[1] Ο SANTA CLAUS ΕΙΝΑΙ (ΕΥΤΥΧΩΣ) ΝΕΚΡΟΣ
Η πρώτη απεικόνιση του Santa Claus  έγινε στις 3 Ιανουαρίου του 1863 σε ένα τεύχος του Weekly Harper’s.  Ο  «άγιος» είναι ντυμένoς  με μια αμερικανική σημαία , και κρατάει μια μαριονέτα με το όνομα “Jeff ” . Σχεδιαστής ο Thomas Nast ο οποίος , την περίοδο του αμερικανικού εμφυλίου, καλείται να απεικονίσει εικόνες από τα δρώμενα του πολέμου. Τίτλος του σκίτσου: « Ο Santa Claus στο στρατόπεδο». Καλή αρχή!
Το 1915 εμφανίζεται  η κλασική  εκδοχή  του Santa Claus  σε διαφήμιση της White Rock Beverages (μεταλλικά νερά). Όμως η εταιρεία που απογειώνει την μορφή του Santa είναι η Coca-Cola. 1931. Οι πωλήσεις του προϊόντος έπεφταν αισθητά κατά τους χειμερινούς μήνες, οπότε αποφασίζουν να κάνουν μια εκτεταμένη διαφημιστική καμπάνια . Η εικόνα του «Αι Βασίλη»  που σχεδίασε ο  Σουηδός Haddon Sundblom , με μοντέλο ένα συνταξιούχο πωλητή της εταιρίας ονόματι Lou Prentice, είναι μέχρι και σήμερα η κυρίαρχη.
Η αξιοποίησή του Santa από τα πολυκαταστήματα είχε προηγηθεί κατά πολύ της Ιδέας της Λευκής Νύχτας. Την εισηγήθηκε ο James Edgar ,  το 1890 στο πολυκατάστημά του στη Μασαχουσέτη . Εκεί ο Santa περιστοιχιζόταν και από άλλους ,τους  εργαζόμενους στο  εμπορικό κέντρο, υποχρεωτικά  ντυμένους σαν ξωτικά .
Είναι γνωστές οι ενστάσεις απέναντι στον πιο δημοφιλή «άγιο». Ο Santa δεν είναι μόνο ένα θαυμάσιο εργαλείο προπαγάνδας και το απόλυτο σύμβολο του καταναλωτισμού,  ο παγκόσμιος εμπορικός αντιπρόσωπος του καπιταλισμού. Μαθαίνει επίσης στα παιδιά να απαιτούν να είναι χειροπιαστή η αγάπη, τα εκπαιδεύει στην υστεροβουλία,  μετατρέπει τις συναισθηματικές σχέσεις σε υλικές.
Όμως στην Ελλάδα του 2013 όλα αυτά ακούγονται μάλλον  περιττά. Εδώ ο Santa δεν είναι απλά λέρα. Είναι νεκρός. Πέρυσι τα Χριστούγεννα  η κίνηση στην ελληνική αγορά γνώρισε κατακόρυφη πτώση , η οποία συνεχίζεται φέτος.  Από το -20% της  Αθήνας, (το -22% του Πειραιά, το -25% της Πάτρας ) έως το -50% της Αλεξανδρούπολης .  Πιο καταθλιπτική όμως είναι η εικόνα σε άλλους δείκτες κατανάλωσης που σχετίζονται με βασικά αγαθά (θέρμανση, διατροφή, ηλεκτρική ενέργεια). Στη  χώρα της Λευκής Νύχτας χωρίς τέλος, η  μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου  έχει φτάσει στο  69% ,   το 68,4% των νοικοκυριών  έχει ήδη κάνει περικοπές στην κατανάλωση  ειδών διατροφής και  το 50% των νοικοκυριών  δηλώνουν δυσκολία στην αποπληρωμή των λογαριασμών .
Στις 23 Δεκεμβρίου 1951, ένα ομοίωμα του Santa Claus  ύψους 2,5 μέτρων από σύρμα και κόκκινο και άσπρο χαρτί καίγεται μπροστά στα μάτια περίπου 200 παιδιών απέναντι από τον καθεδρικό ναό της Ντιζόν, στη Γαλλία. Εμπνευστής αυτής της ενέργειας  δεν ήταν κάποια ομάδα άθεων, αναρχικών ακτιβιστών. Ο εμπνευστής ήταν ο ιερέας Ζακ Νουρισά που εξήγησε , με το δικό του τρόπο, το γεγονός:
«Επτά ή οκτώ Αϊ-Βασίληδες βρίσκονταν μπροστά  των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων της Ντιζόν. Για εμάς που ήμασταν πάμπτωχοι, ήταν πρόκληση. Η ενορία μας ήταν η πιο φτωχή της πόλης. Πολλοί άνθρωποι έβγαιναν καταστραμμένοι από τον πόλεμο, αποδυναμωμένοι, αποδιοργανωμένοι….. Για εκείνους ο Αϊ-Βασίλης σήμαινε γενναιοδωρία, ανιδιοτέλεια, αγάπη, έννοιες που δεν προβλέπονταν από τις χριστουγεννιάτικες διαφημιστικές καμπάνιες».
Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις, απασχόλησε  τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και μπροστά στη γενική αντίδραση, οι αρχές της Ντιζόν αναγκάστηκαν να αυτοσχεδιάσουν την ανάσταση του Αϊ-Βασίλη, δείχνοντάς τον σκαρφαλωμένο στη στέγη του Δημαρχείου λίγες ώρες μετά την καύση του.
Στη μνημονιακή  Ελλάδα  η «ανάσταση του Αϊ-Βασίλη»,  επιχειρείται από την κυβέρνηση και το κεφάλαιο είτε με επικοινωνιακά παιχνίδια είτε με πρωτοβουλίες ακόμη μεγαλύτερης  επίθεσης στα εργασιακά δικαιώματα. Στη χώρα όμως που το επίσημο νόμισμά της δεν είναι πλέον το Ευρώ αλλά το «Εάνβρώ»  ο ευτραφής «άγιος» , που παραπέμπει αισθητικά  στον Τομπούλογλου,  δεν μπορεί να περάσει από  καμινάδες που παράγουν αιθαλομίχλη και τίποτα άλλο.
Σε αυτό τον τόπο που αιώνες πριν την έλευση του Χριστιανισμού γιόρταζε ήδη την γέννηση του Θνήσκοντος θεού, (ενός θεού που έμπαινε στη διαδικασία του θανάτου κι έτσι κατανοούσε την ανθρώπινη απόγνωση), σε αυτή τη γωνιά της Γής που η αριστερά τραγουδούσε για «τους δικούς μας Χριστούς, τους δικούς μας Άγιους»  ο Santa Claus δεν έχει πια καμία ελπίδα.  Ευτυχώς…

του Ανδρέα Ζαφείρη

[2]Μισώ την πρωτοχρονιά. Του Αντόνιο Γκράμσι

 

Κάθε πρωί, καθώς ξυπνώ άλλη μια φορά κάτω από το πέπλο του ουρανού, νιώθω πως για μένα είναι πρωτοχρονιά. Γι΄ αυτό μισώ τις πρωτοχρονιές  με καθορισμένη ημερομηνία, που μετατρέπουν τη ζωή και το ανθρώπινο πνεύμα σε μια εμπορική επιχείρηση, με τον ωραίο τους απολογισμό, με τον ισολογισμό τους και την πρόβλεψη για το νέο διαχειριστικό έτος.

Ακυρώνουν την αίσθηση της συνέχειας της ζωής και του πνεύματος. Καταλήγει κανείς να πιστεύει πραγματικά ότι μεταξύ των ετών υπάρχει συνέχεια, κι ότι ξεκινά μια νέα ιστορία, και βάζει κανείς στόχους, και μετανιώνει για τις αστοχίες κτλ κτλ. Αυτό είναι ένα γενικότερο σφάλμα των ημερομηνιών.

Λένε πως η χρονολογία είναι η ραχοκοκαλιά της ιστορίας – αυτό το παραδεχόμαστε. Όμως, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως υπάρχουν τέσσερις ή πέντε θεμελιώδεις ημερομηνίες, τις οποίες κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του τις έχει πάντα κατά νου,  που έχουν περιπαίξει την ιστορία. Κι αυτές είναι πρωτοχρονιές. Η πρωτοχρονιά της ρωμαϊκής ιστορίας ή του μεσαίωνα ή της νεωτερικότητας.

Κι έχουν γίνει τόσο διαπεραστικές και τόσο  απολιθωτικές που, κι εμείς οι ίδιοι εκπλησσόμαστε καμιά φορά αναλογιζόμενοι ότι η ζωή στην Ιταλία άρχισε το 752, κι ότι το 1490 ή το 1492 είναι σαν βουνά στα οποία η ανθρωπότητα αναρριχήθηκε ακαριαία φτάνοντας σε έναν νέο κόσμο, εισερχόμενη σε μια νέα ζωή.  Κι έτσι η ημερομηνία γίνεται ένα εμπόδιο, ένα παραπέτασμα που εμποδίζει να δούμε ότι η ζωή συνεχίζει να εκτυλίσσεται με το ίδιο, αμετάβλητο, βασικό  μοτίβο, χωρίς απότομες μεταβολές, με τον ίδιο τρόπο που στον κινηματογράφο σκίζεται το φιλμ κι έχουμε ένα διάλειμμα  εκτυφλωτικού φωτός.

Γι’ αυτό, μισώ την πρωτοχρονιά. Θέλω κάθε πρωινό νά ‘ναι για μένα και μια πρωτοχρονιά. Κάθε μέρα θέλω να κάνω κι έναν προσωπικό απολογισμό, και να ανανεώνομαι κάθε μέρα. Καμιά μέρα καθορισμένη εκ των προτέρων για ανάπαυση. Τις παύσεις μου εγώ τις επιλέγω, όταν αισθάνομαι μεθυσμένος από έντονη ζωή και θέλω να κάνω μια βουτιά στη ζωικότητα για να αντλήσω από κει καινούρια δύναμη.

Καμιά πνευματική αγκίστρωση. Κάθε ώρα της ζωής μου θά΄ θελα να είναι νέα, παρότι συνδεδεμένη με τις περασμένες. Καμία μέρα ξεφαντώματος με συλλογικές  στιχοπλοκές, που τις ανταλλάσσω με ξένους που δεν με ενδιαφέρουν. Επειδή ξεφάντωναν οι πρόγονοι των προγόνων μας κτλ πρέπει κι εμείς να αισθανόμαστε την ανάγκη του ξεφαντώματος. Όλα αυτά μου φέρνουν αναγούλα.

Δημοσιεύθηκε την 1η Ιανουαρίου 1916, στην τορινέζικη έκδοση της εφημερίδας Avanti! (όργανο του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας),  στην στήλη που διατηρούσε ο Γκράμσι με τίτλο «Sotto la Mole» («Κάτω από το Mole», το ψηλότερο κτίριο του Τορίνο, αυτό που βλέπετε στην φωτογραφία).

Μετάφραση Πέτρος – Ιωσήφ Στανγκανέλλης για το RedNoteBook