Αρχείο ημέρας 29 Οκτωβρίου 2010

Οκτώβριος 2010
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
25262728293031

ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ

Ο Μάνος Κατράκης

Οσοι τον γνώρισαν μιλούν για την παλικαριά του Μάνου Κατράκη να αγαπά και να μοχθεί για τη ζωή, τον αγώνα, την τέχνη. Δυνατός, εργατικός, σεμνός, αταλάντευτος, επέλεξε το δύσκολο δρόμο και στη ζωή και στην τέχνη. Οι προσωπικές του αγωνίες ήταν οι αγωνίες του λαού και η ανησυχία του ήταν η ανησυχία του παθιασμένου εργάτη της τέχνης.

Ο Μάνος Κατράκης, υπόδειγμα γενναίου αγωνιστή, ασυμβίβαστου και συνειδητού  και μοναδικά υπέροχου καλλιτέχνη, δίδαξε και «ποίησε» ήθος πάνω στη θεατρική, αλλά και στην καθημερινή «σκηνή» του αγώνα, στο Μακρονήσι, τον Αϊ – Στράτη, την Ικαρία.

Ο Μάνος Κατράκης, από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στο θέατρο το 1928, φανέρωσε το υποκριτικό του ταλέντο και ανέβηκε γρήγορα την κλίμακα της θεατρικής ιεραρχίας, για να καταλάβει δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στους κορυφαίους ηθοποιούς μας. Περισσότερα από 50 χρόνια συνεχούς προσφοράς στο θέατρο, με στόχους υψηλούς, με ερμηνείες συγκλονιστικές, με βραβεία και κριτικούς επαίνους. Με το μεγαλόπρεπο ανάστημά του και τη βαθιά κρυστάλλινη φωνή του απέδειξε τις υποκριτικές του ικανότητες κυρίως σε ρόλους τραγικούς, όπως στον «Προμηθέα Δεσμώτη» που παρουσίασε τελευταία φορά το 1976. Το θέατρο είναι φτωχότερο χωρίς αυτόν και μεγάλη η απουσία στο δρόμο του αγώνα. Μας λείπει σήμερα η συμμετοχή του, σ’ αυτό τον αγώνα που δεν έχει τέλος.

Ο Μάνος Κατράκης γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1909 στο Καστέλι Κισσάμου των Χανίων Κρήτης. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης.

Το 1919 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο Μάνος, που από μικρός είχε δείξει το υποκριτικό ταλέντο του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή. Έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία μόλις 18 ετών, με το θίασο «Οι νέοι» στο έργο «Για την αγάπη της». Το μπρίο και η δυναμικότητά του ενθουσίασαν τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα κι έτσι ένα χρόνο αργότερα, το 1928, έπαιξε στην πρώτη βουβή ταινία «Το λάβαρο του ’21».

Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στο «Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής» της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Σπύρου Μελά και του Μήτσου Μηράτ, παίζοντας σε έργα όπως «Η λύρα του γερο-Νικόλα», «Οι άθλιοι» και «Στέλλα Βιολάντη». Το 1930 συνεργάστηκε με το «Λαϊκό Θέατρο» του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον «Αγαμέμνονα» και τον Κρητικό στη «Βαβυλωνία».

Το 1934 συνεργάστηκε με τον Β. Αργυρόπουλο και το 1935 ξανά με τη Μ. Κοτοπούλη, για να επιστρέψει, την ίδια χρονιά στο Εθνικό Θέατρο. Το 1943 ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και από τη θέση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946, οπότε επέστρεψε στο Εθνικό. Εκδιώχθηκε, όμως, ένα χρόνο αργότερα, λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του. Αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.

Επέστρεψε στην Αθήνα το 1952, διοργανώνοντας «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Ξανανέβηκε στη σκηνή με το θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, λίγο αργότερα με τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού και αμέσως μετά με τον «Θυμελικό Θίασο» του Λίνου Καρζή («Προμηθεύς Δεσμώτης»). Στη συνέχεια και μέχρι το 1955 εμφανίστηκε με την Κυβέλη και αμέσως μετά συγκρότησε δικό του θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου («Ευγενία Γκραντέ», Βαθιές είναι οι ρίζες Το κορίτσι με το κορδελάκι, κ.ά).

Το 1955 ίδρυσε το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» και εγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας». Σ’ αυτό το θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε ως το 1967, υποστηρίζοντας συστηματικά το ελληνικό έργο («Ο μονοσάνδαλος», «Το κορίτσι με το κορδελάκι», «Η Αντιγόνη της Κατοχής», «Ο Πατούχας» και διασκευές από έργα του Καζαντζάκη όπως «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Ο Καπετάν Μιχάλης»). Σποραδικά ανέβασε και κλασικό ρεπερτόριο («Ιούλιος Καίσαρ», «Φουέντε Οβεχούνα»). Τους χειμώνες, το ΕΛΘ φιλοξενείτο σε διάφορα θέατρα ή περιόδευε στην επαρχία, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη.

Καθώς το 1968 του έγινε έξωση από το Πεδίο του Άρεως, ο Κατράκης συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασό του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές. Το 1972 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε στον «Οθέλλο» και τον «Δον Κιχώτη», και στην Επίδαυρο στον «Οιδίποδα τύραννο» (1973) και στον «Προμηθέα Δεσμώτη» (1974).

Αργότερα, συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το ΚΘΒΕ, για να επανιδρύσει το 1977 το ΕΛΘ, ανεβάζοντας έργα Αρμπούζοφ (Φθινοπωρινή ιστορία με την Έλλη Λαμπέτη), Γκόρκι (Οι Τελευταίοι), Μπρεχτ (Συντροφιά με τον Μπρεχτ, με τη Μελίνα Μερκούρη), Λέοναρντ (Ντα), Μασάρι (Ταμπού) και τη «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη» του Ν. Βρεττάκου. Η τελευταία του εμφάνιση έγινε το 1984 στο Ηρώδειο, με το μουσικό έργο του Θόδωρου Αντωνίου «Προμήθεια».

Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Δ. Ροντήρη, Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου) και συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.

Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες στον κινηματογράφο. Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στο «Μαρίνο Κοντάρα» του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη «Συνοικία το όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961) στην «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο «Ένας Ντελικανής» του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην «Αντιγόνη» του Γ. Τζαβέλλα, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στο «Συνοικία το όνειρο».

Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας «Ταξίδι στα Κύθηρα», με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο, άφησε την τελευταία του πνοή, στις2 Σεπτεμβρίου του 1984, χτυπημένος από καρκίνο των πνευμόνων.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ – ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ ΣΤΙΧΩΝ: ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ –

ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση