Αυτές οι ρεματιές κι αυτά τα βράχια κι αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό αυτές οι μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους κι αυτά τα κύματα που φεύγουν και ξαναγυρνούν αυτά τα πεύκα με τα χαραγμένα λόγια κι ο Κωνσταντίνος, ο καημός που πέταξε σαν το πουλί κι εκείνα που δεν πρόφτασαν οι κήρυκες παρά μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι, Ω! πολιτεία με το βράδιασμα κοντά στους ταρσανάδες στην αγορά, στον καφενέ και στο ποδόσφαιρο είσαι η Πρέβεζα, τα Γιάννενα και το Κιλκίς, το Μεσολόγγι, ο Πόντος κι η Ερμούπολις Ω! πολιτεία του αμανέ στα τουρκοχώρια μ’ αυτές τις ρεματιές κι αυτά τα βράχια μ’ αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό μ’ αυτές τις μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους θα `ρθει ο καιρός που θα φανούν οι κήρυκες κι όχι μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι.

Σε τούτη την πατρίδα τι γυρεύω, με μισθοφόρους και πραιτωριανούς, τη δόξα σου γονατιστός να ζητιανεύω, και να χτυπώ την πόρτα σου στους ουρανούς, τη δόξα σου γονατιστός να ζητιανεύω, και να χτυπώ την πόρτα σου στους ουρανούς. Σαν ψίχουλα είναι τούτα τα στιχάκια, από συμπόσια και ξενύχτια ποιητών, τα ψυθιρίζουν οι χαφιέδες στα σοκάκια, εκεί που πάω σαν το ψάρι να πιαστώ, τα ψυθιρίζουν οι χαφιέδες στα σοκάκια, εκεί που πάω σαν το ψάρι να πιαστώ. Κινήσαμε για μακρινό ταξίδι κι η νύχτα φαρμακώνει τα φιλιά ποιος κόσμος μας κρατάει και ποιο σανίδι απόψε που δικάζουν τον Πλουμπίδη. Λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά, λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά. Κινήσαμε για μακρινό ταξίδι κι η νύχτα φαρμακώνει τα φιλιά ποιος κόσμος μας κρατάει και ποιο σανίδι απόψε που δικάζουν τον Πλουμπίδη. Λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά, λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά. Σε τούτη την πατρίδα τι γυρεύω, με μισθοφόρους και πραιτωριανούς.