Δημοσιευμένα άρθρα για νεοέλληνες λογοτέχνες (Βικέλα, Καραγάτση, Κόντογλου, Καμπούρογλου κ. ά.)

Βλ. Δημοσιευμένα άρθρα μου για περισσότερους νεοέλληνες λογοτέχνες (Αργύρη Εφταλιώτη, Έλλη Αλεξίου, Μάρω Δούκα, Άλκη Ζέη, Ρίτα Μπούμη-Παπά κ. ά.) στα Αρχεία της Ομάδας Δημιουργικοί Εκπαιδευτικοί του Π.Σ.Δ.   https://blogs.sch.gr/eisk/ 

 

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Δ. ΒΙΚΕΛΑ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ;

 Ελένη Α. Ηλία  (Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευτεί με τον τίτλο Τα λογοτεχνικά αφηγήματα του Δ. Βικέλα ως διαχρονικά αναγνώσματαστο περιοδικό Διαδρομές, τχ. 60, Χειμώνας 2000, σελ. 261-266).

 

Η πρωτότυπη λογοτεχνική παραγωγή του Δημητρίου Βικέλα δεν συνιστά ασφαλώς τη  μοναδική αλλά ούτε και την κύρια ενασχόλησή του στο χώρο των γραμμάτων. Συνιστά έναν από τους ποικίλους τρόπους έκφρασης των πνευματικών ανησυχιών του και κατακτήσεων. Ο εν λόγω συγγραφέας έχει επίσης ασχοληθεί με τη μετάφραση στα Ελληνικά έργων τοτ Σαίξπηρ, του Γκαίτε, του Άντερσεν, του Ομήρου, του Ρακίνα και άλλων. Επίσης έχει γράψει διάφορα  μελετήματα, όπως τα «Περί Παλαιολόγων», «Οι τελευταίοι των Παλαιολόγων εν Αγγλία», «Περί Βυζαντινών» κ. λπ. Έχει γράψει ακόμη ταξιδιωτικά κείμενα, τα Απομνημονεύματά του και λογοτεχνικές κριτικές. Έχει αρθρογραφήσει σε περιοδικά και είναι ο βασικός ιδρυτής του «Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων» Βλ. σχετικά με τη βιοεργογραφία του την έκδοση του Συλλόγου του 1997, με τίτλο «Δημητρίου Βικέλα, Άπαντα», φιλολ. επιμ. Άλκη Αγγέλου και ειδικότερα τον τόμο Α, σελ. 47-57. Είναι ενδεικτικό ότι στο σύνολο των οκτώ τόμων όπου έχει συγκεντρωθεί το συγγραφικό του έργο πριν από μία εικοσαετία περίπου, τα διηγήματα και τα ποιήματά του, καθώς και το μοναδικό του μυθιστόρημα, με τον τίτλο «Λουκής Λάρας», καλύπτουν μόλις τον έναν. Εδώ λοιπόν θα αναζητήσουμε και θα αναδείξουμε τις αφηγηματικές τεχνικές που διακρίνουν τη λογοτεχνική πεζογραφία του, ώστε να αποδειχθεί η διαχρονικότητά της, η δυνατότητα του σύγχρονου αναγνώστη να την απολαύσει, να ταυτιστεί με τους ήρωές του, να συμμεριστεί τα συναισθήματα και να μετέχει στις εμπειρίες τους παρά το γεγονός ότι αναφέρονται σε μια εποχή τόσο μακρινή και διαφορετική από τη σύγχρονη (Για την ταύτιση και την αναγνωστική εμπλοκή ως αποτέλεσμα των αφηγηματικών χειρισμών βλ. W. C. Booth, The Rhetoric of Fiction, Penguin Books, Middlesex, 1987, σελ. 71, 131, 396-398. Επίσης, W. Iser, The Implied Reader, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1990, σελ. 38-39, 104, 233, 281. Τέλος, Ελένης Α. Ηλία, Ο Αναγνώστης και η Λογοτεχνική Δημιουργία του Ηλία Βενέζη, εκδ. Αστήρ, 2000, σελ. 86-87,  96-105).

Στο μυθιστόρημα «Λουκής Λάρας» η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο αποδίδει ως προσωπικές αναμνήσεις τις περιπέτειες ενός χιώτη εμπόρου κατά την τεραγμένη περίοδο της ελληνικής επανάστασης. Η έντονη πλοκή του έργου αυτού δεν χαρακτηρίζει και τα διηγήματα που γράφει ο Βικέλας στη συνέχεια, στα οποία η έμφαση δίνεται αποκλειστικά στην παρουσίαση των αφηγηματικών προσώπων, στον εσωτερικό τους κόσμο, τις προσωπικές τους σχέσεις, την εξέλιξη των συναισθημάτων τους (βλ. σχετικά τις σελίδες 26-30 της Εισαγωγής της έκδοσης της Εστίας, 1979, με τον τίτλο «Δ. Βικέλα. Διηγήματα»). Στα διηγήματα αυτά ο αφηγητής δεν συμπίπτει συνήθως με τον κύριο ήρωα ενώ χρησιμοποιείται συχνότατα ο διάλογος, σε αντίθεση με τον Λουκή Λάρα, όπου ο αφηγητής αρκείται στον πλάγιο λόγο για να αποδοθούν τα λόγια των λογοτεχνικών προσώπων. Ο Mario Vitti θεωρεί ότι η έμφυτη μετριοπάθεια του Βικέλα τον απέτρεψε από τη χρήση του διαλόγου, η οποία προϋπέθετε την επιλογή της καθομιλουμένης αντί μιας πλαστής γλώσσας (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1987, σ. 274). Κοινό στοιχείο μεταξύ όλων των αφηγημάτων του Βικέλα είναι η επιλογή του Παρατατικού ή του Αορίστου στα ρήματα, καθώς η δράση εκτυλίσσεται εξολοκλήρου στο παρελθόν. Οι ήρωες του Βικέλα εμφανίζονται ελκυστικοί και κερδίζουν τη συμπάθεια του αναγνώστη με την ευγένεια, την καλοσύνη, την ανιδιοτέλειά τους (Λίνου Πολίτη, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μορφ. Ίδρ. Εθνικής Τραπέζης, 1985, σ. 201),  ακόμη και με την αφέλειά τους, τα μικρά ή μεγαλύτερα προσωπικά τους δράματα, τις ανασφάλειες, τις φοβίες τους. Στο διήγημα «Η συμβουλή της καμπάνας» παρακολουθούμε το διάλογο ανάμεσα σε δύο φίλους, με θέμα την αναποφασιστικότητα του ενός σχετικά με το αν θα παντρευτεί την αγαπημένη του. Καθώς ο μέλλων γαμπρός παραθέτει εναλλάξ τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία της κοπέλας, προκειμένου ο φίλος του να τον συμβουλεύσει αν πρέπει να πραγματοποιήσει αυτόν το γάμο. Ο φίλος απαντά συνεχώς με τον ίδιο στερεότυπο τρόπο, πότε καταφατικά και πότε αρνητικά: «Πάρε την» ή «Μην την πάρεις». Όταν ο νεαρός που σκέφτεται αν θα παντρευτεί, αγανακτεί με τις αντιφατικές συμβουλές του φίλου του, ο δεύτερος του προτείνει να ακούσει τη συμβουλή της καμπάνας, που την θεωρεί αλάνθαστη. Σε επόμενο διάλογό τους ο νέος παραπονιέται στο φίλο του πως αν και βασίστηκε στην υπόδειξή του και παντρεύτηκε την κοπέλα, ο γάμος του τελικά απέτυχε. Ο φίλος επέμεινε ότι η συμβουλή της καμπάνας ήταν ορθή αλλά απλώς ο γαμπρός δεν την είχε ερμηνεύσει σωστά. Από τη συγκεκριμένη συνομιλία προκύπτει αβίαστα η προνοητικότητα του ερωτώμενου να αποφύγει να αναμειχθεί στην απόφαση του φίλου του για το γάμο, με δεδομένη την αφέλεια, την επιπολαιότητα και την ανευθυνότητα με τα οποία αντιμετώπιζε το ζήτημα ο ερωτών, επιδιώκοντας να μεταφέρει αλλού την ευθύνη της επιλογής του. Οι συγκεκριμένοι αφηγηματικοί χειρισμοί προσδίδουν χιουμοριστικό τόνο στο διήγημα, καθιστώντας έως σήμερα ιδιαίτερα απολαυστική την ανάγνωσή του.

Οι διάλογοι ανάμεσα στα δύο κύρια πρόσωπα του διηγήματος με τίτλο «Εις του οφθαλμιάτρου», την κυρά Λοξή και τον γιατρό, φανερώνουν την αμοιβαία συμπάθεια και εκτίμηση που αισθάνονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα τη θετική στάση και του αναγνώστη για τους δύο. Συγκεκριμένα,  ο γιατρός εκφράζει τα συναισθήματά του προς την ηλικιωμένη νησιώτισσα που τον επισκέφτηκε στο ιατρείο του, συνοδεύοντας έναν τυφλό άντρα που κάποτε ήταν ερωτευμένος μαζί της, με το να αρνείται να δεχθεί αμοιβή από εκείνη. Η γυναίκα φανερώνει τα δικά της αντίστοιχα αισθήματα προς το γιατρό, καθώς του εμπιστεύεται με ιδιαίτερη άνεση τα προσωπικά της, για τα οποία δεν κάνει ποτέ λόγο σε κανέναν άλλο. Προτείνει δε στο γιατρό να θέσει υποψηφιότητα στις τοπικές εκλογές, για να τον υποστηρίξει με τις σημαντικές δυνάμεις που διαθέτει.

Στο διήγημα που τιτλοφορείται «Φίλιππος Μάρθας» το αναγνωστικό ενδιαφέρον για τον ομώνυμο ήρωα εξασφαλίζεται καταρχάς από την εντυπωσιακή περιγραφή της εξωτερικής του εμφάνισης. Εδώ κυριαρχούν οι τεχνικές της αντίθεσης και της υπερβολής, που αποδίδουν αριστοτεχνικά το παράδοξο και το ακραίο που  χαρακτηρίζουν την εμφάνιση του ήρωα.. Αυτά δε τα στοιχεία συνδέονται στην αφήγηση με την εξαιρετικά τραγική προσωπική του ιστορία, που είναι εξίσου ασυνήθιστη με τα σημάδια που έχει αφήσει στη μορφή του. Αναλυτικότερα, ο αφηγητής επισημαίνει πως ο ήρωάς του ξεχωρίζει έντονα όχι μόνο ανάμεσα σε κανονικούς ως προς τη μορφή ανθρώπους αλλά και ανάμεσα στο έτσι κι αλλιώς ετερόκλητο πλήθος των κατοίκων της Ερμούπολης όπου ζει. Επιπλέον  ο αφηγητής δεν παραλείπει να εκφράσει την πεποίθησή του ότι  αν ο ήρωας δοκίμαζε να παρέμβει στην εμφάνισή του ώστε να μην είναι τόσο ιδιαίτερη, αυτό θα γινόταν οπωσδήποτε αντιληπτό από τον περίγυρό του, που έτσι θα προέβαινε σε ακόμη περισσότερα σχόλια από όσα με την παρέμβασή του θα επεδίωκε να αποφύγει.

Στα «Δυο αδέλφια» μας εντυπωσιάζει εξίσου η περιγραφή της κόρης του κυρίου Μελέτη, πολύ δε περισσότερο, καθώς ενώ ο αφηγητής περιμένει ανυπόμονα να την γνωρίσει, η συνάντησή τους αναβάλλεται διαρκώς. Αυτές μάλιστα οι συνεχείς αναβολές του προκαλούν την υποψία ότι συμβαίνουν σκόπιμα και αναρωτιέται για την αιτία. Όταν επιτέλους την συναντά, στην περιγραφή της κυριαρχούν οι αλλεπάλληλες αντιθέσεις, που κάνουν φανερό το μέγεθος της έλξης που ασκεί πάνω του. Αντιπαραθέτει την ομορφιά της στη μελαγχολία της, τη σωματική της αρμονία στις υποτονικές κινήσεις της, το έντονο μαύρο χρώμα των ματιών της στα ωχρά χείλη της. Η περιγραφή καταλήγει με το συμπέρασμα πως η μορφή της κοπέλας είναι απόκοσμη, ενισχύοντας την ατμόσφαιρα μυστηρίου.

Εκτός από την επιτυχημένη σκιαγράφηση των αφηγηματικών προσώπων, στην ταύτιση του αναγνώστη μαζί τους και στην εμπλοκή του στις καλές και κακές στιγμές τους συντελεί καθοριστικά η επιλογή από το συγγραφέα της κοινής οπτικής του αναγνώστη με τους ήρωες σε πλήθος αφηγηματικών σημείων. Με το να μην υπερέχουμε σε πληροφορίες και γνώσεις αναφορικά με την εξέλιξη της υπόθεσης έναντι των αφηγηματικών προσώπων, μας προσφέρεται η δυνατότητα να παρακολουθούμε τα γεγονότα με την ίδια αγωνία και να τα βιώνουμε με το πάθος που εμφανίζουν εκείνοι. Στο διήγημα που έχει τίτλο «Η άσχημη αδερφή», ενώ οι φίλοι Λιάκος και Πλατέας συνομιλούν μεταξύ τους, καθισμένοι αντικριστά, κάτι αποσπά την προσοχή του πρώτου, οπότε παύσει να παρακολουθεί το συνομιλητή του. Όταν ο Πλατέας το αντιλαμβάνεται και δοκιμάζει να στραφεί προς το σημείο που είναι σταθερά προσηλωμένο το βλέμμα του φίλου του, εκείνος τον εμποδίζει, ζητώντας του επιτακτικά μάλιστα να εξακολουθήσει τη συζήτηση. Όσο η περιέργεια του Πλατέα παραμένει ανικανοποίητη τόσο οξύνεται και η αναγνωστική περιέργεια, η οποία ικανοποιείται μόνο κατά τη στιγμή που τα πρόσωπα τα οποία κοιτάζει ο Λιάκος, τους προσπερνούν, οπότε έχει και ο Πλατέας τη δυνατότητα να τα δει. Πρόκειται για τις κόρες του κυρίου Μητροφάνους, με τις οποίες θα γίνουν τελικά ζευγάρια οι δύο φίλοι.

Όταν στο διήγημα «Ο παπα-Νάρκισσος» ο νεαρός πρωταγωνιστής που είναι ιερέας, επισκέπτεται έναν ετοιμοθάνατο λεπρό στην καλύβα που τον έχουν απομονώσει, προκειμένου να τον κοινωνήσει, ο αναγνώστης μοιράζεται την οπτική της παπαδιάς, η οποία ανησυχεί έντονα για την υγεία του άντρα της. Αιτία της αγωνίας της είναι ο ακατανίκητος, ανεξέλεγκτος φόβος που νιώθει ο παπάς μπροστά στο θάνατο, από την παιδική του ηλικία, οπότε και είχε δει νεκρό τον πατέρα του. Ζώντας πάντα ο ίδιος με το άγχος να μην τύχει να έρθει στο πλαίσιο του επαγγέλματός του αντιμέτωπος με πεθαμένο, η γυναίκα του που περιμένει έξω από την καλύβα με τον λεπρό, όπου έχει φτάσει μόνη, διανύοντας ιδιαίτερα μεγάλη απόσταση, μην τολμώντας ωστόσο και να εισέλθει εκεί, διακόπτοντας την ιερή αυτή στιγμή, βιώνουμε πληρέστατα την ψυχική της αναστάτωση.

Στο μυθιστόρημα «Λουκής Λάρας» η αγωνία του αυτοδιηγητικού αφηγητή και των υπόλοιπων μελών της οικογένειάς του να μην τους αντιληφθούν οι Τούρκοι που τους αναζητούν, μεταδίδεται στον αναγνώστη ως αποτέλεσμα της ταύτισης της οπτικής του με τη δική τους, καθώς βρίσκονται κρυμμένοι σε ένα σκοτεινό και βρώμικο στάβλο, τον οποίο ερευνά Τούρκος στρατιώτης. Όταν οι άθλιες συνθήκες που επικρατούν στο χώρο, αναγκάζουν το στρατιώτη να απομακρυνθεί από εκεί εσπευσμένα, μην  έχοντας ανακαλύψει τους ήρωες, μοιραζόμαστε εξίσου την ανακούφισή τους για τη σωτηρία τους.  Στη συνέχεια η οικογένεια του αφηγητή μαζί με άλλους συμπατριώτες του βρίσκονται συγκεντρωμένοι σε κάποια παραλία της Χίου, περιμένοντας να επιβιβαστούν σε μια μικρή βαρκούλα που πηγαινοέρχεται μέχρι το αγκυροβολημένο πλοίο με το οποίο πρόκειται να διαφύγουν από το νησί.  Καθώς η ζωή τους απειλείται από τους εξαγριωμένους Τούρκους που σφαγιάζουν αδιακρίτως τους εναπομείναντες Έλληνες, η αναγνωστική οπτική είναι κοινή με εκείνη όσων παραμένουν στη στεριά. Ενώ δε το σκοτάδι λιγοστεύει και οι Τούρκοι πλησιάζουν επικίνδυνα, η αγωνία μας κορυφώνεται μαζί με των άμεσα απειλούμενων προσώπων.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το διήγημα «Φίλιππος Μάρθας», όπου η ταύτισή μας με τον κύριο ήρωα προκύπτει από τη δυνατότητά μας να γνωρίσουμε τον εσωτερικό κόσμο του μέσα από τις σελίδες του προσωπικού ημερολογίου του. Ενώ λοιπόν ο κοινωνικός περίγυρος του ήρωα στέκεται στην παραξενιά του,  ο αναγνώστης έχει πρόσβαση στις γραπτές σημειώσεις, όπου ο Μάρθας καταφεύγει επειδή δεν έχει κάποιο φίλο για να του εμπιστευτεί το μυστικό του, ότι θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για το θάνατο της γυναίκας και του παιδιού του. Χάρη στην παράθεση αυτών  των σημειώσεων, αν και όλοι στην περιοχή θεωρούν στη συνέχεια το θάνατο του ήρωα ατύχημα, οι αναγνώστες που πληροφορούμαστε τις συστηματικές προσπάθειές του στο παρελθόν να σκοτωθεί με τον συγκεκριμένο τρόπο, αντιλαμβανόμαστε την αλήθεια.

Η τεχνική του χιούμορ, που ο συγγραφέας την χειρίζεται με έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο συντελεί επίσης στη διαχρονική ανταπόκριση στο έργο του Βικέλα. Εδώ θα παραθέσουμε ενδεικτικά μερικές μόνο από τις πάμπολλες περιπτώσεις που συναντάμε στην αφηγηματογραφία του,  που εκτός από συναρπαστική, την καθιστούν και διασκεδαστική. Το γεγονός αυτό θα ήταν καλό δε να εκτιμηθεί ειδικότερα σε σχέση με το εφηβικό-νεανικό αναγνωστικό κοινό. Η Βίτω Αγγελοπούλου σημειώνει σχετικά σε άρθρο της στην εφημερίδα Καθημερινή (29 Μαρτίου 1998) ότι θεωρεί το «Λουκή Λάρα» το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο για τη νεότητα.

Στο διήγημα «Η άσχημη αδερφή» ο καθηγητής Πλατέας νιώθει μνησικακία για τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, επειδή πιστεύει ότι το ποιίημά του «Το Σήμαντρον», που είχε πρόσφατα διαβάσει, έγινε αιτία να φοβηθεί τόσο πολύ ενώ κολυμπούσε ότι θα τον κατασπαράξει καρχαρίας, όπως το νέο του ποιήματος, ώστε όχι μόνο κινδύνεψε να πνιγεί αλλά και ποτέ στο μέλλον δεν αποφάσισε να κολυμπήσει ξανά.

Στο «Λουκή Λάρα» ο αφηγητής, βλέποντας μια κοπέλα να χαμογελά ενώ κοιτάζει προς το μέρος του,  αναρωτιέται αν πρόκειται για εκδήλωση συμπάθειας ή αν έχει κάνει κάποιο λάθος με τα παστά ψάρια που πουλά. Όπως όμως στρέφει το κεφάλι του προς τον τελευταίο πελάτη για να το διαπιστώσει, αντιλαμβάνεται ότι το χαμόγελο της κοπέλας δεν απευθύνεται σε εκείνον  παρά στο νεαρό φίλο της, που στέκεται πίσω του, οπότε διακωμωδεί τον εαυτό του. Πιο κάτω παρακολουθούμε τον ήρωα που έχει επιστρέψει στη Χίο, για να πάρει το θησαυρό που έκρυψε η οικογένειά του, καθώς έφευγε κυνηγημένη από τους Τούρκους. Προκειμένου όμως να μην αντιληφθεί κανένας το σκοπό του ταξιδιού του, δεν έχει αποκαλύψει την ταυτότητά του. Όταν λοιπόν ένας Τούρκος αξιωματούχος δίνει στο νεαρό ήρωα κάποια παραγγελία που ο τελευταίος δεν εκτελεί σωστά, ο Τούρκος ρωτά για την καταγωγή του. Ο Λουκής απαντά ψευδώς ότι κατάγεται από την Ικαρία, οπότε ο συνομιλητής του παρατηρεί ότι θα θεωρούσε απίθανο να καταγόταν από τη Χίο, αφού είναι τόσο ανόητος. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής δηλώνει τότε αυτοσαρκαζόμενος, πως αν και η ιδέα που έχει ο Τούρκος για το άτομό του δεν είναι καθόλου κολακευτική, ωστόσο νιώθει ικανοποιημένος για τη θετική γνώμη που αυτός εξέφρασε για τους συμπατριώτες του.

Από τα παραπάνω παρατιθέμενα αφηγηματικά σημεία προκύπτει κατά συνέπεια το συμπέρασμα ότι αν και τα πεζογραφήματα του Βικέλα έχουν γραφτεί τον προπερασμένο αιώνα, εξακολουθούν να εμπλέκουν, να γοητεύουν και να συναρπάζουν το σύγχρονο αναγνώστη. Ο χρόνος που έχει περάσει από τη συγγραφή τους αποδεικνύει τη διαχρονικότητά τους. Η πρόταση του άρθρου προς τους αναγνώστες δεν μπορεί λοιπόν παρά να είναι ότι τα συγκεκριμένα κείμενα είναι σκόπιμο και σήμερα να διαβαστούν με βασικό σκοπό την αναγνωστική απόλαυση.

ΜΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗ «ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ»
ΤΟΥ Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ
Ελένη Α. Ηλία  (Το άρθρο  έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Αργοναύτης, ISSN:1109-947Χ, τ. 2, σελ. 91-94).

Ξαναδιαβάζοντας πρόσφατα το μυθιστόρημα του Καραγάτση «Η Μεγάλη Χίμαιρα», με εντυπωσίασε το γεγονός ότι το ενδιαφέρον μου κορυφωνόταν διαρκώς έως την τελευταία φράση, αν και πρόκειται για έργο που κυκλοφόρησε πενήντα πέντε χρόνια πριν. Αναζήτησα λοιπόν τα αφηγματικά στοιχεία, τους συγγραφικούς χειρισμούς που προσφέρουν διαχρονικά στον αναγνώστη τη δυνατότητα της εμπλοκής.
Ο αφηγητής του κειμένου, καθώς δεν συμπίπτει με κάποιο λογοτεχνικό ήρωα, χρησιμοποιεί το τρίτο ενικό πρόσωπο, για να αναφερθεί στα γεγονότα αλλά και στον ψυχισμό των προσώπων που τα βιώνουν ή τα προκαλούν. Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε να τον ορίσουμε ως αφηγητή-«παντογνώστη» , οπότε η αξιοπιστία του και η ορθότητα της κρίσης του θεωρούνται δεδομένα, με αποτέλεσμα η δική του άποψη και θέση για τους διάφορους ήρωες να συνιστά τον βασικότερο παράγοντα διαμόρφωσης της αναγνωστικής στάσης απέναντί τους.
Συγκεκριμένα, για να επικεντρωθούμε αρχικά στο βασικό αφηγηματικό πρόσωπο, τη Μαρίνα, την πρωτοεμφανίζει να αναπολεί την περασμένη ζωή της και ειδικότερα τα παιδικά της χρόνια, ενώ ταξιδεύει με το σύζυγό της για πρώτη φορά προς τον τόπο καταγωγής του, την Ελλάδα. Παρακολουθώντας τον εσωτερικό αγώνα της να απελευθερωθεί από τη ντροπή για τις επιλογές της μητέρας της, να βρει διέξοδο στη γνώση, να ξεπεράσει την αποστροφή της στον έρωτα κ. ο. κ., αισθανόμαστε συμπάθεια για κείνην, συμμεριζόμαστε τις επιθυμίες της . Οι εξελίξεις από τον έγγαμο βίο της, ανάμεσα στις οποίες και η γέννηση του παιδιού της, αποδίδονται επίσης μέσα από την αναπόλησή της με αφορμή την πρώτη λευκή τρίχα της. Επιπλέον, η αφήγηση εστιάζεται στο δίλημμά της όταν αφού έχει χάσει την κόρη της από δική της αβλεψία, αντιλαμβάνεται ότι κυοφορεί τον καρπό της παράνομης σχέσης της με τον κουνιάδο της, ο οποίος έχει ήδη αυτοκτονήσει.
Με τον ίδιο τρόπο ο αναγνώστης εισέρχεται στον εσωτερικό κόσμο του Μηνά, όπου συγκρούονται η ερωτική επιθυμία του για τη Μαρίνα, η οργή του για τις ευθύνες της σχετικά με την ασθένεια της ανιψιάς του, οι τύψεις του για το θάνατο της μικρής κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής του με τη γυναίκα, η οδύνη του για την ανακάλυψη από τη μητέρα του της αλήθειας. Ο αναγνώστης επίσης έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει σκέψεις και συναισθήματα της ηλικιωμένης πεθεράς της ηρωίδας, όπως τις αμφιβολίες και τις επιφυλάξεις της για τη Μαρίνα, που προκύπτουν από την πλήρη άγνοιά της για το παρελθόν της, τους φόβους της ότι μπορεί να συνάψει ερωτικό δεσμό με το μικρότερο γιο της Μηνά, το προαίσθημά της για την τραγική έκβαση της ασθένειας της εγγονής της.
Ένα επιπλέον στοιχείο που χαρακτηρίζει την ανάγνωση του έργου είναι η συνεχής εναλλαγή της οπτικής μας . Η αυξημένη αντιληπτική μας δραστηριότητα, καθώς προβαίνουμε στο συνδυασμό των δεδομένων που αντλούμε από τις διαφορετικές θεωρήσεις των εμπλεκομένων προσώπων, έχει ως συνέπεια τη μεγιστοποίηση της αίσθησης εμπλοκής μας και συνακόλουθα της αναγνωστικής απόλαυσης. Μια τέτοια περίπτωση συνιστά η παρουσίαση της ασθένειας της μικρής ΄Αννας.
Αναλυτικότερα, αρχικά παρακολουθούμε το κοριτσάκι που φτάνει στο σπίτι τη νύχτα ενθουσιασμένο μετά από διασκέδαση. Αναζητά τη μητέρα του στο δωμάτιό της και περιμένοντάς την αποκοιμάται. ΄Επειτα εμφανίζεται η Μαρίνα να συναντά την κόρη της να επιστρέφει από το παιδικό πάρτυ ενώ εκείνη απομακρύνεται από το σπίτι, κατευθυνόμενη προς την πόλη. Προσπαθεί απεγνωσμένα αλλά μάταια να σταματήσει το αυτοκίνητο που μεταφέρει τη μικρή, οπότε το ακολουθεί πεζή, για να φτάσει τελικά σπίτι τα ξημερώματα. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η πεθερά της ηρωίδας εξοργισμένη να αναφέρει στο γιο της το Μηνά ότι το πρωί που την ξύπνησε η νύφη της για να ζητήσει τη βοήθειά της για το παιδί που είχε αρρωστήσει, μπαίνοντας στο δωμάτιο αντιλήφθηκε ότι εκείνη δεν είχε χρησιμοποιήσει καθόλου το κρεβάτι της, συνεπώς θα απουσίαζε ολόκληρη τη νύχτα.
Η αναγνωστική δραστηριότητα στο συγκεκριμένο έργο του Καραγάτση περιλαμβάνει επίσης τη συνεχή ανάπτυξη προσδοκιών για τις αφηγηματικές εξελίξεις . Η ερωτική σχέση ανάμεσα στη Μαρίνα και το Μηνά, η αυτοκτονία τόσο της πρώτης όσο και του δεύτερου, ο θάνατος της ΄Αννας είναι γεγονότα τα οποία ο αναγνώστης αναμένει, καθώς στο έργο παρέχεται πλήθος σχετικών ενδείξεων. Η επαλήθευση ωστόσο των αναγνωστικών προσδοκιών διαρκώς αναβάλλεται, ενώ μετά από την κάθε προσωρινή ματαίωσή τους, αυτές ενισχύονται πολύ περισσότερο, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να παραμένει διαρκώς σε εγρήγορση.
Η πιθανότητα για ερωτικό δεσμό των δύο νέων διαφαίνεται από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις τους αφενός από τον υποσυνείδητο πόθο της όπως εκφράζεται μέσα από ένα όραμα και αφετέρου από την καχυποψία της πεθεράς της απέναντί της. Όταν η Μαρίνα επισκέπτεται για πρώτη φορά την Αθήνα, όπου κατοικεί ο Μηνάς, χωρίς να συνοδεύεται από το σύζυγό της, η συγκεκριμένη προσδοκία μας δεν επαληθεύεται.
Αργότερα η ηρωίδα υποθέτει ότι ο κουνιάδος της παραμένει στη Σύρο αν και είχε προγραμματίσει να φύγει πολύ νωρίτερα, επειδή ενδιαφέρεται ερωτικά για κάποια κοπέλα εκεί. Ο ίδιος ωστόσο σε σχετική συζήτηση την διαβεβαιώνει ότι δεν είναι ερωτευμένος με τη συγκεκριμένη νέα, στοιχείο που αντιτίθεται σε όσα γνωρίζει στενός του φίλος. Τα παραπάνω οδηγούν τον αναγνώστη στο συμπέρασμα ότι ο Μηνάς παραμένει στο νησί για τη Μαρίνα, οπότε φροντίζει συστηματικά να μην το αντιληφθεί ο περίγυρός του.
Στη συνέχεια ο αινιγματικός και ταυτόχρονα εχθρικός τόνος με τον οποίο η πεθερά της ηρωίδας αναφέρεται απευθυνόμενη σε κείνην στην αλληλογραφία που έχει με το Μηνά αλλά και ο εκνευρισμός της που η νύφη της δεν παγιδεύεται, εκφράζοντας για τον αναγνώστη την αλάθητη μητρική διαίσθηση, συνιστούν μια ακόμη ισχυρή ένδειξη για την αμοιβαία έλξη των δύο τραγικότερων προσώπων του έργου. Η επαλήθευση των σχετικών προσδοκιών συμπίπτει με αυτήν για το θάνατο της μικρής ΄Αννας, ο οποίος συμβαίνει όχι κατά το διάστημα που όλοι, ειδικοί, οικογένεια και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, τον αναμένουν αλλά όταν θεωρείται πως το κοριτσάκι έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο.
Στα χαρακτηριστικά του κειμένου συμπεριλαμβάνονται οι αντιθέσεις , όπως αυτές που επισημαίνονται ανάμεσα σε πρόσωπα (π.χ. Μαρίνα-πεθερά). Επίσης σε αφηγηματικές επιλογές (ρεαλιστικοί διάλογοι και ειδυλλιακές φυσικές περιγραφές) ή γεγονότα (για παράδειγμα, την ξένοιαστη, απολαυστική βραδιά της Μαρίνας και του συζύγου της ακολουθεί η είδηση της οικονομικής τους καταστροφής. Αντίστοιχα, την ανέλπιστη οικονομική ανόρθωση της οικογένειας ακολουθεί ο αιφνίδιος θάνατος τριών μελών της).
Συνεχίζουμε με λοιπούς αφηγηματικούς χειρισμούς του συγγραφέα. Ο Μηνάς μετά την κηδεία της μικρής ανιψιάς του σε σύντομο διάλογο με τη μητέρα του στο χώρο του νεκροταφείου, της υπόσχεται ότι θα κάνει αυτό που ξέρει ότι επιθυμεί ο νεκρός πατέρας του. Καθώς αποχαιρετά την ηλικιωμένη γυναίκα, συμφωνούν ότι δεν θα ξανασυναντηθούν. Παρά την αοριστία των λόγων τους ο αναγνώστης είναι βέβαιος ότι ο Μηνάς έχει αποφασίσει να σκοτωθεί. Η πράξη της αυτοκτονίας αποδίδεται με εσωτερική εστίαση στον ίδιο, καθώς απομακρύνεται με το πλοίο από τη Σύρο: «΄Εσκυψε γεμάτος λαχτάρα προς το όραμα` άπλωσε τα χέρια του στους ίσκιους που τον καλούσαν…»
Η επίδραση που είχε στον ψυχισμό της Μαρίνας ο θάνατος της κόρης της προκύπτει αφενός από την αφηγηματική επισήμανση ότι περνούσε τις νύχτες της, κρατώντας ένα συγκεκριμένο βιβλίο χωρίς να διαβάζει. Αφετέρου από την εμπλοκή της φύσης, καθώς τα αστέρια εμφανίζονται να συνομιλούν μεταξύ τους, εκφράζοντας την απορία ποιο είναι αυτό το βιβλίο. Τελικά διαπιστώνουν πως πρόκειται για τη Μήδεια του Ευριπίδη, για την οποία τονίζουν ότι σκότωσε η ίδια τα παιδιά της από έρωτα. Η παραπάνω διακειμενική αναφορά ενισχύει την τραγικότητα της ηρωίδας του Καραγάτση.
Και στην περίπτωση της Μαρίνας η αυτοκτονία της αποδίδεται με άκρως υποδηλωτικό τρόπο , αντίστοιχα με αυτήν του Μηνά. Συγκεκριμένα, η έκκληση που απευθύνει στο σύζυγό της ο οποίος πλησιάζει με το σκάφος του στην προκυμαία όπου τον περιμένει: «Σώσε με!», ακολουθείται από την περιγραφή των διαφόρων πλασμάτων της θάλασσας, που συνιστά και το τέλος του έργου: Τα κεφαλόπουλα σκόρπισαν τρομαγμένα… Τρύπωσαν οι γωβιοί μες στα θαλάμια τους. Η πέρκα έκανε σαν τρελή. Μονάχα ο κάβουρας κατέβηκε απ’ το βράχο του αργοπερπατώντας σαν να μη γίνηκε τίποτα. Και με δαγκάνες ανοιχτές στραβοδρόμησε προς την καινούρια του τροφή.
Όπως προκύπτει, ο Καραγάτσης χρησιμοποιώντας με δεξιοτεχνία πλήθος αφηγηματικών τεχνικών, κατορθώνει να δραστηριοποιεί αδιάκοπα τους αναγνώστες του, με αποτέλεσμα την εμπλοκή μας στη ζωή των λογοτεχνικών του ηρώων και κατ’ επέκταση την αισθητική μας απόλαυση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.W. C. Booth, The Rhetoric of Fiction, Penguin Books, σσ. 4, 6, 282-284.
2.΄Ο. π., σσ. 243-246.                                                                                                                                  3.W. Iser, The Implied Reader, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, σ. 75.
4..΄Ο. π., σ.37 . Επίσης M. Riffaterre, «Describing Poetic Structures», στο Reader-Response Criticism, επιμ. J. P. Tompkins, The Johns Hopkins University Press, 1988, σσ. 38-39.                    5.W. Iser, ό. π., σσ. 48-49. Επίσης Τέλλου ΄Αγρα, Κριτικά. Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας, τ. 3ος, επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1981, σ. 35.                                                       6.W. Iser, The Act of Reading, A Theory of Aesthetic Response, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1991, σ. 85.                                                                                     7.Ζωής Σαμαρά, Προοπτικές του Κειμένου, εκδ. Κώδικας, Θεσσαλονίκη, σσ. 22, 23, 24, 42.
8.W. Iser, The Implied Reader, ό. π., σ. 31.

Μια ιστορία με πειρατές:

«Ο Μηνάς ο Ρέμπελος» του Κωστή Μπαστιά,

της Ελένης Α. Ηλία (Δημοσιευμένο στο περιοδικό Συριανά γράμματα, τχ. 39, Ιούλιος 1997, σελ. 131-137).

Ο Μηνάς ο Ρέμπελος, ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος του Κωστή Μπαστιά, μπαρκάρει σε ένα πειρατικό πλοίο, αναζητώντας τις αδερφές του, που είχε απαγάγει από τη Σύρο κάποιος κουρσάρος. Παρά το νεαρό της ηλι­κίας του, κατορθώνει πολύ γρήγορα να γίνει καπετάνιος και να αποκτήσει πολλά πλοία, νικώντας σε ναυμαχίες με πειρατικά και γαλλικά πολεμικά. Παντρεύεται τη Στυλιανή, που ήταν φυλακισμένη στο πλοίο με το οποίο ο Μηνάς  πρωτοταξίδεψε. Κάποιος γάλλος ναύαρχος, που νικήθηκε από το Μηνά, απήγαγε τη Στυλιανή και το μωρό τους, για να τον αναγκάσει να παραδοθεί. Ο ήρωας πολέμησε και πάλι μαζί του, με αποτέλεσμα η κοπέλα και το παιδί να σκοτωθούν. Τότε ο Μηνάς κατευθύνθηκε στο Άγιο Όρος με στόχο να το λεη­λατήσει. Εκεί όμως αποφάσισε να μονάσει. Κατόρθωσε να απαρνηθεί τις παλιές του συνήθειες και ασκήτεψε ως τα βαθιά του γεράματα.

Ο Μπαστιάς στο μυθιστόρημα αυτό δημιουργεί έναν ανθρώπινο τύπο με εξαιρετικές ικανότητες, που συχνά αγγίζουν το εξωπραγματικό. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως ο Μηνάς, όπως παρουσιάζεται γεμάτος αρετές και χωρίς καθόλου ελαττώματα ή αδύνατα σημεία, περισσότερο μοιάζει με τους ήρωες των παραμυθιών παρά με αφηγηματικό πρόσωπο έντεχνου λογοτεχνι­κού έργου. (Για τον κύριο ήρωα των παραμυθιών επισημαίνεται πως έχει τα βασικά ηλιακά προτερήματα, είναι δηλαδή νέος και όμορφος και γυρίζει τη γη. Ξεχωρίζει από όλους τους αδελφούς του και τους συνομηλίκους του για την εξυπνάδα και την ωριμότητα του. Βλ. Τζ. Σ. Κούπερ, Ο θαυμα­στός κόσμος των παραμυθιών. Μετάφραση Θύμης Μαλαμόπουλος: Αθήνα, Θυμάρι 1983, 85-90).

Εκτός από τη χαρισματική προσωπικότητα του Μηνά, ιδιαίτερα εντυπω­σιακή είναι και η εύνοια της τύχης απέναντι του. Παρ’ όλες όμως τις επιτυχίες και τις νίκες του, ο Μηνάς σε κανένα σχεδόν αφηγηματικό σημείο δεν δίνει στον αναγνώστη του την εντύπωση ότι είναι ευτυχισμένος: Τώρα που είχε κοτζάμου καράβι στην εξουσία του, κοτζάμου τσούρμο, τόσο βιός, τώρα φοβό­τανε. Σταματούσε η ανάσα του, άμα συλλογιότανε πως μπορούσε να τα χάσει όλα τούτα και να βρεθεί πάλι γυμνός και πεινασμένος, ανήμπορος ν’ ανασάνει λίγον αγέρα. Τίποτα δεν μπορούσε να λιγοστέψει το φόβο του. Τίποτα δεν ξαλάφρωνε τον ουρανό του από τα τόσα σύγνεφα που τον βαραίνανε (σελ. 130 κατά τη 2η έκδοση: Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών 1968).

Αυτή του η στάση δεν οφείλεται τόσο στο ριψοκίνδυνο τρόπο που ζει, στο ότι δηλαδή η συνεχής αναμέτρηση με το θάνατο ασφαλώς αποκλείει την ξε­νοιασιά και τη γαλήνη. Οφείλεται πολύ περισσότερο στο μόνιμο υπαρξιακό του άγχος. Αυτό είναι που οδηγεί το Μηνά στην πειρατεία, ενώ η αρπαγή των αδελφών του συνιστά την αφορμή, για να το αποφασίσει τη συγκεκριμένη στιγμή. Η έντονη πειρατική του δραστηριότητα τον εξοικειώνει βέβαια με την ιδέα του θανάτου, αλλά δεν κατορθώνει να τον συμφιλιώσει με τη ζωή. Καμιά του κατάκτηση και καμιά δικαίωση των επιλογών και των κόπων του δεν του προσφέρει την αίσθηση της ασφάλειας. Παραμένει πάντα ανικανοποίητος και φοβισμένος μέσα στη δύναμη και στην υπεροχή του: Καμιά λοιπόν ζημιά. Ζημιά μονάχα ο οχτρός. Άμα τους είδε ο Μηνάς κι ένιωσε πως το κόλπο του είχε πετύχει, απόρησε. Κι αντίς να χαρεί όσο θα ‘πρεπε για την τόση αγάπη της τύχης, φοβήθηκε. Μην του ετοίμαζε τάχα κάτι χειρότερο; (205).

Κι αν κάποιες ελάχιστες ώρες χαίρεται τον έρωτα του για την αντάξια του Στυλιανή, ο φόβος πως η χαρά του θα είναι εφήμερη τον αγχώνει πολύ περισ­σότερο: Φοβάμαι, ακριβή μου, της είπε. Φοβάμαι πως δεν τ’ αξίζω τέτοιο δώρο. Φοβάμαι πως κάπου πίσω από κάποιο τοίχο κάποιος δαίμονας παραμονεύει και στήνει λαγούμι της χαράς μου (186).

Το υπαρξιακό άγχος του Μηνά γίνεται ιδιαίτερα φανερό στον αναγνώ­στη, όταν ο ήρωας κλονίζεται, συνειδητοποιώντας την τεράστια ψυχική δύνα­μη του γέροντα ιερέα Συμεών, δύναμη που στηρίζεται στη θρησκευτική πίστη. Καθώς ο Μηνάς αντιλαμβάνεται πως μάταια ο ίδιος αναζητούσε την ουσια­στική εκείνη δύναμη στα όπλα και στην εξουσία, αμφισβητεί έντονα τον τρόπο της ζωής του, χωρίς όμως να έχει περιθώρια να τον αρνηθεί, αφού πρέπει να υπερασπίσει τη ζωή της γυναίκας του και του παιδιού του, που καταδιώκονται εξαιτίας του. Το γεγονός πως ο Μηνάς χάνει τη Στυλιανή και το μωρό τους, για τους οποίους η αγάπη του συνιστούσε το μοναδικό πραγματικά πολύτιμο στοι­χείο της άστοχης και βασανισμένης ζωής του, τον καθιστά ακόμη περισσότε­ρο τραγικό πρόσωπο. Όμως ο συγγραφέας επιφυλάσσει τελικά στον ήρωα του τη λύτρωση. Ο Μηνάς κατορθώνει να κατανικήσει την υπαρξιακή του αγωνία όταν ασκητεύει στο Άγιο Όρος, μετανιωμένος για το παρελθόν του.

Ο αναγνώστης του έργου αυτού έχει την ευκαιρία να περιπλανηθεί νοερά στο χώρο του Αιγαίου των αρχών του 19ου αιώνα και να εμπλακεί στα συναρ­παστικά πειρατικά επεισόδια, που αφηγείται ο Μπαστιάς

( Σύμφωνα με τον θεωρητικό της αναγνωστικής ανταπόκρισης W. Iser, η αλληλεπίδραση ανάμε­σα στο κείμενο και στον αναγνώστη προκαλεί την εντύπωση ότι είμαστε εμπλεκόμενοι σε μια πραγματικότητα. Το νόημα του έργου γίνεται δηλαδή άμεση εμπειρία του αναγνώστη Βλ. The Implied Reader: Baltimore-London, The John Hopkins University Press 19905, 38-39, 104, 233, 281). Ο Ξενόπουλος σημειώνει  σχετικά στα Αθηναϊκά Νέα (30.4.39)  πόσο θέλγει τον κοινό αναγνώστη η περι­πετειώδης ιστορία του Μηνά του Ρέμπελου  και εκφράζει την άποψη πως το ύφος του, η τέχνη του και η αρχιτεκτο­νική του  έργου  ικανοποιούν επίσης και το δυσκολότερο κριτικό. Διευκρινίζει μάλιστα πως το στοιχείο εκεί­νο που εξευγενίζει και ανυψώνει την περιπετειώδη υπόθεση του μυθιστορήματος είναι η ποίη­ση που το διαπνέει.

Η αναγνωστική εμπλοκή δεν εξαντλείται στις δραστηριότητες των κουρσάρων, όσο κι αν αυτές εμφανίζονται εντυπωσιακές. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα, βιώνουμε κυρίως την ψυχική αναζήτηση ενός ανθρώπου, την εσωτερική διαδρομή του προς την ολοκλήρωση. Ο προσανατολισμός του κειμένου όχι στα γεγονότα αλλά στους ανθρώπινους τύπους, που τα προκαλούν ή τα αντιμε­τωπίζουν, στη συνειδητοποίηση των ορίων και των δυνατοτήτων της ανθρώπι­νης ύπαρξης γενικότερα, επιχειρείται μέσα από μια σειρά αφηγηματικές στρα­τηγικές, που θα αποπειραθούμε να επισημάνουμε αμέσως πιο κάτω. Οι περιπέτειες των ηρώων, η πειρατική δράση τους, αν και πυκνή και έντο­νη, καλύπτεται σε λίγες σχετικά σελίδες. Εκείνο στο οποίο στέκεται περισσότε­ρο ο αφηγηματικός λόγος, είναι οι προβληματισμοί και γενικότερα ο ψυχισμός κυρίως του βασικού ήρωα, του Μηνά, αλλά και των υπόλοιπων προσώπων. Το ίδιο συμβαίνει και με τα διαλογικά μέρη που παρατίθενται στο έργο. Στην πλειονότητα τους δηλαδή οι διάλογοι αυτοί στοχεύουν στην ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των συνομιλούντων προσώπων. Πρόκειται για τους «προσωπικούς» διάλογους, που διαφέρουν από τους «περιστασιακούς», όπου κυριαρχεί το περιβάλλον, στο οποίο διεξάγονται, και από τις «συζητήσεις» με κυρίαρχο το θέμα της συνομιλίας. (Βλ. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπα­διαμάντη: Αθήνα, Κέδρος 1987, 176-177).

Όταν ο Μη­νάς σχεδιάζει να καταλάβει βίαια την εξουσία στο πειρατικό πλοίο που δού­λευε, αφού το πλοίο αυτό πουλιέται από τους Φράγκους σε άλλον ιδιοκτήτη, η Στυλιανή του ζητά να της εκμυστηρευτεί τα σχέδια του. Εκείνος την εμπι­στεύεται, παρόλο που τη γνωρίζει ελάχιστα και επιδιώκει τη συμπαράσταση της. Στο μεταξύ τους διάλογο, που εκτείνεται σε τρεις σελίδες (112-114) διακρίνου­με το θάρρος, την αποφασιστικότητα, την ειλικρίνεια, την περηφάνια και το αμοιβαίο ενδιαφέρον, που χαρακτηρίζουν τους δυο νέους. Οι αρετές του Μηνά γίνονται επίσης φανερές και από τις απαντήσεις του στον παπά, που τον κατη­γορεί, επειδή σκότωσε κάποιον στο πλοίο (86-87). Ο νεαρός ήρωας κατορθώνει να εντυπωσιάσει τόσο το ναύαρχο Μπονέ, ώστε ο τελευταίος όχι μόνο να του χαρίσει τότε τη ζωή, αλλά και σε επόμενη συνάντηση τους, όταν ο Γάλλος αιχμαλωτίζεται από το Μηνά, του προτείνει να υπηρετήσει στο γαλλικό στρα­τό. Η αντιπρόταση του Μηνά να συμμαχήσει με τη Γαλλία, καθώς και οι οικο­νομικές απαιτήσεις του, για να ελευθερώσει το γάλλο αιχμάλωτο του, φανερώ­νουν για άλλη μια φορά τις εξαιρετικές ικανότητες του ήρωα, την υπεροχή του απέναντι στους αντιπάλους του (168-174). Σε άλλο σημείο ο Μηνάς συνομιλεί με την Αρετή, φίλη της Στυλιανής, που την έχουν βιάσει νέγροι πολεμιστές, τους’ οποίους χρησιμοποιούσε ο γαλλικός στρατός κατά των πειρατών. Ο ήρωας είναι το μοναδικό πρόσωπο που κατορθώνει να παρηγορήσει την Αρετή για την ατυχία της (179-180). Αλλά και της Στυλιανής ο περήφανος και άρτιος χαρακτήρας προκύπτει για άλλη μια φορά από διάλογο της με το ναύαρχο Μπρυγκά, που την έχει αιχμαλωτίσει, για να αναγκάσει το Μηνά να παραδο­θεί. Η κοπέλα ατρόμητη δηλώνει στο Γάλλο πως θαυμάζει τον άντρα της, ενώ εκείνον τον περιφρονεί, που χρησιμοποιεί την ίδια και το μωρό της, από αδυναμία να αναμετρηθεί απευθείας με το Μηνά (207-208).

Πέρα από τους προσωπικούς διάλογους, που χρησιμοποιεί ο Μπαστιάς, για να επικεντρώσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον στα αφηγηματικά πρόσωπα, στην ίδια κατεύθυνση συντείνουν και τα αφηγηματικά σχόλια του έργου. Το περιεχόμενο αυτών των σχολίων συνδέεται κυρίως με την προσωπικότητα των ηρώων, και ιδιαίτερα με αυτή του Μηνά. Καθώς μάλιστα οι αναφορές του αφηγητή στο Μηνά είναι εξαιρετικά επαινετικές, διαμορφώνουν θετικά την αναγνωστική στάση απέναντι στο νεαρό ήρωα (Iser 102), αφού η συνέπειά τους κα­θιστά τον αφηγητή εντελώς αξιόπιστο (Ο Booth διακρίνει τους αφηγητές σε αξιόπιστους και αναξιόπιστους, ανάλογα με το αν τους εμπιστεύονται ή όχι οι αναγνώστες.  Βλ. W.C. Booth, The Rhetoric of Fiction: Penguin Books, Second Edition 158-159). Ας σταθούμε, για παράδειγμα, στη φράση πάντα έβγαινε νικητής (200). Προκειμένου να αναδειχθεί το μέγεθος της ικανότητας και της γενναιότητας του ήρωα, ο αφηγητής σημειώνει κάπου αλλού: Τρία βασίλεια μ’ άλλα λόγια κινήσανε, για να ξολοθρέψουνε τούτο τον άντρα, που τον είχανε φοβηθεί κι οι στεριές κι οι θάλασσες (202-203). Στο τέλος του έργου ο αφηγητής βεβαιώνει πως ο Μηνάς ασκήτεψε με την ίδια επιτυ­χία που είχε και ως πειρατής: Χρόνια είχε κουμαντάρει την ψυχούλα του, καθώς άλλους καιρούς με το δοιάκι και τ’ άρματα στο χέρι, ατρόμητος έσκιζε τις θάλασσες, κυβερνώντας και τα πλεούμενα και τα τσούρμα του (239).

Η θετική αναγνωστική στάση προς το Μηνά οφείλεται επίσης στο θαυμα­σμό και στην εκτίμηση που αισθάνονται για τον ήρωα τα υπόλοιπα αφηγημα­τικά πρόσωπα. Ο πατέρας του Μηνά εμφανίζεται περήφανος για το γενναίο τρόπο που αντιμετώπισε ο γιος του τον πειρατή Κατραμάτο, ενώ παράλληλα έχει τη βεβαιότητα πως θα κατορθώσει να φέρει πίσω τις αδερφές του, παρά το νεαρό της ηλικίας του και την αγριότητα του αντιπάλου (14-16, 24). Την ίδια εμπιστοσύνη αισθάνεται για το Μηνά και ο καπετάνιος του, ο πειρατής Γιορ-ντασής. Συγκεκριμένα, όταν ο τελευταίος μετανιώνει, επειδή υποσχέθηκε στο πλήρωμα του να εμφανίσει γυμνές μπροστά τους τη Στυλιανή και τις δυο αδερ­φές της, που είναι αιχμάλωτες του, εκλιπαρεί μυστικά το Μηνά να αποτρέψει αυτό το γεγονός, αφού δεν τολμά ο ίδιος ο Γιορντασής να αναιρέσει την υπό­σχεση του. Ο Μηνάς πράγματι κατορθώνει να μεταπείσει τους συντρόφους του, οι οποίοι μάλιστα τον επευφημούν για τη στάση του (42-44, 47). Αλλά και όλοι οι κάτοικοι της Απάνω Μεριάς στη Μήλο εναποθέτουν τις ελπίδες τους στο Μηνά, για να απαλλαγούν από τους επιδρομείς, που καταστρέφουν την κοινότητα τους (181-182). Είναι αξιοσημείωτο πως και οι εχθροί του Μηνά τον θαυμάζουν για τον ηρωισμό του και για την ορθή κρίση του (174-175).

Η συμπάθεια του αναγνώστη για τον ήρωα καλλιεργείται επίσης με τις αφηγηματικές αναφορές στον εσωτερικό του κόσμο. Καθώς παρακολουθούμε τις ενδόμυχες σκέψεις και τον κρυφό φόβο, που προξενούν στο Μηνά τα ορια­κά περιστατικά που βιώνει, δεν τον αντιμετωπίζουμε κριτικά, αντίθετα ταυτι­ζόμαστε μαζί του ( Ό. π. 278-281). Η απορία του ήρωα για τη γυναικεία ψυχοσύνθεση (72-74), οι προβληματισμοί του για την αξία της ανθρώπινης ζωής, με αφορμή τον αδιά­φορο τρόπο που την αντιμετωπίζουν οι πειρατές (51) και ο αναλογισμός των ευθυνών και των υποχρεώσεων που τον βαρύνουν, όταν αναλαμβάνει τη δια­κυβέρνηση του πλοίου (130-131) είναι μερικά από τα θέματα που στέκεται ο αφηγηματικός λόγος. Επίσης ο αναγνώστης εμπλέκεται στην ψυχική αναζή­τηση του Μηνά, που τον οδηγεί σε βαθιά θρησκευτική πίστη (198, 209, 228).

Όταν μάλιστα η ίδια η φύση εμφανίζεται να συμμετέχει στην προσωπική ζωή του Μηνά, ενισχύεται ακόμη περισσότερο η αναγνωστική εμπλοκή στον αφηγηματικό κόσμο. Η χαρά του νεαρού ήρωα, που ο πειρατής Γιορντασής ανταποκρίθηκε στην παράκληση του και τον δέχτηκε στο πλήρωμα του, φανε­ρώνεται, καθώς η λάμψη του νεανικού προσώπου σαν να μετατρέπει το νυχτε­ρινό τοπίο σε καταμεσήμερο (23). Επίσης η νύχτα εμφανίζεται ως το μοναδικό μέσο επικοινωνίας και ουσιαστικής ψυχικής επαφής ανάμεσα στο Μηνά και στη Στυλιανή κατά το διάστημα εκείνο που ο ήρωας δεν μπορούσε να συνα­ντηθεί με τη γυναίκα του, επειδή τον καταζητούσαν: – Πόσες νύχτες -τ’ αποκρίθηκε η Στυλιανή- ξαγρύπνησα σε τούτο το παράθυρο, αγναντεύοντας το πέλαγο και κοιτώντας τ’ άστρα. Πόσα μηνύματα δεν σού “στείλαμε τ’ άστρα, πόσα φιλιά και χάδια δεν παρακάλεσα το φεγγάρι να σου φέρει, σ’ όποια κι αν αρμένιζες θάλασσα, σ’ όποια κι αν περπατούσες στεριά. – Και δεν κουφέψανε στα παρακάλια σου. Γιατί κι εγώ τα ίδια αστέρια κουβέντιασα. Τις ίδιες νύχτες αγρύπνησα, τα ίδια λόγια είπα. Μηνύματα σού ‘στελνα κι εγώ (183).

Άλλο αφηγηματικό στοιχείο, που ευθύνεται επίσης για την εμπλοκή του αναγνώστη, είναι η δημιουργία προσδοκιών γύρω από την εξέλιξη της υπόθε­σης. Οι προσδοκίες μας στο συγκεκριμένο έργο άλλοτε εκπληρώνονται, οπότε μας παρέχεται μια αίσθηση ασφάλειας και ικανοποίησης, και άλλοτε ματαιώ­νονται, με αποτέλεσμα να αυξάνεται κατακόρυφα το αναγνωστικό ενδιαφέ­ρον ( Βλ. σχετικά Μ. Riffaterre, Describing Poetic Structures. Two Approaches to Baudelaire’s «Les chats»: Reader-Response Criticism. Επιμ. J.P. Tompkins: Baltimore-London, The John Hopkins University Press 1988s, 38-39. Επίσης, Αντώνης Κάλφας, Ο μαθητής ως αναγνώστης. Λογοτεχνική θεωρία και διδακτική πράξη: Θεσσαλονίκη, Τα τραμάκια 1993, 40).

Όταν ο Μηνάς τρομάζει, που τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ ευνοϊκά για τον ίδιο στην αναμέτρηση του με 22 πολεμικά πλοία, ο αναγνώστης μοιρά­ζεται τους φόβους του για το μέλλον. Δυστυχώς οι φόβοι αυτοί επιβεβαιώνο­νται, καθώς η Στυλιανή και το μωρό του Μηνά σκοτώνονται, ενώ γαλλικό πλοίο τους μετέφερε αιχμάλωτους στην Κωνσταντινούπολη (205). Αντίθετα οι υποψίες του ήρωα πως η συμπάθεια του για τη Στυλιανή μπορεί να αποβεί κα­ταστροφική για εκείνον -υποψίες που στηρίζονται σε πληροφορίες, που του δί­νει η Μαρίνα για τον κακό χαρακτήρα της αδερφής της, επειδή πληγώνεται για την προτίμηση του Μηνά στην τελευταία- αποδεικνύονται αβάσιμες (127-128).

Εκτός από τα παραπάνω, η αφηγηματική δεξιοτεχνία του Μπαστιά φανερώνεται επίσης από το ότι ο συγγραφέας παρέχει στον αναγνώστη του την πλέον κατάλληλη οπτική σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Όταν δηλαδή πα­ρουσιάζονται οι πιο κρίσιμες και καθοριστικές σκηνές για την τύχη των αφηγηματικών προσώπων, η αναγνωστική οπτική συμπίπτει με τη δική τους, με αποτέλεσμα την κορύφωση της αγωνίας μας  (Iser 116, Booth 255) . Άλλοτε όμως ο αναγνώστης απο­κτά μια συνολική θεώρηση της κατάστασης και μια αίσθηση υπεροχής απέναντι στους ήρωες, επειδή γνωρίζει περισσότερα στοιχεία από εκείνους και
μπορεί να συσχετίζει τις διαφορετικές μεμονωμένες οπτικές τους (Iser 43 και 75). Συχνότατα τότε στο κείμενο παρατίθενται διάφορα ερωτήματα, που απασχολούν τα αφη­γηματικά πρόσωπα, ερωτήματα που ο βασικός στόχος τους είναι η δραστηριοποίηση του αναγνώστη, για να απαντήσει σ’ αυτά, οπότε αυξάνεται συνεχώς η εμπλοκή του.

Στις περιπτώσεις που η αναγνωστική οπτική ταυτίζεται με την οπτική των ηρώων, συγκαταλέγεται το σημείο που αναφέρεται στην τύχη του πειρατι­κού πλοίου του Γιορντασή και του πληρώματος του, αφού το κατέλαβαν οι Γάλλοι και εκτέλεσαν τον κάτοχο του. Οι ήρωες, που δεν γνωρίζουν σε ποιον ανήκει πλέον το πλοίο, ούτε για πού ταξιδεύει, αγωνιούν για τη ζωή τους, όπως άλλωστε αγωνιά και ο αναγνώστης, που δεν έχει επιπλέον πληροφορίες (106). Πιο κάτω παρακολουθούμε το Μηνά να επιχειρεί να σκοτώσει τον καινούργιο καπετάνιο και ένα σύντροφο του, επειδή τους θεωρεί επικίνδυνους. Συνεπώς ανησυχούμε για το αποτέλεσμα της απόπειρας του νεαρού, αφού ο αφηγητής δεν μας παρέχει καμιά διαβεβαίωση για την επιτυχία της (115-118). Σε άλλο σημείο μοιραζόμαστε την αγωνία της Στυλιανής. Η ηρωίδα παρακολουθεί το καράβι του Μηνά να πλησιάζει προς τη Μήλο, όπου βρίσκεται εκείνη. Όταν όμως εμφανίζονται στον κόλπο γαλλικά πλοία, το πειρατικό απομακρύνεται και η Στυλιανή αγνοεί αν το χτύπησαν τα πολεμικά (150-152).

Αντίθετα με τα παραπάνω, ο αναγνώστης είναι πληροφορημένος για τον ερωτικό δεσμό της Μαρίας με το Γιορντασή, όσο η κοπέλα βρίσκεται αιχμά­λωτη στο πλοίο του, χάρη στην αποκάλυψη αυτής της σχέσης από το Φανου-ράκη στο Μηνά. Έτσι, όταν ο Μηνάς εξοργίζεται με τη Μαρίνα, επειδή το κορί­τσι του κρύβει πού βρίσκεται η αδερφή της, δικαιολογούμε τη στάση του, σε αντίθεση με εκείνη που απορεί, καθώς δεν υποπτεύεται πως ο νέος ξέρει την αλήθεια (66, 68-70). Όσο για τα ερωτηματικά των αφηγηματικών προσώπων που αναφέρονται στο κείμενο, σε σχέση με στοιχεία που συνήθως γνωρίζει ο αναγνώστης, ας σταθούμε ενδεικτικά σε κάποια, που απασχολούν το Μηνά: Γιατί όμως έλειπε η Μαρία; Να την έδιωξε τάχα ο καπετάνιος; (€1). Καλά η Μαρία, καλά η Στυλιανή, μα η Μαρίνα; Αυτή που τού ‘χε δειχτεί τόσο καλή, τόσο γλυκιά, τόσο πονετική; (62).

Χάρη στη λογοτεχνική δεξιοτεχνία και στην ποιότητα του στοχασμού του Μπαστιά επιτυγχάνεται η αναγνωστική εμπλοκή, με κυριότερο αποτέλεσμα την αφύπνιση των υπαρξιακών προβληματισμών και αναζητήσεων του ανα­γνώστη κάθε εποχής.

 

Η ΛΥΤΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ 

Ελένη Α. Ηλία  (Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Αργοναύτης, τ. 4, σελ. 230-233.)

Διαβάζοντας την ποίηση του Γ. Σαραντάρη, που συγκαταλέγεται μεταξύ των ποιητών της γενιάς του ’30, σχηματίζεις την εντύπωση πως ενώνεσαι με όλους τους συνανθρώπους σου, ακόμη κι εκείνους που δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή, καθώς επίσης με το φυσικό αλλά και το μεταφυσικό κόσμο. ΄Ετσι αισθάνεσαι ότι υπερβαίνεις τα όρια της μεμονωμένης ύπαρξής σου, ότι απελευθερώνεσαι από τα δεσμά του χρόνου και την εξουσία του θανάτου. Η αισιοδοξία και η ψυχική πληρότητα και ευφορία που σου μεταγγίζουν οι στίχοι του, σε γυρίζουν στην εποχή της παιδικότητας. Ανακτάς τη δυνατότητα της προσωπικής επικοινωνίας με τα πλάσματα και τα στοιχεία της φύσης, ανακαλύπτεις και αναγνωρίζεις σε αυτήν τον εαυτό σου, τις διαθέσεις και τις επιθυμίες σου.
Η κριτική έχει επισημάνει τον πρωτοποριακό χαρακτήρα και τη μοναδικότητα της ποίησης του Σαραντάρη . Τα αποδίδει στο συνδυασμό της πνευματικότητάς της με το λυρισμό και τον αισθησιασμό . Ο Μ. Γ. Μερακλής μάλιστα συγκρίνει τον Σαραντάρη με τον Σολωμό, ως προς την «εξαλλαγή του ανθρώπινου πόνου σε μεταφυσική δίψα» για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο ιδεαλισμός του πρώτου είναι ανθρωπιστικός και κοινωνικός, ότι η ποίησή του μας συγκλονίζει βαθύτερα με την αμεσότητα που την διακρίνει .
Τα συγκεκριμένα ποιητικά χαρακτηριστικά και τεχνικές με τα οποία ο Σαραντάρης επιτυγχάνει τα παραπάνω, είναι ποικίλα. Αποφεύγει το πρώτο ενικό και επιλέγει το α΄ πληθυντικό πρόσωπο, χωρίς ωστόσο και να το προσδιορίζει, προσφέροντας έτσι στον αναγνώστη του την εντύπωση ότι εκφράζει ένα κοινό τους συναίσθημα ή στάση. Σχετικά ο Μερακλής αναφέρει ότι ο ποιητής μιλά μέσον του εαυτού του για τους άλλους . Χαρακτηριστικοί είναι οι ακόλουθοι στίχοι:
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε…

…Αλλά εμείς πηγαίναμε χωρίς να μας εμποδίζει κανείς
Να σκορπάμε και να παίρνουμε χαρά …
Άλλο χαρακτηριστικό του Σαραντάρη είναι η εκφραστική λιτότητα . Στα σύντομα σε έκταση ποιήματά του υπερτερούν ποσοτικά τα ουσιαστικά και ακολουθούν τα ρήματα. Στο σύνολο των ποιημάτων του υπάρχει ισορροπία, πληρότητα και ταυτόχρονα κορύφωση των ονομάτων «χώμα, λουλούδια, δέντρα, πουλιά, κήπος, βουνά, θάλασσα, άνεμοι, σύννεφα, ουρανός, αστέρια, ΄Ανοιξη, γυναίκα, παιδιά, έφηβος, νιάτα, άνθρωποι, ύπνος, θάνατος, Θεός», λέξεις που λειτουργούν ως «εξαίσια ποιητικά σύμβολα» .
Μεταξύ των ρημάτων κυριαρχούν εμφανώς όσα εκφράζουν κίνηση, όπως : ανεβαίνω, φτάνω, φεύγω, χαρίζω, μαζεύω, χορεύω, μπαίνω, σκάβω, σκορπώ, παίρνω, πετώ, σηκώνω, πηγαίνω, περπατάω, χαιρετάω, ανοίγω, δοκιμάζω, κλέβω, δραπετεύω. Ακολουθούν σε συχνότητα ρήματα που εκφράζουν αισθήσεις –κοιτάζω, αντικρίζω, εφάγαν, χορταίνουν, ακούμπαγαν, βρέχει- και τέλος συναισθήματα –ενοχλεί, συγχωρεί, ερωτευθούμε, νιώθει, αγάπησα, φιλούσα, πονούσε, ξεχνούσα, φοβόμαστε, να κλάψω-.
Ως προς τους χρόνους των ρημάτων ο Σαραντάρης προτιμά κυρίως τον Παρατατικό, που είναι ο κατεξοχήν ρεμβαστικός και νοσταλγικός χρόνος :
΄Ηταν γυναίκα, ήταν όνειρο, ήτανε και τα δυο
Ο ύπνος μ’ εμπόδιζε να τη δω στα μάτια
Αλλά της φιλούσα το στόμα, την κράταγα…

Μαζί της (με τη θάλασσα) κατεβαίναμε στον ύπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιά στον αγέρα
Τις ημέρες κολυμπούσαμε μέσα στις φωνές και τα χρώματα
Τις νύχτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε…

΄Ηταν μια μέρα γελαστή
Που την χορεύαν όλοι
…………………………
Εκελαηδούσαν όλο πιο γλυκά
Τα σύννεφα, τα δέντρα…
Στους προηγούμενους στίχους διαφαίνεται η εικονοπλαστική δύναμη του Σαραντάρη. Ακριβέστερα, σχηματίζει πρωτότυπες, «υπερρεαλιστικές» εικόνες, συνδέοντας τις λέξεις με διαφορετικούς από τους λογικά αναμενόμενους τρόπους. Αυτές οι ανατροπές εκπλήσσουν τον αναγνώστη, με αποτέλεσμα τη διαρκή κορύφωση του ενδιαφέροντός του και ταυτόχρονα απελευθερώνουν τη φαντασία του.
Επιπλέον ο ποιητής συνηθίζει να προσωποποιεί τα πλάσματα και τα στοιχεία της φύσης και να τους αποδίδει ανθρώπινες ιδιότητες, συμπεριφορές και συναισθήματα. Ενδεικτικά είναι τα παρακάτω αποσπάσματα:
Ο αγαπημένος ουρανός
Τόσο αφελής τόσο αγαθός…

…(Μια θάλασσα κοιτάζω
Που με προσέχει)…

΄Αλλοτε η θάλασσα μας είχε σηκώσει στα φτερά της…

Μου φαίνεται πως η άνοιξη
Σαν κελαηδά με τρέμει…

Λένε πως η άνοιξη ξανά
Έχει φιλήσει όλους…
Ιδιαίτερη μνεία θα θεωρούσαμε σκόπιμο να γίνει επίσης στην τεχνική της επανάληψης, εφόσον χρησιμοποιείται συστηματικά από τον ποιητή. Διαδοχικοί συνήθως ή σπανιότερα απομακρυσμένοι μεταξύ τους στίχοι ξεκινούν με τις ίδιες λέξεις, με αποτέλεσμα την έμφαση και την υποβολή :
΄Ελα να δεις την άνοιξη που περπατάει…
΄Ελα να δεις την κόρη μου πώς έγινε μεγάλη

Και τραγουδάει με μια φωνή που δεν ήταν δικιά της…
Και τραγουδάει μ΄έναν παλμό που είναι του κόσμου όλου

Σα να μη θέλει να γλιστρήσει κάτου
Σα να μη θέλει να με αφήσει μόνο…

Τόσα νιάτα φεύγουν
Τόσα νιάτα φτάνουν…
Θα ολοκληρώσουμε την προσέγγισή μας στα ποιήματα του Γ. Σαραντάρη με τον εντοπισμό ορισμένων στίχων-κλειδιών για την ερμηνεία ολόκληρου του έργου του. Πρόκειται για στίχους καταληκτικούς συνήθως, στους οποίους εκφράζεται η αντίληψή του πως ο εαυτός του είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με το φυσικό κόσμο που τον περιβάλλει, καθώς και με το δημιουργό του. Ως συνέπεια αυτής του της πεποίθησης, ο χρόνος δεν αποδίδεται στην ποίησή του γραμμικά. Αντί δηλαδή για την πορεία της μεμονωμένης ύπαρξής του προς το θάνατο, ο Σαραντάρης βιώνει την περιοδικότητα της ζωής, όπου δεν υπάρχει τέλος αλλά αέναη δημιουργία. Τα ποιήματά του συνιστώντας μαρτυρία αυτής της αγωνιστικής και αισιόδοξης στάσης ζωής, προσφέρουν τόσο στον ίδιο όσο και στον αναγνώστη του τη λύτρωση από το άγχος του θανάτου:
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει
πως φοβόμαστε
και η ζωή μας έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς (Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει…)

Μα νιώθει απ’ τη φλογέρα
Ο πιο γλαυκός του θάνατος
Να φεύγει (Ειδυλλιακές εικόνες)

Κι ανάμεσα στα σύννεφα τα χρόνια μου
Ακέραια (Περίπατος στο παρόν)

Κι όταν έλειπε η θάλασσα ήταν μαζί μας ο Θεός (΄Αλλοτε η θάλασσα).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1987, σ. 396 και Μ. 2.Γ. Μερακλή, Η Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία (1945-1970) Ι. Ποίηση, εκδ. Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη, σ.28.
3.Μ. Vitti, ό. π.
4.Μ. Γ. Μερακλή, ό. π., σσ. 30-31.
5.΄Ο. π., σ.31.
6.Λίνου Πολίτη, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Μορφ. ΄Ιδρ. Εθν. Τραπέζης, Αθήνα 1985, σ. 300 και Μ. Vitt, ό. π.                                                                                                                     7.Μ. Γ. Μερακλή, ό.π., σ.29.
8.Επαμ. Γ. Μπαλούμη, Η Περιγραφή. Στοιχεία δομής-Σύνθεση, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1970, σ.37.
9.M. Riffaterre, “Describing Poetic Structures: Two approaches to Baudelaire’s Les Chats”, Reader-Response Criticism, επιμ. Jane P. Tompkins, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1988, σσ.38-39.

Κοιτάζοντας τη  Φύση  με  τα  «μάτια»  του  ΦΩΤΗ  ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Ελένη Α. Ηλία

(Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Ο Δημοφών, ISSN: 1109-2653, τχ. 75, σσ. 6-7).

Φέτος κλείνει μισός αιώνας από το θάνατο του λογοτέχνη, αγιογράφου, και ζωγράφου Φώτη Κόντογλου. Με αυτήν την  αφορμή θα φωτίσουμε την ιδιαίτερη σχέση του συγκεκριμένου πνευματικού ανθρώπου με τη φύση, την ουσιαστική επαφή και επικοινωνία τους. Ο Κόντογλου την θεωρεί  πεδίο ανάδυσης κι επίλυσης υπαρξιακών προβληματισμών και αναζητήσεων. Η παρατήρησή της εξελίσσεται στα κείμενά του σε δημιουργική, διδακτική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα την αυτογνωσία. Αυτή ακριβώς η προσέγγιση του φυσικού περιβάλλοντος, προκύπτει μεταξύ άλλων από μέρος των κειμένων που ο συγγραφέας έγραψε στην ωριμότητά του, στο πλαίσιο τακτικής συνεργασίας του με την εφημερίδα Ελευθερία από το 1948 έως το 1965, τα οποία αναφέρονται στη φύση και έχουν αναδημοσιευτεί στους τόμους «Θάλασσες, καϊκια και καραβοκύρηδες» (Εστία) και «Ευλογημένο καταφύγιο» (Ακρίτας).

Η λογοτεχνικότητα των συγκεκριμένων κειμένων παρά την περιορισμένη έκτασή τους έχει επανειλημμένα επισημανθεί στη σχετική βιβλιογραφία. Σε ενδεικτικό απόσπασμα αναφέρεται ότι ο συγγραφέας «άπλωνε τη ματιά του και τη δημιουργική του έφεση σε ακτίνα μακρινών οριζόντων. Στις περιορισμένες στήλες της εφημερίδας δεν μας άφησε δημοσιογραφικές επικαιρότητες αλλά κομμάτια τέχνης αντάξια της φήμης του» (απόσπασμα από τον Πρόλογο του Ι. Μ. Χατζηφρώτη, στον τόμο Θάλασσες, Καϊκια και Καραβοκύρηδες, εκδ. Εστία, 1977, σ.12).

Ο τρόπος που ο Κόντογλου βλέπει κι αισθάνεται τη φύση, τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά που της προσδίδει, μαρτυρούν την προσωπική σχέση που έχει αναπτύξει μαζί της, την ουσιαστική επαφή και επικοινωνία τους. Σε πλήθος περιπτώσεων αναφέρεται στα άρθρα του τόσο στη συναισθηματική πληρότητα που προσφέρει στον ίδιο αυτός ο δεσμός όσο και ευρύτερα στην ευεργετική και ταυτόχρονα καθοριστική επίδραση της φύσης σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτή η συνειδητοποίηση από μέρους του της ζωογόνου επίδρασης του φυσικού κόσμου συνιστά το λόγο για τον οποίο επιδιώκει να απομακρύνεται από την πόλη, να διακόπτει την καθημερινότητα, να απαλλάσσεται κατά διαστήματα από τις υποχρεώσεις που αυτή συνεπάγεται. Την ίδια ανάγκη αναγνωρίζει σε κάθε άτομο του πολιτισμένου κόσμου («Τα μακρινά νησιά» ό.π., σ.182). Η συγκεκριμένη τάση του Κόντογλου ερμηνεύει απόλυτα τη γοητεία που  ασκούν σταθερά πάνω του οι παλιοί ταξιδευτές που επισκέπτονταν εξωτικούς τόπους, των οποίων οι κάτοικοι, αν και ήταν άγριοι, είχαν πολλά να τους διδάξουν με την απλότητα και την ξενοιασιά τους  («Ταξίδια και ταξιδευτές», ό.π., σ. 150). Σύμφωνα μάλιστα με τον Ι.Μ.Χατζηφώτη αυτό που εκφράζει η θαλασσογραφία του Κόντογλου είναι ακριβώς η αναζήτηση της ξεκούρασης. Δεν πρόκειται ωστόσο απλώς για μια πρόσκαιρη ανάπαυλα αλλά για διαφυγή από τις «αθλιότητες» του κόσμου, για «άμυνα στη φθορά της καθημερινής ανίας και της συμβατικής ζωής (ό. π., σ. 33). Ως βάση της «μυστικής ανταπόκρισης» με το φυσικό κόσμο, τίθεται η διάθεση κι επιθυμία να γνωρίσεις το καθετί «όπως γνωρίζεις έναν άνθρωπο» (Το Παλάτι μου, ό.π., σ.27). Με τη συγκεκριμένη διάθεση ακούει το «τραγούδι» του γρύλλου, που τον συνδέει με την αιωνιότητα (Χαρά του Καλοκαιριού, ό.π., σσ. 48-49) ή «το βόγγο του πελάγου», επιδιώκοντας να αντιληφθεί το αδιάκοπα επαναλαμβανόμενο μήνυμα που του απευθύνει (Ευλογημένο Καταφύγιο, ό.π., σ.38). Η δε σιωπή που επικρατεί στα λιτά φυσικά ελληνικά τοπία είναι για τον Κόντογλου εξίσου εύγλωττη (Ανεξιχνίαστα Μυστήρια, ό.π., σ.287).

Ο συγγραφέας αναφέρεται επίσης στην επίδραση που έχει στον ψυχισμό του η διαφοροποίηση του φωτισμού κατά την εναλλαγή της μέρας και της νύχτας. Επιπλέον αναφέρει ότι ο βαθύς και σκοτεινός ίσκιος των βουνών και των δέντρων κάτω από το φως του φεγγαριού ξεκουράζει την ψυχή του. Οι τόποι που είναι στραμμένοι κατά τη δύση την ώρα του ηλιοβασιλέματος με τη μεγάλη χρωματική ποικιλία, καθώς φαίνονται δοξασμένοι και αθάνατοι, ανακουφίζουν τον εσωτερικό του κόσμο. Η ανατολή του ήλιου του προσφέρει αισιόδοξη διάθεση. Τέλος ο ανοιχτός ορίζοντας του χαρίζει χαρά και ειρήνη στην ψυχή, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την άνυδρη γη στις ερημικές τοποθεσίες (τόμος Ευλογημένο Καταφύγιο, σσ. 35, 67, 122, 123, 128, 129, 288 και Ο Βοριάς και η Νοτιιά, ό.π., σ. 56).

Η δύναμη της φύσης  διαπιστώνεται επίσης στην καθοριστική επίδρασή της στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα, όπως επισημαίνεται σε αρκετές περιπτώσεις στην αρθρογραφία του Κόντογλου. Το γεγονός ότι οι Έλληνες δεν καταβάλλονται από απελπισία ή μοναξιά αποδίδεται από το συγγραφέα στην ήμερη φύση του Ελλαδικού χώρου. Η απλότητα και η καθαρότητα της ελληνικής φύσης διακρίνεται στα συναισθήματα των ανθρώπων αλλά και στην καλλιτεχνική έκφρασή τους σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Η λιτότητα και η αρμονία συνιστά κοινό χαρακτηριστικό τόσο των ερειπίων των αρχαίων κτισμάτων όσο και της αρχιτεκτονικής και των αγιογραφιών στα ερημοκκλήσια (τ. Ευλογημένο Καταφύγιο, σσ. 23, 135-137). Ενδεικτικό της ανυπέρβλητης επίδρασης του φυσικού κόσμου είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από το άρθρο «Οι φάροι κι οι κατάδικοί τους», που αναφέρεται στους φαροφύλακες των λεγόμενων άγριων φάρων: Η ψυχή τους γίνεται με τον καιρό σαν πέτρα, σαν το βράχο που σηκώνει το φάρο. Στο τέλος γίνονται αδιάφοροι για όλα. Δεν λογαριάζουν μήτε αρρώστα μήτε θάνατο (τ. Θάλασσες, καϊκια και καραβοκύρηδες, σ. 67).

Για τον Κόντογλου η εσωτερική πνευματική ζωή έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τα υλικά πράγματα, τον «έξω κόσμο» (Π. Β. Πάσχου, «Η ζωντανή και η νεκρή παράδοση» στον τ. Ευλογημένο Καταφύγιο, ό.π., σ. 354). Η αγριεμένη θάλασσα, ο ήχος των κυμάτων, οι βράχοι, ακόμη και οι πιο μικρές πέτρες υπενθυμίζουν στο συγγραφέα την έννοια της αιωνιότητας και συνακόλουθα τη θεϊκή παντοδυναμία (τ. Ευλογημένο Καταφύγιο, ό. π. σσ. 36-37, 52-53 και τ. Θάλασσες, Καϊκια και Καραβοκύρηδες, ό.π., σσ. 50, 72).

Η πεμπτουσία της φιλοσοφίας του Κόντογλου συνίσταται στην απλότητα που διακρίνει το φυσικό περιβάλλον. Αυτή η απλότητα που κατά το συγγραφέα χαρακτηρίζει ειδικότερα την ελληνική φύση, αποδίδεται σε κείμενό του με τη φράση «Τη πτωχεία τα πλούσια», με την οποία επισημαίνονται το πνευματικό βάθος, οι μυστικοί θησαυροί που ενυπάρχουν στη φαινομενική απλότητα της φύσης μας (τ. Ευλογημένο Καταφύγιο, ό. π., σσ. 133, 135, 139). Αναλύοντας τη φυσική αυτή απλότητα, ο συγγραφέας ανακαλύπτει την ομορφιά, την αρμονία, την ισορροπία, την αμεσότητα, τη σοφία, την πληρότητα, την αλήθεια που την απαρτίζουν. Στο άρθρο του «Ο Ροβινσόνας Κρούσος», αναφερόμενος ο Κόντογλου στο λογοτεχνικό έργο του Ντάνιελ Ντεφόε, σημειώνει: Από μικρός είχα την ιδέα πως τα απλά πράγματα είναι τα πιο αληθινά και τα πιο καλά, και την έχω ακόμα κι όχι μονάχα την έχω ακόμα, μα όσο περνάνε τα χρόνια τόσο πιστεύω πως είχα δίκιο (τ. Θάλασσες, Καϊκια και Καραβοκύρηδες, σ. 174). Την απλότητα μάλιστα που του διδάσκει η φύση, ο συγγραφέας την εφαρμόζει στην έκφρασή του, ώστε αυτή να θεωρείται το χαρακτηριστικότερο στοιχείο του συνόλου του έργου του. Ο Κόντογλου θεωρήθηκε μάλιστα «δάσκαλος» του Βενέζη στην αναζήτηση της γοητείας του απλού λόγου (Mario Vitti, Η γενιά του Τριάντα, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1987, σσ. 210, 251).

Ολοκληρώνοντας τη σύντομη προσέγγισή μας, εκφράζουμε την πεποίθηση πως η δύναμη της πένας του Κόντογλου σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη οπτική του, που εδράζεται και στην ελληνορθόδοξη παράδοση, μπορεί διαχρονικά να μυεί τους αναγνώστες του στην αίσθηση ενότητας με τον φυσικό κόσμο, που τον διακατείχε. Όπως σχετικά αναφέρει ο Π. Β. Πάσχος, «ο ποιητής μας γίνεται ένα με τα κτίσματα του Θεού…Μας περνάει, με τη δική του αίσθηση, τους ήχους και τις αποχρώσεις των απλών πραγμάτων και βρίσκει τους δρόμους και τα νήματα που μας συνδέουν μαζί τους («Η ζωντανή και η νεκρή παράδοση», στον τόμο Φώτης Κόντογλου: Ευλογημένο Καταφύγιο, ό.π., σσ. 347, 360). Κατά συνέπεια, η ανάγνωση της αφηγηματογραφίας και των λοιπών κειμένων του θα μπορούσε ανεπιφύλακτα να προταθεί σαν αντιστάθμισμα στην αλλοτρίωση που προκαλούν οι σημερινές συνθήκες ζωής.

ΠΟΙΗΤΕΣ  ΤΟΥ  19ου αι.  ΠΟΥ  «ΣΥΝΟΜΙΛΟΥΝ» ΜΕ  ΤΑ  ΣΗΜΕΡΙΝΑ  ΠΑΙΔΙΑ

 Ελένη  Α.  Ηλία

 (Έχει δημοσιευτεί με τον τίτλο “Μια πρόσφατη προσέγγιση σε παιδικά ποιήματα του 19ου αιώνα“, στο περιοδικό Εκπαιδευτική Ρότα, τχ. 4, Νοέμβριος 1998, σελ. 27-31.)

Αρκετά από τα έργα των πρώτων ποιητών στην ιστορία της Ελληνικής Παιδικής Λογοτεχνίας μπορούν να χαρακτηριστούν Παιδικά. Μερικά από αυτά είναι απαλλαγμένα  από το διδακτισμό και διακρίνονται για την υψηλή αισθητική ποιότητά τους. Θα ήταν συνεπώς σκόπιμο να μην τα αγνοούμε αλλά να τους εξασφαλίσουμε μια θέση δίπλα στα σύγχρονα.  Έτσι οι μαθητές μας αφενός θα παρακολουθήσουν την εξελικτική πορεία της εγχώριας λογοτεχνικής παραγωγής και αφετέρου θα μυηθούν στο λογοτεχνικό φαινόμενο μέσα από διαχρονικά και κατά συνέπεια αδιαμφισβήτητης αξίας ποιήματα.

Ξεκινώντας με το ποίημα του Ηλία Τανταλίδη «Ο Γάτος», διερευνούμε πού έγκειται η διαχρονικότητά του πέρα ασφαλώς από το θέμα του. Ο «Γάτος» απότελείται από τέσσερις εξάστιχες στροφές, γραμμένες σε ανάπαιστο. Το ρυθμικό μοτίβο επαναλαμβάνεται για οκτώ φορές χωρίς καμία απόκλιση. Στις δύο πρώτες στροφές ολοκληρώνεται η εικόνα ενός γάτου νωθρού, που μένει ξαπλωμένος σαν «πτώμα», απολαμβάνοντας τη ζεστασιά. Η εικόνα αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση  με την επόμενη, που αποδίδεται στις δύο στροφές που ακολουθούν, όπου ο γάτος εμφανίζεται εξαιρετικά κινητικός και επιθετικός. Κατά τον ποιητή-αφηγητή η αγριότητα του γάτου παρομοιάζεται με ενός «φρικτού» λιονταριού και η μαχητική δραστηριότητά του υπερτερεί και αυτής των πλέον γενναίων στρατηγών. Ο Τανταλίδης σε δύο σημεία, χρησιμοποιεί το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο,  απευθυνόμενος στους αναγνώστες ή ακροατές του ποιήματος, ερεθίζοντας τις αισθήσεις και προκαλώντας τη σκέψη τους. Συγκεκριμένα, αρχικά με το στίχο «τον  ακούετε;» επικεντρώνει την προσοχή μας στη βαριά ανάσα του κοιμισμένου γάτου, προσφέροντας στους μικρούς αναγνώστες την ευκαιρία  να ηρεμήσουν και να συγκεντρωθούν. Πιο κάτω ο ποιητής εμφανίζεται προκαταβολικά βέβαιος για την έκπληξή μας μπροστά στην τόσο διαφορετική  νυχτερινή συμπεριφορά του ζώου, τονίζοντας ακόμη περισσότερο την αντίθεση.

Η αντίθεση που εδώ ενισχύει σημαντικά την εξαιρετική εικονοπλαστική δύναμη των  στίχων, συνιστά μια από τις προσφιλέστερες τεχνικές και άλλων ποιητών αυτής της περιόδου, όπως ο Δημήτριος Καμπούρογλους, Στο ποίημά του «Ο τενεκές» περιγράφεται με αξιοθαύμαστη εκφραστική λιτότητα η διαφορετική εικόνα που εμφανίζουν με το πέρασμα του χρόνου τα λουλούδια του κήπου σε αντίθεση  με την αναλλοίωτη εικόνα ενός σπασμένου τενεκέ, που βρίσκεται πεταμένος ανάμεσά τους. Η ασύγκριτα μεγαλύτερη σε σχέση με των λουλουδιών διάρκεια ζωής του τενεκέ συνδέεται από τον ποιητή με την ευτέλεια, την ασημαντότητά του. Αυτό επιτυγχάνεται αφενός με το ασύμβατο του χαρακτηρισμού «ο καλός σου» με τη φύση του άχρηστου πια τενεκέ, οπότε ο χαρακτηρισμός εκλαμβάνεται ειρωνικά. Αφετέρου επιτυγχάνεται με την αντικατάσταση την τελευταία φορά που αναφέρεται η λέξη τενεκές, του αρχικού «τ» από το «ντ» ( Μα ο καλός σου ο τενεκές/ πάντα ντενεκές θα μείνει, καθώς η λέξη ντενεκές χρησιμοποιείται συχνά υβριστικά για ανθρώπους ανάξιους, χωρίς ικανότητες. Έτσι, το ποίημα προσλαμβάνει έντονα συμβολική διάσταση. Η παραπάνω ειρωνική, υποδηλωτική αναφορά, που απαιτεί  την εντατικοποιημένη αντιληπτική δραστηριοποίηση του αναγνώστη, συντελεί στη διαχρονικότητα του ποιήματος.

Στη συνέχεια θα μας απασχολήσει το ποίημα «Ο Προκομμένος» του ίδιου ποιητή, όπου επίσης κυριαρχεί το στοιχείο της ειρωνείας. Το ποίημα αποτελείται από τέσσερις στροφές, οι οποίες αντιστοιχούν στις ισάριθμες εποχές του χρόνου. Ένα πρόσωπο παρουσιάζει τους συλλογισμούς του για κάθε εποχή. Είτε απολαμβάνει την ανοιξιάτικη λιακάδα είτε υποφέρει από την καλοκαιρινή ζέστη, τη φθινοπωρινή βροχή ή την παγωνιά του Χειμώνα, καταλήγει στο ίδιο πάντοτε συμπέρασμα, πως οι καιρικές συνθήκες είναι εντελώς ακατάλληλες για να εργαστεί. Τα επιχειρήματα που παρατίθενται για κάθε εποχή θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν λογικά, δικαιολογούν με απόλυτα πειστικό τρόπο τη στάση του ομιλούντα. Η φαιδρότητα του συγκεκριμένου προσώπου και συνακόλουθα η κωμική διάθεσή μας προκύπτει ωστόσο εντελώς αβίαστα από το γεγονός ότι αν και οι καιρικές συνθήκες που περιγράφονται, ποικίλλουν, η επίδρασή τους στη διάθεσή του προσώπου είναι κοινή. Καθώς δε όλες οι στροφές του ποιήματος ολοκληρώνονται με την επανάληψη του στίχου «Με τέτοια μέρα σήμερα δεν είναι για δουλειά»,  η ειρωνεία επιτείνεται. Τέλος, στην ίδια κατεύθυνση της επίτασης της ειρωνείας κινείται και ο τίτλος, εφόσον έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το περιεχόμενο. Η περίπτωση του «προκομμένου» που εξαντλεί την ευρηματικότητά του στην αναζήτηση άλλοθι για την απραξία του, συνιστά και στις μέρες μας ένα ισχυρό  αρνητικό πρότυπο, ένα παράδειγμα προς αποφυγή για το παιδί αναγνώστη. Με άλλα λόγια, στο συγκεκριμένου ποίημα η αρνητική θεώρηση της τεμπελιάς από τον αναγνώστη, απορρέει αποκλειστικά από ένα συνδυασμό λογοτεχνικών τεχνικών, την ειρωνεία, την αντίθεση και την επανάληψη. Ο ποιητής προτείνει τη δραστηριότητα, χωρίς να εμφανίζουν οι στίχοι του κανένα ίχνος διδακτισμού, οπότε η πρότασή του γίνεται αποδεκτή από τους αναγνώστες, παιδιά ή ενηλίκους. Το ποίημα επιτελεί αποτελεσματικότατα τον παιδαγωγικό του στόχο, χάρη αποκλειστικά στη λογοτεχνική του αρτιότητα.

Στην ίδια  περίπου χρονολογική περίοδο με τους παραπάνω ποιητές κινείται και ο Αλέξανδρος Πάλλης. Στο ποίημά του «Φουντούκο, ως πότε» παρακολουθούμε έναν ιδιόμορφο διάλογο ανάμεσα σε κάποιο παιδί και το σκύλο του. Το παιδί επιχειρεί να διδάξει το ζώο, αντιμετωπίζοντας την εκπαίδευση όχι ως μια διαδικασία ωφέλιμη για τον εκπαιδευόμενο αλλά ως μια δραστηριότητα καταναγκαστική, αναπόφευκτη για όσους βρίσκονται σε παιδική ηλικία.

Φουντούκο, ως πότε πια θα τρως

και θα κοιμάσαι μόνο;

Ήρθε και για σχολειό καιρός

κι είσαι σκυλί δυο χρόνω.

Η αντίδραση του ανύποπτου σκύλου είναι στην αρχή ενθουσιώδης. Καθώς όμως η ανάγνωση, η μουσική, και η γυμναστική σε συνδυασμό με την καλλιέργεια του εθνικού φρονήματος δεν έχουν καμία σχέση με τη φύση και τις πραγματικές ανάγκες του, οι εκπαιδευτικές απόπειρες του παιδιού προκαλούν αρνητικές αντιδράσεις στον εκπαιδευόμενο. Συγκεκριμένα, στη δεύτερη στροφή η μη ανταπόκριση του ζώου εκδηλώνεται με αδιαφορία, για να κορυφωθεί σταδιακά και να καταλήξει στην οριστική απομάκρυνση του πανικόβλητου ζώου από το μικρό δάσκαλό του.

Ακριβώς επειδή ο Πάλλης επιλέγει την τεχνική του χιούμορ, για να επισημάνει τα αρνητικά στοιχεία του εκπαιδευτικού συστήματος της εποχής του, αναδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο η αναποτελεσματικότητα της αγωγής, που συνίσταται στην απόλυτη διάστασή της από τα ενδιαφέροντα των ίδιων των παιδιών. Ειδικότερα για τους μικρούς αναγνώστες του ποιήματος, το ότι στο διασκεδαστικό αυτό επεισόδιο πρωταγωνιστούν ένα παιδί με το σκυλάκι του, εξασφαλίζει εύκολα το ενδιαφέρον τους. Μέσα από την ταύτισή τους με το μαθητή Φουντούκο βρίσκουν απαντήσεις και διεξόδους για τη δυσαρέσκεια που ενδεχομένως να προκαλεί και στα ίδια σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και το σύγχρονο σχολείο. Όσο δε για τους ενηλίκους, οι οποίοι καθορίζουν, σχεδιάζουν και υπηρετούν το εκπαιδευτικό σύστημα, προφανώς με τη συγκεκριμένη προσέγγιση του θέματος από τον ποιητή, οδηγούνται σε προβληματισμούς και αυτοκριτική. Δεν θα ήταν ασφαλώς υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η ανάγνωση του ποιήματος συμβάλλει ώστε μικροί και μεγάλοι, εκπαιδευτικοί και εκπαιδευόμενοι να επικοινωνήσουν, να γεφυρώσουν τις διαφορές τους, να συνειδητοποιήσουν τα προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος και να διεκδικήσουν αυτά που θα το καταστήσουν ευχάριστο και ουσιαστικά ωφέλιμο.

Ολοκληρώνουμε το άρθρο αυτό με την πρόταση να μην αγνοούμε τα παλαιότερα ποιήματα, εφόσον άλλωστε αυτά  είναι γραμμένα στη Δημοτική Γλώσσα. Να έχουμε  οι ίδιοι την ευκαιρία να τα  κρίνουμε, να τα αποδεχτούμε ή να τα απορρίψουμε. Αυτό άλλωστε που αξίζει να θυμόμαστε, είναι ότι η διαχρονική ανταπόκριση των αναγνωστών σε οποιοδήποτε έργο τέχνης συνιστά το ασφαλέστερο κριτήριο της αισθητικής ποιότητάς του.