος, την οποίαν του μετέδωσαν οι γονείς του, αντηνάκλα την ιδικήν των διάθεσιν: ένας σκληρός πατήρ και αυστηρός δικαστής, επιβάλλων μίαν αρετήν χωρίς χαράν, απαιτών συνεχή εξιλασμόν και τελικώς καταδικάζων το πλείστον της ανθρωπότητος εις την αιωνίαν κόλασιν. Οι γονείς του επίστευον εις μαγίσσας, αγγέλους και δαίμονας πολλών ειδών και ειδικοτήτων. ο Μαρτίνος έφερε μαζί του πολλάς από τας δεισιδαιμονίας αυτάς μέχρι τέλους. Μία θρησκεία τρόμου εις ένα οίκον ακάμπτου πειθαρχίας συνετέλεσεν εις την διαμόρφωσιν της νεότητος και της πίστεως του Λουθήρου.
Εις το σχολείον του Μάνσφελδ υπήρχον ακόμη περισσότεροι ράβδοι και περισσοτέρα κατήχησις. Ο Μαρτίνος εξυλοκοπείτο δεκαπεντάκις της ημέρας διότι δεν είχε κλίνει ορθώς ένα όνομα. Εις ηλικίαν δέκα τριών ετών προήχθη εις ένα σχολείον μέσης εκπαιδεύσεως, το όποιον διηυθύνετο και συνετηρείτο από μίαν θρησκευτικήν αδελφότητα εις το Μαγδεμβούργον. Δέκα τεσσάρων ετών μετεγράφη εις το σχολείον του Αγίου Γεωργίου εις το Άιζεναχ και διήλθε τρία σχετικώς ευτυχή έτη κατοικών εις την άνετον οικίαν της φράου Κόττα. ο Λούθηρος ουδέποτε ελησμόνησε μίαν παρατήρησίν της, ότι δεν υπάρχει τίποτε πολυτιμώτερον επϊ της γής δι’ ένα άνδρα από την αγάπην μιας καλής γυναικός. Αυτό υπήρξεν ένα αγαθόν το όποιον εχρειάσθη 42 έτη δια να το κερδίση. Εις την υγιεινοτέραν αυτην ατμόσφαιραν ανέπτυξε το φυσικόν θέλγητρον της νεότητος: υγιής, εύθυμος, κοινωνικός, ειλικρινής. Έψαλλε καλώς και έπαιζε λαγούτον.
Το 1501, ο ευπορήσας πατήρ του τον απέστειλεν εις το Πανεπιστήμιον της Ερφούρτης. Το πρόγραμμα περιεστρέφετο περί την θεολογίαν και την φιλοσοφίαν, η οποία εξηκολούθει να είναι σχολαστική. Αλλά ο νομιναλισμός του Όκκαμ είχε θριαμβεύσει εκεί και προφανώς ο Λούθηρος έλαβεν υπό σημείωσιν την θεωρίαν του Όκκαμ ότι πάπαι και σύνοδοι δυνατόν να πλανώνται. Εύρε τον σχολαστικισμόν υπό οιανδήποτε μορφήν τόσον δυσάρεστον ώστε συνεχάρη ένα φίλον του ως «μή υποχρεωμένον να μανθάνη την κόπρον, η οποία προσφέρεται» ως φιλοσοφία.11 Υπήρχον εις την Ερφούρτην μερικοί ήπιοι ουμανισταί• τον επηρέασαν πολύ ολίγον δεν ενδιαφέρθησαν δι’ αυτόν όταν τον εύρον σοβαρώς απασχολούμενον με τον άλλον κόσμον. Έμαθεν ολίγα ελληνικά και ολιγώτερα εβραϊκά άλλ’ ανέγνωσε τους μεγαλυτέρους Λατίνους κλασσικούς.
Το 1505 έλαβε το πτυχίον του διδάκτορος των τεχνών. Ο υπερήφανος πατήρ του του έστειλεν ως δώρον δια την αποφοίτησίν του, μίαν πολυτελή έκδοσιν του Corpus juris και εχάρη όταν ο υιός του επεδόθη εις την σπουδήν του δικαίου. Αιφνιδίως, μετά πάροδον δύο μηνών τοιούτων σπουδών και προς μεγάλην λύπην του πατρός του, ο 22ετής νέος απεφάσισε να γίνη μοναχός.
Η απόφασις εξέφραζε την αντίθεσιν η οποία υπήρχεν εις τον χαρακτήρα του. Ρωμαλέος μέχρι σημείου αισθησιασμού, προφανώς πλαισιωμένος δια μίαν ζωήν φυσικών ένστικτων και όμως εμποτισμένος από την οικογένειάν του και το σχολείον με την πεποίθησιν ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως αμαρτωλός και ότι η αμαρτία είναι προσβολή εναντίον του παντοδυνάμου και τιμωρού Θεού, δεν κατώρθωσε ποτέ να συμβιβάση εις την σκέψιν ή την διαγωγήν του τας φυσικάς του παρορμήσεις με τας επικτήτους γνώμας του. Διελθών προφανώς δια των συνήθων ερωτικών πειραμάτων και φαντασιών της εφηβείας, δεν ηδύνατο να δεχθή αυτά ως στάδια αναπτύξεως, αλλά τα εβλεπε ως έργα του σατανά ο όποιος ήτο προωρισμένος να παρασύρη τας ψυχάς εις αιωνίαν καταδίκην. Η αντίληψις περί Θεού η οποία του είχε δοθή, δεν περιείχε κανένα στοιχείον τρυφερότητος• η παρήγορος μορφή της Θεοτόκου κατελάμβανε ολίγην θέσιν εις την θεολογίαν αύτην του φόβου ο δέ Ιησούς δεν ήτο ο αγαπών υιός ο όποιος δεν ηδύνατο να αρνηθή τίποτε εις την μητέρα του. Ήτο ο Ιησούς της Δευτέρας Παρουσίας, ο όποιος τόσον συχνά εζωγραφίζετο εις τας εκκλησίας, ο Χριστός, ο οποίος είχεν απειλήσει τους αμαρτωλούς με το αιώνιον πύρ. Η διαρκής σκέψις της κολάσεως εσκότιζεν ένα πνεύμα πολύ εντόνως θρησκευτικόν ώστε να μη δύναται να την λησμονήση εις την κίνησιν και το ρεύμα της ζωής.
Μίαν ημέραν, καθώς επέστρεφεν εις την Ερφούρτην από τον οίκον του πατρός του, (Ιούλιος 1505) κατελήφθη από μίαν τρομεράν καταιγίδα. Ο κεραυνός έλαμψε πλησίον του και εκτύπησεν ένα παρακείμενον δένδρον. Αυτό εφάνη εις τον Λούθηρον ως μία προειδοποίησις εκ μέρους του Θεού ότι εάν δεν έστρεφε την σκέψιν του προς την σωτηρίαν, ο θάνατος θα ηδύνατο να τον καταλάβη απροετοίμαστον και να κολασθή. Πού θα ηδύνατο να ζήση ένα βίον σωτηρίου ευσεβείας ; Μόνον εκεί όπου τέσσαρες τοίχοι θα ηδύναντο να αποκλείσουν και η ασκητική πειθαρχία να καταβάλη τον κόσμον, την σάρκα και τον διάβολον μόνον εις ένα μοναστήριον. Έκαμεν ένα όρκον εις την αγίαν Άνναν ότι αν θα επέζη από αυτήν την καταιγίδα, θα εγίνετο μοναχός.
Υπήρχον είκοσι μοναστήρια εις την Ερφούρτην. Εξέλεξεν ένα, γνωστόν δια την πιστήν τήρησιν των μοναστικών κανόνων, των Αυγουστινιανών Ερημιτών. Συνεκέντρωσε τους φίλους του, έπιε και έψαλε μαζί των δια τελευταίαν, όπως είπε, φοράν και την επομένην έγινε δεκτός ως μαθητευόμενος εις το κελλίον του μοναστηρίου. Εξετέλει τα πλέον ευτελή καθήκοντα με υπερήφανον ταπεινοφροσύνην. Απήγγελλε προσευχάς, επαναλαμβάνων αυτάς μέχρι αυτοϋπνωτισμού, επάγωνεν εις ένα μη θερμαινόμενον κελλίον, ενήστευεν και εμαστιγώνετο με την ελπίδα να εκδίωξη τους δαίμονας από το σώμα του.
 «Ήμουν ευλαβής μοναχός και ετήρουν τόσον αυστηρώς τους κανόνας του τάγματος μου, ώστε…. εάν ποτέ κανείς μοναχός ανέβη εις τους ουρανούς από την μοναχικήν ζωήν, θα έπρεπε και εγώ να υπάγω εκεί… Εάν αυτό θα διήρκει περισσότερο θα είχον αποθάνει από τα βασανιστήρια τα όποια επέβαλλον εις τον εαυτόν μου με τας αγρυπνίας, τας προσευχάς, την ανάγνωσιν και τας άλλας εργασίας».12
Εις μιαν περίπτωσιν, όταν δεν είχεν εμφανισθή επί πολλάς ημέρας, οι φίλοι του εισέβαλον εις το κελλίον του και τον εύρον κείμενον αναίσθητον επί του εδάφους. Είχον φέρει ένα λαγούτον• ο εις το έπαιξεν• ο Λούθηρος συνήλθε και τους ηυχαρίστησε. Τον Σεπτέμβριον του 1506 έδωσε τον αμετάκλητον όρκον της πτώχειας, της αγνότητος και της υπακοής• και τονΜάιον του 1507 εχειροτονήθη ιερεύς.
Οι σύντροφοι του μοναχοί του έδιδον φιλικάς συμβουλάς ένας τον διεβεβαίωνεν ότι το Πάθος του Χριστού είχε πληρώσει δια την αμαρτωλήν φύσιν του ανθρώπου και είχεν ανοίξει εις τον λυτρωμένον άνθρωπον τας πύλας του παραδείσου. Η ανάγνωσις των Γερμανών μυστικιστών συγγραφέων και ιδιαιτέρως του Τάουλερ, του εγέννησε την ελπίδα να γεφύρωση το φρικώδες χάσμα μεταξύ του εκ φύσεως αμαρτωλού ανθρώπου και του δικαίου, παντοδυνάμου Θεού. Έπειτα έπεσεν εις τας χείρας του μία πραγματεία του Ιωάννου Χούςκαι εις την πνευματική του αναταραχήν προσετέθησαν και δογματικαί αμφιβολίαι• ηπόρει διατί
«ένας άνθρωπος ο όποιος ηδύνατο να γράφη τόσον χριστιανικώς και τόσον ισχυρώς; είχε καή επί της πυράς… Έκλεισα το βιβλίον και απήλθον με πληγωμένην καρδίαν».13
Ο Γιόχαν φόν Στάουπιτζ, επαρχιακός αντιπρόσωπος των Αυγουστινιανών Ερημιτών, εκινήθη από πατρικόν ενδιαφέρον δια τον ταραγμένον μοναχόν και του έδωσεν εντολήν να αντικαταστήση τον ασκητισμόν με την προσεκτικήν ανάγνωσιν της Βίβλου και του άγιου Αυγουστίνου. Οι μοναχοί έδειξαν το ενδιαφέρον των, δώσαντες εις αυτόν μίαν λατινικήν Βίβλον, σπάνιον τότε απόκτημα δι’ ένα άτομον.
Μίαν ημέραν του 1508 ή του 1509, του έκαμεν εντύπωσιν μία φράσις της προς Ρωμαίους επιστολής του Παύλου (α’, 17) 
«Ο δέ δίκαιος έκ πίστεως ζήσεται». Αι λέξεις αυταί τον ωδήγησαν βραδέως προς την θεωρίαν, ότι ο άνθρωπος δύναται να «δικαιωθή» – δηλαδή να γίνη δίκαιος και ως εκ τούτου να σωθή από την κόλασιν -όχι δια των καλών έργων, τα όποια ουδέποτε θα ήρκουν δια να εξαλείψουν τας αμαρτίας έναντι μιας απεράντου θεότητος, αλλά μόνον δια της πλήρους πίστεως εις τον Χριστόν και εις τον δι’ αυτού εξιλασμόν της ανθρωπότητος. 
Εις τον Αυγουστίνον ο Λούθηρος εύρε μίαν άλλην ιδέαν, η όποια ανενέωσεν ίσως τους φόβους του -τον προορισμόν- ότι ο Θεός, ακόμη προ της δημιουργίας, είχε προορίσει μερικάς ψυχάς δια την σωτηρίαν και τας υπολοίπους δια την κόλασιν και ότι οι εκλεκτοί είχον επιλεγή με την ελευθέραν θέλησιν του Θεού να σωθούν δια της θείας θυσίας του Χριστού. Από τον έμμονον αυτόν παραλογισμόν έφυγε πάλιν προς την βασικήν του ελπίδα της σωτηρίας δια της πίστεως.
Το 1508, κατόπιν συστάσεως του Στάουπιτζ, μετετέθη εις ένα Αυγουστινιανόν μοναστήριον της Βιττενβέργης και εις την θέσιν του διδασκάλου της λογικής και της φυσικής, έπειτα του καθηγητού της θεολογίας εις το Πανεπιστήμιον. Η Βιττενβέργη ήτο η βορεία πρωτεύουσα -σπανίως η έδρα- του Φρειδερίκου του Σοφού. Ένας σύγχρονος την ονομάζει «πτωχήν, ασήμαντον πόλιν, με ολίγας παλαιάς και άσχημους οικίας». Ο Λούθηρος περιέγραψε τους κατοίκους ως «υπερβολικώς μεθύσους, αγενείς και επιρρεπείς προς τας διασκεδάσεις». Είχον την φήμην, ότι ήσαν οι μεγαλύτεροι πόται της Σαξονίας, η οποία εθεωρείτο ως ή πλέον μέθυσος επαρχία της Γερμανίας. Ένα μίλλιον προς ανατολάς, έλεγεν ο Λούθηρος, ετελείωνεν ο πολιτισμός και ήρχιζεν η βαρβαρότης. Εδώ, κατά το πλείστον, διέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του.
Πρέπει να είχε γίνει κατά την εποχήν αυτήν υποδειγματικός μοναχός, διότι τον Οκτώβριον του 1510, αυτός και ένας άλλος συνάδελφος του μοναχός απεστάλησαν εις την Ρώμην εις κάποιαν αποστολήν δια τους Αυγουστινιανούς Ερημίτας. Η πρώτη του αντίδρασις, όταν αντίκρυσε την πόλιν, υπήρξεν ευλαβές δέος• εγονάτισεν, ύψωσε τας χείρας και είπε : «Σωτηρία εις σέ, ώ αγία Ρώμη !» Εξεπλήρωσεν όλας τας ευλαβείς υποχρεώσεις ενός προσκυνητού, υπεκλίθη ευσεβώς προ των άγιων λειψάνων, ανήλθε την αγίαν κλίμακα επί των γονάτων του, επεσκέφθη πλήθος εκκλησιών και εκέρδισε τόσας πολλάς συγχωρήσεις, ώστε παρ’ ολίγον να ευχηθή να είχον αποθάνει οι γονείς του δια να τους σώση από το καθαρτήριον. Εξηρεύνησε το ρωμαϊκόν φόρουμ, αλλά παρέμεινε προφανώς ασυγκίνητος από την τέχνην της Αναγεννήσεως, με την οποίαν ο Ραφαήλ, ο Μιχαήλ Άγγελος και πλείστοι άλλοι είχον αρχίσει να στολίζουν την πρωτεύουσαν. επί πολλά έτη μετά το ταξείδιον αυτό δεν προέβη εις σχόλια δια την κοσμικότητα του ρωμαϊκού κλήρου η δια την ανηθικότητα, η οποία τότε ήκμαζεν εις την αγίαν πόλιν. Εν τούτοις μετά δέκα έτη και ακόμη περισσότερον, εις τας φανταστικάς αναμνήσεις του τών «Επιτραπεζίων συνομιλιών» κατά το γήρας του, περιέγραψε την Ρώμην του 1510 ως «φρίκην», τους πάπας ως χειροτέρους από τους ειδωλολάτρας αυτοκράτορας και την παπικήν αυλήν ως «υπηρετουμένην εις την τράπεζαν από δώδεκα γυμνάς νεάνιδας».14  Πολύ πιθανώς δεν είχεν επαφήν με τους ανωτέρους εκκλησιαστικούς κύκλους και δεν είχεν άμεσον γνώσιν της αναμφισβητήτως χαλαράς ηθικής των.
Μετά την επάνοδόν του εις την Βιττενβέργην (Φεβρουάριος 1511) προήχθη ταχέως εις την παιδαγωγικήν κλίμακα και έγινεν επαρχιακός γενικός αντιπρόσωπος του τάγματος του. Έδιδε μαθήματα επί της Βίβλου, εκήρυττε κανονικώς εις την ενοριακήν εκκλησίαν και διεξήγε το έργον του αξιώματός του με εργατικότητα και αφοσίωσιν. Ένας διακεκριμένος καθολικός λόγιος λέγει :
Αι επίσημοι επιστολαί του αποπνέουν μίαν βαθείαν μέριμναν δια τους αμφιρρέποντας, μίαν ευγενή συμπάθειαν δια τους πίπτοντας. Δεικνύουν βαθέα ίχνη θρησκευτικού αισθήματος και σπάνιον πρακτικόν πνεύμα, αν και περιέχουν συμβουλάς, αι οποίαι έχουν ανορθοδόξους τάσεις. Η πανώλης, η οποία έπληξε την Βιττενβέργην το 1516, τον εύρε θαρραλέον εις την θέσιν του, την οποίαν, παρά τας ανησυχίας των φίλων του, δεν εγκατέλειψε.15
Βραδέως, κατά την διάρκειαν των ετών τούτων (1512–17), αι θρησκευτικοί του ιδέαι απεμακρύνθησαν από τα επίσημα δόγματα της Εκκλησίας. Ήρχισε να ομιλή… περί της «θεολογίας μας», εν αντιθέσει προς εκείνην η οποία εδιδάσκετο εις την Ερφούρτην. Το 1515, απέδωσε την διαφθοράν η οποία υπήρχεν εις τον κόσμον, εις τον κλήρον, ο οποίος έδιδεν εις τον κόσμον πάρα πολλούς μύθους και αποφθέγματα ανθρωπίνης επινοήσεως και όχι τον κόσμον των Γραφών του Θεού. Το 1516, ανεκάλυψεν ένα ανώνυμον γερμανικόν χειρόγραφον, του οποίου η μυστικιστική ευλάβεια εστήριξε τόσον πολύ την ιδικήν του άποψιν της απολύτου εξαρτήσεως της ψυχής, δια την σωτηρίαν της, από την θείαν χάριν, ώστε το εξέδωσε και το εδημοσίευσεν ως «Theologia Germanica». Ήτοι «Γερμανική Θεολογία». Εμέμφετο τους διαφημιστάς των συγχωρήσεων ως επωφελουμένους της απλοϊκότητος των πτωχών. Εις ιδιωτικήν του αλληλογραφίαν ήρχιζε να ταυτίζη τον αντίχριστον της πρώτης επιστολής του Ιωάννου με τον πάπαν.16 Τον Ιούλιον του 1517, προσκληθείς υπό του δουκός Γεωργίου της Αλβερτίνης Σαξονίας να κηρύξη εις την Δρέσδην, υπεστήριξεν, ότι μόνη η παραδοχή των χαρισμάτων του Χριστού εξησφάλιζε την σωτηρίαν του πιστεύοντος. Ο δούξ παρεπονέθη, ότι μία τοιαύτη έξαρσις της πίστεως μάλλον παρά της αρετής, «θα καθίστα τον λαόν υπερόπτην και επαναστατικόν».17Μετά τρεις μήνας, ο τολμηρός μοναχός επροκάλει ολόκληρον τον κόσμον να συζητήση τας 95 θέσεις, τας οποίας είχε τοιχοκολλήσει εις την εκκλησίαν της Βιττενβέργης.
III. Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΜΟΡΦΗΝ
Η ξυλογραφία του Κράναχ του 1520 δύναται λογικώς να μας δείξη τον Λούθηρον του 1517: ένα κουρεμένον μοναχόν μέσου αναστήματος, λεπτόν, με μεγάλους οφθαλμούς με σοβαράν έκφρασιν, μεγάλην μύτην και αποφασιστικόν πώγωνα, ένα πρόσωπον προδίδον όχι εριστικόν αλλά ήρεμον θάρρος και χαρακτήρα. Εν τούτοις ήτο μάλλον δικαία οργή παρά άσκοπος θρασύτης εκείνη η όποια τον ηνάγκασε να γράψη τας θέσεις. Ο τοπικός επίσκοπος δεν είδε τίποτε το αιρετικόν εις αυτάς αλλά συνέστησεν ηπίως εις τον Λούθηρον να μη γράφη πλέον επί του θέματος αυτού επί τι χρονικόν διάστημα. Και ο ίδιος ο συγγραφεύς εστενοχωρήθη κατ’ αρχάς από την μανίαν την οποίαν επροκάλεσε. Τον Μάιον του 1518 είπεν εις τον Στάουπιτζ ότι η πραγματική του φιλοδοξία ήτο να ζήση ένα βίον ηρέμου απομονώσεως. Εξηπάτα τον εαυτόν του• απελάμβανε την μάχην.
Αι θέσεις κατέστησαν το θέμα της συζητήσεως εις την εγγράμματον Γερμανίαν. Χιλιάδες ανέμενον μίαν τοιαύτην διαμαρτυρίαν και η λανθάνουσα επί γενεάς αντικληρική τάσις ηγαλλίασε διότι εύρε μίαν φωνήν. Η πώλησις των συγχωρήσεων υπεχώρησεν. Αλλά πολλοί πρωταγωνισταί ηγέρθησαν δια να δεχθούν την πρόκλησιν. Ο ίδιος ο Τέτζελ, με κάποιαν επαγγελματικήν βοήθειαν, απήντησεν εις 106 Αντι-θέσεις (Δεκέμβριος 1517). Δεν έκαμε παραχωρήσεις η απολογίας αλλά «έδωσε κατά καιρούς μίαν άνευ συμβιβασμών, και μάλιστα δογματικήν, επικύρωσιν εις απλάς θεολογικάς γνώμας, αι οποίαι δεν ήσαν σύμφωνοι με την λογιότητα».18 Όταν η δημοσίευσις αυτή έφθασεν εις την Βιττενβέργην, ένας μεταπράτης ο όποιος την προσέφερε προς πώλησιν εκακοποιήθη από φοιτητάς του Πανεπιστημίου και το απόθεμά του από 800 αντίτυπα εκάη εις την κεντρικήν πλατείαν, ενέργεια την οποίαν ο Λούθηρος κατέκρινε πλήρης χαράς. Απήντησεν εις τον Τέτζελ με ένα «Κήρυγμα περί συγχωρήσεων και χάριτος» καταλήγων με μίαν χαρακτηριστικήν πρόκλησιν:
«Εάν αποκληθώ αιρετικός από εκείνους, των όποιων τα βαλάντια θα υποφέρουν από τας αληθείας μου, δεν ενδιαφέρομαι πολύ δια τας κραυγάς των• διότι μόνον εκείνοι των όποιων η σκοτεινή διάνοια δεν εγνώρισε ποτέ την Βίβλον, λέγουν αυτό».19
Ο Ιάκωβος βάν Χοογκστραίτεν εκ Κολωνίας εξέπεμψε βαρείας ύβρεις κατά του Λουθήρου και εισηγήθη να τον κάψουν επί της πυράς. Ο Γιόχαν Έκ, υποκαγκελλάριος του Πανεπιστημίου της Ινγκολστατ, εξέδωσεν ένα φυλλάδιον «Obelisci» (Μάρτιος 1518), το οποίον κατηγορεί τον Λούθηρον ότι εσκόρπιζε «βοημικόν δηλητήριον» (τάς αιρέσεις του Χούς), και υπενόμευεν όλην την εκκλησιαστικήν τάξιν. Εις την Ρώμην, ο Σύλβεστρος Πριέριας, παπικός λογοκριτής της φιλολογίας, εδημοσίευσεν ένα «Διάλογον» «υποστηρίζων την απόλυτον υπεροχήν του πάπα με εκφράσεις μη υστερούσας εις υπερβολάς, επεκτείνων ιδιαιτέρως την θεωρίαν του μέχρις ενός απαραδέκτου σημείου εις ό,τι άφορα τας συγχωρήσεις».20
Ο Λούθηρος τον αντέκρουσε με ένα λατινικόν βιβλίον «Resolutiones» (Απρίλιος 1518), αντίτυπα του όποιου απέστειλεν εις τον τοπικόν του επίσκοπον και εις τον πάπαν και εις τας δύο περιπτώσεις με διαβεβαιώσεις ορθοδοξίας και υποταγής. Το κείμενον ωμίλει πολύ καλώς περί του Λέοντος Ι’ :

Παρ’ όλον ότι υπάρχουν εις την Εκκλησίαν πολύ πεπαιδευμένοι και πολύ άγιοι άνθρωποι, εν τούτοις είναι η ατυχία της εποχής μας ότι και αυτοί ακόμη… δεν δύνανται να συνδράμουν την Εκκλησίαν… Τώρα έχομεν επί τέλους ένα εξαίρετον ποντίφηκα, το Λέοντα Ι’, του οποίου η ακεραιότης και η πολυμάθεια αποτελούν χαράν όταν τας ακούουν όλοι οι καλοί άνθρωποι. Αλλά τι δύναται να πράξη ο άριστος αυτός των ανθρώπων μόνος, εις μίαν τόσον μεγάλην σύγχυσιν υποθέσεων, αν και ήτο άξιος να βασιλεύση εις καλυτέρους καιρούς ;… Αυτήν την εποχήν είμεθα άξιοι μόνον να έχωμεν πάπας όπως ο Ιούλιος Β’ και ο Αλέξανδρος ΣΤ’… η ιδία η Ρώμη, ναι, η Ρώμη περιοσότερον από όλους, γελά εις βάρος των καλών ανθρώπων• εις ποίον μέρος του χριστιανικού κόσμου ειρωνεύονται ελευθέρως οι άνθρωποι τους καλυτέρους επισκόπους παρά εις την Ρώμην, την πραγματικήν Βαβυλώνα;

Απ’ ευθείας προς τον Λέοντα, εκδηλώνει μίαν ασυνήθη ταπεινοφροσύνην:
Ευλογημένε πάτερ, προσφέρω τον εαυτόν μου γονυκλινή προ των ποδών της αγιότητός σου, με όλα όσα έχω και με ό,τι είμαι. Επίσπευσε, σύντριψε, κάλεσε, ανακάλεσε, έγκρινε, κατάκρινε, όπως θα σου φανή καλύτερον. Θα παραδεχθώ την φωνήν σου ως την φωνήν του Χρίστου, μένουσαν εντός σου και ομιλούσαν δια σού. Εάν  είμαι άξιος θανάτου, δεν θα αρνηθώ να αποθάνω.21
Εν τούτοις, όπως εσημείωσαν οι σύμβουλοι του Λέοντος, αι «Resolutiones» εβεβαίωνον την υπεροχήν μιας οικουμενικής συνόδου επί του πάπα, ωμίλουν καταφρονητικώς δια τα λείψανα και τα προσκυνήματα, ηρνούντο τας περισσευούσας χάριτας των αγίων και απέρριπτον όλας τας προσθήκας, τας οποίας είχον κάμει οι πάπαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνας εις την θεωρίαν και την πράξιν των συγχωρήσεων. Επειδή ήσαν μία βασική πηγή των παπικών εσόδων και ο Λέων είχεν εξαντλήσει όλας τας επινοήσεις του δια να χρηματοδοτή τας φιλανθρωπίας, τας διασκεδάσεις και τους πολέμους του καθώς και το διοικητικόν και οικοδομικόν πρόγραμμα της Εκκλησίας, ο στενοχωρημένος ποντίφηξ, ο οποίος κατ’ αρχάς είχε παραμερίσει την έριδα ως παροδικήν αναταραχήν μεταξύ μοναχών, τώρα ανέλαβε την υπόθεσιν εις τας χείρας του και εκάλεσε τον Λούθηρον εις την Ρώμην (7 Ιουλίου 1518).
Ο Λούθηρος αντεμετώπισε μίαν κρίσιμον απόφασιν. Έστω και αν ο πλέον καλόκαρδος από τους πάπας τον μετεχειρίζετο επιεικώς, θα ηδύνατο να ευρεθή ευγενώς αποστομωμένος και κλεισμένος εις κάποιο ρωμαϊκόν μοναστήριον, δια να λησμονηθή εντός ολίγου από εκείνους οι όποιοι τον επεδοκίμαζον και τον εχειροκρότουν. Έγραψεν εις τον Γεώργιον Σπαλατίν, εφημέριον του εκλέκτορος Φρειδερίκου, υποδεικνύων, ότι οι Γερμανοί ηγεμόνες έπρεπε να προστατεύουν τους πολίτας των από βιαίαν έκδοσιν εις την Ιταλίαν. Ο εκλέκτωρ συνεφώνησεν. Εξετίμα πολύ τον Λούθηρον, ο όποιος είχε κάμει το Πανεπιστήμιον της Βιττενβέργης να ευημερήση• και επί πλέον, ο αυτοκράτωρ Μάξιμιλιανός, βλέπων εις τον Λούθηρον ένα πιθανόν μέσον δια να παίξη εις τας διπλωματικάς διενέξεις με την Ρώμην, συνέστησεν εις τον εκλέκτορα να «φροντίση επιμελώς δι’ αυτόν τον μοναχόν».22
Ακριβώς την ιδίαν εποχήν, ο αυτοκράτωρ είχε συγκαλέσει μίαν αυτοκρατορικήν δίαιταν εις το Άουγκσμπουργκ δια να εξετάση την αίτησιν του πάπα όπως φορολογήση την Γερμανίαν, δια να βοηθήση εις την χρηματοδότησιν μιας νέας σταυροφορίας κατά των Τούρκων. Ο κλήρος (επρότεινεν ο Λέων) θα επλήρωνε το 1/10 και οι λαϊκοί το 1/12 των εισοδημάτων των και ανά πενήντα οικογένειαι θα έδιδον ένα άνδρα. Η δίαιτα ηρνήθη• αντιθέτως, επανέλαβε μετά σταθερότητος τας διαμαρτυρίας, αι οποίαι απετέλουν την δικαιολογίαν της επιτυχίας του Λουθήρου. Κατέδειξεν εις τον παπικόν λεγάτον, ότι η Γερμανία είχε συχνά φορολογηθή δια σταυροφορίας μόνον και μόνον δια να ίδη τα χρήματα χρησιμοποιούμενα δι’ άλλους παπικούς σκοπούς• ότι ο λαός θα αντετίθετο εντόνως εις πάσαν περαιτέρω αποστολήν χρημάτων εις την Ιταλίαν• ότι αι ετήσιαι εισφοραί, τα δικαιώματα διορισμού και τα έξοδα των κανονικών δικών, τα όποια απεστέλλοντο εις την Ρώμην, ήσαν ήδη αφόρητον βάρος και ότι γερμανικοί προσοδοφόροι θέσεις εδίδοντο ως δαμάσκηνα εις Ιταλούς ιερείς. Τοιαύτη θρασεία απόρριψις παπικών αιτήσεων, έλεγεν εις Έκ των αντιπροσώπων, δεν είχε ποτέ σημειωθή εις την γερμανικήν ιστορίαν.23 Παρατηρήσας το στασιαστικόν πνεύμα εις τους πρίγκιπας, ο Μαξιμιλιανός έγραψεν εις την Ρώμην και συνέστησε προσοχήν εις την μεταχείρισιν του Λουθήρου, άλλ’ υπεσχέθη συνεργασίαν δια την καταστολήν των αιρέσεων.
Ό Λέων ήτο διατεθειμένος ή υποχρεωμένος να είναι επιεικής. Πράγματι, ένας διαμαρτυρόμενος ιστορικός αποδίδει τον θρίαμβον της Μεταρρυθμίσεως εις την μετριοπάθειαν του πάπα.24 Ανέστειλε την διατάγην της παρουσιάσεως του Λουθήρου εις την Ρώμην και του έδωσε την εντολήν να παρουσιασθή εις το Άουγκσμπουργκ ενώπιον του καρδιναλίου Καγιετάν και να απολογηθή δια κατηγορίας απειθαρχίας και αιρέσεων. Έδωσεν οδηγίας εις τον λεγάτον του να παραχωρήση εις τον Λούθηρον πλήρη συγγνώμην και αξιώματα εις το μέλλον εάν θα απηρνείτο τας απόψεις του και θα υπετάσσετο• άλλως θα εζητείτο από τας κοσμικάς αρχάς να τον αποστείλουν εις την Ρώμην.25 Κατά την ιδίαν περίπου εποχήν ο Λέων εξήγγειλε την πρόθεσίν του να απονείμη εις τον Φρειδερίκον μίαν τιμήν, την οποίαν ο ευλαβής εκλέκτωρ πρό πολλού επωφθαλμία: το «Χρυσούν Ρόδον», το οποίον οι πάπαι απένεμον εις κοσμικούς ηγεμόνας, τους οποίους ήθελον να τιμήσουν με την υπερτάτην των εύνοιαν. Πιθανώς ο Λέων να προσεφέρθη τώρα να υποστηρίξη τον Φρειδερίκον ως διάδοχον του αυτοκρατορικού στέμματος.26
Εφωδιασμένος με ένα αυτοκρατορικόν διαβατήριον, ο Λούθηρος συνήντησε τον Καγιετάν εις το Άουγκσμπουργκ (12 Οκτωβρίου 1518). Ο καρδινάλιος ήτο άνθρωπος μεγάλης θεολογικής μορφώσεως και υποδειγματικού βίου, αλλά παρεξήγησε την αποστολήν του, θεωρήσας ότι ήτο δικαστής και όχι διπλωμάτης. Όπως αυτός αντελήφθη την υπόθεσιν, επρόκειτο κυρίως περί θέματος εκκλησιαστικής πειθαρχίας και τάξεως: θα έπρεπε να επιτραπή εις ένα μοναχόν να επικρίνη δημοσία τους ανωτέρους του -εις τους οποίους είχεν ορκισθή υπακοήν- και να υποστηρίζη απόψεις καταδικαζομένας υπό της Εκκλησίας; Αρνούμενος να συζητήση το ορθόν ή το πεπλανημένον των ισχυρισμών του Λουθήρου, απήτησε την ανάκλησίν των και την υπόσχεσιν να μη διαταράξη του λοιπού την ειρήνην της Εκκλησίας. Και οι δύο έχασαν την υπομονήν των. Ο Λούθηρος επανήλθεν αυθάδης εις την Βιττενβέργην. Ο Καγιετάν εζήτησεν από τον Φρειδερίκον να τον αποστείλη εις την Ρώμην. Ο Φρειδερίκος ηρνήθη.
Ο Λούθηρος έγραψε μίαν ευφυά έκθεσιν περί της συναντήσεώς των, η οποία εκυκλοφόρησεν εις όλην την Γερμανίαν. Αποστέλλων αυτήν εις τον φίλον του Βέντζελ Λίνκ, προσέθεσε:
«Σου αποστέλλω το ασήμαντον έργον μου, δια να δυνηθής να ίδης εάν δεν έχω δίκαιον να υποθέτω ότι, κατά τον απόστολον Παύλον, ο πραγματικός αντίχριστος κυριαρχεί εις την ρωμαϊκήν αυλήν. Νομίζω, ότι, αυτός είναι χειρότερος από όλους τους Τούρκους»27.
Εις μίαν ηπιωτέραν επιστολήν προς τον δούκα Γεώργιον, εζήτησεν όπως «αναληφθή μία κοινή μεταρρύθμισις εις τα πνευματικά και κοσμικά κράτη»28• Η πρώτη γνωστή χρησιμοποίησις υπ’ αυτού της λέξεως, η οποία επρόκειτο να δώση εις την εξέγερσιν το ιστορικόν της όνομα.
Ο Λέων εξηκολούθησε τας προσπαθείας του δια συμφιλίωσιν. Δια μιας βούλλας της 9ης Νοεμβρίου 1518, απηρνήθη πολλάς από τας υπερβολικάς ιδιότητας των συγχωρήσεων• δεν συνεχώρουν ούτε αμαρτίας ούτε ενοχήν αλλά μόνον τας επίγειους εκείνας τιμωρίας, τας οποίας είχεν επιβάλει η Εκκλησία, όχι οι κοσμικοί ηγεμόνες. Όσον άφορα την απαλλαγήν ψυχών από το καθαρτήριον, η δύναμις του πάπα περιωρίζετο εις τας προσευχάς του, κατά τας όποιας ικέτευε τον Θεόν να εφαρμόση εις μίαν νεκράν ψυχήν το περίσσευμα των χαρίτων του Χριστού και των αγίων. Την 28ην Νοεμβρίου, ο Λούθηρος εδημοσίευσε μίαν έφεσιν κατά της αποφάσεως του πάπα προς μίαν γενικήν σύνοδον. Κατά τον ίδιο μήνα, ο Λέων ανέθεσεν εις τον Κάρλ φόν Μίλτιτζ, ένα νεαρόν Σάξονα ευγενή κατέχοντα εκκλησιαστικόν αξίωμα εις την Ρώμην, να φέρη το «Χρυσούν Ρόδον» εις τον Φρειδερΐκον και να καταβάλη επίσης μίαν ήρεμον προσπάθειαν δια να επαναφέρη τον Λούθηρον, αυτό το «τέκνον του σατανά», εις την υπακοήν.29
Όταν έφθασεν εις την Γερμανίαν, ο Μίλτιτζ κατεπλάγη ευρών την μισήν χώραν να διάκειται εχθρικώς προς την Ρωμαϊκήν Έδραν. Μεταξύ των φίλων του εις το Άουγκσμπουργκ και την Νυρεμβέργην, οι τρεις εκ των πέντε ήσαν υπέρ του Λουθήρου. Εις την Σαξονίαν, το αντιπαπικόν αίσθημα ήτο τόσον ισχυρόν ώστε ηναγκάσθη να αποβάλη όλας τας ενδείξεις ότι ήτο εντεταλμένος του πάπα. Όταν συνήντησε τον Λούθηρον εις το Άλτεμπουργκ (3 Ιανουαρίου 1519), τον εύρε περισσότερον διατεθειμένον να υποταχθή εις την λογικήν παρά εις τον φόβον. Προφανώς κατά το στάδιον τούτο ο Λούθηρος ενδιεφέρετο ειλικρινώς να διατηρήση την ενότητα της δυτικής χριστιανοσύνης. Προέβη εις γενναίας υποχωρήσεις: να τηρήση σιγήν εάν οι αντίπαλοί του θα έπραττον το ίδιον• να γράψη μιαν επιστολήν υποταγής προς τον πάπαν• να αναγνωρίση δημοσία την αξίαν των προσευχών προς τους αγίους, την πραγματικότητα του καθαρτηρίου και την χρησιμότητα των συγχωρήσεων εις ό,τι άφορα την άρσιν των κανονικών ποινών και να συστήση εις τον λαόν μιαν ειρηνικήν υποταγήν εις την Εκκλησίαν εν τω μεταξύ τα πρακτικά της συζητήσεως θα υπεβάλλοντο προς επικύρωσιν εις ένα Γερμανόν επίσκοπον, τον όποιον θα παρεδέχοντο και τα δύο μέρη.30 Ευχαριστημένος ο Μίλτιτζ μετέβη εις την Λειψίαν, εκάλεσε τον Τέτζελ, τον επέπληξε δια τας υπερβολάς του, τον κατηγόρησε δι’ επαιτείαν και ιδιοποίησιν και τον απέπεμψεν. Ο Τέτζελ απεσύρθη εις το μοναστήριόν του και μετ’ ολίγον απέθανε (11 Αυγούστου 1519). Εις την επιθανάτιου κλίνην του έλαβε μιαν ευγενικήν επιστολήν από τον Λούθηρον, η οποία τον διεβεβαίωνεν ότι η πώλησις των συγχωρήσεων ήτο μόνον αφορμή και όχι η αίτια της αναταραχής, «ότι η υπόθεσις δεν είχε αρχίσει με αυτήν την βάσιν αλλ’ ότι το παιδίον είχεν άλλον πατέρα».31
Την 3ην Μαρτίου ο Λούθηρος έγραψε προς τον πάπαν μιαν επιστολήν πλήρους υποταγής. Ο Λέων απήντησεν εις φιλικόν πνεύμα (29 Μαρτίου) προσκαλέσας αυτόν να μεταβή εις την Ρώμην δια να εξομολογηθή και προσφέρας χρήματα δια το ταξείδιόν του.32 Εν τούτοις, με έμμονον αστάθειαν, ο Λούθηρος έγραψεν εις τον Σπαλατίν την 13 Μαρτίου:
«Ευρίσκομαι εις μεγάλην απορίαν και θα ήθελα να μάθω αν ο πάπας είναι ο αντίχριστος η ο απόστολός του».33
Υπό τας υφισταμένας συνθήκας, εθεώρησεν ασφαλέστερον να παραμείνη εις την Βιττενβέργην.
Εκεί η σύγκλητος του Πανεπιστημίου, οι φοιτηταί και οι πολίται ήσαν κατά το πλείστον μέρος υπέρ της υποθέσεώς του. Υπήρξεν ιδιαιτέρως ευτυχής να έχη την υποστήριξιν ενός λαμπρού νέου ουμανιστού και θεολόγου, τον όποιον ο εκλέκτωρ είχε διορίσει το 1518, εις ηλικίαν 21 ετών, να διδάξη ελληνικά εις το Πανεπιστήμιον.
Ο Φίλιππος Σβάρτσερτ (μαύρη γή) είχεν εξελληνίσει το όνομά του εις Μελάγχθων χάρις εις τον θείον του Ρόυχλιν. Ήτο άνθρωπος μικρού αναστήματος, αδυνάτου κράσεως, με διστακτικόν βάδισμα, κοινά χαρακτηριστικά, υψηλόν μέτωπον και δειλούς οφθαλμούς. Ο διανοούμενος της Μεταρρυθμίσεως είχε γίνει τόσον αγαπητός εις την Βιττενβέργην ώστε εις την αίθουσαν της διδασκαλίας εις την οποίαν συνεκεντρούντο πεντακόσιοι έως εξακόσιοι φοιτηταί και ο ίδιος ο Λούθηρος, ο όποιος τον περιέγραψεν ως έχοντα «σχεδόν κάθε αρετήν η όποια είναι γνωστή εις τον άνθρωπου»,34 εκάθητο ταπεινώς μεταξύ των μαθητών του. «Ο Μελάγχθων», έλεγεν ο Έρασμος, «είναι άνθρωπος με λεπτήν φύσιν• ακόμη και οι εχθροί του ομιλούν καλώς δι’ αυτόν».35 Ο Λούθηρος ηγάπα την πάλην ο Μελάγχθων επόθει την ειρήνην και την συνδιαλλαγήν. Κάποτε ο Λούθηρος τον επέπληττεν ως υπερμέτρως μετριοπαθή, άλλα η ευγενεστέρα και ηπιωτέρα πλευρά του Λουθήρου εφαίνετο εις την αμετάπτωτον αγάπην του δι’ ένα άνθρωπον τόσον αντίθετον προς αυτόν και εις την ιδιοσυγκρασίαν και εις την πολιτικήν.
Εγώ έχω γεννηθή δια να πολεμώ και να μάχωμαι με φατρίας και με δαίμονας• δια τούτο τα βιβλία μου είναι θυελλώδη και πολεμικά. Πρέπει να ξερριζώσω τους κορμούς των δένδρων, να κόψω τας ακάνθας και τους τριβόλους, να γεμίσω τους χάνδακας και είμαι ο τραχύς άνθρωπος του δάσους ο όποιος θα άνοιξη δρόμους και θα ετοιμάση τα πράγματα. Αλλά ο Φίλιππος βαδίζει μαλακά και σιωπηλά, καλλιεργεί και φυτεύει, σπείρει και ποτίζει με ευχαρίστησιν, επειδή ο Θεός τον επροίκισε πλουσίως.36
Ένας άλλος καθηγητής της Βιττενβέργης έλαμψε με ζωηρότερον φώς από του Μελάγχθονος. Ο Ανδρέας Μποντενστάιν, γνωστός από τον τόπον της καταγωγής του ως Κάρλστατ, είχεν εισέλθει εις το πανεπιστημιακόν επιτελείον εις ηλικίαν 24 ετών (1504). Τριακονταετής έλαβε την έδραν της Θωμιστικής φιλοσοφίας και θεολογίας. Την 13ην Απριλίου 1517 προηγήθη της ιστορικής διαμαρτυρίας του Λουθήρου, δημοσιεύσας 152 θέσεις εναντίον των συγχωρήσεων. Κατ’ αρχάς αντετίθετο προς τον Λούθηρον αλλά πολύ συντόμως μετεστράφη εις ένθερμον υποστηρικτήν του, «θερμότερος εις το ζήτημα από εμέ», έλεγεν ο μέγας επαναστάτης.37 Όταν οι «Οβελίσκοι» του Έκ επροκάλεσαν τας θέσεις του Λουθήρου, ο Κάρλστατ τας υπερήσπισε με 406 προτάσεις• μια εξ’ αυτών περιελάμβανε την πρώτην ρητήν διακήρυξιν, εις την γερμανικήν Μεταρρύθμισιν, του ανωτέρου κύρους της Βίβλου έναντι των διατάξεων και των παραδόσεων της Εκκλησίας. Ο Έκ απήντησε με μίαν πρόκλησιν εις δημοσίαν συζήτησιν• ο Κάρλστατ εδέχθη προθύμως και ο Λούθηρος έκαμε τας προετοιμασίας. Κατόπιν ο Έκ εδημοσίευσεν ένα κατάλογον από δέκα τρεις θέσεις, τας οποίας προσεφέρθη να αποδείξη κατά την συζήτησιν. Η μία έλεγεν : «Αρνούμεθα ότι η ρωμαϊκή Εκκλησία δεν ήτο υπερτέρα των άλλων εκκλησιών προ της εποχής του Συλβέστρου. Έχομεν πάντοτε αναγνωρίσει τον κάτοχου της έδρας του Πέτρου ως τον διάδοχόν του και τον αντιπρόσωπον του Χρίστου». Δεν ήτο ο Κάρλστατ αλλά ο Λούθηρος εκείνος ο όποιος, εις τας «Resolutiones» είχε τονίσει το σημείον ότι κατά τους πρώτους αιώνας του χριστιανισμού η Ρωμαϊκή Έδρα δεν είχε περισσοτέραν εξουσίαν από πολλούς άλλους επισκόπους της Εκκλησίας. Ο Λούθηρος ησθάνθη ότι επροκαλείτο και ισχυρίσθη ότι αι θέσεις του Έκ του απήλλασσον από τον όρκον του θα σιωπήση. Απεφάσισε να μετάσχη με τον Κάρλστατ εις του θεολογικόν αγώνα.
     Τον Ιούνιον του 1519, οι δύο πολεμισταί μετέβησαν εις την Λειψίαν, συνοδευόμενοι από τον Μελάγχθονα και εξ άλλους καθηγητάς και περιβαλλόμενοι από 200 φοιτητάς της Βιττενβέργης, επιβαίνοντας επί χωρικών αμαξών και ωπλισμένους και θωρακισμένους ως εάν μετέβαινον εις μάχην. Εις την πραγματικότητα εισήρχοντο εις έδαφος εχθρικόν προς τον Λούθηρον. Εις την μεγάλην αίθουσαν με τους τάπητας, του πύγου του Πλάισσενμπουργκ, η οποία ήτο κατάμεστος από αγωνιώντας θεατάς και υπό την προεδρίαν του ορθοδόξου δουκός Γεωργίου της Αλβερτίνης Σαξονίας, ο Έκ και ο Κάρλστατ ήρχισαν την μάχην μεταξύ του παλαιού και του νέου (27 Ιουνίου). Κανείς εις την Λειψίαν δεν ενδιεφέρετο ότι την επομένην επρόκειτο να εκλεγή ένας νέος αυτοκράτωρ εις την Φραγκούρτην επί του Μάιν. Αφού επί ημέρας ο Κάρλστατ υπέφερεν από την υπερτέραν ικανότητα του Εκ εις την επιχειρηματολογίαν, ο Λούθηρος ανήλθεν εις το βήμα ως εκπρόσωπος της Βιττενβέργης. Ήτο λαμπρός και ισχυρός συζητητής αλλά απερισκέπτως ειλικρινής. Ηρνήθη μετ’ εμφάσεως την υπεροχήν του επισκόπου, της Ρώμης κατά τας πρώτας ημέρας του χριστιανισμού και υπενθύμισεν εις το ακροατήριόν του ότι η εκτεταμένη Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία εξηκολούθει να απορρίπτη την υπεροχήν της Ρώμης. Όταν ο Έκ τον κατηγόρησεν ότι η άποψις του Λούθηρου απήχει την άποψιν του Χούς, τον οποίον είχε καταδικάσει η σύνοδος της Κωνσταντίας, ο Λούθηρος απήντησεν ότι ακόμη και αι οικουμενικαί σύνοδοι ήτο δυνατόν να πλανώνται και ότι πολλαί από τας θεωρίας του Χούς ήσαν ορθαί.
Όταν ετελείωσεν αυτή η συζήτησις (8 Ιουλίου), ο Εκ είχεν επιτύχει τον πραγματικόν του σκοπόν, να παρασύρη τον Λούθηρον να εκτεθή εις αίρεσιν. Η Μεταρρύθμισις τώρα επροχώρησε από μίαν δευτερεύουσαν συζήτησιν περί συγχωρήσεων εις μίαν μεγάλην αμφισβήτησιν της παπικής εξουσίας επί της χριστιανοσύνης.
Ό Εκ μετέβη εις την Ρώμην, παρουσίασεν εις την κουρίαν μίαν έκθεσιν επί της συζητήσεως και εισηγήθη τον αφορισμόν του Λουθήρου. Ο Λέων δεν ήτο τόσον βιαστικός• εξηκολούθει να ελπίζη εις κάποιαν ειρηνικήν λύσιν και ευρίσκετο πολύ μακράν από την Γερμανίαν δια να αντιληφθή πόσον είχε προχωρήσει η ανταρσία. Εξέχοντες και σεβαστοί πολίται όπως ο Γιόχαν Χολτσούχερ, ο Λάζαρος Σπέγκλερ και ο Βίλλιμπαλδ Πίρκχαϊμερ, ωμίλουν υπέρ του Λουθήρου• ο Ντύρερ προσηύχετο δια την επιτυχίαν του• οι ουμανισταί εσκόρπιζον σύννεφα φυλλαδίων σατιρίζοντες τον παπισμόν με όλην την υπερβολικήν μαχητικότητα, η όποια εχαρακτήριζε την εποχήν. Ο Ούλριχ φόν Χούττευ, όταν έφθασεν εις το Άουγκσμπουργκ το 1518, έστρεψε τους στίχους του εναντίον της προσκλήσεως του Λέοντος δια την συγκέντρωσιν χρημάτων δια σταυροφορίαν και εξέφρασε την ελπίδα ότι οι συλλογείς θα επέστρεφον εις τον τόπον των με κενούς τους σάκκους των. Όταν έφθασαν αι ειδήσεις δια την συζήτησιν της Λειψίας, εξύμνησε τον Λούθηρου ως τον ελευθερωτήν της Γερμανίας. Από της στιγμής εκείνης ο κάλαμος του υπήρξε ξίφος υπέρ της Μεταρρυθμίσεως. Κατετάγη εις τους ιππότας του Σίκινγκεν – οι όποιοι είχον όρεξιν δι’ επανάστασιν –  και τον έπεισε να παράσχη εις τον Λούθηρον όλην την υποστήριξιν και την προστασίαν την οποίαν ηδύνατο να δώση η ωπλισμένη δύναμίς του. Ο Λούθηρος απήντησε με θερμήν αναγνώρισιν αλλά δεν ήτο διατεθειμένος να χρησιμοποιήση βίαν δια να υπερασπίση το άτομον του.
Τον Μάρτιον του 1520 ο Χούττεν εδημοσίευσεν ένα παλαιόν γερμανικόν χειρόγραφον, γραφέν κατά την εποχήν του αυτοκράτορος Ερρίκου Δ’ (1056 – 1106) και υποστηρίζον τον Ερρίκον κατά του αγώνα του εναντίον του πάπα Γρηγορίου Ζ’. Αφιέρωσε το βιβλίου εις τον νεαρόν αυτοκράτορα Κάρολον Ε’ ως μίαν υπόδειξιν ότι η Γερμανία ανέμενεν από αυτόν να εκδικηθή δια την ταπείνωσιν και την ήτταν του Ερρίκου. Η απελευθέρωσις της Γερμανίας από την Ρώμην, έλεγεν ο Χούττεν, ήτο πλέον επείγουσα από την απόκρουσιν των Τούρκων. «Ενώ οι προπάτορές μας εθεώρουν ανάξιον αυτών να υποταχθούν εις τους Ρωμαίους όταν εκείνοι ήσαν το πολεμικώτερον έθνος του κόσμου, ημείς όχι μόνον υποτασσόμεθα εις τους θηλυπρεπείς αυτούς δούλους της λαγνείας και της πολυτελείας αλλ’ ανεχόμεθα να λεηλατούμεθα δια να ικανοποιήσωμεν τον αισθησιασμόν των».38 Του Απρίλιον του 1520, ο Χούττεν εξέδωσε την πρώτην από δύο σειράς «Gespräche», διάλογους εις στίχους οι οποίοι έπαιξαν ρόλον, αμέσως μετά τα έργα του Λουθήρου, εις την έκφρασιν και την παρόρμησιν της εθνικής επιθυμίας δι’ ανεξαρτησίαν από την Ρώμην. Περιέγραψε την Ρώμην ως ένα «γιγάντιον σκώληκα πίνοντα αίμα» και διεκήρυξεν ότι «ο πάπας είναι ένας λήσταρχος και η συμμορία του φέρει το όνομα Εκκλησία… Η Ρώμη είναι θάλασσα ακαθαρσίας, ένα τέλμα πλήρες βορβόρου, μία απέραντος άβυσσος ανομίας. Δεν θα έπρεπε να προστρέξωμεν εξ όλων των κατευθύνσεων δια να συντονίσωμεν την καταστροφήν της κοινής αυτής κατάρας δια την ανθρωπότητα ;»39. Ο Έρασμος παρεκάλεσε τον Χούττεν να περιορίση την δριμύτητα του ύφους του και του έκαμε μίαν φιλικήν προειδοποίησιν ότι εκινδύνευε να συλληφθή. Ο Χούττεν εκρύβη διαδοχικώς εις τους διαφόρους πύργους του Σίκινγκεν αλλ’ εξηκολούθησε την εκστρατείαν του. Εις τον εκλέκτορα Φρειδερίκον συνέστησε την παραχώρησιν εις κοσμικούς όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας και περιέγραψε την εξαίρετον χρήσιν την οποίαν θα ηδύνατο να κάμη η Γερμανία, του χρήματος, το όποιον εστέλλετο κατ’ έτος εις την Ρώμην.40
Αλλά το κέντρον του πολέμου παρέμενεν εις την μικράν Βιττενβέργην. Την άνοιξιν του 1520 ο Λούθηρος εδημοσίευσε, με ολίγας υποσημειώσεις, μίαν «Επιτομήν», εις την οποίαν ανέφερε τας πλέον προσφάτους και αδιαλλάκτους διεκδικήσεις των ορθοδόξων θεολόγων περί της υπεροχής και των εξουσιών των παπών. Ο Λούθηρος αντέκρουσε τα άκρα δια των άκρων:
Εάν η Ρώμη πιστεύη και διδάσκη αυτά εν γνώσει των παπών και των καρδιναλίων (πράγμα το οποίον ελπίζω να μη συμβαίνη) τότε εις τας σελίδας αυτάς διακηρύττω ανεπιφυλάκτως ότι ο αντίχριστος εδρεύει εις τον ναόν του Θεού και βασιλεύει εις την Ρώμην -αυτήν την Βαβυλώνα, ενδεδυμένην εις την πορφύραν- και ότι η ρωμαϊκή κουρία είναι η συναγωγή του σατανά… Εάν η μανία των Ρωμαιοκαθολικών εξακολουθήση κατ’ αυτόν τον τρόπον, δεν υπάρχει άλλη θεραπεία έκτος εάν οι αυτοκράτορες, βασιλείς και πρίγκιπες, περιβεβλημένοι με ισχύν και με όπλα, επιτεθούν εναντίον αυτού του βδελύγματος του κόσμου και διευθετήσουν το ζήτημα όχι πλέον με λόγους αλλά δια του ξίφους… Εάν τιμωρώμεν τους κλέπτας με την αγχόνην, τους ληστάς με την σπάθην, τους αιρετικούς με την πυράν διατί να μη κτυπήσωμεν ακόμη περισσότερον με τα όπλα αυτούς τους άρχοντας της απωλείας, αυτούς τους καρδιναλίους, αυτούς τους πάπας, και όλην αυτηή την υποστάθμην των ρωμαϊκών Σοδόμων τα όποια διέφθειραν ανεπανορθώτως την Εκκλησίαν του Θεού, και να πλύνωμεν τας χείρας μας εις το αίμα των;41
Βραδύτερον, κατά το αυτό έτος, ο Κάρλστατ εξέδωσεν ενα «μικρόν βιβλίον» -De canonicis scripturis libellus– ανυψώνων την Βίβλον υπεράνω των παπών, των συνόδων και των παραδόσεων και τα Ευαγγέλια υπεράνω των Επιστολών. Εάν ο Λούθηρος είχεν άκολουθήσει την τελευταίαν αυτήν γραμμήν, ο προτεσταντισμός θα επηρεάζετο ολιγώτερον από τον Παύλον, τον Αυγουστίνον και τον απόλυτον προορισμόν. Ο libellus είχε προηχηθή της εποχής του αμφισβητών την μωσαϊκήν προέλευσιν της Πεντατεύχου και την πλήρη αυθεντικότητα των Ευαγγελίων. Αλλά ήτο ασθενής εις το κεντρικόν του επιχείρημα: απεφάσισε περί της αυθεντικότητος των βιβλικών κειμένων στηριχθείς εις τας παραδόσεις των πρώτων αιώνων και κατόπιν απέρριψε τας παραδόσεις υπέρ των βιβλίων, τα οποία επιστοποιήθησαν δι’ αυτών.
Ενισχυθείς από την υποστήριξιν του Μελάγχθονος και του Κάρλστατ, του Χούττεν και του Σίκινγκεν, ο Λούθηρος έγραψε προς τον Σπαλατίν (11 Ιουνίου 1520):
Έρριψα τον κύβον. Τώρα περιφρονώ την οργήν των Ρωμαίων όπως και την εύνοιάν των. Δεν πρόκειται να συνδιαλλαγώ μαζί των εις τον αιώνα… Ας καταδικάσουν και ας καύσουν παν ό,τι ανήκει εις εμέ• εις ανταπόδοσιν θα κάμω και εγώ το ίδιον δι’ αυτούς… Τώρα δεν φοβούμαι πλέον και δημοσιεύω ένα βιβλίον εις την γερμανικήν γλώσσαν περί της χριστιανικής ανορθώσεως, στρεφόμενον εναντίον του πάπα, εις γλώσσαν τόσον βιαίαν ως εάν εστρεφόμην κατά του αντιχρίστου.42
IV. ΒΟΥΛΛΑΙ ΚΑΙ ΕΚΡΗΞΕΙΣ
Την 15ην Ιουνίου 1520, ο Λέων I’ εδημοσίευσε μίαν βούλλαν, «Exsurge Domine», η οποία κατεδίκαζε 41 προτάσεις του Λουθήρου, διέτασσε την δημοσία καύσιν των συγγραμμάτων, εις τα οποία περιείχοντο αυταί και προέτρεπε τον Λούθηρον να αποκηρύξη τας πλάνας του και να επανέλθη εις τους κόλπους της Εκκλησίας. Μετά παρέλευσιν εξήντα ημερών, εάν έξηκολούθει να αρνήται να μεταβή εις την Ρώμην και να προβή εις δημοσία απάρνησιν των απόψεών του, θα απεκόπτετο του χριστιανικού ποιμνίου δι’ αφορισμού, θα απεφεύγετο ως αιρετικός από όλους τους πιστούς, όλα τα μέρη όπου θα διέμενε, θα ετίθεντο υπό απαγόρευσιν τελέσεως θρησκευτικών πράξεων και όλαι αι κοσμικαί αρχαί ώφειλον να τον εξορίσουν από τα εδάφη των ή να τον παραδώσουν εις την Ρώμην.
Ο Λούθηρος εσημείωσε το τέλος της περιόδου αυτής της χάριτος δια της δημοσιεύσεως του πρώτου εκ τριών μικρών βιβλίων, τα οποία απετέλουν ένα πρόγραμμα θρησκευτικής επαναστάσεως. Μέχρι τούδε είχε γράψει εις την λατινικήν δια τας διανοουμένας τάξεις• τώρα έγραψεν εις την γερμανικήν –και ως Γερμανός πατριώτης– μίαν «Ανοικτήν επιστολήν προς τους χριστιανούς ευγενείς του γερμανικού έθνους, αφορώσαν την Μεταρρύθμισιν του χριστιανικού καθεστώτος». Περιέλαβεν εις την έκκλησίν του τον «ευγενή νεανίαν» ο οποίος, προ ενός έτους, ειχεν εκλεγή αυτοκράτωρ, ως Κάρολος Ε’ και τον οποίον «μας έδωσεν ο Θεός δια να είναι η κεφαλή μας, γεννήσας ούτω μεγάλας ελπίδας δια το αγαθόν εις πολλάς καρδίας».43 Ο Λούθηρος επετέθη κατά των «τριών τειχών» τα όποια ο παπισμός είχεν εγείρει πέριξ αυτού: την διάκριση μεταξύ του κλήρου και των λαϊκών, το δικαίωμα του πάπα να αποφασίζη επί της ερμηνείας των Γραφών και το αποκλειστικόν του δικαίωμα να συγκαλή μίαν γενικήν σύνοδον της Εκκλησίας. Όλαι αυταί αι αμυντικαί προϋποθέσεις, είπεν ο Λούθηρος, πρέπει να ανατραπούν.
Πρώτον, δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ κλήρου και λαού. ο κάθε χριστιανός έχει γίνει ιερεύς δια του βαπτίσματος. Συνεπώς, οι κοσμικοί ηγεμόνες θα πρέπει να ασκούν τας εξουσίας των «χωρίς έγκρισιν η παρεμπόδισιν, αδιακρίτως εάν είναι πάπας, επίσκοπος η ιερεύς, εκείνος τον οποίον αφορούν…  Πάν ό,τι το κανονικόν δίκαιον λέγει αντιθέτως, είναι απεικόνισις της ρωμαϊκής αλαζονείας».
Δεύτερον, έφ’ όσον έκαστος χριστιανός είναι ιερεύς, έχει το δικαίωμα να ερμηνεύη τας Γραφάς κατά την ιδικήν του φώτισιν».45
Τρίτον, η Αγια Γραφή πρέπει να είναι η υπερτάτη αυθεντία δια τα δογματικά και τα πρακτικά ζητήματα και η Γραφή δεν παρέχει καμμία εγγύησιν δια το αποκλειστικόν δικαίωμα του πάπα να συγκαλή σύνοδον. Εάν επιζητή δι’ αφορισμών και απαγορεύσεων να εμποδίση μίαν σύνοδον,
«θα πρέπει να περιφρονώμεν την διαγωγήν του ως ενέργειαν ενός παράφρονος και, στηριζόμενοι εις τον Θεόν, να στρέψωμεν τον αφορισμόν εναντίον του και να τον εξαναγκάσωμεν όπως θα ηδυνάμεθα καλύτερον».46
Πολύ συντόμως έπρεπε να συγκληθή μια σύνοδος• αυτή θα έπρεπε να εξετάση την «φρικώδη» ανωμαλίαν ότι η κεφαλή της χριστιανοσύνης ζη εις μιαν κοσμικήν λαμπρότητα ανωτέραν παντός βασιλέως• θα έπρεπε να θέση τέρμα εις την ιδιοποίησιν γερμανικών προσοδοφόρων αξιωμάτων από Ιταλούς κληρικούς• θα έπρεπε να περιορίση εις το εν εκατοστόν το «σμήνος των παρασίτων» τα οποία κατέχουν εκκλησιαστικάς αργομισθίας εις την Ρώμην και ζούν κυρίως με χρήματα προερχόμενα από την Γερμανίαν.
Μερικοί υπελόγισαν ότι κατ’ έτος άνω των 300.000 γκούλντεν φεύγουν από την Γερμανίαν δια την Ιταλίαν… Ερχόμεθα εδώ εις την ουσίαν του ζητήματος… Πώς γίνεται ήμεις οι Γερμανοί να ανεχώμεθα την τοιαύτην απόσπασιν της περιουσίας μας δια χειρών του πάπα;… Εάν δικαίως απαγχονίζωμεν τους κλέπτας και αποκε-φαλίζωμεν τους ληστάς, διατί επιτρέπομεν εις την ρωμαϊκήν φιλοχρηματίαν να δρα ελευθέρως; Διότι αυτή είναι ο μεγαλύτερος κλέπτης και ληστής ο οποίος ενεφανίσθη ποτέ εις τον κόσμον και μάλιστα με το άγιον όνομα του Χριστού και του αγίου Πέτρου ! Ποιος δύναται να το ανεχθή πλέον ή να σιωπήση;47
Δια ποίον λόγον η γερμανική Εκκλησία να πληρώνη τον αιώνιον αυτόν φόρον εις μίαν ξενην δύναμιν; Ας αποτινάξη ο γερμανικός κλήρος την υποτέλειάν του προς την Ρώμην και ας ιδρύση μιαν εθνικήν Εκκλησίαν υπό την ηγεσίαν του αρχιεπισκόπου της Μάιντς. Τα επαιτικά τάγματα πρέπει να περιορισθούν, εις τους ιερείς θα πρέπει να επιτρέπεται ο γάμος, κανείς δεσμευτικός μοναστικός όρκος δεν θα έπρεπε να δίδεται προ του τριακοστού έτους• έπρεπε να καταργηθούν αι απαγορεύσεις, τα προσκυνήματα, αι λειτουργίαι υπέρ των νεκρών και αι θρησκευτικοί αργίαι (πλήν της Κυριακής). Η γερμανική Εκκλησία θα έπρεπε να συμφιλιωθή με τους Χουσίτας της Βοημίας. Ο Χους εκάη με καταφανή παραβίασιν του διαβατηρίου το οποίον του είχε χορηγήσει ο αυτοκράτωρ. Και οπωσδήποτε
«θα έπρεπε να νικώμεν τους αιρετικούς με βιβλία και όχι με την καύσιν επί της πύρας».48
Το κανονικόν δίκαιον επρεπε να παραμερισθή. Ένα μόνον δίκαιον έπρεπε να υπάρχη, δια τους κληρικούς και δια τους λαϊκούς.
Προ πάντων, θα έπρεπε να εκδιώξωμεν από τας γερμανικός χώρας τους παπικούς λεγάτους με τας «εξουσίας» των –τας οποίας μας πωλούν αντί μεγάλων χρηματικών ποσών– δια να νομιμοποιούν άνομα κέρδη, να λύουν όρκους, υποσχέσεις και συμφωνίας, λέγοντες ότι ο πάπας έχει εξουσίαν να πράττη τούτο, αν και είναι καθαρά απάτη… Και αν δεν υπήρχον άλλαι κακοήθειαι δια να αποδείξουν ότι ο πάπας είναι ο πραγματικός αντίχριστος, αυτή και μόνη θα ήτο αρκετή. Τα ακούεις αυτά, ώ πάπα, όχι αγιώτατε των ανθρώπων αλλά αμαρτωλότατε ; Ω, είθε ο Θεός από τον ουρανόν να συντρίψη ταχέως τον θρόνον σου και να τον βύθιση εις την άβυσσον της κολάσεως !.. Ω Χριστέ, Κύριε μου, κοίταξε κάτω και δώσε να επέλθη η ημέρα της κρίσεώς σου και κατάστρεψε την φωλεάν του διαβόλου εις την Ρώμην!49
Αυτή η απεγνωσμένη επίθεσις ενός ανθρώπου εναντίον μιας δυνάμεως, η οποία επεκράτει εις ολόκληρον την Δυτικήν Ευρώπην, έγινε το φλέγον ζήτημα της Γερμανίας. Επιφυλακτικοί άνθρωποι την εθεώρησαν ως ασυλόγιστον και θρασείαν. Πολλοί την κατέταξαν μεταξύ των ηρωικών πράξεων της γερμανικής ιστορίας. Η πρώτη έκδοσις της ανοικτής επιστολής εξηντλήθη ταχέως και τα τυπογραφεία της Βιττενβέργης ήσαν απησχολημένα με νέας εκτυπώσεις της. Η Γερμανία, όπως και η Αγγλία, ήτο ώριμος δια μιαν έκκλησιν προς τον εθνικισμόν• μέχρι τούδε δεν υπήρχε Γερμανία επί του χάρτου, υπήρχον όμως Γερμανοί, εσχάτως αποκτήσαντες ιδίαν συνείδησιν ως λαός. Όπως ο Χούς είχε τονίσει τον βοημικόν πατριωτισμόν του, όπως ο Ερρίκος Η’ επρόκειτο να απορρίψη όχι το καθολικόν δόγμα αλλά την παπικήν εξουσίαν επί της Αγγλίας, τοιουτοτρόπως και ο Λούθηρος ύψωσε τώρα την σημαίαν τής επαναστάσεως όχι εις τας θεολογικός ερήμους αλλά εις το πλούσιον έδαφος του γερμανικού εθνικού πνεύματος. Οσάκις ο προτεσταντισμός εκέρδισεν, ο εθνισμός εκράτει την σημαίαν.
Τον Σεπτέμβριον του 1520, ο Έκ και ο Ιερώνυμος Αλεάντερ εδημοσίευσαν την βούλλαν του αφορισμού εις την Γερμανίαν. Ο Λούθηρος ανταπήντησε με ένα δεύτερον μανιφέστον, την «Βαβυλώνιον αιχμαλωσίαν της Εκκλησίας» (6 Οκτωβρίου). Απευθυνομένη προς θεολόγους και λογίους, ήτο συντεταγμένη εις την λατινικήν αλλά εντός ολίγου μετεφράσθη και είχε τόσην επίδρασιν επί του χριστιανικού δόγματος όσην είχεν η «Ανοικτή επιστολή» επί της εκκλησιαστικής και της πολιτικής ιστορίας. Όπως οι Εβραίοι είχον υποστή μιαν μακράν αιχμαλωσίαν εις την Βαβυλώνα, τοιουτοτρόπως και η Εκκλησία όπως ιδρύθη υπό του Χριστού και όπως περιγράφεται εις την Καινήν Διαθήκην, υπέστη υπερχιλιετή αιχμαλωσίαν υπό τον παπισμόν εις την Ρώμην. Κατά την διάρκειαν αυτής της περιόδου, η θρησκεία του Χριστού εφθάρη εις πίστιν, εις ηθικήν και εις λατρευτικόν τυπικόν.
Εφ’ όσον ο Χριστός είχε δώσει εις τους αποστόλους του οίνον και άρτον κατά τον Μυστικόν Δείπνον, οι Χουσίται είχον δίκαιον: η Ευχαριστία έπρεπε να παρέχεται υπό τας δύο μορφάς όταν ο λαός το επεθύμει. Ο ιερεύς δεν μετατρέπει τον άρτον και τον οίνον εις το σώμα και το αίμα του Χριστού. Κανεις ιερεύς δεν έχει τοιαύτην μυστηριακήν δύναμιν. Αλλά εις τον ευσεβή μεταλαμβάνοντα, ο Χριστός έρχεται πνευματικώς και ουσιαστικώς όχι δια θαυμαστής τινος μετατροπής παρά του ιερέως αλλά με την ιδικήν Του θέλησιν και δύναμιν. Παρίσταται εις την Ευχαριστίαν μαζί με τον άρτον και τον οίνον, δια συμπαραστάσεως και όχι δια μετατροπης.50Ο Λούθηρος απέρριπτε με φρίκην την έννοιαν ότι κατά την θείαν λειτουργίαν ο ιερεύς προσφέρει τον Χριστόν εις τον Πατέρα του ως θυσίαν δια την συγχώρησιν των αμαρτιών των ανθρώπων, αν και δεν εύρισκε τίποτε το φρικτόν εις την ιδέαν ότι ο θεός επέτρεψεν εις τον άνθρωπον να σταυρώση τον Θεόν ως θυσίαν προς τον Θεόν δια την άφεσιν των ανθρωπίνων αμαρτιών.
Εις τας θεολογικάς αυτάς λεπτολογίας προσέθεσε μερικούς ηθικούς νεωτερισμούς. Ο γάμος δεν είναι μυστήριον, διότι ο Χριστός δεν έδωσε καμμίαν υπόσχεσιν να τον περιβάλη με την θείαν χάριν.
«Οι γάμοι των αρχαίων δεν ήσαν ολιγώτερον ιεροί από τους ιδικούς μας, ούτε οι γάμοι των άπιστων είναι ολιγώτερον αληθινοί».51
Κατά συνέπειαν δεν θα έπρεπε να υπάρχη απαγόρευσις τελέσεως γάμου μεταξύ χριστιανών και μη χριστιανών.       «Όπως ακριβώς δυνάμεθα να τρώγωμεν, να πίνωμεν, να κοιμώμεθα, να βαδίζωμεν… και να εργαζώμεθα μαζί με ενα άπιστον, ένα Εβραίον, ένα Τούρκον η ένα αιρετικόν ούτω θα δυνάμεθα να νυμφευθώμεν ενα από αυτούς. Μη δίδετε προσοχήν εις τον ανόητον νόμον ο οποίος το απαγορεύει… Ένας ειδωλολάτρης είναι εξ’ ίσου άνδρας ή γυναίκα, πλασθέντες από τον Θεόν όπως και ο άγιος Πέτρος, ο άγιος Παύλος ή η αγία Λούκια».52
Μια γυναίκα συζευχθείσα ανίκανον άνδρα θα έπρεπε να επιτρέπεται, εάν και εκείνος συμφωνή, να συνευρεθή με άλλον άνδρα δια να αποκτήση τέκνον και θα έπρεπε να επιτρέπεται να παρουσιάση το τέκνον ως του συζύγου της. Εάν ο σύζυγος αρνηθή την συγκατάθεσίν του, θα πρέπει να δύναται να τον διαζευχθή. Εν τούτοις το διαζύγιον είναι μια ατελείωτος τραγωδία. Ίσως η διγαμία να ήτο προτιμωτέρα.53 Κατόπιν, προσθέτων πρόκλησιν εις την αίρεσιν, ο Λούθηρος κατέληγεν:
«Ακούω μιαν φήμην περί νέων βουλλών και παπικών καταρών, εκπεμπομένων εναντίον μου, εις τας οποίας καλούμαι να ανακαλέσω τας απόψεις μου… Εάν αυτό αληθεύη, επιθυμώ το βιβλίον αυτό να αποτελέση μέρος της απαρνήσεως την οποίαν θα κάμω».54
Η τοιαύτη δηκτική εκδήλωσις έπρεπε να αποτρέψη τον Μίλτιτζ από του να ονειροπολή ακόμη μιαν συμφιλίωσιν. Εν τούτοις επεζήτησε και πάλιν να συναντήση τον Λούθηρον (11 Οκτωβρίου 1520) και τον έπεισε να αποστείλη εις τον πάπαν Λέοντα μιαν επιστολήν διαβεβαιούσαν αυτόν ότι δεν είχεν ουδεμίαν πρόθεσιν να τον προσβάλη προσωπικώς και να του παρουσιάζη με ηρεμίαν την υπόθεσιν της αναμορφώσεως. Ο Λούθηρος, ο 37ετής «χωρικός, υιός χωρικού» (όπως υπερηφάνως απεκάλει ο ίδιος τον εαυτόν του), έγραψε μιαν επιστολήν όχι απολογίας αλλά σχεδόν πατριωτικών συμβουλών προς τον 45ετή κληρονόμον του αγίου Πέτρου και των Μεδίκων. Εξέφραζε τον σεβασμόν του προς τον πάπαν ως άτομον αλλά κατεδίκαζεν άνευ συμβιβασμών την διαφθοράν του παπισμού εις το παρελθόν και της παπικής κουρίας εις το παρόν :
Η φήμη σου και η φήμη του άψογου βίου σου… είναι τόσον γνωσταί και ίστανται πολύ υψηλά ώστε να μη δύναται κανείς να τας προσβάλη… Αλλά η έδρα σου, η οποία ονομάζεται ρωμαϊκή κουρία και δια την οποίαν ούτε συ ούτε κανείς άλλος δύναται να αρνηθή ότι είναι περισσότερον διεφθαρμένη από την Βαβυλώνα και τα Σόδομα του παρελθόντος, και η οποία, όσον δύναμαι να ίδω, χαρακτηρίζεται από μιαν έκλυτον, απελπιστικήν και διαβόητον κακοήθειαν, αυτήν την έδραν πράγματι κατεφρόνησα… Η ρωμαϊκή Εκκλησία κατήντησε το πλέον ακόλαστον άντρον ληστών, το πλέον αναίσχυντον από όλα τα χαμαιτυπεία, το βασίλειον της αμαρτίας, του θανάτου και της κολάσεως… Ανέκαθεν ελυπούμην, εξαίρετε Λέον, διότι έγινες πάπας αυτήν την εποχήν, διότι ήσουν άξιος καλυτέρων ημερών…
Μην ακούεις συνεπώς, αγαπητέ μου Λέον, αυτάς τας σειρήνας αι οποίαι προσπαθούν να σε πείσουν ότι δεν είσαι απλώς ενας άνθρωπος αλλά ένας ημίθεος, ώστε να δύνασαι να διατάσσης… ό,τι θέλεις… Είσαι ένας υπηρέτης των υπηρετών και περισσότερον όλων των ανθρώπων εις μιαν αξιοθρήνητον και επικίνδυνον θέσιν. Μην εξαπατάσαι από εκείνους οι οποίοι ισχυρίζονται ότι είσαι κύριος του κόσμου… και φλυαρούν ότι έχεις εξουσίαν επί του ουρανού, της κολάσεως και του καθαρτηρίου… Πλανώνται εκείνοι οι οποίοι σε αναβιβάζουν υπεράνω μιάς συνόδου και υπεράνω της καθολικής Εκκλησίας. Πλανώνται εκείνοι οι οποίοι σου αποδίδουν το δικαίωμα να ερμηνεύης τας Γραφάς, διότι υπό την κάλυψιν του ονόματος σου, αυτοί επιζητούν να επιβάλουν την κακοήθειάν των εις την Εκκλησίαν και, αλλοίμονον, δια μέσου αυτών ο σατανάς εισεχώρησεν ήδη βαθέως επί των προκατόχων σου. Εν συντομία, μη πιστεύεις κανένα ο όποιος σε εξυψώνει, πίστευε, εκείνους οι οποίοι σε ταπεινώνουν.55
Μαζί με την επιστολήν αύτην ο Λούθηρος έστειλεν εις τον Λέοντα το τρίτον από τα μανιφέστα του. Το απεκάλει «Μια πραγματεία περί χριστιανικής ελευθερίας» (Νοέμβριος 1520) και ησθάνετο ότι «εκτός εάν απατώμαι, είναι το σύνολον της χριστιανικής ζωής υπό σύντομον μορφήν».56 Εδώ εξέφρασε με ασυνήθη μετριοπάθειαν την βασικήν του θεωρίαν, ότι μόνη η πίστις και όχι τα καλά έργα, κάμνει τον αληθή χριστιανόν και τον σώζει από την κόλασιν. Διότι η πίστις εις τον Χριστόν είναι εκείνη η οποία κάμνει ένα άνθρωπον αγαθόν αι καλαί του πράξεις ακολουθούν αυτήν την πίστιν. «Το δένδρον κάμνει καρπούς, οι καρποί δεν κάμνουν το δένδρον».57 Ένας άνθρωπος, σταθερός εις την πίστιν του προς τον Θεόν και την λυτρωτικήν θυσίαν του Χριστού, απολαμβάνει όχι ελευθερίαν βουλήσεως αλλά την πληρεστέραν ελευθερίαν εν γένει: ελευθερίαν από την ιδίαν του σαρκικήν φύσιν, από όλας τας κακάς δυνάμεις, από την καταδίκην, ακόμη και από τον νόμον διότι ο άνθρωπος του οποίου η αρετή εκπορεύεται αυθορμήτως από την πίστιν του δεν έχει ανάγκην εντολών προς δικαιοσύνην.58 Εν τούτοις αυτός ο ελεύθερος άνθρωπος πρέπει να είναι υπηρέτης όλων των ανθρώπων, διότι δεν θα είναι ευτυχής εάν δεν κάμη πάν ό,τι είναι εις την εξουσίαν του δια να σώση άλλους, όπως και τον εαυτόν του. Είναι ηνωμένος με τον Θεόν δια της πίστεως, προς τους γείτονάς του δια της αγάπης. Πάς πιστεύων χριστιανός είναι και ένας λειτουργών ιερεύς.
Ενώ ο Λούθηρος έγραφε τας ιστορικάς αυτάς πραγματείας, ο Έκ και ο Αλεάντερ ήρχοντο απ’ ευθείας εις επαφήν με την θρησκευτικήν επανάστασιν. Εις το Μάισσεν, το Μέρσεμπουργκ και το Βραδεμβούργον επέτυχον εις την διακήρυξιν της βούλλας του αφορισμού• εις την Νυρεμβέργην εδέχθησαν την αίτησιν συγγνώμης εκ μέρους του Πιρκχάιμερ και του Σπένγκλερ• εις την Μάιντς, ο αχιεπίσκοπος Αλμπρεχτ, αφού ερωτοτρόπησεν επι τι διάστημα με την Μεταρρύθμισιν, απέκλεισε τον Χούττεν από την αυλήν του και εφυλάκισε τους τυπογράφους, οι οπίοι ετύπωσαν τα βιβλία του• εις την Ίνγκολστατ, τα βιβλία του Λουθήρου κατεσχέθησαν και εις την Μάιντς, την Λουβαίν και την Κολωνίαν εκάησαν. Αλλά εις την Λειψίαν, το Τοργκάου και το Νταίμπελν, η τοιχοκολληθείσα βούλλα ερρυπάνθη με λάσπην και εσχίσθη. Εις την Ερφούρτην, πολλοί καθηγηταί και κληρικοί ηνώθησαν εις μιαν γενικήν άρνησιν να αναγνωρίσουν την βούλλαν, οι δε φοιτηταί έρριψαν όλα τα αντίγραφά της εις τον ποταμόν τελικώς, ο Έκ έφυγεν από την σκηνήν του θριάμβου του εν έτος πρίν.59
Ο Λούθηρος κατήγγειλε τον αφορισμόν εις μίαν σειράν πικροχόχων φυλλαδίων, εις ένα εκ των οποίων παρεδέχετο πλήρως τας θεωρίας του Χούς. Την 31ην Αυγούστου 1520, «ως μύγα τολμώσα να απευθυνθή προς τον βασιλέα των βασιλέων», έκαμεν έκκλησιν εις τον αυτοκράτορα, ζητών προστασίαν και την 17ην Νοεμβρίου εδημοσίευσε μίαν τυπικήν έφεσιν από τον πάπαν εις μίαν ελευθέραν σύνοδον της Εκκλησίας.
Όταν έμαθεν, ότι οι παπικοί απεσταλμένοι έκαιον τα βιβλία του, απεφάσισε να απαντήση εμπράκτως. Εδημοσίευσε μίαν πρόσκλησιν προς τους «ευσεβείς και φιλομαθείς νέους» της Βιττενβέργης, να συγκεντρωθούν έξω της πύλης του Έλστερ την πρωίαν της 10ης Δεκεμβρίου. Εκεί έρριψεν ιδιοχείρως την παπικήν βούλλαν εις το πυρ μαζί με μερικά κανονικά διατάγματα και μερικούς τόμους σχολαστικής θεολογίας• με μιαν πράξιν εσυμβόλισε την απόρριψιν του κανονικού δικαίου, της φιλοσοφίας του Ακινάτου και πάσης σχετικής αυθεντίας της Εκκλησίας. Οι φοιτηταί συνεκέντρωσαν μετά χαράς και άλλα βιβλία του αυτού είδους και με αυτά διετήρησαν το πυρ έως αργά το απόγευμα.
Την 1ην Δεκεμβρίου, ο Λούθηρος διεκήρυξεν, ότι κανείς δεν θα ηδύνατο να σωθή… εάν δεν θα απηρνείτο την κυριαρχίαν του παπισμού.60 Ο μοναχός, είχεν αφορίσει τον πάπαν.

V. Η ΔΙΑΙΤΑ ΤΗΣ ΒΟΡΜΣ: 1521
Ένας τρίτος ηθοποιός ανήλθε τώρα επί σκηνής και από της στιγμής αυτής έπαιξεν επί τριάντα έτη σημαντικόν ρόλον εις την σύγκρουσιν των θεολογιών και των κρατών. θα υπεισέλθη εις την διήγησίν μας εις πολλά κεφάλαια.
Ο μέλλων αυτοκράτωρ Κάρολος Ε’ ήρχισε με μίαν βασιλικήν αλλά κηλιδωμένην κληρονομικότητα. Οι εκ πατρός πάππος και μάμμη του ήσαν ο αυτοκράτωρ Μαξιμιλιανός και η Μαρία της Βουργουνδίας, θυγάτηρ του Καρόλου του Τολμηρού. Οι εκ μητρός ήσαν ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλλα• πατήρ του ήτο ο Φίλιππος ο Ωραίος, βασιλεύς της Καστίλλης εις ηλικίαν 26 ετών, αποθανών 28 ετών. Μήτηρ του ήτο η Ιωάννα η Τρελλή, η οποία εέτρελλάθη όταν ο Κάρολος ήτο εέξαετής και έζησεν έως ότου αυτός έγινε 55 ετών. Εγεννήθη εις την Γάνδην (24 Φεβρουαρίου 1500), ανετράφη εις τας Βρυξέλλας και παρέμεινε Φλαμανδός εις την γλώσσαν και τον χαρακτήρα μέχρις ότου τελικώς απεσύρθη εις την Ισπανίαν ούτε η Ισπανία ούτε η Γερμανία τον συνεχώρησαν. Αλλά εν καιρώ έμαθε να ομιλή γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά και γαλλικά και ηδύνατο να σιωπά εις πέντε γλώσσας. Ο Αδριανός της Ουτρέχτης επεχείρησε να τον διδάξη φιλοσοφίαν με ανυπολόγιστον επιτυχίαν. Από τον αγαθόν αυτόν επίσκοπον, εδέχθη ένα ισχυρόν εμποτισμόν της θρησκευτικής ορθοδοξίας, εν τούτοις απέκτησε περί την μέσην ηλικίαν ένα κρύφιον σκεπτικισμόν από τους Φλαμανδούς συμβούλους και αυλικούς του, μεταξύ των οποίων, μια ερασμιακή αδιαφορία δια τα δόγματα ήτο ιδιαιτέρως δημοφιλής. Μερικοί ιερείς διεμαρτυρήθησαν δια την ελευθερίαν, η οποία επετρέπετο εις τας θρησκευτικός γνώμας εις το περιβάλλον του Καρόλου.61 Έδειξεν αρκετήν ευσέβειαν αλλά εσπούδασεν επιμελώς την τέχνην του πολέμου. Ανέγνωσε τον Κομίν και έμαθεν από παιδικής σχεδόν ηλικίας τα τεχνάσματα της διπλωμαίας και την ανηθικότητα των κρατών.
Μετά τον θάνατον του πατρός του (1506) εκληρονόμησε την Φλάνδραν, την Ολλανδίαν, την Ελευθέραν Κομιτείαν και μιαν διεκδίκησιν επί της Βουργουνδίας. Δεκαπενταετής ανέλαβε την κυβέρνησιν και αφιερώθη εις την διοίκησιν. Δεκαεξαετής έγινε Κάρολος Α’, βασιλεύς της Ισπανίας, της Σικελίας, της Σαρδηνίας, της Νεαπόλεως και της Ισπανικής Αμερικής. Δέκα εννέα ετών απέβλεψεν εις το να γίνη αυτοκράτωρ. Ο Φραγκίσκος Α’ της Γαλλίας επεδίωξε την ιδίαν τιμήν κατά την ιδίαν εποχήν και οι αυτοκρατορικοί εκλέκτορες ηυχαριστήθησαν με τας περιποιήσεις του• ο Κάρολος όμως εδαπάνησε 850.000 φλωρίνια εις τον ανταγωνισμόν και εκέρδισε (1519). Δια να συγκεντρώση το βαρύ αυτό φιλοδώρημα, εδανεισθη 543.000 φλωρίνια από τους Φούγκερ.62 Από της εποχής αυτής ο Κάρολος ήτο δια τους Φούγκερ και οι Φούγκερ δια τον Κάρολον. Όταν εβράδυνε να πληρώση το δάνειον, ο Ιάκωβος Φούγκερ Β’ του έστειλε μίαν έντονον υπόμνησιν:

Είναι εις πάντας γνωστόν ότι η μεγαλειότης σας χωρίς εμέ δεν θα ηδύνατο να αποκτήση την αυτοκρατορικήν τιμήν, όπως δύναμαι να διαπιστώσω από τας γραπτάς βεβαιώσεις όλων των άντιπρο-σώπων… και εις όλα αύτά δεν άπέβλεψα εις το άτομικόν μου όφελος… η εύλαβής μου αίτησις είναι όπως εύαρεστούμενος… διατάξετε να μοΰ έπιστραφοϋν τα χρήματα, τα οποία έπλήρωσα, μαζί με τους σχετικούς τόκους, άνευ περαιτέρω άναβολής.63

Ό Κάρολος εκάλυψε μέρος της υποχρεώσεώς του παραχωρήσας εις τους Φούγκερ μίαν υποθήκην επί των δασμών του λιμένος της Αμβέρσης.64 Όταν οι Φούγκερ κατεστράφησαν σχεδόν από τας τουρκικάς κατακτήσεις εις την Ουγγαρίαν, έσπευσεν εις ενίσχυσίν των δώσας εις αυτούς τον έλεγχον των ισπανικών μεταλλείων.65 Έκτοτε η κλείς μεγάλου μέρους της πολιτικής ιστορίας θα ήτο το Cherchez le banquier.
Ο νεανίας ο οποίος εις ηλικίαν δέκα εννέα ετών ευρέθη να είναι η τιτλούχος κεφαλή όλης της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης εκτός της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Πορτογαλίας και των παπικών κρατών, έφερεν ήδη τα σημεία της ασθενούς υγείας, η οποία επρόκειτο να πολλαπλασιάση τας φροντίδας του. Ωχρός, μικρόσωμος, κοινής εμφανίσεως, με γαμψήν μύτην και οξύν, προκλητικόν πώγωνα, με ασθενή φωνήν και σοβαρόν ύφος, ήτο εκ φύσεως φιλόφρων και προσηνής αλλά πολύ συντόμως, έμαθεν ότι ένας ηγεμών πρέπει να τηρή απόστασιν και ύφος, ότι η σιωπή είναι το ήμισυ της διπλωματίας και ότι μία απροκάλυπτος αίσθησις του χιούμορ αμαυρώνει τον φωτοστέφανον της βασιλικής υποστάσεως. Ο Αλεάντερ, ο οποίος τον εγνώρισε το 1520, ανέφερεν εις τον Λέοντα Ι’: «Ο ηγεμών αυτός φαίνεται αρκούντως προικισμένος με … σύνεσιν υπερτέραν της ηλικίας του και έχει πολύ περισσότερα εις το οπίσθιον μέρος της κεφαλής του από εκείνα τα οποία φέρει επί του προσώπου του».66 Δεν είχε πνευματικήν οξύτητα έκτος μόνον εις την κρίσιν των ανθρώπων -η οποία είναι η μισή μάχη• απλώς ανήρχετο εις το ύψος των κρίσεων τας οποίας αντεμετώπιζεν– αλλά αυτό ήτο πράγματι πολύ. Μια συντηρητική νωχέλεια σώματος και πνεύματος τον εκράτει εις αδράνειαν μέχρις ότου η κατάστασις απήτει απόφασιν• τότε την αντεμετώπιζε με αιφνιδίαν αποφασιστικότητα και εφευρετικήν επιμονήν. Η σοφία ήλθεν εις αυτόν όχι από την φύσιν αλλά από τας δοκιμασίας.
Την 23ην Οκτωβρίου 1520, ο Κάρολος Ε’, συνομήλικος με τον αιώνα του, μετέβη εις το Άαχεν του Καρολομάγνου δια να στεφθή. Ο εκλέκτωρ ανεχώρησε δια να παραστή εις την τελετήν, αλλ’ ηναγκάσθη να σταματήση εις την Κολωνίαν από μιαν προσβολήν ποδάγρας. Εκεί ο Αλεάντερ του παρουσίασε νέαν αίτησιν όπως συλ-ληφθή ο Λούθηρος. Ο Φρειδερίκος εκάλεσε τον Έρασμον και εζήτησε την γνώμην του. Ο Έρασμος υπερήσπισε τον Λούθηρον, ετόνισεν ότι, υπήρχον καταφανείς καταχρήσεις εις την Εκκλησίαν και υπεστήριξεν, ότι δεν έπρεπε να καταπνιγούν αι προσπάθειαι προς θεραπείαν των. Όταν ο Φρειδερίκος τον ηρώτησε ποίαι ήσαν αι κυριώτεραι πλάναι του Λουθήρου, απήντησε : 
«Δύο: προσέβαλε τον πάπαν εις το στέμμα του και τους καλογήρους εις την κοιλίαν των».67
Ημφεσβήτησε την αυθεντικότητα της παπικής βούλλας• του εφαίνετο ασυμβίβαστος προς την γνωστήν ηπιότητα του Λέοντος Ι’.68 Ο Φρειδερίκος επληροφόρησε τον νούντσιον, ότι ο Λούθηρος είχεν υποβάλει έφεσιν και μέχρις ότου γνωσθούν τα αποτελέσματα αυτής, ο Λούθηρος θα παρέμενεν ελεύθερος.
Ο αυτοκράτωρ έδωσε την ιδίαν απάντησιν είχεν υποσχεθή εις τους εκλέκτορας, ως όρον δια την εκλογήν του, ότι ουδείς Γερμανός θα κατεδικάζετο άνευ νομίμου δίκης, διεξαγόμενης εις την Γερμανίαν. Εν τούτοις η θέσις του κατέστησε την ορθοδοξίαν επιτακτικήν. Ήτο πολύ σταθερώτερον εγκατεστημένος ως βασιλεύς της Ισπανίας παρά ως αυτοκράτωρ εις την Γερμανίαν, η οποία διέκειτο δυσμενώς προς την κεντρικήν κυβέρνησιν και ο κλήρος της Ισπανίας δεν ήτο δυνατόν να ανεχθή επί μακρόν ένα μονάρχην, επιεική προς τους αιρετικούς. Επί πλέον, προμηνύετο πόλεμος με την Γαλλίαν• θα διεξήγετο δια το Μιλάνον, το οποίον επρόκειτο να είναι το έπαθλον. Εκεί η υποστήριξις του πάπα θα ήξιζεν ολόκληρον στρατιάν. Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήτο συνδεδεμένη με τον παπισμόν κατά πολλούς τρόπους• η πτώσις του ενός θα ηδύνατο να ζημιώση μεγάλως τον άλλον. Πώς θα ηδύνατο ο αυκράτωρ να κυβερνήση το διεσκορπισμένον βασίλειόν του χωρίς την βοήθειαν της Εκκλησίας εις ηθικήν πειθαρχίαν και πολιτικήν διοίκησιν; Ακόμη και τώρα οι κυριώτεροι υπουργοί του ήσαν κληρικοί. Και είχεν ανάγκην εκκλησιαστικών χρημάτων και εκκλησιαστικής επιρροής δια να προστατεύση την Ουγγαρίαν από τους Τούρκους.
Με αυτά τα ποικίλα προβλήματα κατά νούν και όχι τόσον με την υπόθεσιν ενός ανυποτάκτου μοναχού, ο Κάρολος συνεκάλεσε την αυτοκρατορικήν δίαιταν να συνέλθη εις την Βόρμς. Όταν όμως συνεκεντρώθησαν εκεί (27 Ιανουαρίου 1521) οι επιφανέστεροι ευγενείς και κληρικοί και αντιπρόσωποι των ελευθέρων πόλεων, ο Λούθηρος ήτο το κύριον θέμα της συζητήσεως. Αι δυνάμεις, αι οποίαι δια μέσου ολοκλήρων αιώνων προητοίμαζον την Μεταρρύθμισιν, εκορυφώθησαν τώρα εις μίαν από τας δραματικωτέρας σκηνάς της ευρωπαϊκής ιστορίας. «Το μέγα σώμα των Γερμανών ευγενών», λέγει ένας καθολικός ιστορικός, «επεκρότησε και ενίσχυσε τας προσπαθείας του Λουθήρου».69 Ο ίδιος ο Αλεάντερ ανέφερεν:

Ολόκληρος η Γερμανία έχει εξεγερθή ένοπλος εναντίον της Ρώμης. Όλος ο κόσμος κραυγάζει δια μίαν σύνοδον η οποία πρέπει να συνέλθη επί γερμανικού εδάφους. Αι παπικαί βούλλαι περί αφορισμών περιγελούνται. Πολλοί άνθρωποι έπαυσαν να δέχωνται τας θρησκευτικάς ποινάς… Ο Μαρτίνος εικονίζεται με φωτοστέφανον υπεράνω της κεφαλής του. Ο λαός ασπάζεται αυτάς τας εικόνας. Έχει πωληθή εξ’ αυτών τόσον μέγας αριθμός ώστε δεν δύναμαι να εύρω ούτε μίαν… Δεν δύναμαι να εξέλθω εις τας οδούς διότι οι Γερμανοί φέρουν τας χείρας εις τα ξίφη των και τρίζουν τους οδόντας εναντίον μου. Ελπίζω ο πάπας να μου δώση πλήρη συγχώρησιν και να φροντίση δια τους αδελφούς και τας αδελφάς μου, εάν μου συμβή τίποτε.70

Ο ερεθισμός ενισχύετο από ένα σίφωνα αντιπαπικών λιβέλλων. Μια φορτηγός άμαξα, έλεγε με θλίψιν ο Αλεάντερ, δεν θα επήρκει δια να περιλάβη τα υβριστικά αυτά έντυπα. Από τον πύργον του Εμπερνμπουργκ του Σίκινγκεν, εις απόστασιν ολίγων μιλίων από την Βόρμς, ο Χούττεν εξέπεμψε μιαν μανιώδη επίθεσιν κατά του γερμανικού κλήρου:

Φύγετε, ακάθαρτοι χοίροι ! Απομακρυνθήτε από το ιερόν ανόσιοι μεταπράται ! Μη θίγετε τα θυσιαστήρια με τας μιαράς σας χείρας !… Πώς τολμάτε να εξοδεύετε το χρήμα το οποίον προορίζεται δι’ ιερούς σκοπούς, εις πολυτελείας, διασκεδάσεις και επιδείξεις ενώ τίμιοι άνθρωποι υποφέρουν από πείναν ; Το κύπελλον επληρώθη. Δεν βλέπετε ότι ο άνεμος της ελευθερίας ήρχισε να πνέη;71

Ήτο τόσον ισχυρόν το αίσθημα υπέρ του Λουθήρου, ώστε ο εξομολογητής του  αυτοκράτορος, ο Φραγκισκανός μοναχός Ιωάννης Γκλαπιόν, επλησίασεν ιδιαιτέρως τον εφημέριον του Φρειδερίκον Γεώργιον Σπαλατίν, εις μιαν προσπάθειαν συμφιλιώσεως. Εξεδήλωσε σημαντικήν συμπάθειαν δια τα πρώτα συγγράμματα του Λουθήρου αλλά η «Βαβυλώνιος Αιχμαλωσία» τον έκαμε να αισθάνεται ως εάν τον «είχον μαστιγώσει και ξυλοκοπήσει από κεφαλής μέχρις ονύχων». Υπέδειξεν ότι κανένα σύστημα θρησκευτικής πίστεως δεν ήτο δυνατόν να βασισθή ασφαλώς επί των Γραφών, διότι «η Βίβλος είναι όπως ο μαλακός κηρός, τον οποίον ο καθείς δύναται να συστρέψη και να εκτείνη κατά βούλησιν». Παρεδέχθη την επιτακτικήν ανάγκην δι’ εκκλησιαστικήν αναμόρφωσιν. Πράγματι, προειδοποίησε τον αυτοκρατορικόν του μαθητήν, ότι «ο Θεός θα τον τιμωρήση καθώς και όλους τους ηγεμόνας εάν δεν ελευθερώσουν την Εκκλησίαν από αυτάς τας υπερβολικός καταχρήσεις» και υπεσχέθη ότι ο Κάρολος θα επραγματοποίει τας μεγαλυτέρας μεταρρυθμίσεις εντός πέντε ετών. Ακόμη και τώρα, μετά τας τρομερός αυτάς εκρήξεις του Λουθήρου εθεώρει την ειρήνην δυνατην εάν ο Λούθηρος θα ήθελε να ανακαλέση.72 Ο Λούθηρος, μαθών τούτο εις την Βιττενβέργην, ηρνήθη.
Την 3ην Μαρτίου, ο Aλεάντερ παρουσίασεν εις την δίαιταν μίαν πρότασιν δι’ άμεσον καταδίκην του Λουθήρου. Η δίαιτα διεμαρτυρήθη, ότι ο μοναχός δεν έπρεπε να καταδικασθή άνευ δίκης. Κατόπιν τούτου, ο Κάρολος εκάλεσε τον Λούθηρον να έλθη εις την Βόρμς και να καταθέση σχετικώς με την διδασκαλίαν και τα βιβλία του.
«Δεν έχεις να φοβηθής βίαν ή ενόχλησιν», έγραφε, «διότι έχεις το διαβατήριόν μας».73
Οι φίλοι του Λουθήρου, τον παρεκάλεσαν να μην υπάγη και του υπενθύμισαν το διαβατήριον το οποίον είχε δώσει ο αυτοκράτωρ Σιγισμούνδος εις τον Χούς. Ο Αδριανός εξ’ Ουτρέχτης, ήδη καρδινάλιος Τορτόζα, και μετ’ ολίγον πάπας, απέστειλε μιαν αίτησιν προς τον πρώην μαθητήν του, τον αυτοκράτορα, να αγνοήση το διαβατήριον, να συλλάβη τον Λούθηρον, και να τον αποστείλη εις την Ρώμην.
Την 2αν Απριλίου, ο Λούθηρος ανεχώρησεν από την Βιττενβέργην. Εις την Ερφούρτην, μέγα πλήθος, εις το οποίον συμπεριελαμβάνοντο και σαράντα καθηγηταί του Πανεπιστημίου, τον επευφήμησαν ως ήρωα. Όταν επλησίασεν εις την Βόρμς, ο Σπαλατίν του έστειλε μιαν εσπευσμένην ειδοποίησιν να μην εισέλθη εις την πόλιν αλλά να επιστρέψη το ταχύτερον εις την Βιττενβέργην. ο Λούθηρος απήντησε:
«Και αν ακόμη είναι τόσοι διάβολοι εις την Βόρμς, όσα κεραμίδια είναι εις τας στέγας της, εγώ θα υπάγω εκεί».74
Μια ομάς ιπποτών, εξήλθεν έφιππος να τον προϋπάντηση και να τον συνοδεύση εντός της πόλεως (16 Απριλίου). Οι δρόμοι εγέμισαν από κόσμον μόλις ανηγγέλθη η άφιξίς του και 2.000 άνθρωποι συνεγκεντρώθησαν πέριξ της αμάξης του• όλοι έσπευσαν να τον ιδούν, λέγει ο Αλεάντερ, και αυτός ο Κάρολος παρεμερίσθη εις την σκιάν.
Την 17ην Απριλίου, ο Λούθηρος, με το μοναχικόν τον ράσον, ενεφανίσθη ενώπιον της διαίτης, του αυτοκράτορος, εξ’ εκλεκτόρων, μιας επιβλητικής αυλής από πρίγκιπας, ευγενείς, ιεράρχας και αστούς και του Ιεροονύμου Αλεάντερ, ωπλισμένου με το παπικόν κύρος, με επίσημα έγγραφα και δικανικήν ευγλωττίαν. Επί μιας τραπέζης, πλησίον του Λουθήρου, ήτο μία συλλογή των βιβλίων του. Ο Ιωάννης Έκ –όχι εκείνος της συζητήσεως εις την Λειψίαν, αλλά Ένας αξιωματούχος του αρχιεπισκόπου της Τρίερ– τον ηρώτησεν εάν όλα αυτά ήσαν ιδικαί του συνθέσεις και αν θα απηρνείτο τας αιρέσεις, τας οποίας περιείχον. Δια μιαν στιγμήν, καθώς ίστατο πρό της εξουσίας της αυτοκρατορίας και της εξουσιοδοτημένης δυνάμεως και του μεγαλείου της Εκκλησίας, ο Λούθηρος ησθάνθη το θάρρος του να τον εγκαταλείπη. Απήντησε με χαμηλήν και διστακτικήν φωνήν, ότι τα βιβλία ήσαν ιδικά του αλλ’ όσον άφορα την δευτέραν ερώτησιν, παρεκάλει να του δοθή χρόνος να σκεφθή. Ο Κάρολος του παρεχώρησε μιαν ημέραν.
Επανελθών εις την κατοικίαν του, έλαβε ενα μήνυμα από τον Χούττεν, ο οποίος τον ικέτευε να μείνη σταθερός• επίσης πολλά μέλη της διαίτης ήλθον ιδιαιτέρως δια να τον ενθαρρύνουν. Εφαίνετο, ότι πολλοί κατενόουν, ότι η τελική του απάντησις θα εσημείωνεν ενα σημείον στροφής εις την ιστορίαν.
Την 18ην Απριλίου αντεμετώπισε την δίαιταν με πλήρη εμπιστοσύνην. Η αίθουσα ήτο τώρα τόσον κατάμεστος, ώστε και αυτοί οι εκλέκτορες μετά δυσκολίας έφθασαν εις τας θέσεις των, ενω οι πλείστοι των παρευρισκομένων ίσταντο όρθιοι. Ο Έκ τον ηρώτησεν εάν θα απηρνείτο εν όλω η εν μέρει τα έργα τα όποια είχε γράψει. Απήντησεν, ότι εκείνα τα μέρη, τα οποία επραγματεύοντο τας εκκλησιαστικός καταχρήσεις, ήσαν κατά γενικήν αναγνώρισιν ορθά.
Ο αυτοκράτωρ τον διέκοψε με ενα εκρηκτικόν «όχι!», αλλά ο Λούθηρος εξηκολούθησε και εστράφη και κατ’ αυτού του Καρόλου:
«Εάν ανακαλέσω εις αυτό το σημείον, θα ανοίξω τας θύρας εις περισσοτέραν τυραννίαν και ασέβειαν και το πράγμα θα ήτο πολύ χειρότερον εάν θα εφαίνετο ότι το έκαμα υπό την πίεσιν της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».
Όσον αφορά τα δογματικά μέρη των βιβλίων του, παρεδέχθη να αποσύρη οιονδήποτε θα απεδεικνύετο αντίθετον προς τας Γραφάς. Εις τούτο ο Έκ διετύπωσε λατινιστί μιαν αντίρρησιν, η οποία εξέφραζε σαφώς την άποψιν της Εκκλησίας:

Μαρτίνε, ο ισχυρισμός σου να κριθής από τας Γραφάς είναι εκείνος, τον όποιον επρόβαλλον πάντοτε οι αιρετικοί. Δεν κάμνεις τίποτε άλλο παρά να επαναλαμβάνης τας πλάνας του Ουίκλιφ και του Χούς… Πώς δύνασαι να υποστηρίξης ότι συ είσαι ο μόνος ο οποίος κατανοείς την έννοιαν των Γραφών; θα ήθελες να θέσης την ιδικήν σου κρίσιν υπεράνω της κρίσεως τόσων διασήμων ανδρών και να ισχυρισθής ότι γνωρίζεις περισσότερα από όλους αυτούς; δεν έχεις το δικαίωμα να αμφισβητής την ιερωτάτην ορθόδοξον πίστιν, την οποίαν καθίδρυσεν ο Χριστός, ο τέλειος νομοθέτης, και την εκήρυξαν εις τον κόσμον οι απόστολοι, την εσφράγισαν οι μάρτυρες με την σφραγίδα του αιματός των, την επεβεβαίωσαν αι ιεραί σύνοδοι και την καθώρισεν η Εκκλησία… και την οποίαν ο πάπας και ο αυτοκράτωρ απαγορεύουν να τίθεται υπό συζήτησιν, διότι άλλως αι συζητήσεις δεν θα ετελείωνον ποτέ. Σε ερωτώ, Μαρτίνε –απάντησε ειλικρινώς και χωρίς διακρίσεις– απαρνείσαι ή δεν απαρνείσαι τα βιβλία σου και τας πλάνας τας οποίας περιέχουν;75
Ο Λούθηρος έδωσε την ιστορικήν απάντησίν του γερμανιστί :

Εφ’ όσον η μεγαλειότης σου και αι ευγενείαι σας επιθυμούν μιαν απλήν απάντησν, θα απαντήσω χωρίς διακρίσεις… Εκτός αάν καταδικασθώ από την μαρτυρίαν της Αγίας Γραφής ή από προφανή αιτίαν (δεν παραδέχομαι την εξουσίαν των παπών και των συνόδων διότι έχουν διαψεύσει αλλήλους) η συνείδησίς μου είναι αιχμάλωτος του Λόγου του Θεού. Δεν δύναμαι και δεν απαρνούμαι τίποτε, διότι να στραφώ εναντίον της συνειδήσεως μου δεν είναι ούτε ορθόν ούτε ασφαλές. Ο Θεός ας με βοηθήση. Αμήν. 76

Ο Έκ ανταπήντησεν ότι ουδεμία πλάνη ήτο δυνατόν να αποδειχθή εις τας δογματικός αποφάσεις των συνόδων. Ο Λούθηρος απήντησεν ότι ήτο προπαρεσκευασμένος να αποδείξη τας τοιαύτας πλάνας, αλλά ο αυτοκράτωρ επενέβη αυθαιρέτως:
«Αρκεί, εφ’ όσον ηρνήθη τας συνόδους, δεν θέλομεν να ακούσωμεν τίποτε περισσότερον».78
Ο Λούθηρος επανήλθεν εις το κατάλυμά του κουρασμένος από την πάλην, αλλά πεπεισμένος ότι είχε δώσει καλήν μαρτυρίαν εις εκείνο το οποίον ο Καρλάυλ επρόκειτο να αποκαλέση «την μεγαλυτέραν στιγμήν της νεωτέρας ιστορίας του ανθρώπου»79
Ο αυτοκράτωρ ήτο εξ’ ίσου ταραγμένος με τον μοναχόν. Γεννηθείς εις την πορφύραν και συνηθισμένος εις την εξουσίαν, εθεώρει ως αυτονόητον, ότι το δικαίωμα εκάστου ατόμου να ερμηνεύη την Γραφήν και να δέχεται η να απορρίπτη πολιτικά η εκκλησιαστικά διατάγματα βάσει της ατομικής του κρίσεως και συνειδήσεως, θα υπέσκαπτεν εντός ολίγου αυτά ταύτα τα θεμέλια της κοινωνικής τάξεως, διότι του εφαίνετο ότι αυτή εβασίζετο επί ενός ηθικού κωδικός, ο οποίος με την σειράν του ήντλει την δύναμίν του από την υπερφυσικήν επικύρωσιν της θρησκευτικής πίστεως. Την 19ην Απριλίου εκάλεσε τους ανωτέρους πρίγκιπας εις σύσκεψιν εις τα διαμερίσματά του και παρουσίασεν εις αυτούς μιαν διακήρυξιν πίστεως και προθέσεων, γραμμένην γαλλιστί και προφανώς από τον ίδιον :

Κατάγομαι από μιαν μακράν σειράν χριστιανών αυτοκρατόρων του ευγενούς τούτου γερμανικού έθνους, από τους καθολικούς βασιλείς της Ισπανίας, τους αρχιδούκας την Αυστρίας και τους δούκας της Βουργουνδίας. Όλοι αυτοί υπήρξαν πιστοί μέχρι θανάτου εις την Εκκλησίαν της Ρώμης και υπερήσπισαν την καθολικήν πίστιν και το όνομα του Θεού. Απεφάσισα να ακολουθήσω τα βήματά των. Ένας μόνος μοναχός ο οποίος αντιτίθεται εις όλον τον χιλιετή χριστιανισμον πρέπει να σφάλλη. Δια τούτο είμαι αποφασισμένος να διακινδυνεύσω τας χώρας μου, τους φίλους μου, το σώμα μου, το αίμα μου, την ζωήν μου και την ψυχήν μου… Αφού ήκουσα χθές την πείσμονα υπεράσπισιν του Λουθήρου, λυπούμαι διότι επί τόσον χρόνον ανέβαλλον να ενεργήσω εναντίον του και εναντίον της ψευδούς διδασκαλίας του. Δεν έχω πλέον να κάμω τίποτε δι’ αυτόν. Δύναται να επιστρέψη με το διαβατήριόν του αλλά χωρίς να κηρύξη ή να προκαλέση αναταραχήν. Θα ενεργήσω εναντίον του ως διαβοήτου αιρετικού και σας ζητώ να πράξετε όπως μου υπεσχέθητε.80

Τέσσαρες εκλέκτορες συνεφώνησαν με αυτήν την ενέργειαν. Ο Φρειδερίκος της Σαξονίας και ο Λουδοβίκος του Παλατινάτου απέσχον. Την νύκτα εκείνην –19ην Απριλίου– ανώνυμα πρόσωπα ετοιχοκόλλησαν επί της θύρας του δημαρχείου και εις άλλα σημεία της Βόρμς, πινακίδας φερούσας το γερμανικόν σύμβολον της κοινωνικής επαναστάσεως, το υπόδημα του χωρικού. Μερικοί εκκλησιαστικοί ετρομοκρατήθησαν και παρεκάλεσαν ιδιαιτέρως τον Λούθηρον να κάμη ειρήνην με την Εκκλησίαν, αλλ’ αυτός έμεινε πιστός εις την δήλωσίν του ενώπιον της διαίτης. Την 26ην Απριλίου ήρχισε το ταξείδιόν του δια να επιστρέψη εις την  Βιττενβέργην. Ο Λέων Ι’ έστειλε διαταγάς να γίνη σεβαστόν το διαβατηριόν του.81 Εν τούτοις ο εκλέκτωρ Φρειδερίκος, φοβούμενος ότι η αυτοκρατορική αστυνομία πιθανόν να επεχείρει να συλλάβη τον Λούθηρον μετά την λήξιν της ισχύος του διαβατηρίου του κατά την 6ην Μαΐου, εκανόνισε, με την μετά δυσφορίας δοθείσαν συγκατάθεσιν του Λουθήρου, να του στήση ενέδραν κατά την επιστροφήν του ως δήθεν εκ μέρους ληστών, να τον απαγάγη και να τον κρύψη εις τον πύργον του Βαρτμπουργκ.
Την 6ην Μαΐου ο αυτοκράτωρ παρουσίασεν εις την δίαιταν, η οποία τώρα εμειώθη εις αριθμόν από πολλάς αναχωρήσεις, το σχέδιον του «Διατάγματος της Βόρμς» το οποίον είχεν ετοιμάσει ο Αλεάντερ. Κατηγορεί τον Λούθηρον ότι:

είχε μολύνει τον γάμον, κατεφρόνησε την εξομολόγησιν και απηρνήθη το σώμα και το αίμα του Κυρίου ημών. Κάμνει τα μυστήρια να εξαρτώνται από την πίστιν του δεχομένου αυτά. Είναι ειδωλολάτρης απαρνούμενος την ελευθέραν βούλησιν. Αυτός ο διάβολος με το ράσον του μονάχου συνεσώρευσεν αρχαίας πλάνας εις ενα βρωμερόν μίγμα και επενόησε νέας τοιαύτας. Αρνείται την δύναμιν των κλειδών και ενθαρρύνει τους λαϊκούς να βυθίσουν τας χείρας των εις το αίμα των κληρικών. Η διδασκαλία του, προκαλεί την ανταρσίαν, την διαίρεσιν, τον πόλεμον, τον φόνον, την ληστείαν, την πυρπόλησιν και την κατάρρευσιν της χριστιανοσύνης. Διάγει τον βίον ενός κτήνους. Έκαυσε τα εκκλησιαστικά διατάγματα. Περιφρονεί εξ’ ίσου τον αφορισμόν και το ξίφος. Προκαλεί περισσοτέραν ζημίαν εις την πολιτικήν παρά εις την εκκλησιαστικήν εξουσίαν. Εμοχθήσαμεν με αυτόν αλλά αναγνωρίζει μόνον το κύρος των Γραφών, τας οποίας ερμηνεύει κατά την αντίληψίν του. Του εδώσαμεν είκοσι μιαν ημέρας, από της 15ης Απριλίου… Όταν θα εκπνεύση ο χρόνος ουδείς πρέπει να τον περιθάλψη. Οι οπαδοί του επίσης θα καταδικασθούν. Τα βιβλία του θα σβυσθούν από την μνήμην των ανθρώπων.82
Δύο ημέρας μετά την παρουσίασιν του διατάγματος τούτου ο Λέων Ι’ μετετόπισε την πολιτικήν του υποστήριξιν από τον Φραγκίσκον Α’ εις τον Κάρολον Ε’. Η δίαιτα συνεφώνησε με το διάταγμα και την 26ην Μαΐου ο Κάρολος το εδημοσίευσεν επισήμως. Ο Αλεάντερ εδόξασε τον Θεόν και διέταξε να καούν τα βιβλία του Λουθήρου οπουδήποτε και αν ευρίσκοντο.

VI. ΟΙ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΑΙ
Η διαμονή εις το Βάρτμπουργκ ήτο μια θλιβερά τιμωρία. Ο αρχαίος πύργος, κτισμένος εις την κορυφήν ενός βουνού εις απόστασιν ενός μιλίου από το Αιζεναχ, ήτο κρυμμένος από τον κόσμον όπως και από τον αυτοκράτορα. Επί δέκα σχεδόν μήνας (4 Μαΐου 1521 έως 29 Φεβρουαρίου 1522), ο Λούθηρος διέμεινεν εκεί εις ένα μελαγχολικόν δωμάτιον, εφωδιασμένον με μιαν κλίνην, μιαν τράπεζαν, μιαν θερμάστραν και ένα τεμάχιον ξύλου ως κάθισμα. Μερικοί στρατιώται εφρούρουν το φρούριον, ενας υπηρέτης εφρόντιζε δια την οικίαν και δύο παιδιά υπηρέτουν τον Λούθηρον ως ακόλουθοι. Δια την ευκολίαν του και ίσως χάριν τοπικής προσαρμογής, έβγαλε το ράσον του, περιεβλήθη ιπποτικήν ενδυμασίαν και άφησε γενειάδα. Ήτο τώρα ο Γιούνκερ Γεώργιος. Εξήρχετο εις κυνήγιον αλλά δεν ηυχαριστείτο να φονεύη κονίκλους, όταν τόσοι αντίχριστοι παρέμενον αφόνευτοι. Η οκνηρία και η αυπνία και το πολύ φαγητόν και η μπύρα τον κατέστησαν αρρωστον και παχύν. Ήτο ανήσυχος και εβλασφήμει ως Γιούνκερ «θα επροτίμων να καώ επί αναμμένων ανθράκων», έγραφε, «παρά να σαπίζω εδώ… Θέλω να ευρίσκωμαι εν τω μέσω της πάλης».83 Αλλά ο υπουργός του Φρειδερίκου του συνέστησε να παραμείνη κρυμμένος επί εν έτος μέχρις ότου ψυχρανθή η ζέσις του Καρόλου. Ο Κάρολος, εν τούτοις, δεν κατέβαλε καμμίαν προσπάθειαν να τον εύρη ή να τον συλλάβη.
Κατά την πνευματικήν μόνωσιν του Λουθήρου αι αμφιβολίαι και αι παραισθήσεις τον ετυράννουν. Ήτο δυνατόν, ηπόρει, αυτός να είχε δίκαιον και τόσοι σοφοί να είχον άδικον; Ήτο φρόνιμον να συντρίψη το κύρος της παραδεδεγμένης πίστεως; Μήπως η αρχή της ιδιωτικής κρίσεως προιωνίζετο την άνοδον της επαναστάσεως και τον θάνατον του νόμου; Εάν πιστεύσωμεν την ιστορίαν την οποίαν αφηγείται εις τα ανέκδοτά του, εταράσσετο εις τον πύργον από παραδόξους κρότους, τους οποίους ηδύνατο να εξηγήση μόνον ως δραστηριότητα των δαιμόνων. Διετείνετο ότι είχεν ιδεί τον σατανάν εις πολλάς περιπτώσεις• μιαν φοράν, ο διάβολος έρριπτεν εναντίον του καρύδια.84 Μιαν φοράν, λέγει ένας γνωστός θρύλος, ο Λούθηρος του επέταξε ένα μελανοδοχεϊον αλλά δεν τον επέτυχε.85 Παρηγορείτο γράφων ζωντανάς επιστολάς εις τους φίλους και τους εχθρούς του, συνθέτων θεολογικάς πραγματείας και μεταφράζων την Καινήν Διαθήκην εις την γερμανικήν. Μιαν φορά έκαμεν ένα εσπευσμένον ταξείδιον εις την Βιττενβέργην δια να συγκρατήση μιαν επανάσιασιν.
Η προκλητικότης του εις την Βόρμς και η επιβίωσίς του, είχον δώσει εις τους οπαδούς του μιαν μεθυστικήν έξαψιν. Εις την Ερφούρτην σπουδασταί, τεχνίται και χωρικοί προσέβαλον και κατεδάφισαν σαράντα πρεσβυτέρια, κατέστρεψαν βιβλιοθήκας και λογιστικά βιβλία και εφόνευσαν ένα ουμανιστήν (Ιούνιος 1521). Κατά το φθινόπωρον του ταραχώδους αυτού έτους, οι Αυγουστινιανοί μοναχοί της Ερφούρτης εγκατέλειψαν το μοναστήριόν των, εκήρυξαν την λουθηρανήν πίστιν και κατήγγειλαν την Εκκλησίαν ως «μητέρα του δογματισμού, της αλαζονείας, της φιλαργυρίας, της πολυτελείας, της απιστίας και της υποκρισίας».86 Εις την Βιττενβέργην, καθ’ ον χρόνον ο Μελάγχθων συνέθετε το έργον του «Loci communes rerum theologicarum» (1521) –την πρώτην συστηματικήν έκθεσιν της προτεσταντικής θεολογίας– ο συνάδελφος του καθηγητής Κάρλστατ, τώρα αρχιδιάκονος της εκκλησίας του Πύργου, απήτησεν όπως η λειτουργία γίνεται (εάν θα εγίνετο) εις την τοπικήν γλώσσαν, όπως η ευχαριστία δίδεται εις άρτον και οίνον χωρίς προηγουμένην εξομολόγησιν και νηστείαν, όπως αι θρησκευτικαί εικόνες αφαιρεθούν από τας εκκλησίας και όπως ο κλήρος -μοναχοί και κοσμικοί ιερείς- νυμφεύωνται και αποκτούν τέκνα. Ο Κάρλστατ έδωσε το παράδειγμα νυμφευθείς εις ηλικίαν 40 ετών μιαν δεκαπενταέτιδα κόρην (19 Ιανουαρίου 1522).
Ο Λούθηρος επεκρότησεν αυτόν τον γάμον αλλά, «προς Θεού!» έγραφε «θα δώσουν οι Βιττενβέργιοί μας συζύγους εις μοναχούς;»87 Εν τούτοις εύρε κάτι το ελκυστικόν εις την ιδέαν διότι απέστειλεν εις τον Σπαλατίν (21 Νοεμβρίου 1521) μιαν πραγματείαν «Περί μοναστικών όρκων», υποστηρίζων την κατάργησίν των. Ο Σπαλατίν ανέβαλε την δημοσίευσίν της διότι ήτο απροκαλύπτως ειλικρινής. Παρεδέχετο το σεξουαλικόν ένστικτον ως φυσικόν και ακαταμάχητον και διεκήρυξεν ότι οι μοναστικοί όρκοι ήσαν παγίδες του σατανά, πολλαπλασιάζουσαι τας αμαρτίας. Παρήλθον τέσσαρα έτη μέχρις ότου νυμφευθή και ο ίδιος ο Λούθηρος• η καθυστερημένη εκ μέρους του εκτίμησις της γυναικός δεν έπαιξε προφανώς κανένα ρόλον εις την εγκαινίασιν της Μεταρρυθμίσεως.
Η επανάστασις επροχώρησε. Την 22αν Σεπτεμβρίου 1521, ο Μελάγχθων έδωσε την αγίαν κοινωνίαν εις άρτον και οίνον• εδώ οι Ουτρακβίται της Βοημίας εκέρδισαν μιαν αργοπορημένην νίκην. Την 23ην Οκτωβρίου έπαυσε να ψάλλεται η λειτουργία εις το μοναστήριον του Λουθήρου. Την 12ην Νοεμβρίου, δέκα τρεις μοναχοί απεχώρησαν από το μοναστήριον και εξώρμησαν εις αναζήτησιν συζύγων. Εντός ολίγου μια παρομοία έφοδος θα εξεκένωνε τα μοναστήρια της Γερμανίας. Την 3ην Δεκεμβρίου μερικοί σπουδασταί και κάτοικοι της πόλεως, ωπλισμένοι με μαχαίρας, εισήλθον εις την ενοριακήν εκκλησίαν της Βιττενβέργης, εξεδίωξαν τους ιερείς από τα θυσιαστήρια και ελιθοβόλησαν μερικούς πιστούς οι οποίοι προσηύχοντο προ του αγάλματος της Παρθένου. Την 4ην Δεκεμβρίου, 40 φοιτηταί κατεδάφισαν τα θυσιαστήρια του φραγκισκανικού μοναστηρίου της Βιττενβέργης. Την ιδίαν ημέραν, ο Λούθηρος, εξακολουθών να είναι μετημφιεσμένος εις Γιούνκερ, επεσκέφθη κρυφίως την πόλιν, ενέκρινε τους γάμους των μοναχών αλλά συνέστησεν εις τον κλήρον και τους λαϊκούς να αποφεύγουν την βίαν.
«Ο εξαναγκασμός», είπε, «δεν αποκλείεται αλλά πρέπει να ασκήται από τας αρμοδίας αρχάς».88
Την επομένην επανήλθεν εις Βάρτμπουργκ. Ολίγον χρόνον μετά τα ανωτέρω, απέστειλεν εις τον Σπαλατίν προς δημοσίευσιν μιαν «Σοβαράν έκκλησιν προς όλους τους, χριστιανούς, αποτρέπων αυτούς από πάσαν στάσιν και ανταρσίαν». Εφοβείτο ότι εάν η θρησκευτική επανάστασις επροχώρει πολύ ταχέως ή καθίστατο κοινωνική επανάστασις, θα απεξενούτο από την αριστοκρατίαν και θα κατεστρέφετο. Αλλά αι πρώται της σελίδες επεκρίθησαν ως μια παρακίνησις προς την βίαν:

Φαίνεται πιθανόν ότι υφίσταται κίνδυνος εξεγέρσεως και ότι ιερείς, μοναχοί και ολόκληρον το πνευματικόν συγκρότημα είναι δυνατόν να θανατωθή ή να εκδιωχθή εις εξορίαν, εκτός εάν αναμορφωθούν πλήρως και σοβαρώς. Διότι ο κοινός άνθρωπος μνησικακεί δια τας ζημίας τας οποίας υπέστη εις την περιουσίαν του, εις το σώμα του και εις την ψυχήν του και έχει υποστή πρόκλησιν. Η υπομονή του εδοκιμάσθη πάρα πολύ και τον επεβάρυναν ασυνειδήτως πέραν παντός μέτρου. Ούτε δύναται ούτε θέλει να ανεχθή πλέον αυτήν την κατάστασιν και θα είχε πράγματι σοβαρούς λόγους να στραφή γύρω του με μάστιγας και με ρόπαλα, όπως απειλούν να κάμουν οι χωρικοί. Τώρα, δεν είμαι καθόλου δυσηρεστημένος όταν ακούω ότι ο κλήρος έχει περιέλθει εις τοιαύτην κατάστασιν φόβου και αγωνίας. Ίσως συνέλθουν και μετριάσουν την παράφρονα τυραννίαν των… Θα προχωρήσω ακόμη περισσότερον. Εάν είχον δέκα σώματα και θα ηδυνάμην να επιτύχω τόσην χάριν από τον Θεόν ώστε να τους τιμωρήση (τους κληρικούς) με ήπια μέσα (Fuchsschwanz – την φουντωτήν ουράν της αλώπεκος) δια θάνατον ή εξέγερσιν, θα έδιδον ευχαρίστως τα δέκα σώματά μου να θανατωθούν χάριν των πτωχών χωρικών.89

Παρ’ όλα ταύτα, εξηκολούθησε, δεν συνίσταται εις τα άτομα να χρησιμοποιούν βίαν• η εκδίκησις ανήκει εις τον Θεόν.

Η εξέγερσις είναι παραλογισμός και κατά γενικόν κανόνα ζημιώνει περισσότερον τον αθώον παρά τον ένοχον• ως εκ τούτου καμμία εξέγερσις δεν είναι δικαία, οσονδήποτε καλή και αν είναι η υπόθεσις προς το συμφέρον της οποίας γίνεται. Το κακόν το όποιον προκύπτει από αυτήν υπερβαίνει πάντοτε το ποσόν της αναμορφώσεως η οποία επιτυγχάνεται… Όταν ο Herr Omnes (το ανώνυμον πλήθος) εξαπολύεται, δεν δύναται να διακρίνη τον κακόν από τον αγαθόν κτυπά εις τα τυφλά και τότε η φρικτή αδικία είναι αναπόφευκτος… Η συμπάθειά μου είναι και θα είναι πάντοτε προς εκείνους, εναντίον των οποίων γίνεται η εξέγερσις.90

Η επανάστασις, κατά το μάλλον ή ήττον ειρηνική, εξηκολούθησε. Την ημέραν των Χριστουγέννων του έτους 1521, ο Κάρλστατ ελειτούργησε γερμανιστί με πολιτικήν ενδυμασίαν και εκάλεσεν όλους να μεταλάβουν, λαμβάνοντες τον άρτον εις την χείρα και πίνοντες τον οίνον από το δισκοπότηρον. Κατά τον ίδιον περίπου χρόνον, ο Γαβριήλ Τσβίλλιγκ, ένας από τους ηγέτας της αυγουστινιανής ενορίας, εκάλεσε τους ακροατάς του να καύσουν τας αγίας εικόνας και να κατεδαφίσουν τα θυσιαστήρια, οπουδήποτε θα τα εύρισκον. Την 27ην Δεκεμβρίου ερρίφθη έλαιον εις την πυράν από «προφήτας» ελθόντας από το Τσβικάοα. Η πόλις αυτή ήτο μία από τας πλέον βιομηχανικάς της Γερμανίας και είχε σημαντικόν πληθυσμόν από υφαντάς υπό δημοτικήν κυβέρνησιν αποτελουμένην από εμπόρους εργοδότας. Μια σοσιαλιστική κίνησις μεταξύ των εργατών ενεθαρρύνετο από τας απηχήσεις και τας αναμνήσεις του καταπνιγέντος Θαβωριτικού πειράματος, το οποίον είχεν αναταράξει την γειτονικήν Βοημίαν.
Ο Θωμάς Μύντσερ, πάστωρ της Αγίας Αικατερίνης, εκκλησίας των υφαντών, έγινεν ο ερμηνευτής των επιδιώξεών των και συγχρόνως ένας ενθουσιώδης υποστηρικτής της Μεταρρυθμίσεως. Αντιληφθεις ότι η εξύψωσις της Βίβλου υπό του Λουθήρου ως του μοναδικού κανόνος πίστεως, εδημιούργει το ερώτημα ποίος θα ηρμήνευε το κείμενου, ο Μύντσερ και δύο σύντροφοι του –ο Νικόλαος Στόρχ ο υφαντής και ο Μάρκος Στύμπνερ, ο λόγιος– ανήγγειλαν ότι ήσαν ιδιαιτέρως ενδεδειγμένοι ως ερμηνευταί, διότι ησθάνοντο ότι ενεπνέοντο κατ’ ευθείαν από το Άγιον Πνεύμα. Διεκήρυττον ότι το άγιον αυτό πνεύμα τους ενέπνευσε να αναβάλλουν το βάπτισμα μέχρι της ωριμότητος• διότι το μυστήριον θα ήτο αποτελεσματικόν μόνον δια της πίστεως, η οποία δεν ήτο δυνατόν να αναμένεται από τα βρέφη. Προέλεγον ότι ο κόσμος επρόκειτο πολύ συντόμως να υποστή καταστροφήν κατά την οποίαν όλοι οι ασεβείς άνθρωποι -συμπεριλαμβανομένων ιδιαιτέρως όλων των ορθοδόξων ιερέων– θα εχάνοντο. Κατόπιν η δικαία βασιλεία του Θεού θα ήρχιζεν επί της γης.91 Το 1521 είχε κατασταλή μια εξέγερσις των υφαντών και οι τρεις «Απόστολοι του Τσβικάου» εξωρίσθησαν. Ο Μύντσερ μετέβη εις την Πράγαν, εξεδιώχθη από εκεί και έλαβε μιαν ενορίαν εις το Αλλστετ της Σαξονίας. Ο Στόρχ και ο Στύμπνερ μετέβησαν εις την Βιττενβέργην και κατά την απουσίαν του Λουθήρου, έκαμαν καλήν εντύπωσιν εις τον Μελάγχθονα και τον Κάρλστατ.
Την 6ην Ιανουαρίου 1522, η Αυγουστινιανή κοινότης της Βιττενβέργης διελύθη τελείως. Την 22αν Ιανουαρίου οι οπαδοί του Κάρλστατ υπήρξαν αρκετά ισχυροί εις το δημοτικόν συμβούλιον δια να επιτύχουν την ψήφισιν ενός διατάγματος καθορίζοντος όπως αφαιρεθούν όλαι αι εικόνες από τας εκκλησίας της Βιττενβέργης και απαγορεύοντος την τέλεσιν της θείας λειτουργίας ειμή μόνον κατά τον απλοποιημένον τύπον του Κάρλστατ. Ο Κάρλστατ συμπεριέλαβε και τον σταυρόν μεχαξύ των απηγορευμένων εικόνων και, όπως οι πρώτοι χριστιανοί, απέκλεισε την μουσικήν από τας θρησκευτικός τελετάς. «Οι ηδυπαθείς τόνοι του οργάνου», έλεγεν, «αφυπνίζουν σκέψεις εκ του κόσμου. Όταν θα έπρεπε να σκεπτώμεθα τα πάθη του Χριστού, μας φέρουν εις την μνήμην τον Πύραμον και την Θίσβην… Αφήσατε τα όργανα, τας σάλπιγγας και τους αυλούς εις το θέατρον».92
Όταν οι πράκτορες του συμβουλίου απεδείχθησαν αναβλητικοί εις την αφαίρεσιν των εικόνων, ο Κάρλστατ ωδήγησε τους οπαδούς του εντός των εκκλησιών• αι εικόνες και οι εσταυρωμένοι απεσπάσθησαν από τους τοίχους και οι ανθιστάμενοι ιερείς ελιθοβολήθησαν.93 Αποδεχόμενος την άποψιν των προφητών του Τσβικάου – ότι ο Θεός ομιλεί απ’ ευθείας προς τους ανθρώπους όπως και δια των γραφών και ομιλεί μάλλον προς τους απλούς κατά το πνεύμα και την καρδίαν παρά προς τους σοφούς εις γλώσσας και βιβλία –ο Κάρλστατ, αν και ο ίδιος ήτο λόγιος, διεκήρυξεν ότι τα σχολεία και αι σπουδαί ήσαν εμπόδια δια την ευσέβειαν και ότι οι πραγματικοί χριστιανοί έπρεπε να αποφεύγουν τα γράμματα και την μάθησιν και να γίνωνται αγράμματοι χωρικοί ή τεχνίται. Ένας από τους οπαδούς του, ο Γεώργιος Μώρ, διέλυσε το σχολείον εις το οποίον εδίδασκε και παρεκίνησε τους γονείς να κρατήσουν τα τέκνα των μακράν απο τα γράμματα. Πολλοί σπουδασταί εγκατέλειψαν το Πανεπιστήμιον και μετέβησαν εις τας πατρίδας των να μάθουν μιαν τέχνην, λέγοντες ότι δεν υπήρχε πλέον ανάγκη δια σπουδήν.
Πληροφορηθείς όλα αυτά, ο Λούθηρος εφοβήθη ότι οι συντηρητικοί επικριταί του θα ευρίσκοντο εντός ολίγου δικαιολογημένοι εις τας συχνάς προβλέψεις των, ότι η εκ μέρους του απόρριψις της εκκλησιαστικής εξουσίας θα παρέλυεν όλους τους δεσμούς της κοινωνικής πειθαρχίας. Αδιαφορών δια την απαγόρευσιν του αυτοκράτορας και αφήνων προσωρινώς κατά μέρος πάσαν προστασίαν εκ μέρους του εκλέκτορος εάν ο Κάρολος επεχείρει να τον συλλάβη, ο Λούθηρος εγκατέλειψε τον πύργον του, εφόρεσεν εκ νέου το μοναχικόν του ράσον και επανέλαβε την κουράν και έσπευσεν εις την Βιττενβέργην. Την 9ην Μαρτίου 1522 ήρχισε μιαν σειράν από οκτώ κηρύγματα με τα οποία ανεκάλει αυστηρώς εις την τάξιν το Πανεπιστήμιον, τας εκκλησίας και τους πολίτας. Τώρα απέρριψεν όλας τας εκκλήσεις του δια βιαίας ενεργείας• δεν είχεν αυτός ελευθερώσει εκατομμύρια ανθρώπων από την εκκλησιαστικήν καταπίεσιν χωρίς να υψώση τίποτε άλλο από τον κάλαμόν του;
     «Ακολουθήσατε εμέ», είπεν. «Εγώ υπήρξα ο πρώτος εις τον οποίον ο Θεος ενεπιστεύθη το ζήτημα. Εγώ υπήρξα εκείνος, εις τον οποίον τα πρώτον (απεκάλυψε πως έπρεπε να κηρύσσεται ο λόγος Του προς σας. Δια τούτο εκάματε κακώς να αρχίσετε τοιαύτας ενεργείας χωρίς… πρώτον να με συμβουλευθήτε…94 Δώσατε μου καιρόν… Μη νομίζετε, ότι αι καταχρήσεις περιορίζονται με την καταστροφήν του αντικειμένου, εις βάρος του οποίου γίνεται η κατάχρησις. Οι άνδρες πιθανόν να μεταχειρίζωνται κακώς τον οίνον ή τας γυναίκας. Θα πρέπει λοιπόν να καταργήσωμεν τας γυναίκας και να απαγορεύσωμεν τον οίνον; Ο ήλιος, η σελήνη και οι αστέρες ελατρεύθησαν ως θεοί. Θα πρέπει λοιπόν να τα καταβιβάσωμεν από τον ουρανόν;95      Εκείνοι οι οποίον θα ήθελον να διατηρήσουν τας εικόνας, τα αγάλματα, τους σταυρούς, την μουσικήν η την, λειτουργίαν, δεν θα πρέπει να εμποδισθούν. Ο ίδιος παρεδέχετο τας αγίας εικόνας.96 Εκανόνισεν όπως εις μιαν εκκλησίαν της Βιττενβέργης η λειτουργία τελήται κατά το πατροπαράδοτον τυπικόν. Εις μιαν άλλην, η Θεία Κοινωνία προσεφέρετο εις άρτον μόνον εις το κεντρικόν θυσιαστήριον και εις άρτον και οίνον εις ένα άλλο ευρισκόμενον παραπλεύρως. Ο τύπος, έλεγεν ο Λούθηρος, δεν έχει σημασίαν• σημασίαν έχει το πνεύμα, υπο το οποίον λαμβάνεται η Ευχαριστία.
Ήτο η καλυτέρα και χριστιανικωτέρα εμφάνισίς του εις αυτά τα οκτώ κηρύγματα εις οκτώ ημέρας. Διεκινδύνευσε το παν δια να δυνηθή να επαναφέρη την Βιττενβέργην εις την μετριοπάθειαν και επέτυχεν. Οι προφήται του Τσβικάου επεχείρησαν να τον προσηλυτίσουν εις τας απόψεις των και προσεφέρθησαν, εις απόδειξιν της θείας των εμπνεύσεως, να μαντεύσουν τας σκέψεις του. Εδέχθη την πρόκλησιν• αυτοί απήντησαν ότι ησθάνετο μαν μυστικήν συμπάθειαν προς τας ιδέας των• αυτός απέδωσε την διορατικότηρά των εις τον διάβολον και τους διέταξε να φύγουν από την Βιττενβέργην.
Ο Κάρλστατ, απολυθείς από τας θέσεις του από το ανασυγκροτηθέν δημοτικόν συμβούλιον, έλαβε μιαν θέσιν πάστορος εις Ολαμύντε από του άμβωνος της οποίας κατήγγειλε τον Λούθηρον ως «ένα λαίμαργον εκκλησιαστικόν… τον νέον πάπαν της Βιττενβέργης».97Προηγούμενος των Κουακέρων, ο Κάρλστατ εγκατέλειψε το ένδυμα του κληρικού, εφόρεσεν ένα απλούν φαιόν επανωφόριον, παρητήθη των τίτλων, εζήτει να τον προσφωνούν «Αδελφέ Ανδρέα», ηρνείτο πληρωμήν δια την ιερατικήν του υπηρεσίαν και εκέρδιζε τα προς το ζήν με το άροτρον. Επίσης απηρνήθη την χρήσιν των φαρμάκων, επροτίμα την προσευχήν αντί των θεραπευτικών μέσων, υπεστήριζε την πολυγαμίαν ως βιβλικήν και παρεδέχθη μιαν εντελώς συμβολικήν έννοιαν της Ευχαριστίας. Κατ’ έντολήν του εκλέκτορος, ο Λούθηρος μετέβη εις Όρλαμύντε δια να κηρύξη εναντίον του αλλά εξεδιώχθη από την πόλιν ενώ ερρίπτοντο εναντίον του λίθοι και λάσπη.98 Όταν εξησθένησε η ανταρσία των χωρικών, ο Κάρλστατ, φοβούμενος μήπως συλληφθή ως υποκινητής, εζήτησε καταφύγιον πλησίον του Λουθήρου, ο όποιος του το προσέφερεν. Αφού περιεπλανήθη αρκετά, ο κουρασμένος ριζοσπάστης κατέληξεν ως εις λιμένα, καθηγητής εις την Βασιλείαν και εκεί εύρεν ένα ειρηνικόν θάνατον ως διδάσκαλος το 1541.

VII. ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Ο Λούθηρος επανέλαβε τον άνισον δρόμον της ζωής του ως ιερεύς εις την ενορίαν του και ως καθηγητής εις το Πανεπιστήμιον. Ο εκλέκτωρ του επλήρωνε 200 γκίλντερ (5.000 δολλάρια 😉 ετησίως, εις τα οποία έκαστος σπουδαστής προσέθετεν ένα μικρόν ποσόν ως δίδακτρα διότι παρηκολούθει τα μαθήματά του. Ο Λούθηρος και ένας άλλος μοναχός, και οι δύο τώρα με ενδυμασίαν λαϊκού, έζων εις το μοναστήριον των Αυγουστινιανών με ένα σπουδαστήν υπηρέτην.
 «Η κλίνη μου δεν εστρώθη επί εν ολόκληρον έτος και εμύριζεν από τον ιδρώτα. Αλλ’ εργαζόμουν όλην την ημέραν και ήμουν τόσον κουρασμένος την νύκτα ώστε έπιπτον εις την κλίνην χωρίς να αισθάνωμαι ότι δεν ήτο εν τάξει».99
Η έντονος εργασία καθίστα την όρεξίν του συγχωρητέαν. «Τρώγω ως Βοημός και πίνω ως Γερμανός, δόξα τω Θεώ, Αμήν».100 Εκήρυττε συχνά αλλά με φιλάνθρωπον βραχύτητα και εις απλήν, ρωμαλέαν γλώσσαν, η οποια εκράτει τους ακροατάς του εις προσοχήν. Η μόνη του ψυχαγωγία ήτο το σκάκι και ο πλαγίαυλος. Αλλά φαίνεται ότι απελάμβανε περισσότερον τας ώρας κατά τας οποίας επετίθετο κατά των «παπιστών». Ήτο ο ισχυρότερος και πλέον αυθόρμητος συζητητής εις την ιστορίαν. Όλα σχεδόν τα συγγράμματά του ήσαν πολεμικά, διηνθισμένα με χιούμορ και εριστικότητα. Άφηνε τους αντιπάλους του να επιτηδεύωνται ανώτερα λατινικά δια να αναγνωσθούν από ολίγους λογίους• και αυτός επίσης έγραφε λατινιστί όταν ήθελε να απευθυνθή εις ολόκληρον την χριστιανοσύνην αλλά αι πλείσται των διατριβών του ήσαν συντεταγμέναι εις την γερμανικήν ή μετεφράζοντο αμέσως εις την γερμανικήν, διότι η επανάστασίς του ήτο εθνικιστική. Κανείς άλλος Γερμανός συγγραφεύς δεν τον έφθασεν εις σαφήνειαν ή δύναμιν του ύφους, εις οξύτητα και κομψότητα φράσεως, εις επιτυχείς – κάποτε ιλαράς – παρομοιώσεις, εις ένα λεξιλόγιον το οποίον είχε τας ρίζας του εις την ομιλίαν του λαού και ήτο σύμφωνον προς το εθνικόν πνεύμα.
Η τυπογραφία με τους σκοπούς της συνέπεσεν ως ένας νεωτερισμός εκ της Θείας Προνοίας, τον οποίον εχρησιμοποίησε με ανεξάντλητον επιδεξιότητα. Υπήρξεν ο πρώτος ο οποίος την έκαμεν όργανον της προπαγάνδας και του πολέμου. Δεν υπήρχον ακόμη εφημερίδες ούτε περιοδικά. Αι μάχαι διεξήγοντο με βιβλία, φυλλάδια, ιδιωτικάς επιστολάς προοριζομένας δια δημοσίευσιν. Υπό την παρόρμησιν της επαναστάσεως του Λουθήρου ο αριθμός των βιβλίων τα οποία εξετυπώθησαν εις την Γερμανίαν ανήλθεν από 180 κατά το 1518 εις 990 κατά το 1524. Τα τέσσαρα πέμπτα εξ’ αυτών ηυνόουν την Μεταρρύθμισιν. Βιβλία, υποστηρίζοντα την ορθοδοξίαν επωλούντο μετά δυσκολίας ενώ τα βιβλία του Λουθήρου ήσαν τα περισσότερον αγοραζόμενα καθ’ όλην την εποχήν αυτήν. Επωλούντο όχι μόνον εις τα βιβλιοπωλεία αλλά και από μεταπράτας και περιοδεύοντας φοιτητάς• 1400 αντίτυπα ηγοράσθησαν εις μιαν πανήγυριν της Φραγκφούρτης. Ακόμη και εις τους Παρισίους το 1520, υπερέβησαν εις πωλήσεις οιονδήποτε άλλο βιβλίον. Ήδη από του 1519 εξήγοντο εις την Γαλλίαν, την Ιταλίαν, την Ισπανίαν, τας Κάτω Χώρας, την Αγγλίαν. «Τα βιβλία του Λουθήρου ευρίσκονται παντού και εις πάσαν γλώσσαν», έγραφεν ο Έρασμος το 1521, «κανείς δεν θα ηδύνατο να πιστεύση εις ποίαν έκτασιν έχει συγκινήσει τους ανθρώπους».101 Η φιλολογική γονιμότης των Μεταρρυθμιστών μετέθεσε την υπεροχήν των δημοσιεύσεων από την νότιον εις την βόρειον Ευρώπην όπου και παρέμεινεν από τότε. Η τυπογραφία συνέβαλεν εις την Μεταρρύθμισιν• ο Γουτεμβέργιος κατέστησε δυνατόν το έργον του Λουθήρου.
Το μεγαλύτερον κατόρθωμα του Λουθήρου ως συγγραφέως υπήρξεν η μετάφρασις της Βίβλου εις την Γερμανικήν. Είχον ήδη γίνει δέκα οκτώ τοιαύται μεταφράσεις αλλά εβασίζοντο επί της Vulgata του Ιερωνύμου, ήσαν πλήρεις λαθών και αδεξίως διατυπωμένοι. Αι δυσκολίαι της μεταφράσεως εκ του πρωτοτύπου ήσαν καταπληκτικοί. Δεν υφίσταντο μέχρι τούδε λεξικά από τα εβραϊκά ή τα ελληνικά εις τα γερμανικά• έκαστη σελίς κειμένου εδημιούργει πλήθος ερμηνευτικών προβλημάτων η δέ γερμανική γλώσσα ήτο ακόμη πρωτόγονος και αδιαμόρφωτος. Δια την Καινήν Διαθήκην, ο Λούθηρος εχρησιμοποίησε το ελληνικόν κείμενον το οποίον είχεν εκδόσει ο Έρασμος το 1516 με μιαν λατινικήν έκδοσιν. Το μέρος τούτο του έργου επερατώθη το 1521 και εδημοσιεύθη το 1522. Μετά παρέλευσιν δώδεκα επί πλέον ετών προσπαθείας, εν μέσω συνεχών θεολογικών ερίδων, βοηθούμενος όμως υπό του Μελάγχθονος και πολλών Εβραίων λογίων, ο Λούθηρος εδημοσίευσε την Παλαιάν Διαθήκην γερμανιστί. Παρά τας φιλολογικός των ατελείας, αι μεταφράσεις αυταί υπήρξαν γεγονότα, τα οποία άφησαν εποχήν. Εγκαινίασαν την γερμανικήν φιλολογίαν και επέβαλον την νέαν γερμανικήν της άνω Σαξονίας –Neuhochdeutsh– ως φιλολογικήν γλώσσαν της Γερμανίας. Εν τούτοις αι μεταφράσεις ήσαν εσκεμμένως μη φιλολογικαί, συντεταγμένοι εις την διάλεκτον του λαού. Με τον συνήθη ζωντανόν τρόπον του, ο Λούθηρος εξήγησε την μέθοδόν του:
«Δεν πρέπει, όπως κάμνουν οι ανόητοι, να συμβουλευώμεθα τα λατινικά γράμματα πώς θα έπρεπε να ομιλούμεν γερμανικά αλλά να ερωτώμεν τας μητέρας εις τας οικίας των, τα παιδία εις τους δρόμους, τους κοινούς ανθρώπους εις την αγοράν… πρέπει να οδηγούμεθα από αυτούς όταν μεταφράζωμεν• τότε θα μας εννοήσουν και θα αντιληφθούν ότι τους ομιλούμεν γερμανιστί».102
Δια τον λόγον τούτον η μετάφρασίς του είχε το ίδιον αποτέλεσμα και γόητρον εις την Γερμανίαν όπως η έκδοσις του βασιλέως Ιακώβου εις την Αγγλίαν ένα αιώνα αργότερα: είχεν απέραντον και ευεργετικήν επίδρασιν επί της εθνικής γλώσσης και εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερον πεζογραφικόν έργον εις την εθνικήν φιλολογίαν. Εις την Βιττενβέργην και κατά την διάρκειαν της ζωής του Λουθήρου ετυπώθησαν 100.000 αντίτυπα της Καινής Διαθήκης του. Εις άλλα μέρη ενεφανίσθησαν περίπου δώδεκα μη εγκεκριμέναι εκδόσεις και παρά τα διατάγματα τα οποία απηγόρευον την κυκλοφορίαν της εις το Βραδεμβούργου, την Βαυαρίαν και την Αυστρίαν, έγινε και παρέμεινε το περισσότερον πωλούμενον βιβλίον εις την Γερμανίαν. Αι μεταφράσεις της Βίβλου συνετέλεσαν, υπό δύο μορφάς ως αποτέλεσμα και ως συντελεστικόν αίτιον, εις την αντικατάστασιν της λατινικής υπό των τοπικών γλωσσών και φιλολογιών, η οποία συνώδευε το εθνικιστικόν κίνημα και η οποία ανταπεκρίνετο εις την ήτταν της οικουμενικής Εκκλησίας εις χώρας, αι οποίαι δεν είχον λάβει και τροποιήσει την λατινικήν γλώσσαν.
Εργασθείς επί τόσον μακρόν χρόνον επί της Βίβλου και κληρονομήσας την μεσαιωνικήν άποψιν περί της θείας προελεύσεώς της, ο Λούθηρος την κατέστησε με αγάπην την εις όλα αυτάρκη πηγήν και κανόνα της θρησκευτικής του πίστεως. Αν και παρεδέχετο μερικάς παραδόσεις μη βασιζομένας επί των Γραφών –όπως το βάπτισμα των βρεφών και την αργίαν της Κυριακής- απέκρουε το δικαίωμα της Εκκλησίας να προσθέτη εις τον χριστιανισμόν στοιχεία μη στηριζόμενα εις την Βίβλον αλλά εις τα ιδικά της έθιμα και την ιδικήν της εξουσίαν, όπως το καθαρτήριον, τας συγχωρήσεις και την λατρείαν της Θεοτόκου και των αγίων.
Η αποκάλυψις του Βάλλα περί της «Δωρεάς του Κωνσταντίνου» (την υποτιθεμένην κληροδοσίαν της Δυτικής Ευρώπης εις τους πάπας) ως μιας χονδροειδούς ιστορικής απάτης, εκλόνισε την πίστιν χιλιάδων χριστιανών εις το αξιόπιστον των παραδόσεων της Εκκλησίας και το αναγκαστικόν κύρος των εκκλησιαστικών διαταγμάτων. Το 1537 ο ίδιος ο Λούθηρος μετέφρασε την πραγματείαν του Βάλλα εις την γερμανικήν. Η παράδοσις ήτο ανθρωπίνη και υπέκειτο εις λάθη αλλά η Βίβλος είχε γίνει παραδεκτή υφ’ ολοκλήρου σχεδόν της Ευρώπης ως ο αλάθητος λόγος του Θεού.
Η λογική επίσης, εφαίνετο ανίσχυρον όργανον όταν παρεβάλλετο προς την πίστιν εις μιαν θείαν αποκάλυψιν. «Ημείς οι δυστυχισμένοι άνθρωποι… επιζητούμεν αλαζονικώς να εννοήσωμεν το ακατανόητον μεγαλείον και το ακατανόητον φως των θαυμασίων του Θεού… Παρατηρούμεν με τυφλούς οφθαλμούς, ως τυφλοπόντικοι, την δόξαν του Θεού».103 Δεν δύνασθε, έλεγεν ο Λούθηρος, να δεχθήτε συγχρόνως την Βίβλον και την λογικήν. Η μία ή η άλλη πρέπει να υποχωρήση:

Όλα τα άρθρα της χριστιανικής πίστεώς μας, την οποίαν ο Θεός μας απεκάλυψεν δια του Λόγου του, είναι ενώπιον της λογικής απολύτως αδύνατα, ανόητα και ψευδή. Τι είναι πλέον παράλογον (σκέπτεται ο πονηρός εκείνος ανόητος) και πλέον αδύνατον από το ότι ο Χριστός μας έδωσε κατά τον Μυστικόν Δείπνον, το σώμα και το αίμα του δια να το φάγωμεν και να το πίωμεν;… η ότι οι νεκροί θα αναστηθούν και πάλιν κατά την ημέραν της κρίσεως; ή ότι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, θα συνελαμβάνετο εις την μήτραν της Μαρίας θα εγεννάτο υπ’ αυτής, θα εγίνετο ανήρ, θα έπασχε και θα απέθνησκεν ένα επαίσχυντον θάνατον επί του σταυρού;…104 Η λογική είναι ο μεγαλύτερος εχθρός εξ’ όσων έχει η πίστις105… Είναι η μεγαλυτέρα πόρνη του διαβόλου… μια πόρνη κατατρωγομένη από έλκη και λέπραν, η οποία πρέπει να καταπατάται υπό τους πόδας μας και να συντρίβεται, αυτή και η σοφία της… Ρίψατε της κόπρον κατά πρόσωπον… πνίξατε την εις το βάπτισμα.106

Ο Λούθηρος κατεδίκαζε τους σχολαστικούς φιλοσόφους διότι έκαμαν πολλάς παραχωρήσεις εις την λογικήν, διότι επεχείρουν να εξηγήσουν τα χριστιανικά δόγματα δια της λογικής, διότι επεζήτουν να εναρμονίσουν τον χριστιανισμόν με την φιλοσοφίαν εκείνου «του κατηραμένου αλαζόνος και αισχρού ειδωλολάτρου» του Αριστοτέλους.107
Εν τούτους ο Λούθηρος έκαμε δύο βήματα προς την κατεύθυνσιν της λογικής: έκαμε το κήρυγμα και όχι την ιεροτελεστίαν, κέντρον του θρησκευτικού τυπικού και κατά τους πρώτους καιρούς της ανταρσίας του διεκήρυξε το δικαίωμα παντός ατόμου να ερμηνεύη τας Γραφάς κατά την γνώμην του. Καθώρισε τον ιδικόν του κανόνα αυθεντικότητος των βιβλίων της Αγ. Γραφής: μέχρι ποίου σημείου συμφωνούν με την διδασκαλίαν του Χριστού;
«Παν ό,τι δεν κηρύττει τον Χριστόν δεν είναι αποστολικόν, έστω και εάν εγράφη από τον άγιον Πέτρον ή τον άγιον Παύλον … ο,τιδήποτε κηρύττει τον Χριστόν, θα είναι αποστολικόν, έστω και αν προέρχεται από τον Ιούδαν, τον Πιλάτον ή τον Ηρώδην»108
Απέρριψε την επιστολήν του Ιακώβου και την απεκάλεσεν «αχυρίνην επιστολήν» διότι δεν ηδύναντο να την συμβιβάση με την θεωρίαν του Παύλου περί δικαιώσεως δια της πίστεως. Ημφεσβήτει την προς Εβραίους επιστολήν διότι εφαίνετο ότι ηρνείτο την εγκυρότητα της μετανοίας μετά το βάπτισμα (υποστηρίζουσα τοιουτοτρόπως τον αναβαπτισμόν) και κατ’ αρχάς εχαρακτήρισε την Αποκάλυψιν ως εν ακατάλυπτον μίγμα υποσχέσεων και απειλών «ούτε αποστολικών ούτε προφητικών.»109 «Το τρίτον Βιβλίον του Έσδρα, το ρίπτω εις τον Έλβαν».110 Αν και στηριζόμενοι επί της λογικής, αι πλείσται εκ των κρίσεών του επί του κανόνος των Γραφών έγιναν παραδεκταί από μεταγενεστέρους βιβλικούς κριτικούς ως ευφυείς και ορθαί.
«Εκ των λόγων των προφητών», έλεγε «κανείς δεν διετυπώθη κανονικώς εγγράφως κατά την ιδίαν εποχήν. Οι μαθηταί και οι ακροαταί των τους συνέλεξαν κατόπιν… Αι Παροιμίαι του Σολομώντος δεν ήσαν έργον του Σο-λομώντος».
Αλλά οι ρωμαιοκαθολικοί αντίπαλοί του αντέλεγον, ότι ο έλεγχος του της αυθεντικότητος και της εμπνεύσεως ήτο υποκειμενικός και αυθαίρετος και προέλεγον, ότι κατά το παράδειγμά του και άλλοι κριτικοί θα απέρριπτον, κατά τας ιδικάς των απόψεις και διαθέσεις, άλλα βιβλικά κείμενα, έως ότου δεν θα απέμενε τίποτε από την Βίβλον ως βάσις της Θρησκευτικής πίστεως.
Με τας αναφερθεισας εξαιρέσεις, ο Λούθηρος υπερήσπισε την Βίβλον ως απολύτως και κατά γράμμα αληθή. Παρεδέχετο, ότι εάν η ιστορία του Ιωνά και του κήτους δεν περιείχετο εις την Βίβλον, θα την περιεγέλα ως μύθον. Το αυτό θα συνέβαινε με τας διηγήσεις περί Εδέμ και του όφεως, περί του Ιησού του Ναυή και του ηλίου. Αλλά, υπεστήριζεν, εφ’ όσον παραδεχόμεθα την Θείαν προέλευσιν της Βίβλου, πρέπει να δεχθώμεν και τας ιστορίας αυτάς μαζί με τας άλλας ως υπό πάσαν έννοιαν πραγματικός. Απέρριπτεν ως μίαν μορφήν αθεϊσμού τας αποπείρας του Εράσμου και άλλων να εναρμονίσουν τας Γραφάς και την λογικήν δι’ αλληγορικών ερμηνειών.111   Αποκτήσας ο ίδιος πνευματικήν ηρεμίαν όχι δια της φιλοσοφίας αλλά δια της πίστεως εις τον Χριστόν, όπως παρουσιάζεται εις τα Ευαγγέλια, προσεκολλήθη εις την Βίβλον ως το τελευταίον καταφύγιον της ψυχής. Εναντίον των ουμανιστών και του θαυμασμού των προς τους ειδωλολάτρας κλασσικούς, προσέφερε την Βίβλον όχι ως απλούν προϊόν της ανθρωπίνης διανοίας, αλλά ως θείον δώρον και παρηγορίαν.   «Μας διδάσκει να βλέπωμεν, να αισθανώμεθα, να αντιλαμβανώμεθα και να κατανοώμεν την πίστιν, την ελπίδα και την φιλανθρωπίαν κατά πολύ διάφορον τρόπον από ό,τι δύναται να κάμη η απλή λογική του ανθρώπου. Και όταν το κακόν μας καταπιέζη, μας διδάσκει πώς αι αρεταί αυταί ρίπτουν φώς εις το σκότος και πώς, μετά την ταλαίπωρον και αθλίαν αύτην παρξίν μας επί της γης, υπάρχει μια άλλη και αιωνία ζωή».112
Ερωτηθείς επί ποίας βάσεως εστήριζε την θείαν έμπνευσιν της Βίβλου, απήντησεν, απλώς επί της ιδίας αυτής διδασκαλίας: κανείς άλλος παρά μόνον εμπνευσμένοι από τον Θεόν άνθρωποι θα ηδύναντο να διαμορφώσουν μιαν τόσον βαθείαν και παρήγορον πίστιν.

VIII. Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΥΘΗΡΟΥ
Αν και η θεολογία του εβασίζετο επί της εμπιστοσύνης εις το γράμμα των Γραφών, η ερμηνεία του ασυναισθήτως διετήρει παραδόσεις του τέλους του Μεσαίωνος. Ο εθνικισμός του τον έκαμε νεωτεριστήν, η θεολογία του ανήκεν εις τον Αιώνα της Πίστεως. Η ανταρσία του εστρέφετο πολύ περισσότερον κατά της ρωμαιοκαθολικής οργανώσεως και τυπικού παρά εναντίον του ρωμαιοκαθολικού δόγματος. Η πίστις του εις πολλά δόγματα διετηρήθη μέχρι τέλους. Ακόμη και εις την ανταρσίαν του ηκολούθησε μάλλον τον Ουίκλιφ και τον Χούς παρά κάποιο νέον σχέδιον: όπως και αι ιδικαί των εξεγέρσεις τοιουτοτρόπως και η του Λουθήρου συνίστατο εις την απόρριψιν του παπισμού, των συνόδων, της ιεραρχίας και παντός άλλου καθοδηγητού της πίστεως έκτος της Βίβλου. Όπως εκείνοι, απεκάλει τον πάπαν αντίχριστον και όπως εκείνοι, εύρε προστασίαν εις το κράτος. Η γραμμή από τον Ουίκλιφ προς τον Χούς και τον Λούθηρον είναι το κύριο νήμα της θρησκευτικής αναπτύξεως από του δεκάτου τετάρτου μέχρι του δεκάτου έκτου αιώνος.
Θεολογικώς η γραμμή εστηρίζετο επί των εννοιών του Αυγουστίνου περί προορισμού και θείας χάριτος, αι οποίαι πάλιν είχον τας ρίζας των εις τας επιστολάς του Παύλου, ο οποίος ουδέποτε είχε γνωρίσει προσωπικώς τον Χριστόν. Σχεδόν όλα τα ειδωλολατρικά στοιχεία εις τον χριστιανισμόν κατέπεσαν όταν ο προτεσταντισμός έλαβε μορφήν• η ιουδαϊκή συμβολή εθριάμβευσεν έναντι της ελληνικής• οι προφήται εκέρδισαν έναντι του Αριστοτέλους των κλασσικών και του Πλάτωνος των ουμανιστών. Ο Παύλος –ακολουθών μάλλον την γραμμήν των προφητών παρά των αποστόλων– εδέχθη τον Ιησούν ως ένα αντίποδα του Αδάμ• η Παλαιά Διαθήκη επεσκίασε την Καινήν. Ο Ιεχωβά εσκότισε την μορφήν του Ιησού.
Η αντίληψις του Λουθήρου περί Θεού ήτο ιουδαϊκή. Ηδύνατο να ομιλή με ευγλωττίαν περί του θείου ελέους και της θείας χάριτος, αλλά πολύ βασικωτέρα εντός αυτού ήτο η εικών του Θεού ως εκδικητού και κατά συνέπειαν του Χριστού ως του τελικού κριτού. Επίστευε, χωρίς να υφίσταται γραπτή μαρτυρία του, ότι ο Θεός είχε πνίξει το σύνολον σχεδόν της ανθρωπότητος εις τον κατακλυσμόν, είχε θέσει πυρ εις τα Σόδομα και είχε καταστρέψει χώρας, λαούς και αυτοκρατορίας με μιαν πνοήν της οργής του και με μιαν κίνησιν της χειρός του. Ο Λούθηρος υπελόγιζεν, ότι «ολίγοι σώζονται, ασυγκρίτως περισσότεροι κολάζονται».113
Η παρήγορος αντίληψις περί της Θεοτόκου ως μεσολαβητού, εξέπεσεν από την ιστορίαν και άφησε την τελικήν Κρίσιν εις όλην την γυμνήν τρομοκρατίαν της δια τους φύσει αμαρτωλούς ανθρώπους. Εν τω μεταξύ, ο Θεός είχε θέσει άγρια θηρία, ζωύφια και διεστραμμένας γυναίκας δια να τιμωρούν τους ανθρώπους δια τας αμαρτίας των. Μερικάς φοράς, ο Λούθηρος υπενθύμιζεν εις τον εαυτόν του, ότι δεν γνωρίζομεν τίποτε περί του Θεού παρά μόνον ότι υφίσταται ένα υπερκόσμιον πνεύμα.
Όταν ένας νεαρός ενοχλητικός θεολόγος τον ηρώτησεν εάν ο Θεός υπήρχε πριν δημιουργηθή ο κόσμος, απήντησε με τον απότομον τρόπον του : «Κατασκεύαζε την κόλασιν δια μερικά αλαζονικά, άστατα και περίεργα πνεύματα, όπως σύ».114
Εδέχθη τον παράδεισον και την κόλασιν ως υφιστάμενα και επίστευεν εις το επικείμενον τέλος του κόσμου.115 Περιέγραφεν ένα παράδεισον με πολλάς απολαύσεις, συμπεριλαμβανομένων και ευνοουμένων σκύλων «με χρυσούν τρίχωμα λάμπον όπως οι πολύτιμοι λίθοι», μια καλόκαρδος παραχώρησις προς τα τέκνα του, τα οποία είχον εκφράσει την θλίψιν των δια την καταδίκην των αγαπητών σκύλων των.116 Ωμίλει με την ιδίαν εμπιστοσύνην όπως ο Ακινάτος, περί των αγγέλων ως ασωμάτων και αγαθοποιών πνευμάτων. Κάποτε παρουσίαζε τον άνθρωπον ως ένα διαρκές μήλον της έριδος μεταξύ αγαθών και πονηρών αγγέλων, εις τας διαφερούσας διαθέσεις και προσπαθείας των οποίων έπρεπε να αποδίδωνται όλαι αι περιπτώσεις της μοίρας του, μια ζωροαστρική εισβολή εις την θεολογίαν του. Παρεδέχετο πλήρως την μεσαιωνικήν αντίληψιν περί διαβόλων περιτρεχόντων την γην, προκαλούντων πειρασμούς, αμαρτίας και δυστυχίας εις τον άνθρωπον και διευκολύνοντας τον δρόμον του ανθρώπου προς την κόλασιν.
«Πολλοί διάβολοι υπάρχουν εις τα δάση, εις τα ύδατα, εις την ερημίαν και εις σκοτεινά μέρη, έτοιμοι να βλάψουν… τους ανθρώπους• μερικοί ευρίσκονται επίσης εις τα πυκνά, μαύρα σύννεφα».117
Μερικά από τα ανωτέρω πιθανόν να ήσαν εν επιγνώσει παιδαγωγική επινόηση βοηθητικών υπερφυσικών φόβων αλλά ο Λούθηρος ωμίλει τόσον οικείως περί διαβόλων ώστε φαίνεται ότι επίστευεν όλα όσα έλεγε περί αυτών.
«Γνωρίζω τον σατανάν πολύ καλώς», έλεγε και εξέθετε λεπτομερώς τας συνομιλίας του μετ’ αυτού.118
Κάποτε εγοήτευε τον διάβολον παίζων τον πλαγίαυλον.119 Άλλοτε ετρόμαζε τον δυστυχή διάβολον απευθύνων προς αυτόν βαρείας ύβρεις.120 Εσυνήθισε να αποδίδη εις τον διάβολον τους ήχους τους οποίους επροκάλουν οι τοίχοι όταν συνεστέλλοντο από το ψύχος της νυκτός, ώστε όταν εξύπνα από τοιούτους ήχους και ηδύνατο με εμπιστοσύνην να συμπεράνη ότι προήρχοντο από τον σατανάν περιφερόμενον εκεί γύρω, ηδύνατο να συνεχίζη τον ύπνον του με ηρεμίαν,121 Απέδιδεν εις διαβολικήν συνεργίαν διάφορα δυσάρεστα φαινόμενα –χάλαζαν, κεραυνούς, πόλεμον, επιδημίας– και εις την θείαυ ενέργειαν όλα τα ευεργετικά γεγονότα.122 Δεν ηδύνατο να εννοήση αυτό το οποίον ονομάζομεν φυσικόν νόμον. Όλαι αι τευτονικαί λαϊκαί δοξασίαι περί του poltergeist, του θορυβοποιού πνεύματος, επιστεύοντο προφανώς ασυζητητί από τον Λούθηρον. Οι όφεις και οι πίθηκοι ήσαν αι ευνοούμεναι ενσαρκώσεις του διαβόλου.123 Η παλαιά δοξασία ότι οι διάβολοι ηδύναντο να κοιμώνται με γυναίκας και να γεννούν παιδία, του εφαίνετο παραδεκτή. Εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν συνέστησεν ότι το παιδίον το όποιον θα εγεννάτο έπρεπε να πνιγή.124Παρεδέχετο την μαγείαν και την μαγγανείαν ως πραγματικότητας και εθεώρει απλούν χριστιανικόν καθήκον την καύσιν των μαγισσών επι της πύρας.125 Πολλαί από αυτάς τας ιδέας επιστεύοντο από τους συγχρόνους του, ρωμαιοκαθολικούς ή διαμαρτυρόμενους. Η πίστις εις την δύναμιν και την πανταχού παρουσίαν των διαβόλων έφθασε κατά τον δέκατον έκτον αιώνα εις μιαν έντασιν η οποία δεν αναφέρεται εις άλλας εποχάς, αυτή δε η απασχόλησις με τον διάβολον εδαιμόνισε κατά πολύ την προτεσταντικήν θεολογίαν.
Η φιλοσοφία του Λουθήρου εσκοτίσθη εν συνεχεία από την πεποίθησιν, ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως κακός και επιρρεπής προς την αμαρτίαν.  Ως τιμωρία δια την παρακοήν του Αδάμ και της Εύας, η θεία εικών απεσπάσθη από την ανθρωπίνην καρδίαν, αφήσασα μόνον φυσικάς κλίσεις.
«Κανείς δεν είναι εκ φύσεως χριστιανός ή ευσεβής… ο κόσμος και αι μάζαι είναι και θα είναι πάντοτε αντιχριστιανικαί… Οι κακοί θα είναι πάντοτε πολυπληθέστεροι των αγαθών».126
«Είμεθα τα τέκνα της οργής», ησθάνετο ο Λούθηρος, «και όλαι αι πράξεις, αι προθέσεις και αι σκέψεις μας δεν βαρύνουν καθόλου εις την πλάστιγγα εναντίον των αμαρτιών μας».127
Εάν εξηρτάτο από τα καλά μας έργα, όλοι θα είμεθα άξιοι της κολάσεως. Δια των «καλών έργων» ο Λούθηρος ηννόει ειδικώτερον τας μορφάς εκείνας της τυπικής ευλαβείας, τας οποίας συνίστα η Εκκλησία: νηστείαι, προσκυνήματα, προσευχαί προς τους αγιους, λειτουργίαι δια τους νεκρούς, συγχωρήσεις, λιτανείαι, δώρα προς την Εκκλησίαν. Περιελάμβανεν όμως και όλα τα «έργα, οιοσδήποτε και αν ήτο ο χαρακτήρ των».128 Δεν ημφεσβήτει την ανάγκην της φιλανθρωπίας και της αγάπης δια μιαν υγιά κοινωνικήν ζωήν αλλά ησθάνετο ότι ακόμη και μία ζωή ευλογημένη με τοιαύτας αρετάς, δεν θα ηδύνατο να κερδίση την αιωνίαν μακαριότητα. «Το Ευαγγέλιον δεν διδάσκει τίποτε περί της αξίας των έργων.* Εκείνος ο οποίος λέγει ότι το Ευαγγέλιου απαιτεί έργα δια την σωτηρίαν, δηλώ απεριφράστως, ότι είνιαι ψεύτης».129 Καμμία ποσότης καλών έργων δεν θα ηδύνατο να εξαλείψη τας αμαρτίας –η κάθε μια των οποίων είναι ύβρις προς την απέραντον θεότητα– και όταν γίνωνται από τους καλυτέρους των ανθρώπων. Μόνον η λυτρωτική θυσία του Χριστού –το πάθος και ο θάνατος του υιού του Θεού- θα ηδύνατο να εξάλειψη τας αμαρτίας του ανθρώπου. Και μόνον η πίστις εις την θείαν ταύτην εξάλειψαν δύναται να μας σώση από την κόλασιν. Όπως ο Παύλος έλεγε προς τους Ρωμαίους, «εάν ομολογήσης εν τω στόματι σου κύριον Ιησούν και πιστεύσεις εν τη καρδία σου, ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση».130 Είναι αυτή η πίστις η οποία «δικαιώνει», κάμνει ένα άνθρωπον δίκαιον παρά τας αμαρτίας του και άξιον δια την σωτηρίαν. Ο ίδιος ο Χριστός είπεν : «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται».131
«Δια τούτο», εσκέπτετο ο Λούθηρος, «θα έπρεπε να είναι η πρωταρχική φροντίς παντός χριστιανού, να αφήση κατά μέρος την εμπιστοσύνην του εις τα έργα και να ισχυροποιή όσον το δυνατόν περισσότερον την πίστιν του και μόνον».132
Και εξηκολούθησεν εις ένα χωρίον το οποίον ετάραξε μερικούς θεολόγους αλλά παρηγόρησε πολλούς αμαρτωλούς.

Ο Ιησούς Χριστός σκύβει και επιτρέπει εις τον αμαρτωλόν να πηδήση επι της ράχεώς του και τοιουτοτρόπως τον σώζει από τον θάνατον… Οποία παρηγορία δι’ ευλαβείς ψυχάς να ενδύωνται Αυτόν κατ’ αυτόν τον τρόπον και να βαρύνωμεν Αυτόν με τας αμαρτίας μου, με τας αμαρτίας σας, με τας αμαρτίας όλης της οικουμένης και να τον θεωρούμεν ότι φέρει όλας μας τας αμαρτίας!.. Όταν βλέπετε ότι αι αμαρτίαι σας προσκολλώνται εις Αυτόν, τότε θα σωθήτε από την αμαρτίαν, τον θάνατον και την κόλασιν. Ο χριστιανισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συνεχής άσκησις εις το αίσθημα ότι δεν έχετε αμαρτίαν παρ’ όλον ότι αμαρτάνετε, αλλά αι αμαρτίαι σας ρίπτονται εις τον Χριστόν. Είναι αρκετόν να γνωρίζετε τον Αμνόν, ο οποίος φέρει τας αμαρτίας του κόσμου. Η αμαρτία δεν δύναται να μας αποσπάση από Αυτόν έστω και αν θα διεπράττομεν χιλίας πορνείας αμερησίως ή άλλους τόσους φόνους. Δεν είναι ευχάριστος είδησις; εάν κάποιος από ημάς είναι πλήρης αμαρτιών, το Ευαγγέλιον έρχεται και του λέγει: Έχε εμπιστοσύνην και πίστευε και του λοιπού αι αμαρτίαι σου συγχωρούνται και δεν υπάρχει τίποτε άλλο δια να κάμη κανείς.133

Πιθανώς τα ανωτέρω να απέβλεπον εις το να παρηγορήσουν και να αναζωογονήσουν μερικάς ευαισθήτους ψυχάς, αι οποίαι ησθάνοντο τας αμαρτίας των βαθέως. Ο Λούθηρος ηδύνατο να ενθυμηθή πώς και αυτός επίσης είχε κάποτε μεγαλοποιήσει το ασυγχώρητον των αμαρτιών του. Αλλά εις πολλούς εφάνησαν ως ομοιάζοντα πολύ με το αποδιδόμενον εις τον Τέτζελ, «ρίψε το νόμισμά σου εις το κυτίον και όλαι αι αμαρτίαι σου θα πετάξουν μακράν». Τώρα η πίστις επρόκειτο να κάμη όλα τα θαύματα τα οποία προηγουμένως ανεμένοντο από την εξομολόγησιν, την συγχώρησιν, την συνεισφοράν και το συγχωροχάρτιον. Ακόμη καταπληκτικώτερον ήτο το χωρίον εις το οποίον ο καλόκαρδος και ενθουσιώδης Λούθηρος εύρεν ένα καλόν λόγον και δι’ αύτην ταύτην την αμαρτίαν. Όταν ο διάβολος μας πειράζη με ενοχλητικήν επιμονήν, είπε, θα ήτο φρόνιμον να υποχωρήση κανείς εις μιαν η δύο αμαρτίας.

Επιζητείτε την συντροφιάν των φίλων σας, πίνετε, παίζετε, συνομιλείτε ευθύμως και διασκεδάζετε. Πρέπει κανείς κάποτε να κάμνη μιαν αμαρτίαν από μίσος και περιφρόνησιν προς τον διάβολον, ούτως ώστε να μη του δίδη την ευκαιρίαν να καθιστά τους ανθρώπους λεπτολόγους δι’ ασήμαντα ζητήματα• εάν κανείς φοβήται πολύ να αμαρτήση, τότε είναι χαμένος… Ω! εάν θα ηδυνάμην να εύρω ένα πραγματικώς καλόν αμάρτημα το οποίον να συνταράξη τον διάβολον!134

Τα εύθυμα αυτά obiter dicta επροκάλουν την παρεξήγησιν. Μερικοί από τους οπαδούς του Λουθήρου τα ηρμήνευσαν ως ανεχόμενα την πορνείαν, την μοιχείαν, τον φόνον. Ένας λουθηρανός καθηγητής ηναγκάσθη να επιστήση την προσοχήν των λουθηρανών ιεροκηρύκων να λέγουν όσον το δυνατόν ολιγώτερα δια την δικαίωσιν δια μόνης της πίστεως.135 Εν τούτοις ο Λούθηρος δια της πίστεως ηννόει όχι απλώς διανοητικήν συμφωνίαν προς μιαν πρότασιν, αλλά ουσιώδη, προσωπικήν συμμετοχήν εις μιαν πρακτικήν πίστιν. Και είχε την πεποίθησιν ότι πλήρης πίστις εις την θείαν χάριν η οποία εδόθη ένεκα του λυτρωτικού θανάτου του Χριστού ηδύνατο να κάμη ένα άνθρωπον τόσον καλόν κατά βάσιν, ώστε καμμία μικρά τρέλλα της σαρκός να μη προκαλή διαρκή ζημίαν. Η πίστις θα επανέφερε τον αμαρτωλόν πολύ συντόμως εις την πνευματικήν υγείαν. Eνέκρινεν εγκαρδίως τα καλά έργα.136 Εκείνο το οποίον ηρνείτο ήτο η αποτελεσματικότης των προς σωτηρίαν.
«Τα καλά έργα» έλεγε, «δεν κάμνουν ένα καλόν άνθρωπον, αλλά ένας καλός άνθρωπος κάμνει καλά έργα».137
Και τι κάμνει ένα άνθρωπον καλόν ; Η πίστις εις τον Θεόν και τον Χριστόν.
Κατά ποιον τρόπον φθάνει κανεις εις μιαν τοιαύτην σωτηρίαν πίστιν; Όχι με την ιδικήν του αξίαν αλλά την αποκτά ως ένα θείον δώρον παρεχόμενον, αδιακρίτως αξίας, προς εκείνους, τους οποίους ο Θεός εξέλεξε δια να σώση. Όπως καθώρισεν ο άγιος Παύλος, ενθυμούμενος την περίπτωσιν του Φαραώ, ο Θεός «άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει».138 Δια του θείου προορισμού οι εκλεκτοί επιλέγονται δια την αιωνίαν ευτυχίαν, οι υπόλοιποι αφήνονται χωρίς την θείαν χάριν και καταδικάζονται εις την αιωνίαν κόλασιν.139

Αυτή είναι η ουσία της πίστεως, να πιστεύη κανείς ότι ο Θεός, ο οποίος σώζει τόσους ολίγους και καταδικάζει τόσους πολλούς, είναι οικτίρμων• ότι είναι δίκαιος Αυτός ο οποίος μας έκαμε κατ’ ανάγκην καταδικασμένους εις την κόλασιν, ούτως ώστε… φαίνεται ότι απολαμβάνει με τα βασανιστήρια των ταλαιπώρων, και είναι άξιος μάλλον μίσους παρά αγάπης. Εάν με οιανδήποτε προσπάθειαν της λογικής θα ηδυνάμην , να εννοήσω πως ο Θεός, ο οποίος δεικνύει τόσην οργήν και αδικίαν, δύναται να είναι οικτίρμων και δίκαιος, δεν θα υπήρχεν ανάγκη της πίστεως.140

Τοιουτοτρόπως ο Λούθηρος, εις την μεσαιωνικήν του αντίδρασιν εναντίον της ειδωλολατριζούσης Εκκλησίας της Αναγεννήσεως, ανέτρεξεν όχι μόνον εις τον Αυγουστίνον αλλά και εις τον Τερτυλλιανόν : Credo quia incredibile• του εφαίνετο αρετή να πιστεύη εις τον προορισμού διότι ήτο πράγμα απίστευτον εις την λογικήν. Εν τούτοις επίστευεν, ότι δια της σκληράς λογικής είχε φθάσει εις το απίστευτον τούτο. Ο θεολόγος ο οποίος είχε γράψει τόσον ευγλώττως περί της «ελευθερίας του χριστιανού ανθρώπου», τώρα (1525) εις μιαν πραγματείαν «De servo arbitrio», υπεστήριζεν ότι αν ο Θεός είναι παντοδύναμος πρέπει να είναι η αιτία όλων των πράξεων, συμπεριλαμβανομένων και των πράξεων του ανθρώπου• ότι αν ο Θεός είναι παντογνώστης προβλέπει τα πάντα και το κάθε τι πρέπει να συμβή όπως το προείδεν ότι συνεπώς όλα τα γεγονότα, δια μέσου του χρόνου, έχουν προκαθορισθή εις την σκέψιν του και είναι μοιραίον να συμβούν. Ο Λούθηρος συνεπέρανεν, όπως ο Σπινόζα, ότι ο άνθρωπος «είναι τόσον εστερημένος ελευθερίας όσον ένα τεμάχιον ξύλου, μια πέτρα, ένας βώλος λάσπη η μια στήλη άλατος».141 Περισσότερον παραδόξως, η ιδία θεία πρόβλεψις στερεί τους αγγέλους, και αυτόν ακόμη τον Θεόν, της ελευθερίας. Και ο ίδιος πρέπει να ενεργήση όπως έχει προβλέψει• η πρόβλεψίς του είναι η μοίρα του. Ένας ημιπαράφρων ηρμήνευσε την θεωρίαν αυτην ad libitum• ένας νεαρός απεκεφάλισε τον αδελφόν του και απέδωσε την πράξιν εις τον Θεόν, του οποίου ήτο ο ανίσχυρος πράκτωρ και ένας άλλος λογικός εφόνευσε την συζυγόν του καταπατήσας αυτήν δια των ποδών του, ανακράζων: «Τώρα εξετελέσθη η θέλησις του Πατρός».142
Τα πλείστα εκ των συμπερασμάτων τούτων ευρίσκοντο ενοχλητικώς συναφή με την μεσαιωνικήν θεολογίαν και εξήχθησαν υπό του Λουθήρου από τον Παύλον και τον Αυγουστίνον με ακλόνητον σταθερότητα. Εφαίνετο διατεθειμένος να παραδεχθή την μεσαιωνικήν θεολογίαν εάν θα ηδύνατο να απαρνηθή την Εκκλησίαν της Αναγεννήσεως• ηδύνατο να ανεχθή τον προορισμόν πολλών κολαζομένων πολύ ευκολώτερον παρά την εξουσίαν των σκανδαλωδώς φορολογούντων παπών. Απέρριπτε τον εκκλησιαστικόν ορισμόν της Εκκλησίας ως αποτελουμένης από την ιεραρχίαν. Την ώριζεν ως την κοινότητα των πιστευόντων εις τον Θεόν και το λυτρωτικόν πάθος του Χριστού. Αλλ’ απήχει παπικά δόγματα όταν έγραφεν:     «Όλοι όσοι επιζητούν και μοχθούν να έλθουν προς τον Θεόν δι’ οιωνδήποτε άλλων μέσων έκτος μόνον δια του Χριστού (όπως οι Εβραίοι, οι Τούρκοι, οι παπισταί, οι ψευδοάγιοι, οι αιρετικοί κ.λ.π.) βαδίζουν εις φοβερόν σκότος και πλάνην και τελικώς θα αποθάνουν και θα χαθούν εις τας αμαρτίας των».143
Εδώ, αναγεννηθείσα εις την Βιττενβέργην, συναντάται η γνώμη του Βονιφατίου Η’ και της συνόδου της Ρώμης (1302) ότι extra ecclesiam nulla salus, «δεν υπάρχει σωτηρία εκτός της Εκκλησίας».
Το πλέον επαναστατικόν στοιχείον εις την θεολογίαν του Λουθήρον ήτο η υπ’ αυτού εκθρόνισις του ιερέως. Εδέχετο τους ιερείς όχι ως απαραιτήτους χορηγούς των μυστηρίων ούτε ως προνομιούχους μεσολαβητάς προς τον Θεόν αλλά μόνον ως υπηρέτας, εκλεγομένους υφ’ εκάστης ενορίας δια να εξυπηρετούν τας πνευματικάς της ανάγκας. Δια του γάμου των και της δημιουργίας οικογενείας, οι ιερείς αυτοί θα απέβαλλον τον φωτοστέφανον της αγιότητος, ο οποίος είχε καταστήσει το ιερατείον τρομακτικώς ισχυρόν. Θα ήσαν «πρώτοι μεταξύ ίσων», αλλά εν ανάγκη, οιοσδήποτε θα ηδύνατο να εκτελέση τα καθήκοντά των, ακόμη και την συγχώρησιν ενός μετανοούντος και απαλλαγήν του από την αμαρτίαν. Οι μοναχοί θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την εγωιστικήν και οκνηράν απομόνωσίν των, να νυμφεύωνται και να εργάζωνται μετά των άλλων. Ο ανήρ εις το άροτρον, η γυνή εις το μαγειρείον, υπηρετούν καλύτερον τον Θεόν από τον μοναχόν ο οποίος επαναλαμβάνει μέχρις αποχαυνώσεως ακαταλήπτους προσευχάς. Όλαι αι προσευχαί έπρεπε να είναι η άμεσος επικοινωνία της ψυχής με τον Θεόν και όχι επίκλησις προς κατά το ήμισυ θρυλικούς αγίους. Η τιμή των αγίων, κατά την κρίσιν του Λουθήρου, δεν ήτο μια φιλική και παρήγορος σχέσις του μονήρους ζωντανού με τον ηγιασμένον νεκρόν• ήτο μια υποτροπή εις την πρωτόγονον πολυθεϊστικήν ειδωλολατρείαν.144
Όσον αφορά τα μυστήρια υπό την έποψιν των ιερατικών τελετουργιών προς παροχήν της θείας χάριτος, ο Λούθηρος περιώρισεν αυστηρώς τον ρόλον των. Δεν περιλαμβάνουν θαυμαστάς δυνάμεις και η αποτελεσματικότης των εξαρτάται, όχι από την μορφήν και τους τύπους των αλλά από την πίστιν του δεχομένου αυτά. Το χρίσμα, ο γάμος, η χειροτονία και η μετάληψις των αχράντων μυστηρίων υπό των αποθνησκόντων είναι τελεταί εις τας οποίας δεν αποδίδεται υπό της Αγίας Γραφής ειδική υπόσχεσις παροχής της θείας χάριτος. Η νέα θρησκεία θα ηδύνατο να κάμη και χωρίς αυτά. Το βάπτισμα έχει την εγγύησιν του παραδείγματος του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Η εξομολόγησις θα ηδύνατο να διατηρηθή ως μυστήριον, παρά τας αμφιβολίας ως προς την βάσιν της εις την Αγίαν Γραφήν. * Τα άχραντα μυστήρια προς τους θνήσκοντας είναι ο Μυστικός Δείπνος του Κυρίου η Ευχαριστία. Η έννοια ότι ένας ιερεύς με την μαγικήν δύναμιν των λέξεών του, δύναται να μεταβάλη τον άρτον εις Χριστόν, εφαίνετο εις τον Λούθηρον παράλογος και βλάσφημος. Εν τούτοις, υπεστήριζεν ότι ο Χριστός, με την θέλησίν Του, κατέρχεται από τους ουρανούς και συμπαρίσταται με τον άρτον και τον οίνον του μυστηρίου. Η Ευχαριστία δεν είναι ιερατική μαγεία αλλά ένα θείον και διαρκές θαύμα.145
Η θεωρία του Λουθήρου περί των μυστηρίων, η υπ’ αυτού αντικατάστασις της θείας λειτουργίας δια του Μυστικού Δείπνου και η θεωρία του περί της σωτηρίας δια της πίστεως μάλλον παρά δια των καλών έργων, υπενόμευσε το κύρος του κλήρου εις την Βόρειον Γερμανίαν. Προχωρών περαιτέρω, ο Λούθηρος απέρριψε τα επισκοπικά δικαστήρια και το κανονικόν δίκαιον. Εις την Λουθηρανήν Ευρώπην τα πολιτικά δικαστήρια έγιναν τα μόνα δικαστήρια και η κοσμική εξουσία, η μόνη νόμιμος εξουσία. Οι κοσμικοί ηγεμόνες διώριζον το εκκλησιαστικόν προσωπικόν, ιδιοποιήθησαν την εκκλησιαστικήν περιουσίαν, ανέλαβον τα εκκλησιαστικά σχολεία και την μοναστικήν φιλανθρωπίαν. Θεωρητικώς η Εκκλησία και το κράτος παρέμειναν ανεξάρτητα• εις την πραγματικότητα η Εκκλησία έγινεν υποτελής εις το κράτος. Το λουθηρανικόν κίνημα το οποίον απέβλεπεν εις το να υποτάξη όλην την ζωήν εις την θεολογίαν, ασυναισθήτως, παρά την θέλησίν του, προήγαγεν εκείνην την εισδυτικήν κοσμικοποίησιν, η οποία είναι βασικόν θέμα της νεωτέρας ζωής.

Όταν μερικοί επίσκοποι επεζήτησαν να επιβάλουν σιγήν εις τον Λούθηρον και τους οπαδούς του, αυτός εξέβαλε μιαν οργίλην κραυγήν, η οποία υπήρξε σχεδόν ένα σάλπισμα επαναστάσεως. Εις ένα λίβελλον «εναντίον της κακώς καλούμενης πνευματικής τάξεως του πάπα και των ιπισκόπων» (Ιούλιος 1522), εχαρακτήρισε τους ιεράρχας ως τους «μεγαλύτερους λύκους» εξ όλων, και εκάλεσεν όλους τους καλούς Γερμανούς να τους εκδιώξουν δια της βίας.

Θα ήτο καλύτερον να είχον φονευθή όλοι οι επίσκοποι, να είχον εκριζωθή όλα τα ιδρύματα και τα μοναστήρια, παρά να καταστροφή μια ψυχή, πολύ περισσότερον να χαθούν όλαι αι ψυχαί χάριν της ευτελούς αναξιότητος και της ειδωλολατρείας των. Τι χρειάζονται αυτοί οι οποίοι ζουν εις τας απολαύσεις, τρεφόμενοι από τον ιδρώτα και τον μόχθον των άλλων;… Εάν εδέχοντο τον λόγον του Θεού και επεζήτουν τον πνευματικόν βίον, ο Θεός θα ήτο μαζί των… Αλλά εάν δεν θέλουν να ακούσουν τον λόγον του Θεού αλλά μαίνονται και παλαίουν με αφορισμούς και απαγορεύσεις, με θανατώσεις και με κάθε κακόν, τι άλλο αξίζουν παρά μιαν ισχυράν εξέγερσιν, η οποία θα τους εξάλειψη από του προσώπου της γης; Και ημείς θα γελάσωμεν εάν τούτο συμβή. Όλοι όσοι συνεισφέρουν το σώμα, τα αγαθά και την τιμήν των δια να καταστραφή η κυριαρχία των επισκόπων, είναι τα αγαπητά τέκνα του Θεού και οι αληθείς χριστιανοί.146

Κατά την εποχήν αυτήν επέκρινεν εξ ίσου αυστηρώς το κράτος όπως και την Εκκλησίαν. Ερεθισθείς από την απαγόρευσιν της πωλήσεως ή της κατοχής της Καινής Διαθήκης του εις περιοχάς τελούσας υπό ρωμαιοκαθολικούς ηγεμόνας, έγραψε, το φθινόπωρον του 1522, μιαν πραγματείαν «Περί της κοσμικής εξουσίας: μέχρι ποίου σημείου πρέπει αυτή να υπακούεται». Ήρχισεν αρκετά φιλικώς επικροτών την θεωρίαν του αποστόλου Παύλου περί πολιτικής υπακοής και περί της θείας προελεύσεως του κράτους. Τούτο προφανώς αντέφασκε προς την διδασκαλίαν του περί της τελείας ελευθερίας του χριστιανού ανθρώπου. Ο Λούθηρος εξήγει ότι αν και οι αληθείς χριστιανοί δεν έχουν ανάγκην νόμου και δεν θα χρησιμοποιήσουν τον νόμον ή την βίαν μεταξύ των, πρέπει, να υπακούουν εις τον νόμον, δίδοντες τα καλόν παράδειγμα εις τους πολλούς, οι οποίοι δεν είναι πραγματικοί χριστιανοί, διότι χωρίς τον νόμον η αμαρτωλή φύσις του ανθρώπου θα διέσπα την κοινωνίαν. Εν τούτοις η εξουσία του κράτους έπρεπε να τελειώνη εκεί όπου αρχίζει η βασιλεία του πνεύματος. Ποίοι είναι εκείνοι οι ηγεμόνες, οι οποίοι επιβάλλουν δικτατορικώς το τι πρέπει να αναγιγνώσκη και τι να πιστεύη ο λαός ;

Πρέπει να γνωρίζετε ότι από καταβολής κόσμου, ένας σοφός ηγεμών ήτο πράγματι πολύ σπάνιον είδος• ακόμη περισσότερον ένας ευσεβής ηγεμών. Είναι συνήθως οι μεγαλύτεροι ανόητοι η οι χειρότεροι κακοήθεις επί της γης. Είναι οι δεσμοφύλακες και οι δήμιοι του Θεού και η θεία οργή τους χρειάζεται δια να τιμωρή τους κακούς και να εξασφαλίζη την εξωτερικήν ειρήνην… Θα ήθελα εν τούτοις, με πάσαν ειλικρίνειαν να συστήσω εις τους τυφλωμένους αυτούς ανθρώπους να προσέξουν μιαν μικράν φράσιν του ρστ’ ψαλμού : «Εξεχύθη εξουδένωσις επ’ άρχοντας». Σας ορκίζομαι εις τον Θεόν ότι εάν εκ σφάλματός σας η μικρά αυτή φράσις γίνη πραγματικότης εναντίον σας, είσθε χαμένοι έστω και αν ο καθείς από σας είναι τόσον ισχυρός όσον ο Τούρκος και οι θυμοί και αι μανίαι σας δεν θα σας ωφελήσουν εις τίποτε. Ένα μέγα μέρος έχει ήδη επαληθεύσει. Διότι… ο κοινός άνθρωπος μανθάνει να σκέπτεται, και… η περιφρόνησις των ηγεμόνων συγκεντρώνει οπαδούς μεταξύ του πλήθους και των κοινών ανθρώπων… Οι άνθρωποι δεν πρέπει, οι άνθρωποι δεν δύνανται, οι άνθρωποι δεν θέλουν να υποφέρουν πλέον την τυραννίαν και την αλαζονείαν σας. Αγαπητοί ηγεμόνες και άρχοντες, συνετισθήτε και κατευθύνετε καταλλήλως τους εαυτούς σας. Ο Θεός δεν θα σας ανεχθή πλέον. Ο κόσμος δεν είναι πλέον όπως ήτο όταν εκυνηγούσατε τους ανθρώπους ως εάν ήσαν άγρια ζώα.147

Ένας Βαυαρός καγκελλάριος τον κατηγόρησεν ότι αυτό ήτο μια προδοτική πρόσκλησις προς επανάστασιν. Ο δούξ Γεώργιος το κατεδίκασεν ως σκανδαλώδες και επίεσε τον εκλέκτορα Φρειδερίκον να εμποδίση την δημοσίευσιν. Ο Φρειδερίκος το άφησε να περάση με την συνήθη αταραξίαν του. Τι θα έλεγον οι ηγεμόνες εάν ειχον αναγνώσει την επιστολήν του Λουθήρου προς τον Βέντζελ Λίνκ (19 Μαρτίου 1522);
«Θριαμβεύομεν εναντίον της παπικής τυραννίας, η οποία άλλοτε συνέτριβε βασιλείς και ηγεμόνας• πόσον ευκολώτερον λοιπόν θα καταβάλωμεν και θα ποδοπατήσωμεν και αυτούς τους ηγεμόνας!»148
Ή εάν εβλεπον τον ορισμόν του δια την Εκκλησίαν ;
«Πιστεύω ότι δεν υπάρχει επί της γης, σοφή όπως ο κόσμος, παρά μόνον μια αγία, κοινή χριστινική Εκκλησία, η οποία δεν είναι άλλη από την κοινότητα των αγίων… πιστεύω ότι εις αυτήν την κοινότητα ή χριστιανοσύνην όλα τα πράγματα είναι κοινά και τα αγαθά του ενός είναι και του άλλου και τίποτε δεν ανήκει ως ιδιοκτησία εις κανένα».149
Αυται ήσαν σποραδικαί εκρήξεις και δεν θα έπρεπε να εκλαμβάνωνται κατά γράμμα. Εις την πραγματικότητα ο Λούθηρος ήτο συντηρητικός, ακόμη και αντιδραστικός, εις την πολιτικήν και την θρησκείαν υπό την έννοιαν ότι επεθύμει να επανέλθη εις τας πρώτας μεσαιωνικάς δοξασίας και τρόπους. Εθεώρει τον εαυτόν του ως αναμορφωτήν όχι ως ανανεωτήν. Θα ήτο ευχαριστημένος να διατηρήση και να συνέχιση την αγροτικήν κοινωνίαν την οποίαν είχε γνωρίσει κατά την παιδικήν του ηλικίαν με μερικάς ανθρωπιστικάς βελτιώσεις. Συνεφώνει με την μεσαιωνικήν Εκκλησίαν εις την καταδίκην του τόκου, προσθέτων απλώς, κατά τον εύθυμον τρόπον του, ότι ο τόκος ήτο εφεύρεσις του σατανά. Ελυπείτο δια την αύξησιν του εξωτερικού εμπορίου και απεκάλει το εμπόριον «οικτράν υπόθεσιν»150 και περιεφρόνει εκείνους οι οποίοι έζων με το να αγοράζουν ευθηνά και να πωλούν ακριβά. Κατήγγελλεν ως «φανερούς ληστάς» τους μονοπωλητάς οι οποίοι: συνέπραττον δια να αυξάνουν τας τιμάς. Αι αρχαί θα έκαμνον καλά να αφαιρέσουν από τους τοιούτους ανθρώπους πάν ό,τι έχουν και να τους εκδιώξουν από την χώραν».151
Εθεώρει ότι ήτο πλέον καιρός «να τεθή χαλινός εις το στόμα των Φούγκερ».152 και κατέληγε θλιβερώς εις μιαν έκρηξιν «Περί εμπορίου και τοκογλυφίας» (1524).

Οι βασιλείς και οι ηγεμόνες έπρεπε να βλέπουν αυτά τα πράγματα και να τα απαγορεύουν με αυστηρούς νόμους, αλλά πληροφορούμαι ότι έχουν συμφέροντα εις αυτά και το ρητόν του Ησαΐου επραγματοποιήθη, «Οι άρχοντες σου απειθούσι, κοινωνοί κλεπτών». Κρεμούν κλέπτας οι οποίοι έκλεψαν ενα γκούλντεν ή ήμισυ γκούλντεν αλλά διαπραγματεύονται με εκείνους οι οποίοι ληστεύουν ολόκληρον τον κόσμον… Οι μεγάλοι κλέπται κρεμούν τους μικρούς και, όπως είπεν ο Ρωμαίος συγκλητικός Κάτων, «απλοί κλέπται κείτονται εις τας φυλακάς και εις τα καταναγκαστικά έργα, οι δημόσιοι κλέπται βαδίζουν ελεύθεροι ενδεδυμένοι χρυσά και μεταξωτά ενδύματα. Αλλά τι θα είπη ο Θεός τελικώς δι’ όλα αυτά; Θα κάμη όπως λέγει δια του Ιεζεκιήλ: ηγεμόνας και εμπόρους τον ένα κλέπτην με τον άλλον, θα τους λυώση μαζί όπως τον μόλυβδον και τον ορείχαλκον, όπως όταν καίεται μια πόλις, ούτως ώστε δεν θα υπάρχουν πλέον ούτε ηγεμόνες ούτε έμποροι. Φοβούμαι ότι η εποχή αυτή ευρίσκεται πλησίον.153
Και πράγματι ευρίσκετο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ ΕΝΑΤΟΝ.  ΛΟΥΘΗΡΟΣ ΚΑΙ ΕΡΑΣΜΟΣ 1517-36
Αφού συνωψίσαμεν τάς οικονομικάς, πολικάς, θρησκευτικάς, ηθικάς και πνευματικάς συνθήκας,αί οποίαι εξεκόλαψαν την Μεταρρύθμισιν, πρέπει εν τούτοις να συγκαταλέξωμεν μεταξύ των θαυμάτων της ιστορίας το ότι εις την Γερμανίαν ένας άνθρωπος συνεκέντρωσεν ασυναισθήτως όλας αυτάς τάς επιρροάς εις μίαν εξέγερσιν, η οποία μετεμόρφωσε μίαν ήπειρον. Δέν χρειάζεται εδώ να υπερβάλωμεν τόν ρόλον του ήρωος αι δυνάμεις της αλλαγής θα εύρισκον άλλην ενσάρκωσιν εάν ο Λούθηρος εξηκολούθει την υπακοήν του. Εν τούτοις η όψις του τραχέος αυτού μοναχού, ισταμένου με αμφιβολίαν και τρόμον και με ακλόνητον αποφασιστικότητα εναντίον των πλέον ωχυρωμένων θεσμών και των πλέον καθιερωμένων συνηθειών της Ευρώπης, δημιουργεί αναβρασμόν και δεικνύει και πάλιν την απόστασιν την οποίαν διήνυσε ο άνθρωπος από την λάσπην ή από τον πίθηκον.
Πώς ήτο αυτή ή ρωμαλέα φωνή τής εποχής του, αυτή ή κορυφή της  γερμανικής ιστορίας; Το 1526 όπως τον εζωγράφισεν ο Λουκάς Κράναχ εις ηλικίαν 43 ετών1, ήτο είς το πάχος. Πολύ σοβαρός με μόνον μίαν ελαφράν ένδειξιν του ρωμαλέου χιούμορ του κόμη σγουρή και ακόμη μαύρη μύτη τεραστία οφθαλμοί μαύροι και λάμποντες οί εχθροί  του έλεγον ότι δαίμονες έλαμπον εντός αυτών. Μία ειλικρινής και ανεπιφύλακτος έκφρασις τον έκαμνεν ακατάλληλον διά την διπλωματίαν. Μία μετεγενεστέρα προσωπογραφία του [1532], επίσης υπό του Κράναχ, δεικνύει τον Λούθηρον ευθύμως παχύν,με ένα πλατύ,γεμάτο πρόσωπο ό άνθρωπος αυτός εχαίρετο να ζή. Το 1524 εγκατέλειψε την μοναστική περιβολήν και ενεδύετο ως λαικός, κάποτε με τα μακρυά ενδύματα του διδασκάλου και άλλοτε με σύνηθες αμπέχονον και πανταλόνια. Δέν παρέλειπε να τά διορθώνη ό ίδιος. Η σύζυγός του παραπονέθη, ότι ό μέγας ανήρ είχεν αποκόψει ένα τεμάχιον από το πανταλόνιον του υίου του διά να εμβαλώση το ιδικόν του.
Είχε νυμφευθή από αδιαφορίαν. Συνεφώνησε με τον απόστολον Παύλον, ότι είναι προτιμότερον να νυμφεύεται κανείς παρά να φλέγεται και διεκήρυττεν ότι ό σεξουαλισμός ήτο έξ ίσου φυσικός και αναγκαίος όπως το φαγητόν2. Διετήρει την μεσαιωνικήν αντίληψιν, ότι ή συνουσία, έστω και εντός του γάμου, ήτο αμαρτία, αλλά  «ό Θεός καλύπτει την αμαρτίαν».3 Κατεδίκαζε τήν παρθενίαν ως παράβασιν του θείου παραγγέλματος αυξάνεσθε και πληθύνεσθε. Εάν «ένας κήρυξ του Ευαγγελίου.. δέν δύναται να ζήση σεμνώς άγαμος, άς λάβη σύζυγον ό Θεός έκαμεν αυτό το έμπλαστρον δι αυτήν την ασθένειαν».4 Εθεώρει την ανθρωπίνην μέθοδον αναπαραγωγής ολίγον παράλογον, τουλάχιστον έκ των υστέρων και έλεγεν, ότι
«εάν ό Θεός με είχε συμβουλευθή είς αυτό το ζήτημα, θα του είχον συστήσει να συνεχίση την γέννησιν των ειδών κατασκευάζων ανθρώπινα όντα έκ λάσπης, όπως είχε γίνει ό Αδάμ».5
Είχε την πατροπαράδοτον και γερμανικήν αντίληψην, ότι ή γυνή ήτο από Θεού προωρισμένη να γεννά τέκνα, να μαγειρεύει, να προσεύχεται καί  να μη κάνει  τίποτε άλλο. «Αποσπάσατε τάς γυναίκας από το νοικοκυρίο των, και δεν είναι άξιαι δία τίποτε».6  
«Εάν αί γυναίκες καταπονηθούν και αποθάνουν από τους τοκετούς, δεν υπάρχει ζημία είς αυτό. Ας αποθνήσκουν, αρκεί να γεννούν δι αυτό έχουν πλασθή».7
Η σύζυγος έπρεπε να προσφέρη είς τον σύζηγόν της αγάπην, τιμήν και υπακοήν αυτός πρέπει να την κυβερνά,αν και με καλωσύνην αυτή πρέπει να περιορίζεται είς την σφαίραν της, τον οίκον. Εκεί όμως δύναται να πράξη μέ τά παιδία πολύ περισσότερα με ένα δάκτυλον, παρά ό ανήρ με δύο γρόνθους.8 Μεταξύ συζύγων «δεν πρέπει να υφίσταται ζήτημα ιδικού μου και ιδικού σου». Όλα τά υπάρχοντά των πρέπει να είναι κοινά.9
Ό Λούθηρος είχε την συνήθη αντιπάθειαν του άρρενος  προς μίαν μορφωμένην γυναίκα.
«Επιθυμώ», έλεγε περί της συζύγου του, «αί γυναίκες, πρίν ανοίξουν το στόμα των,να επαναλαμβάνουν την Κυριακήν προσευχήν».10 Κατέκρινεν όμως τους συγγραφείς εκείνους, οί οποίοι έγραφον σατίρας εναντίον των γυναικών.
«Ό,τι ελαττώματα έχουν αί γυναίκες,πρέπει να τα διορθώνωμεν ιδιαιτέρως,με ευγένειαν…διότι ή γυνή είναι εύθραστον σκεύος».11
Παρά την ωμήν ειλικρίνειάν του περί σεξουαλισμού και περί γάμου, δεν ήτο αναίσθητος είς τά ασθητικά ζητήματα.
«Ή κόμη είναι το ωραιότερον στόλισμα, το οποίον έχουν αί γυναίκες. Είς την αρχαιότητα,αί παρθένοι έφερον την κόμην των λυτήν, εκτός μόνον όταν επένθουν. Μού αρέσει αί γυναίκες να αφήνουν την κόμην των να πίπτη επί της ράχεως των είναΙ ένα πολύ ευχάριστον θέαμα».12 Αυτό έπρεπε να τον κάμη επιεικέστερον προς τον πάπαν Άλεξανδρον ΣΤ΄, ό οποίος ερωτεύθη την λυτήν κόμην της Ιουλίας Φαρνέζε.
Προφανώς, ό Λούθηρος δεν ενυμφεύθη από φυσικήν ανάγκην. Είς μίαν έκρηξιν χιούμορ είπεν, ότι ενυμφεύθη δία να ευχαριστήση τον πατέρα του και είς πείσμα του διαβόλου και του πάπα. Παρήλθε πολύς χρόνος μέχρις ότου το αποφασίση, αλλά κατόπιν δεν εμβράδυνε να το εκτελέση. Όταν, κατά σύστασίν του, μερικαί μοναχαί εγκατέλειψαν το μοναστήρίον των, ανέλαβε να τους εύρη συζύγους. Τελικώς, μόνον μία απέμεινεν άνευ συζύγου, ή Αικατερίνη φόν Μπόρα, μία γυναίκα από καλήν οικογένειαν και με καλόν χαρακτήρα, αλλά ή οποία δέν είχε τίποτε το οποίον θα ηδύνατο να γγενήση άμεσον ερωτικόν πάθος. Είχε στρέψει τάς βλέψεις της πρός ένα νεαρόν σπουδαστήν της Βιττενβέργης από αριστοκρατικήν οικογένειαν. Δέν επέτυχε να τον αποκτήση καί ηναγκάσθη να αναλάβη οικιακήν υπηρεσίαν δία να ζήση. Ό Λούθηρος της υπέδειξεν ένα δόκτορα Γκλάτς ως σύζυγον απήντησεν,ότι ό δρ.Γκλάτς ήτο απαράδεκτος αλλά ό χέρ Άμσντορφ ή ό δόκτωρ Λούθηρος θα ήσαν κατάλληλοι. Ό Λούθηρος ήτο 42 ετών καί ή Αικατερίνη 26 εθεώρησε την διαφοράν τής ηλικίας ως εμπόδιον αλλά ό πατήρ του τον επίεσε να συνεχίση το όναμα της οικογενείας. Τήν 27ην Ιουνίου 1525 ό πρώην μοναχός και ή πρώην μοναχή, έγιναν σύζυγοι.
Ό εκλέκτωρ τους έδωσε το μοναστήριον των Αυγουστινιανών ως κατοικίαν και ηύξησε τον μισθόν του Λούθηρου είς 300 γκίλντερ (7.500 δολλάρια) κατ έτος. Βραδύτερον, ό μισθός του ηυξήθη είς 400 και κατόπιν είς 500. Ό Λούθηρος ηγόρασεν ένα αγρόκτημα, το οποίον ή Κάτη διηύθυνε καί ηγάπα. Εγέννησεν έξ τέκνα καί εφρόντιζε πιστώς δί αυτά καθώς και δι όλας τάς οικιακάς ανάγκας του Μαρτίνου, δί ένα οικιακόν ζυθοποιείον, μίαν λίμνην με ιχθύς, ένα λαχανόκηπον, όρνιθας και χοίρους. Τήν απεκάλει «άρχοντά μου Κάτη» και υπενόει αρκετά από τάς κατά καιρούς θυέλλας του και την πιστήν του απρονοησίαν. Διότι δεν άδιδεν ουδεμίαν σημασίαν είς τά χρήματα και ήτο απερισκέπτως γενναιόδωρος. Δέν εισέπραττε δικαιώματα δία τά βιβλία του άν καί αυτά έκαμαν πλούσιον τον εκδότην του. Αί επιστολαί τού πρός τήν Αικατερίνη ή περί αυτής, αποκαλύπτουν τήν αύξουσα  αγάπην του προς αυτήν και ένα γενικώς ευτυχή γάμον. Επανελάμβανε κατά τον ιδικόν του τρόπον εκείνο το οποίον του είχον είπει όταν ήτο νεαρός:
«Το μεγαλύτερον δώρο του Θεού προς τον άνθρωπον είναι μία ευσεβής, καλή, Θεοφοβουμένη και αγαπώσα τον οίκον της σύζυγος».13 
Ήτο καλός πατήρ, γνωρίζων ως έξ ενστίκτου την ορθήν αναλογίαν της πειθαρχίας και της αγάπης.
«Να τιμωρής εάν πρέπη αλλά μαζί με την ράβδον να δίδης και το ζαχαρωμένον δαμάσκηνον».14
Συνέθετε τραγούδια διά τά τέκνα του και τά έψαλλε μαζί των παίζων συγχρόνως το λαγούτον. Αί επιστολαίς του προς τά τέκνα του συγκαταλέγονται μεταξύ τών κοσμημάτων της γερμανικής λογοτεχνίας. Τό ισχυρόν πνεύμα του, το οποίον ηδύνατο να αντιμετωπίση ένα αυτοκράτορα είς πόλεμον, συνετρίβη σχεδόν από τον θάνατον της προσφιλούς κόρης του Μαγδαληνής είς ηλικίαν 14 ετών. «Ό Θεός» είπε «δέν είχε δώσει είς επίσκοπον τόσον μεγάλο δώρον είς χίλια έτη όπως είχε είς εμέ αυτήν».15 Προσηύχετο νυχθημερόν δία την θεραπείαν της.
«Την αγαπώ πάρα πολύ, αλλά, αγαπητέ Θεέ, εάν είναι ή αγία σού θέλησις νά τήν πάρης θα την αφήσω ευχαρίστως είς σε».16
Καί είς εκείνην είπεν :
«Αγαπητή μου Λένα, μικρή μου κόρη, θα ήθελες νά μείνης εδώ με τόν πατέρα σου· θέλεις να μεταβής είς εκείνον τόν άλλον Πατέρα;»  
«Ναι, αγαπητέ μου πατέρα», απήντησεν ή Λένα «όπως θέλει ό Θεός».
Όταν εκείνη απέθανεν, έκλαυσε πικρώς καί επί μακρόν. Καθώς τήν κατεβίβαζον είς τόν τάφον, τής ωμίλησεν ώς εάν ήτο ζώσα:
«Du Liebes Lenichen θα αναστηθής και θα λάμψης όπως τα άστρα και ο ήλιος. Πόσον παράδοξον είναι νά γνωρίζω ότι ευρίσκεται έν ειρήνη καί τόσον καλά καί έν τούτοις νά λυπούμαι τόσον πολύ!»17
Μή αρκούμενος είς έξ τέκνα, παρέλαβεν είς τό μοναστήριον-οικίαν του μέ τά πολλά δωμάτια, ένδεκα ορφανούς ανεψιούς καί ανεψιάς, τους ανέθρεψεν, εκάθητο είς την τράπεζα μαζί των και συνεζήτει μαζί των ακαταπονήτως. Μερικοί εξ αυτών εκράτησαν προχείρους σημειώσεις των ομιλιών του είς την τράπεζα˙ ο προκύψας όγκος εξ 6.596 παραγράφων συναγωνίζεται τον «Τζόνσον» του Μπόσγουελ και τας καταγραφείσας συνομιλίας του Ναπολέοντος είς βάρος, είς πνεύμα και είς σοφίαν˙ Κρίνοντες τον Λούθηρον πρέπει να ενθυμούμεθα οτι ουδέποτε εξέδωσεν αυτάς τας Τischreden. Ελάχιστοι άνθρωποι ηκούσθησαν τόσον πολύ απο την ανθρωπότητα. Εδώ μάλλον παρά είς τας συζητήσεις του θεολογικού πεδίου μάχης, παρουσιάζεται ο πραγματικός Λούθηρος.
Διακρίνομεν, πρό πάντων, ότι ήτο άνθρωπος και όχι ένα μελανοδοχείον˙ έζη όπως και έγραφε. Κανένας υγιής άνθρωπος δεν θα κατακρίνη την αγάπη του Λούθηρου δια το καλόν φαγητόν και την μπύραν ή δι΄ όλας τας καρποφόρους απολαύσεις τάς οποίας ηδύνατο να του παράσχη η Αικατερίνη Μπόρα. Θα ηδύνατο να είναι περισσότερον συγκρατημένος είς τους λόγους του περί αυτών των πραγμάτων αλλά η συγκράτησις ήλθε με τους πουριτανούς και ήτο άγνωστος είς τους Ιταλούς της αναγεννήσεως όπως και είς τους Γερμανούς της Μεταρρυθμίσεως. Ακόμη και ο λεπτός Έρασμος μας σκανδαλίζει με την ειλικρινή φυσιολογικήν ομιλίαν του. Ο Λούθηρος έτρωγε πολύ αλλά ηδύνατο να τιμωρή τον εαυτό του με μακράς νηστείας. Έπινε πολύ και κατέκρινε τον πότον ώς εθνικόν ελάττωμα˙ αλλά η μπύρα ήτο το ύδωρ της ζωής διά τους Γερμανούς, όπως ο οίνος διά τους Ιταλούς και τους Γάλλους. Το ύδωρ ηδύνατο να είναι κατά γράμμα δηλητήριον εκείνην την απρόσεκτον εποχήν. Εν τούτοις ουδέποτε ηκούσαμεν ότι υπερέβη την ευθυμίαν διά να μεταπέση είς μέθην.
«Εάν ο Θεός δύναται να με συγχωρήση διότι τον εσταύρωσα τελών λειτουργίας επί είκοσι έτη, θα δύναται επίσης να με αναχθή να πίνω απο καιρού είς καιρόν πρός τιμήν του».
Τα ελαττώματα του ήσαν εμφανή. Υπερήφανος εν τω μέσω των συνεχών ταπεινοφρόνων εκφράσεων του, άτεγκτος εναντίον του δόγματος, ασυγκράτητος είς ζήλον, μη παρέχων έλεος ούτε απο ευγένειαν είς τους αντιπάλους του, πιστεύων είς δεισιδαιμονίας ενώ κατεγέλα τάς δεισιδαιμονίας, καταγγέλων την αδιαλλαξίαν και εφαρμόζων αυτήν˙ εδώ δεν έχομεν ένα υπόδειγμα σταθερότητος ή αρετής αλλά ένα άνθρωπον τόσον αποφάσκοντα όσον και η ζωή και καπνισμένον απο την πυρίτιδα του πολέμου.
«Δεν παρημέλησα ποτέ να δαγκώσω τον αντίπαλον μου», ωμολογεί «αλλά ποία είναι η αξία του άλατος εάν δεν αλμυρίζε;».
Ωμίλει περί των παπικών διαταγμάτων ώς περί κόπρου (Dreck), διά τον πάπαν ώς «σποράν του διαβόλου» ή υπασπιστήν του ή ώς αντίχριστον˙ διά τους επισκόπους ώς «larvae», απίστους υποκριτάς, «αμαθείς πιθήκους»˙ περί της χειροντονίας ώς σημειούσης τον άνθρωπον «με το σημείον του θηρίου της Αποκαλύψεως», διά τους μοναχούς ώς χειροτέρους των δημίων και των δολοφόνων ή τουλάχιστον ώς «ψύλλους είς την γούναν του Παντοδυνάμου». Δυνάμεθα να συμπεράνωμεν πόσον απελάμβανε το ακροατήριον του αυτήν την ιλαρότητα.
«Το μόνον μέρος της ανθρωπίνης ανατομίας το οποίον ο πάπας ηναγκάσθη να αφήση χωρίς να το ελέγχη, είναι το οπίσθιον άκρον».
Δια τον καθολικόν κλήρον έγραφεν:
«Ο Ρήνος μόλις επαρκεί διά να πνίξη ολόκληρον την καταραμένην συμμορίαν των Ρωμαίων καταπιεστών… καρδιναλίων, αρχιεπισκόπων, επισκόπωνν και ηγουμένων»˙ ή αν το ύδωρ δεν το επετύγχανεν, «είθε ο Θεός να στείλη επ΄ αυτών την πύρινην βροχήν και το θείον τα οποία κατεύκαυσαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα».
Μας ενθυμίζει την παρατήρησιν του αυτοκράτορος Ιουλιανού: «δεν υπάρχει αγριότερον θηρίον απο ένα θυμωμένον θεολόγον».
Αλλά ο Λούθηρος, όπως ο Κλάιβ, εθαύμαζε την μετριοπάθειαν του.
«Πολλοί νομίζουν, ότι είμαι πολύ σκληρός εναντίον του παπισμού˙ αντιθέτως διαμαρτύρομαι ότι είμαι, δυστυχώς, πολύ μαλακός˙ θα ήθελον να αποπνέω αστραπάς εναντίον του πάπα και του παπισμού και ο κάθε άνεμος να είναι και ένας κεραυνός…˙ Θα καταρώμαι και θα ελέγχω τους κακοήθεις μέχρις ότου κατέλθω είς τον τάφον και ποτέ δεν θα ακούσουν ευγενικόν λόγον απο εμέ… Διότι είμαι ανίκανος να προσευχηθώ εάν συγχρόνως δεν καταρώμαι. Εάν πρέπει να είπω: «Δοξασμένον το όνομα σου», θα πρέπει να προσθέσω, «καταραμένον, κολασμένον, κατησχυμμένον να είναι το όνομα των παπιστών». Εάν θα πρέπει να είπω: «Ελθέτω η βασιλεία σου» πρέπει κατ΄ ανάγκην να προσθέσω, «καταραμένος, κολασμένος, εξουθενωμένος να είναι ο παπισμός». Πράγματι προσεύχομαι κατ΄ αυτόν τον τρόπον καθ΄ εκάστην και προφορικώς και εντός της καρδίας μου, χωρίς διακοπήν… Ουδέποτε εργάζομαι καλύτερον παρά όταν εμπνέωμαι υπό της οργής. Όταν είμαι εξωργίσμενος, δύναμαι να γράψω, να προσευχηθώ και να κηρήξω καλώς διότι τότε ζωογονείται όλη η ιδιοσυγκρασία μου και η διάνοια μου οξύνεται».
Τοιούτον ρητορικόν πάθος ήτο είς την ιδιοσυγκρασίαν της εποχής. «Μερικοί απο τους ιεροκήρυκας και τους λιβελλογράφους εκ της ρωμαιοκαθολικής πλευράς, ομολογεί ο πολυμαθής καρδινάλιος Γκασκιέ, «ήσαν εφάμιλλοι του Λούθηρου είς αυτό το ζήτημα».Το υβρεολόγιον ανεμένετο απο τους πνευματικούς μονομάχους και απελαμβάνετο απο τα ακροατήρια των. Η ευγένεια παρείχε την υποψίαν της ανανδρίας. Όταν η σύζηγος του Λούθηρου τού παρεπονεθη, «αγαπητέ σύζυγε είσαι πολύ αγενής», της απήντησεν: 
«Ένας κλαδίσκος δύναται να κοπή με το τραπεζομάχαιρον αλλά μία δρύς χρειάζεται πέλεκυν». Μια ηπία απάντησιν ηδύνατο να αποτρέψη την οργήν αλλά δεν ηδύνατο να ανατρέψη τον παπισμόν. Ένας άνθρωπος εκλεπτισμένος είς την ευγενικήν ομιλίαν θα υπεχώρει ενώπιον ενός τοιούτου θανασίμου αγώνος. Εγώ έχω χονδρόν δέρμα, χονδρότερον απο τον Έρασμον, δια να αντέχη είς τους παπικούς αφορισμούς και τους αυτοκρατορικούς αποκλεισμούς».
Και αυτό εχρειάσθη ισχυράν θέλησιν. Αυτή ήτο η βασική αρετή του Λουθήρου˙ απο αυτήν απέρρεεν η αυτοπεποίθησις του, ο δογματισμός, το θάρρος και η αδιαλλαξία του. Είχεν όμως επίσης και μερικάς ημέρους αρετάς. Περί την μέσην ηλικίαν του ήτο υπόδειγμα κοινονικότητος και προσηνείας και βράχος δυνάμεως δι΄ όλου όσοι είχον ανάγκην παρηγορίας ή βοηθείας. Δεν απέκτησεν  ύφος, δεν επεδίωξε κομψότητας, ουδέποτε ελησμόνησεν ότι ήτο υιός χωρικού. Αντετάχθη είς την δημοσίευσιν των απάντων του, παρακαλών τους αναγνώστας του να μελετούν αντ΄ αυτών την Βίβλον. Διεμαρτυρήθη εναντίον του χαρακτηρισμού ώς λουθηρανικών, των εκκλησιών εκείνων αι οποίαι ηκολούθουν την κατεύθυνσιν του. Όταν εκήρυττεν, έστρεφε τον λόγον του είς το λεξιλόγιον και το επίπεδον γενικώς του ακροατηρίου του. Το χιούμορ του ήτο αγροτικόν, τραχύ, εύθυμον, εφάμιλλον του Ραμπελαί.
«Οι εχθροί μου εξετάζουν πάν ότι πράττω», παρεπονείτο˙ «εάν αφήσω αέρα είς την Βιττενβέργην αισθάνονται την οσμήν είς την Ρώμην».
«Αι γυναίκες φορούν πέπλα διά  να μη σκανδαλίζουν τους αγγέλους. Εγώ φορώ πανταλόνια διά να μη σκανδαλίζω τάς γυναίκας».
Πολλοί απο ημάς έχουν είπει παρόμοια χονδρά αστεία αλλά δεν έχομεν τόσον αμειλίκτους ρεπόρτερ. Ο ίδιος άνθρωπος ο οποίος έλεγε τα ανωτέρω, ηγάπα την μουσικήν μέχρι λατρείας,συνέθεσε τρυφερούς ή ηχηρούς ύμνους και τους εμελοποίησε διά πολυφωνικήν απόδοσιν,-παραμερίσας πρός στιγμήν την θεολογικήν του προκατάληψιν- η οποία ήδη εχρησιμοποιείτο είς την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν.
«Δεν θα εγκατέλιπα το ταπεινόν μουσικόν μου τάλαντον δι΄ οτιδήποτε ,οσονδήποτε μέγα και άν ήτο… Είμαι της γνώμης ,ότι… μετά την θεολογίαν,δεν υπάρχει τέχνη η οποία να δύναται να συγκριθή με την μουσικήν˙ διότι μόνη αυτή, μετά την θεολογίαν, μας δίδει… ανάπαυσιν και χαράν της καρδίας».
Η θεολογία του τον ωδήγησεν είς μίαν επιεική ηθικήν, διότι επίστευεν ότι τα καλά έργα δεν ηδύναντο να εξασφαλίσουν την σωτηρίαν άνευ πίστεως είς την λύτρωσιν του Χριστού ούτε η αμαρτία θα ηδύνατο να εμποδίση την σωτηρίαν, εάν αυτή η πίστις παρέμενεν. Εθεώρει ότι ένα μικροαμάρτημα απο καιρού είς καιρόν, θα ηδύνατο να μας χαροποιή επί της ευθείας και στενής οδού. Βαρυνθείς να βλέπη τον Μελάχθονα να βασανίζεται και να αδυνατίζη απο ζοφεράς ανησυχίας διά μικροεκτροπάς εκ της αγιότητος, τού είπε με έντονον χιούμορ: 
Pecca fortiter: «αμάρτανε δυνατώτερα˙ ο Θεός δύναται να συγχωρήση μόνον ένα γνήσιον αμαρτωλόν», αλλά περιφρονεί τον αναιμικόν καζουϊστήν. 
Εν τούτοις θα ήτο παράλογον να στρέψη κανείς κατηγορίαν κατά του Λουθήρου διά την τυχαίαν αυτή ειρωνείαν. Ένα πράγμα είναι σαφές: ο Λούθηρος δεν ήτο πουριτανός.
«Ο Θεός ο οποίος μας αγαπά, θέλει να τρώγωμεν να πίνωμεν και να είμεθα εύθυμοι».«Ζητώ και δέχομαι την χαράν οπουδήποτε δύναμαι να την εύρω.Γνωρίζομεν τώρα,δόξα τω Θεώ, ότι δυνάμεθα να είμεθα ευτυχείς με την συνείδησιν μας ήσυχον».
Συνίστα είς τους οπαδούς του να χορεύουν και να συμποσιάζουν την Κυριακήν. Ενέκρινε τάς διασκεδάσεις, έπαιζε καλό σκάκι, απεκάλει την χαρτοπαιξίαν αβλαβή απασχόλησιν διά τα ανώριμα πνεύματα, και είπεν ένα σοφόν λόγον διά τον χορόν:
«Οι χοροί έχουν καθιερωθή διά να εκμανθάνεται ομαδικώς η ευγένεια και διά να δημιουργήται γνωριμία και φιλία μεταξύ νέων και νεανίδων˙ εδώ αί σχέσεις των δύνανται να παρακολουθούνται και να δίδεται ευκαιρία δία εντίμους καταλήξεις. Και εγώ ο ίδιος θα ήθελον να πηγαίνω κάποτε είς τους χορούς αλλά οι νέοι θα εχόρευον με ολιγωτέραν ευθυμίαν εάν θα το έπραττον».
Μερικοί προτεστάνται ιεροκήρυκες ηθέλησαν να απαγορεύσουν τα θεατρικά έργα, αλλά ο Λούθηρος ήτο περισσότερον ανεκτικός:
«οι χριστιανοί δεν πρέπει να αποφεύγουν τελείως τάς θεατρικάς παραστάσεις επειδή υπάρχουν μερικάς φοράς είς αυτάς βωμολοχίαι και μοιχείαι˙ διά τους ιδίους λόγους τότε θα έπρεπε να παύσουν να αναγιγνώσκουν και την Βίβλον».
Γενικώς η αντίληψις του Λουθήρου περί της ζωής ήτο χαρακτηριστικώς υγιής και εύθυμος δι΄ ένα άνθρωπον ο οποίος εσκέπτετο ότι
«όλαι αι φυσικαί κλίσεις είναι είτε εκτός του Θεού είτε εναντίον του ,και ότι εννέα ψυχαί εκ των δέκα ήσαν απο Θεού προκαθωρισμέναι δια την αιωνίαν κόλασιν».
Ο άνθρωπος ήτο ασυγκρίτως καλύτερος από την θεολογίαν του.
Η διάνοιά του ήτο ισχυρά αλλ’ ήτο πολύ συσκοτισμένη από τα μιάσματα της νεότητός του, πολύ χρωματισμένη από τον πόλεμον δια να επεξεργασθή μιαν λελογισμένην φιλοσοφίαν. Όπως οι σύγχρονοί του, επίστευεν εις νάνους, μαγίσσας, δαιμόνας, την θεραπευτικήν αξίαν των ζωντανών βατράχων, και εις τα στοιχεία, τα οποία ανεζήτουν νεάνιδας εις τα λουτρά και εις την κλίνην των και τας καθίστων αιφνιδίως εγγύους. Εγελοιοποίει την αστρολογίαν αλλά πολλάκις ωμίλει με την φρασεολογίαν της. Επήνει τα μαθηματικά ως “στηριζόμενα επί αποδείξεων και ασφαλών δοκιμασιών”. Εθαύμαζε την τολμηράν πρόοδον της αστρονομίας αλλά, όπως όλοι σχεδόν οι σύγχρονοί του,  απέρριπτε το σύστημα του Κοπερνίκου ως αντιτιθέμενον προς τας Γραφάς. Επέμενεν ότι η λογική έπρεπε να παραμένη εντός των ορίων τα οποία εχάραξεν η θρησκευτική πίστις.
Αναμφιβόλως, είχε δίκαιον εις την κρίσιν του ότι το αίσθημα μάλλον παρά η σκέψις, είναι ο μοχλός της ιστορίας. Οι άνθρωποι οι οποίοι διαμορφώνουν θρησκείας κινούν τον κόσμον. Οι φιλόσοφοι, ενδύουν εις νέας φράσεις, εις την μίαν γενεάν μετά την άλλην, την υπέροχον άγνοιαν του μέρους, γνωματεύουσαν περί του όλου. Τοιουτοτρόπως ο Λούθηρος προσηύχετο ενώ ο Έρασμος εσκέπτετο, και ενώ ο Έρασμος εκολάκευεν ηγεμόνας, ο Λούθηρος ωμίλει προς τον Θεόν, άλλοτε επιτακτικώς, ως κάποιος ο οποίος είχε πολεμήσει σκληρώς εις τας μάχας του Κυρίου και είχε το δικάιωμα να ακουσθή και άλλοτε ταπεινώς, ως ένα παιδίον χαμένον εις το απέραντο διάστημα. Πεπεισμένος ότι ο Θεός ήτο παρά το πλευρόν του, αντιμετώπισεν ανυπέρβλητα εμπόδια και εκέρδισε.
«Φέρω επάνω μου την κακίαν όλου του κόσμου, το μίσος του αυτοκράτορος, του πάπα και όλης της ακολουθίας των. Λοιπόν, εμπρός, εις το όνομα του Θεού!»
Είχε το θάρρος να προκαλή τους εχθρούς του δίοτι δεν είχε την διανοητικότητα να αμφιβάλλη περί της αληθείας του. Υπήρξεν εκείνο το οποίον έπρεπε να είναι δια να πράξη εκείνο το οποίον έπρεπε να πράξη.

2. ΟΙ ΑΔΙΑΛΛΑΚΤΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ
Είναι διδακτικόν να παρατήρωμεν πώς ο Λούθηρος εκινήθη από την ανεκτικότητα εις το δόγμα εφ’ όσον η δύναμις κια η βεβαιότης του ηύξανον. Μεταξύ των “πλανών”, τας οποίας ο Λέων Ι’, εις την βούλλαν “Exsurge Domine”, κατήγγειλεν εις τον Λούθηρον ήτο ότι “η καύσις των αιρετικών είναι αντίθετος προς το Άγιον Πνεύμα”.

Εις την “Ανοικτήν Επιστολήν προς τους Χριστιανούς ευγενείς” (1520) ο Λούθηρος εχειροτόνησε τον “καθένα ιερέα”, με το δικαίωμα να ερμηνεύει την Βίβλον κατά την δικήν του ατομικήν κρίσην και τα προσωπικά του φώτα, και προσέθετε,

«θα έπρεπε να νικήσωμεν τους αιρετικούς με βιβλία και όχι με την καύσιν». 
Εις το δοκίμιον “Περί της κοσμικής εξουσίας” (1522) έγραφεν:

«Επί της ψυχής ο Θεός δεν δύναται και δεν θέλει να αφήση κανέναν άλλον να κυβερνά παρά μόνον τον εαυτόν του… Θέλομεν να καταστήσωμεν τούτο τόσον σαφές ώστε να κατανοήση ο καθείς και δια να ιδούν οι Γιούνκερ μας, οι πρίγκιπες και οι επίσκοποι, πόσον ανόητοι είναι όταν επιχειρούν να πιέσουν τον λαόν… να πιστεύση το ένα ή το άλλο πράγμα… δεδομένου ότι η πίστις ή η απιστία είναι υπόθεσις της συνειδήσεως του καθενός… Η κοσμική εξουσία θα έπρεπε να περιορισθή εις την διαχείρισιν των ιδικών της υποθέσεων και να επιτρέπη εις τους ανθρώπους να πιστεύουν το ένα ή το άλλο αναλόγως της ικανότητας και της διαθέσεως αυτών και να μην εξαναγκάζη κανένα δια της βίας. Δίοτι η πίστις είναι ελεύθερον έργον, εις το οποίον κανείς δεν δύναται να εξαναγκασθή… η πίστις και η αίρεσις δεν είναι ποτέ τόσον ισχυραί παρά όταν οι άνθρωποι αντιτίθενται προς αυτάς μόνον δια της βίας, χωρίς τον λόγον του Θεού».

Εις μίαν επιστολήν προς τον εκλέκτορα Φρειδερίκον (21 Απριλίου 1524) ο Λούθηρος εζήτησεν ανοχήν δια τον Μύντζερ και άλλους εχθρούς του.

«Δεν θα πρέπει να τους εμποδίσετε να ομιλούν. Πρέπει να υπάρχουν αιρέσεις και ο Λόγος του Θεού πρέπει να αντιμετωπίση μάχας… Ας αφήσωμεν εις τας χείρας του τον αγώνα και την ελευθέραν σύγκρουσιν των πνευμάτων».

Το 1528, όταν άλλοι υπεστήριζον την θανατική ποινήν δια τους αναβαπτιστάς, συνέστησε να τιμωρηθούν μόνον με εξορίαν, εκτός αν ήσαν ένοχοι στάσεως. Ομοίως το 1530 συνέστησεν η ποινή του θανάτου δια βλασφημίαν, να μετριασθή εις εξορίαν. Είναι αληθές ότι ακόμη και κατά την φιλελευθέραν εκείνην εποχήν, ωμίλει ως εαν επεθύμει οι οπαδοί του ή ο Θεός, να πνίξουν ή οπωσδήποτε να εξοντώσουν όλους τους “παπιστάς” – αλλά τούτο ήτο “ρητορική εκστρατείας” η οποία δεν επιστεύετο σοβαρώς. Τον Ιανουάριον του 1521 έγραφε: “Δεν θα ήθελα να υπερασπίζεται το Ευαγγέλιον με βίαν και με φόνους”,
και τον Ιούνιον του ίδιου έτους, επετίμησε τους σπουδαστάς της Ερφούρτης διότι επετέθησαν εναντίον ιερέων -εν τούτοις δεν είχεν αντίρρησιν να “τρομοκρατηθούν” όλιγον δια να διορθώσουν την θεολογίαν των. Τον Μάιον του 1529, κατεδίκασε διάφορα σχέδια δι’ αναγκαστικόν προσηλυτισμόν ρωμαιοκαθολικών ενοριών εις τον προτεσταντισμόν. Μέχρι του 1531 εδίδασκεν ότ

«ούτε δυνάμεθα ούτε πρέπει να εξαναγκάζωμεν οιονδήποτε εις ζητήματα πίστεως».

Αλλά ήτο δύσκολον δι’ ένα άνθρωπον με τον δυναμικόν και θετικόν χαρακτήρα του Λουθήρου, να υποστηρίξη ανεκτικότητα, όταν η θέσις του κατέστη σχετικώς ασφαλής. Ένας άνθρωπος ο οποίος ήτο βέβαιος ότι κατείχε τον Λόγον του Θεού δεν ηδύνατο να ανεχθεί τας αντιρρήσεις προς αυτόν. Η μετάβασις προς την αδιαλλαξίαν ήτο ευκολωτέρα εις ό,τι αφεώρα τους Εβραίους. Μέχρι του 1537, ο Λούθηρος υπεστήριζεν ότι έπρεπε να συγχωρηθούν διότι διετήρουν την πίστην των, «εφ’ όσον οι ανόητοι ιδικοί μας, οι πάπαι, οι επίσκοποι, σοφισταί και μοναχοί, οι χοντροκέφαλοι αυτοί γάιδαροι, μετεχειρίσθησαν τους Εβραίους κατά τοιούτον τρόπον ώστε ο κάθε χριστιανός θα επροτίμα να ήτο Εβραίος. Πράγματι, εάν εγώ ήμουν Εβραίος και είχον ιδεί τοιούτους ηλιθίους και ανοήτους να εξηγούν τον χριστιανισμόν, θα επροτίμων να γίνω χοίρος μάλλον παρά χριστιανός… Θα συνίστων και θα παρεκάλουν τον καθένα να φέρεται ευγενώς προς τους Εβραίους και να τους διδάσκη την Γραφήν, εις την περίπτωσιν αυτήν θα έπρεπε να αναμένωμεν να προσέλθουν προς ημάς».

Πιθανόν ο Λούθηρος να είχεν αντιληφθή ότι ο προτεσταντισμός ήτο από μερικάς απόψεις μια επάνοδος εις τον Ιουδαϊσμόν, με την απόρριψιν του μοναχισμού και της αγαμίας του κλήρου, με την έμφασιν την οποίαν έδιδεν εις την Παλαιάν Διαθήκην, τους προφήτας και τους ψαλμούς και με την παραδοχήν (εξαιρουμένου του Λουθήρου) μιας αυστηροτέρας σεξουαλικής ηθικής από την του ρωμαιοκαθολικισμού. Απεγοητεύθη όταν οι Εβραίοι δεν προέβησαν εις αντίστοιχον κίνησην προς τον προτεσταντισμόν η δε αντίρρησίς του δια την είσπραξιν τόκου, συνέτεινεν εις το να στραφή εναντίον των Εβραίων δανειστών και κατόπιν κατά των Εβραίων γενικώς. Όταν ο εκλέκτωρ Ιωάννης εξεδίωξε τους Εβραίους εκ της Σαξονίας (1537) ο Λούθηρος απέρριψε μιαν έκκλησιν των Εβραίων προς αυτόν όπως μεσολαβήση. Εις τας “Επιτραπεζίους ομιλίας” του, συνήνωνεν “Εβραίους και παπιστάς” ως απιστα καθάρματα… δύο περικνημίδας κατασκευασμένας από το αυτό τεμάχιον υφάσματος. Κατά τα τελευταία έτη της ζωής του κατελήφθη από μανίαν αντισημιτισμού, κατήγγειλε τους Εβραίους ως “έθνος σκληροτράχηλον, άπιστον αλαζονικόν, διεστραμμένον, απαίσιον” και απήτησεν όπως τα σχολεία και αι συναγωγαί των καταστραφούν δια πυρός.

«Οποιοσδήποτε δύναται, ας πετάξει θειάφι και κατράμι επ’ αυτών, εάν κανείς θα ηδύνατο να τους ρίψη το πυρ της κολάσεως, θα ήτο ακόμη καλύτερον… Και αυτό πρέπει να γίνη δια την τιμήν του Κυρίου ημών και του Χριστιανισμού, δια να ίδη ο Θεός ότι είμεθα πράγματι χριστιανοί. Ας διαλυθούν επίσης και ας καταστραφούν αι οικίαι των… Ας αφαιρεθούν από αυτούς τα βιβλία των προσευχών των και τα Ταλμούδ και όλη η Βίβλος των επίσης – ας απαγορευθή, επί ποινή θανάτου, εις τους ραββίνους των ωα διδάσκουν εις το μέλλον. Ας κλείσουν δι’ αυτούς οι δρόμοι των πόλεων και της υπαίθρου. Ας απαγορευθή εις αυτούς να ασκούν τοκογλυφίαν και ας αφαιρεθούν από αυτούς οι θησαυροί των εις χρυσόν και εις άργυρον και ας ασφαλισθούν κάπου αλλού. Και αν όλα αυτά δεν αρκούν, ας τους εκδιώξωμεν ως λυσσώντας σκύλους από την χώραν».

Ο Λούθηρος δεν θα έπρεπε να φθάση εις το γήρας.

Ήδη το 1522 είχε γίνει παπικώτερος των παπών.

«Δεν παραδέχομαι, έγραφεν, ότι η θεωρία μου δύναται να κριθή από οιονδήποτε, ούτε καν από τους αγγέλους. Εκείνος ο οποίος δεν δέχεται την θεωρίαν μου, δεν δύναται να σωθή».

Κατά το 1529 εχάρασσε μερικάς λεπτάς διακρίσεις:

Κανείς δεν πρέπει να εξαναγκάζεται να ομολογή την πίστην αλλά και δεν πρέπει  να επιτρέπεται εις κανέναν να την βλάπτη. Οι αντίπαλοι μας ας προβάλουν τας αντιρρήσεις των και ας ακούσουν τας απαιτήσεις μας. Εαν κατ’ αυτόν τον τρόπο προσηλυτισθούν, έχει καλώς -εαν όχι, ας καρατήσουν την γλώσσαν των και ας πιστεύουν ό,τι θέλουν… Δια να αποφύγωμεν αναταραχάς, δεν θα έπρεπε, κατά το δυνατόν, να ανεχώμεθα αντιθέτους διδασκαλίας.

Εντός του αυτού κράτους. Ακόμη και άπιστοι θα έπρεπε να εξαναγκάζωνται να τηρούν τάς δέκα εντολάς, να πηγαίνουν είς την εκκλησίαν και να συμμορφούνται εξωτερικώς.

Ο Λούθηρος τώρα συνεφώνει με την ρωμαιοκαθολική Εκκλησίαν ότι «οι χριστιανοί απαιτούν βεβαιότητα, συγκεκριμένα δόγματα και ασφαλή Λόγον του Θεού, τον οποίον να εμπιστεύωνται διά να ζήσουν και να αποθάνουν με αυτόν». Όπως η Εκκλησία κατά τους πρώτους αιώνας του χριστιανισμού, διαιρεθείσα και εξασθενήσασα απο το αυξανόμενον πλήθος βιαίων αιρέσεων, ησθάνθη ότι ήτο επιβεβλημένον να καθορίση την πίστιν της και να απομακρύνη όλους τους ταραξίας, τοιουτοτρόπως τώρα ο Λούθηρος, στενοχωρηθείς απο την ποικιλίαν των φιλερίδων αιρέσεων, αι οποίαι εφύτρωσαν απο τον σπόρον της ατομικής κρίσεως, μετεπήδησε βήμα πρός βήμα απο την ανεκτικότητα είς τον δογματισμόν.

«Όλοι οι άνθρωποι έχουν τώρα την αξίωσιν να κάμουν κριτικήν του Ευαγγελίου», παρεπονείτο˙«σχεδόν ο κάθε ξεμωραμένος γέρος ή φλύαρος σοφιστής θα πρέπει, πράγματι,να γίνη διδάκτωρ της θεολογίας».

Ερεθισθείς από τάς προκλήσεις των ρωμαιοκαθολικών ότι είχεν εξαπολύσει μίαν διαλυτικήν αναρχίαν πίστεων και ηθών, κατέληξε συμφωνών με την Εκκλησίαν, ότι η κοινωνική τάξις απήτει κάποιον περιορισμόν είς τάς συζητήσεις, κάποιαν ανεγνωρισμένην αυθεντίαν, η οποία θα εχρησίμευεν ώς «άγκυρα της πίστεως».Τι θα έπρεπε να είναι αυτή η αυθεντία; Η Εκκλησία απήντα ότι έπρεπε να είναι η Εκκλησία, διότι μόνον ένας ζωντανός οργανισμός θα ηδύνατο να προσαρμόση τον εαυτόν του και τάς Γραφάς είς τάς αναποφεύκτους μεταβολάς. Όχι, έλεγεν ο Λούθηρος˙ μοναδική και τελική αυθεντία έπρεπε να είναι η Βίβλος, δεδομένου ότι όλοι αναγνωρίζουν ότι είναι ο Λόγος του Θεού.

Είς το δέκατον τρίτον κεφάλαιον του Δευτερονομίου,του αλαθήτου αυτού βιβλίου, εύρε μίαν ρητήν εντολήν, θεωρουμένην ότι προήρχετο απο το στόμα του Θεού, να θανατώνονται οι αιρετικοί: «και ού φείσεται ο ο φθαλμός σου απ΄ αυτώ, ούκ επιποθήσεις επ΄ αυτώ, ουδ΄ ού μη σκεπάσης αυτόν», έστω και άν ήτο «ο αδελφός σου ή ο υιός σου ή γυνή σου ή εν κόλπω σου… και αι χείρες σου έσονται επ΄ αυτόν έν πρώτοις αποκτείναι αυτόν». Με βάσιν το τρομερόν αυτό ένταλμα, η Εκκλησία ενήργησε κατά τον δέκατον τρίτον αιώνα, εξαφανίσασα τους Αλβιγηνούς˙ η θεία αυτή κατάρα είχε γίνει πιστοποιητικόν εξουσίας διά τάς καύσεις της ιεράς εξετάσεως. Παρά την βιαιότητα των λόγων του, ο Λούθηρος ουδέποτε συνηγωνίσθη την Εκκλησίαν είς αυστηρότητα όταν ενήργει κατά αντιφρονούντων, αλλά ενήργε, εντός του χώρου και των ορίων της εξουσίας του, να τούς επιβάλη σιγήν ειρηνικώς εφ΄ όσον ηδύνατο. Το 1525 επεκαλέσθη την βοήθειαν υφισταμένων διατάξεων λογοκρισίας διά να εμποδίση την εκτύπωσιν των «βλαβερών θεωριών» των Αναβαπτιστών και Ζβιγγλιανών. Το 1530, είς το σχολίον του επι του 82ου ψαλμού, συνέστησεν είς τάς κυβερνήσεις να θανατώνουν όλους τους αιρετικούς οι οποίοι εκήρυττον την επανάστασιν ή εναντίον της ατομικής ιδιοκτησίας και

«εκείνους οι οποίοι διδάσκουν εναντίον της ατομικής ιδιοκτησίας και «εκείνους οι οποίοι διδάσκουν εναντίον ενός σαφούς άρθρου της πίστεως…. όπως είναι τα άρθρα τα οποία μανθάνουν τα παιδία είς την κατήχησιν, όπως π.χ. εάν κανείς θα εδίδασκεν ότι ο Χριστός δεν ήτο Θεός αλλά απλούς άνθρωπος».

Ο Σεβαστιανός Φράνκ εθεώρει ότι υπήρχε μεγαλυτέρα ελευθερία του λόγου μεταξύ των Τούρκων παρά είς τα λουθηρανικά κράτη ο δέ Λέων Γιούντ, ο ζβιγγλιανός, συνετάχθη με τον Κάρλστατ είς το να ονομάση τον Λούθηρον δεύτερον πάπαν. Θα πρέπει, εν τούτοις, να σημειώσωμεν ότι περί τα τέλη του βίου του ο Λούθηρος επανήλθεν είς τα παλαιά του αισθήματα της ανεκτικότητος. Είς το τελευταίον του κήρυγμα συνέστησε την εγκτάλειψιν πάσης προσπαθείας εξαλείψεως των αιρέσεων διά της βίας˙ πρέπει να ανεχώμεθα υπομονητικώς τους ρωμαιοκαθολικούς και τους Αναβαπτιστάς μέχρι της Μελλούσης Κρίσεως, όταν ο Χριστός θα λάβη μέριμναν δι΄ αυτούς.
Άλλοι μεταρρυθμισταί συνηγωνίσθησαν ή υπερέβαλον τον Λούθηρον είς την καταδίωξιν των αιρέσεων. Ο Μπούσερ του Στρασβούργου παρακινεί τάς πολιτικάς αρχάς είς τα προτεσταντικά κράτη να εξοντώσουν όλους εκείνους οι οποίοι επίστευον μίαν «ψευδή» θρησκείαν. Τοιούτοι άνθρωποι, έλεγεν, είναι χειρότεροι απο φονείς˙ ακόμη και αί σύζυγοι και τα τέκνα και τα ζώα των έπρεπε να καταστραφούν. Ο σχετικώς ήπιος Μελάγχθων απεδέχθη της προεδρίαν της κοσμικής Ιεράς Εξετάσεως η οποία κατέπνιξε τους Αναβαπτιστάς είς την Γερμανίαν με φυλακίσεις και θανατώσεις. «Διατί να οικτίρωμεν τοιούτους ανθρώπους περισσότερον απο ότι τους οικτίρει ο Θεός;» ηρώτα, διότι ήτο πεπεισμένος ότι ο Θεός προώριζεν όλους τους Αναβαπτιστάς διά την κόλασιν. Συνέστησεν όπως η μή παραδοχή του βαπτίσματος των νηπίων ή του προπατορικού αμαρτήματος ή της πραγματικής παρουσίας του Χριστού είς την Ευχαριστίαν, τιμωρήται ώς κεφαλαιώδες έγκλημα. Επέμεινεν όπως καταδικασθή είς θάνατον ένας αιρετικός ο οποίος επίστευεν ότι οι ειδωλολάτραι ηδύναντο να σωθούν και ένας άλλος ο οποίος αμφέβαλλεν αν η πίστις είς στον Χριστό ώς λυτρωτήν θα ηδύνατο να μεταβάλη ένα φύσει αμαρτωλόν είς δίκαιον. Επεκρότησε, όπως θα ίδωμεν, την εκτέλεσιν του Σερβέτου. Εζήτησεν απο το κράτος να εξαναγκάσει τον λαόν να προσέρχεται κανονικώς είς τάς προτεσταντικάς ιεροστελεστίας. Απήτησε την απαγόρευσιν όλων των βιβλίων τα οποία αντετίθεντο ή εμπόδιζον την λουθηρανήν διδασκαλίαν. Τοιουτοτρόπως,τα συγγράμματα του Ζβιγγλίου και των οπαδών του είχον επισήμως καταγραφή είς τον κατάλογον των απηγορευμένων βιβλίων είς την Βιττενβέργην. Ενώ ο Λούθηρος ήτο ικανοποιημένος με την εκδίωξιν των ρωμαιοκαθολικών απο τάς περιοχάς αί οποίαι εκυβερνώντο απο λουθηρανούς ηγεμόνας, ο Μελάγχθων ηυνόει σωματικάς ποινάς. Και οι δύο συνεφώνουν ότι η πολιτική εξουσία ήτο υποχρεωμένη εκ καθήκοντος να διαδίδη και να υποστηρίζη τον «νόμον του Θεού», δηλ. Τον λουθηρανισμόν. Εν τούτοις ο Λούθηρος συνεβούλευεν ότι όπου υφίσταντο δύο μερίδες είς ένα κράτος, η μειοψηφία ώφειλε να υποτάσσεται είς την πλειοψηφίαν. Είς ένα χαρακτηριστικώς ρωμαιοκαθολικόν πριγκιπάτον, οι προτεστάνται θα έπρεπε να υποχωρήσουν και να μεταναστεύσουν. Είς μίαν χαρακτηριστικώς προστεσταντικήν  επαρχίαν οι ρωμαιοκαθολικοί ώφειλον να ενδώσουν και να αναχωρήσουν˙ εάν ανθίσταντο, τότε θα έπρεπε να τιμωρηθούν αποτελεσματικώς.
Αι προτεσταντικαί αρχαί, ακολουθούσα ρωμαιοκαθολικά προήγουμενα, παρεδέχθησαν την υποχρέωσιν να τηρούν την θρησκευτικήν συμμόρφωσιν. Είς το Άουγκσμπουργκ (18 Ιανουαρίου 1537) το δημοτικόν συμβούλιον εξέδωσε διάταγμα, διά του οποίου απηγόρευε την ρωμαιοκαθολικήν λατρείαν και εξώριζε μετά οκταήμερον, όλους όσοι δεν θα απεδέχοντο την νέαν πίστιν. Μετά την εκπνοήν της προθεσμίας,το συμβούλιον απέστειλε στρατιώτας να καταλάβουν όλας τάς εκκλησίας και τα μοναστήρια˙ θυσιαστήρια και αγάλματα αφηρέθησαν, ιερείς,μοναχοί και μοναχαί εξωρίσθησαν. Η Φραγκγούρτη επί του Μάιν εξέδωσε παρόμοιον διάταγμα η δέ κατάσχεσις των περιουσιών των ρωμαιοκαθολικών εκκλησιών και η κατάργησις της ρωμαιοκαθολικής λειτουργίας επεξετάθησαν είς όλα τα κράτη τα οποία ηλέγχοντο απο προστεστάντας. Η λογοκρισία του τύπου, η οποία είχεν ήδη καθιερωθή είς τάς ρωμαιοκαθολικάς περιοχάς, έγινε δεκτή και απο τους προτεστάντας˙ τοιουτοτρόπως ο εκλέκτωρ της Σαξονίας Ιωάννης,κατόπιν αιτήσεως του Λουθήρου και του Μελάγχθονος, εξέδωσε (1528) ένα διάταγμα, διά του οποίου απηγόρευε την δημοσίευσιν,την πώλησιν και την ανάγνωσιν της ζβιγγλιανής ή της αναβαπτιστικής φιλολογίας καθώς και το κήρυγμα ή την διδασκαλίαν των θεωριών των, «και οιοσδήποτε πληροφορηθή ότι τούτο γίνεται απο οποιονδήποτε,είτε ξένον είτε γνώριμον του, πρέπει να πληροφορή τους άρχοντας του τόπου ίνα ο δράστης συλληφθή εγκαίρως και τιμωρηθή… Όσοι πληροφορηθούν τοιαύτας παραβάσεις των διαταγών… και δεν παράσχουν τάς δεούσας πληροφορίας θα τιμωρούνται με την απώλειαν της ζωής ή της περιουσίας των».

Ο αφορισμός, όπως η λογοκρισία, υιοθετήθη εκ μέρους των προτεστάντων από τους ρωμαιοκαθολικούς. Η ομολογία του Άουγκσμπουργκ* του 1530 διεκήρυξε το δικαίωμα της Λουθηρανής Εκκλησίας να αφορίζη πάν μέλος αυτής το οποίον θα απέρριπτεν ένα βασικόν λουθηρανικόν δόγμα.Ο Λούθηρος εξήγησεν ότι
«παρ΄ όλον ότι ο αφορισμός είς την παπωσύνην χρησιμοποιείται και υφίσταται απαίσχυντον κατάχρησιν και έχει γίνει ένα απλούν βασανιστήριον, εν τούτοις δεν πρέπει να τον καταργήσωμεν αλλά να κάμνωμεν ορθήν χρήσιν αυτού, όπως διέταξεν ο Χριστός». 

ΙΙ.     ΑΙ ΔΙΑΙΤΑΙ ΔΙΑΦΩΝΟΥΝ   1521 – 41
Όπως η εσωτερική ελευθερία ποικίλει (όταν οι άλλοι παράγοντες παραμένουν αμετάβλητοι) αναλόγως της εξωτερικής ασφαλείας, τοιουτοτρόπως ο προτεσταντισμός, κατά την περίοδο της ασφαλείας του, περιέπεσεν εις την κατάτμησιν εις φατρίας, πράγμα το οποίον εφαίνετο συναφές με τας αρχάς της ατομικής κρίσεως και της υπεροχής της συνειδήσεως. Ήδη το 1525 ο Λούθηρος έγραφεν: «Υπάρχουν σήμερον σχεδόν τόσαι φατρίαι και πίστεις όσαι και κεφαλαί»[12]

Ο Μελάγχθων ήτο απησχολημένος με το να κατευνάζη τον αρχηγόν του και να επινοή διφορούμενας διατυπώσεις διά να συμβιβάζη αντιτιθεμένας βεβαιότητας. Οι ρωμαιοκαθολικοί έχαιρον καταδεικνύοντες τας φιλονεικούσας μεταξύ των προτεσταντικάς φατρίας και προέλεγον ότι η ελευθερία της ερμηνείας και της πίστεως θα ωδήγει εις θρησκευτικήν αναρχίαν, ηθικήν αποσύνθεσιν και ένα σκεπτικισμόν εξ ίσου απεχθή   διά τους προτεστάντας όπως και διά τους καθολικούς. [13] Το 1525, τρεις καλλιτέχναι εξωρίσθησαν από την προτεσταντικήν Νυρεμβέργην διότι ημφεσβήτησαν την θείαν έμπνευσιν της Βίβλου, την πραγματικήν παρουσίαν  κατά την Ευχαριστίαν και την θεότητα  του Χριστού.
Καθ’ ον χρόνον ο Σουλεϊμάν παρεσκεύαζε την εκστρατείαν, η οποία περιέκοψε την Ουγγαρίαν κατά το ήμισυ, μία δίαιτα Γερμανών ηγεμόνων, ιεραρχών και αστών συνήλθεν εις την Σπέγιερ (Ιούνιος 1526) διά να εξετάση το αίτημα των καθολικών όπως το διάταγμα της Βορμς επιβληθή διά καταναγκασμού και την αντιπρότασιν των προτεσταντών ότι η θρησκεία πρέπει  να αφεθή ελευθέρα μέχρις ότου μία σύνοδος υπό γερμανικήν προστασίαν τακτοποιήση τας διαφοράς. Οι προτεστάνται επεκράτησαν και το τελικόν ψήφισμα της διαίτης αυτής καθώρισεν ότι – μέχρις ότου συνέλθη το ως άνω συμβούλιον – έκαστον γερμανικόν κράτος, εις ό,τι αφορά την θρησκείαν, (οφείλει να ζη, να κυβερνά και να συμπεριφέρεται κατά τρόπον, καθ’ ον θα νομίζη ότι ανταποκρίνεται εις την θέλησιν του Θεού και του αυτοκράτορος). Ότι κανείς δεν πρέπει να τιμωρηθή διά προηγούμενα αδικήματα παραβάσεων του διατάγματος της Βορμς. Και ότι ο Λόγος του Θεού θα έπρεπε να κηρύσσσεται από όλα τα μέρη χωρίς το ένα να επεμβαίνη εις τας ενεργείας των άλλων. Οι προτεστάνται ηρμήνευσαν την «προσωρινήν απόφασιν της Σπέγιερ» ως επικυρούσαν την ίδρυσιν λουθηρανικών εκκλησιών, την θρησκευτικήν αυτονομίαν εκάστου τοπικού ηγεμόνος και την απαγόρευσιν της θείας λειτουργίας εις τας λουθηρανικάς περιοχάς. Οι ρωμαιοκαθολικοί απέρριψαν αυτάς τας ερμηνείας αλλά ο αυτοκράτωρ, ευρισκόμενος εις διάστασιν με τον πάπαν, τας απεδέχθη επί του παρόντος ο δε Φερδινάνδος ευρέθη εντός ολίγου εις τοιούτον βαθμόν απησχολημένος με τα ζητήματα της Ουγγαρίας ώστε να μη δύναται να προβάλη αποτελεσματικήν αντίστασιν.

Όταν αποκατέστησεν ειρηνικάς σχέσεις με τον Κλήμεντα, ο Κάρολος επανήλθεν εις την φυσικήν δι’ ένα βασιλέα συντηρητικότητα  και έδωσεν εντολήν εις την δίαιταν της Σπέγιερ να συνέλθη εκ νέου την 1ην Φεβρουαρίου 1529. Υπό την επιρροήν του προεδρεύοντος αρχιδουκός και του απόντος αυτοκράτορος, η νέα συνέλευσις ανεκάλεσε το διάταγμα του 1526 και εξέδωσε ψήφισμα το οποίον επέτρεπε τας λουθηρανικάς ιεροτελεστίας, απήτει όμως την ανοχήν των ρωμαιοκαθολικών ιεροτελεστιών, εις τα λουθηρανικά κράτη, απηγόρευεν απολύτως το λουθηρανικόν κήρυγμα ή λειτουργικόν τυπικόν εις τα ρωμαιοκαθολικά κράτη, επέβαλλε το διάταγμα της Βορμς και έθετεν εκτός νόμου τας αιρέσεις των Ζβιγγλιανών και των Αναβαπτιστών παντού. Την 25ην Απριλίου 1529 η λουθηρανική μειονότης εδημοσίευσε μίαν «διαμαρτυρίαν» διακηρύσσουσα ότι η συνείδησις απηγόρευε την εκ μέρους των αποδοχήν του διατάγματος αυτού. Απηυθύνθησαν προς τον αυτοκράτορα ζητούντες την σύγκλησιν γενικής συνόδου. Εν τω μεταξύ εδήλωσαν ότι θα παραμείνουν πιστοί εις το ψήφισμα της Σπέγιερ αντί οιασδήποτε θυσίας. Ο όρος προτεστάνται απεδόθη υπό των ρωμαιοκαθολικών εις τους υπογράψαντας αυτήν την διαμαρτυρίαν και βαθμηδόν κατέστη συνήθεια να καθορίζωνται δι’ αυτού οι Γερμανοί αποστάται από την Ρώμην.

Εξακολουθών να έχη ανάγκην της γερμανικής ενότητος εναντίον των Τούρκων, ο Κάρολος συνεκάλεσε μίαν άλλην δίαιταν, η οποία συνήλθεν εις το Άουγκσμπουργκ (20 Ιουνίου 1530) υπό την προεδρίαν του. Κατά την διάσκεψιν αυτήν παρέμεινεν εις την κατοικίαν του Αντωνίου Φούγκερ, όστις ήτο τώρα αρχηγός του οίκου ο οποίος τον είχε κάμει αυτοκράτορα. Συμφώνως προς μίαν παλαιάν ιστορίαν, ο τραπεζίτης ηυχαρίστησε τον ηγεμόνα ανάψας πυράν με ένα χρεόγραφον του αυτοκράτορος. [14]  Επειδή οι Φούγκερ ήσαν οικονομικώς σύμμαχοι με τους πάπας, η χειρονομία αυτή πιθανόν να έφερε τον Κάρολον ένα βήμα πλησιέστερα προς τον παπισμόν. Ο Λούθηρος δεν παρέστη διότι εξηκολούθει να διατελή υπό αυτοκρατορικήν απαγόρευσιν και ήτο δυνατόν να συλληφθή ανά πάσαν στιγμήν. Μετέβη όμως εις το Κοβούργον, επί των σαξονικών συνόρων και ευρίσκετο εις επαφήν με την προτεσταντικήν αντιπροσωπείαν δι’ αγγελιοφόρων. Παρωμοίαζε την συνέλευσιν με ένα σμήνος από κάργιες αι οποίαι εφλυάρουν και επτερύγιζον προ των παραθύρων του και παρεπονείτο ότι  «έκαστος επίσκοπος έφερε μαζί του τόσους διαβόλους» ή ψηφοφόρους εις την δίαιταν «όσοι ψύλλοι ευρίσκονται εις ένα σκύλον την ημέραν του Αγίου Ιωάννου».[15]  Προφανώς αυτήν την εποχήν συνέθεσε τον σπουδαιότερον από τους ύμνους του – «Ein feste Burg ist unser Gott» – «ένα δυνατό φρούριο είναι ο Θεός μας».

Την 24ην Ιουνίου ο καρδινάλιος Καμπέτζιο απήτησεν από την δίαιταν την ολοσχερή εξάλειψιν των προτεσταντικών αιρέσεων. Την 25ην ο Χριστιανός Μπάγιερ ανέγνωσεν εις τον αυτοκράτορα και εις μίαν μερίδα της συνελεύσεως την περίφημον Ομολογίαν του Άουγκσμπουργκ, την οποίαν είχε συντάξει ο Μελάγχθων, και η οποία, με μερικάς τροποποιήσεις, επρόκειτο να γίνη η επίσημος ομολογία πίστεως των λουθηρανικών εκκλησιών. Εν μέρει επειδή εφοβείτο πόλεμον εκ μέρους των συνδυασμένων δυνάμεων του αυτοκράτορος και του πάπα εναντίον των διηρημένων προτεσταντών, εν μέρει διότι εξ ιδιοσυγκρασίας έκλινε προς τον συμβιβασμόν και την ειρήνην, ο Μελάγχθων διετύπωσε το έγγραφον (όπως λέγει ένας ρωμαιοκαθολικός λόγιος) εις ένα «αξιοπρεπή, μετριοπαθή και ειρηνικόν τόνον», [16] και προσεπάθησε να μειώση τας διαφοράς μεταξύ των λουθηρανικών και των καθολικών απόψεων. Επεξετάθη επί των αιρέσεων, τας οποίας οι ευαγγελικοί (όπως αυτοαπεκαλούντο οι λουθηρανοί εκ του ότι εστηρίζοντο μόνον εις τα ευαγγέλια και την λοιπήν Κ.Διαθήκην) και οι ρωμαιοκαθολικοί κατεδίκαζον κατά τον ίδιον τρόπον, διεχώρισε την λουθηρανικήν από την ζβιγγλιανικήν μεταρρύθμισιν και άφησε την τελευταίαν να φροντίση μόνη της διά τον εαυτό της. Εμετρίασε τα δόγματα περί προορισμού, «μετουσιώσεως» και δικαιώσεως διά της πίστεως, ωμίλησε μετριοπαθώς περί των εκκλησιαστικών καταχρήσεων, τας οποίας είχε περιορίσει ο προτεσταντισμός. Υπερήσπισε με ευγένειαν την παροχήν της Ευχαριστίας υπό τας δύο μορφάς, την κατάργησιν των μοναστικών όρκων, τον γάμο του κλήρου, και έκαμεν έκκλησιν προς τον καρδινάλιον Καμπέτζιο να δεχθή την Ομολογίαν αυτήν με το ίδιον διαλλακτικόν πνεύμα, με το οποίον είχε συνταχθή.

Ο Λούθηρος εστενοχωρήθη διά μερικάς εκ των παραχωρήσεων άλλ’ έδωσεν εις το έγγραφον την απαραίτητον έγκρισίν του. Ο Ζβίγγλιος απέστειλεν εις τον αυτοκράτορα την ιδικήν του Ratio fidei, διατυπώσας απροκαλύπτως, ότι δεν επίστευσεν εις την πραγματικήν παρουσίαν. Το Στρασβούργον, το Λιντάου, η Κωνσταντία και το Μέμμιγκεν, παρουσίασαν μίαν ιδιαιτέραν ομολογίαν, την Tetrapolitana, εις την οποίαν ο Καπίτο και ο Μπούσερ ηγωνίσθησαν να γεφυρώσουν τα χάσματα μεταξύ της λουθηρανικής, της ζβιγγλιανικής και της ρωμαιοκαθολικής πίστεως.

Η μερίς των άκρων ρωμαιοκαθολικών, υπό την ηγεσίαν του Εκ, απήντησε με μίαν «Διάψευσιν» τόσον αδιάλλακτον, ώστε η συνέλευσις ηρνήθη να την υποβάλη εις τον αυτοκράτορα μέχρις ότου  εχαμήλωσε δύο φοράς τον τόνον της. Μετά την αναθεώρησιν της αυτήν επέμενεν επί της μετουσιώσεως των επτά μυστηρίων, της επικλήσεως των αγίων της αγαμίας του κλήρου, της κοινωνίας με μόνον άρτον και της τελέσεως της λειτουργίας λατινιστί. Ο Κάρολος ενέκρινεν αυτήν την «Διάψευσιν» και διεκήρυξεν, ότι οι προτεστάνται έπρεπε είτε να την αποδεχθούν είτε να αντιμετωπίσουν πόλεμον. Μια ηπιωτέρα μερίς ρωμαιοκαθολικών ήρχισε διαπραγματεύσεις με τον Μελάγχθονα και προσεφέρθη να επιτρέψη την κοινωνίαν εις άρτον και οίνον. Εις αντάλλαγμα, ο Μελάγχθων συνεφώνησεν να δεχθή την εξομολόγηση, τας νηστείας, την επισκοπικήν δικαιοδοσίαν, ακόμη και την παπικήν εξουσίαν, με μερικάς προυποθέσεις. Άλλοι όμως προτεστάνται ηρνήθησαν να προχωρήσουν τόσο πολύ. Ο Λούθηρος διεμαρτυρήθη ότι η παλινόρθωσις της επισκοπικής δικαιοδοσίας θα υπέτασσε τους νέους ιερείς υπό την ρωμαϊκήν ιεραρχίαν και συντόμως θα εξήλειφε την Μεταρρύθμισιν. Βλέποντες, ότι η συμφωνία ήτο αδύνατος, πολλοί προτεστάνται ηγέται ανεχώρησαν διά τας εστίας των.

Την 19ην Νοεμβρίου, η διασπασθείσα δίαιτα εξέδωσε το τελικό της διάταγμα. Όλαι αι φάσεις του προτεσταντισμού κατεδικάζοντο. Το διάταγμα της Βορμς έπρεπε να επιβληθή. Το αυτοκρατορικόν δικαστήριο [ Reichskammergericht ] θα ήρχιζε την λήψιν νομίμων μέτρων εναντίον εκείνων οι οποίοι ιδιοποιήθησαν εκκλησιαστικήν περιουσίαν. Οι προτεστάνται θα έπρεπε να αποδεχθούν την «Διάψευσιν» ειρηνικώς μέχρι τις 15 Απριλίου 1531. Η υπογραφή του Καρόλου έκαμε το «ψήφισμα αυτό του Άουγκσμπουργκ», αυτοκρατορικόν διάταγμα. Πρέπει να είχε φανή εις τον αυτοκράτορα, ότι ήτο το άκρον άωτον της λογικής το να παραχωρήση εις τους αντάρτας έξ μήνας  διά να προσαρμοστούν προς την θέλησιν της διαίτης. Κατά την διάρκειαν της περιόδου αυτής τους παρέσχεν ασυλίαν από το διάταγμα της Βορμς. Κατόπιν, εάν άλλα καθήκοντα θα το επέτρεπον θα ηδύνατο να υποβάλη τας αντιπάλους θεολογίας υπό το υπέρτερον δικαστήριον του πολέμου.

Καθ’ ον χρόνον η δίαιτα συνεδρίαζε πολλά κράτη εσχημάτισαν μία Καθολικήν Ομοσπονδίαν διά την άμυναν και την αποκατάστασιν  της πατροπαραδότου πίστεως. Ερμηνεύοντες τούτο ως πολεμικήν χειρονομίαν, μερικοί προτεστάνται ηγεμόνες και προτεσταντικαί πόλεις, ωργάνωσαν (Μάρτιος 1531) την Σμαλκαλδικήν Ομοσπονδίαν, η οποία έλαβε το όνομά της από την γενέτειρα της θέσιν παρά την Ερφούρτην. Όταν εξέπνευσε η δοθείσα προθεσμία ο Φερδινάνδος, ‘ Βασιλεύς των Ρωμαίων ‘ τώρα, επρότεινεν εις τον Κάρολον να αρχίση πόλεμον. Αλλά ο Κάρολος δεν ήτο ακόμη έτοιμος. Ο Σουλεϊμάν εσχεδίαζεν νέαν επίθεσιν κατά της Βιέννης. Ο σύμμαχος και ομόσπονδος του Σουλειμάν Βαρβαρόσσας, ενήργει επιδρομάς εις την Μεσόγειον, λυμαινόμενος το χριστιανικόν εμπόριον. Ο σύμμαχος του Σουλειμάν Φραγκίσκος της Γαλλίας, ανέμενε να επιτεθή εναντίον του Μιλάνου την στιγμήν κατά την οποίαν ο Κάρολος θα περιεπλέκετο εις έναν γερμανικόν εμφύλιον πόλεμον. Τον Απρίλιον του 1531 αντί να επιβάλη το διάταγμα του Άουγκσμπουργκ, το ανέστειλε και εζήτησε προτεσταντικήν βοήθειαν κατά των Τούρκων. Ο Λούθηρος και οι ηγεμόνες ανταπεκρίθησαν νομιμοφρόνως. Λουθηρανοί και καθολικοί υπέγραψαν την Ειρήνην της Νυρεμβέργης (23 Ιουλίου 1532) υποσχεθέντες ηνωμένην βοήθειαν προς τον Φερδινάνδον και αμοιβαίαν θρησκευτικήν ανοχήν μέχρις ότου θα συνήρχετο μία γενική σύνοδος. Ένας τόσο πολυάριθμος στρατός από προτεστάντας και ρωμαιοκαθολικούς Γερμανούς, από Ισπανούς και Ιταλούς ρωμαιοκαθολικούς συνεκεντρώθη υπό την σημαίαν του αυτοκράτορος εις την Βιέννην, ώστε ο Σουλεϊμάν εύρε τους οιωνούς δυσμενείς και επέστρεψεν εις την Κωνσταντινούπολιν ενώ ο χριστιανικός στρατός, μεθυσμένος από την αναίμακτον νίκην του ελεηλάτει χριστιανικάς πόλεις και οικίας «σκορπίζων μεγαλυτέραν καταστροφίν», έλεγεν ο αυτόπτης Θωμάς Κράνμερ εξ Αγγλίας «από τους Τούρκους». [17]
Ο πατριωτισμός των προτεσταντών έδωσεν εις το κίνημά των νέαν αξιοπρέπειαν και ορμήν. Όταν ο Αλεάντερ, απεσταλμένος και πάλι του πάπα, προσέφερεν εις τους προτεστάντας ηγέτας ακρόασιν εις μίαν γενικήν σύνοδον εάν θα υπέσχοντο υποταγήν εις τας τελικάς αποφάσεις της συνόδου, αυτοί απέρριψαν τας προτάσεις του. Μετά έν έτος (1534) ο Φίλιππος της Έσσης μη λαβών υπ’όψιν την υπό του Λουθήρου καταδίκην πάσης επιθετικής πολιτικής, εδέχθη γαλλικήν βοήθειαν κατά την παλινόρθωσιν του προτεστάντος δουκός Ούλριχ εις την εξουσίαν εις την Βυρτεμβέργην. Η κυριαρχία του Φερδινάνδου ετελείωσεν εκεί. Αι εκκλησίαι ελεηλατήθησαν, τα μοναστήρια εκλείσθησαν και η περιουσία των κατεσχέθη υπό του κράτους. [18] Αι περιστάσεις ηυνόησαν και πάλι τους προτεστάντας – ο Φερδινάνδος ήτο απερροφημένος προς ανατολάς, ο Κάρολος προς δυσμάς. Οι Αναβαπτισταί εσταθεροποίουν προφανώς μίαν κομμουνιστικήν επανάστασιν εις το Μύνστερ. Οι ριζοσπάσται του Γυργκενβουλλενβέφερ κατέλαβον την Λυμπέκ (1535). Οι καθολικοί ηγεμόνες εχρειάσθησαν τώρα προτεσταντικήν βοήθειαν αφ’ενός μεν εναντίον εσωτερικών εξεγέρσεων αφετέρου δε εναντίον των Οθωμανών. Επιπλέον η Σκανδιναβία και η Αγγλία είχον ήδη απαρνηθή την Ρώμην και η ρωμαιοκαθολική Γαλλία επεζήτει την συμμαχίαν της λουθηρανικής Γερμανίας εναντίον του Καρόλου Ε΄.

Ενθαρρυνθείσα από την αυξανομένην αυτήν δύναμιν, η Σμαλκαλδική Ομοσπονδία εψήφισε την συγκρότησιν ενός στρατού εκ 12.000 ανδρών. Όταν ο νεός πάπας Παύλος Γ΄, ηρώτησεν υπό ποίους όρους η Ομοσπονδία θα εδέχετο μίαν γενικήν σύνοδον, απήντησεν ότι θα ανεγνώριζεν μόνον μία σύνοδον η οποία θα συνήρχετο ανεξαρτήτως από τον πάπα και θ απετελείτο από τους εκκλησιαστικούς και τους κοσμικούς ηγέτας της Γερμανίας και θα εδέχετο τους προτεστάντας όχι ως αιρετικούς αλλά ως ομοτίμους συμμετέχοντας. [19]  Απέκλεισεν το αυτοκρατορικόν δικαστήριον και εγνωστοποίησε εις τον καγκελλάριον του αυτοκράτορος ότι δεν θα παρεδέχετο το δικαίωμα των ρωμαιοκαθολικών να διατηρούν εκκλησιαστικάς περιουσίας ή να συνεχίζουν την λατρείαν των εις τα εδάφη των προτεσταντών ηγεμόνων. [20] Τα ρωμαιοκαθολικά κράτη ανεσυγκρότησαν την ομοσπονδία των και απήτησαν από τον Κάρολον πλήρη επιβολή των εξουσιών, αι οποίαι είχον παραχωρηθή εις το Reichskammergericht. Αυτός απήντησε με ευγενείς λόγους αλλά ο φόβος του Φραγκίσκου Α΄εις τα νώτα του τον εκράτησεν επιφυλακτικόν.
Η προτεσταντική πλημμύρα εξηκολούθει να ογκούται. Ένας ρωμαιοκαθολικός ιστορικός λέγει:

Την 9ην Σεπτεμβρίου 1538, ο Αλεάντερ έγραψεν εις τον πάπαν από το Λιντς, ότι η θρησκευτική κατάστασις εις την Γερμανίαν ευρίσκετο σχεδόν εις κατάρρευσιν. Η θεία λατρεία και η παροχή των μυστηρίων είχε κατά το πλείστον σταματήση. Οι κοσμικοί ηγεμόνες, εξαιρουμένου του Φερδινάνδου, ήσαν είτε εντελώς λουθηρανοί ή εμίσουν ασπόνδως τους ιερείς και επωφθαλμίων τας εκκλησιαστικάς περιουσίας. Οι ιεράρχαι εξηκολούθουν να διάγουν την ιδίαν σπάταλον ζωήν όπως και πριν… Τα θρησκευτικά τάγματα έχουν περιορισθή εις το ελάχιστον. Ο κοσμικός κλήρος δεν ήτο πολύ περισσότερος και τόσο ανήθικος και αμαθής ώστε οι ολίγοι καθολικοί τους απέφευγον. [21]

Όταν απέθανε ο καθολικός δουξ της Αλβερτίνης Σαξονίας Γεώργιος, τον διεδέχθη ο λουθηρανός αδελφός του Ερρίκος. Τούτον με τη σειράν του διεδέχθη ο Μαυρίκιος, ο οποίος επρόκειτο να είναι ο στρατιωτικός σωτήρ του προτεσταντισμού εις την Γερμανίαν. Το 1539, ο εκλέκτωρ του Βραδιμβούργου Ιωακείμ Β΄ ίδρυσεν εις την πρωτεύουσαν του, το Βερολίνον, μίαν προτεσταντικήν εκκλησίαν υπερηφάνως ανεξάρτητον και από την Ρώμην και από την Βυττενβέργην. Το 1542, το δουκάτον της Κλέβης, η επισκοπή του Ναουμβούργου, ακόμη και η έδρα του Άλμπρεχτ εις την Χάλλην, προσετέθησαν εις τον προτεσταντικόν κατάλογον με επίκαιρον ανάμειξιν πολιτικής και πολέμου. Το 1543 ο κόμης Έρμαν φον Βηντ,  αρχιεπίσκοπος – εκλέκτωρ της Κολωνίας, εσκανδάλισεν την Ρώμην, μετατραπείς εις λουθηρανόν. Οι προτεστάνται ηγέται είχον τοιαύτην  πεποίθησιν ώστε τον Ιανουάριον του 1540, ο Λούθηρος, ο Μελάγχθων και άλλοι, εξέδωσαν μίαν προκήρυξιν δηλούντες ότι ειρήνη ήτο δυνατό να υπάρξη μόνον εάν ο αυτοκράτωρ και ο καθολικός κλήρος θα απηρνούντο την «ειδωλολατρείαν και την πλάνην» των και θα απεδέχοντο το «καθαρόν δόγμα» της ομολογίας του Άουγκσμπουργκ. Και το έγγραφο εξηκολούθει περαιτέρω: « και αν ακόμη ο πάπας επρόκειτο να μας αναγνωρίση τα δόγματα και τας ιεροτελεστίας μας, ημείς θα εξακολουθήσομεν να είμεθα υποχρεωμένοι να τον μεταχειριζώμεθα ως διώκτην και απόβλητον εφ’ όσον εις τα βασίλειά μας δεν θα απηρνήτο τας πλάνας του».

«Όλα ετελείωσαν με τον πάπαν», είπεν ο Λούθηρος,  «όπως έγινε και με τον θεόν του τον διάβολον» [22]

Ο Κάρολος σχεδόν συνεφώνησε, διότι τον Απρίλιον του 1540, ανέλαβεν την θρησκευτικήν πρωτοβουλίαν από τον πάπαν και προσεκάλεσεν τους καθολικούς και προτεστάντας ηγέτας της Γερμανίας να συγκεντρωθούν εις «χριστιανικήν συγκέντρωσιν» διά να επιδιώξουν και πάλιν μίαν ειρηνικήν τακτοποίησιν των διαφορών των. «Εάν ο πάπας δεν επέμβη αποφασιστικώς», έγραφεν ένας παπικός νούντσιος, « ολόκληρος η Γερμανία θα γίνη λεία του προτεσταντισμού». Εις μίαν προκαταρκτικήν σύσκεψιν εις την Βορμς, μία μακρά συζήτησις μεταξύ του Εκ και του Μελάγχθονος κατέληξεν εις την προσωρινήν παραδοχήν εκ μέρους του προηγουμένως αδιαλλάκτου καθολικού, των ηπίων προτάσεων, αι οποίαι είχον διατυπωθή εις την Ομολογίαν του Άουγκσμπουργκ. [23]

Ενθαρρυνθείς ο Κάρολος, εκάλεσε τας δύο ομάδας εις την Ρατισβόνην [ Regensburg]. Εκεί, υπό την ηγεσίαν του (5 Απριλίου – 22 Μαίου 1541) εσημείωσαν την μεγαλυτέραν των προσέγγισιν προς μίαν διευθέτησιν.

Ο Παύλος Γ΄ είχε ειρηνικάς διαθέσεις και ο κύριος αντιπρόσωπός του, καρδινάλιος Γκάσπαρο Κονταρίνι, ήτο άνθρωπος καλής θελήσεως και πολύ ηθικού χαρακτήρος. Ο αυτοκράτωρ, καταπονούμενος από τας απειλάς εκ μέρους της Γαλλίας και από τας  εκκλήσεις εκ μέρους του Φερδινάνδου διά βοήθειαν εναντίον των επανερχομένων Τούρκων, επεθύμει τόσον εναγωνίως μίαν συμφωνίαν, ώστε πολλοί καθολικοί ηγέται τον υπωπτεύοντο διά προτεσταντικάς τάσεις. Η σύσκεψις συνεφώνησε να επιτραπή ο γάμος εις τους κληρικούς και η θεία κοινωνία εις τα δύο είδη. Αλλά κανένα πνευματικόν τέχνασμα δεν κατόρθωσε να εύρη μίαν διατύπωσιν, η οποία συγχρόνως να επιβεβαιώνη και να αρνήται την θρησκευτικήν υπεροχήν των παπών και την μετουσίωσιν εις την ευχαριστίαν, ο δε Κονταρίνι δεν διασκέδασε καθόλου όταν του ετέθη μία προτεσταντική ερώτησις, εάν ένας ποντικός ο οποίος θα έτρωγε μίαν όστιαν η οποία είχε πέσει κάτω, θα έτρωγεν άρτον ή Θεόν;[24] Η συνέλευσις απέτυχε αλλά ο Κάρολος, σπεύδων προς τον πόλεμον, παρεχώρησε μίαν προσωπικήν υπόσχεσιν προς τους προτεστάντας, ότι δεν θα εδιώκοντο διά την τήρησιν των δογμάτων της Ομολογίας του Άουγκσμπουργκ ή διά την διατήρησιν των κατασχεθεισών εκκλησιαστικών περιουσιών.

Κατά την διάρκειαν των ετών αυτών της έριδος και της αναπτύξεως, η νέα πίστις είχε δημιουργήσει μίαν νέαν εκκλησίαν. Καθ’ υπόδειξιν  του Λουθήρου είχεν αυτοονομασθή ευαγγελική. Είχεν αρχικώς υποστηρίξει μίαν εκκλησιαστικήν δημοκρατίαν, εις την οποίαν έκαστη ενορία θα εξέλεγε τον ιερέα της και θα καθώριζε το τυπικόν και την πίστιν της. Αλλά η αύξουσα εξάρτησίς του από τους ηγεμόνας, τον ηνάγκασε να παραχωρήση τα προνόμια αυτά εις επιτροπάς διοριζομένας από το κράτος και υπευθύνους έναντι αυτού. Το 1525, ο εκλέκτωρ Ιωάννης της Σαξονίας διέταξεν όλας τας εκκλησίας του δουκάτου του να υιοθετήσουν την ευαγγελικήν λειτουργίαν όπως την είχε διατυπώσει ο Μελάγχθων με την έγκρισιν του Λουθήρου. Ιερείς, οι οποίοι ηρνούντο να τπακούσουν, έχανον τας αποδοχάς των, οι δε ισχυρογνώμονες λαικοί, μετά μίαν περίοδον χάριτος, εξωρίζοντο. [25] Και άλλοι λουθηρανοί πρίγκηπες ηκολούθησαν παρομοίας μεθόδους. Ως δογματικόν οδηγόν διά τας νέας εκκλησίας, ο Λούθηρος συνέταξεν ένα πεντασέλιδον «Kleiner Katechismus» [1529], συνιστάμενον από τας δέκα εντολάς, το «σύμβολον» των αποστόλων και βραχείαν ερμηνείαν εκάστου άρθρου. Η κατήχησις αυτή θα εθεωρείτο πολύ ορθόδοξος κατά τους τέσσαρας πρώτους αιώνας του χριστιανισμού.

Οι νέοι ιερείς ήσαν γενικώς άνθρωποι με χρηστά ήθη, γνωρίζοντες καλώς τας Γραφάς, αδιάφοροι διά την ουμανιστικήν μάθησιν και αφοσιωμένοι εις τα καθήκοντά των. Η Κυριακή ετηρείτο ως το «Σάββατον». Εδώ ο Λούθηρος εδέχθη μάλλον την παράδοσιν παρά την Βίβλον. Η «θεία λειτουργία» διετήρησε πολλά από το καθολικόν τυπικόν…θυσιαστήριον, σταυρόν, λαμπάδας, άμφια και τμήματα της λειτουργίας εις την γερμανικήν. Εδόθη όμως μεγαλύτερος ρόλος εις το κήρυγμα και δεν υπήρχον προσευχαί προς την Παρθένον ή προς τους αγίους. Θρησκευτικαί εικόνες και αγάλματα είχον αφαιρεθή. Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική είχε τροποποιηθή εις τρόπον ώστε να φέρη τους πιστούς πλησιέστερον προς τον ιεροκήρυκα διά να τον ακούουν ευκολώτερα. Διά τον λόγον τούτον, αι στοαί έγιναν σύνηθες χαρακτηριστικόν των προτεσταντικών εκκλησιών. Η πλέον ευχάριστος καινοτομία, ήτο η ενεργός συμμετοχή του εκκλησιάσματος εις την μουσικήν της ιεροτελεστίας. Και οι άμουσοι ακόμη αρέσκονται να ψάλλουν και τώρα έκαστος ηδύνατο να ακούη με ευχαρίστησιν την φωνήν του μέσα εις την προστατευτικήν ανωνυμίαν του πλήθους. Ο Λούθηρος έγινε από της μιάς ημέρας εις την άλλην ποιητής και έγραφε διδακτικούς, πολεμικούς και εμπνευσμένους ύμνους μιάς τραχείας και ανδροπρεπούς δυνάμεως, προσαρμοζομένης προς τον χαρακτήρα του. Δεν έψαλλον μόνον εκκλησιαζόμενοι αυτούς και άλλους θρησκευτικούς ύμνους, αλλά και συνήρχοντο κατά την διάρκειαν της εβδομάδος διά να ασκούνται εις δοκιμάς. Πολλαί οικογένειαι τούς έψαλλον κατ’ οίκον. Ένας Ιησουίτης, ο οποίος είχε στενοχωρηθή δι’ αυτό, υπελόγιζεν, ότι «οι ύμνοι του Λουθήρου εφόνευσαν (προσηλύτισαν) περισσοτέρας ψυχάς παρά τα κηρύγματά του». [26]  Η προτεσταντική μουσική της Μεταρρυθμίσεως υψώθη διά να ανταγωνισθή την καθολικήν ζωγραφικήν της Αναγεννήσεως.

ΙΙΙ. Ο ΛΕΩΝ ΤΗΣ ΒΙΤΤΕΝΒΕΡΓΗΣ   1536 – 46
Ο Λούθηρος δεν έλαβεν απ’ ευθείας μέρος εις τας ειρηνιστικάς αυτάς  συσκέψεις των τελευταίων αυτών ετών της ζωής του. Τώρα πλέον ήσαν ηγέται των προτεσταντών οι ηγεμόνες μάλλον παρά οι θεολόγοι, διότι τα ζητήματα αφεώρων πολύ περισσότερον την ιδιοκτησίαν και την εξουσίαν παρά το δόγμα και το τυπικόν. Ο Λούθηρος δεν ήτο κατάλληλος διά διαπραγματεύσεις και είχεν ήδη πολύ γηράσει ώστε να δύναται να πολεμήση με άλλα όπλα εκτός του καλάμου. Ένας παπικός απεσταλμένος τον περιέγραφε το 1535 ως εξακολουθούντα να είναι ρωμαλέος και με εγκάρδιο χιούμορ («η πρώτη ερώτησις την οποίαν μου απηύθυνεν ήτο εάν είχον ακούσει την φήμην, η οποία διεδίδετο εις την Ιταλίαν, ότι ήτο ένας Γερμανός μεθύστακας» [27]). Αλλά το εκτεινόμενον εις όγκον σώμα του εφιλοξένει πολλάς ασθενείας…κακήν χώνευσιν, αυπνίαν, ιλίγγους, κολικούς, λίθους εις τους νεφρούς, εξανθήματα εις τα αυτιά, έλκη, αρθρίτιδα, ρευματισμούς, ισχυαλγίαν και παλμούς της καρδίας. Εχρησιμοποίει αλκοολικά ποτά διά να κατευνάζη τους πόνους του και διά να του φέρουν ύπνον. Εδοκίμαζεν απλώς τα φάρμακα, τα οποία του έδιδον οι ιατροί και επεχείρησε να θεραπευθή με προσευχάς πλήρεις ανυπομονησίας. Αι ασθένειαι επροχώρουν. Το 1537, ενόμισεν, ότι θα απέθνησκεν από τον λίθον και εξέδωσεν ένα τελεσίγραφον προς τον Θεόν:

«Εάν εξακολουθήση αυτός ο πόνος, εγώ θα τρελλαθώ και δεν θα δύναμαι να αναγνωρίσω την καλωσύνην σου». [28]

Η οξυθυμία του ήτο εν μέρει μία έκφρασις των πόνων από τους οποίους υπέφερεν. Οι φίλοι του τον απέφευγον διαρκώς περισσότερον, διότι «κανείς από ημάς», έλεγε με θλίψιν ένας ιερωμένος, «δεν δύναται να αποφύγη την οργήν του και την δημοσίαν μαστίγωσιν», ο δε υπομονητικός Μελάγχθων έκυπτεν υπό τας συνεχείς ταπεινώσεις εκ μέρους του χονδροκομμένου ειδώλου του. Όσον αφορά «τον Οικολαμπάδιον, τον Καλβίνον…και τους άλλους αιρετικούς», έλεγεν ο Λούθηρος, «έχουν τον διάβολον μέσα των, ο διάβολος τους διεπέρασεν, έχουν υπερδιαβολοποιηθή, διεφθαρμέναι καρδίαι και ψευδόμενα στόματα». [29]

Κατέβαλεν έντονον προσπάθειαν να είναι λογικός εις την πραγματείαν του «Περί των συνόδων και των Εκκλησιών» [1539]. Συνέκρινε τας ποικίλας παπικάς υποσχέσεις και αναβολάς μίας γενικής συνόδου με τον ερεθισμόν ενός πεινώντος ζώου, εις το οποίον προσφέρει κανείς τροφήν και του την αρπάζει από το στόμα του. Με αξιόλογον μάθησιν, έκαμε μίαν ανασκόπησιν της ιστορίας των συνόδων και εσημείωσεν, ότι πολλαί εκκλησιαστικαί σύνοδοι συνεκλήθησαν και προηδρεύθησαν από αυτοκράτορας, ένας υπαινιγμός διά τον Κάρολον. Αμφέβαλλεν αν οιαδήποτε σύνοδος, συγκαλουμένη από έναν πάπαν, θα ανεμόρφωνε την κουρίαν. Πριν επικυρώσωμεν την προτεσταντικήν συμμετοχήν εις μίαν εκκλησιαστικήν σύνοδον, «πρέπει πρώτον να καταδικάσωμεν τον επίσκοπον Ρώμης ως τύραννον και να καύσωμεν όλας τας βουλάς και τα διατάγματά του». [30]

Αι πολιτικαί του γνώμαι κατά τα τελευταία του έτη αποδεικνύουν, ότι η σιωπή είναι τρεις φοράς χρυσός μετά το εξηκοστόν. Υπήρξε πάντοτε πολιτικώς συντηρητικός και όταν ακόμη εφαίνετο, ότι ενθάρρυνε την κοινωνικήν επανάστασιν. Η θρησκευτική του ανταρσία εστρέφετο μάλλον κατά της εφαρμογής παρά κατά της θεωρίας. Αντετίθετο προς το υψηλόν τίμημα των συγχωρήσεων και βραδύτερον προς την παπικήν κυριαρχίαν αλλά παρεδέχετο μέχρι τέλους της ζωής του τας δυσκολωτέρας θεωρίας του ορθοδόξου χριστιανισμού -την Τριάδα, την εκ Παρθένου γέννησιν, τον εξιλασμόν, την πραγματικήν παρουσίαν, την κόλασιν– και κατέστησε μερικάς εξ αυτών περισσότερον ακαταλήπτους από πριν. Εθεώρει ότι ο Herr Omnes -ο κ. πλήθος- έχει ανάγκην ισχυράς κυβερνήσεως «ίνα μη ο κόσμος εξαγριωθή, η ειρήνη εξαφανισθή και το εμπόριον…καταστραφή… Ο κόσμος δεν είναι δυνατόν να κυβερνηθή με το κομβολόγιον».[31]

Αλλά όταν η κυβέρνησις διά των κομβολογίων χάση την δύναμιν της, πρέπει να την αντικαταστήση η κυβέρνησις διά του ξίφους. Τοιουτοτρόπως ο Λούθηρος ηναγκάσθη να διαβιβάση εις το κράτος το πλείστον της εξουσίας το οποίον διέθετεν η Εκκλησία. Διά τούτο υπερήσπιζε το θείον δικαίωμα των βασιλέων.

«Η χείρ η οποία κραδαίνει το κοσμικόν ξίφος δεν είναι ανθρώπινη χείρ αλλά η χείρ του Θεού. Είναι Θεός και όχι άνθρωπος, εκείνος ο οποίος απαγχονίζει και συντρίβει επί του τροχού και αποκεφαλίζει και μαστιγώνει. Είναι ο Θεός εκείνος ο οποίος διεξάγει τους πολέμους». [32]

Εις την έξαρσιν αυτή του κράτους ως της μόνης τώρα πηγής τάξεως, ευρίσκονται τα σπέρματα της απολυταρχικής φιλοσοφίας του Χόμπς και του Εγέλου και μία προειδοποίησις περί της αυτοκρατορικής Γερμανίας. Εις τον Λούθηρον, ο Ερρίκος Δ΄ έφερεν τον Ιλδεβράνδην εις την Κανόσσαν.

Καθ’ όσον εγήρασκεν, ο Λούθηρος γινόταν συντηρητικώτερος από τους ηγεμόνας.Ενέκρινεν την επιβολήν καταναγκαστικής εργασίας και βαρέων φεουδαρχικών υποχρεώσεων εις τους χωρικούς, εάν δε κανείς βαρώνος είχε τύψεις συνειδήσεως, ο Λούθηρος τον καθησύχαζε με την δικαιολογίαν ότι εάν δεν επεβάλλοντο τοιαύτα βάρη επί των κοινών ανθρώπων, αυτοί θα κατήντων ανυπόφοροι.[33] Ανέφερεν την Παλαιάν Διαθήκην ως δικαιολογούσαν την δουλείαν.

«Πρόβατα, βόες, δούλοι και δούλαι ήσαν όλοι κτήματα προς πώλησιν εις την διάθεσιν των κυρίων των. Θα ήτο καλόν εάν εξηκολούθουν ακόμη να είναι κατ’ αυτόν τον τρόπον. Διότι άλλως, κανείς δεν δύναται να εξαναγκάση ούτε να δαμάση το δουλικόν πλήθος»[34] 

Ο καθείς έπρεπε να ίσταται με υπομονήν εις την αποστολήν και εις τον δρόμον της ζωής, τον οποίον του επεδίκασεν ο Θεός·

«να υπηρετής τον Θεόν είναι να παραμένης εις την θέσιν όπου εκλήθης, έστω κι αν αυτή είναι τόσον απλή και ευτελής».

Η αντίληψις αυτή περί της κλήσεως έγινε το στήριγμα του συντηρητισμού εις τας προτεσταντικάς χώρας.
Ένας ηγεμών ο οποίος υπήρξε νομιμόφρων υποστηρικτής της προτεσταντικής υποθέσεως, εδημιούργησεν ένα δυσάρεστον πρόβλημα διά τον Λούθηρον το 1539. Ο Φίλιππος της Έσσης ήτο συγχρόνως πολεμοχαρής, ερωτόληπτος και ευσυνείδητος. Η σύζυγός του Χριστίνα της Σαβοίας, ήτο πιστή και γόνιμος αλλά έπασχεν από οφθαλμίαν. Ο Φίλιππος εδίσταζεν να διαζευχθή μίαν τόσον αξίαν σύζυγον αλλά επόθει σφοδρώς την Μαργαρίτα του Σάαλε, την οποίαν είχε συναντήσει ενώ εθεραπεύετο από σύφιλην. [35] Αφού διέπραξεν μοιχείαν δι’ ένα διάστημα, εσκέφθη ότι ευρίσκετο εις κατάστασιν αμαρτίας και πρέπει να απέχη από την θείαν κοινωνίαν. Επειδή τούτο ήτο δυσχερές, συνέστησεν εις τον Λούθηρον ότι η νέα θρησκεία, η οποία τόσα ώφειλεν εις την Παλαιάν Διαθήκην, θα έπρεπε, όπως εκείνη, να επιτρέπη την διγαμίαν, διά την οποίαν, εν τούτοις, η επικρατούσα εκ του νόμου ποινή ήτο ο θάνατος. Μήπως, αυτό δεν ήτο ευπρεπέστερον από τας αλληλοδιαδόχους ερωμένας του Φραγκίσκου Α΄ και φιλανθρωπότερον από την θανατικήν εκτέλεσιν των συζύγων του Ερρίκου Η΄; Ο Φίλιππος κατείχετο υπό τοιαύτης αγωνίας διά την βιβλικήν του λύσιν, ώστε ενεπιστεύθη την παρεκτροπήν του εις το αυτοκρατορικόν, ακόμη και εις το παπικόν στρατόπεδον, εάν οι θεολόγοι της Βιττενβέργης δεν θα ηδύναντο να ίδουν το βιβλικόν φως. Ο Λούθηρος ήτο έτοιμος. Πράγματι, εις την «Βαβυλώνιον Αιχμαλωσίαν» είχε προτιμήσει την διγαμίαν από το διαζύγιον. Είχε συστήσει την διγαμίαν ως την καλυτέραν λύσιν διά τον Ερρίκον Η΄.[ 36] Επίσης πολλοί θεολόγοι του δεκάτου έκτος αιώνος είχον ευρείαν αντίληψιν επί του θέματος.[37] Ο Μελάγχθων δεν συνεφώνει. Εν τέλει συνεφώνησε με τον Λούθηρον ότι έπρεπε να δοθή η συγκατάθεσίς των, αλλ’ ότι έπρεπε να τηρηθή μυστικήν από το κοινόν. Η Χριστίνα συγκατατέθη επίσης υπό τον όρον ότι ο Φίλιππος «ώφειλε να εκπληρώνη τα συζυγικά του καθήκοντα προς αυτήν περισσότερον από πριν». [38] Την 4ην Μαρτίου 1540, ενυμφεύθη την Μαργαρίταν ως πρόσθετον σύζυγον καθ’ όλους μεν τους τύπους αλλά κρυφίως, επί παρουσία του Μελάγχθονος και του Μπούσερ. Ο ευγνώμων λαντγκράβος απέστειλεν εις τον Λούθηρον μίαν άμαξαν φορτωμένην με οίνον ως φιλοδώρημα. [39]  Όταν εκυκλοφόρησεν η είδησις περί του γάμου, ο Λούθηρος διέψευσεν ότι είχε δώσει την συγκατάθεσίν του. «Το κρυφίον ναι», έγραψε, «πρέπει,  χάριν της Εκκλησίας του Χριστού, να παραμείνη ένα φανερόν όχι»[ 40]   Ο Μελάγχθων ησθένησε σοβαρώς, προφανώς από τύψεις και εντροπήν και ηρνείτο να φάγη μέχρις ότου ο Λούθηρος ηπείλησεν ότι θα τον αφορίση. [41] Ο Μελάγχθων, έγραφεν ο Λούθηρος,

«ελυπήθη φοβερά δι’ αυτό το σκάνδαλον αλλά εγώ είμαι τραχύς Σάξων και γέρος χωρικός και το δέρμα μου έχει χονδρύνει αρκετά ώστε να ανέχεται παρόμοια πράγματα». [42]

Εν τούτοις, οι πλείστοι των ευαγγελικών εσκανδαλίσθησαν. Οι καθολικοί διασκέδασαν και εχάρησαν, μη γνωρίζοντες ότι ο ίδιος ο πάπας Κλήμης Ζ΄είχε σκεφθή να επιτρέψη την διγαμίαν εις τον Ερρίκον Η΄. [43] Ο Φερδινάνδος της Αυστρίας εδήλωσεν ότι αν και είχε κάποιαν κλίσιν προς την νέαν θρησκείαν, τώρα την απηχθάνετο. Ο Κάρολος Ε΄, ως αντίτιμον της μη καταδιώξεώς του, απέσπασεν από τον Φίλιππον την υπόσχεσιν να τον υποστηρίξη εις όλας τας μελλοντικάς πολιτικάς διαμάχας.

Ο θυμός του Λουθήρου έγινε φλεγομένη λάβα εφ’ όσον επλησίαζε προς τον τάφον. Το 1545 επετέθη κατά των ζβιγγλιανών ‘ μυστηριακών ‘ με τοιαύτην βεβαιότητα ώστε ο Μελάγχθων εθλίβη διά το διευρυνόμενον χάσμα μεταξύ των προτεσταντών του νότου και του βορρά. Όταν ο εκλέκτωρ Ιωάννης του εζήτησε να τονίση και πάλιν το ζήτημα κατά της συμμετοχής εις σύνοδον, διευθυνομένην από τον πάπαν, ο Λούθηρος εξέπεμψεν ένα λίβελλον «Εναντίον του παπισμού εις την Ρώμην ο οποίος ιδρύθη από τον διάβολον».(1545) εις τον οποίον η εριστική του διάθεσις υπερέβη παν όριον. Όλοι οι φίλοι του εσκανδαλίσθησαν εκτός του ζωγράφου Λουκά Κράναχ, ο οποίος εικονογράφησε το βιβλίον με ξυλογραφίας ασυγκρατήτου σατίρας. Μία εικών παρίστανεν τον πάπαν εποχούμενον χοίρου και ευλογούντα ένα σωρόν κόπρου. Μία άλλη τον είχε αλυσόδετον με τρεις καρδιναλίους επί ικριωμάτων το δε εξώφυλλον παρουσίαζε τον ποντίφηκα επί του θρόνου του περιστοιχιζόμενον από διαβόλους και φέροντα αντί τιάρας, κάλαθον οδοκαθαριστού. Η λέξις «διάβολος» εκαρύκευε το κείμενον. Ο πάπας ήτο

«ο διαβολικώτερος πατήρ»,  «ο Ρωμαίος αυτός ερμαφρόδιτος» και «σοδομίτης πάπας». Οι καρδινάλιοι ήσαν «τα ανεπανορθότως αποπωλότα τέκνα του διαβόλου… αμαθείς γάιδαροι…Θα ήθελε κανείς να τους καταρασθή  ώστε κεραυνός και αστραπή να τους συντρίψουν, το πυρ της κολάσεως να τους κατακαύση, να τους προσβάλουν η πανώλης, η σύφιλις, η επιληψία, το σκορβούτον, η λέπρα, οι δοθιήνες και όλαι αι ασθένειαι»[44]

Απέκρουσεν και πάλιν την έννοιαν ότι η αγία ρωμαική αυτοκρατορία ήτο δώρον των παπών. Αντιθέτως, εθεώρει ότι είχεν έλθει ο καιρός διά την αυτοκρατορίαν να προσαρτήση τα παπικά κράτη.

«Επιπέσατε τώρα, αυτοκράτορ, βασιλεύ, πρίγκηπες, άρχοντες και όλοι όσοι θέλουν να επιπέσουν μαζί σας. Ο Θεός δεν δίδει ευτυχίαν εις οκνηράς χείρας. Και προ παντός αποσπάσατε από τον πάπαν την Ρώμην, την Ρωμανία, το Ουρμπίνο, την Βολωνίαν και όλα οσα έχει ως πάπας, διότι τα απέκτησε με ψεύδη και με τεχνάσματα. Με βλασφημίας και με ειδωλολατρείαν αφήρεσεν και έκλεψεν αυτά επαισχύντως από την αυτοκρατορίαν, τα κατεπάτησε επί τους πόδας του και διά τούτο ωδήγησεν αναρριθμήτους ψυχάς εις την ανταμοιβήν των εις το αιώνιον πυρ της κολάσεως… Διά τούτο θα έπρεπε να συλλάβουν αυτόν τον πάπαν, τους καρδιναλίους του και όλον τον συρφετόν της ειδωλολατρικής και παπικής αγιότητος του, ως βλασφήμους να τους αποσπάσουν την γλώσσαν από το όπισθεν μέρος του λαιμού των και να τους καρφώσουν με την σειράν επί ικριωμάτων». [45]

Ίσως το πνεύμα του να είχεν αρχίσει να εξασθενή όταν έγραψεν αυτό το σάλπισμα προς βιαιότητας. Η βαθμιαία δηλητηρίασις των εσωτερικών οργάνων από τον καιρόν και το φαγητόν και το ποτόν πιθανόν να έφτασε και να προσέβαλε τον εγκέφαλον. Κατά τα τελευταία του έτη ο Λούθηρος είχε χονδρύνει υπερβολικώς, αι παρειαί του εκρέμοντο και η σιαγών του ήτο πολλαπλή. Ήτο ένα ηφαίστειο ενεργητικότητος, ένας ακαταπόνητος Λεβιάθαν, λέγων

«Rast ich, so rost ich». «Εάν αναπαυθώ θα σκουριάσω». [46]

Αλλά τώρα εφαίνοντο επ’ αυτού σημεία κοπώσεως. Περιέγραψε τον εαυτό του (17 Ιανουαρίου 1546) ως «γέροντα, καταρρέοντα, δυσκίνητον, κουρασμένον, ψυχρόν, με ένα μόνον καλόν οφθαλμόν». [47] «Εβαρύνθην τον κόσμον και αυτός εβαρύνθη εμέ» , έγραφεν, [48] όταν δε η βασιλομήτωρ εκλέκτειρα της Σαξονίας του ηυχήθη να ζήση ακόμη 40 έτη, απήντησεν, «Κυρία, προτιμώ να δώσω την πιθανότητα την οποία έχω να υπάγω εις τον παράδεισον, παρά να ζήσω ακόμη 40 έτη». [49]  «Παρακαλώ τον Κύριον να έλθη ταχέως και να με πάρη από εδώ. Ας έλθη, προ πάντων, με την τελευταίαν κρίσιν του. Θα τείνω τον λαιμόν μου, ο κεραυνός θα εκσπάση και θα ησυχάσω» .[50]

Μέχρι τέλους εξηκολούθει να έχη οπτασίας του διαβόλου και από καιρού εις καιρόν αμφιβολίας διά την αποστολήν του.

«Ο διάβολος με πειράζει αρνούμενος ότι από το στόμα μου προέκυψαν μεγάλα αδικήματα και πολλά δεινά. Και με αυτό πολλάκις με φέρει εις αμηχανίαν».[51]

Κάποτε απηλπίζετο διά το μέλλον του προτεσταντισμού: «ευλαβείς δούλοι του Υψίστου γίνονται διαρκώς σπανιώτεροι».[52] Αιρέσεις και φατρίαι αυξάνουν εις αριθμόν και εχθρότητα.

Και «μετά τον θάνατον του Μελάγχθονος θα επακολουθήση θλιβερά κατάπτωσις» εις την νέαν θρησκείαν. [53]

Αλλά κατόπιν το θάρρος του επανήρχετο.
«Έκαμα τον Χριστόν και τον πάπαν να συμπλακούν, και τοιουτοτρόπως δεν ανησυχώ πλέον. Αν και εμπλέκομαι μεταξύ της θύρας και των στροφίγγων και θα συνθλιβώ, το πράγμα δεν έχει σημασίαν. Ο Χριστός θα επικρατήση». [54]

Η διαθήκη του ήρχιζε με χαρακτηριστικάς εκφράσεις:

«Είμαι γνωστός εις τον ουρανόν, εις την γην και εις την κόλασιν».

Έλεγε πως αυτός, ένας «ανάξιος και άθλιος αμαρτωλός», έλαβεν από τον Θεόν την χάριν να διαδώση το Ευαγγέλιον του Υιού Του και πως είχεν επιτύχει να αναγνωρισθή ως «διδάκτωρ της αληθείας, προκαλέσας την απαγόρευσιν του πάπα, του αυτοκράτορος, βασιλέων, πριγκήπων και ιερέων και το μίσος όλων των δαιμόνων». Και κατέληγε:

«Διά τούτο, ως προς την διάθεσιν της πενιχράς μου περιουσίας ας αρκέση η παρούσα μαρτυρία της χειρός μου. Και ας λεχθή: ο δόκτωρ Μαρτίνος Λούθηρος, συμβολαιογράφος του Θεού και μάρτυς του Ευαγγελίου Του, έγραψε τούτο». [55] Δεν αμφέβαλλεν ότι ο Θεός ανέμενε να τον υποδεχθή.

Τον Ιανουάριον του 1546 μετέβη με ψυχρόν καιρόν και άνεμον εις το Άισλεμπεν, την γενέτειράν του, διά να διευθετήση ως διαιτητής μίαν φιλονεικίαν. Κατά την απουσίαν του έστειλε χαριτωμένας επιστολάς εις την σύζυγον του, όπως την 1ην Φεβρουαρίου:

«Σου εύχομαι ειρήνην και χάριν εν Χριστώ και σου στέλνω την πτωχήν, γηραιάν και ανάπηρον αγάπην μου. Αγαπητή Κάτη, ήμουν ασθενής καθ’ οδόν προς το Άισλεμπεν, αλλά αυτό ήτο από ιδικόν μου λάθος…Τόσον ψυχρός άνεμος εφύσα εκ των όπισθεν διά μέσου του πίλου μου επί της κεφαλής μου ώστε ήτο ωσάν να επρόκειτο να παγώση ο εγκέφαλος μου. Αυτό πιθανώς να ενίσχυε τους ιλίγγους μου, αλλά τώρα, δόξα τω Θεώ, είμαι τόσον καλά ώστε αισθάνομαι ισχυρόν πειρασμόν από τας ωραίας γυναίκας και δεν λογαριάζω πόσον αντέχουν αι δυνάμεις μου… Ο Θεός να σε ευλογήση». [56]

Την 17ην φεβρουαρίου εδείπνησεν ευθύμως. Ενωρίς την επομένην πρωίαν ησθένησε με σφοδρούς πόνους εις τον στόμαχον. Εξησθένησε ταχεώς και οι φίλοι οι οποίοι συνεκεντρώθησαν περί την κλίνην του είδον σαφώς ότι ήτο ετοιμοθάνατος.
Ένας από αυτούς τον ηρώτησε,

«Σεβάσμιε πάτερ, θα μείνης σταθερός εις τον Χριστόν και εις την θρησκείαν την οποίαν εκήρυξες;» Απήντησε, «Ναι.»

Κατόπιν μία προσβολή αποπληξίας τον εστέρησε της ομιλίας και κατά την διάρκεια αυτής απέθανε (18 Φεβρουαρίου 1546). Το σώμα του μεταφέρθη εις την Βιττενβέργην και ετάφη εις την Εκκλησίαν του Πύργου, επί της θύρας της οποίας είχεν επικολλήσει τας θέσεις του προ είκοσι εννέα ετών.

Τα έτη εκείνα υπήρξαν από τα κρισιμώτερα της ιστορίας και ο Λούθηρος υπήρξεν η διαπεραστική και κυριαρχούσα φωνή των. Τα ελαττώματά του υπήρξαν πολλά. Του έλειπεν η εκτίμησις του ιστορικού ρόλου, το οποίον είχε παίξει η Εκκλησία εις τον εκπολιτισμόν της βορείου Ευρώπης, εστερείτο κατανοήσεως της δίψης της ανθρωπότητος διά συμβολικούς και παρηγόρους μύθους, του έλειπεν η φιλανθρωπία να ενεργή δικαίως με τους καθολικούς και προτεστάντας αντιπάλους του. Απηλευθέρωσε τους οπαδούς του από ένα αλάνθαστον πάπαν αλλά τους έκαμεν υποτελείς σε ένα αλάνθαστον βιβλίον. Διετήρησε τα πλέον ακατανόητα δόγματα της μεσαιωνικής θρησκείας, ενώ επέτρεψε να καταπατηθή και να σβεστή όλη η ωραιότης της, η οποία υπήρχεν εις τους θρύλους και την τέχνην της και εκληροδότησεν εις την Γερμανίαν ένα χριστιανισμόν όχι αληθέστερον από τον παλαιόν, πολύ ολιγώτερον χαρούμενον και παρήγορον, μόνον τιμιώτερον εις την διδασκαλίαν του και εις το προσωπικόν του. Έγινε σχεδόν εξ ίσου αδιάλλακτος με την Ιεράν Εξέτασιν αλλά οι λόγοι του υπήρξαν τραχύτεροι από τα έργα του. Υπήρξεν ένοχος των πλέον υβριστικών συγγραμάτων εις την ιστορίαν της φιλολογίας. Εδίδαξεν εις την Γερμανίαν το θεολογικόν μίσος, το οποίον έβαψε με αίμα το έδαφος της μέχρι και εκατόν έτη μετά τον θάνατόν του.

Και όμως τα σφάλματά του υπήρξαν η επιτυχία του. Ήτο άνθρωπος του πολέμου διότι αι περιστάσεις φαίνεται ότι απήτουν πόλεμον, διότι τα προβλήματα εναντίον των οποίων επετέθη είχον αντισταθή επί αιώνας εις όλας τας ειρηνικάς μεθόδους. Ολόκληρος η ζωή του υπήρξε μία μάχη εναντίον της εννοίας της ενοχής, εναντίον του διαβόλου, του πάπα, του αυτοκράτορος, του Ζβιγγλίου, ακόμη και εναντίον των φίλων του οι οποίοι θα ήθελον να συμβιβάσουν την ανταρσίαν του και να την κάμουν μίαν αξιοπρεπή διαμαρτυρίαν η οποία θα ηκούετο με ευγένειαν και θα ελησμονείτο επιμελώς. Τί θα ηδύνατο ένας ηπιώτερος άνθρωπος να κάμη εναντίον τόσων εμποδίων και δυνάμεων; Κανείς άνθρωπος με φιλοσοφικόν πνεύμα, καμία επιστημονική διάνοια περιορίζουσα την πίστην εις την απόδειξιν καμία γενναιόψυχος φύσις, προβαίνουσα εις γενναίας παραχωρήσεις προς τον εχθρόν, δεν θα ηδύνατο να ρίψη μίαν τοιαύτην πρόκλησιν συγκλονίσασαν τον κόσμον ή θα ηδύνατο να βαδίση τόσον αποφασιστικώς, εώς εάν εφόρει παρωπίδας, προς τον σκοπόν του. Εάν η θεολογία του προορισμού ήτο εξ ίσου αποκρουστική εις την λογικήν και εις την ανθρωπίνην καλωσύνην όπως οιοσδήποτε μύθος ή θαύμα της μεσαιωνικής πίστεως, διά του πλήρους πάθους αυτού παραλογισμού συνεκίνει τας καρδίας των ανθρώπων. Είναι η ελπίς και ο τρόμος τα οποία κάμνουν τους ανθρώπους να προσεύχωνται και όχι η απόδειξις των πραγμάτων τα οποία είδον.

Είναι αληθές ότι με τα χτυπήματα του τραχέος γρόνθου του συνέτριψεν την δύναμιν της συνηθείας, το κέλυφος της εξουσίας, τα οποία είχον σταματήσει την κίνησιν του ευρωπαικού πνεύματος. Εάν κρίνωμεν το μεγαλείον με την επιρροήν – η οποία είναι η ολιγώτερον υποκειμενική δοκιμασία την οποίαν δυνάμεθα να μεταχειρισθώμεν – δυνάμεθα να κατατάξωμεν τον Λούθηρον, μαζί με τον Κοπέρνικον, τον Βολταίρον και τον Δαρβίνον, ως τας πλέον ισχυράς προσωπικότητας του νεωτέρου κόσμου. Έχουν γραφή περισσότερα δι’ αυτόν παρά δι’ οιονδήποτε άλλον νεώτερον άνθρωπον εκτός του Σαίξπηρ και του Ναπολέοντος. Η επίδρασις του επί της φιλοσοφίας υπήρξεν καθυστερημένη και έμμεσος. Παρεκίνησε τον φιντεισμόν του Καντ, τον εθνικισμόν του Φίχτε, τον θεληματισμόν του Σοπενχάουερ, την εγελειανήν παράδοσιν της ψυχής εις το κράτος. Η επιρροή του επί της γερμανικής φιλολογίας και ομιλίας υπήρξεν τόσον αποτελεσματική και εισδυτική όσον η της Βίβλου του βασιλέως Ιακώβου επί της γλώσσης και των γραμμάτων εις την Αγγλίαν. Κανείς άλλος Γερμανός δεν αναφέρεται εις παραπομπάς τόσον συχνά και με τόσην αγάπην. Με τον Κάρλστατ και άλλους, επέδρασεν επί του ηθικού βίου και των θεσμών του δυτικού ανθρώπου διά της αποσπάσεως από την αγαμίαν του κλήρου και εκχύσεως εις τον κοσμικόν βίον των ενεργητικοτήτων εκείνων αι οποίαι είχον εκτραπή προς τον μοναστικόν ασκητισμόν, την μοναστικήν οκνηρίαν και ευλάβειαν. Η επιρροή του εμειούτο εφ’ όσον επεξετείνετο. Υπήρξε τεραστία εις την Σκανδιναβίαν, προσωρινή εις την Γαλλίαν, εξετοπίσθη από την του Καλβίνου εις την Σκωτίαν, την Αγγλίαν και την Αμερικήν. Αλλά εις την Γερμανίαν υπήρξε κυρίαρχος. Κανείς άλλος διανοούμενος ή συγγραφεύς δεν απετύπωσε τόσον βαθέως την σφραγίδα του εις το γερμανικόν πνεύμα και τον γερμανικόν χαρακτήρα. Υπήρξεν η ισχυροτέρα μορφή εις την γερμανικήν ιστορίαν και οι συμπατριώται του τον αγαπούν περισσότερον διότι ήτο ο πλέον Γερμανός από αυτούς όλους.

(Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού Will Durant, τόμος ΣΤ΄ σελ. 395-443 & 514-527 εκδόσεις Αφοί Συρόπουλοι 1970 οι υπογραμμίσεις δικές μας)