kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Το Μυστήριο του Βαπτίσματος δεν είναι κοσμικό γεγονός (π. Γεώργιος Χάας)

Συγγραφέας: kantonopou στις 27 Αυγούστου, 2011



Οδηγίες για την επίγνωση της ιερότητος του Μυστηρίου

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΣΜΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ

Το ιερό Βάπτισμα για μας τους Χριστιανούς δεν είναι μια απλή κοινωνική υποχρέωση ή εκδήλωση, αλλά το εισαγωγικό Μυστήριο, η πνευματική γέννηση του ανθρώπου, κατ’ εντολήν του Χριστού προς τους Αγίους Αποστόλους: «Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα, όσα ενετειλάμην υμίν». Γι’ αυτό ήταν και το πρώτο Μυστήριο, το οποίο ιερολογήθηκε από την Εκκλησία για ενήλικες ή και ολόκληρες οικογένειες, προερχομένους από Εβραίους και εθνικούς ειδωλολάτρες.Με την πάροδο του χρόνου και την εξάπλωση του Χριστιανισμού επεκράτησε ως φυσικό επακόλουθο ο νηπιοβαπτισμός. Είναι απαραίτητο να διακρίνουμε και εδώ, μεταξύ του βαπτίσματος ενηλίκων και του νηπιοβαπτισμού, διάκριση όχι επί της ουσίας, διότι το Μυστήριο είναι ένα και το αυτό. Διαφορές υπάρχουν στον βαθμό της συνειδητοποιήσεως και κατανοήσεως του Μυστηρίου.Του βαπτίσματος ενηλίκων προηγείται δεδηλωμένη θέληση του προσερχομένου να ασπασθή την Ορθοδοξία και μια συστηματική κατήχηση επί ικανό χρονικό διάστημα. Κατ’ αυτό το διάστημα ο κατηχούμενος εισάγεται στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, στη λειτουργική της ζωή και γνωρίζει τα βασικά περί των Μυστηρίων της Εκκλησίας, ιδιαιτέρως δε του Βαπτίσματος, του Χρίσματος και της Θείας Ευχαριστίας. Επομένως πλησιάζει το Μυστήριο με δική του απόφαση, εν γνώσει και με δική του ευθύνη.
Στον Νηπιοβαπτισμό συνειδητοποιημένοι Χριστιανοί γονείς φέρνουν το παιδί τους να βαπτισθή στην Εκκλησία. Στην περίπτωση αυτή δεν προηγείται συστηματική κατήχηση. Το παιδί ζει και μεγαλώνει σε Χριστιανικό περιβάλλον και μαθαίνει «φυσικώ τω τρόπω» τα του Θεού. Αυτή είναι η ιδανική κατάσταση. Δυστυχώς στη σημερινή πραγματικότητα συχνά απέχουμε απ’ αυτήν την κατάσταση της πνευματικής υγείας. Όπως πολλά άλλα, έτσι και το Άγιον Βάπτισμα κατήντησε μια συνήθεια, ένα κοινωνικό γεγονός, σαν τίς υπόλοιπες κοσμικές δεξιώσεις, εορτές και άλλες φιέστες. Πως μπορούμε να γεφυρώσουμε αυτό το χάσμα μεταξύ της ιδανικής και υγιούς καταστάσεως και της πραγματικότητος;

Η Εκκλησία ως θείον καθίδρυμα και Σώμα Χριστού δεν μπορεί να μεταχειρίζεται τα ζητήματα αυτά με κοσμικό τρόπο. Η Εκκλησία έχει τους νεωκόρους, τους επιτρόπους και άλλους υπεύθυνους για την ευταξία, οι οποίοι προσπαθούν να την εξασφαλίσουν με το παράδειγμά τους και τον λόγο τους. Δεν διαθέτει εν τούτοις αστυνομικούς ή μισθωτούς φύλακες (security) για να επιβάλλη την απαραίτητη τάξη.Τα όπλα της Εκκλησίας δεν είναι υλικά, αλλά πνευματικά.

Η Εκκλησία διδάσκει, καλλιεργεί, προσεύχεται για όλους, καλεί όλους να πλησιάζουν μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης, αλλά εμμέσως παρακαλεί και όλους τους άνευ φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης να απέχουν, επειδή και προσωπικά δεν θα έχουν κέρδος και επιπλέον διασαλεύουν την ειρήνη και γαλήνη των αληθώς προσευχομένων.

Συγκεκριμένα ως προς το Άγιον Βάπτισμα έχει η Εκκλησία και άλλον ένα πνευματικό σύμμαχο: Τoν ανάδοχο. Ο ανάδοχος για την Εκκλησία είναι ένας εγγυητής. Εγγυάται ότι ο νεοφώτιστος δεν θα αφεθεί στην τύχη του, ότι θα γνωρίζει την αλήθεια, και ότι εν καιρώ ευθέτω θα ευθύνεται ο ίδιος για την τυχόν αποστασία του και όχι η άγνοιά του. Γι’ αυτό και ο βαθμός της αποστασίας των γονέων από την Χριστιανική διδασκαλία και από τη βίωση της κατά Χριστόν ζωής καθορίζει τη σημασία του αναδόχου. Όσο πιο κοσμικοί είναι οι γονείς, τόσο αυστηρότερα κριτήρια πρέπει να εφαρμόζονται στην επιλογή του αναδόχου, και ιδίως σε ακραίες περιπτώσεις (πολιτικός γάμος των γονέων, αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι γονείς, διαζύγια), στίς οποίες η Εκκλησία δια του τελούντος το Μυστήριο ιερέως πρέπει να ορίζει τον ανάδοχο. Πάντως σε κάθε περίπτωση το αξίωμα του αναδόχου είναι πνευματικό και κανείς δεν μπορεί να το διεκδικήση νομικά. Αυτό διευκρίνισε σαφέστατα ο αείμνηστος π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος σε γνωμάτευσή του ως απάντηση προς τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Καρπενησίου το 1986. Τότε ένας Ιερέας της Μητροπόλεως Καρπενησίου απέρριψε κάποιαν κυρία ως ανάδοχον, επειδή είχε τελέσει πολιτικόν γάμον και είχε αρνηθή να δεχθή την ευλογία της Εκκλησίας δια του θρησκευτικού γάμου.

Ως συμπέρασμα της εκτενούς γνωματεύσεώς του γράφει ο π. Επιφάνιος: «Ουδείς πιστός δύναται να ομιλή περί δικαιώματός του να βαπτίση… Απλώς ως μέλος της Εκκλησίας έχει την προς τούτο δυνατότητα, εφ’ όσον όμως συντρέχουν και αι αναγκαίαι πνευματικαί προϋποθέσεις. Αλλ’ η περί τούτου αποφασιστική αρμοδιότης ανήκει όχι εις τους ιδίους, αλλ’ εις την Εκκλησίαν, η οποία και κρίνει κυριαρχικώς… Ουδείς δύναται να γίνη ανάδοχος eo ipso, απλώς και μόνο διότι είνε κατά την ταυτότητά του, ή κατά την γνώμην του, ή, έστω, και με αντικειμενικά κριτήρια “Χριστιανός Ορθόδοξος”. Επειδή ο θεσμός του αναδόχου, κατά την Ορθόδοξον Εκκλησιολογίαν και το Ορθόδοξον Κανονικόν Δίκαιον, δεν είνε άλλο τι ειμή κυρίως και εξεχόντως αναπλήρωσις και αντικατάστασις, εις συγκεκριμένην περίπτωσιν και δια συγκεκριμένον έργον, του υπευθύνου ποιμένος της Εκκλησίας, δέον ούτος (ο ανάδοχος) να απολαύη της εμπιστοσύνης και να τυγχάνη της εγκρίσεως του Ποιμένος, ρητώς ή σιωπηρώς εκδηλουμένης.» (Ορθ. Τύπος 30-5-1986)

Του Βαπτίσματος προτάσσεται η Κατήχηση, η οποία αποτελείται από ευχές, τρεις αφορκισμούς, κατά τους οποίους ο ιερεύς επιτάσσει τον διάβολο να εγκαταλείψη τον κατηχούμενον. Επειδή η Εκκλησία μας παρέχει το «εν δυνάμει», δεν παραβιάζει το αυτεξούσιο, το οποίο είναι δώρο του Θεού και ως τέτοιο δεν αφαιρείται, για την υλοποίηση του «εν δυνάμει», όμως χρειάζεται και η συγκατάθεση του ανθρώπου. Γι’ αυτό στραμμένοι προς δυσμάς στην περίπτωση βαπτίσεως ενηλίκου λένε ο κατηχούμενος και ο ανάδοχος τρεις φορές «Αποτάσσομαι του Σατανά» και στη συνέχεια «Απεταξάμην», στη δε περίπτωση νηπιοβαπτισμού μόνος ο ανάδοχος.

Κατόπιν στρέφονται προς ανατολάς, προς το Ιερό Βήμα και λένε «Συντάσσομαι τω Χριστώ» και «Συνεταξάμην» και ευθύς απαγγέλλουν το Σύμβολο της Πίστεως.Όπως μας πληροφορεί ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στίς «Κατηχήσεις» του, οι αφορκισμοί διαβάζονταν στους κατηχουμένους περισσότερες φορές και όχι απαραιτήτως σε άμεσο συνδυασμό με την ακολουθία του Βαπτίσματος. Σήμερα, όμως, που επικρατεί ο νηπιοβαπτισμός ενώνεται η κατήχηση με την ακολουθία του Βαπτίσματος, ώστε και πρακτικά να υπάρξη μια προετοιμασία όλων των παρευρισκομένων, μια βοήθεια για να συνειδητοποιήσουν ότι πρόκειται να τελεσθή Μυστήριο και ότι καλούνται να συμπροσευχηθούν και όχι να παρευρεθούν μόνο ως παθητικοί θεατές. Για να επιτευχθή αυτός ο σκοπός πρέπει απαραιτήτως την ώρα της κατηχήσεως: α) να βρίσκονται όλοι οι καλεσμένοι εντός του Ιερού Ναού. Διότι δεν είναι δυνατό ως βαπτισμένοι Χριστιανοί να θέλουμε να υποδεχθούμε με χαρά ένα νέο μέλος στην Εκκλησία και να στεκόμαστε έξω απ’ αυτήν, στη θέση μάλλον του Σατανά και των ακαθάρτων πνευμάτων, τα οποία πτύει ο ανάδοχος δηλώνοντας την αποταξή τους, β) να επικρατή απόλυτη ησυχία και να διαβάση ο Ιερεύς καθαρά και μεγαλοφώνως τις ευχές, ώστε να ακουστούν από όλους, και γ) να απαγγείλη ο ανάδοχος το Σύμβολο της Πίστεως δυνατά και καθαρά, εις ακοήν όλων κατανοώντας το νόημα.Αμέσως μετά την Κατήχηση, ενώ ο Ιερέας κάνει την απόλυση, μετακινούνται ο Ιερέας, οι γονείς, το παιδί και ο ανάδοχος στο μπροστινό μέρος του Ναού, στη σολέα, όπου έχει τοποθετηθή η Κολυμβήθρα. Μετά από το σύντομο θυμίαμα του Ιερέως, το οποίο συμβολίζει με αισθητό τρόπο την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, αρχίζει το Μυστήριο με την εκφώνηση: «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», επειδή παλαιά τα Μυστήρια του Αγίου Βαπτίσματος και του Γάμου τελούνταν μέσα στη Θεία Λειτουργία, όπως μέχρι σήμερα οι Χειροτονίες.Γι’ αυτό, όπως και στη Θεία Λειτουργία, απαιτείται ιεροπρέπεια. Δεν επιτρέπεται τίποτα να μας αποπροσανατολίση, να μας απομακρύνη από το ιερό έργο, όπως κάνουν συχνά οι συχνές και αδιάκοπες μετακινήσεις φωτογράφων, πεθερών και κουνιάδων… και οι επιβλητικοί και συχνά κακόγουστοι στολισμοί. Ο στολισμός έχει σκοπό να τονίση την ιερότητα και γι’ αυτό πρέπει να είναι λιτός και να μην άπτεται κανενός σκεύους που χρησιμοποιείται κατά την τέλεση του Μυστηρίου.

Συγκεκριμένα δεν επιτρέπεται να φέρουν στολισμό ή παραστάσεις το δοχείο του ελαίου, με το οποίο αλοίφεται το παιδί ως θωράκιση πρίν από την κατάδυση στην κολυμβήθρα, και οι πετσέτες, οι οποίες πρέπει να είναι λευκού χρώματος.Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται ο στολισμός της Κολυμβήθρας. Η Κολυμβήθρα είναι ιερό σκεύος, το οποίο περιέχει τον Αγιασμένο Ύδωρ, στον οποίο βαπτίζεται το παιδί. Και όπως δεν στολίζουμε το θυμιατό, το Ιερό Ευαγγέλιο και το Άγιο Ποτήριο, έτσι δεν στολίζουμε και την Κολυμβήθρα. Η Κολυμβήθρα φέρει στο μπροστινό μέρος ένα σταυρό, για να μας θυμίση ότι «εις τον θάνατον του Χριστού βαπτιζόμεθα». Η τριπλή κατάδυση συμβολίζει την τριήμερον διαμονή του Κυρίου στον Άδη, ώστε αναδυόμενοι από την Κολυμβήθρα να συμμετέχουμε καθαροί πλέον και ξεπλυμένοι από το προπατορικό αμάρτημα στην Ανάστασή Του, και να σφραγιστούμε στη συνέχεια με το Άγιο Μύρο σ’ αυτήν την αναγεννημένη ζωή με την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Πρόκειται για το ξεκίνημα μιας νέας ζωής, ο βαπτιζόμενος τη στιγμή της αναδύσεως από την κολυμβήθρα είναι άγιος. Και εμείς όλοι οφείλουμε να σεβαστούμε την ιερότητα του Μυστηρίου και να τιμήσουμε τον νεοφώτιστο, στηρίζοντάς τον με την προσευχή μας και μόνο. Κουβέντες, γέλια ή κλάματα (επειδή κάποιοι φοβούνται ότι θα πνιγή το παιδί στην κολυμβήθρα) δεν αρμόζουν. Να κλάψη το παιδί είναι φυσικό, αλλά να περιμένουν οι καλεσμένοι το κλάμα του παιδιού ως έναρξη για δικές τους συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων ή για οποιεσδήποτε άλλες αταξίες, είναι δείγμα γελοίων ανθρώπων, οι οποίοι δεν έχουν επίγνωση που βρίσκονται ούτε τί κάνουν.

Είναι πλέον καιρός να καταλάβουμε ότι τα του Θεού τω Θεώ και τα του κόσμου τω κόσμω!Κλείνοντας να αναφερθούμε σε μία ακόμη αταξία: την τέλεση Μυστηρίων εκτός Ενοριακών Ναών, σε ιδιωτικές Εκκλησίες, Παρεκκλήσια, Προσκυνήματα ή Μοναστήρια. Πως είναι δυνατόν να αγωνισθούμε εμείς να περιορίζουμε τις κάθε τύπου κοσμικότητες και αταξίες στους Ναούς μας και να επιτρέψουμε να μεταφερθούν αυτές σε τόπους καθαρά προσευχής και ασκήσεως; Πως είναι δυνατόν να τηρηθούν όλα τα ανωτέρω, όταν άλλος ιερέας καλείται να εκδόση διαβιβαστικό και άλλος να τελέση το Μυστήριο; Ο πρώτος χάνει τον έλεγχο και ο δεύτερος ούτε γνωρίζει τους ανθρώπους αυτούς και πιθανόν ούτε πρόκειται να τους ξαναδεί; Κυριολεκτικώς χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, άν η βάπτιση  αλλού καταγράφεται στα Βιβλία και αλλού έχει τελεσθή, και αν για το ληξιαρχείο άλλος ιερέας υπογράφει και φέρει και νομικά την ευθύνη και άλλος έχει τελέσει το Μυστήριο.Νομίζω κάποτε πρέπει να σοβαρευτούμε!

π. Γεώργιος Χάας «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Σεπτέμβριος 2007 Αριθμ. Τεύχους 63

http://orthodoxovima.blogspot.com/2011/08/blog-post_26.html

Αφήστε μια απάντηση