Το άλεσμα ήταν η εργασία αλέσματος του καρπού(σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη), αλλά και ο ίδιος ο καρπός και το αλεύρι. Με τα ζώα (γαϊδάρους, αλλά και μουλάρια) μετέφεραν συνήθως τον καρπό στο μύλο.
Η εύρεση της κατάλληλης θέσης για το χτίσιμο του ανεμόμυλου ήταν σημαντική, γιατί έπρεπε να πνέουν στο μέρος αυτό οι κατάλληλοι άνεμοι. Γι’αυτό προκειμένου να βρουν την κατάλληλη θέση για το χτίσιμο του μύλου, παρατηρούσαν επί εβδομάδες ολόκληρες ή και μήνες τους ανέμους σε διάφορες θέσεις μιας περιοχής.
Ο ανεμόμυλος αποτελούνταν από ένα κυλινδρικό μέρος που χτιζόταν με πέτρες. Η στέγη του γυρίζει γύρω από τον άξονά της. Ένα σημαιάκι, το λεγόμενο πουλί, ήταν τοποθετημένο στο πιο ψηλό σημείο του μύλου και έδειχνε την κατεύθυνση του ανέμου. Εκεί που γύριζε το πουλί, προς τα εκεί γύριζε ο μυλωνάς το σύστημα του μύλου. Οι ανεμόμυλοι δούλευαν με όλους τους ανέμους.
Οι μυλωνάδες δούλευαν νύχτα-μέρα. Ένας ανεμόμυλος μπορούσε να αλέσει με ευνοϊκό άνεμο 1.700 οκάδες καρπό τη μέρα. Η αλεστική περίοδος άρχιζε το Μάη και τέλειωνε το Νοέμβρη.
Πηγή: «Ξεχασμένα παραδοσιακά επαγγέλματα στη Νάξο», Γιάννης Σ. Βερώνης, έκδοση: Σύλλογος Δαμαλιωτών Νάξου, 2002