Οικουμενικός Ελληνισμός

H συρρίκνωση του Eλληνισμού μετά την επικράτηση των εθνικισμών –δεν το συνειδητοποιήσαμε ποτέ όσο έπρεπε– μας αποστέρησε από τον τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα με την ανοιχτοσύνη εκείνη και την ισχύ που διέθετε το ίδιο μας το γλωσσικό όργανο σε μια μεγάλη έκταση του πολιτισμένου τότε κόσμου. Aπ’ αυτή την άποψη, όσο περίεργο και αν φαίνεται, ο πριν από τους δύο παγκόσμιους πολέμους υπήκοος του μικροσκοπικού τούτου κράτους, ανάσαινε τον αέρα μιας περίπου αυτοκρατορίας. Oι δυνατότητές του να κινηθεί χωρίς διαβατήριο γλώσσας, καλύπτανε μεγάλα μέρη της Iταλίας και της Aυστρίας, ολόκληρη την Aίγυπτο, τη νότιο Bουλγαρία, τη Pουμανία, τη Pωσία του Kαυκάσου και, φυσικά, την Kωνσταντινούπολη με την ενδοχώρα της ως κάτω, κατά μήκος του Aιγαίου, τη λεγόμενη στις μέρες μας Nοτιοδυτική Tουρκία.

Eίναι, το ξέρω, δύσκολο ν’ αξιολογείς το σημερινό μολύβι σαν χθεσινό χρυσάφι και όμως αν θέλεις να κρίνεις αντικειμενικά (θέλω να πω να ’ρθεις στη θέση ενός μεγαλοαστού την εποχή που οι μεγαλοαστοί αντί να παίζουν κουμ-καν, δημιουργούσανε την Eλλάδα) πρέπει να το πράξεις. εάν όχι τίποτε άλλο, για ν’ αντιληφθείς πόσο διαφορετική νοοτροπία μπορεί να έχει κάποιος που, από τη Bιέννη ως την Oδησσό και από την Tεργέστη ως το Πορτ-Σάιντ, νοιώθει σαν στο σπίτι του.

Oδυσσέας Eλύτης, Aναφορά στον Aνδρέα Eμπειρίκο,  Εκδ. Ύψιλον, 1977

Οι ενοχές των ελίτ. Τάκης Θεοδωρόπουλος

Ο ελληνιστής Ρόμπερτ Νοξ έγραψε κάποτε πως μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι κλασικές σπουδές στην Αγγλία ήταν το διαβατήριο όσων ήθελαν να σταδιοδρομήσουν στη δημόσια διοίκηση. Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, η κατάσταση άλλαξε σταδιακά, με αποτέλεσμα σήμερα η μελέτη του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, όταν δεν αποτελεί καταφύγιο κάποιων εκκεντρικών μυαλών, να χαράζει κάτι δύσβατα μονοπάτια.

Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ εντόπισε το ίδιο ακριβώς φαινόμενο με διαφορετικά λόγια. Είπε πως ως το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα ο κλασικός πολιτισμός άγγιζε τη συλλογική ευαισθησία των Ευρωπαίων. Μετά, έγινε μια υπόθεση που αφορά μόνον ειδικούς μελετητές.

Το φαινόμενο αποδίδεται στη μετατροπή της παιδείας σε μια βιομηχανία στελέχωσης των παραγωγικών δυνάμεων. Οι ρυθμοί της οικονομικής ανάπτυξης ήταν τέτοιοι που δεν επέτρεπαν στις ελίτ να φορτώνουν τις αποσκευές τους με τις αφαιρετικές της λατινικής ή τις απόψεις των αργόσχολων που κατοικούν στους πλατωνικούς διαλόγους.

Λειτούργησε και ένα ακόμη αντανακλαστικό, εξίσου ουσιαστικό. Η κλασική παιδεία, επειδή ήταν αυτή που γαλούχησε τις ευρωπαϊκές ελίτ, θεωρήθηκε και υπεύθυνη για την πολιτισμική αλαζονεία της Γηραιάς Ηπείρου. Όταν η Ευρώπη εγκατέλειψε τις αποικίες της και προσκάλεσε τους πληθυσμούς τους στο έδαφός της για την οικοδόμηση της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, τη θέση της πολιτισμικής υπεροχής κατέλαβαν οι θεωρίες περί ισοτιμίας των πολιτισμών, ο απόλυτος μεταμοντέρνος σχετικισμός και η αντικατάσταση κάθε αξίας με τον σεβασμό του «άλλου». Ό,τι θύμιζε παρελθόν γεννούσε ενοχές. Η Ελλάδα, η Ρώμη και η Ιερουσαλήμ δεν ήταν οι πρέπουσες αναφορές στο περιβάλλον της πολιτικής ορθότητας. Στη δεκαετία του πενήντα, ο Καμύ αναζητούσε την επικαιρότητα της τραγικής σκέψης. Σήμερα, η μεγάλη πνευματική συζήτηση γίνεται γύρω από τους γάμους των ομοφυλοφίλων.

Η κλασική παιδεία δεν συμμετείχε στην οικοδόμηση της Ενωμένης Ευρώπης. Όπως δεν συμμετείχε ούτε ο χριστιανισμός ούτε και η μεγάλη ιουδαϊκή παράδοση. Οι ελίτ και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών ήταν τόσο απορροφημένες με την παραγωγή προδιαγραφών και κανόνων για την αλιεία της ρέγγας, ώστε να μην έχουν καιρό να ασχοληθούν με την τύχη του Πλάτωνα, του Δάντη ή του Κάφκα. Ξεχνώντας πως χωρίς αυτούς η ίδια η σημασία της λέξης Ευρώπη θα ήταν απλώς τεχνική. Απ’ την άλλη, η προοδευτική διανόηση ήταν τόσο θαμπωμένη από την προοπτική της πολυπολιτισμικής κοινωνίας και της ισοτιμίας της θρησκευτικής μουσικής του Μαλί με την Ενάτη του Μπετόβεν, ώστε να καταδικάζει ως αντιδραστική κάθε προσπάθεια υπενθύμισης του κλασικού και «αλαζονικού» ευρωπαϊκού παρελθόντος. Ακόμη και σε μια χώρα όπως η δική μας, για την οποία η σύνδεση με τον αρχαίο πολιτισμό είναι σχεδόν υπαρξιακό ζήτημα, οι «προοδευτικοί» φιλόλογοι απαιτούσαν την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στη μέση εκπαίδευση.

Το 2005 οι υπουργοί Εξωτερικών διέγραψαν από το προσχέδιο του ευρωπαϊκού συντάγματος την αναφορά στον Θουκυδίδη στο προοίμιο και οποιαδήποτε αναφορά στον χριστιανισμό από το ίδιο το κείμενο. Οι σημερινές ευρωπαϊκές δημοκρατίες, απεφάνθησαν, δεν έχουν σχέση με τη δουλοκτητική και σεξιστική δημοκρατία του Περικλή, και με τόσους μουσουλμάνους στο ευρωπαϊκό έδαφος θα ήταν τουλάχιστον άκομψο να αναφερθούν στις χριστιανικές καταβολές της μεγάλης ένωσης. Ακόμη και αν το σχέδιο συντάγματος εγκαταλείφθηκε και κανείς δεν το θυμάται πια, οι αρχές του εδραιώθηκαν. Και όσοι σήμερα αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν η Ευρώπη, το πιο φιλόδοξο μεταπολεμικό πολιτικό εγχείρημα, να στηρίζεται μόνον στις οικονομικές ισορροπίες των μελών της, δεν σκέφτονται ότι αυτή είναι η φυσιολογική κατάληξη της εγκατάλειψης κάθε πολιτισμικής προοπτικής από την οικοδόμησή της.

Ο Μονέ είχε πει ότι, αν ήταν να ξαναρχίσει το εγχείρημα, δεν θα ξεκινούσε από τον άνθρακα και τον χάλυβα, αλλά από τον πολιτισμό. Παραγνωρίζοντας τις αντιστάσεις που θα προέβαλλαν οι «προοδευτικές» ελίτ οι οποίες, εδώ και μισόν αιώνα προσπαθούν να αποδομήσουν τον καμβά της ευρωπαϊκής παράδοσης. Οι ίδιες ελίτ οι οποίες σήμερα διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους στο όνομα της αλληλεγγύης. Οι ίδιες ελίτ οι οποίες καταδικάζουν τον οικονομικό φιλελευθερισμό, ομνύουν όμως στο όνομα του πολιτισμικού φιλελευθερισμού.

Σε πείσμα της Αριστεράς που φωνάζει, μάλλον από συνήθεια, για την Ευρώπη των λαών, η μεγάλη ένωση θα μπορέσει να ξεπεράσει την πρώτη μεγάλη υπαρξιακή κρίση της ιστορίας της μόνον αν αλλάξουν νοοτροπία οι ελίτ της. Και επειδή η αλληλεγγύη στηρίζεται στο αίσθημα της κοινότητας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό, για πολλούς αιώνες, οικοδομήθηκε πάνω στην παραδοχή ότι για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό η γλώσσα της αναφοράς υπήρξε πάντα ο ελληνορωμαϊκός κόσμος.

http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_31/03/2013_491008

Mε ακρωτηριασμένες ρίζες, ποια επιβίωση; Χρήστος Γιανναράς

Είναι ρεαλιστικά δυνατό να επιβιώνει φιλοπατρία σήμερα;

H απάντηση κρίνεται από τα μέτρα ρεαλισμού που έχει ο καθένας μας κατακτήσει. Είναι κατάκτηση ωριμότητας η ελευθερία από ψευδαισθήσεις.

Κάποτε, σε άλλο πολιτισμικό «παράδειγμα» (άλλον «τρόπο» του βίου) η πατρίδα ήταν κάτι απτό, χειροπιαστό: Ένα κομμάτι γης, που το καλλιεργούσε ο άνθρωπος με τον μόχθο και τον ιδρώτα του – χάριζε στη γη την εργώδη φροντίδα του και η γη του αντιχάριζε τα μέσα για την επιβίωσή του. Πατρίδα ήταν μια δική του «εστία», σπίτι χτισμένο για τον κάθε ξεχωριστό άνθρωπο και τις ξεχωριστές του ανάγκες. Mια κοινότητα, που μοιραζόταν χαρές και θλίψεις, γιορτές και πένθη, έκανε κοινωνούμενη την καθημερινότητα. Tάφοι προγόνων: συνεχιζόμενη σχέση και αναστροφή με οικείους, γνώριμους, αγαπημένους. «Bωμοί και ιερά», άξονας κοινού «τρόπου» ζωής με εόρτιους κύκλους, συμμετοχική δραματουργία, πανηγύρεις, η εκκλησία σώμα αναφοράς της προσωπικής ευθύνης και της ήρεμης εμπιστοσύνης – καμιά σχέση με ιδεολογήματα.

Σήμερα τίποτε από αυτά δεν λειτουργεί και η επιστροφή στο παρελθόν είναι μόνο φυγή στην ουτοπία, στρουθοκαμηλισμός εμμονής στην ψευδαίσθηση. H επιβίωση ή και η ευζωία εξασφαλίζεται με άλλου είδους μόχθο, δίχως την αμεσότητα της χειρωνακτικής σχέσης με τη γη. H «εστία» νοικιάζεται, είναι δια-μέρισμα, μεράδι ενοίκησης στον αέρα, φτιαγμένο για οποιονδήποτε, για ενοίκους περαστικούς – προσφέρεται να εξυπηρετήσει τη χρεία, όχι να στεγάσει τη ζωή. Κοινότητα πια δεν υπάρχει, η μετοχή στα κοινά είναι άγνωστη εμπειρία, τα «κοινά» μόνο θέαμα τηλεοπτικό και η «μετοχή» μόνο εταιρισμός για επιδίωξη συμφερόντων. Ακόμα και οι τάφοι νοικιάζονται, έγιναν κι αυτοί «διαμερίσματα» για προσωρινούς ενοίκους – τους αντιμάχεται και η μόδα της καύσης των νεκρών: ομολογία πίστης στο α-νόητο της ύπαρξης, στον μηδενισμό της από τον θάνατο. «Bωμοί και ιερά» λογαριάζονται τα τεμένη της «επικρατούσης θρησκείας»: εξυπηρετούν «τας θρησκευτικάς ανάγκας του λαού» όπως το IKA εξυπηρετεί «τας προνοιακάς» και το περίπτερο «τας καπνιστικάς» – σε περιόδους «κρίσης» οργανώνουν και συσσίτια.

H σύγκριση του σήμερα με το παρελθόν δεν θεμελιώνει νοσταλγία, ψάχνει για ρεαλιστικό ορισμό της φιλοπατρίας. Άλλοτε η πατρίδα ήταν κάτι τόσο πολύτιμο, που χωρίς αυτό η ζωή δεν είχε νόημα. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι ήταν έτοιμοι να πεθάνουν, αν χρειαζόταν, για την πατρίδα. Όχι από νταηλίκι και φανατισμένη παράνοια, να «τα δίνεις όλα, για την «ομαδάρα» σου («και τα μυαλά στο κάγκελο»). Αλλά όπως πεθαίνεις για έναν μεγάλο έρωτα, που αν τον χάσεις δεν αξίζει πια να ζεις. H αγάπη για την πατρίδα ήταν τόσο ζωτική όσο και η ανάγκη να αγαπήσεις και να αγαπηθείς. «Όταν ξαναείδα το χώμα που με γέννησε, γράφει ο Σεφέρης, μ’ έκανε να νιώσω πως ο άνθρωπος έχει ρίζες, κι όταν τις κόψουν πονεί, βιολογικά, όπως όταν τον ακρωτηριάσουν».

Σήμερα, ονομασίες που άλλοτε παρέπεμπαν σε βιώματα πατρίδας (Ελλάδα, Ελληνισμός, ελληνικότητα), παραπέμπουν σε εμπειρίες από ένα κράτος που όλοι, μα όλοι απεχθανόμαστε. Το ζούμε σαν απειλή, σαν αντίπαλο, ντρεπόμαστε γι’ αυτό, μας αηδιάζει. Κράτος ανίκανο στην κάθε παραμικρή λειτουργία του, διεφθαρμένο, τυραννικό, κράτος δυνάστης σαδιστής που ευφραίνεται να κακουργεί, να κλέβει την αμοιβή του μόχθου μας, την αποταμίευση του υστερήματός μας, να μας ληστεύει εν ψυχρώ σαν κοινός λωποδύτης, σαν γκάνγκστερ.

Ποιος πολίτης που έχει τα λογικά του θα ρισκάρει τη ζωή του ή θα την θυσιάσει για να υπερασπίσει, σαν δήθεν πατρίδα, ένα τέτοιο κράτος; Πώς να πολεμήσει ο πολίτης που ξέρει ότι τα κονδύλια για την άμυνα τα κατακλέβουν οι κυβερνήσεις για να καλύπτουν το εξωφρενικό κόστος της προεκλογικής τους διαφήμισης και της κομματικής τους κουζίνας; Με ποιες γνώσεις στρατηγικής ή πολεμικής τεχνολογίας να οργανωθεί άμυνα, όταν οποιοσδήποτε κομματικός χαρτογιακάς ή πανάσχετος δημοσιογράφος υπουργεύει στις Ένοπλες Δυνάμεις, μόνο σαν αμοιβή για τη βοήθεια στον πρωθυπουργό να αρχηγεύσει στο κόμμα;

O Ελληνισμός απέκτησε κρατική υπόσταση και γεωγραφικά σύνορα μόλις πριν από 192 χρόνια. Πριν από αυτό, επί τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια, οι Έλληνες δεν είχαν ούτε κράτος ούτε σύνορα. Είχαν όμως πατρίδα. Kι όταν τις αρχαίες κοιτίδες του ιστορικού τους βίου τις όριζαν κατακτητές αλλοεθνείς, πατρίδα για τους Έλληνες ήταν η γλώσσα τους, η εκκλησιά τους – σώμα λαϊκό, η παράδοσή τους (: πείρα, ευαισθησία, αισθητική, που κληροδοτούσε η κάθε γενιά στην επόμενη, προσθέτοντας θησαυρίσματα).

Πατρίδα των χωρίς κράτος Ελλήνων ήταν η ιστορική τους συνείδηση, η ευγένεια – αρχοντιά της πολιτισμικής τους ετερότητας, το ελληνικό όνομα ταυτισμένο με τομές ανεξίτηλες στην ανθρώπινη Ιστορία.

Από μια τέτοια φιλοπατρία μάς αποκόβει σήμερα το είδος εκείνο της εγχώριας «διανόησης» που επιμένει «μαζί με τα απονέρια του μπάνιου να πετάει και το μωρό». Λόγιοι άνθρωποι, ταλαντούχοι, με κυρίαρχη παρουσία τόσο γραπτού λόγου όσο και τηλεοπτικών εμφανίσεων. Που είναι τόσο θυμωμένοι, ώστε προσπαθούν πεισματικά, μαζί με την ιστορική αποτυχία και ντροπή που τιτλοφορείται Κράτος Ελληνικό, να αφανιστεί και κάθε ίχνος ελληνικότητας: η πρώτη ύλη για τον ψευδαισθητικό εξωραϊσμό της κρατικής αθλιότητας.

Φτάνει στο σημείο αυτή η θυμωμένη «διανόηση», να ενθουσιάζεται κάθε φορά που η ελληνική κοινωνία (ελλαδική και κυπριακή) οδηγείται σε έσχατες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς από τον παρακμιακό ενδοτισμό και ραγιαδισμό της κρατικής της ηγεσίας. Αντίθετα, εκνευρίζεται στο έπακρο, αν συμβεί κάποτε να αντιδράσει η ελληνική κοινωνία με αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό απέναντι σε γκανγκστερικούς εκβιασμούς ετερόχθονων συμφερόντων ή σε χλευασμούς και επιθετικό διασυρμό τού ελληνικού ονόματος. Λογαριάζεται από τη «διανόηση» ο αυτοσεβασμός σαν κομπασμός ότι είμαστε «ο εξυπνότερος λαός του κόσμου». Και αυτή η έμπρακτη, ψυχολογικά θωρακισμένη αρνησιπατρία είναι ακόρεστη: απαιτεί όλο και πιο πειθήνια πειθάρχηση στους εκβιαστές μας, όλο και γλοιωδέστερη δουλοφροσύνη.

Κάποιοι συμπολίτες φρονούν, επιπόλαια, ότι το συγκεκριμένο αυτό είδος «διανοουμένων» είναι συνέχεια ή επανάληψη του φαινομένου που ονομάστηκε στην ιστορία των Ελλήνων «μηδισμός» και περιγράφηκε από τον Kαβάφη στο ποίημα «Σατραπεία». Αλλά μοιάζει μάλλον απίθανο τα μεγάλα στον διεθνή στίβο συμφέροντα να διαθέτουν χρήμα για «πράκτορες» σε μια χώρα που αποτελεί αυτονόητα προτεκτοράτο τους. Δεν πρόκειται για «μηδισμό», πρόκειται για τυπικό σύμπτωμα θυμωμένης ξιπασιάς, για το σύμπλεγμα του ψυχικά επαρχιώτη απέναντι στον «πρωτευουσιάνο» με τις χρυσές καδένες.

Ακόμα και αρνησιπατρία βλασταίνει ο παρακμιακός επαρχιωτισμός.

http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_31/03/2013_491007

Πατριωτισμός. Κυριάκος Χαραλαμπίδης

– Τι σημαίνει πατρίδα κύριε Χαραλαμπίδη;

Είναι ουσιαστικά η αίσθηση της κοινότητας μεταξύ των ανθρώπων. Η πατρίδα είναι ένα συμβόλαιο μεταξύ ανθρώπων που βρίσκονται στον ίδιο τόπο και γίνονται ενεργοί πολίτες για να συντάξουν την πολιτεία τους, το κράτος. Μη ξεχνάμε ότι αυτό σχετίζεται άμεσα με τον πολιτισμό, και μην ξεχνάμε επίσης ότι ο πολιτισμός εδράζεται στη λέξη πολίτης. Η δε πολιτεία έχει τη ρίζα της στο “πολιτεύω” που στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε είμαι ελεύθερος άνθρωπος. Η έννοια της πατρίδας συντάσσεται επίσης με την έννοια της μνήμης που αντλεί την ουσία της αναίρεση της λήθης, εφόσον διασώζει από τη λήθη ότι είναι α-ληθές, αυτό που δεν είναι δυνατό να λησμονηθεί; Συνεπώς η μνήμη ως απουσία λήθης αποτελεί την ταυτότητα της αλήθειας. Σε κρίσιμους καιρούς είναι καλό να το θυμόμαστε: οι άνθρωποι και οι λαοί “αληθεύουν” μονάχα μέσω της μνήμης τους. Η πατρίδα επομένως είναι ο συνεκτικός δεσμός των ανθρώπων που έχουν κοινή μνήμη και κοινά παθήματα.

– Στο παρελθόν μου είχατε μιλήσει για την “επιστήμη της αγάπης προς την πατρίδα”. Τι διδάσκει αυτή η επιστήμη σήμερα;

“Αν ο λαός μας δεν μπορεί να αντλήσει απ’ τα δεινά του/ τότε του δόθηκε άδικα μια τέτοια τραγωδία” είχα γράψει στο θεατρικό δρώμενο “Αμμόχωστος Βασιλεύουσα”. Νομίζω ότι από εδώ μπορούμε να αντλήσουμε το ουσιώδες συμπέρασμα ότι η επιστήμη της αγάπης προς την πατρίδα στηρίζεται στη βαθύτερη συναίσθηση της πραγματικότητας και στη σωφροσύνη που μπορούμε να αντλήσουμε ως λαός απ’ αυτό. Θα ‘λεγα αυτή την κρίσιμη ώρα ότι εμείς εδώ στην Κύπρο έχουμε την πολυτέλεια να βλέπουμε κριτικά την Ευρώπη και να διακρίνουμε το βάθος των πραγμάτων, πράγμα που δεν ισχύει για όλους εκείνους τους οικονομικούς παντογνώστες της Ευρώπης. Η Liberation ωστόσο γράφει “οικονομολόγοι καλά πληροφορημένοι αυτό αποτελεί σχήμα οξύμωρο”.

Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη, Αυγή 31/3/2013

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=763233

Η επιστήμη ως συνιστώσα του πολιτισμού

“Ο χώρος, όπως τον εννοεί ο Αϊνστάιν, δεν βρίσκεται πλη­σιέστερα στην πραγματικότητα από τον ουρανό του Βαν Γκογκ. Το μεγαλείο της επιστήμης έγκειται όχι σε μιαν α­λήθεια πιο απόλυτη από την αλήθεια του Μπαχ ή του Τολστόι, αλλά σ’ αυτήν καθ’ εαυτήν την πράξη της δημιουργίας της.” Άρθουρ Καίσλερ

Το κείμενο που ακολουθεί στηρίζεται σε μια βασική πρόταση, που συνή­θως διαφεύγει της προσοχής όλων όσοι ασχολούνται με τον πολιτισμό. Η πρόταση αυτή είναι: Οι Θετικές επιστήμες αποτελούν συνιστώσα -και μά­λιστα βασική συνιστώσα- του πολιτισμού μας.

Συνεπώς όσο εξακολουθούμε να μιλούμε για πολιτισμό, υπονοώντας απλώς τη λογοτεχνία, τα έργα τέχνης ή τη μουσική, αφαιρούμε ένα μεγά­λο μέρος από τη δυναμική του. Η θεωρία της σχετικότητας, για παράδειγμα, έχει σπάνια αισθητική· και ανοίγει στον άνθρωπο διαστάσεις, ακριβώς ό­πως ένα σπουδαίο έργο τέχνης. Επιπλέον, είναι σε θέση να εξηγήσει γιατί λάμπει ο ήλιος. Για τους ίδιους λόγους η ανακάλυψη της ελικοειδούς δομής στα μόρια της κληρονομικότητας ή η θεωρία των πιθανοτήτων εί­ναι πολιτισμικά γεγονότα, με οποιονδήποτε ορισμό του όρου.

Το ότι η πολιτιστική διάσταση της επιστήμης δεν έχει με επάρκεια ε­κτιμηθεί από τους ανθρώπους της κουλτούρας, οφείλεται αφ’ ενός μεν στην περιχαράκωση της κουλτούρας αυτής, αφ’ ετέρου στην αδυναμία των ανθρώπων της επιστήμης να επικοινωνήσουν. Στο κλασικό του βιβλίο Οι δύο κουλτούρες, που διερευνά αυτό το χάσμα, ο φυσικός και μυθιστοριογράφος C. P. Snow παρατηρεί δηκτικά ότι οι άνθρωποι της διανόησης κοροϊδεύουν έναν επιστήμονα, αν αγνοεί τον Σαίξπηρ. Οι ίδιοι όμως αγνοούν τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, που έχει ισοδύναμη αξία. «Ο κόσμος που αποκαλύπτει η Επιστήμη», διαμαρτύρεται ο R.Feynman, «είναι πιο αξιοθαύμαστος απ’ ό,τι φαντάστηκαν ποτέ οι καλλιτέχνες. Για­τί λοιπόν δεν μιλούν γι’ αυτόν οι ποιητές;»

Τα τελευταία ωστόσο χρόνια, η μεγάλη απήχηση που έχουν τα βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης υποδηλώνει ίσως ότι το χάσμα γεφυρώνεται. Οι παράγραφοι που ακολουθούν κάνουν μια προσπάθεια να αναφερθούν, με τρόπο υπαινικτικό, στα χαρακτηριστικά της Επιστήμης, ως μιας εκφράσεως πολιτισμού.

Παράγραφος πρώτη: Ο χαρακτήρας της επιστήμης

Το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της σύγχρονης επιστήμης δεν είναι ο πα­ρεξηγημένος θετικισμός της. Ούτε η πληθώρα των εφαρμογών της, για το καλό ή το κακό. Το σπουδαιότερο ίσως χαρακτηριστικό της -και ως προς αυτό προσεγγίζει την τέχνη- είναι η αποκάλυψη ενός κόσμου πέραν από το αισθητό και την εμπειρία. Ενός κόσμου θαυμαστού, απροσδόκητου, με εσωτερικούς δεσμούς και συνοχή. Αν όμως η τέχνη δεν επιδέχεται επα­λήθευση, η επιστήμη την αποζητά συνεχώς. Η επαληθευμένη επιστημονι­κή γνώση έχει σημασία όχι μόνο σαν αυθύπαρκτο πολιτιστικό γεγονός, αλ­λά και ως προς τις συνέπειες που έχει. Είναι, μάλιστα, αυτές οι συνέπει­ες που δημιουργούν τα ηθικά διλήμματα στην επιστήμη, και κάποτε την αυ­τοκαταργούν ως συνιστώσα του πολιτισμού. Είναι γνωστό ότι ο Αϊνστάιν αρνήθηκε να συνεργασθεί στην κατασκευή της ατομικής βόμβας. Ο Οππενχάιμερ, εντούτοις -επιστήμων με εξέχουσα πνευματικότητα- συμ­μετείχε, καταδιωκόμενος έκτοτε από τις Ερινύες.

Παράγραφος δεύτερη: Η σχέση της επιστήμης με το πλέγμα της εξουσίας

Η σχέση της επιστήμης με την εξουσία -στις ποικίλες μορφές της- είναι πο­λύπλοκη. Άλλοτε υπάκουη, κάποτε βίαιη και κατά βάθος περιφρονητική. Όταν ενώπιον της Ιεράς Εξέτασης ο Γαλιλαίος κάνει ένα τακτικό ελιγμό για να σώσει τον εαυτό του, έχει πλήρη συνείδηση ότι η περιστροφή της γης δεν κινδύνευσε ούτε μία στιγμή.

Η εξουσία -κι εδώ περιλαμβάνεται κι αυτή των μέσων ενημέρωσης-αντιλαμβάνεται την επιστήμη μόνο ως προς τις συνέπειες της. Σπάνια ως συνιστώσα πολιτισμού. Δεν έχει συνήθως την ικανότητα, η εξουσία, να α­ποδεχθεί την επιστήμη. Προσπαθεί απλώς να την χρησιμοποιήσει. Χρη­σιμοποιεί μάλιστα την επιστήμη όχι ας πούμε όπως χρησιμοποιεί την τέ­χνη, αλλά με τρόπο ευφυέστερο: Κάποιες φορές παρουσιάζοντας την ως πανάκεια, άλλοτε ως απειλή.

Από την αντιμετώπιση αυτή της επιστήμης δεν ξέφυγαν ούτε διανοη­τές ή ιδεολογικοί χώροι που αυτοαπεκαλούντο προοδευτικοί. Άρα η σχέ­ση είναι βαθύτερη και, θα έλεγα, σχεδόν συμπλεγματική.

Παράγραφος τρίτη: Ο μηχανισμός ελέγχου

Η απελευθερωτική σημασία της επιστήμης προκαλεί, όπως ακριβώς και οι άλλες συνιστώσες πολιτισμού, αντιδράσεις εκ μέρους μιας χρησιμοθη­ρικής κοινωνίας. Υπόγειες όμως και με υφή διαφορετική. Είναι αξιοση­μείωτο ότι, επειδή δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν τα αποτελέσματα της επιστήμης, επιχειρείται ο έλεγχος της κατευθύνσεως της. Πίσω από τη ση­μερινή παγκόσμια υστερία για την εφαρμοσμένη έρευνα υποκρύπτεται το ίδιο πνεύμα που διατηρεί τα αρχαία μνημεία προς όφελος των τουριστών ή που αντιλαμβάνεται τους ζωγραφικούς πίνακες ως οικονομική επένδυ­ση. «Επειδή», γράφει ο Paul Davies, «η επιστήμη μπορεί να αποφέρει οι­κονομικά οφέλη, η υποστήριξη της βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σ’ αυ­τό το επιχείρημα. Το γεγονός ότι μπορεί να εμπνεύσει μιαν άποψη για τον κόσμο, τίθεται στο περιθώριο ως ασήμαντο.»

Παράγραφος τέταρτη: Η αλλοτρίωση των επιστημόνων

Η αλλοτρίωση των επιστημόνων, γεγονός εξαιρετικής σημασίας για την ε­ξουδετέρωση τους ως πολιτιστικών συνειδήσεων, επιτυγχάνεται με δύο κυ­ρίως τρόπους. Ο πρώτος είναι η ύπαρξη, σε εργαστήρια ή πανεπιστήμια, κλίματος οξύτατου ανταγωνισμού. Η παραγωγή επιστημονικών δημοσιεύσεων προέχει της αναζητήσεως κάποιας ουσιαστικής αλήθειας. Ο δεύ­τερος τρόπος είναι η εξειδίκευση της παιδείας και της έρευνας, έτσι ώστε να αποκλείεται η θέαση του όλου. Όταν εντούτοις ο Αϊνστάιν ρωτήθηκε για το ποιος τον επηρέασε περισσότερο στις επιστημονικές του ανακαλύψεις, απάντησε: «Ο Ντοστογιέφσκι». Απάντηση, φοβούμαι, που ιδιαί­τερα στις μέρες μας δύσκολα γίνεται κατανοητή.

Παράγραφος πέμπτη: Η ελληνική πραγματικότητα

Οι αξίες που κυριαρχούν στον τόπο σήμερα, αλλά και άλλα χαρακτηριστικά της ελληνικής ζωής, πείθουν ότι λίγο πολιτισμό διαθέτουμε· όχι μόνον στην επιφάνεια, αλλά και ως πρόταση προς το μέλλον. Το δίλημμα λοιπόν ενός επιστήμονα ή ερευνητή στο χώρο τον ελληνικό γίνεται δραματικότερο. Ποιο είναι το νόημα της επιστημονικής γνώσης, ως συνιστώσας πολιτισμού, σε μια κοινωνία που εμφανίζει βαθύτατη κρίση και περίπου άπνοια των ποι­οτικών αξιών;

Δεν γνωρίζω την έξοδο από αυτό το δίλημμα. Η απάντηση δεν είναι μό­νον «περισσότερη επιστήμη». Φοβούμαι ότι αυτό που χρειάζεται οπωσ­δήποτε είναι περισσότερος πολιτισμός.

ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-10-1993

Γιώργος Γραμματικάκης, Κοσμογραφήματα, σελ. 34-38

Το όνειρο του πρωτομάστορα Νικήτα

…Τα ’ξερε και τα ’βλεπε όλα αυτά ο μαστρο-Νικήτας, αλλά τα περισσότερα τα ’χε φανταστεί από πριν, τα ’χε προβλέψει. Κάτεχε καλά πως ο δρόμος που ανοίγεις για να μπορούν να ταξιδεύουν και να επικοινωνούν οι άνθρωποι δεν είναι μποστάνι για να τον μαντρώσεις, δεν είναι κάστρο για να στήσεις στα μπεντένια κανόνια, να βάλεις και μια κινητή γέφυρα. Ο παράς δεν ταξιδεύει ποτέ χωρίς συνοδεία, σέρνει από πίσω του, όπως κι ένα κάρο φορτωμένο κοπριά, ένα σωρό ζούδια, μύγες, σκαθάρια, σκουλήκια: χρήμα καθαρό, τίμιο, αθώο δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο.

Πώς να μην ταραζόταν όμως ο πρωτομάστορας τη μέρα που ’μαθε πως οι προεστοί σχεδίαζαν να χτίσουν στης γέφυρας το έμπα ένα φυλάκιο για να εισπράττουν διόδια; Πώς να μην έβγαινε από τα ρούχα του σαν άκουσε να λένε πως αργότερα, αν όλα πήγαιναν καλά, θα παραχωρούσαν του Κεφαλοχωριού τα δικαιώματα σε κάτι Κερκυραίους τραπεζίτες για καμιά δεκαριά χρόνια;

[…]

Ο μαστρο-Νικήτας ένιωσε να του ανεβαίνει  το αίμα στο κεφάλι: το αγαπημένο το έργο, το λουλούδι της τέχνης του, το καύχημα της ζωής του θα ’βγαινε σαν έμπορος στο μεϊντάνι για να κερδίσει παρά, η γέφυρά του θα εκπορνευόταν όπως κι οι γυναίκες που  ’ταν κλειδαμπαρωμένες στου Ντάντολου την άμαξα, θ’ άφηνε να περνούν από πάνω της μόνο αυτοί που θα ’χαν λεφτά. Οι φτωχοί οδοιπόροι, όλοι όσοι δε θα είχαν φουσκωμένο μπεζαχτά, θα συνεχίζανε να παίζουν τη ζωή τους κορόνα γράμματα κατεβαίνοντας όπως και πρώτα στη χαράδρα

[…]

Οι Κεφαλοχωρίτες που κάνουν τον εισπράκτορα περιμένουν σ’ ένα πλιθρόχτιστο  φυλάκιο. […] Ο μαστρο-Νικήτας τους παρατηρεί από μακριά και νιώθει να του ανακατώνονται τ’ άντερα, αναρωτιέται μέχρι που μπορεί να φτάσει η δουλοπρέπεια του ανθρώπου μπροστά στο συνάνθρωπο που `χει δύναμη, εξουσία, παρά.  Για πρώτη του φορά αρχίζει να φοβάται πως όταν κάποτε λευτερωθεί η Ελλάδα, τα φώτα της Ευρώπης, που γι’ αυτά του μιλάει ο φίλος του ο Ρικομόν τόσο συχνά, θα πέσουν πάνω σ’ ένα λαό που θα χει πια συνηθίσει να ζει στα σκοτάδια, που θα χει πια αποχτήσει νοοτροπία τυφλοπόντικα. Τι θα συμβεί όταν θ’ αναγκαστεί να βγει και να ζήσει στης γης την επιφάνεια; Μπας κι αποτυφλωθεί και δεν ξέρει κατά που να κάνει; Συνηθισμένος εδώ κι εκατοντάδες χρόνια να υπακούει, να σκύβει το κεφάλι και να εκτελεί διαταγές, ο λευτερωμένος Έλληνας θ’ αναζητήσει άλλον προστάτη κι αφέντη, στη θέση του Τούρκου θα βάλει τον Ευρωπαίο, θα κάνει σ’ αυτόν τεμενάδες που ’κανε πριν στον Οθωμανό.

Άρης Φακίνος, Το όνειρο του πρωτομάστορα Νικήτα, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 178-182

Παράδοση και δημιουργία

Στο ρίζωμα του Ελικώνα, στη σημερινή Λεβαδιά κοντά, είναι μια μεγαλόπρεπη ρεματιά με ψηλούς, πέτρινους, απότομους, βουνίσιους όχτους, που τα νερά της αναβρύζουν από δυο πηγές μέσα σε βράχινες σπηλιές. Η μια ονομάζεται πηγή της Λήθης, η άλλη λέγεται της Μνημοσύνης. Μου φαίνεται πως η επιβλητική αυτή τοποθεσία βίασε τους αρχαίους Έλληνες να σταματήσουν εκεί δα πέρα, για να στοχαστούν την τύχη του ανθρώπου και να συμπεράνουν πως μήτε να θυμάται παντοτινά μπορεί και πρέπει, μήτε να ξεχνά παντοτινά. Και το βαθύ αυτό στοχασμό τους τον συμβόλισαν με τις αναβρυστικές πηγές.

Για τα έθνη θύμηση είναι η παράδοση, που όταν καταντά ολότελα συνειδητή, λέγεται ιστορία· και λησμονιά είναι η ορμή της δημιουργίας. Συντηρητικό στοιχείο είναι η παράδοση και προοδευτικό η δημιουργία. Όπως στα άτομα το μνημονικό πλάθει και δημιουργεί το εγώ τους, έτσι και στα έθνη η παράδοση. Χωρίς αυτή δε θα ήξεραν τον εαυτό τους, δε θα τον αναγνώριζαν, δε θα ένιωθαν πως είναι ένα και όμοιο με τα περασμένα, και θα ήταν σαν χαμένα. Η παράδοση είναι ο σύνδεσμος των ατόμων μιας φυλής, τωρινών και περασμένων, που τα κάνει έθνος. Ιστορία είναι η συνείδηση του συνδέσμου αυτού.

Ορμή δημιουργίας είναι ο σύνδεσμος των τώρα ζωντανών ατόμων του έθνους με τα ερχόμενα, είναι η λησμονιά των περασμένων είναι η λησμονιά των περασμένων, είναι ο καημός των μελλόμενων. Κανείς ας μην αναθεματίζει τη συντηρητικότητα. Κανείς ας μην περιφρονεί την προοδευτικότητα. Για ένα έθνος και τα δύο στοιχεία είναι απαραίτητα. Κάθε στιγμή της ζωής του θα κοιτάζει λυγίζοντας και προς τα πίσω και προς τα εμπρός, και προς τα περασμένα, που είναι δικά του, και προς τα μελλούμενα, που και αυτά δικά του θα είναι.

Δύναμη και συστατικό στοιχείο του έθνους η παράδοση, δύναμη και συστατικό του δημιουργία. Συνταιριάζοντές τες όπως πρέπει, θα ζήσει όπως μπορεί. Αν η παράδοση ρίζωσε υπερβολικά δυνατή μέσα του, θα το εμποδίσει να ζήσει φυσιολογικά, θα το καταντήσει ξερό, αλύγιστο και δυσκολοκίνητο, ανίκανο να προσαρμοστεί με τις ανάγκες, που αλλάζουν ολοένα, και τότε θα γίνει αναπόφευχτο, όχι να την αρνηθεί ολότελα, παρά να τη χτυπήσει, ώσπου να ξεδεθεί απ’ αυτήν όσο χρειάζεται για να ποθήσει τα ερχόμενα.

Όσο για την ορμή της δημιουργίας, δεν είναι ποτέ υπερβολική, αλλά δεν μπορεί να μη στηρίζεται κάπως στην παράδοση, αλλιώς ξοδεύεται μάταια, ξεφτά και καταστρέφεται ο πολύτιμος οργανισμός που λέγεται έθνος, και η δύναμη της δημιουργίας πάει χαμένη για πάντα. Τη λυγερή ισορροπία μεταξύ παράδοση και δημιουργία, συντηρητικότητα και προοδευτικότητα, πρέπει να τη βρει κανείς στο έθνος, και τότε θα ζήσει στα γεμάτα ζωή πλούσια και ακέρια.

Έθνος χωρίς παράδοση δεν υπάρχει. Κι εμείς οι ίδιοι, οι ζωντανοί, παράδοση δημιουργούμε κάθε μέρα για τα ερχόμενα χρόνια και για τις νεώτερες γενεές με τις πράξεις μας και με τη σκέψη μας, αλλά να ξεχωρίζουμε τι είναι για χτύπημα και τι, όχι μόνο δεν είναι, παρά να γνωριστεί τελειότερα πρέπει και να δουλευτεί για να ανθοβολήσει.

Ίων Δραγούμης, Ελληνικός πολιτισμός, 1927 (Θεμέλιο στην Έκθεση Ιδεών, τ. 3. Σελ. 28-29)

Προπαγάνδα

Τι είναι όμως η Προπαγάνδα; Πολλοί κατά καιρούς προσπάθησαν να δώσουν τον ορισμό της προπαγάνδας χωρίς, όμως, να επιτύχουν να τον επιβάλουν και καθιερώσουν. Γιατί δεν είναι εύκολο να καθορίσει ένας τι είναι προπαγάνδα και τι όχι και ποια είναι η φύση και ο χαρακτήρας της.

Ο Jacques Driencount λέει πως το καθετί είναι προπαγάνδα, γιατί όπως υποστηρίζει, στην πολιτική και οικονομική ζωή όλα επηρεάζονται και διαμορφώνονται από αυτή. Από την άλλη, μερικοί σύγχρονοι Αμερικανοί επιστήμονες των κοινωνικών επιστημών εισηγούνται να εγκαταλειφθεί ο όρος προπαγάνδα, γιατί δεν είναι δυνατό να οριστεί με ακρίβεια. Η υιοθέτηση της μιας ή της άλλης άποψης δεν είναι σωστή, γιατί μας οδηγεί στην εγκατάλειψη της μελέτης του φαινομένου που υπάρχει και πρέπει να διερευνηθεί.

Μεταξύ του 1920 και του 1940 η έμφαση στην προσπάθεια ορισμού της προπαγάνδας δόθηκε στην ψυχολογική πλευρά του θέματος. Ο John Albig λέγει πως “προπαγάνδα είναι η επιτήδεια χρήση ψυχολογικών συμβόλων για επίτευξη στόχων που ο ακροατής δεν υποψιάζεται”. Ορίζει σαν απαραίτητα στοιχεία του ορισμού τον μυστικό χαρακτήρα και τους κρυφούς στόχους, την πρόθεση αλλαγής των στάσεων, την διάδοση συμπερασμάτων αμφιβόλου κύρους, την τάση εμβολιασμού ιδεών παρά την τάση για ανάλυση και ερμηνεία των ιδεών τούτων.

Μετά τις επιστημονικές εργασίες του Harold Lasswell η μελέτη της προπαγάνδας μπήκε πάνω σε νέες βάσεις. Η σημασία από τότε δόθηκε στις προθέσεις του προπαγανδιστή. Αργότερα η πρόθεση της κατηχήσεως, ιδιαίτερα σ’ ότι αφορά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά θέματα, απετέλεσε το χαρακτηριστικό γνώρισμα της προπαγάνδας.

Ο Marburg b. Ogle’s έδωσε τον εξής ορισμό: “Προπαγάνδα είναι κάθε προσπάθεια αλλαγής των γνωμών ή απόψεων. Προπαγανδιστής είναι οποιοσδήποτε προβάλλει τις ιδέες του με πρόθεση να επηρεάσει τον ακροατή του”. Αυτός ο ορισμός, όμως, θα μπορούσε να περιλάβει και τον δάσκαλο, τον ιερέα και ακόμη κάθε πρόσωπο που συνομιλεί καθημερινά με οποιονδήποτε άλλο πάνω σε οποιοδήποτε θέμα. Ένας τέτοιος πλατύς ορισμός δεν βοηθά στην κατανόηση του ειδικού χαρακτήρα της προπαγάνδας και ταυτίζει την προπαγάνδα με την ελεύθερη επικοινωνία.

Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Ανάλυσης της Προπαγάνδας με την καθοδήγηση του Lasswell, έδωσε τον ακόλουθο ορισμό: “Προπαγάνδα είναι η ελεύθερη έκφραση απόψεων ή η ελεύθερη ανάληψη ενεργειών από άτομα ή ομάδες ατόμων, με σκοπό τον επηρεασμό των στάσεων ή των πράξεων άλλων ατόμων ή ομάδων, με βάση προκαθορισμένους στόχους και με ψυχολογικούς χειρισμούς”.

Θα μπορούσαμε να δώσουμε ένα μεγάλο αριθμό ορισμών που δεν θα ωφελούσε σε τίποτε, ούτε θα οδηγούσε πουθενά. Από τους ορισμούς, όμως, αυτούς βασικά προκύπτει πως η προπαγάνδα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σύστημα και προγραμματισμό. Πρέπει να είναι καλά οργανωμένη και να κινείται με βάση προκαθορισμένους στόχους και όχι να ενεργεί στην τύχη η ευκαιριακά.

Ο Ανδρέας Χριστοφίδης δίδει τον ακόλουθο ορισμό της προπαγάνδας: “προπαγάνδα είναι η ιδιοτελής, εσκεμμένη και συστηματοποιημένη επιδίωξη ενός ατόμου ή μιας ομάδας να ελέγξει τη στάση άλλων ατόμων ή ομάδων με τη χρήση κάθε δυνατού μέσου επικοινωνίας και με σκοπό την πρόκληση επιθυμητής για την πηγή συμπεριφοράς του στόχου”.

(Α. Κ. Σοφοκλέους, Εισαγωγή στην επικοινωνία, πείθω, προπαγάνδα, Λευκωσία 1977, σελ. 16-17)

δ) Σχέσεις προπαγάνδας – ψυχολογίας – κοινωνιολογίας

Πρώτα από όλα η σύγχρονη προπαγάνδα βασίζεται στην επιστημονική έρευνα – ανάλυση και στα πορίσματα της Ψυχολογίας και Κοινωνιολογίας. Βήμα προς βήμα ο προπαγανδιστής πρέπει να οικοδομεί τις μεθόδους και την τεχνική του πάνω στις γνώσεις για τον άνθρωπο, τις τάσεις και κλίσεις του, τις επιθυμίες και ανάγκες του και τους ψυχικούς μηχανισμούς του, στηριζόμενος πάνω στα πορίσματα της Κοινωνικής Ψυχολογίας ή της Ψυχολογίας του Βάθους. Πρέπει να καθορίζει την πορεία του με βάση τις γνώσεις του για τα άτομα, τις κοινωνικές ομάδες και τους βασικούς κανόνες σχηματισμού και διαλύσεώς του. Ο προπαγανδιστής πρέπει να είναι επίσης καλά ενήμερος της Ψυχολογίας των Μαζών και του Όχλου, των μαζικών επιδράσεων και επηρεασμών με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, καθώς και των περιοριστικών παραγόντων του περιβάλλοντος.

Από όσα έχουμε αναφέρει υποστηρίζεται πως η προπαγάνδα είναι μια σύγχρονη τεχνική που στηρίζεται στην επιστημονική γνώση και στα επιστημονικά δεδομένα. Εκείνο που αποδεικνύει κυρίως τον επιστημονικό χαρακτήρα της σύγχρονης προπαγάνδας είναι η καταβαλλόμενη προσπάθεια για τον έλεγχό της, την καταμέτρηση των αποτελεσμάτων της και τον καθορισμό των επιδράσεών της.

Αυτό είναι δύσκολη δουλειά, αλλά απόλυτα αναγκαία, γιατί ο σύγχρονος προπαγανδιστής δεν πρέπει να ικανοποιείται με την πίστη ότι έχει επιτύχει μερικά αποτελέσματα. Πρέπει να επιδιώκει πλήρη και ακριβή αποτελέσματα, σύμφωνα με τους στόχους που έθεσε πλήρη και ακριβή αποτελέσματα, σύμφωνα με τους στόχους που έθεσε στην αρχή. Πρέπει να προσπαθεί να δίδει απαντήσεις στα ερωτήματα “πώς” και “γιατί” και να καταμετρά τις ακριβείς επιρροές και επιδράσεις. Πρέπει να φλέγεται από τη γοητεία του επιστημονικού πειράματος και της έρευνας και της επιθυμίας να αναλύει τα αποτελέσματά τους. Από το σημείο αυτό μπορεί ένας να υποστηρίξει ότι αρχίζει η επιστημονική μέθοδος.

Πρέπει να γίνει αντιληπτό και παραδεκτό, ότι η προπαγάνδα σήμερα δεν γίνεται στην τύχη, αλλά ότι είναι αντικείμενο σοβαρής μελέτης και κινείται πάνω σε επιστημονικά δεδομένα και στα πορίσματα επιστημονικής εργασίας. Για παράδειγμα η Σταλινική Προπαγάνδα στηριζόταν κυρίως στην ψυχολογική θεωρία του Παυλώφ για “ελεγχόμενη αντίδραση” (conditioned reflex), η Χιτλερική προπαγάνδα στηρίχθηκε στις θεωρίες του Φρόυντ για περιστολή, αυτοσυγκράτηση (repression) και ζωηρή σεξουαλική επιθυμία (libido), και η σύγχρονη Αμερικανική προπαγάνδα ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τη θεωρία του Όε^εγ για τις μεθόδους αγωγής Theory of Teaching).

(Α. Κ. Σοφοκλέους, ό.π. σελ 41 και 44)

ε) Οι ορθές απαντήσεις σε ερωτήματα τέτοια που έχουμε αναφέρει αποτελούν προϋπόθεση επιτυχίας για τον προπαγανδιστή, που χρηματοδοτεί κατ’ ακολουθίαν εκτεταμένες έρευνες γύρω από το θέμα της οργανώσεως του μηνύματος. Επιπλέον φροντίζει καθαρά να προωθεί το θέμα της κατά το δυνατόν καλύτερης διατυπώσεως του μηνύματος, με επιδίωξη αμετακίνητη τον έλεγχο της συμπεριφοράς του στόχου. Σ’ αυτή την επιδίωξη σύμμαχο στοιχείο έχει βασικά το λόγο. Και τον τελευταίο καιρό έχει επιχειρήσει ένα τεράστιο άλμα προς την κατεύθυνση της χρησιμοποιήσεως της γλώσσας σαν οργάνου που είναι δυνατό να αποκτά διάφορη σημασία όχι απλώς σε διαφορετικές περιστάσεις αλλά και μέσα στο ίδιο σύνολο συχνά. Κι έτσι φτάσαμε σ’ ό,τι είναι γνωστό στην προπαγανδιστική ορολογία σαν “double-talk” που κατά κυριολεξία σημαίνει “δισήμαντη ομιλία” ομιλία με δυο έννοιες. Δεν είναι το ίδιο με την παραβολή, αν και θα δούμε ότι παρόμοια αρχή διαπερνά το “δισήμαντο λόγο”.

Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους. Δεν θα εκπλαγούμε αν βρούμε στις ρίζες αυτού του δισήμαντου λόγου τον κορυφαίο σχολιαστή της πολιτικής ιστορίας, το Θουκυδίδη. Είναι τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, στην Κέρκυρα έχει ξεσπάσει ολέθριος εμφύλιος σπαραγμός, τα πάθη έχουν εξαφθεί. Τότε επισημαίνεται η τάση για χρησιμοποίηση της γλώσσας κατά τρόπον που δεν ανταποκρινόταν στην ίδια της τη φύση αλλά στις περιστάσεις και τα συμφέροντα των διάφορων μερίδων. Να τι έχει να μας πει ο Θουκυδίδης γι’ αυτή τη φάση της διαμάχης.

“Και την καθιερωμένη σημασία (έννοια) των λέξεων ανταλλάξανε στην πράξη με ό,τι εθεωρείτο ότι συνέφερε (ό,τι ήτο σκόπιμο). Δηλαδή: η ασυλλόγιστη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία προς χάρη των φίλων, η με περίσκεψη αναβολή ευπρεπής δειλία. Η σωφροσύνη πρόσχημα ανανδρίας, η σύνεση σχετικά με όλα, καθυστέρηση σε όλα, η υπερβολή οξυθυμία ανδροπρέπεια …”.

Με μεγαλύτερη καθαρότητα δεν θα ήταν δυνατόν να διαγραφεί η θεωρητική θεμελίωση και η μέθοδος εφαρμογής μιας τεχνικής που σήμερα έχει προωθηθεί με πολλή περίσκεψη. Η θεωρητική θεμελίωση: οι λέξεις έχουνε κατά φύση μια καθιερωμένη έννοια (ειωθυίαν αξίωσιν). Συγχρόνως είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν με διπλή έννοια, αφού η σκοπιμότης (δικαίωσις) δικαιολογεί τη δεύτερη, όχι φυσική, σημασία. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι επίσης φανερό.

Υπάρχουν οι λίγοι που γνωρίζουνε καλά τη γλώσσα, στη φυσική έννοιά της και στις προεκτάσεις που είναι δυνατό να λάβει με δικαιολογία τη σκοπιμότητα. Αυτοί οι λίγοι στη σύνταξη του προπαγανδιστικού μηνύματος έχουνε υπόψη την πρώτη – θεμελιακή – έννοια των λέξεων, συγχρόνως όμως γνωρίζουνε την απήχηση που είναι δυνατό να έχει ένα μήνυμα, όταν δοθεί μια περιστασιακή χρήση της λέξης. Ένα βήμα παρακάτω θα συναντήσουμε το εξής: Οι λίγοι χρησιμοποιούν τη δισήμαντη γλώσσα. Βάζουνε στο μήνυμα λέξεις που γενικότερα αντιμετωπίζονται με την καθιερωμένη σημασία από το κοινό, ενώ διατηρούνε για τους λίγους και μεμυημένους μια ειδική σημασία, πιθανώτατα απαράδεκτη ή αντιπαθή στο στόχο.

Σήμερα οι λέξεις που περισσότερο υπόκεινται σε τέτοια χρήση από τους προπαγανδιστές είναι οι λέξεις ελευθερία, δημοκρατία, ειρήνη κι άλλες που ανάγονται στον τομέα των διεθνών σχέσεων σ’ ένα κόσμο διηρημένο, βασανισμένο από την ένταση του ψυχρού πολέμου που γέρας έχει για το νικητή τους λαούς και τον προσηλυτισμό τους στη μια ή στην άλλη ιδεολογία. Για τον ορθόδοξο και ενήμερο λ. χ. κομμουνιστή ειρήνη σημαίνει την κατάσταση που επικρατεί σε μια κομμουνιστική κοινωνία. Σε μη κομμουνιστική κοινωνία συνεχίζεται αδιάκοπη πάλη και πόλεμος των τάξεων. Όταν όμως σε ένα κομμουνιστικό ανακοινωθέν γίνεται λόγος για την ειρήνη, η λέξη πια γίνεται δισήμαντη και για τους πολλούς ειρήνη είναι δυνατό να σημαίνει την απουσία πολέμου μεταξύ των λαών.

Η λέξη ελευθερία πάλι είναι δυνατό να χρησιμοποιείται αόριστα και για τους πολλούς να έχει μία σημασία, ενώ για τους λίγους μπορεί να σημαίνει είτε την ανατροπή είτε την επιβολή ενός κομμουνιστικού καθεστώτος, ανάλογα με την πηγή. Όσο για την λέξη Δημοκρατία είναι πασίγνωστο ότι και μέσα στα όρια του ίδιου κράτους είναι δυνατό να χρησιμοποιείται κατά τρόπο δισήμαντο. Για έναν ορθόδοξο καπιταλιστή είναι πιθανό να συμπίπτει με την άρνηση κάθε σοσιαλιστικού μέτρου και την επικράτηση του καθαρόαιμου κεφαλαιοκρατισμού – free enterpise – συστήματος. Για μια ολιγαρχική μερίδα που χρησιμοποιεί τη λέξη η δημοκρατία μπορεί να σημαίνει το τι συμφέρει στους πολλούς σύμφωνα με την άποψη των ολίγων κ.ο.κ.

Χρειάζεται εξαιρετική προσοχή και γνώση για να είναι σε θέση το άτομο να διακρίνει σ’ ένα μήνυμα – κείμενο την πραγματική σημασία των λέξεων που το απαρτίζουν από την έννοια που τους προσδίδεται χάρη των πολλών στους οποίους απευθύνεται. Πολεμοκάπηλοι, φασίστες, ιμπεριαλιστές, ειρηνόφιλοι, ουδετερόφιλοι, δεσμευμένοι και αδέσμευτοι – λέξεις που καθημερινά επανέρχονται στον τύπο και στην ραδιοφωνία, σε διαφορετικά σύνολα και από διαφορετικές πηγές. Πώς ο κοινός άνθρωπος θα ξεχωρίσει τι αντιπροσωπεύουν εκάστοτε αυτές οι λέξεις και θα τους δώσει την “ειωθυίαν αξίωσιν” σε αντίθεση με την “δικαίωσιν” – που σαν σκοπιμότητα υποτάσσεται σε μια γενικότερη αρχή;

Είναι αναγκαίο γι’ αυτό το σκοπό να γνωρίζει τι σημαίνει ακριβώς η λέξη ιδεολογία, τι ρόλο παίζει στη ζωή μας και πώς επηρεάζει την προπαγάνδα.

(Α. Χριστοφορίδης, Εισαγωγή στην προπαγάνδα, εκδ. ΡΙΚ, Λευκωσία 1966, σελ. 335)

Από το Βιβλίο του καθηγητή, σελ. 67-71

Όταν δάκρυσαν τα μάρμαρα

Του Τάκη Θεοδωρόπουλου

Τα δάκρυα που έχυσε κάποτε η Μελίνα στην αίθουσα του Βρετανικού Μουσείου όπου φιλοξενούνται τα μάρμαρα του Παρθενώνα προγραμμάτισαν την πολιτισμική πολιτική που επρόκειτο έκτοτε να ακολουθήσει η Ελλάδα ως ευρωπαϊκή χώρα. Και μας οδήγησαν σε μία ακόμη ήττα. Όχι τόσο επειδή ακόμη και προχθές ο κ. Κάμερον δήλωσε ότι θα ήταν λάθος η επιστροφή των Ελγινείων στην Ελλάδα. Όσο γιατί μας παγίδευσαν σε μια συζήτηση περί ιδιοκτησίας των πολιτισμικών αγαθών πίσω από την οποία οχυρωθήκαμε, χάνοντας για μία ακόμη φορά τις δυνατότητες αξιοποίησης του κληροδοτήματος που έχουμε ως σύγχρονοι Έλληνες. Τα πολιτισμικά αγαθά δεν είναι ούτε υδρογονάνθρακες ούτε οικόπεδα με θέα. Η αξία της γλυπτικής του Φειδία είναι οικουμενική και σ’ αυτήν την οικουμενικότητα έχουν βασιστεί τα μεγάλα μουσεία, όπως το Λούβρο, το Βρετανικό ή το Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης. Και όταν εμείς οι Έλληνες υποστηρίζουμε ότι στα μέρη μας και από τον δικό μας πολιτισμό γεννήθηκε ο Δυτικός Πολιτισμός, θα πρέπει να ξέρουμε πως η παρουσία αυτών των έργων σ’ αυτά τα μουσεία είναι το πιο αξιόπιστο πειστήριο. Η Αφροδίτη της Μήλου ανταγωνίζεται την Τζοκόντα ως τα δύο δημοφιλέστερα εκθέματα του Λούβρου. Κι αν κάτι πρέπει να μας βάζει σε σκέψεις, είναι ότι όταν πριν από χρόνια το μουσείο αποφάσισε να ανακαινίσει την αίθουσα της Αφροδίτης, τα χρήματα δόθηκαν από την ιαπωνική τηλεόραση και όχι από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Όπως επίσης ότι και το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης θυσίασε μεγάλο μέρος από την αίγλη του και άφησε τους καλύτερους χώρους στα μάρμαρα που κάποτε θα επιστραφούν και όχι στα αριστουργήματα που ήδη υπάρχουν στις αίθουσές του. Θα μου πείτε ότι τα μάρμαρα του Παρθενώνα είναι ειδική περίπτωση διότι ο έβδομος λόρδος του Έλγιν για να τα αποκτήσει ακρωτηρίασε το αρχιτεκτονικό σύνολο. Θα συμφωνήσω εν μέρει. Διότι υπάρχει και η Ευρώπη και αν η Ελλάδα θέλει να είναι ευρωπαϊκή χώρα, οφείλει κατ’ αρχάς να θυμηθεί ότι στους δύο αιώνες της ύπαρξής της αυτά τα έργα υπήρξαν πρώτης τάξεως πρωταγωνιστές των υποθέσεων και των συμφερόντων της. Κι αν θέλει να πείσει για τα κληρονομικά της δίκαια, θα πρέπει να επιδείξει την ίδια πολιτισμική γενναιοδωρία με την οποία αντιμετώπισε ο ελληνικός πολιτισμός την οικουμένη.

Καθημερινή, 23/2/2013

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_23/02/2013_512199


“Πάντα πλήρη θεών”. Παράλληλα κείμενα

Η καταγωγή, το παρελθόν, η συνέχεια μόνο ένσαρκο βιωματικό δεδομένο μπο­ρούν να είναι, όχι συναισθηματικές παρόλες και ψυχολογική αυθυποβολή. Καθημερι­νό οικιστικό περιβάλλον, που να παραπέμπει στο σπίτι του παππού,   του   προπάππου, των προγόνων μέχρι και δύο αιώνες πριν – σε αισθητές παραστάσεις και προσλαμβάνουσες   σταθερές   μέσα στην ίδια πόλη. Αλλά στη νεώτερη Ελλάδα ό,τι ήταν πα­ρελθόν θεωρήθηκε ντροπή, καθυστέρηση, συντήρηση, έπρεπε να εξαλειφθεί οπωσ­δήποτε, να στηθεί στη θέση του το «μοδέρνο»: μπετόν και φερ-φορζέ. Οι πόλεις του ελλαδικού κράτους σήμερα έχουν κα­ταγωγή και ιστορία τόση όση και οι πόλεις της ευρωπαϊκής μετανάστευσης σε άλλες ηπείρους ή οι τριτοκοσμικές πόλεις που α­πομιμήθηκαν την ευρωπαϊκή οικιστική νεωτερικότητα.

[…]

Μόνο στο Αγιονόρος και σε κάποιες με­ριές της Ινσταμπούλ, επισκέπτης περαστι­κός ο Νεοέλληνας, μπορεί να έχει ένα κά­ποιο ρίγος επίγνωσης από πού έρχεται και τι του δίνει πραγματική (όχι ιδεολογικά κα­τασκευασμένη) ταυτότητα. Την ίδια βιωμα­τική εμπειρία μπορεί ίσως να έχει μπαίνο­ντας και σε κάποιο από τα αναρίθμητα με­ταβυζαντινά εκκλησάκια που παραμένουν διάσπαρτα στις δήθεν «πόλεις» μας. Επισκέπης περαστικός και εκεί, γιατί οι εν χρήσει ενοριακοί ναοί είναι συνήθως προσκλήσεις αρχιτεκτονικού κιτσαριού ανατρι­χιαστικότερου και από τη μοδέρνα πολυ­κατοικία: Θρησκευτικά τεμένη «κατείδωλα» με φραγκομαντόνες, ηλεκτρικά καντή­λια και πλαστικά μανουάλια, που υπηρε­τούν εφήμερα ψυχολογικά ορμέμφυτα σκο­τεινού πρωτογονισμού. Καμία σχέση με τη συνέχεια και παράδοση του εκκλησιαστικού γεγονότος στην κάποτε Ελλάδα.

Χρήστος Γιανναράς, Καθημερινή http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_06/11/2005_162609

«Για τους αρχαίους Έλληνες του 5ου αιώνα, τα ομηρικά κείμενα, η ομηρική παράδοση ήταν ήδη μια μορφή μνήμης. Δεν υπάρχει ανθρώπινη κοινότητα που να μην αισθάνεται την ανάγκη, όχι μόνο να ζήσει το παρόν της, αλλά να δώσει ένα νόημα στο παρόν της βυθίζοντάς το στις ρίζες ενός παρελθόντος λίγο πολύ αρχαίου, καμιά φορά και μυθικού. Στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν είναι τυχαίο ότι η θεότητα που προστατεύει την ποιητική έμπνευση ονομάζεται Μνημοσύνη. Γι’ αυτούς λοιπόν τα ομηρικά ποιήματα, ο Θηβαϊκός κύκλος και άλλα, αποτελούν το παρελθόν τους, ένα είδος κοινής κληρονομιάς, που διατήρησε η προφορική ποίηση»
«Το πρόβλημα είναι της κοινωνικής ταυτότητας. Έλεγα ότι έχουμε μια μοναδική ταυτότητα, αλλά οι άλλοι δεν είναι ανεξάρτητοι. Οι κοινωνίες μας αναπτύσσουν τον ατομισμό, π.χ. οι άνθρωπο εντάσσονται λιγότερο στην οικογένεια, έχουν απελευθερωθεί από την οικογένεια και την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκουν, υπάρχει κρίση της ταυτότητας στη μοναδικότητά της. Αλλά οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από ρίζες, χρειάζονται να στηριχθούν στην ομάδα, και καμιά φορά επινοούν ρίζες. Έχουν ανάγκη να μάθουν ποιοι είναι, μέσα από θρησκευτικά ή κοινωνικά πλαίσια ή μια κοινωνική μνήμη, περισσότερο ή λιγότερο κατασκευασμένη»

Από συνέντευξη του Ζ. Π. Βερνάν στην Όλγα Σελλά (Καθημερινή)
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_7_11/03/01_I7064539=I7064539=|01&01-0301!cod110301$34722.html

Κάθε φορά που μπαίνω σε μιαν από τις μισογκρεμισμένες και μισοζωγραφισμένες εκείνες μικρές εκκλησίες που απόμειναν ενσωματωμένες, ίδια βράχια, μέσα στο ελληνικό ύπαιθρο, και με χτυπήσει η μυρωδιά της υγρασίας των τοίχων, μου φαίνεται ότι έρχομαι σε άμεση, σε δερματική σχεδόν επαφή με το σόι μου – λες κι έχω αποδείξεις ότι αυτό κρατάει ολόισα από το Βυζάντιο. Κι ένας κόσμος ολόκληρος τότε, με τα μωβ και  τα χρυσά του διακόσμου του, μου προσφέρεται σε κοινωνία μυστική. Πρέπει να σέβεται κανείς πολύ τις αισθήσεις, να τρέμει στη συνείδηση της αγιότητάς τους, για να μπορεί να φτάσει έτσι, από τους αντίποδες, στο ίδιο αποτέλεσμα.

Ελύτης, Γιάννης Τσαρούχης, 1964

Μια πρόχειρη αναφορά στα κείμενα της Αρχαίας Ελλάδας ή ένα απλό ταξίδεμα στα μνημεία του γεωγραφικού χώρου της φτάνει για να πείσει και τον πιο αμετανόητο πως εκεί βασιλεύει πάντα κυρίαρχος ο λόγος ενός από τους δικούς τους, του Θαλή: πάντα πλήρη θεῶν. Και πού το βρήκε γραμμένο ο νεώτερος άνθρωπος πως το αντίθετο από τον κόσμο της πίστης είναι η απιστία (η δικιά του) και όχι μια πίστη διαφορετική από την άλλη (η πίστη των Αρχαίων Ελλήνων σε αντιπαράταξη με τον κόσμο των Χριστιανών); […] Στον κόσμο της πίστης, πατέρα των πολιτισμών της πίστης (δεν υπάρχουν άλλοι) ανήκουν και ο Όμηρος και οι Αρχαίοι Έλληνες και οι Χριστιανοί. Δεν υπάρχει, ως την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό στην Ευρώπη, κανένας πολιτισμός στη γη που να μην ανήκει στον κόσμο της πίστης.

Ζήσιμος Λορεντζάτος, Παλίμψηστο του Ομήρου, 1978

Στα γράμματα (αλλά και σε άλλες εκδηλώσεις κάθε πολιτισμού ανθρωπινού) δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε πεθαμένους και ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Έχομε πεθαμένους που κατευθύνουν τη ζωή μας, τη ζωή του σήμερα ή κάθε νιόκοπης γενιάς, όπως έχομε ζωντανούς που όσο περισσότερο φωνάζουν, τόσο περισσότερο βλέπομε πως είναι πρωθύστερα πεθαμένοι: και αυτό είναι παράδοση – να ζουν μοναχά οι ζωντανοί (και ας έχουν καμιά φορά, μερικοί απ’ αυτούς πεθάνει χρόνους πρωτύτερα). Και κάθε νιόκοπη πάλι γενιά, κατευθύνει εκείνη τη ζωή της παράδοσης: και αυτό είναι παράδοση. Από την άποψη αυτή, εκείνο που λέμε ή ονομάζομε πρωτοποριακό δεν υπάρχει. Μοναχά η παράδοση υπάρχει πλέρια. Γιατί παράδοση είναι η ζωή, και μάλιστα η ανώτερη φάση της ζωής που δεν ξεχωρίζει πεθαμένους από ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Έχομε προσθήκη, περπάτημα, πλουτισμό της παράδοσης. Οι έσχατοι γίνονται πρώτοι , οι πρώτοι έσχατοι. Όσοι αποτελούν την παράδοση μπορεί να πει κανένας πως έχουν όλοι την ίδια χρονολογία, τη σημερινή. Η παράδοση δεν είναι τα περασμένα ή τα μελλούμενα, αν και περισσότερο είναι τα μελλούμενα παρά τα περασμένα, αφού η παράδοση ζει στο αιώνιο τώρα: και αυτό είναι παράδοση. Μια δύναμη που συμβαδίζει με τη ζωή και που η ζωή (στην ανώτερη φάση της) συμβαδίζει μαζί της: ζωή και παράδοση ταυτόσημες

Ζήσιμος Λορεντζάτος, Οι Ρωμιές, 1979

Μπορούμε να κάνουμε πολλές πικρές παρατηρήσεις πάνω στην άβυσσο που μπορεί κάποτε να χωρίσει τους μορφωμένους και τους καλλιεργημένους από τη φωνή της ζωής, όταν σκεφτούμε πως για πολλούς αιώνες ο μόνος πραγματικός ποιητής που έχει το Γένος είναι ο ανώνυμος και αναλφάβητος λαός, και πως ο μόνος σπουδαίος πεζογράφος, που ξέρω εγώ τουλάχιστον, είναι πάλι ένας ταπεινός, που μαθαίνει λίγα γράμματα στα τριάντα τόσα του χρόνια – ο Μακρυγιάννης. Και το πιο παράξενο είναι ότι αυτοί οι αγράμματοι συνεχίζουν πολύ πιο πιστά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα από την απέραντη ρητορεία των καθαρολόγων που, καθώς είπα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ακατάλυτο φίμωτρο

Γ. Σεφέρης, Κωστής Παλαμάς, 1943

Μιλώ για τη μυστική επικοινωνία με την ύλη, την αρμονική συμβίωση με το αίνιγμά της, αυτή που έκανε τον Έλληνα από την εποχή κιόλας των Ιώνων να καταλαβαίνει πόσο η Φύση ξέρει να ακριβολογεί όταν ανυπόκριτα την εμπιστεύεσαι. Πραγματικά, μια μεγάλη αλληλεγγύη αναπτύσσεται ανάμεσα στα φυσικά στοιχεία και στις δημιουργικές δυνάμεις των ανθρώπων του τόπου αυτού. Τα δέντρα, οι θάλασσες, τα βράχια συμμετέχουν στην κίνηση της σμίλης ή του χρωστήρα· και το αντικείμενο που αναδύεται στο τέλος από τη συνεργασία αυτή, όσες αφαιρέσεις κι αν έχει υποστεί (κάποτε και χάρη σ’ αυτές) αποκαθιστά το φως αυτούσιο, και όχι απλώς το αποδίδει, όπως έγινε με τη δυτική τέχνη που επί αιώνες περιχαρακώθηκε με αυτάρκεια μέσα στα ποικίλα ευρήματα της λεγόμενης «οφθαλμαπάτης»

Ελύτης, Οι θαλασσινές πέτρες του Νικολάου, 1972

Όταν οι προοδευμένοι άνθρωποι – και δε μιλάω ειρωνικά – καταλάβουνε μια μέρα ή ξαναβρούνε, δύσκολα, την παράδοσή τους (την παράδοση μπορείς να την καταλάβεις μοναχά με τη ζωή σου ή με τη μεταφυσική πράξη, διαφορετικά απομένει, και αυτή, μόνο φιλοσοφία ή φιλοσοφικό σύστημα και, το σπουδαιότερο, χάνει τότες τη θεϊκιά προέλευσή της), θα πρέπει να χρωστάνε ευγνωμοσύνη στις καθυστερημένες γρηές – και πάλι δεν μιλάω ειρωνικά – τις μανάδες ή τις κυριούλες των περισσότερων από μας που ανάφτανε – ακούραστες – τα καντήλια στα ταπεινά ξωκκλήσια και στα ερημομονάστηρα της Ελλάδας, όλο αυτό το διάστημα της σιωπής ή της μεταφυσικής αγρανάπαψης, που εκείνοι – κουρασμένοι – μεριμνούσανε και τυρβάζανε περί πολλά

Ζήσιμος Λορεντζάτος, Το χαμένο κέντρο, 1962

Υπάρχουν έργα τέχνης που για να τα αισθανθούμε χρειάζεται πρώτα να τα καταλάβομε· για να προκαλέσουν τη συγκίνηση, απαιτούν από το θεατή τους ειδική άσκηση ή ειδικές γνώσεις. Δεν πιστεύω καθόλου πως αυτό χωρίς άλλο είναι ελάττωμα. Είναι όμως και μια τέχνη, η τέχνη που εμόρφωσαν και μας παράδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες, που μιλάει άμεσα σε κάθε άνθρωπο (φτάνει να μην έχασε την πηγαία του ικανότητα να αισθάνεται), χωρίς να του βάζει καμιά προϋπόθεση.

Βέβαια φανερώνει πολύ περισσότερα μυστικά και πολλαπλασιάζει τη χαρά σ’ εκείνον που με αγάπη, δηλαδή με καιρό και με κόπο, προσπαθεί να μπει στο νόημά της. Μα γιατί ο κάθε άνθρωπος – κι ας μην έχει ιδεί ποτέ του ελληνικό έργο, κι ας μην ξέρει τίποτε από ελληνική μυθολογία και ιστορία – αισθάνεται την καρδιά του να χτυπάει δυνατότερα μόλις αντικρίσει ένα αρχαίο ελληνικό άγαλμα ή ανάγλυφο ή ζωγραφιά, ακόμη κι ένα συντρίμι, ένα αρχαϊκό χέρι ή πόδι, ένα κλασικό μάτι;

Χρήστος Καρούζος, Αρχαία Τέχνη, 1972

Στον τόπο μας, βλέπεις, τις πράξεις των ανθρώπων δεν τις κρίνουν μόνο οι ζωντανοί αλλά και μυριάδες μυριάδων πεθαμένοι, πρόγονοι άξιοι, πολιτισμοί φημισμένοι. Πώς να μη ζυγιάζουν οι Έλληνες τον κάθε τους λόγο, το κάθε τους έργο, πώς να μη διστάζουν, πώς να μη φοβούνται; Είναι σκληροί, πολύ σκληροί αγωγιάτες οι αιώνες που στέκονται πίσω τους με τις βουκέντρες και τους τσιγκλάνε για να προχωρήσουνε, όσο κι αν έχουν γεράσει, όσο κι αν έχουν κουραστεί, όποια φορτία κι αν κουβαλάνε

[…]

«Δε βγαίνουν καλές οι φωτογραφίες, οι εικόνες είναι σκοτεινές. Τις καταστρέψατε με τα λιβάνια και με τα κεριά», εξηγεί ο φωτογράφος

Σαν να μην τον άκουσε ο Μελέτιος σκύβει μπροστά στην εικόνα που ‘ναι τοποθετημένη σ’ ένα καβαλέτο και κάνει το σταυρό του, κάτι ψιθυρίζουν τα χείλια του. Μέσα στη σκιά που ρίχνει για λίγα δευτερόλεπτα το κορμί του καλόγερου το πρόσωπο του Χριστού χάνεται, ο σταυρός γίνεται ένα με τη νύχτα που σκεπάζει ξαφνικά τον Γολγοθά. Μονάχα μια λεπτή φωτεινή λουρίδα που ξεφεύγει από τη δέσμη του προβολέα πέφτει πάνω σε μια κατακόκκινη παπαρούνα που ‘χει φυτρώσει μαζί με άλλα αγριολούλουδα κοντά στη ρίζα του σταυρού, κάτω από τα καρφωμένα πόδια του Σταυρωμένου.

«Είναι έργα τέχνης», προσθέτει ο φωτογράφος βλέποντας τον Μελέτιο ν’ ανησπάζεται.

Ο βιβλιοθηκάριος στρέφεται αργά, ήρεμα.

«Όχι, παιδί μου, δεν είναι έργα τέχνης αλλά πίστης», α­ποκρίνεται.

Ο άλλος κοιτάζει το γερο-μοναχό με απορία, λες και του μίλησαν σε κάποια ξένη γλώσσα.

[…]

Βλέποντας τον Ετιέν ντε Μπρισάκ να τον κοιτάει μ’ απο­ρία, ο καπετάνιος τού εξήγησε πως οι Έλληνες δεν έπαψαν ποτέ να πληρώνουν τζερεμέδες για την κληρονομιά των προ­γόνων, να πολεμάνε και να χύνουν το αίμα τους για τ’ αξόφλητα βερεσέδια που τους άφησε η Ιστορία.

«Θα σου φανεί παράξενο, αλλά μάθε ότι δεν αισθανθήκα­με ποτέ πραγματικά λεύτεροι σ’ αυτό τον τόπο», πρόσθεσε. «Όπου κι αν πάμε, όπου κι αν σταθούμε μέρα νύχτα, έχουμε πίσω μας αυτούς τους άτιμους προγόνους που μας παρακο­λουθούνε, μας μπήγουν τις φωνές, μας τσιγκλάνε σαν να ‘μαστε καματερά και δε μας αφήνουν να ξαποστάσουμε, να ζήσουμε κι εμείς ήσυχα, όπως και τόσοι άλλοι λαοί, να γνοιαστούμε για τα σπίτια μας, να μεγαλώσουμε ανθρωπινά τα παιδιά μας, να δουλέψουμε στα χωράφια μας. Αυτοί δεν τα υπολογίζουν όλα αυτά που λες, δε σκοτίζονται που ο κόσμος άλλαξε, βλέπουνε τους καιρούς μας και γελάνε, μας κοροϊδεύουνε. Ξέρουνε καλά, βλέπεις, ότι θα ξεπεραστούν δύσκολα —αν ξεπεραστούν ποτέ— τα κατορθώματα και τα έργα τους, ο πολιτισμός τους, πως όλοι εσείς οι σημερινοί σοφοί και γραμματισμένοι, θέλετε δε θέλετε, αναμασάτε τα λόγια τους, αλλά δε βρήκατε μέχρι τώρα τίποτα καινούριο για να πείτε, να φτιάξετε. Πώς θες να ικανοποιηθούν αυτοί οι περήφανοι άνθρωποι, αυτοί οι ασυμβίβαστοι πολεμιστές με τις ψευτολευτεριές μας, με τις κάλπικες ανεξαρτησίες μας; Πώς να μην περιφρονούν έναν κόσμο που ξέχασε τι πάει να πει τιμή, λευτεριά, αξιοπρέπεια, όταν κοιτάνε από τον Άδη και βλέ­πουν την πατρίδα τους γεμάτη σκλάβους με σκυμμένα κεφά­λια; Πώς να δικαιολογηθούμε; Τι να τους πούμε; Ότι θα βρούμε δικούς μας τρόπους και νέες συνταγές για να γλιτώ­σουμε από την τυραννία και να κυβερνηθούμε; Πώς θ’ απο­χτήσουμε τη λευτεριά μας με παρακάλια και ζητιανιές; Ε­σείς οι Ευρωπαίοι έχετε καιρό μπροστά σας για να κάνετε τα σφάλματα που κάναμε εμείς άπειρες φορές, για να νομί­σετε, όπως νομίσαμε, ότι το αύριο είναι πάντα καλύτερο α­πό το χτες και πως σας περιμένουν όμορφες κι ευτυχισμένες μέρες. Εδώ που τα λέμε, δε φταίτε, έχετε δίκιο, είσαστε καινούριοι στην Ιστορία. Εμείς όμως ερχόμαστε από πολύ μακριά, τα μάτια μας έχουν δει σημεία και τέρατα, έχουν α­κούσει πολλά τ’ αυτιά μας. Πώς να τα ξεχάσουμε; Πώς να σβήσουμε όσα είναι χαραγμένα μέσα στη μνήμη μας;»

Άρης Φακίνος, Το κάστρο της μνήμης

Copyright © Η Στέρνα          Φιλοξενείται από Blogs.sch.gr
Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση