ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΠΟΤΥΧΙΑ

ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΠΟΤΥΧΙΑ

Άρθρο  του  Κουρκουλάκου  Ηλία, καθηγητή  φιλολόγου

Οι θεωρίες που διατυπώθηκαν κατά καιρούς σχετικά με τη σχολική αποτυχία και επηρέασαν την παιδαγωγική σκέψη και τους επιστήμονες περιστρέφονται γύρω από δύο άξονες. Εκείνες που έχουν ως επίκεντρο το ίδιο το άτομο ( ψυχολογικές) και εκείνες που το συσχετίζουν με τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες                         (κοινωνιολογικές). Στην επιστημονική σκέψη εμφανίζεται η γνωστή αντίθεση, άτομο-κοινωνία, σε σχέση με το ερώτημα ποιο από τα δύο αποτελεί την αφετηρία της σχέσης αιτίας-αποτελέσματος. Από την τοποθέτηση υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης εξαρτώνται και οι προτάσεις παρέμβασης, οι οποίες μπορεί να αναφέρονται είτε στη βελτίωση της ατομικής επίδοσης είτε στη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών.

Η πίστη στη φυσική ευφυΐα που διαφοροποιεί τα άτομα μέσα στην κοινωνία είναι πολύ παλιά αλλά και ευρέως διαδεδομένη. Από την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης οι εγκυκλοπαιδιστές υποστήριζαν ότι οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από δυο ειδών ανισότητες, τις κοινωνικές και τις φυσικές. Άρα κοινωνική δικαιοσύνη θα μπορούσε να επιτευχθεί με την αξιοκρατία, δηλ. την κατάργηση όλων των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, ώστε οι φυσικές ανισότητες και μόνο να αποφασίζουν για την κοινωνική επιτυχία των ανθρώπων. Οι παλαιότεροι ερευνητές πίστευαν ακράδαντα ότι η νοημοσύνη ήταν κληρονομική ιδιότητα. Υποστήριζαν επίσης ότι αν το άτομο δεν γεννηθεί έξυπνο, δεν μπορεί να γίνει έξυπνο στη συνέχεια, γεγονός που ταιριάζει με την ιεραρχική άποψη ότι ο καθένας είναι γεννημένος για μια συγκεκριμένη θέση στη ζωή.

Η απόπειρα εντοπισμού του ποσοστού ευφυΐας που διαθέτουν τα άτομα και η κατασκευή εργαλείων για τη μέτρησή του, είναι γεγονός αρκετά πρόσφατο. Τα εργαλεία αυτά ονομάστηκαν τέστ νοημοσύνης και εφευρέθηκαν στη Γαλλία το 1905 από το Γάλλο ψυχολόγο Αλφρέντ Μπινέ και το συνεργάτη του Τεοντόρ Σιμόν .

Σε όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη χρήση αυτών των τέστ συγκλίνουν στην άποψη ότι η ευφυΐα, όπως τη θεωρούν οι δοκιμασίες, εμφανίζεται παντού και πάντα μοιρασμένη ανάλογα με τις κοινωνικές κατηγορίες. Έτσι τα παιδιά των χειρωνακτών εμφανίζονται στις δοκιμασίες λιγότερο « έξυπνα», με μικρότερη αφαιρετική ικανότητα, με δυνατότητα αφομοίωσης της περιγραφικής αλλά όχι της αναλυτικής γνώσης , με χαμηλότερη δημιουργικότητα ,λιγότερη περιέργεια, φτωχότερη φαντασία ( Φλουρής Γ. ,1989), με πολύ μικρότερη έφεση για μάθηση, μικρότερη αφομοιωτική ικανότητα και χαμηλότερη αντιληπτική ικανότητα. Αντίθετα, όσο ψηλότερα στην κοινωνική κλίμακα βρίσκεται η οικογένεια απ’ όπου προέρχεται το παιδί, τόσο περισσότερο ευφυέστερο αποδεικνύεται στις δοκιμασίες νοημοσύνης . Η αντίληψη για το φυσικό χωρισμό των ανθρώπων σε έξυπνους και κουτούς κρύβει μέσα της την ανομολόγητη αξιολόγηση των ικανοτήτων σε χειρωνακτικές και διανοητικές .

Οι κοινωνιολόγοι της εκπαίδευσης που μελέτησαν το φαινόμενο της σχολικής αποτυχίας το συσχέτισαν με το οικογενειακό και το ευρύτερα κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει το άτομο, επειδή  θεωρούσαν την εκπαίδευση βασικό θεσμό για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή της κοινωνίας και ότι ο σκοπός της ορίζεται από την κοινωνία και όχι από τα άτομα που εκπαιδεύονται ,ούτε από τους εκπαιδευτικούς και τη διοίκηση. Άρα πρωταρχική λειτουργία της εκπαίδευσης δεν είναι να αναπτύξει τις ικανότητες και δυνατότητες των ατόμων για δικό τους όφελος ,αλλά εκείνες τις δυνατότητες και δεξιότητες που χρειάζεται η κοινωνία.

Ο Talcott Parsons (1902-1979), με βάση τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας       ,θα υποστηρίξει ότι η διαφοροποίηση στην επιτυχία οφείλεται:

α) Στην ικανότητα του ίδιου του μαθητή.

β) Στις αντιλήψεις και τις προσδοκίες της κάθε οικογένειας, οι οποίες μεταδίδονται στα παιδιά και συνδέονται με τις γενικότερες προϋποθέσεις της ( κυρίως οικονομικές). Αρκετές μελέτες έχουν δείξει την ύπαρξη διαφορετικών σε κάποιο βαθμό αξιολογικών συστημάτων και προσανατολισμών μεταξύ κοινωνικών τάξεων που συνδέονται με διαφορές στις διαδικασίες κοινωνικοποίησης ,που ακολουθούν οι γονείς.

γ) Στα «ατομικά κίνητρα» για σκληρή δουλειά και επιτυχία στο πλαίσιο της εκπαίδευσης.

Αυτές οι διαφοροποιήσεις σύμφωνα με τον Parsons , εισάγουν μια νέα μορφή κοινωνικής ανισότητας, η οποία όμως νομιμοποιείται και αποφεύγονται οι συγκρούσεις μέσα από την εξασφάλιση της ισότητας ευκαιριών και την αποδοχή των προϋποθέσεων και προοπτικών που αυτή δημιουργεί . Ο  Parsons, μολονότι δίνει μεγαλύτερη σημασία στον κοινωνικοποιητικό ρόλο του σχολείου, δεν παραγνωρίζει και τη συμβολή του επιλεκτικού ρόλου της εκπαίδευσης στη διατήρηση της τάξης και της σταθερότητας στην κοινωνία.

ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΚΟΣ  ΗΛΙΑΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *