Τα Χριστούγεννα στον Παπαδιαμάντη.

Τα ανθρώπινα πάθη, η δυστυχία, η αδυναμία των χαρακτήρων, η ανθρώπινη σκληρότητα είναι το μόνιμο θέμα του Παπαδιαμάντη. Το χρήμα, ως αιώνια πηγή κακών, διαφθείρει τους ανθρώπους.Όμως, ο Παπαδιαμάντης  έχει στόχο να αναδείξει την αγάπη προς τον ανώνυμο άνθρωπο του μόχθου, που αγωνίζεται σκληρά για να επιβιώσει. Στο διήγημα «Σταχομαζώχτρα» η θεία – Αχτίτσα περνά εξαιρετικά δύσκολα τα Χριστούγεννα αυτά.

Ο χειμώνας ήταν πιο τσουχτερός από ποτέ και η Αχτίτσα δεν είχε ούτε ξύλα ούτε ψωμί ούτε τίποτε να ρίξει στη χύτρα. Την παραμονή Χριστουγέννων έγινε το θαύμα. Ο παπά – Δημήτρης της έδωσε φάκελο σταλμένο από το γιο της το Γιάννη, που έλλειπε χρόνια στην Αμερική. Ο φάκελος περιείχε ένα γράμμα και μια συναλλαγματική. Το πρόβλημα ήταν το ακριβές ποσό της συναλλαγματικής, που δεν αναγραφόταν με ξεκάθαρο τρόπο. Ο κυρ Μαργαρίτης, ο τοκογλύφος, είχε δισταγμούς: «Έχει τον αριθμόν 10, αλλά δεν ξέρομε τι είδους μονέδα να είναι, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολωνάτα ή δέκα…». Χώρια που το ποσό ήταν γραμμένο στα αγγλικά. Ούτε ο δάσκαλος μπορούσε να βγάλει άκρη: «… προσεπάθει να συλλαβίση τας λέξεις ten pounds sterling… “Sterling” είπε, “sterling θα σημαίνη τάλληρον, πιστεύω. Η λέξις φαίνεται να είναι της αυτής ετυμολογίας” απεφάνθη δογματικώς». Τα υπόλοιπα ήταν δουλειά του τοκογλύφου: «Τώρα, τι τα θέλεις… να σου το εξαργυρώσω… ξέρω αν δεν είναι ψεύτικο; … και δεν είναι μικρό πράγμα αυτό… δέκα τάλλαρα! … να είχα δέκα τάλλαρα εγώ, παντρευόμουνα… σε λυπούμαι… είσαι καλή γυναίκα, κι έχεις κι εκείνα τα ορφανά… να κρατήσω εγώ ενάμισυ τάλλαρο δια τους κινδύνους που τρέχω… α, ξέχασα… ο συχωρεμένος ο Μιχαλιός κάτι έκανε να μου δίνει… κι εκείνος ο τελμπεντέρης ο γαμπρός σου… είναι δίκαιο να τα κρατήσω… εννιά και δεκαπέντε μου χρωστούσεν ο μακαρίτης ο άντρας σου…».

Τότε έγινε και το δεύτερο χριστουγεννιάτικο θαύμα. Ένας έμπορος από τη Σύρο μπήκε στο μαγαζί, πήρε στα χέρια του τη συναλλαγματική, διαβεβαίωσε ότι πρόκειται για αγγλικές λίρες κι όταν ο κυρ Μαργαρίτης προσπάθησε να παζαρέψει το πράγμα αντιπροτείνοντας δέκα γαλλικές, ο συριανός έδωσε αμέσως στο χέρι της Αχτίτσας το αντίτιμο δέκα αγγλικών λιρών: «Και ιδού διατί η πτωχή γραία εφόρει τη ημέρα των Χριστουγέννων καινουργή άδολην μανδήλαν, τα δε δύο ορφανά είχον καθαρά υποκαμισάκια δια τα ισχνά μέλη των και θερμήν υπόδεσιν δια τους παγωμένους πόδας των».