Αρχείο ημέρας 19 Οκτωβρίου 2010

Οκτώβριος 2010
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
25262728293031

ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος σε νεαρή ηλικία

Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1541 στο Φόδελε του Ηρακλείου στην Κρήτη και πέθανε στο Τολέδο της Ισπανίας σε ηλικία 73 χρόνων, στις 7 Απριλίου 1614. Τα πρώτα του παιδικά χρόνια τα περνά μέσα σέ μια λαγκαδιά, μ’ ένα ποτάμι να τη διασχίζει κυλώντας μέσα απο ένα δάσος με πορτοκλιές και αιωνόβια πλατάνια.
Σ’ αυτό το ειδυλλιακό περιβάλον, δημιουργήθηκαν οι προυποθέσεις γιά τη διαμόρφωση του ιδιόμορφου χαρακτήρα του. Το βυζαντινό εκκλησάκι της Παναγιάς του δίνει το ερέθισμα να ασχοληθεί με την αγιογραφία και να εκφραστεί μ’ αυτήν.
Αργότερα στο Χάνδακα θα μαθητεύσει κοντά σε Σιναϊτες μοναχούς- δασκάλους στο Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης, όπου θα τελειοποιείσει τεχνικά το ταλέντο του.

Βέβαια γύρω από το χρόνο και τον τόπο της γέννησης του ελληνικής καταγωγής μεγάλου ζωγράφου, Ελ Γκρέκο (Δομήνικου Θεοτοκόπουλου) υπάρχουν πολλές και ποικίλες εκδοχές. Αν κανένας ξεφυλλίσει βιβλία και εγκυκλοπαίδειες που ασχολούνται με τη ζωή και το έργο του, θα διαπιστώσει πως υπάρχουν βασικές διαφορές όχι μόνο ως προς το χρόνο γέννησης αλλά και ως προς το χρόνο του θανάτου του.

Το επικρατέστερο είναι πως γεννήθηκε στο Ηράκλειο (Χάνδακα) της Κρήτης (υποστηρίζεται από πολλούς πως γεννήθηκε στο χωριό Φόδελε του Μαλεβυζίου) στις 5 Νοεμβρίου του 1541 και πέθανε στο Τολέδο της Ισπανίας σε ηλικία 73 χρόνων, στις 7 Απριλίου 1614.

Στην πατρίδα του τον βάπτισαν Κυριάκο, αλλά όταν ξενιτεύτηκε, το Κυριάκος καθώς έμοιαζε με το «Κύριος», μεταφράστηκε στα λατινικά Dominus-και σε συνέχεια Dominico (Δομήνικος). Κι έτσι στη θετή του πατρίδα, την Ισπανία, έμεινε σαν Δομήνικος ο Έλληνας, Ντομένικο ελ Γκρέκο ή και μόνο Ελ Γκρέκο.

Όπως συμβαίνει για όλους τους μεγάλους δημιουργούς που ύστερα από τον θάνατό τους πληθύνονται σ’ όλο τον κόσμο οι θαυμαστές τους και οι βιογράφοι τους, έτσι και στο Θεοτοκόπουλο, έχουμε αμφισβητήσεις και κενά, που όσο περνούν τα χρόνια τόσο είναι δύσκολο να εξακριβωθούν.

Ακόμα και για το θρήσκευμά του υπάρχουν αμφισβητήσεις. Ορθόδοξος ή Καθολικός; Εξαιτίας μιας (αμφισβητούμενης) διαθήκης του υπάρχει η γνώμη πως ήταν Καθολικός. Όμως ο Γάλλος ακαδημαϊκός Μωρίς Μπαρρές ισχυρίζεται πως ο μεγάλος ζωγράφος δεν άφησε διαθήκη, ενώ άλλοι ισχυρίζονται το αντίθετο (μαζί με αυτούς και ο Παντελής Πρεβελάκης). Φυσικά η καταγωγή του Θεοτοκόπουλου από τη μια μεριά και από την άλλη η υποχρέωσή του να συντάξει τη διαθήκη του σύμφωνα με τα όσα όριζε η Ιερά Εξέταση («ήμουν καλός καθολικός»), κάνουν επικρατέστερη τη γνώμη πως ήταν και πέθανε ορθόδοξος.

Η καταγωγή της οικογένειας Θεοτοκόπουλου λένε πως ξεκινάει από παλιά και πως εγκαταστάθηκε στην Κρήτη πριν ακόμη την καταλάβουν οι Βενετοί.

Ο Θεοτοκόπουλος έφυγε από την Κρήτη, παλικάρι δεκαεννιά χρόνων και με πείρα στη ζωγραφική. Και αυτό γιατί είχε δημιουργηθεί μια ζωγραφική σχολή στον τόπο του. Αρκετό καιρό πριν (14ο αιώνα) η Κρητική σχολή ζωγραφικής (Θεοφάνης Τζώρτζης, Αντώνιος Κρης και άλλοι) είχε μεσουρανήσει. Αλλά πολλοί ζωγράφοι πήγαιναν στη Βενετία κι έτσι δημιουργήθηκε η Βενετοκρητική Σχολή. Όμως η «αφαίμαξη» έφερε κατάπτωση στην Κρητική σχολή, γι’ αυτό ο Θεοτοκόπουλος διψασμένος για κάτι πλατύτερο εγκατέλειψε την πατρίδα του.


Για την Κρήτη

Σε ποια κατάσταση βρισκόταν η Κρήτη όταν την εγκατέλειψε ο Θεοτοκόπουλος,  ύστερα από την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας; Οι Φράγκοι μοίρασαν τις διάφορες επαρχίες της: Ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός πήρε την Κρήτη που αργότερα (1204) την πούλησε στους Ενετούς για χίλια αργυρά μάρκα. Τα παζαρέματα για την πώληση της Κρήτης αργούσαν και οι Γενουάτες βρήκαν την ευκαιρία να την καταλάβουν αιφνιδιαστικά. Οι Ενετοί όμως είχαν δώσει «προκαταβολή» και αναγκάστηκαν να πολεμήσουν, για να πάρουν τη μεγαλόνησο (1210).

Η Κρήτη γίνεται Ενετική επαρχία και η ζωή της πια αρχίζει ν’ αλλάζει με τις μεταρρυθμίσεις που επιβάλλουν οι κατακτητές. Ο άρχοντας του βασιλείου της Κρήτης εγκαταστάθηκε στο Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) και όλα τα αξιώματα τα πήραν οι ξένοι. Έτσι ,για τα προσχήματα, άφησαν μερικά σκιώδη κατώτερα αξιώματα στους Κρητικούς.

Ήρθε Λατίνος αρχιεπίσκοπος, χωρίστηκε η περιοχή σε δέκα επισκοπές στις οποίες ορίστηκαν Λατίνοι επίσκοποι. Ωστόσο δεν έθιξαν ούτε τα μοναστήρια, ούτε τον ορθόδοξο κλήρο. Απεναντίας, αναγνώρισαν την Ορθόδοξη Θρησκεία των Κρητών. Διαίρεσαν όμως κοινωνικά τους Κρητικούς. Κι επειδή οι Λατίνοι είχαν κάπως ανθηρά οικονομικά μέσα, οι κρητικοί αγρότες θεωρούνταν ως κατώτεροι κοινωνική τάξη.

Η επαφή, όμως, της Κρήτης με τη Βενετία κι ο ερχομός πολλών μορφωμένων Βυζαντινών, ύστερα από την άλωση της Πόλης, δημιούργησαν ένα καλλιτεχνικό κλίμα. Έτσι, το θέατρο, η ζωγραφική, η μουσική και η τυπογραφία αναπτύχθηκαν αρκετά από τους Κρητικούς. Προπαντός η ζωγραφική, που ανθούσε πιο καλά στα πολλά μοναστήρια και επεκτεινόταν με τις αγιογραφίες και τις τοιχογραφίες των πάμπολλων Εκκλησιών.

Η ζωγραφική είχε περάσει σ’ όλο τον κόσμο. Και έδινε εκτός από τη δόξα και χρήματα.  Το γεγονός άλλωστε πως δεν υπήρχαν συγκροτημένα σχολεία συνετέλεσε στην άνθιση   της ζωγραφικής και στη δημιουργία της Κρητικής ζωγραφικής σχολής. Τα Κρητικόπουλα  μάθαιναν να διαβάζουν το ψαλτήρι, στα μοναστήρια. Ύστερα θα έπρεπε  να βγάλουν  το ψωμί τους στα χωράφια ή μαθαίνοντας κάποια τέχνη… Πώς να βγάλουν όμως το ψωμί τους αφού οι κατακτητές Ενετοί απομυζούσαν   τους  χωρικούς και τους επιβάρυναν με τεράστιους φόρους; Δούλευαν κι έμειναν   γι’ αυτό κι έφευγαν ή δεν καλλιεργούσαν τη γη τους.

Η φυγή  των τεχνιτών προς τη Δύση και κυρίως προς τη Βενετία,  η πλημμελής   καλλιέργεια των αγρών και -προπαντός- η ανακάλυψη της Αμερικής και του  θαλάσσιου δρόμου προς τις Ινδίες, συντέλεσαν στο να χάσει την οικονομική κυριαρχία και υπεροχή η  Βενετία και φυσικά η Κρήτη.

Αναχώρηση από την πατρίδα

Στα 1560 ο εικοσάχρονος Θεοτοκόπουλος αφήνει την Κρήτη. Καθώς διασχίζει το   από το όραμα της Βενετίας που θα πήγαινε, σκέφτεται την πατρίδα του και κλαίει. Ως την τελευταία του πνοή το όραμα της Κρήτης θα τον ακολουθεί. Μ’ ένα μικρό μπογαλάκι στο χέρι και απ’ την πρώτη στιγμή θαμπώνεται απ’ την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια της Βενετίας. Κάστρα, εκκλησίες, οικόσημα,  ανάκτορα, δρόμους, γεφύρια,  και τι να πρωτοθαυμάσει!

Περιπλανήθηκε στη μεγαλούπολη, βρήκε τους συμπατριώτες του που είχαν   ολάκερη παροικία. Πιάνει αμέσως δουλειά. Ζωγραφίζει ακατάπαυστα. Σιγά-σιγά   η επίδραση μεγάλων Βενετών ζωγράφων (Πάλμα, Βέκιο, Τιντορέττο,   κ.α.) δημιουργεί τη «Βελτιωμένη Βυζαντινή Σχολή», που είναι κράμα τεχνοτροπιών ή αν θελήσουμε να τη χαρακτηρίσουμε αλλιώς, η βυζαντινή   εμπλουτισμένη από την τολμηρότητα και τα φυτικά χρώματα των

Στα έργα του ο Κρητικός ζωγράφος δε μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ τη βυζαντινή   αυτό κι όταν ζήτησε να μαθητεύσει στα εργαστήρια του Τιντορέττο και του Τιτσιάνο δεν έγινε δεκτός. Οι δύο αυτοί μεγάλοι καλλιτέχνες ήταν πολέμιοι της βυζαντινής σχολής.

Αναζητώντας ύστερα απ’ αυτόν τον αποκλεισμό τον πρώτο του δάσκαλο, πήγε στο διάσημο Ιάκωβο Δαπόντε που είχε το εργαστήριό του 80 χιλιόμετρα μακριά  από τη Βενετία, στο Bassano. Ο Δαπόντε δέχτηκε με στοργή το Θεοτοκόπουλο και τον κράτησε μαζί του δέκα ολόκληρα χρόνια. Εκεί διαμόρφωσε οριστικά το ταλέντο του, και έγινε Βενετός καλλιτέχνης. Εκτός από τις παραγγελίες που εκτελεί με το δάσκαλό του, ζωγραφίζει και έργα για τη δική του ευχαρίστηση.

Στα 1570 ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος- καθιερωμένος πια σαν Γκρέκο- εγκαταλείπει το Βασσάνο και γυρίζει στη Βενετία. Δεν έμεινε για πολύ. Αυτό το λίγο διάστημα, πολλοί βιογράφοι του λένε πως εργάστηκε κοντά στον Τιτσιάνο. Τη γνώμη τους αυτή τη στηρίζουν στο γεγονός πως υπάρχει κάποια συγγένεια ανάμεσα στα έργα των δύο ζωγράφων και ειδικότερα στο «Φλωρεντινό πατρίκιο», στον «Άγιο Δομήνικο», στην «Προσκύνηση των Ποιμένων» και τον «Ευαγγελισμό».

Φυσικά ο Γκρέκο θαύμαζε τον Τιτσιάνο και μελέτησε τα έργα του. όμως δεν αφήνει κανένα ίχνος από το πέρασμά του κοντά στο μεγάλο αυτό δημιουργό. Πρέπει να σημειωθεί ακόμα πως όταν ο Γκρέκο ανέβαινε τη σκάλα της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, ο Τιστιάνο ήταν γέρος, ιδιότροπος, φτασμένος και ίσως τελειωμένος αφού τα χέρια του είχαν αρχίσει να τρέμουν.

Στη Ρώμη.

Το Νοέμβριο του 1570 ο Γκρέκο φεύγει για τη Ρώμη. Αυτό είναι βέβαιο αφού υπάρχει η συστατική επιστολή του Ντον Τζούλιο Κλόβιο προς τον Καρδινάλιο Φαρνέζε:

16 Νοεμβρίου 1570

Προς τον καρδινάλιο Φαρνέζε Βιτέρμπο.

«Στη Ρώμη έφτασε ένας νέος Κρητικός μαθητής του Τιτσιάνο, που κατά τη γνώμη μου είναι από τους λίγους που διακρίνονται στη ζωγραφική.

Εκτός από τα’ άλλα έργα του, μια προσωπογραφία του κατέπληξε όλους τους ζωγράφους της Ρώμης.

Επιθυμία μου είναι να τεθεί υπό την προστασία της Αγίας εκλαμπρότητος και  μακαριότητά σας. Δεν θέλει τίποτε άλλο παρά ένα δωμάτιο στο ανάκτορο  έως ότου μπορέσει να ταχτοποιηθεί καλύτερα. Γι’ αυτό σας ικετεύω να ευδοκήσετε να γράψετε στον οικονόμο σας κόμητα Λουδοβίκο να του παραχωρηθεί ένα από τα δωμάτια του ανακτόρου σας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Εξοχότητά σας θα κάνει έργο αντάξιό της και εμένα θα υποχρεώσει πολύ. Ασπαζόμενος τη χείρα της εκλαμπροτάτης και μακαριοτάτης εξοχότητός σας  ταπεινός δούλος σας».

Ντον Τζούλιο Κλόβιο.

Ο καρδινάλιος Φαρνέζε αγοράζει ένα πίνακά του και του παρέχει κάθε βοήθεια. Γίνεται γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους και εργάζεται ακατάπαυστα. Μιλάνε παντού γι’ αυτόν τον νέο Κρητικό  σπάνιο ταλέντο.

Ένα χειρόγραφο του ιδιαίτερου γιατρού του πάπα Ουρβανού του Η΄ αναφέρει τα  παρακάτω:

«Τον επιλεγόμενο Ιλ Γκρέκο.

Κατά την εποχή της αγίας μνήμης του πάπα Πίου του Ε΄ έφτασε στη έγινε διάσημος…

Προόδευσε στο επάγγελμά του και την τεχνοτροπία του. από τη Βενετία   την εποχή που δεν ζούσαν πολλοί ζωγράφοι και κανένας από όσους   είχε την τεχνοτροπία, τη σοβαρότητα και τη δροσερότητα του Γκρέκο. Η ζωγραφική  του έγινε διάσημη ύστερα από επιτυχίες μερικών ιδιωτικών παραγγελιών. Ορισμένα  από τα έργα αυτά βρίσκονται στου δικηγόρου Λαντσιλότι και πολλοί τα  θεωρούν έργο του Τιτσιάνο…

Τζούλιο Τσέζαρε Μαντσίνι».

Ο Δ. Θεοτοκόπουλος σε ώριμη ηλικία

Στην Ισπανία

Από το χειρόγραφο του Τζούλιο Τσέζαρε Μαντσίνι πληροφορούμαστε πως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ιταλία.

Εκείνη την εποχή ο Πάπας Πίος ο Ε΄ έδωσε διαταγή να σκεπάσουν μερικές μορφές από τη «Δευτέρα παρουσία» του Μιχαήλ Αγγέλου, γιατί θεωρήθηκαν ασυμβίβαστες με την ιερότητα του χώρου.

Ο Γκρέκο, δίχως κανένας να τον καλέσει, διακήρυξε πως αν κατέστρεφαν όλο το έργο του Μιχαήλ Αγγέλου μπορούσε να το αντικαταστήσει με άλλο σεμνό, κατάλληλο και όχι κατώτερο.

Η διακήρυξη αυτή θεωρήθηκε σαν πρόκληση προς τους άλλους ζωγράφους και πριν απ’ όλα ως έλλειψη σεβασμού προς τη μνήμη ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Ξεσηκώθηκε τεράστιος θόρυβος ύστερα από αυτό και ο Γκρέκο- ξένος όπως ήταν- στάθηκε αδύνατο να αντιπαραταχθεί στην πολεμική και την συκοφαντία όχι μόνο των άλλων ζωγράφων αλλά και του πλήθους.

Αυτή η αναπάντεχη εχθρότητα που, για να είμαστε δίκαιοι, προήλθε από τις απερίσκεπτες και εγωιστικές διακηρύξεις του, τον ανάγκασε να αναζητήσει καταφύγιο σ’ άλλη χώρα.

Έτσι αποφάσισε να πάει στη Μαδρίτη (1580), όπου τότε βασίλευε ο Φίλιππος Β΄ , άνθρωπος που προστάτευε τους καλλιτέχνες και τους βοηθούσε. Στην αυλή του Φιλίππου εργάστηκε πολλά χρόνια. Η τέχνη του όμως δεν έμοιαζε με την τέχνη των αυλικών ζωγράφων. Έφερνε κάτι νέο και αναμφισβήτητα ήταν ο πρόδρομος της νεώτερης τέχνης. Οι άλλοι ζωγράφοι δεν είδαν με καλό μάτι το νέο συνάδελφό τους. Φοβήθηκαν κιόλας πως θα τους επισκίαζε γρήγορα. Μερικοί μάλιστα Φλαμανδοί μαζί με τον Πελεγκρίνι ντα Μπολόνια και το Φεντερίκο Τσούκκαρο έπεισαν το Φίλιππο πως δεν αξίζει τίποτα. Η γνώμη τους αυτή έγινε και γνώμη του βασιλιά. Και σε λίγο ο Γκρέκο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την αυλή αφού άλλωστε ποτέ δεν είχε προσκληθεί.

Στη Μαδρίτη ο Γκρέκο έκανε πολλές προσωπογραφίες διασήμων ανθρώπων   τα καθώς και το εικονοστάσι του Σαν Ντομίγκο ελ Αντίγου. Αφού διέπρεψε σε λίγο διάστημα ως σχεδιαστής κοντά στον αρχιτέκτονα Ερρέρε, φεύγει για το Τολέδο. Εκεί μαθαίνουμε  πως ασχολήθηκε και με την αρχιτεκτονική γιατί πεθαίνοντας άφησε   και βιβλία αρχιτεκτονικά.

Στο Τολέδο

Από τη Μαδρίτη (1584) αποφάσισε την οριστική του εγκατάσταση στο Τολέδο  όπου έγινε κιόλας δημότης του. Η πόλη αυτή με το αριστοκρατικό της παρουσιαστικό  είχε μια παράδοση καλλιτεχνική και κυρίως στη ζωγραφική την εμπνευσμένη από   θρησκευτικά θέματα. Εδώ ο Γκρέκο δημιουργεί τραγικές μορφές γεμάτες μυστικισμό. Προσπαθεί να δείξει τη θρησκευτική, ψυχική θλίψη του ανθρώπου   αρνήθηκε τις επίγειες χαρές.  Σε λίγο η φήμη του εξαπλώνεται σ’ όλη την Ισπανία. Εδώ ζωγραφίζει το έργο του «Η ταφή του κόμητα Οργκάθ». Ο Γκρέκο, επίσης αναδεικνύεται ως θαυμάσιος προσωπογράφος.

Ο Δ. Θεοτοκόπουλος σε γεροντική ηλικία

Τα τελευταία του χρόνια

Ο Γκρέκο έμεινε στο Τολέδο ως το τέλος της ζωής του. Από μια ανάκρισή του στα   της Ιεράς Εξέτασης μαθαίνουμε αρκετές λεπτομέρειες της ιδιωτικής του ζωής. Πριν απ’ όλα έμεινε πάντα του Έλληνας  και Κρητικός. Σε μια συνομιλία του με ένα μορφωμένο θρησκευτικό ηγέτη (Κοβαρούμπιας) λέει απερίφραστα: «για μένα, δε θα ήθελα να είμαι παρά μονάχα Έλληνας. Στην Κρήτη ονειρευόμουν την Ιταλία, στην Ιταλία ονειρευόμουν την Ισπανία, αλλά τώρα    μου φαίνεται πως πρέπει να εύχομαι να γυρίσω πίσω στην Κρήτη».

Όταν ανακρινόταν ο Γκρέκο, ο αιδεσιμώτατος Ιεροεξεταστής του είπε:

-Διαβάζω εδώ εκτός από τα’ όνομα του θείου σας Μανούσου Θεοτοκόπουλου, πολλές φορές το όνομα Θεοτοκόπουλος. Ώστε λοιπόν Θεοτοκόπουλος και όχι Θεοτοκόπουλι καθώς σας λένε οι Ισπανοί…

Ο ζωγράφος τά’ χασε μπροστά στο «μέγεθος» της κατηγορίας, που ήρθε να προστεθεί και σε μια άλλη επίσης βαριά κατηγορία: Στο ότι έφαγε κρέας ημέρα νηστείας. Αλλά  ο Ιεροεξεταστής, ήξερε τα οικογενειακά του Γκρέκο:

-Λοιπόν Δομήνικε Θεοτοκόπουλι, εκτός από το θείο σας που μένετε μαζί υπάρχει σπίτι σας η Χερόνιμα δε λας Κονέβα, «μεθ’ ής συμβιείτε εν παλλακεία», η θεία της Ευφροσύνη δε λας Κονέβας και το αγοράκι σας, που αναγνωρίσατε καθώς διαβάζω εδώ, μετά τη γέννηση του Χόρχε-Μανουέλ Θεοτοκόπουλος λοιπόν…

Οι πληροφορίες οι σχετικές με το θάνατό του είναι συγκεχυμένες. Το βέβαιο είναι πως στα αρχεία του Αγίου Βαρθολομαίου του Τολέδου, γράφονται τα παρακάτω:

«Στις 7 Απριλίου 1614 πέθανε ο Δομήνικος Γκρέκο, χωρίς διαθήκη. Ενταφιάστηκε στον Άγιο Ντομίγκο Ελ Αντίγονο. Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του».

Τα κυριότερα Έργα του Θεοτοκόπουλου

Έργα της νεανικής ηλικίας του Γκρέκο, δηλαδή πριν την εποχή της μετάβασής του στη Βενετία θεωρούνται: «Η Προσκύνησις των Μάγων» του Μουσείου Μπενάκη στην Αθήνα, ένα τρίπτυχο στην Gabria Estense της Μοδένας με την παράσταση της προσκύνησης των Ποιμένων, τη βάπτιση και στο μέσο το Χριστό να στέφεται σε δόξα μάρτυρας της πίστεως του Όρους Σινά κ.ά. Παρά τις αμφισβητήσεις περί αυτών, φαίνεται ότι αυτά είναι μάλλον γνήσια έργα του, ενώ αντιθέτως «ο Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγραφίζων την Θεοτόκον», παρά την υπογραφή του Δομήνικου, δεν πρέπει να θεωρείται έργο του. Άλλα νεανικά έργα του ζωγράφου που ανήκουν σ’ αυτήν την περίοδο της παραμονής του στη Βενετία θεωρούνται: «Η Δευτέρα Παρουσία», «Η προσκύνησις των Ποιμένων» της συλλογής Willumsen. Πίνακες της ίδιας περιόδου θεωρούνται: «Η θεραπεία του Τυφλού» της Πινακοθήκης της Δρέσδης, «Ο λεγόμενος Στέφανος» της Βιέννης, «Η Βάπτιση του Χριστού» της συλλογής Κούκ στην Αγγλία, «Το Παιδίον με το κάρβουνο» στην Πινακοθήκη Νεαπόλεως Ιταλίας, «Η αρπαγή της Περσεφόνης» της Πινακοθήκης Ντόρια στη Ρώμη και η λεγόμενη «προσωπογραφία μιας Κρητικιάς». Η προσωπογραφία αυτή η λεγόμενη αλλιώς «Κυρία με την ερμίνα» είναι έργο μάλλον του 1580-82. Επίδραση του Τιτσιάνο αναγνωρίζουν οι κριτικοί στα έργα του Δομήνικου: «Ευαγγελισμός» του Πράδο (Μαδρίτη), «ο Άγιος Φραγκίσκος δεχόμενος τα στίγματα» της συλλογής Θουλοάγκα, «Προσωπογραφία του Κλόβιο» στο Μουσείο Νεαπόλεως και την προσωπογραφία του «Αναστάτζι» (Συλλογή Frick Ν. Υόρκη). Κατά την παραμονή του στη Ρώμη, με την ανάμνηση όμως του Τιντορρέτο, ο Γκρέκο θα ζωγραφίσει την «Θεραπεία του Τυφλού», της Πινακοθήκης της Πάρμας και την «Εκδίωξη των εμπόρων εκ του ναού» του Ινστιτούτου Τέχνης στη Μινεάπολη (Η.Π.Α.).

Αλλά τα καλύτερα έργα του Θεοτοκόπουλου ανήκουν στη Ισπανική περίοδο, που ήρθε και η πλήρης ωρίμανσή του. Από τα πρώτα του έργα στη χώρα αυτή είναι οι  εικόνες του εικονοστασίου του Αγ. Δομίγκου του Παλαιού Τολέδο, καθώς και η Κοίμησης της Θεοτόκου, η Αγία Τριάς, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής κ.ά. Ακολουθούν κατόπιν οι πίνακες: «Pieta», της συλλογής Χούντικτον στη Ν. Υόρκη, «ο Άγιος Σεβαστιανός» της μητρόπολης της Βαλένθια (Ισπανία), η προσωπογραφία του Ντον Κοβαρρούμπας» στο μουσείο Τολέδου, η «Προσωπογραφία του γλύπτου Λεόνη», στη συλλογή Μάξγουελ Σκωτίας, «ο Άγιος Ιερώνυμος ως καρδινάλιος» της Πινακοθήκης του Λονδίνου, «ο Ιππότης με το χέρι εις το στήθος» της συλλογής του Βερολίνου.

Με τη ζωή του Θεοτοκόπουλου στο Τολέδο συνδέονται σπουδαιότατοι πίνακες. Μεταξύ αυτών: «Πέτρου και Παύλου», «Χριστόν αίροντα τον Σταυρόν» (περί το 1594) στο Πράδο της Μαδρίτης, «επί νεφελών Θεοτόκον» (περί το 1597) στη Βαρκελώνη, «Ανάστασιν του Χριστού» (περί το 1598), στο Πράδο,  «Προσωπογραφία του καρδιναλίου Nino de Guevarass (περί το 1600) αρχιεπισκόπου Σεβίλλης και μεγάλου Ιεροεξεταστή, «η εκδίωξη των εμπόρων» (περί το 1604) στο Gabridge Mass των Η.Π.Α., «Προσωπογραφία του Don Diego Covarrubias» (περί το 1604) του μουσείου Καλών τεχνών Βουδαπέστης, «Άγιον Ανδρέαν» (περί το 1604) στη μητρόπολη του Τολέδο, «Άγιον Ιλδεφόνσον γράφοντα καθ’ υπαγόρευσιν της Θεοτόκου» (1608 περίπου) στην εκκλησία του νοσοκομείου de la Caridad του Illescas, «Δείπνον του Ιησού εις την οικίαν του Σίμωνος» (περι το 1608) στην Κούβα,  και ο ανάλογος πίνακας της συλλογής Winterborthom των Η.Π.Α.

Πολύ γνωστός είναι ο πίνακας «Άποψη του Τολέδου» (περί το 1608). Κατάπληξη προκαλεί η δεκαεπτάστιχη επιγραφή σε αυτό τον πίνακα. Νομίζει κανείς ότι ακούει τον Θεοτοκόπουλο να συλλογίζεται:

«Έπρεπε να βάλω το νοσοκομείο
του Δον Ζουάν Ταβέρα σε ξεχωριστό μέρος
γιατί όχι μόνο έκρυβε την πόρτα του Βιζάρα,
αλλά και ο θόλος του ανέβαινε με τέτοιο τρόπο
ώστε ξεπερνούσε την πόλη και έτσι
αν το βάλω εδώ θα δείξει καλύτερα
την πρόσοψη από το άλλο μέρος
…………………………………………….».

Τελειώνουν οι στίχοι του με τις σκέψεις του, κάπως μυστικιστικές πάνω στο φως και τις επιδράσεις του.

Άλλοι πίνακες της ίδιας περιόδου είναι: η «Μετάσταση της Θεοτόκου»(περί το 1606) του Μουσείου San Vicenie στο Τολέδο, το «Χριστόν εις το όρος των Ελαιών»(περί το1610) της συλλογής A. Sachs στη Ν. Υόρκη, την «Πεντηκοστή» (περί το 1610) στο Πράδο, την «Προσκύνηση των ποιμένων» (περί το 1610) στο Μητροπολιτικό Μουσείο Ν. Υόρκης και την «Βάπτιση του Χριστού» (περί το 1610-1614) στο νοσοκομείο του Αγίου Ιωάννη του Τολέδου.

Στην τελευταία αυτή περίοδο του Γκρέκο ανήκουν και τα μεγάλα και ονομαστότερα έργα του. Αυτά είναι : το «Espolio» ή αλλιώς ο διαμερισμός των ιματίων του Χριστού (περί το 1579) της Μητρόπολης του Τολέδου, το «Μαρτύριον του Άγίου Μαυρικίου και των σύν αυτώ» 91580) στη συνοδική αίθουσα του Εσκοριάλ. Η «Προσκύνηση του Αγίου ονόματος του Ιησού Χριστού» στο Εσκοριάλ (1580). Η «ταφή του κόμητος Όργκαθ», πίνακας αποκείμενος στο ναό του αγίου Θωμά στο Τολέδο με χρονολογία του ζωγράφου το 1586. Ο «Θάνατος του Λαοκόοντος» (1610-1614) της Εθνικής Πινακοθήκης της Ουάσιγκτον. Η «Πέμπτη σφραγίς της Αποκαλύψεως» (1610-1614) στο Μουσείο Θουλοάγκα της Zumaya στην   ανία. Το «Τολέδο εν καιρώ καταιγίδος» (περί το 1610) στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Ν. Υόρκης, κ.ά.

Στο «Τολέδο εν καιρώ καταιγίδος» ο Γκρέκο πραγματοποιεί ένα απ’ τα τελευταία ρωμαλέα έργα του. Μπροστά πράσινοι θάμνοι και ποταμός, πίσω το Τολέδο την ώρα κατά την οποία αστραπές διασχίζουν το μελανό ουρανό φωτίζοντας τις οικοδομές του και ξεσπά η καταιγίδα στο βάθος. Και εδώ ο ζωγράφος εργάστηκε με πολλή ελευθερία, δηλαδή, δεν αντέγραψε πιστά το τοπίο του, αλλά αυτό υπήρξε απλά αφορμή για να εκφράσει το όραμα το οποίο είχε συλλάβει η καλλιτεχνική του φύση. Το έργο διακρίνεται για τον ονειροπόλο χαρακτήρα του, την υπέροχη πνευματικότητά του και την έκφραση των σπασμών της ψυχής με τρόπο ρεαλιστικό.

Ο χαρακτήρας της τέχνης του Θεοτοκόπουλου

Η τέχνη του Θεοτοκόπουλου είναι καρπός των ιστορικών συνθηκών και της όλης προπαιδείας της μεγαλοφυΐας του. Κρήτη, Βενετία, Ρώμη, Μαδρίτη, Τολέδο, αποτελούν τα ιστορικά του πλαίσια. Τα καλλιτεχνικά των χωρών, οι πολιτικές και θρησκευτικές συνθήκες της εποχής του, επέδρασαν στη διαμόρφωσή του. και άλλοι ασφαλώς έζησαν την ίδια εποχή υπό αυτές τις συνθήκες. Αλλά μόνο του Γκρέκο το πνεύμα βρέθηκε κατάλληλο για να δώσει την καλλιτεχνική έκφραση της περιόδου και να την ερμηνεύσει με τον δικό του, τον βαθύτατα προσωπικό, αλλά και απαράμιλλο τρόπο. Ο ορθολογισμός της Αναγέννησης επέφερε ήδη κόπωση στην τέχνη, η οποία τώρα, από αντίδραση, ζητά στα εξωκόσμια οράματα της θρησκείας, την αντιρρεαλιστική πραγματικότητα. Η τεχνική του ιμπρεσσιονισμού με την έντονη αντίθεση του φωτός και της σκιάς, η ανήσυχη στάση των σωμάτων και η αδιαφορία προς τη φυσικότητα του χώρου, δημιουργούν την ατμόσφαιρα της νέας τέχνης. Αυτή φέρει το όνομα του Μανιερισμού και η ζωηρότερή της εκδήλωση πληρεί κυρίως το β΄ ήμισυ του 16ου αιώνα και τις αρχές του 17ου, όταν αρχίζει η πληθωρική περίοδος του Μπαρόκ. Στη Βενετία ο Τιτσιάνο, ο Τιντορέττο, ο Ντα Πόντε (Μπασσάνο), ο Βερονέζε και προηγουμένως στη Ρώμη ο Βαζάρι, στην Τοσκάνη ο Pantormo, στην Φλωρεντία ο Rosso και άλλοι καλλιτέχνες, γίνονται δημιουργοί του μανιεριστικού κινήματος. Ο Θεοτοκόπουλος εντάσσεται σ’ αυτό το κλίμα αλλά εννοείται ότι η τέχνη του φέρει κάποια χαρακτηριστικά από τα στάδια που διήλθε στα τρία, κυρίως, ευρωπαϊκά κέντρα. Στη Βενετία, στη Ρώμη, στο Τολέδο. Τα έργα του δηλαδή της βενετικής περιόδου έχουν ακόμη τα χαρακτηριστικά της Αναγέννησης και της ιμπρεσσιονιστικής τεχνικής, με τις αντιθέσεις του φωτός και της σκιάς στα νέφη και τα χρώματα στα ενδύματα δηλώνουν το βενετικό μανιερισμό.

Στην Ισπανία κατόπιν η τέχνη του Θεοτοκόπουλου βρίσκει την τέλειά της έκφραση. Στο αυστηρό καθολικό της περιβάλλον με τον φανατικό Φίλιππο τον Β΄ η μεταρρύθμιση τότε θριάμβευε. Οι Ιησουΐτες με αρχηγό τον Ιγνάτιο Λογιόλα   το θάνατο για την καθολική πίστη, εξαίρουν το μαρτύριο και την εκ τούτου   ωση» των ηρώων της πίστης. Τοιουτοτρόπως, η μυστική φύση του ανατολίτη   τα καλλιτεχνικά του βιώματα βρήκαν το κατάλληλο κλίμα στην Ισπανία, εξάλλου έμεινε κατ’ ουσία μακριά από την κλασσική Αναγέννηση. Για  τον μυημένο  άνθρωπο στους πίνακές του οι μορφές φαίνονται ως οπτασίες, ως οράματα της στιγμής,   καλείται ο θεατής να τις απομαντεύσει συλλαμβάνοντας τον υπερβατικό τους  χαρακτήρα. Οι άγιοί του καθώς και οι προσωπογραφίες του έχουν βλέμμα πέρα των γήινων.  Στη μυστική σύλληψη του περιβάλλοντος και του όλου χώρου εντάσσεται ο ίδιος, οι φίλοι του, οι θρησκευτικές και κοσμικές μορφές  και τα διάφορα γεγονότα. Μορφές ελλειπτικές και μετεωριζόμενες, σώματα μακρύτερα από το φυσικό, με το «γραφικό» ρυθμό, με τα ακαθόριστα περιγράμματα, με τις ιριδιάζουσες ευρείες πτυχές των ενδυμάτων και την έντονη φωτοσκίαση, συνιστούν τη δύναμη  του καλλιτέχνη, τη «μυστική μαγεία» της συνθέσεως, ανάλογο προς την έκσταση  της αγίας Θηρεσίας για το όραμα του κόσμου. Ακριβώς το όραμα μιας άλλης πραγματικότητας ενδυναμώνει και ο απροσδιόριστος παλμός του χρωστήρα του ο οποίος πλαισιώνει το όλο του σχέδιο και την αξιοθαύμαστη ανατομία του. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς λεπτομέρειες στα πρόσωπα των έργων του για να αντιληφθεί την σημασία που έχει γι’ αυτόν η κίνηση του χρωστήρα. Έπειτα πρέπει να κάνει λόγο για τις ευρείες πτυχώσεις του. Η πλούσια, η πληθωρική πτύχωση, η οποία δεν χωρίζεται σε πολλές μικρότερες, αλλά διατηρεί την ενότητά της με το άφθονο φως το οποίο την διαγράφει στην αντίθεσή του προς τη σκιά, είναι όμως ιδιάζον χαρακτηριστικό του Γκρέκο. Ο Γκρέκο αδιαφορεί τελείως για την πραγματικότητα και συγκεντρώνει την προσοχή του αποκλειστικά σε ό,τι είναι απαραίτητο για να μεταδώσει το πνευματικό του μήνυμα. Καθετί περιττό το εγκαταλείπει. Τα σώματα που ζωγραφίζει δεν είναι πια ανθρώπινα κορμιά, αλλά μοιάζουν περισσότερο με φλόγες που υψώνονται προς τον ουρανό. Παραμορφώνει τα μέλη, επιμηκύνει υπερβολικά τα σώματα, εξαϋλώνει τα ρούχα και τα χρώματα και γενικά υποτάσσει τα πάντα και τα αναγκάζει να υποβάλλουν την αίσθηση της τέλειας μεταρσιώσεως.

Είναι κατόπιν και η ουσία του φωτός στο Θεοτοκόπουλο. Βεβαίως συναντάμε και σ’ αυτό τη βασική αρχή της βενετικής ζωγραφικής δηλαδή την απότομη μετάβαση από το φως στη σκιά. Αλλά στη θυελλώδη ιδιοσυγκρασία του Θεοτοκόπουλου το φως καθίσταται αυτόνομο στοιχείο της συνθέσεως. Διαμορφώνει σε σχήματα που παρακολουθούν τα διαγράμματα των εικονιζόμενων ή εικονιζόμενο στο κέντρο ή σε ορισμένο σημείο μιας παράστασης, διαμορφώνει τα πρόσωπα και τα πράγματα ανάλογα προς την υφή του. Γνωρίζει να δημιουργεί ζωηρή την εντύπωση του ανάγλυφου στις μορφές του ή και ως γλώσσα φωτός να εμφανίζει τις φυσιογνωμίες του. ο Γκρέκο εξάλλου, δεν δέχεται αντικειμενικά το φως στα έργα του, αλλά σ’ αυτό δίνει τη δικιά του αξία και το καθιστά στοιχείο ουσιαστικής διαπλάσεως του πίνακα. Δεν ακολουθεί αυτό τη φυσική πορεία στον πίνακα, δε φωτίζει ως φυσική πηγή φωτός τα αντικείμενα. Άρα είναι φως αφύσικο και η ουσία του κείται έξω της πραγματικότητας. «Το φως του Γκρέκο, λέει σωστά ο Π. Πρεβελάκης, δεν είναι μια ιδιότητα της ατμόσφαιρας που δημιουργεί τις φόρμες στο χώρο… Η πηγή του δε βρίσκεται ούτε στον ήλιο, ούτε σ’ άλλη τεχνητή εστία παρά μέσα στην παλέτα του ζωγράφου». Εκείνο το φως μορφοποιεί τα πρόσωπα, τα στοιχεία του περιβάλλοντος. Εκείνο με τις ζωηρές κηλίδες του στα σώματα, με τη ρευστότητα του στις πτυχώσεις, με την διάλυσή του στις ακμές των κυβικών οικιών ή πολυγωνικών πύργων, ή με την κυρίαρχη παρουσία  του δια μέσου των μελανών ουρανών στα τοπία, γίνεται στοιχείο άλλοτε τραγικότητας και άλλοτε δημιουργίας της υψηλής και μεγαλειώδους μεταφυσικής ατμόσφαιρας των πινάκων. Αυτός τώρα ο κατ’ ουσία υποκειμενικός φωτισμός, είναι σύμφωνος προς τα μυστικά οράματα του καλλιτέχνη, συνιστά δηλαδή το δικό του, το «εσωτερικό του φως» περί του οποίου μιλά επιστολή του μικρογράφου Κλόβιο: «Χθες επισκέφτηκα τον Γκρέκο για να περπατήσουμε μαζί στην πόλη. Ο καιρός ήταν πολύ ωραίος, ο δε γλυκύτατος ήλιος του Απριλίου χάριζε σε όλο τον κόσμο χαρά. Εξεπλάγην όταν εισήλθα στο εργαστήριο του Γκρέκο και είδα τα παραπετάσματα των παραθύρων κατεβασμένα εντελώς, ώστε μόλις να διακρίνεις τα αντικείμενα…Ο Γκρέκο δεν θέλησε να μου ανοίξει επειδή το φως της ημέρας ενοχλούσε το εσωτερικό φως». Δεν θα ήταν υπερβολικό να λέγαμε πως τα κορμιά του Γκρέκο   ασήμαντα περιβλήματα που φωτίζονται από ένα εσωτερικό φως και θαρρείς πως έχουν  ήδη αρχίσει να εγκαταλείπουν τη γη εξορμώντας προς τον επουράνιο κόσμο του Θεού.

«Με το φως, βεβαίως, σχετίζονται και τα χρώματα του Δομήνικου. Διότι εκείνο   ανταύγειες των χρωμάτων, των προσώπων και των αντικειμένων. Και προσφιλή του χρώματα, το ερυθρό στις αποχρώσεις του, το κυανό, το κίτρινο (θείο), το λευκό, το χαλκοπράσινο, το πορτοκαλί (μίνιο), το ιώδες, όλα τα χρώματά του έχουν την σκληρότητα του υαλώδους, κατά κάποιο τρόπο θυμίζουν τα βυζαντινά ψηφιδωτά». Αλλά αυτό είναι μάλλον σύμφωνο στην ιμπρεσσιονιστική τέχνη του ζωγράφου μας και την όλη αντιρρεαλιστική του προσέγγιση. Ο Γκρέκο θέλει να πλάσει τη φόρμα με το χρώμα, αλλά συνάμα να δείξει τη δύναμη της χρωματικής σαγήνης, να φτάσει σε όσο γίνεται μεγαλύτερη πλαστικότητα». (Πρεβελάκης). Την διάθεση του αυτή εκφράζουν οι κινήσεις και οι χειρονομίες των προσώπων. Πόσο π.χ. εξαίρει τη φυγή από την πραγματικότητα η κυρτή κίνηση των σωμάτων. Με πόση πάλι μεταφυσική διάθεση διαγράφονται οι παλάμες τους. Σωστά, λοιπόν, ο Unamuno χαρακτήρισε τα δάχτυλα του Γκρέκο ως τα πιο αποκαλυπτικά όργανά του.

Το γνωστότερο ή τουλάχιστον το εντυπωσιακότερο χαρακτηριστικό είναι τα ,υπέρ το δέον, επιμήκη σώματα. Αυτά συναντώνται κυρίως στα έργα της   ισπανικής περιόδου. Υπολογίζεται ότι μήκος έντεκα κεφαλών έχουν τα βυζαντινά ανθρώπινα μορφώματα.   (Ο βυζαντινός «κανόνας» εν προκειμένω είναι εννέα και μισό περίπου κεφάλια. Ο κανόνας του Πολυκλείτου είναι επτά κεφάλια , του δε Λυσίππου περίπου εννιά. Επιμήκη ζωγραφίζει και τα πρόσωπα με τα ιδιαζόντως μεγάλα βλέφαρα και τις μεγάλες μύτες. Τα κεφάλια κρατούν μεγάλοι λαιμοί με τονισμένο καμιά φορά το τρίγωνο των τενόντων. Η ραδινότητα, μάλιστα, αυτή των σωμάτων είναι μεγαλύτερη στα πρόσωπα του ουρανίου κόσμου. Αυτές οι αφύσικες επιμηκύνσεις των σωμάτων στο έργο του Γκρέκο έγιναν αφορμή να γίνει λόγος περί -τάχα- αλλοφροσύνης και ανισορροπίας του (Ricardo Jorge) από τους εγκεφαλικούς Γερμανούς, -πρώτων πάντοτε στο σχολαστικό επιστημονισμό- και να υποστηριχθεί ότι έπασχε από αστιγματισμό και στα δύο μάτια του. αλλά, εάν το πρώτο είναι αφελές και πρόχειρό, το δεύτερο είναι και επιστημονικά απαράδεκτο γιατί υπάρχουν πίνακες του ζωγράφου, ακριβώς της ιδίας περιόδου, με κανονικές τις αναλογίες των εικονιζόμενων. Είναι ηθελημένες οι επιμηκύνσεις και παραμορφώσεις του ζωγράφου και η αιτία αυτών πρέπει αλλού να αναζητούνται. Και βρίσκεται αυτή-η αιτία- στην πρόθεση και τη δύναμη του να εξαϋλώνει τις μορφές για να εκφράζει μέσω του χρωστήρα του το φυσικό μεταφυσικό πάθος το οποίο τον συνέπαιρνε. Και ακριβώς η εξαΰλωση αυτή των μορφών και η δημιουργία μιας υπερβατικής ατμόσφαιρας χαρακτηρίζει το έργο του Θεοτοκόπουλου.

Αλλά που διδάχθηκε και πότε ο Θεοτοκόπουλος την τέχνη αυτή; Ποια διδάγματα τροφοδότησαν και καλλιέργησαν την ευαισθησία της ιδιοσυγκρασίας του στην παράσταση της εξαϋλώσεως των μορφών του, στην ανύψωση αυτών σ’ έναν κόσμο ονείρου, μέσω της τεχνοτροπίας των επιμηκύνσεων και των παραμορφώσεων; Αυτά τα γνωρίζει και ο μανιερισμός αλλά και η βυζαντινή τέχνη, οπότε και το πρόβλημα της σχέσης της τέχνης του Γκρέκο προς τη βυζαντινή παράδοση και γενικότερα της ανασκόπησης των χαρακτηριστικών της τέχνης του σε σύγκριση με την εικονογραφία και μορφολογία της βυζαντινής ζωγραφικής.

Ο Θεοτοκόπουλος και η Βυζαντινή παράδοση

Απ’ τους κριτικούς της τέχνης, τους ιστορικούς, τους καλλιτέχνες και τους ειδικούς υποστηρίχθηκε ή αμφισβητήθηκε η σχέση του Θεοτοκόπουλου με την βυζαντινή ζωγραφική παράδοση. Συγκεκριμένα, άλλοι τον ήθελαν να έχει εκπαιδευτεί στην Κρήτη στη βυζαντινή τέχνη και να διατηρεί κατόπιν την ανάμνησή της στο έργο του, άλλοι στοιχειωδώς ίσως να τη γνώρισε και, τέλος, άλλοι να έχει μια εικονογραφική και μορφολογική συγγένεια με την τέχνη αυτή της Ορθοδοξίας. Άλλωστε, κατά την άποψη των περισσότερων μελετητών: «η ψυχή του Θεοτοκόπουλου είναι βυζαντινή». Επίσης ο ενθουσιώδης αρχειοθέτης και ερευνητής στη  Βενετία Κ. Μέρτζιος θεωρεί αυτόν «συνεχιστή της βυζαντινής εικονογραφίας» και ότι «ήρθε στη Βενετία περιβεβλημένος την πανοπλία της βυζαντινής  μαεστρίας».

Αντίθετα προς τους παραπάνω, την ανεξαρτησία του Θεοτοκόπουλου από τη βυζαντινή παράδοση και την επίδραση στο έργο του των καλλιτεχνικών ευρωπαϊκών ρευμάτων των χρόνων του, υποστήριξαν άλλοι αξιόλογοι μελετητές. Μεταξύ αυτών ο A.Mayer π.χ. θεωρεί το έργο του αποτέλεσμα των επιδράσεων των Ιταλών ζωγράφων (Τιντορέττο, Τιτσιάνο κ.λ.π.) και ότι τελικά διαμορφώθηκε στο κλίμα του ισπανικού μανιερισμού. Ο Dworak, διαβλέπει στον Θεοτοκόπουλο το λαμπρότερο παράδειγμα ευρωπαϊκού μανιερισμού, ενώ ο Kehrer τον θεωρεί, ομοίως, ως μορφή του μανιερισμού-όπως χαρακτηριστικά δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου του «Greco, als des manierismus, Munchen 1939» -και μάλιστα ως τον τελευταίο των μανιεριστών.

Σε πείσμα αυτών των αντίθετων απόψεων, τι έχει άραγε να πει η επανεξέταση του έργου του Γκρέκο, τόσο σε σχέση με την ουσία της βυζαντινής ζωγραφικής όσο μάλιστα και με τις τελευταίες αρχειακές έρευνες;

Κατ’ αρχάς , παρόλο που υπάρχουν ομοιότητες, πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να ταυτίσει εικονογραφικά τον Γκρέκο προς τη βυζαντινή τέχνη. Πρέπει πολύ προσεχτικά να μελετήσουμε τα πράγματα για να παραδεχτούμε εικονογραφική εξάρτησή του από τη βυζαντινή ζωγραφική. Βέβαια πολλές ομοιότητες εντυπωσιάζουν, αλλά η νηφαλιώτερη έρευνα δεν θα συμφωνήσει στο ότι αυτός ακολουθεί πιστά τη βυζαντινή εικονογραφία.

Απ’ την άλλη πλευρά δεν πρέπει να είμαστε απόλυτοι στις εικονογραφικές μας κρίσεις , γιατί υπάρχουν και πίνακες του Γκρέκο οι οποίοι ανακαλούν τη βυζαντινή εικονογραφία. Όπως π.χ. «Η ταφή του κόμη Οργκάθ». Ο Γκρέκο ζωγράφισε το έργο αυτό κατά παραγγελία του πρωθιερέα της εκκλησίας του Αγίου Θωμά. Η εκκλησία αυτή είχε κερδίσει μια σπουδαία δίκη και θέλησαν να γιορτάσουν το γεγονός με ένα μεγάλο έργο που θα απαθανάτιζε ένα θρύλο του 14ου αιώνα. Σύμφωνα με το θρύλο αυτό, όταν το 1323 πέθανε ο ευλαβικός Δον Γκονζάλο Ρουίθ, κόμης του Οργκάθ, κατέβηκαν από τον ουρανό ο Άγιος Αυγουστίνος και ο πρωτομάρτυρας Στέφανος και μετέφεραν με τα χέρια τους το πτώμα στον τάφο του. Ο Γκρέκο ζωγράφισε για το θέμα αυτό ένα καταπληκτικό αριστούργημα. Την αρχική του έμπνευση πρέπει να την οφείλει σε κάποια ανάμνηση από τις βυζαντινές αγιογραφίες, που παρίσταναν την «Κοίμηση της Θεοτόκου». Όπως στις βυζαντινές αγιογραφίες που Απόστολοι κρατούν οριζόντιο το σώμα της Παναγίας, ενώ την περιστοιχίζουν οι άλλοι Απόστολοι και ο Χριστός παραλαμβάνει την ψυχή της μητέρας του που μοιάζει με μικρό βρέφος, έτσι και στο έργο του Γκρέκο ο Άγιος Αυγουστίνος και ο πρωτομάρτυρας Στέφανος σηκώνουν τον νεκρό Οργκάθ για να τον βάλουν στον τάφο, ενώ γύρω στέκουν πλήθος οι Ισπανοί ευγενείς. Το πάνω μισό του πίνακα εικονίζει ένα θρόνο, όπου ο Χριστός κάθεται με όλη την μεγαλοπρέπεια και μπροστά του δεξιά και αριστερά έχει την Παναγία, τον Άγιο Ιωάννη και άλλους σε στάση δεητική. Ο πίνακας δείχνει πως για μια στιγμή τα ουράνια άνοιξαν για να δεχτούν την ψυχή του Οργκάθ που μοιάζει με ένα μικρό μωρό και ανεβαίνει μέσα σε φωτεινό στρόβιλο προς το θρόνο του Θεού. Κάτω στη γη κανείς δε φαίνεται  να παραξενεύεται γι’ αυτό το θαύμα. Όλη η έμφαση της ευλαβικότητάς του βρίσκεται σε αυτή ακριβώς την ηρεμία που επικρατεί κατά την ώρα της ταφής. Ήταν τόσο αγαπητός στο Χριστό ο Οργκάθ, ώστε όλοι το βρίσκουν φυσικό να ανοίγουν οι ουρανοί κατά την ώρα της κηδείας. Ακόμη και τα μικρά δονούμενα   των μεγιστάνων που παρευρίσκονται στην κηδεία μοιάζουν σαν να υπογραμμίζουν την ηρεμία αυτή. Σε αντίθεση προς την ηρεμία της γης, όλα στον ουρανό έχουν δυναμισμό, ένταση και δραστηριότητα. Η ψυχή του Οργκάθ φαίνεται να περνάει την Παναγία και τους άλλους αγίους για να φθάσει στο Χριστό, ενώ ένας άνεμος χαράς μοιάζει να ανεμίζει τα φορέματα των Αγίων, να φυσάει στα πρόσωπά τους. Ο Χριστός ανοίγει τους κόλπους του και μικρά αγγελούδια πετούν ολόγυρα. Ό,τι λείπει από τη γη βρίσκει την έκφρασή του στον ουρανό. Αλλά εάν η εικονογραφία του Θεοτοκόπουλου δεν έχει επηρεαστεί, ως  κατά το μεγαλύτερο μέρος της από τη βυζαντινή παράδοση, δεν ισχύει όπως πιστεύουμε και για το καλλιτεχνικό ύφος του και την όλη μορφολογία των έργων του. Η βαθιά πνευματικότητα της βυζαντινής ζωγραφικής, η χρωματική κλίμακα, η αρχιτεκτονική διάταξη των εικόνων, ακόμα και οι συνθέσεις των μορφών σε ένα πίνακα ή οι πτυχές των ρούχων, γίνονται (ασυναίσθητα, αλλά πάντως αποτελεσματικότατα), οδηγοί του στο μεγάλο του έργο. Ο Γκρέκο είναι ο μεγαλύτερος βυζαντινός ζωγράφος, γιατί απέδωσε όσο κανένας άλλος τη θρησκευτική υψηλοφροσύνη της βυζαντινής ζωγραφικής, ενώ, ταυτόχρονα, έχει απαλλάξει τη ζωγραφική αυτή από όλα τα περιοριστικά βάρη των τεχνικών κανόνων και κρατώντας μόνο ό,τι ήταν αληθινά ουσιαστικό την ανανέωσε από τις ρίζες της. Η ανανέωση αυτή φαίνεται καθαρότερα στα έργα που ζωγράφισε ο Γκρέκο κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του γιατί τότε και η επιστροφή του στις βυζαντινές πηγές γίνεται ολοκληρωτική.

Πρώτα απ’ όλα, οι υπέρ το δέον επιμηκύνσεις των σωμάτων του και οι λοιπές παραμορφώσεις τους, προϋπόθεταν καθαρά τη βυζαντινή επίδραση στον καλλιτέχνη. Στον Θεοτοκόπουλο βρίσκουμε ακριβώς την αφύσικη, την άμετρη επιμήκυνση. Οι δάσκαλοί του και το όλο καλλιτεχνικό κλίμα του μανιερισμού καλλιέργησε ό,τι προϋπήρχε σ’ αυτόν, με άλλες λέξεις έγιναν η αιτία να εκδηλωθεί η εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του χωρίς ποτέ να είναι η αφορμή την ιδιοσυγκρασίας αυτής. Αλλά βλέπουμε ότι και στο μανιερισμό και στον Γκρέκο παρατηρείται η υπερβολή αντί της αρμονίας των αναλογιών και του μέτρου, η ανησυχία αντί της γαλήνης. Σωστά παρατηρεί ο Ισπανός καθηγητής  Jose Gamon Aznar, οι επιμηκύνσεις στα σώματα του Δομήνικου δεν έχουν το χαρακτήρα των έργων των Ιταλών μανιεριστών, διότι εκφράζουν το εκτάκτως ανήσυχο, το φρενιώδες και εμψυχώνονται από την ιδιάζουσα σε παλμό τεχνική του ιμπρεσσιονισμού. Αλλά αυτό δε σημαίνει πάλι ότι ο Θεοτοκόπουλος ανήκει στο Baroque όπως υπέθεσε παλιότερα ο Wulff. Διότι στις συνθέσεις του δεν υπάρχουν οι αντιθέσεις φωτός και σκιάς, του είδους εκείνου το οποίου παρατηρείται στα έργα του Μπαρόκ. Εκεί το φως είναι άλλης ποιότητας, έντονα φυσικό. Στο Δομήνικο ,όμως, το φως δεν είναι το φυσικό, αλλά είναι φως ιδιαζόντως μεταφυσικό. Έπειτα ο παροξυσμός των κινήσεων χαρακτηρίζει βεβαίως το Μπαρόκ και τις μορφές του Γκρέκο. Αλλά στο Μπαρόκ η κίνηση επιβάλλεται έξωθεν, η επιφάνεια πάλλεται με το διακοσμητικό φόρτο της. Η ανησυχία είναι για την εντύπωση χωρίς λογισμό και μέτρο. Ενώ στο Γκρέκο «ο δυναμισμός των μορφών είναι εσωτερικός και ουσιώδης στην πραγματικότητά τους» (Aznar).

Αλλά αυτή η εσωτερική εντελέχεια η οποία εμψυχώνει και εκτείνει τις «υπέρ τα κοινά μέτρα», είναι χαρακτηριστικό της βυζαντινής τέχνης μα ιδιαίτερα ορισμένων περιόδων της (Αναγεννήσεων). –Ραδινά π.χ. είναι τα σώματα κατά την περίοδο των Παλαιολόγων.

Έτσι όπως έχουν τα πράγματα νομίζω ότι, ούτε ο μανιερισμός, ούτε το μπαρόκ μπορούν να ερμηνεύσουν τη μορφολογία της τέχνης του Γκρέκο, δηλαδή τη μοναδική έκφραση του ύφους του (styl), το μεταφυσικό του φως, τις ασύμμετρες αναλογίες, τη διάπλαση των φυσιογνωμιών, με μια λέξη την τεχνοτροπία του. Μια κοινή ζωγραφική όμως, την οποία γνώρισε ασφαλέστατα στην Κρήτη, παρέχει  την απόδειξη και δικαιολόγηση όλων αυτών. Εκείνη δίδαξε σ’ αυτόν την αισθητική της, το βαθύτερο νόημά της. Και το νόημά της βρέθηκε σύμφωνο προς την καλλιτεχνική του αφόρμηση, αυτό άλλωστε είναι και το υπόστρωμα της τέχνης του που παρέμεινε πάντοτε η παράδοσή του απ’ τον καιρό που στη Βενετία, και μάλιστα στη Ρώμη, επηρεάζεται (είναι νέος εξάλλου) απ’  την τεχνοτροπία των ρευμάτων της τέχνης των εκεί σχολών, αλλά κατόπιν στην Ισπανία,  ώριμος, επανέρχεται στη μορφολογία της βυζαντινής ζωγραφικής την οποία, εκφράζει κατά δικό του τρόπο. Μίλησαν περί «επαναβυζαντινισμού» του, κατά την περίοδο αυτή, περί «κελεύσματος του ελληνικού αίματος». Αυτά είναι ίσως άνευ σημασίας όταν δεν περιορίζονται σε χρονικά όρια. Στην Ισπανία   πάντων, ο ώριμος καλλιτέχνης εμψυχώνει το έργο του με την παράδοση της   ης ζωγραφικής, της οποίας προσαρμόζει τη μορφή προς την τέχνη των χρόνων  επιμήκη σώματα, οι μεγάλοι οφθαλμοί, οι μεγάλες μύτες και οι αντιπραγματικές αναλογίες, είναι βεβαίως βυζαντινά. Η ασυμμετρία στις αναλογίες των σωμάτων με μικρές  κεφαλές σε σχέση με τα υπέρμετρα επιμήκη σώματα είναι γνήσια.  Τα χρώματά του κατόπιν με τη φωτεινή λάμψη τους και την κρυστάλλινη υφή τους, απηχούν βυζαντινές αναμνήσεις. Το φως του στα πρόσωπα και τα σώματα,   όπως πέφτει όλως ιδιόρρυθμο, υποκειμενικό, αφύσικο, υπενθυμίζει το φως των αγίων της βυζαντινής αγιογραφίας («και οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως φωστήρες»), του οποίου η παράθεση κατά σχηματικό τρόπο στη σκιά, συμβάλλει στη δημιουργία της υπερβατικής ατμόσφαιρας. Έπειτα, προς την αδιαφορία του για τις κανονικές αναλογίες, η αδιαφορία του για την Τρίτη διάσταση και αντίθετα η φροντίδα του για την οργάνωση των συνθέσεών του κατά τρόπο μνημειώδη και ρυθμικό, απηχεί βέβαια τη βυζαντινή αγιογραφία. Αλλά και η μέθοδός του «να περνά και να ξαναπερνά (με το χρώμα) τις ζωγραφιές του- όπως λέει ο Pacheco- φέρνει στη μνήμη τη βυζαντινή τεχνική που δουλεύει το χρώμα σε απανωτά στρώματα, ξεκινώντας από το σκοτεινό προπλασμό για να φτάσει, ολοένα ανοίγοντας τον τόνο, στα φώτα», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Π. Πρεβελάκης. Ο χώρος ειδικότερα στους πίνακες του δεν είναι ο πραγματικός, αλλά ο συμβατικός της βυζαντινής ζωγραφικής, αδιάφορα βεβαίως εάν αποδίδεται κατά τον τρόπο της συλλήψεως του οράματός του από τον ζωγράφο. Και ως συνισταμένη όλων αυτών έρχεται κατόπιν η εξαΰλωση των μορφών, πάλι κατά τη βυζαντινή παράδοση. Επομένως, στο έργο του Θεοτοκόπουλου έχουμε κρητικούς καρπούς οι οποίοι αναπτύχθηκαν και ωρίμασαν στην ξένη γη, φέρουν τις επιδράσεις του περιβάλλοντος, ενώ στην ουσία τους παρέμειναν αναλλοίωτοι. Βρίσκουμε δηλαδή, υπέρ την τεχνική και την εικονογραφία έναν «βυζαντινισμό του πνεύματος», ο οποίος “ολίγον κατ’ ολίγον, ως υπόγειος καταρράκτης διαποτίζει το υπέδαφος του έργου του Γκρέκο”, κατά τη σωστή παρατήρηση του P.Guinard. Δικαίως λοιπόν ο Π. Πρεβελάκης σημείωσε ότι η βυζαντινή τέχνη είναι η «αρχική ρίζα» του Θεοτοκόπουλου, δικαίως ο L. Reau θεωρεί ότι η πρωτοτυπία του «βρίσκεται στην έντονη πνευματικότητα των μορφών του που είχε κληρονομιά απ’ τη ζωγραφική των βυζαντινών εικόνων.

Δεύτερος λόγος που βεβαιώνει τη βαθύτερη βυζαντινή επίδραση στην τεχνοτροπία του Θεοτοκόπουλου και ο οποίος ατυχώς δεν εξετάστηκε από κανέναν είναι ο «συμπυκνωτικός λειτουργικός» τρόπος παράστασης των σκηνών του. Η βυζαντινή λατρεία δηλαδή και η ζωγραφική υψώνουν τα γεγονότα της ιερής Ιστορίας υπεράνω της χρονικής στιγμής, λαμβάνουν χώρα σήμερα, διότι σ’ αυτά δεν υφίσταται η διάκριση παρελθόντος και μέλλοντος. Ο χρόνος δηλαδή παύει να εννοείται, σε ένα μυστικό βίωμα του παρόντος. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο αγιογράφος και ζωγράφος δεν  αναμιμνήσκεται απλά αλλά ζει και μετέχει ο ίδιος πραγματικά των ιερών λαμβανόντων χώρα γεγονότων». Η βυζαντινή αγιογραφία απαλλάσσεται από περιττά εικονογραφικά στοιχεία, προσπαθεί όσο είναι δυνατό να τα «ωθήσει»  προς εμάς ιστάμενα και επομένως προσωπικά με εμάς συνδεόμενα.

Ο θεατής νομίζει ότι τώρα λαμβάνει χώρα αυτό που εικονίζεται καθώς ο  ίδιος μετέχει στο γεγονός. Αυτό έχει την έννοια ότι ο ζωγράφος «λειτουργεί   το γεγονός που λαμβάνει χώρα επί των ημερών του.

Το βυζαντινό αυτό πνεύμα «συμπυκνώσεως» γεγονότων δημιουργεί και ο Γκρέκο στο Espolio. Το παρομοίασαν με τη σκηνή της προδοσίας. Αυτό όμως είναι η θεια ταπείνωση. Το Espolio είναι Δημιουργία του Γκρέκο εντελώς άσχετο προς την προδοσία του Ιούδα. Δεν εικονίζει μια σκηνή (τη σύλληψη, ή απλά τον διαμερισμό των ιματίων του, όπως κοινώς λέγεται), αλλά συναιρεί σ’ αυτόν τον πίνακα. Τα επεισόδια των τελευταίων στιγμών του Κυρίου κατά τις διηγήσεις των   Ευαγγελίων. Το Χριστό στο μέσο της σκηνής παριστάνει τη στιγμή που «οι στρατιώτες  του ηγεμόνος» αφού «ενέπαιξαν, εξέδυσαν αυτόν την χλαμύδα την πορφυρήν και απήγαγον εις το σταυρώσαι αυτόν». (Ματθ. κζ΄ 27-31, Μαρκ. ιε΄,20). «Ανοίγει εις τον χαμαί σταυρόν τας οπάς διά τους ήλους του και εκατέρωθεν του Χριστού κατόπιν προβάλουν οι δύο κακούργοι, διότι κατήγοντο… σύν αυτώ αναιρεθήναι» (κγ΄,32). «Αι γυναίκες, αι  μακρόθεν θεωρούσαι» (Μαρκ. ιε΄, 40) βρέθηκαν εμπρός στο πρώτο επίπεδο και  δεν παρακολουθούν τον απογυμνωμένο Χριστό, ούτε το χυδαίο όχλο. Κατά την όψιν και των τριών στρέφονται προς τον ετοιμαζόμενο σταυρό- η σταύρωση  δημιουργεί οδύνη στα πρόσωπα τους». Αυτό έγινε από τον Γκρέκο για να     να εξαρθεί ο βαθύτατος πόνος, ο οποίος ζωγραφίζεται στα πρόσωπα στη θέα του μαρτυρίου της Σταυρώσεως. Είναι έργο με ανώτερο στυλ,   συγκεντρωμένο γύρω από την ευγενική θλίψη του Χριστού.

Το «Espolio» πρώτ’ απ’ όλα (Expolium) είναι πίνακας στον οποίο ο Γκρέκο απέδωσε ελεύθερα τη δραματικότητα της ευαγγελικής διηγήσεως. Το κέντρο κατέχει ο Χριστός, φυσιογνωμία με πολλή γαλήνη και ευγένεια, ενώ γύρω από αυτόν συνωθούνται οι βάναυσες μορφές των λογχοφόρων στρατιωτών και του όχλου. Πίσω ακριβώς απ’ τους ώμους του Χριστού προβάλλουν ημίγυμνοι και οι δύο ληστές οι οποίοι «ήγοντο σύν αυτώ αναιρεθήναι» (Λουκά κγ΄ 32). Κάτω αριστερά ο καλλιτέχνης ιστόρησε τις τρεις Μαρίες, την Θεοτόκο, την μητέρα των υιών Ζεβεδαίου και τη Μαγδαληνή. Και οι τρεις παρακολουθούν έναν υπηρέτη ο οποίος ανοίγει οπή στον κατά γης Σταυρό για την προσήλωση του Κυρίου. Ο πόνος και η οδύνη έχουν αποτυπωθεί και ευγενικά τους πρόσωπα. Το φως όπως πέφτει άφθονο στο ερυθρό ένδυμα του Χριστού με την αντίθεση της σκιάς των πλαισίων και των ωραίων πτυχώσεων, εξαίρει τη φυσιογνωμία του, η οποία κατέχει τον κεντρικό άξονα της συνθέσεως, δεσπόζει αμέσως και επιβάλλεται. Ανίκανοι οι επίτροποι της Μητροπόλεως του Τολέδου να εννοήσουν τον πίνακα, δημιούργησαν ζητήματα στην πληρωμή του, με αποτέλεσμα ο καλλιτέχνης να καταφύγει στα δικαστήρια και να εξοφληθεί η αμοιβή του μετά από δύο χρόνια περίπου. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν οι παπικοί θεολόγοι, οι οποίοι δεν ενέκριναν τη θέση  του Ιησού και τη σ’ αυτό το ύψος στάση στις μορφές των δύο κακούργων, τρεις γυναίκες στο πρώτο επίπεδο εφόσον αναφέρονται στο Ευαγγέλιο από μακρόθεν εστώσαι». Το προσφιλές του Espolio επανέλαβε κατόπιν ο Θεοτοκόπουλος και τα έξοχα αντίγραφά του κοσμούν σήμερα την Πινακοθήκη του Μονάχου.

Πρέπει να σημειώσω στο τέλος της παραγράφου αυτής ότι άλλο χαρακτηριστικό   βυζαντινισμού του ζωγράφου είναι οι υπογραφές του στα ελληνικά. Τον τίτλο ορισμένων πινάκων (επιγραφή) μπορούσε ίσως να την έθετε σε ισπανικά γράμματα, γιατί αυτή αφορούσε αυτούς που παράγγελναν, ενώ την υπογραφή του, η οποία ενδιέφερε μόνο αυτόν, την έθετε πάντα στα ελληνικά, δηλαδή όπως ακριβώς και οι Έλληνες αγιογράφοι.

Πηγή : Αμαλία Κ. Ηλιάδη.

Ο Ελ Γρέκο του Γιάννη Σμαραγδή

Γιάννης Σμαραγδής

Ο Γιάννης Σμαραγδής γεννήθηκε στην Κρήτη το 1946. Σπούδασε σκηνοθεσία και επικοινωνία στο Παρίσι. Εχει διδάξει σενάριο και επικοινωνία σε σχολές κινηματογράφου και στο πανεπιστήμιο και είναι συγγραφέας ενός βιβλίου. Έχει σκηνοθετήσει κινηματογραφικές σειρές και πολλά ντοκιμαντέρ για τα οποία έχει βραβευτεί.

ο Ηρακλειώτης σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής, βάζει πλώρη για μία ακόμη βιογραφική ταινία. Και αυτή την φορά η Κρήτη, ο γενέθλιος τόπος του, δεν θα έχει μόνο την χαρά να απολαύσει την πρώτη κινηματογραφική προβολή της νέας δημιουργίας του Σμαραγδή, αλλά θα έχει και την ευκαιρία να … πρωταγωνιστήσει. Θέμα της νέας ταινίας είναι μία προσωπικότητα, διεθνούς φήμης, που έλκει την καταγωγή της από την Κρήτη: ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος.
Ενδεικτικά της άποψης που έχει για την νέα του δουλειά αλλά και της σπουδαιότητας που της προσδίδει είναι η σύγκριση που κάνει ο Γιάννης Σμαραγδής μεταξύ «Καβάφη» και «Γκρέκο». «Ο Καβάφης, λέει, ήταν μία ταινία που έκανα εγώ. Ο Γκρέκο είναι μία ταινία εθνικής σημασίας, που θα μπορούσε να μην έχει το όνομα κανενός από κάτω. Είναι κάτι σαν χρέος. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό».
Ο σκηνοθέτης οραματίζεται μία υπερπαραγωγή, τα γυρίσματα της οποίας θα ξεκινήσουν από την Κρήτη και συγκεκριμένα από το Ηράκλειο. Θα συνεχιστούν στο Τολέδο, την Μαδρίτη, την Βενετία και την Ρώμη. Οι ηθοποιοί, που θα πλαισιώσουν την ταινία, παραμένουν το «επτασφράγιστο μυστικό» του Γιάννη Σμαραγδή. Κριτήριο πάντως, θα αποτελέσει η διεθνής ακτινοβολία της καριέρας τους, ακριβώς επειδή στόχος του δημιουργού είναι να χρησιμοποιήσει κάθε δυνατό μέσο για να εξασφαλιστεί η επιτυχία και η παγκοσμιότητα του κινηματογραφικού του «Γκρέκο».
Η ιδέα για την δημιουργία της νέας αυτής ταινίας ξεπερνά τα στενά πλαίσια μίας καλλιτεχνικής φιλοδοξίας. «Γεννήθηκε» μέσα από τις παραινέσεις κρητικών επιχειρηματιών, που προσέγγισαν τον Γιάννη Σμαραγδή και του ζήτησαν να «σκιαγραφήσει» το πολιτισμικό προφίλ της Κρήτης. Εκείνος αποδέχτηκε την πρόκληση και δίνοντας «σάρκα και οστά» στην ιδέα, την επικέντρωσε σε έναν «οικουμενικής ακτινοβολίας» συμπατριώτη μας. Τον Γκρέκο. Θέμα της νέας ταινίας είναι η Κρητική «ματιά» του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Οι επιχειρηματίες του νησιού έθεσαν στην διάθεση του σκηνοθέτη κεφάλαια, προκειμένου η ταινία να αποτελέσει μία ζωντανή διαφήμιση της Κρήτης και του πολιτισμού της. Μιλώντας για το μεγαλόπνοο αυτό σχέδιο και τους στόχους του ο Γιάννης Σμαραγδής λέει: «Η όλη «σύλληψη» της ιδέας τιμά ιδιαιτέρως τους συντοπίτες μας. Η προτροπή ουσιαστικά, για να γίνει ο Γκρέκο, έγινε από Ηρακλειώτες και κυρίως από επιχειρηματίες. Αυτό το θεωρώ πάρα πολύ σπουδαίο, γιατί εάν οι επιχειρηματίες αρχίζουν να ωθούν, δηλαδή, να φυσάνε αεράκι στα πανιά των καλλιτεχνών, ο τόπος αυτός δεν κινδυνεύει. Γιατί η Ελλάδα υπήρξε ισχυρή και η Κρήτη ακόμη περισσότερο, όταν το χρήμα και το πνεύμα συνυπήρχαν αρμονικά και το ένα συμπλήρωνε το άλλο. Λοιπόν, είναι παγκόσμια πρωτοτυπία να φωνάξουν ένα καλλιτέχνη, άνθρωποι του χρήματος και των επιχειρήσεων και να τον ωθήσουν να κάνει μία ταινία, που θα ενισχύσει την υπόθεση της Κρήτης, της Κρητικής ματιάς και της εθνικής μας υπόστασης στην διεθνή κοινότητα. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο. Βέβαια οι επιχειρηματίες της Κρήτης είναι η βάση μου, γιατί η ταινία είναι πολύ ακριβή και πρέπει να μπουν και ξένα κεφάλαια.
Πάντως, σε όλη αυτή την υπόθεση, είναι για μένα άκρως σημαντικό το γεγονός, ότι οι άνθρωποι που με βοήθησαν και με ώθησαν είναι Κρητικοί και ειδικότερα Ηρακλειώτες. Ανάμεσά τους, ο παιδικός μου φίλος και επιχειρηματίας Μηνάς Χαλκιαδάκης, ο Κώστας Κληρονόμος και οι Μινωικές Γραμμές, ο Ανδρέας Μεταξάς που δραστηριοποιείται στον χώρο των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και ο Κώστας Μπαντουβάς, ένας ατόφιος κρητικός, που θα έλεγα ότι έχει μέσα του ένα κομμάτι από τα στέρεα μας βουνά. Το θεωρώ, λοιπόν, πολύ σημαντικό ότι αυτοί οι άνθρωποι με στήριξαν και με ώθησαν να φτιάξω το Γκρέκο. Και θεωρώ επίσης ότι η όποια επιτυχία θα αντανακλά στο πρόσωπό τους».
Η πλέον κατάλληλη προσωπικότητα για να στηρίξει μία τέτοια προσπάθεια προβολής του νησιού μας κρίθηκε πως ήταν ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Ο κορυφαίος ζωγράφος, που γεννήθηκε στο Ηράκλειο και η τέχνη του γοήτευσε την Ιταλία, την Ισπανία και τον κόσμο ολόκληρο. Ο σκηνοθέτης θεωρεί ότι δεν επέλεξε ο ίδιος το θέμα της ταινίας του.
«Τα πράγματα που κάνουμε μας επιλέγουν και δεν τα επιλέγουμε, λέει ο Γιάννης Σμαραγδής αναφερόμενος στην επιλογή του νέου του θέματος. Φαίνεται -συνεχίζει- ότι κάτι τέτοιο συνέβη και με τον Γκρέκο. Η καλλιτεχνική δημιουργία δεν έχει σχέση με ό,τι συμβαίνει στην ζωή, όπως την βιώνουμε καθημερινά. Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι σε άμεση συνάρτηση με το τι κουβαλάει ο καθένας στο κύτταρό του και τι αποφάσεις έχει πάρει ο κάθε δημιουργός ή καλλιτέχνης και πώς σκοπεύει να χρησιμοποιήσει την κυτταρική του μνήμη. Έτσι λοιπόν, προετοιμάζεσαι, πιστεύω, στην ζωή για να υπηρετήσεις πράγματα. Όταν έχεις αποσαφηνίσει τον ρόλο σου σε αυτόν τον κόσμο, εκείνα τα πράγματα που έχουν την ανάγκη σου σε καλούν να τα υπηρετήσεις. Υποθέτω, ότι κάπως έτσι έγινε και με τον Γκρέκο, επειδή ακριβώς έχω την αγωνία ότι αυτός ο τόπος όλο και χάνεται, όλο και ακρωτηριάζεται. Ο Γκρέκο είναι μία μορφή που υπερασπίστηκε την Ελλάδα σε μία κρίσιμή της στιγμή. Και κυρίως υπερασπίστηκε την Κρήτη, που υποταγμένη καθώς ήταν τότε και σκλαβωμένη, ο Γκρέκο την άφησε και πήγε στο κέντρο των κατακτητών και τους …. κατάκτησε. Αυτό θεωρώ ότι δεν είναι τελείως άσχετο με αυτό που συμβαίνει στους καιρούς μας, όπου πολλοί και με πολλούς τρόπους επιδιώκουν να μας κατακτήσουν και πρέπει και ‘μείς με την σειρά μας να βρούμε τρόπους να τους κατακτήσουμε. Ο Γκρέκο, λοιπόν, ξαναδίνει μέσα από το παράδειγμα της ζωής του τον δρόμο, για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους υποθετικούς ή τους αυριανούς κατακτητές μας. Και επειδή το κύτταρό μου και εμένα με σπρώχνει προς αυτή την κατεύθυνση, μάλλον οι δρόμοι μας συναντήθηκαν».

Σκηνές από την ταινία του Γιάννη Σμαραγδή.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957) ) Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και σπούδασε Νομικά στην Αθήνα. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι και ήταν από τους πιο πολυταξιδεμένους ‘Ελληνες πνευματικούς ανθρώπους. Το έργο του είναι πλούσιο και απλώνεται σε πολλούς τομείς: θέατρο, ποίηση, δοκίμιο, ταξιδιωτικά, μυθιστόρημα, μεταφράσεις, φιλοσοφία. Ανέπτυξε πλούσια πνευματική δράση και απέκτησε φήμη. Τα κυριότερα έργα του: Αναφορά στον Γκρέκο, Ασκητική, Οδύσσεια (έπος, αποτελούμενο από 3333 στίχους), Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ο Καπετάν Μιχάλης, Ο Φτωχούλης του Θεού, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Ο Τελευταίος Πειρασμός, Ταξιδεύοντας κ.ά. Επίσης μετέφρασε τη Θεία Κωμωδία του Δάντη και σε συνεργασία με τον Ι. Θ. Κακριδή την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου. Σε αυτήν εδώ λοιπόν τη σελίδα, μικρό φόρο τιμής στον Μέγα Βάρδο της ανθρώπινης αλλά κι’ ελληνικής σκέψης και λογοτεχνίας, θα βάλουμε σιγά σιγά, μικρά κομμάτια – ανθολογήματα, κομμάτια που μας άρεσαν ίσως περσότερο γιατί μας φαίνονται περσότερο «σημαδιακά» στο έργο του συγγραφέα.

Ν


Νίκος Καζαντζάκης. Ένας Ιερός Μεταξοσκώληκας.

Του Roit Hammer
Ο Καζαντζάκης είναι ένας οδοιπόρος της Αβύσσου. Ένας οδοιπόρος της ανθρώπινης σκέψης. Σπούδασε, μετέφρασε, έγραψε, ταξίδεψε στις περισσότερες φιλοσοφίες, θρησκείες και ρεύματα της εποχής. Σε ιδεολογίες αντικρουόμενες. Στον υπαρξισμό, στον Δαρβινισμό, στον Μαρξισμό, στον Χριστιανισμό, στον Βουδισμό, στον Ιδεαλισμό, στον Αθεϊσμό. Ένας διεθνιστής, θετικιστής, Σοφιστής, Νιτσεϊκός, Ελληνοκεντρικός, Μακιαβελικός, Μπερξονικός. Ένας Μηδενιστής Αρχαιοέλληνας, που σε όλη του την ζωή προσπάθησε να ανακαλύψει, να συνθέσει και να αποσυνθέσει την ανθρώπινη μοίρα. Ο Καζαντζάκης έζησε και έγραψε τον πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Με τους δύο παγκοσμίους πολέμους, τις εθνικές καταστροφές, τον εμφύλιο, την Ρωσική επανάσταση, τις μεγάλες ανατροπές, τις επιστημονικές ανακαλύψεις και θεωρίες, τις πτώσεις, τον νέο κόσμο.

Ζούσε και έτρεχε, έγραφε και έσχιζε για να προλάβει όλα τα ανθρώπινα τραύματα. Είχε δασκάλους και δεν το έκρυβε. «Εκείνους που άφηκαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους στην Ψυχή μου. Τους αθάνατους νεκρούς. Τις Μεγάλες Σειρήνες. Ο Βούδας, ο Λένιν, ο Όμηρος, ο Νίτσε, ο Μπέρξονας, ο Ζορμπάς, ο Οδυσσέας. Αυτοί ήταν τα αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά μου.»

Έψαχνε την κάθαρση. Ήταν σε μόνιμη διαμάχη με τον εαυτό του, τις ιδέες του, το περιβάλλον του. Προσπαθεί να συλλάβει με τον Λόγο την Αθάνατη ουσία, που ζει μέσα στον άνθρωπο.

Τον ενδιαφέρουν οι δυνατοί, οι διαρκώς έτοιμοι για δράση. Η πράξη η ίδια. Δεν τον ενδιαφέρουν οι παραδομένοι, οι υποταχτικοί. Όλοι οι ήρωές του ενεργούν, παλεύουν, προσπαθούν. Στους Μύθους οι Ήρωές του είναι ελεύθεροι, παγανιστές, συμβολιστές, μεθυστικοί, πρωτόγονοι, εσωτερικοί, γήινοι, σταυρωμένοι, τραγικοί, υποχθόνιοι, πολεμιστές, προφήτες, δαιμονισμένοι, φιλόσοφοι, διχασμένοι, σύγχρονοι, Οδύσσειοι, θεολόγοι, παγκόσμιοι, ιστορικοί, ανατολίτες, δυτικοί, αποκρυφιστές, μεσσιανιστές, μυστικιστές, εξόριστοι, στοχαστές, κήρυκες.

Το ιερό ζευγάρι που γεννάει την τραγωδία, ο Απόλλωνας και ο Διόνυσος, αυτή η αρχαιοελληνική διδασκαλία του Νίτσε καθόρισε το έργο του.

Ο Καζαντζάκης μυρίζει τις λέξεις και αν έχουν αυτό το παλιό μελωδικό άρωμα της Γης, μόνο τότε τις χρησιμοποιεί, «μετουσιώνοντας την πραγματικότητα.» Είχε λατρεία με τις λέξεις και την Ελληνική γλώσσα. «Οι λέξεις μας μυρίζουν ακόμα γη, χόρτο και ανθρώπινο ιδρώτα, η γλώσσα μας έχει μια έντονη μυρωδιά, είναι ζωντανή σαν ένα ζώο.»

Ο Καζαντζάκης για να δημοσιοποιήσει τον εσωτερικό του λόγο έπλασε λέξεις καινούργιες, νέες, Ελληνικές, Κρητικές, ατομικές, Καζαντζάκιες. Για να υπάρξει η σκέψη του έπρεπε να βρει μια καινούργια γλώσσα, με νέες λέξεις και όσο έπλαθε αυτές τις λέξεις τόσο προωθούσε τη σκέψη του. Οι λέξεις του Καζαντζάκη είναι αυτόνομα φιλοσοφήματα. Κάθε λέξη είναι ενεργή σκέψη. Το γλωσσάρι είναι η υφάντρα του. Λέξεις με σεισμικά αποτελέσματα. Χωρίς αυτή την Καζαντζάκια γλώσσα δεν θα υπήρχε ο Καζαντζάκης. Λέξεις χειρώνακτες, βασανισμένες, εξορυγμένες μία μία με ιδρώτα και αίμα, γιατί είναι λέξεις μεγάλες με ρίζες βαθιές που φτάνουν στο κέντρο της γης. Λέξεις θερμοδυναμικές. Είναι ο μοναδικός σύγχρονος Έλληνας που γέννησε τόσες νέες λέξεις. Λέξεις πιθανολογούμενες, περιπλανώμενες, μετέωρες. Κι όμως λέξεις βόλια, σαϊτεμένες, να βρίσκουν κατευθείαν το στόχο. Λέξεις εθιμικές που παράγουν το νέο, το επόμενο. Λέξεις-Λόγος. Κάθε λέξη και ένας τόμος. Λέξεις που τις δέχεσαι ως κτήμα σου, πως τις νιώθεις έστω και αν δεν τις εννοείς. Γιατί τον Καζαντζάκη δεν τον ενδιαφέρει το λούστρο μιας λέξης, τον ενδιαφέρει μόνο η φλόγα που την λαμπαδιάζει.

Το γλωσσάρι του Καζαντζάκη είναι ένας επιταχυντής σκέψης. Λέξεις ιδιοχρώματα. Λέξεις Βάμμα Ιωδίου. Λέξεις επαναστατημένες. Όλα μπορεί να έχουν λεχθεί. Όμως ο Καζαντζάκης όταν τα ξαναλέει είναι σαν να τα ξαναγεννάει, να τα επανακαθορίζει. Τα νοήματά του είναι αυτογενή. Αυτόνομα. Είναι η δικιά του Οδύσσεια.

Τα έργα του είναι ένα οδοιπορικό στα άκρα της ύπαρξης. Ένας Red Line Driver. Ένας Στάλκερ. Είναι ένας στοχαστής με ποιητικό λόγο. Ένας ποιητής φιλόσοφος. Όπως έλεγε «η νέα σκέψη πρέπει να ξεχυθεί λυρικά και όχι ως σύστημα φιλοσοφικό.»

Ο Καζαντζάκης είναι Οδυσσεϊστής. Ο Οδυσσέας είναι το ισοδύναμο του ταξιδιώτη. Έτσι και ο Καζαντζάκης σ’ όλη του τη ζωή, ένας διαρκής ταξιδευτής από την Ισπανία μέχρι την Ρωσία, από την Αγγλία μέχρι την Αίγυπτο, από το ’γιο Όρος μέχρι την Κίνα και την Ιαπωνία, για να βρει, να δει, να νιώσει, να αρπάξει τα όνειρα και το μεσοδιάστημα. Γιατί ήξερε πως Ιθάκη δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η θάλασσα κι ένα καράβι το κορμί κι ο καπετάνιος Νους».

Ο Καζαντζάκης έχει εμμονές. Τον βασιλιά τον σκούληκα που γίνεται πεταλούδα. Τον Ιερό Ανήφορο. Τον Θεό Μεταξοσκώληκα που κάνει το σπλάχνο του μετάξι. Έτσι και το χρέος των ανθρώπων. «Να γίνει όλο το σκουλήκι μετάξι, όλη η σάρκα πνεύμα». Όλο το έργο του είναι μεταμορφώσεις, για να φτάσουν οι Ήρωες του το Θεϊκό. Γιατί «δεν είναι ο Θεός πρόγονος, είναι απόγονος του ανθρώπου».

Η Αιώνια Κραυγή του Καζαντζάκη είναι Ασκητική.
-Ένα πολυεπίπεδο αποκαλυπτικό μαγικό κουτί.
-Ένα ερμητικό κείμενο.
-Θεολογικό, καβαλιστικό, αποκρυφιστικό, ψυχαναλυτικό, ιδεολογικό, εσχατολογικό, πολιτικό.
-Ένα ευαγγέλιο για μη ευαγγελιστές.
-Ένα ενορατικό πανκείμενο. Άχρονο και απροσδιόριστο.
-Ένα εκστατικό εσωτερικό ποίημα.
-Ένα λυρικό ανακρυπτογράφητο φιλοσοφικό δοκίμιο.
-Ένα ουράνιο τόξο στα βάθη της ερήμου.
-Ένα καθαρτήριο. Ένα θυσιαστήριο.
-Από τα ελάχιστα νεοελληνικά κείμενα που σε έλκει σε επανάγνωση, σε πολλαπλές και διαφορετικές αναγνώσεις.
-Ένα ξόρκι. Το πιστεύω του Διγενή Ακρίτα.
-Μια προετοιμασία. Ένα καράβι. Το χρέος.
-Ένα ξεγύμνωμα ψυχής. Ένα όραμα.
-Ένα από τα πιο συμπαγή και εμπνευσμένα κείμενα της Ελληνικής γλώσσας. Μια παγκόσμια αποκάλυψη.
-Ένα φιλοσοφικό ποίημα. Ένα υπαρξιακό δοκίμιο.

Ο Καζαντζάκης δεν είναι μεταφραστής. Είναι Δημιουργός. Η προσφορά του είναι οι μύθοι του, οι Ήρωές του, οι Ζορμπάδες του, οι Στοχασμοί του. Είναι η αναφορά του στον Γκρέκο. Αυτό το οδοιπορικό ζωής. Η εισαγωγή μας στην Καζαντζάκια γνώση.

Η Αναφορά Του. Είναι ο καπετάν Μιχάλης. Το χρέος του απέναντι στην Κρήτη, τον πατέρα, τη γενιά του. Είναι ο Αλέξης Ζορμπάς. Αυτός ο ψυχικός οδηγός, ο Γκουρού, ο Γέροντας, ο Χορευτής, ο Πολεμιστής. Είναι ο τελευταίος πειρασμός. Είναι η Οδύσσειά του. Είναι τα μυθιστορήματά του, τα ποιήματά του, τα Ταξίδια του.

Αν κρίνουμε τον Καζαντζάκη ως μεταφραστή χάνουμε την ουσία, τον κεντρικό στόχο, την Καζαντζάκια Λαλιά, εθελοτυφλούμε.

Στην Ελλάδα ως συνήθως οι λογοτεχνίζοντες τον κρίνουν ως φιλόσοφο, οι φιλοσοφίζοντες ως λογοτέχνη, οι παπάδες ως άθεο, οι αριστεροί ως δεξιό, οι γλωσσολόγοι ως μεταφραστή, οι άθεοι ως χριστιανό, όλοι ως Κρητικό.

Είναι ίδιον της φυλής μας να μη δεχόμαστε τους μέγιστους και ιδιαίτερα τους σύγχρονους.

Ευτυχώς που δέχτηκαν οι Ευρώπες της Αναγέννησης τους Αρχαιοέλληνες, αλλιώς κι αυτούς θα τους είχαμε στο μαυροπίνακα, στο εθνικό μας index.

Νίκος Καζαντζάκης.

Ένας ιδιόμορφος υπαρξιστής.
Ένας μάχιμος μηδενιστής.
Ένας πανθεϊστής άθεος.
Ένας Ψηλορείτης.

«Τριών λογιών είναι οι ψυχές, τριών λογιών οι προσευχές: α’ Δοξάρι είμαι στα χέρια σου Κύριε, τέντωσέ με να μη σαπίσω β’ Μη με παρατεντώσεις, θα σπάσω γ’ Παρατέντωσέ με, κι ας σπάσω. Διάλεξε.»
Αναφορά στον Γκρέκο

Roit Hammer

«ΤΡΕΙΣ ΨΥΧΕΣ, ΤΡΕΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ» :
( ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ )

(Απόσπασμα απ’ την Εισαγωγή του συγγραφέα σελ. 15) «…Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό του κι ανεβαίνει το Γολγοθά του. Πολλοί, οι πιο πολλοί, φτάνουν στο πρώτο, στο δεύτερο σκαλοπάτι, λαχανιάζουν, σωριάζονται στη μέση της πορείας και δε φτάνουν στην κορφή του Γολγοθά -θέλω να πω στην κορφή του χρέους τους- να σταυρωθούν, ν’ αναστηθούν, και να σώσουν την ψυχή τους. Λιποψυχούν, φοβούνται να σταυρωθούν, και δεν ξέρουν πως η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης.
‘Αλλον δεν έχει. ….»

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ

ο Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ (Ολόκληρος)
El Greco



1957. Στη Γαλλία.

«Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. ‘Οχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί, μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει, δεν θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.
Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιον ν’ αποχαιρετήσω; τι ν’ αποχαιρετήσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.
Σε ποιον να εμπιστευθώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν’ ανηφορίζω; Που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου, το κρατούσα το χώμα τούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το ‘σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σα να ‘σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σα να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν’ αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα είμαι αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.
Τι αγώνας, τι αγωνία, τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα τούτη το χώμα ! Ζυμώθηκε μ’ αίμα, δάκρυο και ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος, πήρε τον ανήφορο, να φτάσει -που να φτάσει; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, ‘απλωνε τα χέρια, έψαχνε, έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπό του.
Κι όταν, τα ολόστερνά ετούτα χρόνια, απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο, τι καινούριος, όλο αναίδεια και τρόμο, αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο -το πρόσωπό του !
Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου. Ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα. Είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και κτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί.
Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γης, ν’ ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο. δύσκολο, πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ’ αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα του κόσμου. λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω. μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει: «Στάσου ακόμα!»
Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σα σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σα βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει: «Στάσου ακόμα!»
Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστεκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε. γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα: «’Ελα.. έλα.. έλα…»
Πλήθυνάν οι ψιχάλες. το πρώτο νυχτοπούλι αναστέναξε, κι ο πόνος του κύλησε από τις νυχτομένες φυλλωσιές, γλυκός πολύ, μέσα στο βρεμένο αέρα. Ησυχία, γλύκα μεγάλη, κανένας στο σπίτι. κο έξω τα χωράφια διψούσαν κι έπιναν μ’ ευγνωμοσύνη, με βουβήν ευδαιμονία, το πρωτοβρόχι. ανασηκώνουντανη γης σα μωρό, κατά τον ουρανό, να βυζάξει.
‘Εκλεισα τα μάτια. κρατούσα πάντα το σβώλο το χώμα της Κρήτης κι ο ύπνος με πήρε. Ο ύπνος με πήρε κι είδα όνειρο: Ξημέρωνε, λέει, ζυγαριάζουνταν αποπάνω μου ο Αυγερινός, έτρεμε, έλεγα τώρα θα πέσει. κι έτρεχα, έτρεχα ανάμεσα στα έρημα άνυδρα βουνά, ολομόναχος. Πέρα στην ανατολή πρόβαλε ο ήλιος. δεν ήταν ήλιος, ήταν ένα προύντζινο ταψί γεμάτο κάρβουνα αναμμένα. Ο αέρας χοχλάκιζε. Κάπου κάπου μια σταχτιά πετροπέρδικα πετούσε από το βράχο, χτυπούσε τα φτερά της και κακάριζε, χαχάριζε και με περγελούσε. ένα κοράκι, σ’ ένα αναγύρισμα του βουνού, τινάχτηκε ως με είδε. σίγουρα θα με περίμενε, και με πήρε ξωπίσω σκώντας τα γέλια. Θύμωσα, έσκυψα, πήρα μιαν πέτρα να του την πετάξω. μα το κοράκι είχε αλλάξει κορμί, είχε γίνει ένα γεροντάκι και μου χαμογελούσε.
Τρόμος με κυρίεψε κι άρχισα πάλι να τρέχω. Στρούφιζαν τα βουνά, στρουφίζουμουν κι εγώ μαζί τους. ολοένα οι κύκλοι στένευαν, μ’ έπιασε ζάλη. Χοροπηδούσαν γύρα μου τα βούνα, ένοιωσα ξαφνικά δεν ήταν ετούτα βουνά ήταν τ’ απολιθώματα προκατακλυσμιαίου εγκέφαλου και μαύρος θεόρατος σταυρός ήταν καρφωμένος δεξιά μου, αψηλά, σε μιαν πέτρα, κι απάνω του ένα θεριακωμένο προύντζινο φίδι σταυρωμένο.
Αστραπή έσκισε το μυαλό μου, φώτισε γύρα μου τα βουνά, είδα: Είχα μπει στο φοβερό στροφιχτό φαράγγι που ‘χαν πάρει, τώρα και χιλιάδες χρόνια, οι Εβραίοι, με το Γεχωβά μπροστάρι, φεύγοντας την ευτυχισμένη παχιά γη του Φαραώ. Το φαράγγι ετούτο στάθηκε το πύρινο αργαστήρι όπου, πεινώντας. διψώντας, βλαστημώντας, σφυροκοπήθηκε η ράτσα του Ισραήλ.
Τρόμος με κυρίεψε, τρόμος και χαρά μεγάλη. ακούμπησα σ’ ένα βράχο να καταλαγιάσει το στροβίλισμα του μυαλού μου, ‘εκλεισα τα μάτια, κι ολομεμιάς τα πάντα γύρα μου αφανίστηκαν. ένα ελληνικό ακρογιάλι απλώθηκε μπροστά μου, θάλασσα σκούρα λουλακιά, κόκκινοι βράχοι, κι ανάμεσα στους βράχους η χαμηλή μπασιά κατασκότεινης σπηλιάς. ‘Ενα χέρι τινάχτηκε μέσα από τον αέρα και σφήνωσε στη φούχτα μου ένα δαδί αναμμένο. Κατάλαβα την προσταγή. έκαμα το σταυρό μου, τρύπωξα μέσα στη σπηλιά.
Γύριζα, γύριζα, τσαλαβουτούσα σε μαύρα παγωμένα νερά, κρέμουνταν απάνω από το κεφάλι μου ογροί, γαλάζοι σταλαχτίτες, ασκώνουνταν από τη γης γιγάντιοι πέτρινοι φαλλοί που στραφτάλιζαν και γελούσαν στη δαδίσια αναλαμπή. ‘Ηταν η σπηλιά ετούτη το θηκάρι μεγάλου ποταμού και το ‘χε παρατήσει αδειανό, γιατί άλλαξε, μέσα στους αιώνες πορεία…
Σούριξε το προύντζινο φίδι θυμομένο. άνοιξα τα μάτια, είδα πάλι τα βουνά, το φαράγγι, τους γκρεμούς. η ζάλη είχε κατασταλάξει. τα πάντα ακινήτησαν, φωτίστηκα, κατάλαβα: όμια και τις πυρπολούμενες γύρα μου οροσειρές τις είχε καταστρέψει ο Γεχωβάς για να περάσει. Είχα μπει μέσα στο φοβερό θηκάρι του θεού, ακολουθούσα, πατούσα τ’ αχνάρια του.
-Αυτός είναι ο δρόμος, φώναξα μέσα στ’ όνειρό μου, αυτός είναι ο δρόμος του ανθρώπου, άλλον δεν έχει!
Κι ως τινάχτηκε από τα χείλια μου ο αυθάδης ετούτος λόγος, ανεμοσίφουνας με τύλιξε, φτερούγες άγριες με σήκωσαν, κι ολομεμιάς βρέθηκα στην κορφή του θεοβάδιστου Σινά. Μύριζε ο αγέρας θειάφι, τα χείλια μου μερμήδιζαν, σα να τ’ αγκύλωσαν αρίφνητες, αόρατες σπίθες. Σήκωσα τα βλέφαρα. ποτέ τα μάτια μου, ποτέ τα σπλάχνα μου δε είχαν χαρεί τόσο απάνθρωπο, τόσο αρμονισμένο με την καρδιά μου όραμα, χωρίς νερό, χωρίς δεντρό, χωρίς ανθρώπους. Χωρίς ελπίδα. Εδώ η ψυχή ενός απελπισμένου ή περήφανου ανθρώπου βρίσκει την άκρα ευδαιμονία.
Κοίταξα το βράχο όπου στεκόμουν . δυο βαθιές γούβες σκαμμένες στο γρανίτη θα ‘ταν οι πατημασιές του προφήτη με τα κέρατα που περίμενε τον πεινασμένο Λιόντα να προβάλει. Εδώ, στην κορφή του Σινά, δεν του ‘χε δώσει προσταγή να περιμένει; Περίμενε.
Περίμενα κι εγώ. ‘Εσκυβα απάνω από τον γκρεμό, αφουκράζουμουν. άξαφνα, μακριά, μακριά πολύ, κουφοβρόντηξαν πατημασιές. Κάποιος ζύγωνε, και τα βουνά κουνιούνταν. έπαιζαν τα ρουθούνια μου -όλος ο αγέρας μύριζε μπροσταρότραγος. «’Ερχεται! ‘Ερχεται!» μουρμούριζα κι έζωνα σφιχτά τη μέση μου. συντάζουμουν να παλέψω.
Αχ, πόσο την είχα λαχταρίσει τη στιγμή ετούτη! Χωρίς να μπαίνει στη μέση και να με παραπλανάει ο αδιάντροπος ορατός κόσμος, ν’ αντικρίσω, πρόσωπο με πρόσωπο, το λιμασμένο θεριό της ζούγκλας τ’ ουρανού. Τον Αόρατο. Τον Ανερχόταγο. Τον αγαθό Πατέρα που τρώει τα παιδιά του και στάζουν τα χείλια του, τα γένια του, τα νύχια του αίματα.
Θα του μιλήσω θερρετά, θα του πω τον πόνο του ανθρώπου, τον πόνο του πουλιού, του δεντρού και της πέτρας, όλοι πήραμε απόφαση, δε θέμε να πεθάνουμε, κρατώ μιαν αναφορά, την υπόγραψαν όλα τα δέντρα, τα πουλιά, τα θεριά, οι ανθρώποι, δε θέμε, Πατέρα, να μας φας, και δε θα φοβηθώ, θα του τη δώσω.
Μιλούσα, παρακαλούσα, έσφιγγα τη μέση μου κι έτρεμα.

Κι εκεί που περίμενα, σα να μετακουνήθηκαν οι πέτρες κι άκουσα μεγάλη αναπνοή.
«Νά τος… νά τος έφτασε ! ». μουρμούρισα και στράφηκα ανατριχιάζοντας.
Μα δεν ήταν ο Γεχωβάς, δεν ήταν ο Γεχωβάς, ήσουν εσύ Παππού, από το αγαπημένο χώμα της Κρήτης, και στέκοσουν μπροστά μου, άρχοντας αυστηρός, με το σφηνωτό γενάκι το κάτασπρο, με τα στεγνά χείλια τα σφιγμένα, με το εκστατικό μάτι, το γεμάτο φλόγες και φτερούγες, και στα μαλλιά σου περιπλέκουνταν ρίζες από θυμάρι.
Με κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένοιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύνεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.
Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. ‘Eκαμα να σου πω: «Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
‘Aπλωσες τότε το χέρι, σα να πνίγομουν κι ήθελες να με σώσεις.
Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. ‘Aγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω.
-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’ μου μιαν προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου. δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά. ως τις ρίζεςτου μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς παιδί μου…
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σα νάβγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
‘Εφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ μου μιαν πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να τα πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεγμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς !…

Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο. είχε πια ξυμερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν. τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
‘Ηταν η φωνή σου. κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε ένα τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε! Δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ανέλπιδος, της στρατευόμενης γενιάς μου; Δεν είμαστε εμείς οι λαβωμένοι, οι πεινασμένοι, οι μπουμπουνοκέφαλοι, οι σιδεροκέφαλοι, που αφήσαμε πίσω μας την καλοπέραση και τη βεβαιότητα και πας εσύ μπροστά και κάνουμε γιουρούσι να σπάσουμε τα σύνορα;
Το λαμπρότερο πρόσωπο της απελπισίας είναι ο θεός. το λαμπρότερο πρόσωπο της ελπίδας είναι ο θεός. πέρα από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από τα παμπάλαια σύνορα, με σπρώχνεις, Παππού. Πού με σπρώχνεις; Κοιτάζω γύρα μου, κοιτάζω μέσα μου. η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε . πρέπει να ‘ρθει πάλι ο Νους ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους. πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος.
Αυτό θες, κατά κει με σπρώχνεις, κατά κει μ’ εσπρωχνες πάντα. άκουγα μέρα νύχτα την προσταγή σου. μάχουμουν, όσο μπορούσα, να φτάσω όπου δεν μπορούσα, αυτό είχα βάλει χρέος μου. αν έφτασα ή δεν έφτασα, εσύ θα μου πεις. ‘Ορθιος στέκουμαι μπροστά σου και περιμένω.
Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου. να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λοποτάχτησα. τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ’ ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.
‘Ενα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν’ απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή, ζυμωμένο με δάκρυο, αίμα κι ιδρώτα. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν αλαφρώσω. θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν’ αλαφρώσω. Πως έπλασες εσύ το «Τολέδο στην καταιγίδα»; ‘Ομοια, με βαριά μαύρα σύννεφα, ζωσμένη κίτρινες αστραπές, ανέλπιδα κι ανένδοτα παλεύοντας με το φως και με το σκοτάδι, η ψυχή μου. Θα τη δεις, θα τη ζυγιάσεις ανάμεσα στα σπαθωτά φρύδια σου και θα τα κρίνεις. Θυμάσαι το βαρύ λόγο που λέμε εμείς οι Κρητικοί: «’Οπου αστοχήσεις, γύρισε. κι όπου πετύχεις φύγε!» Αναστόχησα, και μια ώρα ζωή ακόμα να μου απομένει, θα ξαναγυρίσω στην έφοδο. αν πέτυχα θ’ ανοίξω τη γης, να ρθω να ξαπλώσω στο πλάι σου.
‘Ακουσε το λοιπόν Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση. άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, κι αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό,
δώσε μου την ευκή σου!

“Αν ήταν στη ζωή μου να διάλεγα”
( ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ ) :

«Αν ήταν στη ζωή μου
να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό,
ένα Γκουρού, όπως λένε οι Ιντοί,
ένα Γέροντα, όπως λένε οι καλόγεροι στο ‘Αγιον’Ορος,
σίγουρα θα διάλεγα το Ζορμπά»

…Γιατί αυτός είχε ό,τι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί: την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψηλάθε σαϊτευτά τη θροφή της, τη δημιουργικιά, κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία -αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί, τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παλικαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σα νά’χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από την ψυχή, και τέλος το άγριο γάργαρο γέλιο, από βαθιά πηγή, βαθύτερο από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζουνταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά, ανατινάζουνταν και μπορούσε να γκρεμίσει -και γκρέμιζε- όλους τους φράχτες -ηθική, θρησκεία, πατρίδα- που άσκωσε γύρα του ο κακομοίρης ο φοβητσιάρης ο άνθρωπος, για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα τη ζωούλα του.


1901. Τελειόφοιτος του Γυμνασίου Ηρακλείου.

‘Οταν συλλογίζουμαι με τι θροφή τόσα χρόνια με τάιζαν τα βιβλία κι οι δασκάλοι, για να χορτάσουν μια λιμασμένη ψυχή, και τι λιονταρίσιο μυαλό για θροφή με τάισε ο Ζορμπάς σε λίγους μήνες, δύσκολα μπορώ να βαστάξω την πίκρα μου και την αγανάκτηση.

Πως να θυμηθώ και να μη θεριέψει η καρδιά μου τις κουβέντες που μου ‘κανε, τους χορούς που μου χόρευε, το σαντούρι που μου έπαιζε, σ’ ένα ακρογιάλι της Κρήτης όπου ζήσαμε έξη μήνες, με πλήθος εργάτες, σκάβοντας για να βρούμε τάχα λιγνίτη. Ξέραμε καλά κι οι δυο μας πως ο πραχτικός αυτός σκοπός ήτανε στάχτη για τα μάτια του κόσμου, εμείς βιαζόμαστε πότε να βασιλέψει ο ήλιος, να σκολάσουν οι εργάτες, να στρωθούμε οι δυο μας στην αμμουδιά, να φάμε το χωριάτικο νόστιμο φαΐ μας, να πιούμε το μπρούσκο κρητικό κρασί μας και να κινήσουμε την κουβέντα.

Εγώ σπάνια μιλούσα, τι να πει ένας “διανοούμενος” σ’ ένα Δράκο; Τον άκουγα να μου μιλάει για το χωριό του στον ‘Ολυμπο, για τα χιόνια, τους λύκους, τους κομιτατζήδες, την ‘Αγια-Σοφιά, το λιγνίτη, τις γυναίκες, το Θεό, την πατρίδα και το θάνατο -και ξάφνου, όταν πλαντούσε και πια δεν τον χωρούσαν τα λόγια, τινάζουνταν απάνω στα χοντρά χαλίκια του γιαλού κι άρχιζε να χορεύει. Γερός, ορθόκορμος, κοκαλιάρης, με αναγερτό το κεφάλι, με καταστρόγγυλα μικρά μάτια σαν πουλιού, χόρευε και σκλήριζε και χτυπούσε τις αδρές πατούσες στο γιαλό και πιτσίλιζε με θάλασσα το πρόπωπό μου.

Αν άκουγα τη φωνή του, την κραυγή του, η ζωή μου θα είχε πάρει αξία. θα ζούσα μ’ αίμα και σάρκα και κόκαλα ό,τι τώρα χασισοπότικα στοχάζουμαι κι ενεργώ με χαρτί και καλαμάρι. Μα δεν τόλμησα, έβλεπα το Ζορμπά μεσάνυχτα να χορεύει χλιμιντρίζοντας και να μου κράζει να τιναχτώ κι εγώ από το βολικό καβούκι της φρονιμάδας και της συνήθειας και να φύγω για τα μεγάλα, τ’ αγύριστα ταξίδια μαζί του, κι έμενα ασάλευτος, τουρτουρίζοντας.


1915

Πολλές φορές έχω ντραπεί στη ζωή μου, γιατί έπιασα την ψυχή μου να μην τολμάει να κάνει ό,τι η ανώτατη παραφροσύνη -η ουσία της ζωής- μου φώναζε να κάμω, μα ποτέ δεν ντράπηκα για την ψυχή μου όσο μπροστά στο Ζορμπά.

Η επιχείρηση του λιγνίτη πήγε κατά διαβόλου. Ο Ζορμπάς κι εγώ κάμαμε ό,τι μπορούσαμε για να φτάσουμε, γελώντας, παίζοντας, κουβεντιάζοντας, στην καταστροφή. Δε σκάβαμε να βρούμε λιγνίτη, αυτό ήταν μια αφορμή για τους απλοϊκούς φρόνιμους ανθρώπους, “για να μη μας πάρουν με τις λεμονόκουπες” έλεγε ο Ζορμπάς και σκούσε στα γέλια. «Μα εμείς, αφεντικό” (μ’ έλεγε αφεντικό και γελούσε) “εμείς αφεντικό, έχουμε άλλους, μεγάλους σκοπούς. -Ποιους, μωρέ Ζορμπά;» τον ρωτούσα. « Σκάβουμε για να δούμε, λέει, τι δαιμόνους έχουμε μέσα μας.»

Γρήγορα είχαμε φάει ό,τι μου’ χε δώσει ο κακόμοιρος ο θειος μου, για ν’ ανοίξω, λέει, γραφείο, απολύσαμε τους εργάτες, ψήσαμε ένα αρνί, γεμίσαμε ένα βαρελάκι κρασί, στρωθήκαμε στο ακροθαλάσσι, όπου βρίσκουνταν τ’ ορυχείο, αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε, πήρε ο Ζορμπάς το σαντούρι του, σήκωσε το γέρικο λαιμό, άρχισε τον αμανέ. Τρώγαμε, πίναμε, ποτέ δε θυμούμαι να’ χα τόσο κέφι, ο Θεός συχωρέσει την επιχείρηση, φωνάζαμε, ο Θεός συχωρέσει τη μακαρίτισσα, ζωή σε λόγου μας, πάει στο διάολο ο λιγνίτης.

Τα ξημερώματα χωρίσαμε. Εγώ τράβηξα πάλι για τα χαρτιά και τα μελάνια, αγιάτρευτα λαβωμένος από την αιματωμένη σαΐτα που δεν ξέρουμε πως να την πούμε και τη λέμε πνεύμα. Αυτός πήρε καταβορρά και καταστάλαξε στη Σερβία, σ’ ένα βουνό κοντά στα Σκόπια, όπου ξετόπωσε, λέει, πλούσια φλέβα λευκόλιθο, τύλιξε μερικούς παραλήδες, αγόρασε σύνεργα, στρατολόγησε εργάτες κι άρχισε πάλι ν’ ανοίγει μέσα στη γης γαλαρίες. Τίναξε βράχους, έφτιαξε δρόμους, έφερε νερό, έχτισε σπίτι, παντρεύτηκε, γέρος κοτσονάτος, μιαν όμορφη γλεντοχήρα, τη Λιούμπα, κι έκαμε κι ένα παιδί μαζί της.

“Εύρον πρασίνην πέτραν”
( ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ )

‘Οπου μια μέρα έλαβα ένα τηλεγράφημα:
“Εύρον πρασίνην πέτραν ωραιοτάτην,
ελθέ αμέσως. Ζορμπάς”


Αλέξης Ζορμπάς

1954. Στην Antibes.

‘Ηταν η εποχή που ακούγουνταν οι πρώτες μακρινές βροντές της καταιγίδας που είχε κιόλα κινήσει καταπάνω στη γης. Ο παγκόσμιος πόλεμος. Εκατομμύρια άνθρωποι έτρεμαν, θωρώντας την πείνα, τη σφαγή, την παραφροσύνη νά’ ρχουνται. ‘Ολοι οι δαιμόνοι του ανθρώπου είχαν ξυπνήσει και διψούσαν για αίμα.

Μέσα σε τέτοιες φαρμακερές μέρες έλαβα το τηλεγράφημα του Ζορμπά. Στην αρχή θύμωσα, ο κόσμος χάνεται, κιντυνεύει η ζωή κι η τιμή κι η ψυχή του ανθρώπου, κι ορίστε τώρα ένα τηλεγράφημα να κινήσεις, να κάμεις χίλια μίλια για να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα! Ανάθεμα είπα στην ομορφιά, γιατί ‘ναι άκαρδη και δεν νοιάζεται για τον πόνο του ανθρώπου.

Μα ξαφνικά τρόμαξα, ο θυμός είχε κιόλας ξεθυμάνει κι ένιωθα με φρίκη πως η απάνθρωπη αυτή κραυγή του Ζορμπά αποκρίνουνταν σε άλλη απάνθρωπη μέσα μου κραυγή. ‘Ενα άγριο όρνιο μέσα μου τίναξε τα φτερά του να φύγει. ‘Ομως δεν έφυγα. δεν τόλμησα πάλι, δεν κίνησα να πάω, δεν ακολούθησα τη θεϊκιά θηριώδη μέσα μου κραυγή, δεν έκαμα μια γεναία παράλογη πράξη. Ακολούθησα την κρύα ανθρώπινη φωνή του λογικού, πήρα την πένα κι έγραψα του Ζορμπά και του εξηγούσα…

Κι’ αυτός μου αποκρίθηκε: «Είσαι, και να με συμπαθάς, αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες κι εσύ, κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα και δεν την είδες. Μα το Θεό, κάθουμαι κάποτε, όταν δεν έχω δουλειά, και λέω με το νου μου: «Υπάρχει, δεν υπάρχει Κόλαση;» μα χτες που έλαβα το γράμμα σου, είπα: « Σίγουρα πρέπει να υπάρχει Κόλαση για μερικούς καλαμαράδες».

«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο»
( ΑΣΚΗΤΙΚΗ )

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο,
καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο,
το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή.


1956.

Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή, ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός, κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.

Μα ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάνουμε την ύλη ζωή, κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα, τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία. β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.

Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει, σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές, μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του σύμπαντου.

Αλλιώς πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας εγκαρδιώνει -φυτά, ζώα, ανθρώπους- στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.

Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες ορμές, και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.

«Σταυρώθηκε ο Χριστός, κι από τότε νικήθηκε ο θάνατος»
( Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ )

Ο Χριστός πόνεσε, κι από τότε ο πόνος άγιασε,
πολέμησε ως την τελευταία στιγμή, ο Πειρασμός να τον πλανέψει,
κι ο Πειρασμός νικήθηκε, σταυρώθηκε ο Χριστός,
κι από τότε νικήθηκε ο θάνατος.


1931. Στην Αίγινα.

Η δυαδική υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα πάντα βαθύ, ανεξερεύνητο μυστήριο, η λαχτάρα, η τόσο ανθρώπινη, η τόσο υπερανθρώπινη, να φτάση ο άνθρωπος ως το Θεό -η πιο σωστά: να επιστρέψει ο άνθρωπος στο Θεό και να ταυτιστεί μαζί του, η νοσταλγία αυτή, η τόσο μυστική και συνάμα τόσο πραγματική, άνοιγε μέσα μου πληγές και πηγές μεγάλες.

Από τη νεοτητά μου η πρωταρχική αγωνία μου, από όπου πήγαζαν όλες μου οι χαρές κι όλες μου οι πίκρες, ήταν ετούτη: η ακατάπαυτη, ανήλεη πάλη ανάμεσα στο πνεύμα και στη σάρκα.

Μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες σκοτεινές δυνάμες του Πονηρού. Μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες φωτερές δυνάμες του Θεού, κι η ψυχή μου ήταν η παλαίστρα όπου οι δυο τούτοι στρατοί χτυπιούνταν κι έσμιγαν.

Αγωνία μεγάλη. Αγαπούσα το σώμα μου, και δεν ήθελα να χαθεί. Αγαπούσα την ψυχή μου, και δεν ήθελα να ξεπέσει. Μάχομουν να φιλιώσω τις δυο αυτές αντίδρομες κοσμογονικές δυνάμες, να νιώσουν πως δει είναι οχτροί, είναι συνεργάτες, και να χαρούν, να χαρώ κι εγώ μαζί τους, την αρμονία.

Κάθε άνθρωπος είναι θεάνθρωπος, σάρκα και πνέμα, να γιατί το μυστήριο μιας ορισμένης θρησκείας, είναι πανανθρώπινο. Σε κάθε άνθρωπο ξεσπάει η πάλη Θεού κι ανθρώπου, και συνάμα η λαχτάρα της φίλιωσης. Τις πρισσότερες φορές η πάλη αυτή είναι ασύνειδη, βαστάει λίγο, δεν αντέχει μια αδύνατη ψυχή ν’ αντιστέκεται καιρό πολύ στη σάρκα, βαραίνει, γίνεται κι αυτή σάρκα, κι ο αγώνας παίρνει τέλος. Μα στους υπεύθυνους ανθρώπους, που έχουν μερόνυχτα καρφωμένα τα μάτια τους στο ανώτατο Χρέος, η πάλη ανάμεσα στη σάρκα και στο πνέμα ξεσπάει χωρίς έλεος και μπορεί να βαστάξει ως το θάνατο.

‘Οσο πιο δυνατή η ψυχή κι η σάρκα, τόσο κι η πάλη πιο γόνιμη κι η τελική αρμονία πιο πλούσια. Δεν αγαπάει ο Θεός τις αδύνατες ψυχές και τις πλαδαρές σάρκες. Το πνέμα θέλει νά’ χει να παλέψει με δυνατή, γεμάτη αντίσταση σάρκα, είναι πουλί σαρκοβόρο, που ακατάπαυτα πεινάει, τρώει σάρκα και την εξαφανίζει αφομοιώνοντάς τη.

Πάλη ανάμεσα στη σάρκα και στο πνέμα, ανταρσία κι αντίσταση, φίλιωση κι υποταγή, και τέλος, ανώτατος σκοπός της πάλης, η ένωση με το Θεό -να ο ανήφορος που πήρε ο Χριστός και μας καλεί να πάρουμε κι εμείς ακολουθώντας τα αιματωμένα του αχνάρια.

Πώς να κινήσουμε κι εμείς για την ανώτατη αυτή κορφή, όπου, πρωτότοκος υιός της σωτηρίας, έφτασε ο Χριστός -να το ανώτατο Χρέος του αγωνιζόμενου ανθρώπου.

Ανάγκη λοιπόν, για να μπορούμε να τον ακολουθήσουμε, βαθιά να ξέρουμε τον αγώνα, να ζήσουμε την αγωνία του, πως νίκησε τις ανθισμένες παγίδες της γης, πως θυσίασε τις μεγάλες και τις μικρές χαρές του ανθρώπου κι ανέβηκε από θυσία σε θυσία, από άθλο σε άθλο, στην κορυφή της άθλησης, στο Σταυρό.

Γράφοντας την εξομολόγηση ετούτη της αγωνίας και της μεγάλης ελπίδας του ανθρώπου ήμουν συγκινημένος τόσο που τα μάτια μου βούρκωναν, δεν είχα νιώσει ποτέ με τόση γλύκα, με τόσι πόνο να πέφτει στάλα στάλα το αίμα του Χριστού στην καρδιά ου.

Γιατί ο Χριστός, για ν’ ανέβει στην κορυφή της θυσίας, στο Σταυρό, στην κορυφή της εξαϋλωσης, στο Θεό, πέρασε όλα τα στάδια του αγωνιζόμενου ανθρώπου. ‘Ολα, και γι’ αυτό κι ο πόνος του μας είναι τόσο γνώριμος και τον πονούμε, κι η τελική νίκη του μας φαίνεται τόσο και δικιά μας μελλούμενη νίκη. ‘Ο,τι είχε βαθιά ανθρώπινο ο Χριστός μας βοηθάει να τον καταλάβουμε και να τον αγαπήσουμε και να παρακολουθούμε τα Πάθη του σαν νά ‘ταν δικά μας πάθη. Αν δεν είχε μέσα του το ζεστό ανθρώπινο στοιχείο, δε θα μπορούσε ποτέ με τόση σιγουράδα και τρυφερότητα να αγγίξει την καρδιά μας, και δε θα μπορούσε να γίνει πρότυπο στη ζωή μας. Αγωνιζόμαστε κι εμείς, τον βλέπουμε κι αυτόν να αγωνίζεται και παίρνουμε κουράγιο. Βλέπουμε δεν είμαστε ολομόναχοι στον κόσμο, αγωνίζεται κι αυτός μαζί μας.


1912. Εθελοντής στους βαλκανικούς πολέμους

Η κάθε στιγμή του Χριστού είναι αγώνας και νίκη. Νίκησε την ακαταμάχητη γοητεία της απλής ανθρώπινης χαράς, νικήσε τους πειρασμούς, μετουσίωνε ολοένα τη σάρκα σε πνέμα κι ανηφόριζε, έφτασε στην κορυφή του Γολγοθά, ανέβηκε στο Σταυρό.

Μα κι εκεί ο αγώνας του δεν τελείωσε, επάνω στο Σταυρό τον περίμενε ο Πειρασμός, ο Τελευταίος Πειρασμός, σε μια βίαιη αστραπή άπλωσε το πνεμα του Πονηρού μπροστά από τα λιποθυμισμένα μάτια του Σταυρωμένου το πλανερό όραμα μιας γαλήνιας, ευτυχισμένης ζωής: είχε πάρει, λέει, έτσι του φάνηκε, τον εύκολο στρωτό δρόμο του ανθρώπου, είχε παντρευτεί, είχε κάμει παιδιά, τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν οι άνθρωποι. Και τώρα γέροςπια, κάθουνταν στο κατώφλι του σπιτιού του, θυμόταν τις λαχτάρες της νιότης του και χαμογελούσε ευχαριστημένος. Τι καλά, τι φρόνιμα που έκαμε και πήρε το δρόμο του ανθρώπου, και τι παραφροσύνη ήταν εκείνη να θέλει, λέει, να σώσει τον κόσμο ! Τι χαρά που γλίτωσε από τις κακουχίες, το μαρτύρι και το Σταυρό.

Να ποιος ήταν ο τελευταίος πειρασμός που ήρθε, σε μιαν αστραπή, να ταράξει τις στερνές στιγμές του Σωτήρα.

Μα ολομεμιάς τίναξε ο Χριστός το κεφάλι, άνοιξε τα μάτια, είδε, όχι, όχι, δεν πρόδωκε, δόξα σοι ο Θεός, δεν λιποτάχτησε, εξετέλεσε την αποστολή που του εμπιστεύτηκε ο Θεός, δεν παντρεύτηκε, δεν έζησε ευτυχισμένος, έφτασε στην κορυφή της θυσίας, βρίσκεται καρφωμένος απάνω στο Σταυρό.

‘Εκλεισε τα μάτια του ευτυχισμένος, και τότε ακούστηκε θριαμβευτικιά η κραυγή: “Τετέλεσται !” Δηλαδή τέλεψα το χρέος μου, σταυρώθηκα, δεν έπεσα στον πειρασμό.

Για να δώσω ένα ανώτατο πρότυπο στον αγωνιζόμενο άνθρωπο, για να δείξω πως δεν πρέπει να φοβάται τον πόνο, τον πειρασμό και το θάνατο, γιατί όλα αυτά μπορεί να νικηθούν, νικήθηκαν κιόλα, γράφτηκε το βιβλίο ετούτο. Ο Χριστός πόνεσε, κι από τότε ο πόνος άγιασε, πολέμησε, ως την τελευταία στιγμή, ο Πειρασμός να τον πλανέψει, κι ο Πειρασμός νικήθηκε, σταυρώθηκε ο Χριστός, κι από τότε νικήθηκε ο θάνατος.

Κάθε εμπόδιο στην πορεία του γίνουνταν αφορμή κι ορόσημο νίκης, έχουμε πια ένα πρότυπο μπροστά μας, που μας ανοίγει το δρόμο και μας δίνει κουράγιο

Το βιβλίο ετούτο δεν είναι βιογραφία, είναι εξομολόγηση του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Δημοσιεύοντάς το έκαμα το χρέος μου, το χρέος ενός ανθρώπου που πολύ αγωνίστηκε, πολύ πικράθηκε στη ζωή του και πολύ έλπισε. Είμαι βέβαιος πως κάθε λεύτερος άνθρωπος που θα διαβάσει το βιβλίο ετούτο, το γεμάτο αγάπη, θ’ αγαπήσει περισσότερο παρά ποτέ, καλύτερα παρά ποτέ; το Χριστό.

“Είμαστε σκουληκάκια μικρά”
( Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ )

Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά,
αποκρίθηκα, απάνω σ’ ένα φυλλαράκι γιγάντιου
δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας. τ’ αλλα
φύλλα είναι τ’ αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα.

(Στο παρακάτω απόσπασμα: Η μαντάμ Ορτάνς -που είναι ένα από τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος επειδή ήταν συνδεδεμένη με τον Ζορμά- έχει πεθάνει και ο συγγραφέας με τον Ζορμπά επιστρέφουν από την κηδεία της.)


Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά, σαν παιγνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας.
Βγήκαμε από το χωριό, πήραμε το δρόμο κατά το ακρογιάλι μας.
-Ζορμπά, είπα, για να κόψω τη βαριά σιωπή, τι αγέρας είναι ετούτος; Νοτιάς;
Μα ο ζορμπάς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σα φανάρι το κλουβί με το παπαγάλο* και δεν αποκρίθηκε.
‘Οταν φτάσαμε στο ακρογιάλι μας, ο Ζορμπάς στράφηκε:
-Πεινάς, αφεντικό; ρώτησε.
-‘Οχι, δεν πεινώ, Ζορμπά.
-Νυστάζεις;
-‘Οχι.
-Μήτε εγώ. Ας καθήσουμε στα χοχλάδια, έχω κάτι να σε ρωτήσω.
‘Ημασταν και οι δυο κουρασμένοι, μα δε θέλαμε να κοιμηθούμε. Δε θέλαμε να χάσουμε το φαρμάκι της μέρας ετούτης, ο ύπνος μας φαίνουνταν σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου και ντρεπόμασταν να κοιμηθούμε.
Καθίσαμε στην άκρα της θάλασσας, έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατά του και κάμπωση ώρα σώπαινε. ‘Ενας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόματο τέρας με στρουφιχτήν ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε.
Ο Ζορμπάς κοίταξε τ’ αστέρια, με το στώμα ανοιχτό, σα να τά ‘βλεπε για πρώτη φορά.
-Τι γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε.
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε.
-Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκηνιμένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα έκαμε; Γιατί τα έκαμε; Και πάνω απ’ όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;
-Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκριθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορουσα να το εξηγήσω.
-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.
‘Ομοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό.


1957, Στιγμιότυπο από την κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη στο Ηράκλειο.


Σώπασε λίγο, άξαφνα ξέσπασε:
-Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; ‘Αμα δεν λένε αυτό τι λένε;
-Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν’ απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.
-Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.
Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:
-Καναβάρο*! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.
-Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί. Στράφηκε πάλι σε μένα
-Εγώ θέλω να μου πεις από που ερχώμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές* θάχεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί, τι ζουμί έβγαλες;
Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε, αχ, να μπορούσα να του δινα μια απόκριση!
‘Ενιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη, μά κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ‘ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.
-Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:
-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ’ ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας. τ’ αλλα φύλλα είναι τ’ αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα τ’ οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει, το γευόμαστε, τρώγεται, το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου. Από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει…
Σταμάτησα. ‘Ηθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.
-Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;
-…Αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. ‘Αλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρούν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: “Θεός”. ‘Αλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει».
Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα. Βασανίζουνταν να καταλάβει.
-Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο, τον κοιτάζω και δεν φοβούμαι. ‘Ομως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσι. ‘Οχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!
Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:
-‘Οχι, δε θ’ απλώσω εγώ στο χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: «σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω!»


1957, 6 Νοεμβρίου. Ο τάφος του Νίκου Καζαντζάκη στον προμαχώνα Martinego του ενετικού τείχους του Ηρακλείου


Δε μιλούσα. στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.
-Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.
Δε μιλούσα. Να λες «Ναι»! στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου ελέφτερη βούληση -αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το ‘ξερα, και γι αυτό δε μιλούσα.
Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.
-Καλήνύχτα, αφεντικό, είπε φτάνει.
Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σα να ‘ταν πωρικό, το μυαλό μου.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζουμουν τίποτα. Ενιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, να μεστώνει. ‘Εβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν’ αλλάζω. ‘Ο,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα.
Τ’ αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξυμέρωνε.

* Ο παπαγάλος ανήκε στη μαντάμ Ορτάνς που τον αγαπούσε ιδιέτερα.

«Χάθηκα… χάθηκα… συλλογίζουνταν. Θα ‘ναι λέπρα!»
( Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ Σελ. 116)
ΕΙΧΕ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΣΕΙ ΠΙΑ, ΤΑ ΝΥΧΤΟΠΟΥΛΙΑ, Ερωτεμένα και πεινασμένα, άρχισαν να φωνάζουν. Πάνω στον ουρανό τα πρώτα άστρα, τα πιο μεγάλα, κρεμάστηκαν.
«Να σκοτεινιάσει ακόμα πιο πολύ, να μην με δούνε στο χωριό» συλλογίζουνταν ο Μανολιός και κατέβαινε αργά το γαγλωτό μονοπάτι. Κατέβαινε, κι’ έκλωθε στο νου του τι λόγια να βρει και πως να της μιλήσει, για να μπορέσει να φτάσει ίσαμε την καρδιά της ο λόγος του θεού. «Θα χτυπήσω την πόρτα, ανάδευε στο νου του, θα’ρθει να μου ανοίξει… Θα ξαφνιστεί ως θα με δει, θα σφαλήξει την πόρτα και θα μπούμε μέσα…» Την αυλή την είχε δει, δεν τη φοβόταν, τις γαρουφαλιές, τα βασιλικά, το πηγάδι… Μα μέσα; Ο Μανολιός τρόμαξε. Στάθηκε να πάρει ανάσα. “Εκεί μέσα θα’ναι το κρεβάτι…» συλλογίστηκε.
Ο νους του θόλωσε. Δεν ήξερε πια τι να της πει, μήτε γιατί κατέβηκε τέτοια ώρα, νύχτα, από το βουνό και χτύπησε την πόρτα της. Και αυτή θα τον έβλεπε να κοκκινίζει και να τα χάνει και θα την έπαιρναν τα γέλια. «Βρε Μανολιό, θα του’λεγε, ήρθες και δεν κατέχεις κι’ ο ίδιος γιατί ήρθες. Μην είδες κανένα όνειρο και συ; Σε ονείρεψε ο πειρασμός, Μανολιό μου, για μπας η Παρθένα Μαρία; Για μπας και σ’ ονείρεψαν κι οι δυο -γίνεται κι αυτό, Μανολιό μου- κι ήρθες, και στην αρχή θα μου μιλάς για το Θεό και την Παράδεισο, κι ύστερα, αγάλια αγάλια, χωρίς και συ να το καταλάβεις, Μανολιό μου, χωρίς κι εγώ η κακομοίρα να το καταλάβω , θα βρεθούμε σφιχταγκαλιασμένοι κι οι δυο στο κρεβάτι… ‘Αντρας είσαι, μαθές, γυναίκα είμαι, έτσι μας έκαμε ο Θεός, τι φταίμε εμείς; σαν είμαστε ο ένας κοντά στον άλλο, να μας πιάνει ζάλη, να τα χάνουμε και ν’ανοίγουμε τα χέρια και τα πόδια και να σμίγουμε…»
Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του Μανολιού. Βούιξαν στο νου του τα λόγια αυτά τα ξεδιάντροπα, τα’κουγε κατακάθαρα να του τα λέει η χήρα και να γελάει και να ζυγώνει… ‘Ενοιωθε κιόλα την αναπνοή της, μύριζε μαστίχα και γαρούφαλο, κι από το ανοιγμένο μπολκάκι της ανέβαινε η μυρουδιά του κορμιού της ζεστή, ανακατεμένη με ιδρώτα και μοσκοκάρυδο…
Κουράστηκε απότομα, τα γόνατά του λύγισαν, κουκούβισε σε μια πέτρα.
«Ποιος μίλησε μέσα μου; αναρωτήθηκε τρομαγμένος. Ποιος γέλασε; Ποιο’ταν το γόνατο που με άγγιξε και κόπηκαν τα γόνατά μου;» Είχε αληθινά ακούσει μέσα του τα λόγια αυτά και τα γέλια της χήρας -και τ’αρθούνια του ήταν ακόμα ζεστά από τη μυρωδιά της.
-Θεέ μου, βοήθεια! έσυρε φωνή και σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό.
Μα του φάνηκε πολύ ψηλά απόψε ο ουρανός, πολύ μακριά από τον άνθρωπο, βουβός, αδιάφορος, μήτε φίλος μήτε εχτρός, και τρόμαξε. Τ’άστρα τον κοίταζαν, κι η καρδιά του Μανολιού πάγωσε. Κάποτε, στις χειμωνιάτικες νύχτες, έβλεπε γύρα από το μαντρί, ανάμεσα από τα χιονισμένα κλαριά, τα μάτια του λύκου, ασάλευτα, κίτρινα. όλο μίσος. Τέτοια του φάνηκαν απόψε τ’ αστέρια.
Κι η θύμηση της χήρας χύθηκε πάλι στο νου του σα μέλι. Μέσα στην παγωνιά και την έχτρητα του κόσμου, παρηγοριά μεγάλη. Τώρα πια δε μιλούσε, δε γελούσε, σπαρτάριζε ξαπλωμένη στο φαρδύ της κρεβάτι και γουργούριζε, όλο ευγνωμοσύνη και παράπονο, σαν περιστέρα.
‘Εφραξε τ’ αυτιά του ο Μανολιός να μην ακούει, σβούριξε το μυαλό του, οι φλέβες του λαιμού του φούσκωσαν. ‘Ενιωσε πάλι το αίμα του ν’ ανεβαίνει, αγριεμένο, στο κεφάλι του. Τα μελίγγια του χτυπούσαν δυνατά, τα ματόφυλλά του βάρυναν, κι όλο το πρόσωπό του μερμίδισε. Θαρρείς και πέσαν στα μάγουλά του, στο πηγούνι, στο μέτωπο, και τσιμπούσαν κι έτρωγαν τη σάρκα του χιλιάδες μερμήγκια.
Κρύος ιδρώτας τον περίλουσε. Σήκωσε το χέρι, έψαξε αρπαχτά το πρόσωπο, τινάχτηκε απάνω.
«Θεέ μου!» έκαμε να φωνάξει, μα δε μπόρεσε.
‘Εβαλε πάλι το χέρι, ‘εψαξε τα μάγουλά του, τα χείλια του, το πηγούνι, είχαν πρηστεί, και το στόμα είχε ολούθε στριμωχτεί και δεν μπορούσε ν’ ανοίξει.
«Τι έπαθα; τι έχω; γιατί κουράστηκα;» συλλογίζουνταν και πασπάτευε απελπισμένος το πρόσωπό του αλάκερο ως το λαιμό. ‘Ολο του το μούτρο ήταν τούμπανο, μα δεν πονούσε. Μονάχα τα μάτια του τον έτσουζαν κι είχαν αρχίσει τα δάκρυα να τρέχουν.
«Πρέπει να δω, να δω, θέλω να ξέρω!» λόγιαζε. ‘Εβγαλε από το ζωνάρι του το καθρεφτάκι, χαμήλωσε, άναψε μιαν αστοιβίδα, κοίταξε… Μέσα στις φλόγες που πηδούσαν είδε το πρόσωπό του κι έσυρε φωνή. ‘Ολο του το πρόσωπο είχε ξαφρίσει, τα μάτια του είχαν γίνει δυο μικρές χάντρες, η μύτη του είχε χωθεί μέσα στα τουμπανισμένα μάγουλα και το στόμα του είχε γίνει μια τρύπα.
Δεν ήταν τούτο ανθρώπου πρόσωπο, ήταν μια σάρκινη μουτσούνα, απάνθρωπη, αναγουλιαστικιά. Σα να μην ήταν δικό του κρέας. Είχε κολλήσει απάνω του ένα ξένο κρέας, το πρόσωπό του αφανίστηκε.
«Θεέ μου, μην είναι λέπρα;» μπήκε στο νου του ξαφνικά και σωριάστηκε χάμω.
‘Επιασε πάλι το καθρεφτάκι, μα αναγύρισε ευτύς το κεφάλι μα αηδία. ‘Ανθρωπος ήταν τούτος; δαίμονας; Τινάχτηκε απάνω: «Δεν μπορώ πια να πάω… Πως να με δει; Πως να της μιλήσω; Σιχαίνουμαι. Θα γυρίσω πίσω!»
Στράφηκε κι άρχισε ν’ ανηφορίζει τρεχάτος το μονοπάτι, σα να τον κυνηγούσαν.
Σαν έφτασε στο μαντρί, στάθηκε. Μπήκε κλεφτάτα μέσα, έτρεμε μην ξυπνήσει τον Νικολιό, ν’ ανάψει φως και να τον δει… «Αύριο το πρωί, με τη δύναμη του Θεού, μπορεί να’μαι καλά…» συλλογίστηκε και γαλήνεψε λίγο.
Ανακάθισε στο αχερένιο στρωσίδι του, έκαμε το σταυρό του, παρακάλεσε το Θεό να τον λυπηθεί. «Θεέ μου, σκότωσέ με καλύτερα, του ‘λεγε, μα μην με ντροπιάζεις μπροστά στους ανθρώπους… Γιατί μου κόλλησες αυτό το κρέας απάνω στο πρόσωπο; Βγάλ’ το, Θεέ μου, πέταξέ το από πάνω μου. Αύριο το πρωί δώσε να ‘ναι το πρόσωπό μου καθαρό, ανθρώπινό, σαν και πρώτα!»
‘Εβαλε τα θάρρη του στο Θεό, παρηγορήθηκε λίγο. ‘Εκλεισε τα μάτια κι είδε όνειρο, πως ήρθε, λέει, μια μαυροφόρα, θα ‘ταν η Παναγία, κι έσκυψε απάνω του και του χάδεψε αργά, απαλά, το πρόσωπο. Κι ευτύς το πρόσωπο δροσίστηκε, αλάφρωσε, κι ο Μανολιός άπλωσε τα χέρια, άρπαξε το θαυματουργό χέρι κι ήθελε να το φιλήσει. Μα ένα γάργαρο περιπαιχτικό γέλιο ακούστηκε, έπεσε ο μαύρος πέπλος, κι ο Μανολιός έσυρε φωνή και ξύπνησε. Δεν ήταν η Παναγία, ήταν η χήρα…
‘Ακουσε τη φωνή, ξύπνησε και στην άλλη γωνιά το Νικολιό. Ανασηκώθηκε, είδε γυρισμένο κατά τον τοίχο το αφεντικό του. Γέλασε φουρκισμένο.
-Μωρέ, γύρισες, Μανολιό; ‘Εκαμες κιόλα τη δουλειά σου;
Μα ο Μανολιός, γυρισμένος κατά τον τοίχο, έψαχνε, έψαχνε το πρόσωπό του, και θα ‘χε ανοίξει και πληγές, γιατί ογραίνουνταν τώρα τ ‘ακροδάκτυλά του κι έσταζαν πηχτό, γλοιτσιασμένο νερό.
«Χάθηκα… χάθηκα… συλλογίζουνταν. Θα ‘ναι λέπρα!»
“‘Επεσε μπρούμυτα στο στρωσίδι κι΄ έχωσε το πρόσωπό του στο μαξιλάρι.
-Καλά πέρασες, αφεντικό; έκαμε πεισματωμένο το Νικολιό. Πήγαν καλά οι δουλειές σου; Κουράστηκες, κακομοίρη, κοιμήσου.
«Χάθηκα… χάθηκα… μουρμούριζε ο Μανολιός ανέλπιδος. Θα ‘ναι λέπρα!»
Ξημέρωνε πια, το Νικολιό πετάχτηκε απάνω να βγάλει τα πρόβατα στη βοσκή. Ετοιμάζουνταν να δρασκελίσει την πόρτα, οι πρώτες αχτίδες είχαν μπει από το φεγγίτη, το χαμώι φωτίστηκε, το βοσκόπουλο στράφηκε:
-Μανολιό, έκαμε, καλό βράδυ!
Αποξεχάστηκε ο Μανολιός, γύρισε το πρόσωπό του ν’ απαντήσει. Το Νικολιό τον είδε, έδωκε ένα σάλτο, πετάχτηκε έξω από την πόρτα.
-Παναγιά μου, φώναξε, ένας καλικάντζαρος!
Τα μάτια του Μανολιού έτρεχαν, ολούθε είχε ραΐσει το πρόσωπό του, έτρεχε. Μόχτησε να μιλήσει, να δώσει κουράγιο στο βοσκόπουλο, μα δεν μπορούσε να βγάλει άχνα. Του κούνησε μονάχα το χέρι, να το ησυχάσει.
Το Νικολιό ακούμπησε το πρόσωπό του στο παραστάτη της πορτούλας, με το κορμί πίσω, έτοιμο να πάρει δρόμο. Κοίταζε, κοίταζε, με γουρλωμένα τα μάτια… Σιγά σιγά συνήθιζε, έρχουνταν η καρδιά στον τόπο της.
-Για όνομα του Θεού, εσύ ‘ σαι, Μανολιό; του κάνει. Κάμε το σταυρό σου να καταλάβω.
Ο Μανολιός έκαμε το σταυρό του, το Νικολιό αναθαρρεύτηκε, δρασκέλισε το κατώφλι, μπήκε μέσα, μα δε ζύγωσε.
-Τι έπαθες, κακομοίρη; τον ρώτησε με συμπόνια. Ο διάολος θα χίμηξε απάνω σου και θα σου κόλλησε αυτή τη μουτσούνα, Θεός να φυλάει! Ο διάολος σου λέω, σίγουρα! Το ίδιο έπαθε κι ο παππούς μου.
Ο Μανολιός κούνησε το κεφάλι, στράφηκε πάλι κατά τον τοίχο να μην τρομάζει τον παραγιό του, του ‘καμε νόημα να φύγει.
-Καλό βράδυ, ξανάπε δειλά το Νικολιό και τινάχτηκε έξω σα να τον κυνηγούσαν.


Πηγή :http://douridasliterature.com/











Αποφθέγματα του Νίκου Καζαντζάκη

Και ποια είναι η πιο αψηλή εντολή; Ν’ αρνηθείς όλες τις παρηγοριές-θεούς, πατρίδες, ηθικές, αλήθειες – ν’ απομείνεις μόνος και ν’ αρχίσεις να πλάθεις εσύ, με μοναχά τη δύναμή σου, έναν κόσμο που να μην ντροπιάζει την καρδιά σου… Ποια ‘ναι η πιο αντρίκια χαρά; Ν’ αναλαβαίνεις την πάσα ευθύνη.

Δεν υπάρχουν ιδέες – υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες – κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τους κουβαλάει.

Ελευτεριά θα πει να μάχεσαι στη γης χωρίς ελπίδα!

Ερχόμαστε απο μία σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μία σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευθύς ως γεννηθούμε, αρχίζει και η επιστροφή, ταυτόχρονα το ξεκίνημα και ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν. Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Η λευτεριά δεν έχει σκοπό. Μήτε βρίσκεται στη γης ετούτη – στη γης ετούτη βρίσκεται μονάχα ο αγώνας για τη λευτεριά.

Αγωνιζόμαστε για τα άφταστα, και γι’ αυτό ο άνθρωπος έπαψε να είναι ζώο.

Καλή ‘ναι η δικαιοσύνη, μα για τους αγγέλους – ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος… Μπας και βρίσκεται στον πάτο της Κόλασης, Κύριε, η πόρτα της Παράδεισος;

Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, ειμαι λεύτερος.

Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ότι δεν ποθήσαμε αρκετά.

Ζούμε μόνοι, πεθαίνουμε μόνοι, το ενδιάμεσο φωτεινό σημείο το λέμε ζωή.

Ποιος είναι ο δρόμος για την εκπλήρωση του δικού μου του νόμου; Να διαταράξω την τάξη, να συντρίψω το πρωτόκολλο, να ξεστρατίσω από τους προγόνους. Να αλητεύσω στ’ απαγορευμένα, στις αγέρωχες κι επικίντυνες περιοχές του αβέβαιου. Να δέχουμαι ατάραχος ακόμη περισσότερο: σαν ευλογία την κατάρα του πατέρα και της μάνας. Να έχω το θάρρος να είμαι μόνος…

Ο Νίτσε με δίδαξε…πως δεν πρέπει ποτέ να ‘χεις μια αντίληψη για τη ζωή που να σου επιτρέπει ελπίδες και ανταμοιβές. Είσαι ελεύθερος άνθρωπος, όχι μισθοφόρος…Να παλεύεις χωρίς να καταδέχεσαι να ζητάς ανταμοιβή, [αυτό] είναι η αληθινή ελευθερία

Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει, μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.

Πέρα από το νου, στον ιερό γκρεμό της καρδιάς, ακροποδίζω τρέμοντας. Το ένα μου πόδι αδράχνεται από το σίγουρο χώμα, το άλλο ψάχνει στα σκοτεινά απάνω από την άβυσσο.

Ποιο είναι το χρέος μου; Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν΄ ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.

Περπατώ στ΄ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν. O νους: “Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν΄ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.”

Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ως την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: “Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν΄ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!” …;.

Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι …;.

http://douridasliterature.com/kazanzakis
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση