Παράδοση. Ελύτης

Κάθε φορά που μπαίνω σε μιαν από τις μισογκρεμισμένες και μισοζωγραφισμένες εκείνες μικρές εκκλησίες που απόμειναν ενσωματωμένες, ίδια βράχια, μέσα στο ελληνικό ύπαιθρο, και με χτυπήσει η μυρωδιά της υγρασίας των τοίχων, μου φαίνεται ότι έρχομαι σε άμεση, σε δερματική σχεδόν επαφή με το σόι μου – λες κι έχω αποδείξεις ότι αυτό κρατάει ολόισα από το Βυζάντιο. Κι ένας κόσμος ολόκληρος τότε, με τα μωβ και  τα χρυσά του διακόσμου του, μου προσφέρεται σε κοινωνία μυστική. Πρέπει να σέβεται κανείς πολύ τις αισθήσεις, να τρέμει στη συνείδηση της αγιότητάς τους, για να μπορεί να φτάσει έτσι, από τους αντίποδες, στο ίδιο αποτέλεσμα.

Γιάννης Τσαρούχης, 1964

Γεύση Σαντορίνης, γεύση Κρήτης, γεύση Άθω. Με μιαν ελιά εδώ ή εκεί, κοντακίου ή κάλβειας ωδής· ώσπου από τα μεσοδιαστήματα, τις ώχρες και τα μπλε κοβαλτίου, τις συνηχήσεις και τις μεταφορές, αναδυθεί, Αμφίων των χρωματιστών θαλασσών, αναπαρθενευμένος κόσμος. Κόσμος αιώνιος αλλ’ αδιάπτωτα σε κατάσταση νεογέννητου. Σκηνές που, για να έχουν επαναληφθεί ταυτόσημες τόσο πολλές φορές, έφτασαν να γίνουν συντεταγμένες του ελληνισμού.

Το χωριό σε κάποιο ορεινό νησί, το φτωχοεκκλησάκι, ο παπάς ο έρμος με όλο όλο για εκκλησίασμα μια γραία και τρία μικρά παιδιά.  «Δι ευχών των αγίων πατέρων ημών». Στο μικρό παραθυράκι με το σπασμένο τζάμι ο ξεραμένος βασιλικός κι απ’ έξω, ως κάτου αριστερά, οι πλαγιές με τις φυτείες από κρεμμύδια, και τ’ αγριεμένο πέλαγος.

Ιδιωτική οδός, 1990

Από το “Αλφαβητάρι του Νεοέλληνα”, του Χρήστου Γιανναρά

;


Αφήστε μια απάντηση

Copyright © Η Στέρνα          Φιλοξενείται από Blogs.sch.gr
Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση