kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Οι ανθρώπινες διακρίσεις και η εν Χριστώ «αδιακρισία»

Συγγραφέας: kantonopou στις 29 Νοεμβρίου, 2014

«οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3.28)

Η φράση αυτή συχνά θεμελιώνει θεολογικά την αντίθεση της Εκκλησίας στις διακρίσεις, και κυρίως στις πλέον έκδηλες εκφάνσεις αυτών, τις φυλετικές δηλαδή διακρίσεις, τις εθνικιστικές και τις πολιτικές, οι οποίες μάλιστα έφτασαν στο σημείο κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του 20ού αιώνα να διαπράξουν ωμότητες, όπως εκείνες του εθνικοσοσιαλισμού (ή φασισμού) και του διεθνικοσοσιαλισμού (κομμουνισμού). Ουδείς άλλωστε σήμερα, στις δυτικές τουλάχιστον κοινωνίες, θεωρεί ότι συμβαδίζουν με τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα το Απαρτχάιντ, οι γενοκτονίες, ή η κατάργηση της θρησκευτικής ελευθερίας.

Ο Απόστολος ωστόσο δεν καταργεί απλά τις διακρίσεις. Δεν λέει ότι είμαστε όμοιοι, ίδιοι ή ίσοι, αλλά ότι όλοι είμαστε ένας εν Χριστώ Ιησού. Γι αυτό και κατά την Θεία Μετάληψη δεν παίρνουμε μέσα μας τον Χριστό (η ιδιωτικοποίηση του χριστιανισμού συνιστά προτεσταντισμό), αλλά μάς προσλαμβάνει ο Χριστός στο ένα σώμα Του, την Εκκλησία. Έτσι δεν κοινωνούμε μόνο με τον Χριστό αλλά και με όλους τους κοινωνούντας Χριστόν. Όμοιο είναι και το παράδειγμα της Αμπέλου: όσο τα κλήματα, δηλαδή εμείς, παραμένουμε ενωμένοι με την Άμπελο, που είναι ο Χριστός, παραμένουμε ενωμένοι με την ζωή και μεταξύ μας, όντας μέλη της μίας αμπέλου. Αλίμονο άμα στη θέση της Αμπέλου = Χριστός βάλουμε άλλα πρόσωπα. Δεν σταυρώθηκε ο Κηφάς, ούτε ο Απολλώς, ούτε ο Παύλος.

Όλοι είμαστε ένας εν Χριστώ. Αυτή η ενότητα συνεπάγεται κοινωνία αγάπης, στην οποία τα πάντα είναι κοινά, τόσο οι υλικές όσο κυρίως οι πνευματικές δωρεές. Δεν καταργείται το ανθρώπινο πρόσωπο, ούτε όμως υψώνεται ψηλότερα από τους εν Χριστώ αδελφούς. Δεν κολάζεται η ιδιοκτησία, παράλληλα όμως κοινοποιούνται τα αγαθά. Δεν καυχάται ο έχων το οποιοδήποτε χάρισμα, αλλά το καλλιεργεί προς όφελος πάντων. Ασθενεί ο ένας, και όλο το σώμα πάσχει και μεριμνά για την θεραπεία.

Στην πράξη απέχουμε πολύ. Εάν είμαστε ένας, δεν εξηγείται η ιδιωτικοποίηση της χριστιανικής ζωής (μέχρι και «ιδιωτικές Θ. Λειτουργίες» τελούνται), ούτε ο ένας χριστιανός να πεινά και ο άλλος να μεθύει, ούτε η άμεση ή έμμεση αυτοπροβολή ένεκα των χαρισμάτων του Θεού, σαν να αποτελούσαν δικά μας επιτεύγματα. Διακρίνουμε (= ξεχωρίζουμε) τον εαυτό μας ως γνήσιο πιστό, ή ως ενάρετο, ή ως ευσεβή, και ρίπτουμε βέλη απαξιωτικά στους «μιαρούς» ασεβείς, ή στους «βδελυρούς» αιρετικούς, ή στους «ανάξιους» αμαρτωλούς, σχίζοντες – εμείς, οι «άμεμπτοι» – τον άρραφο χιτώνα του Χριστού. Κατηγορούμε την κοινωνία για «αποχριστιανικοποίηση», εμείς που στην ουσία δεν γνωρίζουμε τί σημαίνει να είσαι ένας με όλους εν Χριστώ.

Γι αυτό και θεωρούμε ότι χρειάζεται – και ενίοτε απαιτούμε ηχηρά – να επιβληθούν οι χριστιανικές αρχές σε θεσμικό επίπεδο. Όμως η εν Χριστώ αγάπη δεν δύναται να αντικατασταθεί με τον νόμο, ούτε ο ξένος να γίνει πλησίον μέσα από φιλανθρωπίες ακτιβιστικής δομής. Γιατί η εν Χριστώ αγάπη και η εξ αυτής προερχόμενη φιλανθρωπία, προϋποθέτουν κοινωνία προσώπων εν Χριστώ. Και γιατί κοινωνία προσωπων, και μάλιστα εν Χριστώ, δεν μπορεί να επιβληθεί από κανένα νόμο ή αυθεντία. Ο Θεός μάς έπλασε ελεύθερους, και αν μη τι άλλο με την σάρκωσή του και με την διδασκαλία του μάς έδειξε το βάθος της φιλανθρωπίας του και τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να γίνουμε κι εμείς φιλάνθρωποι: να αποδεχθούμε με ταπείνωση και ευγνωμοσύνη τις ευεργεσίες του και εν πλήρη ελευθερία να ενωθούμε με την Άμπελο της ζωής, γενόμενοι ένας εν Χριστώ Ιησού. Σε ένα εξωπραγματικό (για την χριστιανική ραστώνη μας) σενάριο, ακόμα και εάν οι νόμοι και οι αρχές και εξουσίες είναι αντίθετες προς το Ευαγγέλιο, όπου υπάρχει Χριστός είναι όλοι ένα σώμα και έχουν τα πάντα κοινά, και καλύπτονται οι βιοτικές ανάγκες όλων, και είναι κοινή η προσευχή και η μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού και η χάρις του Θεού προς εμάς και ημών προς όλους [1].

__________________________________

[1] Πράξ. 2.44 – 47: «πάντες δὲ οἱ πιστεύσαντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά, 45 καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε· 46 καθ’ ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντές τε, κατ’ οἶκον ἄρτον, μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας, 47 αἰνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν». 

π. Χερουβείμ Βελέτζας 

xerouveim.blogspot.gr

Αφήστε μια απάντηση