Αρχές του συμπεριφορισμού στη διδακτική πράξη:Η μάθηση συνίσταται στην τροποποίηση της συμπεριφοράς του μαθητή/τριας. Η διδασκαλία θα πρέπει να περιλαμβάνει μικρά καλοσχεδιασμένα βήματα που θα πρέπει να εκτελεί ο μαθητής για να φτάσει στη γνώση. Η ύλη δομείται σε μικρές ενότητες και ο ρυθμός παρουσίασής της συμβαδίζει με τους ρυθμούς των μαθητών/τριών. Ο ρόλος του δασκάλου είναι καθοριστικός και περιλαμβάνει τη διατύπωση των διδακτικών στόχων προσβλέποντας στην αλλαγή της συμπεριφοράς του μαθητή/τριας ενισχύοντας την επιθυμητή συμπεριφορά του/της μέσω των αμοιβών και αποσβαίνοντας την ανεπιθύμητη συμπεριφορά του/της μέσω της τιμωρίας.Ο συμπεριφορισμός τονίζει την ανάγκη της αντικειμενικότητας στη μάθηση η οποία οδηγεί στην ανάπτυξη της στατιστικής και μαθηματικής ανάλυσης.
Οι συμπεριφοριστές δέχονται τα εξής:
-Ο νους θεωρείται ως επεξεργαστής συμβόλων τα οποία αντικατοπτρίζουν την δομή του εξωτερικού κόσμου και ως δεξαμενή πληροφοριών.
-Η γνώση είναι είναι η εσωτερική απεικόνιση της εξωτερικής πραγματικότητας.
-Η σκέψη κυριαρχείται από την εξωτερική πραγματικότητα.
-Η δομή του εξωτερικού κόσμου είναι ανεξάρτητη από την κατανόηση του ατόμου.
Το φαινόμενο της συμπεριφοριστικής μάθησης χαρακτηρίζεται από τα παρακάτω:
-Η προσχεδιασμένη γνώση μεταδίδεται στους μαθητές σύμφωνα με ένα προσχεδιασμένο πρόγραμμα.
-Πραγματοποιούνται συγκεκριμένες δραστηριότητες για να επιτευχθούν συγκεκριμένοι στόχοι.
-Η μάθηση διαμορφώνεται από την επανάληψη και την ενίσχυση καθώς ο μαθητής ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένα ερεθίσματα.
-Ο μαθητής δεν έχει ούτε τον έλεγχο της μάθησης ούτε του χρόνου που χρειάζεται για να επιτευχθεί η μάθηση.
-Ο δάσκαλος είναι ο δημιουργός και το κέντρο του γεγονότος της μάθησης.
-Η αξιολόγηση γίνεται ατομικά στο τέλος της μαθησιακής διαδικασίας για να εξακριβώσει αν έχει αποχτηθεί η γνώση των αντικειμένων της μάθησης.
-Η αποτυχία σημαίνει ότι το περιεχόμενο της υπό μάθηση έννοιας πρέπει να επαναλαμβάνεται μέχρι να κατακτηθεί από τον μαθητή.
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΜΟΥ
Ιvan Pavlov(1849-1936):
Η αντανακλαστική μάθηση του Παβλόφ(Pavlovian Respondent Conditioning) είναι μια μορφή συνειρμικής μάθησης, που για πρώτη φορά παρουσιάστηκε από τον Ιβάν Παβλόφ.
Ο Παβλόφ, μελετώντας ζητήματα φυσιολογίας της πέψης και πειραματιζόμενος ?ε σκύλους επινόησε ?ια ?έθοδο έκκρισης σάλιου και μέτρησης του παραγόμενου σάλιου κατά τη διαδικασία διατροφής του σκύλου. Αρχικά, η δράση των σιελογόνων αδένων του σκύλου είχε ως εναρκτήριο σημείο τη στιγμή της εισαγωγής της τροφής στο στό?α του. Το σημαντικό ερέθισμα της τροφής διέγειρε το ενστικτώδες και έ?φυτο ανακλαστικό της έκκρισης σάλιου. Στη συνέχεια των πειραμάτων του ο Παβλόφ ανακάλυψε πως ορισ?ένα ουδέτερα ερεθίσ?ατα, όπως ο ήχος των βη?άτων του διατροφέα που πλησίαζε ή ο ήχος ενός κουδουνιού κατά την προσφορά της τροφής, ενεργοποιούσε από ?όνος του την έκκριση σάλιου ?ε τον ίδιο ακριβώς τρόπο που την ενεργοποιούσε η διατροφή. Με την επανάληψη του πειρά?ατος δη?ιουργήθηκε ένα νέο ανακλαστικό, το οποίο προηγου?ένως δεν υπήρχε, και ήταν το πλέον ση?αντικό στο πείρα?α. Αυτός ο νέος τρόπος διασύνδεσης (συνειρ?ός) ?εταξύ δύο ερεθισ?άτων έγινε γνωστός ως εξαρτη?ένο ανακλαστικό (conditioned reflex) και η διαδικασία ονο?άστηκε κλασική εξάρτηση. Μέσω αυτής της διαδικασίας επέρχεται σημαντική αλλαγή της συμπεριφοράς.
Συμπεριφοριστές θεωρητικοί της συνάφειας
Οι συμπεριφοριστές θεωρητικοί της συνάφειας είχαν την άποψη ότι «ένας συνδυασμός ερεθισμάτων που έχει συνοδεύσει μια ενέργεια, στην επανάληψή του θα πρέπει να ακολουθηθεί από εκείνη την ενέργεια. Στη θεωρία της συνάφειας, οι ανταμοιβές ή η τιμωρία δεν διαδραματίζουν κανέναν σημαντικό ρόλο στη μάθηση δεδομένου ότι εμφανίζονται αφότου έχει γίνει η ένωση μεταξύ του ερεθίσματος και της απάντησης. Η μάθηση πραγματοποιείται σε μια ενιαία δοκιμή (all or none).
Οι κυριότεροι εκπρόσωποι αυτού του θεωρητικού ρεύματος ήταν:
John Watson(1878-1958):Ο Watson υπήρξε βασικός εκπρόσωπος του συμπεριφορισμού. Είναι γνωστή η έκφρασή του:”Αρκετά ασχοληθήκαμε με το τι σκέφτονται και αισθάνονται οι άνθρωποι. Καιρός να αρχίσουμε να ασχολούμαστε με το τι κάνουν οι άνθρωποι”. Ο Watson θεωρούσε ως μη αντικειμενική και μη έγκυρη επιστημονικά τη μελέτη της συνείδησης, επομένως, έλεγε, ο νους δεν μπορεί και δεν πρέπει να μελετηθεί σε βάθος. Απόρριπτε τη διάκριση μεταξύ σώματος και νου και έδινε έμφαση στη μελέτη της συμπεριφοράς των ατόμων. Ο Γουότσον έβλεπε τη συμπεριφορά ως αποτέλεσμα εξαρτημένων αντανακλαστικών(τα εξαρτημένα αντανακλαστικά είναι αντιδράσεις – απαντήσεις που μαθαίνονται με την κλασσική βελτίωση). Δεν δεχόταν την ύπαρξη των ενστίκτων και ότι οι άνθρωποι γεννιούνται με έμφυτες δυνατότητες, γνωρίσματα ή προδιαθέσεις. Συνήθιζε να λέει:”Το τι είμαστε εξαρτάται εξ ολοκλήρου από αυτό που έχουμε μάθει”. Είναι επίσης γνωστή η φράση του:”Δώστε μου μια δωδεκάδα υγιή νήπια να τα μεγαλώσω και να τα διαπλάσω στον ειδικά διαμορφωμένο κόσμο μου με τις δικές μου αρχές και μεθόδους και σας εγγυώμαι ότι μπορώ να τα μετατρέψω σε οποιοδήποτε τύπο ειδικού επιλέξω. Δηλαδή άλλον θα τον κάνω γιατρό, άλλον δικηγόρο, καλλιτέχνη, έμπορο, ή ,ακόμη, ζητιάνο, κλέφτη, αλήτη, ανεξάρτητα από το ταλέντο, τις δυνατότητες, τις κλίσεις και τη φυλή τους”. Ο Γουότσον εισήγαγε ακόμη τις αρχές της συχνότητας και της αμεσότητας στη μάθηση. Η αρχή της συχνότητας σημαίνει ότι όσο συχνότερα εμφανίζεται μια αντίδραση σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα, τόσο πιο πιθανό είναι να επανεμφανιστεί η ίδια αντίδραση στο ερέθισμα. Η αρχή της αμεσότητας σημαίνει ότι όσο πιο άμεσα εμφανίζεται μια αντίδραση σε ένα ερέθισμα τόσο πιο πιθανό είναι να επαναληφθεί η αντίδραση αυτή στο ίδιο ερέθισμα. Ο Γουότσον δεν πίστευε στην αξία της ενίσχυσης σαν στρατηγική μάθησης. Αντίθετα πίστευε στην αξία της συνάφειας στη διαδικασία της μάθησης. Υποστήριζε ότι μαθαίνουμε απλά και μόνο επειδή συμβαίνει να εμφανίζονται μαζί ένα ερέθισμα και μια συναφής αντίδραση προς το ερέθισμα αυτό.
Edwin Guthrie(1886-1959): Ο Guthrie(Γκάθρι) ανέπτυξε τη θεωρητική αρχή της συνάφειας. Πίστευε ότι τα ατομα ξεχνούν ή χάνουν μια προηγούμενη αντίδραση/απάντηση σε ένα ερέθισμα διότι βρίσκουν ότι τους ωφελεί περισσότερο μια νέα συμπεριφορά και το σύστημα αποτροπής του οργανισμού επιτρέπει να προκύψει μόνο μια αντίδραση/απάντηση σε ένα ερέθισμα κάθε φορά. Πίστευε επίσης ότι ακατάστατη συμπεριφορά των ατόμων οφείλεται σε ανταγωνιστικές αντιδράσεις που προκύπτουν σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα προκαλώντας τους έτσι άγχος και σύγχυση. Η θεωρία του Guthrie περιγραφεται επισης ως “μάθηση με δοκιμή” επισημαίνοντας ότι ορισμένες νέες δεξιότητες(αντιδράσεις) μπορούν να εγκρίνονται(μαθαίνονται) αν αποκτηθούν μόνο μια φορά.
Ο νόμος της συνάφειας του Guthrie δηλώνει ότι ένας συνδυασμός ερεθισμάτων που συνοδεύεται από μια ενέργεια, στην επανάληψή του θα τείνει να ακολουθηθεί από εκείνη την ενέργεια(Guthrie, 1952). H μάθηση είναι βασισμένη στο συνδυασμό «ερέθισμα-αντίδραση». Οι ενέργειες των οργανισμών είναι μικροί συνδυασμοί ερεθισμάτων ? αντιδράσεων/απαντήσεων. Οι ενέργειες διαμορφώνουν μια πράξη. Μια μαθημένη συμπεριφορά είναι μια σειρά από ενέργειες. Ο Guthrie θεώρησε ότι η μάθηση είναι επαυξητική διαδικασία. Κάθε συμπεριφορά περιέχει επανάληψη των ενεργειών και αυτό που μαθαίνεται τελικά είναι οι ενέργειες, όχι οι συμπεριφορές. Ο Guthrie δήλωσε ότι κάθε ενέργεια παράγει ερεθίσματα και τα ερεθίσματα κατόπιν γίνονται ρυθμιστές αυτής της ενέργειας. Κάθε ενέργεια χρησιμεύει ως ένα ερέθισμα σε πολλά όργανα αίσθησης. Τα ερεθίσματα που ενεργούν κατά την διάρκεια μιας απάντησης βελτιώνουν την απάντηση. Τα ερεθίσματα που παράγουν τις ενέργειες, βελτιώνουν τη διαδοχή των ενεργειών. Οι ενέργειες που επαναλαμβάνονται σχηματίζουν μια συνήθεια. Ο ενθουσιασμός διευκολύνει τη μάθηση και στερεοποιεί τη συνήθεια.Οι ενέργειές μας είναι συχνά ταξινομημένες ως μορφές βελτίωσης. Ο Guthrie απέρριψε το νόμο της συχνότητας. Πίστεψε στην μάθηση με δοκιμή. Η μάθηση με δοκιμή δηλώνει ότι ένα μοντέλο ερεθίσματος αποκτά την πλήρη συνειρμική δύναμή του με την ευκαιρία της πρώτης ένωσής του με μια απάντηση. Η μάθηση δεν εξαρτάται από την ενίσχυση.Ο Guthrie θεώρησε ότι η αρχή της αμεσότητας διαδραματίζει έναν σπουδαίο ρόλο στη διαδικασία της μάθησης. Αυτή η αρχή δηλώνει ότι η πράξη που πραγματοποιήθηκε τελευταία εξαιτίας της παρουσίας ενός συνόλου ερεθισμάτων θα είναι αυτή που θα πραγματοποιηθεί πάλι όταν θα εμφανιστεί ο ίδιος συνδυασμός ερεθισμάτων. Η συνειρμική δύναμη κατά την Γκάθρι είναι μεγαλύτερη όταν η ένωση ερεθίσματος – αντίδρασης είναι πρόσφατη.
Θεωρητικοί της ενίσχυσης
Η ενίσχυση περιγράφεται σαν τάση να πραγματοποιήσει μια αντίδραση η οποία προκύπτει όταν μια αντίδραση ακολουθείται από έναν ενισχυτή. Ο βασικός νόμος του Θόρντικε ήταν ο νόμος της επίδρασης(αποτελέσματος). Τόνιζε ότι το σφράγισμα ανάμεσα στο ερέθισμα και στην αντίδραση δεν εξαρτάται μόνο από το γεγονός ότι προκύπτουν μαζί, αλλά και απο τις συνέπειες που ακολουθούν την αντίδραση αυτή. Αν ένα ερέθισμα ακολουθείται από μια αντίδραση η οποία οδηγεί στην ικανοποίηση, η σύνδεση ενισχύεται. Αν η αντίδραση ακολουθείται απο μια ενόχληση, η σύνδεση εξασθενεί. Η αντίδραση μπορεί να ενισχυθεί είτε με την παρουσία ενός θετικού ενισχυτή είτε με την απομάκρυνση ενός αρνητικού ενισχυτή.Οι ενισχυτές μπορούν να εξαρτηθούν από τα ερεθίσματα. Αν το ερέθισμα επαναλαμβάνεται με την παρουσία ενός θετικού ενισχυτή, τείνει αν γίνει το ίδιο ενισχυτής της συμπεριφοράς. Στην περίπτωση αυτή λέγεται εξαρτημένος θετικός ενισχυτής. Στην αντίθετη περίπτωση λέγεται εξαρτημένος αρνητικός ενισχυτής.
Οι κυριότεροι εκπρόσωποι αυτού του θεωρητικού ρεύματος είναι:
Εdward Thorndike(1874-1949): Η θεωρία μάθησης του Thorndike βασίζεται στο πλαίσιο SR(ερέθισμα-αντίδραση) της συμπεριφοριστικής ψυχολογίας. Η μάθηση κατά τον Thordike είναι το αποτέλεσμα των συνδέσεων που διαμορφώνονται μεταξύ των ερεθισμάτων και των αντιδράσεων. Τέτοιες συνδέσεις ή “συνήθειες” ενισχύονται ή αποδυναμώνονται από τη φύση και τη συχνότητα των ενώσεων SR. Η μάθηση επιτυγχάνεται με τη διαδικασία της δοκιμής και πλάνης.Οι αντιδράσεις που ανταμείβονται υπερισχύουν των άλλων που δεν ανταμείβονται και οδηγούν στη μάθηση. Η θεωρία του Thorndike περιέχει τρεις βασικούς νόμους: (1) ο νόμος του αποτελέσματος: Η αντίδραση που ανταμείβεται ενισχύεται και καθιερώνεται. (2) ο νόμος της ετοιμότητας (προθυμίας) – μια σειρά απαντήσεων μπορεί να συνδεθεί σε ενιαίο σύνολο για να ικανοποιήσει κάποιο στόχο που αν δεν πραγματοποιηθεί μπορεί να επιφέρει την ενόχληση και τη στενοχώρια. (3) ο νόμος της άσκησης – οι συνδέσεις ενισχύονται με την πρακτική άσκηση και αποδυναμώνονται όταν διακόπτεται η πρακτική άσκηση.
Ο Thordike θεωρούσε ότι η μεταφορά της γνώσης εξαρτάται από την παρουσία πανομοιότυπων στοιχείων στις αρχικές και νέες καταστάσεις μάθησης, δηλ, η μεταφορά είναι πάντα συγκεκριμένη, ποτέ γενική. Σύμφωνα με πρόσφατες εξελίξεις της θεωρίας του Thordike οι συνδέσεις καθιερώνονται ευκολότερα εάν το πρόσωπο αντιλαμβάνεται ότι τα ερεθίσματα και οι απαντήσεις-αντιδράσεις πάνε μαζί (αρχή της τέλειας μορφής). Μια άλλη έννοια που εισήχθη πρόσφατα είναι η “πολικότητα” που δηλώνει ότι οι συνδέσεις εμφανίζονται ευκολότερα στην κατεύθυνση στην οποία διαμορφώθηκαν αρχικά παρά το αντίθετο. Ο Thorndike εισήγαγε επίσης την ιδέα της “διάδοσης της επίδρασης”, δηλ, ότι οι ανταμοιβές δεν επηρεάζουν μόνο τη σύνδεση που τις παρήγαγε, αλλά επηρεάζουν χρονικά και τις παρακείμενες συνδέσεις επίσης.
Η θεωρία της σύναψης συνδέσεων του Thordike αποτέλεσε μια γενική θεωρία μάθησης με εφαρμογή στα ζώα και στους ανθρώπους. Ο Thorndike ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την εφαρμογή της θεωρίας του στην εκπαίδευση και κυρίως στα Μαθηματικά (Thorndike, 1922), στην πρώτη ανάγνωση και γραφή(Thorndike, 1921) και στη μέτρηση της νοημοσύνης (Thorndike et Al, 1927).
Burrhus Frederic Skinner(1904-1990): Η θεωρία του B.F.Skinner βασίζεται στην ιδέα ότι η μάθηση είναι μια εκδήλωση αλλαγής της συμπεριφοράς του ατόμου. Η αλλαγή της συμπεριφοράς είναι το αποτέλεσμα της αντίδρασης-απάντησης του ατόμου στα ερεθίσματα που δέχεται από το περιβάλλον. Η αντίδραση/απάντηση παράγει με τη σειρά της ένα αποτέλεσμα που είναι για παράδειγμα ο καθορισμός της έννοιας μιας λέξης, το χτύπημα μιας μπάλας, ή η επίλυση ενός προβλήματος στα Μαθηματικά. Όταν μια αντίδραση/απάντηση σε ένα ερέθισμα(SR) συνοδεύεται από μια ενίσχυση(ανταμείβεται), τότε το άτομο παρακινείται να αντιδράσει και πάλι στο συγκεκριμένο ερέθισμα. Η ενίσχυση είναι το βασικό στοιχείο στη θεωρία του B. F. Skinner. Ως ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί οτιδήποτε μπορεί να οδηγήσει σε μια επιθυμητή αντίδραση/απάντηση. Θα μπορούσε να είναι κάποιος λεκτικός έπαινος, ένας καλός βαθμός, η ικανοποίηση από μια επιτυχημένη προσπάθεια, ένα ευχάριστο συναίσθημα ολοκλήρωσης έργου. Η θεωρία αναφέρεται επίσης στις αρνητικές ενισχύσεις, δηλ, όταν αποσύρονται τα ερεθίσματα που οδηγούν στην αύξηση της συχνότητας εκδήλωσης μιας αντίδρασης/απάντησης. Η θεωρία του Skinner προσπάθησε να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά γνωστικών φαινομένων υπό το πρίσμα της συμπεριφοριστικής λογικής. Για παράδειγμα εξήγησε τη σημασία του κινήτρου από την άποψη της μείωσης ή της ενδυνάμωσης της συμμετοχής του ατόμου σε διάφορες δραστηριότητες. Το 1971 ο Skinner ασχολήθηκε με τα ζητήματα της ελευθερίας και του κοινωνικού ελέγχου. Η συντελεστική μάθηση έχει εφαρμοστεί ευρέως σε κλινικές συνθήκες(τροποποίηση συμπεριφοράς),στην εκπαίδευση (στη διαχείριση των τάξεων) και στη διδασκαλία(στην προγραμματισμένη διδασκαλία).Οι αρχές της θεωρίας του στη διδασκαλία είναι:
1. Η εξάσκηση πρέπει να έχει τη μορφή ερώτηση(ερέθισμα) – απάντηση(αντίδραση) καθώς έτσι βοηθιέται ο μαθητής/τρια να φτάσει στη μάθηση με μικρά, βαθμιαία βήματα. 2.Ο μαθητής/τρια πρέπει να δίνει μια απάντηση σε κάθε βήμα της μαθησιακής διαδικασίας και να λαμβάνει άμεση ανατροφοδότηση. 3. Η δυσκολία των ερωτήσεων πρέπει να είναι διαβαθμισμένη σύμφωνα με τις γνώσεις του μαθητή/τριας ώστε οι απαντήσεις του/της να είναι πάντα σωστές κι έτσι να προκύπτει θετική ενίσχυση στην προσπάθειά του.4.Κάθε επιτυχημένη απάντηση πρέπει να συνοδεύεται από μια δευτερεύουσες ενισχύσεις, όπως οι λεκτικοί έπαινοι, τα βραβεία και οι καλοί βαθμοί.Τα βασικά “πιστεύω της θεωρίας του Skinner είναι:
1. Η συμπεριφορά που ενισχύεται θετικά θα επανεμφανιστεί.Η περιοδική ενίσχυση είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική.
2. Οι πληροφορίες πρέπει να παρουσιάζονται σε μικρές δόσεις, έτσι ώστε οι απαντήσεις να μπορούν να ενισχύνται.
3. Οι ενισχύσεις θα γενικεύσουν τα παρόμοια ερεθίσματα (“γενίκευση ερεθισμάτων”) παράγοντας δευτερογενή μάθηση.
C. Hull(1884-1952): Ο Hull ανέπτυξε μια συμπεριφοριστική θεωρία κατά την οποία το ερέθισμα (S) επηρεάζει τον οργανισμό (O) αλλά η προκύπτουσα απάντηση/αντίδραση (R) εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του οργανισμού και του ερεθίσματος. Με άλλα λόγια, ο Hull ενδιαφέρθηκε για τη μελέτη των μεταβλητών που παρεμβαίνουν και επηρεάζουν τη συμπεριφορά των ατόμων, όπως η αρχική στάση, τα κίνητρα, οι ανασταλτικοί παράγοντες, και η προγενέστερη κατάρτιση (δύναμη συνήθειας). Όπως και στις άλλες θεωρίες της συμπεριφοράς θεωρούσε ότι η ενίσχυση είναι ο πρωταρχικός παράγοντας που καθορίζει τη μάθηση. Μια από τις σημαντικότερες έννοιες στη θεωρία του Hull ήταν η ιεράρχιση της δύναμης της συνήθειας: Σε ένα δεδομένο ερέθισμα, ένας οργανισμός μπορεί να αποκριθεί με διάφορους τρόπους. Η πιθανότητα μιας συγκεκριμένης απάντησης μπορεί να αλλάξει από μια ανταμοιβή και επηρεάζεται από διάφορες άλλες μεταβλητές (π.χ. παρεμπόδιση). Η θεωρία του Hull προορίστηκε να γίνει μια γενική θεωρία μάθησης. Το μεγαλύτερο μέρος της έρευνάς του έγινε με ζώα και εστίασε τις έρευνές του στο λεκτικό τρόπο μάθησης(1940). Ο Hull άρχισε τη σταδιοδρομία του ερευνώντας την ύπνωση στο πανεπιστήμιο του Yale(1933).
Περιγράφεται παρακάτω ένα πειραματικό παράδειγμα της θεωρίας του από τους Miller & Dollard (1941): Ένα κορίτσι ηλικίας έξι ετών που είναι πεινασμένο και θέλει να φάει μια καραμέλα πληροφορείται από τους ερευνητές ότι υπάρχει μια καραμέλα που είναι κρυμμένη κάτω από ένα βιβλίο σε μια βιβλιοθήκη. Το κορίτσι αρχίζει να βγάζει τα βιβλία κατά τρόπο τυχαίο έως ότου βρίσκει τελικά το σωστό βιβλίο κάτω από το οποίο βρίσκεται η καραμέλα (χρειάστηκε 210 δευτερόλεπτα). Οδηγείται έξω από το δωμάτιο και αφού τακτοποιούνται τα βιβλία της βιβλιοθήκης στη θέση τους, της ανακοινώνεται ότι μια άλλη καραμέλα είναι κρυμμένη κάτω από το ίδιο βιβλίο. Η επόμενη αναζήτησή της είναι πιο προσανατολισμένη κι έτσι βρίσκει την καραμέλα σε 86 δευτερόλεπτα. Στην ένατη επανάληψη αυτού του πειράματος, το κορίτσι βρίσκει την καραμέλα αμέσως (2 δευτερόλεπτα). Το κορίτσι εκδήλωσε μια κίνηση για την απόχτηση της καραμέλας και η αναζήτηση στα βιβλία αντιπροσώπευσε τις απαντήσεις της για να μειώσει αυτήν την κίνηση. Όταν βρήκε τελικά το σωστό βιβλίο, αυτή η ιδιαίτερη απάντηση ανταμείφθηκε, διαμορφώνοντας μια συνήθεια. Στις επόμενες δοκιμές, η δύναμη αυτής της συνήθειας αυξήθηκε έως ότου έγινε μια ενιαία σύνδεση ερεθίσματος -αντίδρασης/απάντησης σε αυτήν την περίπτωση.
Αρχές της θεωρίας του ήταν:(1) Για να επέλθει μάθηση, πρέπει ο μαθητής/τρια πρέπει να θέλει να μάθει (2) ο μαθητής/τρια πρέπει να είναι προσεκτικός και να ελέγχει τα ερεθίσματα (3) Ο μαθητής/τρια πρέπει να ενεργοποιηθεί για να προκύψει μάθηση (4) Η μάθηση πρέπει να ικανοποιεί τα θέλω του μαθητή/τριας. (5) Μάθηση προκύπτει μόνο εάν η ενίσχυση ικανοποιεί μια ανάγκη του μαθητή/τριας.
Robert Gagne(1916-):
H θεωρία του Gagne ορίζει ότι υπάρχουν διαφορετικoί τύποι ή διάφορα επίπεδα μάθησης. Η σημασία αυτών των ταξινομήσεων είναι ότι κάθε διαφορετικός τύπος μάθησης απαιτεί διαφορετικό τύπο διδασκαλίας. Ο Gagne προσδιορίζει πέντε σημαντικές κατηγορίες μάθησης: (1)λεκτικές πληροφορίες, (2)διανοητικές δεξιότητες, (3)γνωστικές στρατηγικές, (4)κινητικές δεξιότητες και (5)στάσεις-συμπεριφορές. Για κάθε τύπο μάθησης είναι απαραίτητες διαφορετικές εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες. Παραδείγματος χάριν, για την μάθηση των γνωστικών στρατηγικών πρέπει να αναπτύσσονται δραστηριότητες επίλυσης προβλήματος. Η θεωρία του Gagne περιγράφει εννέα εκπαιδευτικά βήματα και τις αντίστοιχες γνωστικές διαδικασίες:
(1)επικέντρωση της προσοχής (υποδοχή)
(2)πληροφόρηση των μαθητών/τριών για το στόχο μάθησης(προσδοκία)
(3)παρακίνηση για την ανάκληση της προγενέστερης μάθησης (ανάκτηση)
(4)παρουσίαση του ερεθίσματος (εκλεκτική αντίληψη)
(5)παροχή κατάλληλων οδηγιών μάθησης (σημασιολογική κωδικοποίηση)
(6)εκτέλεση του έργου (απάντηση)
(7)παροχή ανατροφοδότησης (ενίσχυση)
(8)αξιολόγηση του έργου που εκτελέστηκε (ανάκτηση)
(9)ενίσχυση της διατήρησης και της μεταφοράς (γενίκευση).
Ενώ το θεωρητικό πλαίσιο Gagne καλύπτει όλες τις πτυχές της μάθησης, η θεωρία του εστιάστηκε στις διανοητικές δεξιότητες. Ο Gagne(1987) εξέτασε επίσης το ρόλο της εκπαιδευτικής τεχνολογίας στην μάθηση.
Το ακόλουθο παράδειγμα επεξηγεί την ακολουθία μιας διδασκαλίας που αντιστοιχεί στα εννέα εκπαιδευτικά βήματα του Gagne με γνωστικό στόχο τη γνωριμία με ένα ισόπλευρο τρίγωνο.
1. Επικέντρωση προσοχής – παρουσιάστε ποικιλία τριγώνων κατασκευασμένων με τον υπολογιστή.
2. Προσδιορίστε το στόχο – θέστε την ερώτηση: “Τι είναι ένα ισόπλευρο τρίγωνο;”
3. Ανακαλέστε-υπενθυμίστε την προγενέστερη μάθηση – ξαναθυμηθείτε τις ιδιότητες των τριγώνων.
4. Παρουσίαση του ερεθίσματος – δώστε τον ορισμό του ισόπλευρου τριγώνου
5. Καθοδηγούμενη μάθηση – παρουσιάστε ένα παράδειγμα για το πώς μπορεί να δημιουργηθεί ένα ισόπλευρο τρίγωνο.
6. Εκτέλεση του έργου – ζητήστε από τους μαθητές/τριες να δημιουργήσουν πέντε διαφορετικά παραδείγματα.
7. Παροχή ανατροφοδότησης – ελέγξτε την ορθότητα των παραδειγμάτων
8. Αξιολόγηση του έργου – Δείξτε τα αποτελέσματα και κάνετε επανορθωτικές παρεμβάσεις όπου το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό.
9. Ενίσχυση της μεταφοράς και διατήρησης στη μνήμη – παρουσιάστε εικόνες διαφόρων τριγώνων και ζητήστε από τους μαθητές/τριες να αναγνωρίσουν τα ισόπλευρα σχήματα.
George Miller(1920-)
Είναι γνωστός από τη Θεωρία της επεξεργασίας των πληροφοριών
Ο G. Miller έχει καταθέσει δύο θεωρητικές ιδέες που θεωρούνται θεμελιώδεις στη γνωστική ψυχολογία και στο πλαίσιο της επεξεργασίας των πληροφοριών. Η πρώτη ιδέα-έννοια είναι η “κατάτμηση της πληροφορίας” και η ικανότητα της βραχυπρόθεσμης μνήμης. Ο Miller (1956) παρουσίασε την ιδέα ότι η βραχυπρόθεσμη μνήμη του ανθρώπου μπορεί να συγκρατήσει μόνο 5-9 κομμάτια πληροφοριών (επτά συν ή μείον δύο) όπου καθένα κομμάτι είναι μια σημαντική πληροφορία. Ένα κομμάτι πληροφορίας μπορεί να είναι ένας αριθμός, μια λέξη, μια κίνηση στο σκάκι, ένα παρατηρούμενο πρόσωπο,κλπ. Η έννοια της κατάτμησης και η περιορισμένη ικανότητα της βραχυπρόθεσμης μνήμης αποτέλεσαν βασικά στοιχεία όλων των επόμενων θεωριών της μνήμης. Η δεύτερη ιδέα – έννοια είναι η Δ.Ε.Δ.Ε (Δοκιμή-Εργασία-Δοκιμή-Έξοδος) που προτάθηκε από το Miller(1960) και φιλοδόξησε να αντικαταστήσει την διαδικασία ερέθισμα-απάντηση/αντίδραση ως βασική μονάδα αλλαγής της συμπεριφοράς. Σε μια μονάδα Δ.Ε.Δ.Ε στην αρχή εξετάζεται αν μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος. Ο κύκλος της δοκιμής-Εργασίας επαναλαμβάνεται έως ότου επιτυγχάνεται τελικά ο στόχος ή εγκαταλείπεται.
Αρχές της θεωρίας της επεξεργασίας της πληροφορίας είναι:1.Η βραχυπρόθεσμη μνήμη μπορεί να συγκρατήσει μόνο επτά κομμάτια πληροφοριών, 2.Ο προγραμματισμός (υπό μορφή μονάδων Δ.Ε.Δ.Ε) είναι μια θεμελιώδης γνωστική διαδικασία, 3.Η συμπεριφορά οργανώνεται ιεραρχικά (π.χ, κομμάτια πληροφοριών, μονάδες Δ.Ε.Δ.Ε).
Irving Maltzman Ο Irving Maltzman πραγματοποίησε διάφορες μελέτες οι οποίες απόδειξαν ότι θα μπορούσαν να αυξήσουν την “πρωτοτυπία” στη συμπεριφορά του ατόμου. Σύμφωνα με τον Maltzman η “πρωτοτυπία” αναφέρεται στη συμπεριφορά που εμφανίζεται σχετικά σπάνια, είναι ασυνήθιστη κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και είναι σχετική με τις συνθήκες αυτές.Ο Maltzman(1960) περιέγραψε τρεις μεθόδους που μπορούν να αυξήσουν τις πρωτότυπες απαντήσεις: (1) παρουσιάστε μια ασυνήθιστη κατάσταση ερεθισμάτων, για την οποία οι συμβατικές απαντήσεις μπορούν να μην είναι εύκολα διαθέσιμες, (2) προκαλέστε πολλές διαφορετικές απαντήσεις στην ίδια κατάσταση, και (3) προκαλέστε ασυνήθιστες απαντήσεις με τη μορφή κειμένου.Η έρευνα του Maltzman ξεχώρισε επειδή ήταν ένας από τους λίγους συμπεριφοριστές που προσπάθησαν να εξετάσουν τη δημιουργική συμπεριφορά. Παρείχε έναν απλό ορισμό και μια απλή μεθοδολογία για τη μελέτη της πρωτοτυπίας. Εξέτασε επίσης τη σχέση μεταξύ της πρωτοτυπίας και της επίλυσης προβλήματος.Ο Maltzman πραγματοποίησε τις μελέτες του χρησιμοποιώντας γλωσσικές συνδέσεις.
Εdward Tolman (1886-1959)
Ο Tolman ήταν ένας Αμερικανός ψυχολόγος που ασχολήθηκε με τα κίνητρα της μάθησης. Θεωρείται γνωστικός συμπεριφοριστής καθώς προσπάθησε να συνδυάσει τον συμπεριφορισμό με τις γνωστικές θεωρίες. Στο πανεπιστήμιο του Berkeley δημιούργησε τη “γνωστική θεωρία” μάθησης, η οποία έγινε το σήμα κατατεθέν του. Στη θεωρία του θεωρούσε ότι η μάθηση είναι ένας συνδυασμός της ανάπτυξης των γνωστικών δομών του οργανισμού και των εμπειριών του περιβάλλοντος με το οποίο σχετίζεται ο οργανισμός. Αυτή η θεώρηση ήταν αντίθετη με τις θεωρίες του Watson, του Thorndike και του Hull οι οποίοι πρέσβευαν ότι η μάθηση προκύπτει από μια απλή και αυστηρή σύνδεση ερεθίσματος-αντίδρασης. Για να μελετήσει το φαινόμενο της μάθησης ο Tolman πραγματοποίησε αρκετά πειράματα με αρουραίους. Στα πειράματά του ο Tolman εξέτασε το φαινόμενο της μάθησης χωρίς ενίσχυση. Αυτά τα πειράματα τον οδήγησαν τελικά στη θεωρία της “λανθάνουσας μάθησης”, η οποία περιγράφεται σαν μάθηση που προκύπτει ελλείψει μιας φανερής ανταμοιβής και παραμένει στο παρασκήνιο. Ο Tolman υποστήριξε ότι εμείς οι άνθρωποι εφαρμόζουμε αυτόν τον τύπο της μάθησης καθημερινά καθώς οδηγούμε το αυτοκίνητο ή βαδίζουμε στην ίδια διαδρομή και έτσι μαθαίνουμε τις τοποθεσίες, ή τη θέση των κτιρίων ή διάφορα αντικείμενα που παρατηρούμε. Μόνο όταν χρειάζεται να βρούμε ένα κτίριο ή ένα αντικείμενο η μάθηση αυτή έρχεται στο προσκήνιο.
Ο Τolman όπως αναφέρθηκε πιο πάνω προσδιόρισε τον εαυτό του σαν γνωστικό συμπεριφοριστή. Στο βιβλίο του “Purposive Behavior in Animals and Men”(1932) προσπάθησε να αποδείξει ότι η γνώση(ο γνωστικός έλεγχος της μάθησης) δεν περιορίζεται από τις βιολογικές εξελικτικές δυνατότητες. Υποστήριξε ακόμη ότι μάθηση μπορεί να υπάρξει ακόμη και χωρίς να υφίστανται ισχυρές συνδέσεις ανάμεσα στο ερέθισμα και στην αντίδραση. Ο Tolman(1932) πρότεινε πέντε τύπους μάθησης:(1)μάθηση προσέγγισης, (2) μάθηση διαφυγής, (3) μάθηση αποφυγής, (4) μάθηση με επιλογή σημείων,και (5) λανθάνουσα μάθηση. Σύμφωνα με τον Tolman όλες οι μορφές μάθησης εξαρτώνται από την ετοιμότητα των οργανισμών, την προσανατολισμένη συμπεριφορά προς την επιδίωξη του στόχου, από τις προσδοκίες, τις αντιλήψεις και άλλες εσωτερικές ή περιβαλλοντικές μεταβλητές που μεσολαβούν. Η θεωρία του Tolman έδωσε έμφαση στις σχέσεις μεταξύ των ερεθισμάτων παρά στις σχέσεις ερεθίσματος – αντίδρασης(1922). Σύμφωνα με τον Τόλμαν προκειμένου να υπάρξει μάθηση ένα νέο ερέθισμα συνδέεται με τα ήδη σημαντικά ερεθίσματα μέσω μιας σειράς ενώσεων χωρίς καμιά ανάγκη ενίσχυσης. Το 1942 ο Tolman ερεύνησε τα κίνητρα των στρατιωτών για τη συμμετοχή τους στον πόμεμο. Ένα μεγάλο μέρος της έρευνάς του έγινε στα πλαίσια της μάθησης των θέσεων. Αν και ο Tolman σκόπευε να στηρίξει με τη θεωρία του την ανθρώπινη μάθηση, εντούτοις όλη σχεδόν η έρευνά του έγινε με αρουραίους μέσα σε ειδικούς πολύπλοκους και δαιδαλώδεις λαβύρινθους. Στα διάσημα πειράματά του μια ομάδα αρουραίων ήταν τοποθετημένη σε τυχαίες αρχικές θέσεις μέσα σε έναν λαβύρινθο και η τροφή της ήταν πάντα στην ίδια θέση. Μια άλλη ομάδα αρουραίων είχε τοποθετημένη την τροφή της σε διαφορετικές θέσεις και για να τη βρουν οι αρουραίοι έπρεπε να ακολουθούν πάντα ακριβώς την ίδια διαδρομή από την αρχική θέση τους. Η ομάδα που είχε την τροφή στην ίδια θέση εκτέλεσε πολύ καλύτερα το πείραμα από την άλλη ομάδα, κι αυτό κατάδειξε υποθετικά ότι είχαν μάθει τη θέση κι όχι την ακολουθούμενη διαδρομή.
Αρχές της θεωρίας του: (1).Η μάθηση είναι πάντα σκόπιμη κι έχει προκαθορισμένο στόχο, (2)Η μάθηση προϋποθέτει τη χρήση διαφόρων περιβαλλοντικών παραγόντων(μέσα, υλικά), (3)Οι οργανισμοί κατά τη μάθηση επιλέγουν την συνοτμότερη κι ευκολότερη διαδρομή για να φτάσουν στο στόχο τους.
Θετικές όψεις του συμπεριφορισμού
-Εγγυάται συγκεκριμένη μάθηση. Οι μαθησικοί στόχοι προκαθορίζονται από τον εκπαιδευτικό. Αυτοί οι στόχοι προσδιορίζουν ξεκάθαρα την τελική συμπεριφορά που θα πρέπει να εμφανίσει ο μαθητής, τα κριτήρια ή τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους θα βελτιωθεί η συμπεριφορά αυτή, και τις συνθήκες κάτω απο τις οποίες θα εμφανιστεί η συμπεριφορά αυτή.
– Θέτει συγκεκριμένους και αντικειμενικούς στόχους μάθησης. Ο μαθητής/τρια γνωρίζει τι αναμένεται απο αυτόν/η. Ο μαθητής /τρια εστιάζεται σε ένα καθαρό στόχο και μπορεί να ανταποκριθεί άμεσα στα ερεθίσματα του στόχου.
-Θεωρία του συνδυασμού:ερέθισμα-αντίδραση. Η μάθηση προκύπτει όταν ο μαθητής αντιδρά σωστά σε ένα ερέθισμα. Η σωστή αντίδραση στο ερέθισμα προκαθορίζεται από τον εκπαιδευτικό καθώς διαμορφώνει τους στόχους και τα αποτελέσματα.
-Χρησιμοποιεί πιο αποτελεσματικά το χρόνο.
-Η επίτευξη των στόχων είναι εύκολα μετρήσιμη.
-Είναι εύκολα εφαρμόσιμη και αυτοματοποιημένη θεωρία.
-Προγραμματίζει τη μάθηση:Το μαθησιακό υλικό χωρίζεται σε μικρότερα βήματα ή πεδία. Κάθε βήμα ακολουθείται από μια ερώτηση στην οποία ο μαθητής μπορεί σχεδόν πάντα να απαντήσει σωστά. Αυτή η σειρά των δραστηριοτήτων(βημάτων) επηρεάζει τη διαδικασία πρόσληψης και συγκράτησης των πληροφοριών καθώς αυξάνονται τα εξαγόμενα επιχειρήματα από την σωστή ακολουθία των δραστηριοτήτων.
-Επιτελεί πλήρη μάθηση. Ο Μπλουμ εισήγαγε την ιδέα ότι ο μαθητής θα μπορέσει να επιτύχει ένα στόχο αν του δοθεί η ακριβής ποσότητα του χρόνου που χρειάζεται για να μάθει το στόχο. Πρότεινε πολλές στρατηγικές μάθησης για την πραγματοποίηση της πλήρους μάθησης, όπως χωρισμός σε μικρές ομάδες, ισότιμη μάθηση, προγραμματισμένη διδασκαλία, προγράμματα εικόνας και ήχου, παιχνίδια.
– Σχετίζεται με το περιβαλλοντικούς λόγους. Σύμφωνα με το συμπεριφορισμό το περιβάλλον θα πρέπει να ρυθμίζεται ώστε να βοηθά τον μαθητή να συγκεντρώνεται στη μάθηση.
Κριτική στο συμπεριφορισμό
-Ο συμπεριφορισμός υπεραπλουστεύει την ανθρώπινη συμπεριφορά.
-Βλέπει τον άνθρωπο σαν ένα ρομπότ κι όχι σαν πλάσμα με ανάγκες και σκοπούς.
-Εφαρμόζει μηχανική επανάληψη της μάθησης.
-Επιβάλλει περιορισμένο ρυθμό διαμεταφοράς της γνώσης.
-Παρουσιάζει περιορισμένη διατήρηση της γνώσης χωρίς ενίσχυση. Η συμπεριφορά ή οι αντιδράσεις ενισχύονται από την επανάληψη με θετικούς και αρνητικούς ενισχυτές. Όμως είναι πολύ δύσκολο για ένα εκπαιδευτικό να ενισχύσει κατάλληλα και ατομικά τριάντα περίπου μαθητές την ίδια στιγμή.
-Είναι προβληματική στην συνεργατική μάθηση. Οι μαθητές αδυνατούν να ενώσουν από μόνοι τους τα κομμάτια και να τα εφαρμόσουν σε άλλες καταστάσεις.
-Δεν αναπτύσσει δεξιότητες επίλυσης προβλήματος. Ο μαθητής μπορεί να βρεθεί σε μια κατάσταση όπου δεν του προκύπτει ερέθισμα για να μπορέσει να ανταποκριθεί σωστά.
-Ο μαθητής βλέπει ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών που μαθαίνει είναι άχρηστα και άσχετα με την καθημερινή ζωή.
-Το ερέθισμα παρέχεται από τον εκπαιδευτικό. Επομένως η παρουσία του εκπαιδευτικού είναι καθοριστική για την επιτυχία των δραστηριοτήτων.
-Ο μαθητής συνήθως παρακινείται εξωτερικά.Το κίνητρο για τη σωστή αντίδραση σε ένα ερέθισμα εξαρτάται άμεσα από το χρόνο που διανύεται ανάμεσα στην αντίδραση και στην ενίσχυση.
-Υπάρχει πολύ μικρή συνεργασία ανάμεσα στους μαθητές.
-Υποθέτει ότι ο μαθητής θα υιοθετήσει την αποδεκτή έννοια και τις προκαθορισμένες ερμηνείες που επιδιώκονται από τον εκπαιδευτικό.
-Το πρόγραμμα σπουδών στηρίζεται στην αξιολόγηση.
-Η μάθηση δεν αντιμετωπίζεται σαν εξαρτώμενη από το κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο.Μ’ αυτόν τον τρόπο καταργείται η μάθηση σαν κοινωνική διαδικασία.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.