προσωπικότητες
Πανουργιάς
Στις 10 Απριλίου 1821, περιήλθε στα χέρια των επαναστατημένων Ελλήνων της Στερεάς Ελλάδας το Κάστρο της Άμφισσας (Σάλωνα). Επρόκειτο για την πρώτη ισχυρή θέση που καταλαμβανόταν και αυτό ήταν κυρίως έργο του μέχρι τότε αρματολού Πανουργιά. Σχετικά με τη γέννηση του Πανουργιά αναφέρονται δύο χρονολογίες. Σύμφωνα με μερικές πηγές γεννήθηκε το 1759. 0 ιστορικός Φιλήμων αναφέρει ως έτος γέννησής του το 1767, που φαίνεται ότι είναι το πιθανότερο.
Όταν ξέσπασε η επανάσταση στον Μοριά ο Πανουργιάς μετέβη στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, πήρε μαζί του τους προκρίτους της περιοχής για να τους προστατεύει, τακτοποίησε τους άνδρες του, σύστησε εφορία και στις 27 Μαρτίου 1821 ύψωσε τη σημαία της επανάστασης. Έτσι η Άμφισσα έγινε η πρώτη πόλη της Στερεάς Ελλάδας που ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης. Λίγες ημέρες αργότερα οι Τούρκοι, οι οποίοι είχαν κλειστεί βιαστικά στο κάστρο της πόλης χωρίς να πάρουν πολλά εφόδια, αναγκάστηκαν να παραδοθούν.
Μεγάλη υπήρξε η δράση του Πανουργιά κατά τους αγώνες που ακολούθησαν, κατά τους οποίους θυσιάστηκαν και μαρτύρησαν πολλοί διακεκριμένοι Έλληνες όπως ο Αθανάσιος Διάκος, ο μητροπολίτης Σαλώνων Ησαΐας και άλλοι. Αποκορύφωμα υπήρξε η μάχη των Βασιλικών, όπου μαζί με τον εφάμιλλό του Δυοβουνιώτη πέτυχαν περιφανή νίκη κατά των Τούρκων. Εκεί διακρίθηκε ο γιος του Ιωάννης ή Νάκος Πανουργιάς, τον οποίο ο γερο-Πανουργιάς άφησε στη θέση του και μετά τη μάχη πήγε στον Μοριά για να πάρει μέρος στις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης. Εκεί μεσολάβησε, κατά την πολιορκία του Ακροκορίνθου από τον Πλαπούτα, ώστε να γίνει συμφωνία και να φύγουν από το φρούριο 150 Αλβανοί με τα όπλα, τις αποσκευές και χίλια γρόσια ο καθένας. Σημαντική υπήρξε η συμβολή του Πανουργιά, σε συνεργασία με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, στην ήττα του Δράμαλη στον Μοριά.
Οι οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας μετά την κάθοδο το Δράμαλη στην Πελοπόννησο σφράγισαν κυριολεκτικά την οδό ανεφοδιασμού του και δεν άφησαν να περάσει ούτε μια άμαξα ή ένα μουλάρι για τον στρατό που φιλοδοξούσε να καταπνίξει την Επανάσταση και ο οποίος καταστράφηκε στα Δερβενάκια. Τον Ιούλιο τoυ 1824 μια μεγάλη στρατιά υπό τον Αμπάζ πασά κινήθηκε από τη Λαμία προς την Άμφισσα. Ο Πανουργιάς πρότεινε και πέτυχε να πείσει τους συμπατριώτες του να καλύψουν την περιοχή της Άμπλιανης, μεταξύ Γραβιάς και Σαλώνων. Μια δύναμη 700 ανδρών από τα Σάλωνα με επικεφαλής τον γιο του Νάκο έσπευσε να καταλάβει θέσεις για να κλείσει τον δρόμο του εχθρού. Σε σύντομο διάστημα η δύναμη ενισχύθηκε με σώματα άλλων οπλαρχηγών, μεταξύ των οποίων ήταν ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και άλλοι. Η μάχη της Άμπλιανης, που διήρκεσε εννέα ώρες, έληξε με μεγάλη νίκη των Ελλήνων, που με ελάχιστες δικές τους απώλειες κατόρθωσαν να σκοτώσουν μεγάλο αριθμό Τούρκων (500 περίπου κατά τις μετριοπαθέστερες εκτιμήσεις) και να πάρουν πολλά λάφυρα.
Μετά την έλευση του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, και την προσπάθεια αυτού να δημιουργήσει τακτικά στρατεύματα, ο γιος του, Νάκος Πανουργιάς, διορίστηκε πεντακοσίαρχος στη χιλιαρχία του Δυοβουνιώτη. Ο γερο-Πανουργιάς το 1833 διορίστηκε μέλος μιας οκταμελούς επιτροπής η οποία συστάθηκε στο Ναύπλιο για να εξετάσει τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει οι αγωνιστές κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Η επιτροπή αυτή συστάθηκε και σε άλλα μέρη μετά τη διάλυση των άτακτων στρατευμάτων από την Αντιβασιλεία. Μετά το τέλος των εργασιών της, ο αγωνιστής επέστρεψε στην Άμφισσα, όπου και πέθανε τον επόμενο χρόνο (1834). Ο Πανουργιάς εκτός από την ανδρεία και την ικανότητά του περί τα στρατιωτικά, στα οποία έδειξε μοναδική αποφασιστικότητα, τήρησε συνετή στάση έναντι των αρχόντων της ιδιαίτερης πατρίδας του, τηρώντας τα μέτρα που αποφάσιζαν και μη επιτρέποντας καμία ανυπακοή ή απειθαρχία.
Ιωάννης Μακρυγιάννης
Γεννημένος το 1797 σ’ ένα χωριό κοντά στο Λιδωρίκι, ο Μακρυγιάννης στάθηκε ένας από τους κύριους παράγοντες της Επανάστασης· γενναίος, αποφασιστικός, ανδραγάθησε σε διάφορες μάχες και έφτασε ως το βαθμό του στρατηγού. Όπως όλοι σχεδόν οι ηγέτες της Επανάστασης, ήταν αναλφάβητος· αλλά στο τέλος του Αγώνα, διορισμένος από τον Καποδίστρια χιλίαρχος, αισθάνεται την ανάγκη να ιστορήσει ό,τι είδε και έπραξε, και τριάντα δύο χρονών κάθεται και μαθαίνει γράμματα, και αρχίζει να γράφει με το χέρι του, χωρίς ορθογραφία, χωρίς καν στίξη, τα Απομνημονεύματά του, που εξακολουθεί να τα συμπληρώνει ως τις παραμονές του θανάτου του. Ο λόγος του είναι ολότελα λαϊκός, δίχως ίχνος λόγιας επίδρασης, με τη ζωντάνια της προφορικής ομιλίας και με τη θέρμη ενός ανθρώπου που δεν είναι μονάχα αυτόπτης αλλά και πρωταγωνιστής των γεγονότων που ιστορεί. Το ζωηρά προσωπικό αυτό ύφος ταιριάζει απόλυτα με την έντονη και ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του, που αγανακτεί και αντιτάσσεται σε κάθε πράξη αυθαιρεσίας ή συμβιβαστικού καιροσκοπισμού. Τα Απομνημονεύματα είναι η πιο έγκυρη αποτύπωση του ήθους των αγωνιστών του Εικοσιένα· είναι συνάμα και το μοναδικό ίσως κείμενο που δίνει, σε τόσο συνθετική μορφή, ανόθευτη τη λαϊκή γλώσσα. Το έργο έμεινε ανέκδοτο· αλλά και πάλι, όταν το 1907 το εκδίδει για πρώτη φορά ο Γιάννης Βλαχογιάννης, δεν κινεί την προσοχή των λογίων· μόνο τα τελευταία προπολεμικά χρόνια η νεώτερη λογοτεχνική γενιά γοητεύεται από τον ανόθευτο λόγο του στρατηγού και ζητεί να διδαχτεί από το ύφος του, από αυτόν τον «αγράμματο δάσκαλο» όπως τον ονόμασε ο Σεφέρης. (http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature)
Πρόσφατα σχόλια