Ο ΠΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΙ Η ΡΟΔΟΥΛΑ
Ήταν μια μέρα καλοκαιρινή .Ο Πρασίδας και η Ροδούλα έψαχναν παρέα για να παίξουν μπάλα. Όμως οι φίλοι τους έλλειπαν όλοι .Ο Πρασίδας πρότεινε στη Ροδούλα να παίξουν μπάλα στο πεζοδρόμιο.
– Α πα ,πα,πα.είπε η ροδούλα. Το πεζοδρόμιο δεν είναι για παιχνίδι. Είναι δρόμος για πεζούς . Η μαμά λέει ότι τα παιδιά πρέπει να παίζουν στα πάρκα για να μην κινδυνεύουν από τα αυτοκίνητα. Τέλος πάντων ας πάμε στο πάρκο.
Ξεκίνησαν για το πάρκο. Όταν έφτασαν στη άκρη ενός πεζοδρομίου κοκάλωσαν τρομαγμένα . Αυτοκίνητα μεγάλα , μικρά , φορτηγά, λεωφορεία, μηχανές περνούσαν σαν βολίδες.
– Και τώρα Ροδούλα ,πως θα περάσουμε το δρόμο, για πες μου εσύ, που είχες την ιδέα να πάμε στο πάρκο;
– Εγώ Πρασίδα δεν έχω περάσει ποτέ μόνη αυτό το δρόμο.
– Ωραία λοιπόν, θα παίξουμε στο πεζοδρόμιο, είπε θυμωμένος ο Πρασίδας.
– Αποκλείετε θα μου λιώσουν την μπάλα μου.
– Κι όμως υπάρχει λύση, ακούστηκε μια φωνή βραχνή και σοβαρή.
Τα παιδιά έψαξαν να βρουν ποιος μίλησε , όμως κανείς δεν υπήρχε γύρω. Μόνο ένα φανάρι υπήρχε εκεί, που στο ένα του μάτι είχε ζωγραφισμένο ένα κόκκινο ανθρωπάκι και σο άλλο ένα πράσινο ανθρωπάκι.
– Εγώ βρήκα τη λύση! Είναι φως φανάρι, αναφώνησε ο Πρασίδας δείχνοντας τα δύο ανθρωπάκια στο ψηλό φανάρι .Όταν ανάβει το πράσινο περνάνε απέναντι όσοι φοράνε κάτι πράσινο στα ρούχα τους, κι όταν ανάβει το κόκκινο, όσοι έχουν κάτι κόκκινο στα ρούχα τους.
– Κατάλαβα Πρασίδα. Νομίζω ότι έχεις δίκιο κι όλα ταιριάζουν. Όταν έχει κόκκινο περνούν όσοι έχουν ιλαρά, οι πασχαλίτσες, οι ινδιάνοι, οι κοκκινοσκουφίτσες. Και όταν έχει πράσινο περνούν ας πούμε οι σαύρες, τα βατράχια και οι κυρίες που έχουν ψωνίσει μαρούλια από το μανάβη. Είσαι βέβαιος όμως Πρασίδα;
– Βεβαίως και είμαι και θα στο αποδείξω. Θα κάνουμε ένα πείραμα. Εσύ που φοράς πάντα κόκκινα, γιατί ταιριάζουν με τα μαλλιά σου, θα περάσεις όταν ανάψει το κόκκινο ενώ εγώ που το φοράω πάντα το πράσινο καπέλο θα περάσω απέναντι όταν ανάψει το πράσινο.
– Αχ τι πάνε να κάνουν αυτά τα παιδιά. Μη ! Σταματήστε!!!
Ακούστηκε πάλι η ίδια βραχνή φωνή, τρομαγμένη αυτή τη φορά. Τα παιδιά έψαξαν γύρω και πάλι δεν φάνηκε κανείς.
– Πρασιδάκοοο, εγώ τι θα κάνωωωωω!
– Περίμενε να ανάψει το κόκκινοοοο!
– Άναψεεεε!
– Πέρνααα!
– Μη, μη Ροδούλα σταμάτα, η ίδια βραχνή φωνή φώναζε τώρα φοβισμένη.
Φρεναρίσματα, κόρνες ,κακό. Τα αυτοκίνητα παραλίγο να την πατήσουν τη Ροδούλα. Ευτυχώς την τελευταία στιγμή γύρισε πίσω, πάνω στο πεζοδρόμιο. Μόλις άναψε το πράσινο ξαναγύρισε κι ο Πρασίδας πίσω.
– Τι μου έκανες βρε Πρασίδα. Εσύ που τα ξέρεις όλα! Κοίτα τι πήγα να πάθω.
– Συγνώμη Ροδούλα μου δεν το ήθελα.
– Τώρα τι κάνουμε;
– Στάσου εσύ εδώ, πάω εγώ να ρωτήσω το μανάβη και θα γυρίσω να σου πω.
Η Ροδούλα περίμενε μόνη της .
Ξαφνικά ξανάκουσε τη βραχνή φωνή.
– Ε ψιτ Ροδούλα.
Γύρισε ξαφνιασμένη αλλά δεν είδε κανέναν. Η φωνή ξανακούστηκε και το φανάρι της έκλεισε το μάτι.
– Γεια σου, Ροδούλα, το όνομά μου είναι Φανούρης Φανουρόπουλος. Αυτό που κάνατε ήταν μια μεγάλη απερισκεψία. Είναι πολύ επικίνδυνο να κυκλοφορείτε στο δρόμο αν δεν γνωρίζετε τους κανόνες.
– Δηλαδή τι πρέπει να κάνουμε;
– Είναι απλό. Οι πεζοί δηλαδή οι άνθρωποι που περπατούν στο δρόμο, πρέπει πάντα να ψάχνουν να βρουν ένα φανάρι για να περάσουν απέναντι. Περνάνε απέναντι οι άνθρωποι μόνο όταν είναι το πράσινο αναμμένο.
– Γι αυτό, λοιπόν, μπορούσε να περνά ο Πρασίδας.
Και όχι γιατί φορούσε πράσινα ρούχα. Μάλιστα τώρα εξηγούνται όλα. Πολύ σοβαρή η δουλειά σας κύριε Φανούρη.
– Ροδούλα, Ροδούλα, ήρθα. Τα έμαθα όλα.
– Άσε Πρασιδάκο μου, κι εγώ τα έμαθα όλα. Μου τα είπε τα φανάρι.
– Τι λες καλέ Ροδούλα, μιλάνε τα φανάρια;
Βεβαίως και τραγουδάνε κιόλας.