«Τα “Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας” του Γιάννη Ρίτσου: μια ποιητική συλλογή στη σχολική τάξη».1
Η παρούσα εισήγηση σχετίζεται με διδακτικό σενάριο που είναι πλέον προσβάσιμο μέσω του ιστοχώρου «Πρωτέας» του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας.2 Για τον λόγο αυτό, δεν θα παρουσιαστεί αναλυτικά η πορεία υλοποίησης του εν λόγω σεναρίου. Αντιθέτως, θα εστιάσουμε κατ΄ αρχάς στις συνθήκες δημιουργίας της ποιητικής συλλογής «Τα δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», στο περιεχόμενό της και στην υποδοχή που της επιφύλαξε το κοινό, στοιχεία που αναδείχθηκαν και κατά τη μελέτη της στην τάξη, και στη συνέχεια, θα γίνει λόγος για στοιχεία που αφορούν ειδικότερα την εκπαιδευτική πράξη.
Ξεκινώντας ας θυμηθούμε την επιλογική σημείωση του Γιάννη Ρίτσου στην έντυπη έκδοση (Ιούλιος 1973) της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής (υπογραμμίζονται τα στοιχεία στα οποία θα εστιάσουμε στη συνέχεια):
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Τα δεκαέξι από τα “Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας” γράφτηκαν μέσα σε μια μέρα – στις 16 του Σεπτέμβρη του 1968 – στο Παρθένι της Λέρου, ύστερα από κρυφό μήνυμα του Μίκη Θεοδωράκη με την παράκληση να μελοποιήσει κάτι δικό μου ανέκδοτο. Τα λιανοτράγουδα αυτά τα ξαναδούλεψα στο Καρλόβασι της Σάμου το Νοέμβρη του 1969. Το 16 και 17 γράφτηκαν την Πρωτομαγιά του 1970. Το 7 αλλάχτηκε ριζικά τον Σεπτέμβρη του 1973 στην Αθήνα.
Δε σκόπευα να εκδώσω τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα» κι είχα ζητήσει να μη δημοσιευτούν και να μη μεταφραστούν, παρά μόνο να τραγουδηθούν. Αλλά, να που τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν κιόλας σε πολλά ντόπια και ξένα περιοδικά και μεταφράστηκαν σε αρκετές ξένες γλώσσες. Έτσι δεν υπάρχει πια λόγος να επιμείνω στην αρχική μου απόφαση. Τα “Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας” είναι αφιερωμένα στον Μίκη Θεοδωράκη.
Γιάννης Ρίτσος3
Νομίζω ότι το παραπάνω κείμενο αποτελεί από μόνο του ένα ολοκληρωμένο μάθημα ενδεικτικό για την προσωπικότητα, τον βίο και τον τρόπο εργασίας του μεγάλου Μονεμβασίτη ποιητή. Γιατί μας δείχνει πως έχουμε να κάνουμε με έναν εργάτη του λόγου, προικισμένο με πηγαίο ταλέντο, ακάματη δημιουργικότητα, αλλά και σαφή στόχευση σχετικά με το περιεχόμενο κάθε έργου του. Για έναν γνήσιο πνευματικό άνθρωπο που ανταποκρινόταν πάντα στα αιτήματα του καιρού του.
Πράγματι, ενάμιση περίπου χρόνο μετά την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ο εξόριστος στο Παρθένι της Λέρου Ρίτσος δέχεται ως κρυφή παραγγελία από τον έτερο… συνήθη ύποπτο, τον Μίκη Θεοδωράκη, να γράψει κάτι για μελοποίηση. Υπενθυμίζεται ότι ο Μίκης είχε ήδη από το 1959 μελοποιήσει τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου, συλλογή γραμμένη κατά το επίσης ταραχώδες πολιτικά έτος 1936, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Η επιτυχία του εγχειρήματος είναι σε όλους γνωστή.4 Επιπλέον, ο Μίκης είχε μελοποιήσει τη «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου το 1966. Δύο χρόνια αργότερα, λοιπόν, ύστερα από πρόσκληση του Μίκη, ο διωκόμενος ποιητής γράφει μια συλλογή για μελοποίηση. Η ακόλουθη δήλωσή του σε συνέντευξή του σε ξένο τηλεοπτικό κανάλι το 1983 είναι κατατοπιστικότατη: «Γυρίζοντας [από το νοσοκομείο στην Αθήνα] στο Παρθένι της Λέρου κάποιος είχε έρθει από ένα τμήμα μεταγωγών που είχε συναντηθεί με τον Μίκη Θεοδωράκη και μου λέει: “Ο Μίκης θα ’θελε κάτι δικό σου. Απλό, λιτό, που να εκφράζει ολόκληρη τη σημερινή κατάσταση. Ένα ποίημα αντίστασης αλλά απλό όπως ήταν ο Επιτάφιος». Ο ποιητής ανταποκρίνεται αμέσως. Αξιοποιεί τη φόρμα του δημοτικού τραγουδιού5 (ήδη ο τίτλος «λιανοτράγουδα» είναι εύγλωττος) και γίνεται ακόμη μια φορά ο βάρδος του λαού, ο τραγουδιστής της Ρωμιοσύνης.6 Γιατί αυτός ήταν ο ρόλος που αναλάμβανε ο ποιητής μας: να εντάξει κι αυτή την περιπέτεια του ελληνικού λαού στη διαχρονία των περιπετειών του Ελληνισμού, σε εκείνο το διαρκές παρόν το οποίο αναδεικνύεται ως το κύριο (αν όχι το μόνο) χρονικό επίπεδο της συγκεκριμένης ποιητικής του σύνθεσης. Χάρη στο αδάμαστο ταλέντο του, τα δεκαέξι από τα τετράστιχα του αναβλύζουν σε μια μόνο μέρα. Η έμπνευση αποτελεί, ωστόσο, αναγκαία αλλά όχι επαρκή συνθήκη για τον Ρίτσο. Ο ποιητής θα γυρίσει στα ποιήματα έναν χρόνο αργότερα και θα τα επεξεργαστεί εκ νέου. Γιατί ο Ρίτσος ήταν ένας δημιουργός που δούλευε και ξαναδούλευε ακατάπαυστα το υλικό του. Αυτός ήταν, σύμφωνα με επιστολή του, ένας από τους λόγους που σε προχωρημένο στάδιο της επεξεργασίας τους τα έγραφε, ή καλύτερα, τα σχεδίαζε με καλλιγραφημένα γράμματα που θύμιζαν βυζαντινό χειρόγραφο: ήθελε έτσι να λυτρωθεί κάποια στιγμή από αυτά και να πάψει επιτέλους να τα διορθώνει. Ο άλλος λόγος ήταν ότι ο Ρίτσος, παραλληλίζοντας τον εαυτό του με τους βυζαντινούς καλόγερους που αντέγραφαν τα χειρόγραφα, θεωρούσε την καλλιγραφία των ποιημάτων του ως μια «μορφή θρησκευτικής κατάνυξης […] προς την ποίηση. Ως «ένα είδος προσευχής και απομάκρυνσης απ΄ τα “εγκόσμια” -μια ευγενική, ταπεινή, πραϋντική ταύτιση με το “θείο”».7
Το υλικό απόθεμα για τη συγγραφή των «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδων» το κουβαλούσε ο ποιητής από χρόνια: ήταν αυτός που, για παράδειγμα, με το «Εμβατήριο του ωκεανού» είχε περιγράψει ήδη από το 1940, με όρους μοντερνιστικούς τότε, περίφημα το ελληνικό τοπίο. Που στην «Κυρά των Αμπελιών» και τη «Ρωμιοσύνη» του είχε δείξει ρίζες και τη συνέχεια του πάσχοντος και αγωνιζόμενου Ελληνισμού, καταφεύγοντας μάλιστα συχνά στον δεκαπεντασύλλαβο στίχο. 8 Είχε περιγράψει με τρόπο μοναδικό τον τόπο μας, αλλά και τον «γύψο» της «εθνοσωτηρίου επαναστάσεως» έναν χρόνο πριν (13-12-1967) στους 15 μόλις στίχους του ομώνυμου ποιήματος από τη συλλογή «Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη».9
Το ζητούμενο λοιπόν δεν ήταν πλέον τι θα πει στα τραγούδια που του παρήγγειλε ο Μίκης, αλλά πώς θα το πει. Ωστόσο υπήρχε ένας κίνδυνος: έχοντας ήδη από καιρό κατακτήσει όλα τα εκφραστικά μέσα της ωριμότητάς του, τις τεχνικές και τα διδάγματα της μοντέρνας ποίησης, ήταν πιθανό να γράψει ποιήματα που με τη λογιοσύνη τους δε θα μιλούσαν στην καρδιά του λαού.10 Αλλά ο μεγάλος μάστορας ξέρει τη σωστή αναλογία των υλικών της τέχνης του. Και ο Ρίτσος ήταν μεγάλος τεχνίτης του λόγου. Επιλέγει, λοιπόν, τους τρόπους που αξιοποίησε καταρχάς το 1936, τον καιρό που έγραψε τον «Επιτάφιο», και είχε αφήσει πίσω του στο επίσης μακρινό 1947, τότε που ολοκλήρωσε τη «Ρωμιοσύνη», και συγγράφει μια νέα συλλογή τραγουδιών για τη Ρωμιοσύνη, επαναπροσεγγίζοντας, ως εκ τούτου, το καίριο για τη γενιά του ζήτημα της «ελληνικότητας».11 Η επιστροφή αυτή μόνο τυχαία δεν είναι. Όπως τόνισε το 1978, σε συνέντευξή του, ο ίδιος: «κάθε φορά που μια χώρα κινδυνεύει από εξωτερικό κίνδυνο, από τη δράση ξένων παραγόντων, από κατοχή, για να διατηρήσει τη φυσιογνωμία της καταφεύγει σε αναγνωρίσιμες από όλο το λαό μορφές»12
Με «Τα 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» επιχειρεί την επαφή με το λαό μέσω τραγουδιών-ποιημάτων φαινομενικά εύληπτων και κατανοητών. Φαινομενικά άκακων σαν το πανέμορφο κυκλάμινο που φύτρωσε «στου βράχου τη σχισμάδα» και «ήλιο μαζεύει τώρα» (2)13 ή σαν το άσπρο ταπεινό ξωκλήσι που «αστράφτει κατάγναντα στον ήλιο» (13). Λέμε φαινομενικά, γιατί όσο προχωράει η ανάγνωση, καθώς περνούμε από στίχο σε στίχο από τραγούδι σε τραγούδι, η έκπληξη είναι διαρκώς παρούσα: οι υπαινιγμοί και τα αλληγορικά στοιχεία βαθμιαία γίνονται αντιληπτά και τις ρεαλιστικές εικόνες διαδέχονται τολμηρές μεταφορές∙ έτσι το μικρό κι απέριττο ξωκλήσι που περιγράφεται στον πρώτο στίχο του ποιήματος 13, στο δεύτερο στίχο «πυροβολεί με το στενό παλιό παράθυρο του», ενώ τη δεμένη στον πλάτανο καμπάνα του (στίχος 3, με μια εικόνα τόσο συχνή στην ελληνική ύπαιθρο) την προετοιμάζει, όπως βλέπουμε στον τέταρτο στίχο, κουρδίζοντάς την «ολονυχτίς για του Αη Λαού τη σκόλη».
Η λευτεριά θα αργήσει να έρθει∙ το γνωρίζει ο ποιητής, που αδημονεί και γράφει: «Έτσι με το καρτέρεμα μεγάλωσαν οι νύχτες, που το τραγούδι ρίζωσε και ψήλωσε σα δέντρο» (3). Το τραγούδι όμως αυτό που βγαίνει από το στόμα του «μικρού λαού» έχει τη δύναμη να «ραγίζει τα λιθάρια» (4), να βγάζει φτερά και να «σκίζει τους αγέρες» (1). Όποιος συνεχίζει να τραγουδά χαμένος δε θα πάει, το ξέρει καλά ο Ρίτσος− το ξέρει και ο Θεοδωράκης. Πατάνε λοιπόν οι δυο τους πάνω στο δημοτικό και στο λαϊκό τραγούδι, για να κρατήσουν άσβηστη τη φλόγα.14
Γιατί το τραγούδι του Ρωμιού το γεννά η ομορφιά της πλάσης, η ομορφιά του κυκλάμινου, που «αν το τηράξεις μια φορά θα σου χαμογελάσει κι αν το τηράξεις δυο και τρεις θ’ αρχίσεις το τραγούδι» (11). Το γεννά η «λιόχαρη, μεγαλόχαρη της Άνοιξης αυγούλα» (6). Η «πράσινη μέρα [η] λιόβολη» με την «καλή πλαγιά», που είναι «σπαρμένη κουδούνια, τα βελάσματα, μυρτιές και παπαρούνες» (8). Με το «φύλλο της λεύκας» (3) και τα τραγιά που «γιαλό γιαλό βοσκάνε τα’ άσπρο αλάτι» (8). Το «λιγοστό νερό» του βράχου, που όμως έχει μετουσιωθεί σε αγίασμα «απ΄ το καρτέρι του πουλιού, τη σκιά της πικροδάφνης» (10).
Τόσες και τόσες εικόνες του ελληνικού τοπίου, που μας τις ξανα-δείχνει ο Ρίτσος με τον μοναδικό του τρόπο, απο-καλύπτοντας έτσι στους συγκαιρινούς του (και όχι μόνο) τον δρόμο. Γιατί στον τόπο αυτό δε ζούνε απλώς τα «λιγνά κορίτσια που μαζεύουνε σκυφτά (και προσηλωμένα στη δουλειά τους) το αλάτι» (12), ή «η κόρη [που] πλέκει τα προικιά της κι ο νιος [που] πλέκει τα καλάθια» (8). Αυτοί μπορεί να μένουνε σκυφτοί κι υπνωτισμένοι από τις ασχολίες τους, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ή την ομορφιά του τοπίου. Ή μήπως όχι;
Στην έντυπη εκδοχή του έβδομου λιανοτράγουδου, ο Ρωμιός «Σεμνός και λιγομίλητος κοιτά στο χώμα χάμω | τον ίσκιο του μικρού πουλιού και λογαριάζει τα ύψη». Τα ύψη αυτά αποτελούν εμπόδιο αλλά και πρόκληση, όταν μάλιστα στο βάθος περιμένει κρεμασμένο ένα «θλιμμένο καριοφίλι» (7). Θλιμμένο, αλλά έτοιμο. Άλλωστε, «με τον καινούριο Μάη» έχει «αρχινίσει» πάλι το «συλλείτουργο» στο οποίο παίρνουν μέρος «πουλιά και καπετάνιοι», ενώ «ένας αητός από ψηλά διαβάζει το Βαγγέλιο» (9). Ο λαός που αντλεί από την ένδοξη παρακαταθήκη της κλεφτουριάς, αλλά και την ορθόδοξη πίστη του, στοιχείο δομικό της νεοελληνικής του ταυτότητας, προς το παρόν περιμένει άπραγος καίγοντας «δυο κάρβουνα στο θυμιατό και δυο κουκιά λιβάνι, έχοντας χαράξει «έναν σταυρό από καπνιά στ’ ανώφλι της πατρίδας» (5). Κι ο παππούς με τα εγγόνια του (άλλο δομικό στοιχείο της νεοελληνικής παράδοσης, αλλά και μοτίβο στην ποίηση του Ρίτσου), προς το παρόν παίρνουν μέρος σε ένα μνημόσυνο∙ η Λευτεριά όμως είναι παρούσα και κρυφοκοιτάζει από τον Φεγγίτη (5).
Με την περιδιάβαση στους παραπάνω στίχους προσπάθησα να δείξω ότι περισσότερα από τα δεκαοχτώ λιανοτράγουδα είναι ποιήματα-στιγμιότυπα στα οποία ο Ρίτσος συμπεριέλαβε ό,τι αποτελεί το θεμέλιο και την απαντοχή της διαρκώς αγωνιζομένης Ρωμιοσύνης: το όμορφο ελληνικό τοπίο, που αποζημιώνει μόνον όποιον αγωνίζεται να επιβιώσει σε αυτό και να αντλήσει διδάγματα για να επιβιώσει, τους ανθρώπους, απλούς και λαϊκούς, βγαλμένους, θα ’λεγες από τη ζωγραφιά ενός ναΐφ ζωγράφου, την ιστορία και την παράδοση, που είναι διαρκώς παρούσες.
Αν είχε αρκεστεί στα παραπάνω στιγμιότυπα θα λέγαμε ότι ο ποιητής είχε επιδιώξει να παρουσιάσει την «πικρή πατρίδα» του ’68 μέσα από ένα κολάζ χαρακτηριστικών εικόνων και ορισμένων συγκαλυμμένων υπαινιγμών. Μια τέτοια εικόνα θα επιβεβαίωνε την άποψη του Vitti ότι το έργο του Ρίτσου το χαρακτηρίζει «μια συγκίνηση όχι έντασης αλλά έκτασης, με παράταξη μέσα στην πλατιά διάρκειά του ισοδύναμων και γι΄ αυτό αναπόσπαστων στιγμών», που όμως δεν οδηγούν σε κορύφωση, καθώς απουσιάζει η ανάπτυξη ενός “θέματος” και «κυριαρχεί η επίπεδη διαδοχή παραλλαγών του ίδιου “θέματος”».15
Ωστόσο, μια προσεκτική ανάγνωση της συγκεκριμένης συλλογής ως όλου δείχνει πως εδώ έχουμε μια σύνθεση με στέρεη δόμηση, αρχή, μέση και τέλος. Μετά την εισαγωγική «αναβάφτιση» (1), όπου ο λόγος της λευτεριάς χαρακτηρίζεται «κρυφός», περνάμε στον διάλογο με το κυκλάμινο (2). Αν επρόκειτο για ρητορικό λόγο, θα λέγαμε ότι με το ποίημα αυτό δίνεται η θέση του συγγραφέα, αυτή που θα προσπαθήσει να αποδείξει στη συνέχεια με όλα τα ποιήματα-στιγμιότυπα στα οποία αναφέρθηκα. Πράγματι στο δεύτερο λιανοτράγουδο αναδεικνύεται το (μυστικό) μήνυμα της συλλογής: το ταπεινό κυκλάμινο «σύναζε το γαίμα στάλα στάλα» μέσα από τον βράχο. Οι βράχοι αυτού του τόπου είναι ποτισμένοι με το αίμα, αλλά και τον ιδρώτα, του λαού του. Όποιος σαν το κυκλάμινο δεν το ξεχνάει αυτό, παραμένει προσωρινά σιωπηλός και φαινομενικά άπραγος, αλλά είναι «της λευτεριάς ταμένος», όπως σημειώνεται στο προτελευταίο ποίημα της συλλογής, το 17ο. «Ο πικρός Ρωμιός» σωπαίνει προς το παρόν, όπως τα πουλιά και οι καμπάνες του.16 Δεν είναι μόνος του όμως κι ας «πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια» (4). Μαζί του σωπαίνουν και οι νεκροί του. Οι «αποθαμένοι» που θα βοηθήσουν στο χτίσιμο, «κι ας φαίνονται προς το παρόν ασήκωτες οι πέτρες» (16). Ας θυμηθούμε, ξαναγυρίζοντας στη σημείωση του ποιητή, ότι τα ποιήματα 16 και 17 γράφτηκαν την Πρωτομαγιά του ’70. Θα λέγαμε ότι, κατά τη συναισθηματικά φορτισμένη αυτή μέρα, ο ποιητής επανέρχεται στη συλλογή, ενισχύοντας το αγωνιστικό μήνυμα του έργου. Έτσι, εκτός από το γραμμένο από τον Σεπτέμβρη του ’68 ποίημα υπ΄ αριθμόν 14, το «Επιτύμβιο», όπου εκθειάζεται η αξία του τιμημένου θανάτου, και το υπ’ αριθμόν 15, το με τίτλο «Εδώ το φως», όπου διατυπώνεται η πεποίθηση ότι η λευτεριά είναι σύμφυτη με τον τόπο τούτο, έχουμε τα δύο ποιήματα που προστέθηκαν αργότερα, το 16 και 17, που διατρανώνουν την πεποίθηση του ξεσηκωμού και λειτουργούν ως προανάκρουσμα του επιλογικού 18ου ποιήματος, του εμβληματικού «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις». Ο ποιητής, λοιπόν, ολοκληρώνει τη συλλογή βλέποντας ήδη μπροστά του τη Ρωμιοσύνη να αναγεννάται, να «αντρειεύει και να καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου». Κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο Ρίτσος απομακρύνεται από το κλίμα των υπόλοιπων συλλογών της επταετίας, όπου, όπως διαπίστωσε ο Έντμουντ Κήλυ, κυριαρχεί ένα κλίμα που χαρακτηρίζεται από «ολοκληρωτική σχεδόν διάλυση, πνευματική και φυσική: μια δραματική αποδιοργάνωση της εικονοποιΐας που αναπαριστά την ελληνική παράδοση στο μύθο και τη θρησκεία, [όπου] κάθε έννοια χώρου μεταβάλλεται σε αίσθηση εξορίας, στέρησης, διαρκούς μετακόμισης.»17
Λίγα λόγια τώρα για την πρόσληψη της συλλογής αυτής. Μέσα στις πολλές περιπέτειες του Ρίτσου εκείνα τα χρόνια (εξορία στη Λέρο, απελευθέρωση λόγω του διεγνωσμένου καρκίνου στην ουροδόχο κύστη και εγκλεισμός σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο, παρακολούθηση της οικίας του από τη χωροφυλακή και της αλληλογραφίας του από τη λογοκρισία)18 τα τραγούδια έφτασαν μετά τον Μάιο του 1970 στα χέρια του συνθέτη19, ο οποίος ζούσε στο Παρίσι και άρχισε να τα παρουσιάζει μελοποιημένα ένα ένα, κατά την ευρωπαϊκή του περιοδεία από τον Οκτώβριο του 1972 έως τον Ιανουάριο του 1973. Ηχογραφήθηκαν σε δίσκο το 1973 στο Παρίσι, και δύο φορές στην Αθήνα, με διαφορετικούς συντελεστές κάθε φορά20. Αποτέλεσαν κραυγή λευτεριάς και ανακούφισης στις συναυλίες της μεταπολίτευσης, εκδόθηκαν, παρά τις αρχικές προθέσεις του ποιητή, γνώρισαν μέχρι το 2008 δεκαπέντε ανατυπώσεις υπερβαίνοντας τα 45.000 αντίτυπα, μεταφράστηκαν σε τουλάχιστον δέκα γλώσσες (ιταλική, ισπανική, αγγλική, γαλλική, εβραϊκή, ρωσική, ουκρανική, περσική, τουρκική και γερμανική γλώσσα).21 Ο στόχος επετεύχθη λοιπόν. Η ποίηση έφτασε στον λαό και έγινε τραγούδι.22
Αυτή την ποιητική συλλογή επέλεξα το 2012 ως πρώτη ύλη ενός δωδεκάωρου διδακτικού σεναρίου που υλοποιήθηκε υπό την καθοδήγηση του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας σε μονάδες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο πλαίσιο ενός πιλοτικού προγράμματος για τη διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Έτσι, επιχειρήθηκε η αξιοποίησή τους στην Α΄ τάξη του 4ου Γυμνασίου Σπάρτης «Γιάννης Ρίτσος», με απώτερο στόχο τη διοργάνωση μιας σχολικής εκδήλωσης για τον Γιάννη Ρίτσο. Όσα προαναφέρθηκαν έως αυτή τη στιγμή αποτέλεσαν τους λόγους για τους οποίους επιλέχθηκε το συγκεκριμένο έργο. Ας τονίσω όμως ότι, χάρη στον επιγραμματικό χαρακτήρα της συλλογής, οι συγκεκριμένοι μαθητές/τριες μελέτησαν, για πρώτη φορά στα μαθητικά τους χρόνια, μια ποιητική συλλογή στο σύνολό της, ώστε να έρθουν σε επαφή με αντιπροσωπευτικές «Εικόνες της Ελλάδος στην ποίηση», σύμφωνα με τη στοχοθεσία του συγκεκριμένου πιλοτικού προγράμματος.
Τα ποιήματα εξετάστηκαν μέσα στην ιστορικότητά τους, κατά την εποχή τόσο της δημιουργίας όσο και της πρόσληψης της συλλογής, έντυπης και μελοποιημένης, με στόχο να αντιληφθούν οι μαθητές την αξία της ελευθερίας και της δημοκρατίας και τη συνάφειά τους με το αίτημα για αξιοπρεπή διαβίωση και καταξίωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Όσον αφορά τις γνώσεις για τη λογοτεχνία προσπαθήσαμε να αναφερθούμε στις αναζητήσεις της γενιάς του ’30 σχετικά με το ζήτημα της ελληνικότητας, επιχειρήσαμε να αντιληφθούν τα παιδιά την έννοια της ποιητικής συλλογής και να πληροφορηθούν για την απήχηση της συγκεκριμένης, να γνωρίσουν τα βασικά γνωρίσματα του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου στίχου, να συνειδητοποιήσουν τη λειτουργία του τίτλου ως ενός από τα κλειδιά για την ανάγνωση, να προσδιορίσουν τη λειτουργία των σχημάτων λόγου στο ποίημα, να προβληματιστούν, τέλος, για την πρακτική να μελοποιούνται ποιήματα και τους στόχους που αυτή εξυπηρετεί.
Η εκδήλωση τελικά πραγματοποιήθηκε και η εμπειρία της εφαρμογής του σεναρίου, όπως προαναφέρθηκε, έχει κατατεθεί στο αποθετήριο του συγκεκριμένου προγράμματος. Όποιος, συνάδελφος ή μη, επιθυμεί λοιπόν, μπορεί να επισκεφθεί τον ιστοχώρο «Πρωτέας» του ΚΕΓ και να διαβάσει αναλυτικά τους στόχους που τέθηκαν εξαρχής, την πορεία και τις δυσκολίες της υλοποίησης, αλλά και τις εργασίες των παιδιών.23 Σημειώνεται ότι οι μαθητές εργάστηκαν σε ομάδες, συνεργάστηκαν μέσα στην τάξη, αλλά και ασύγχρονα μέσω ενός wiki, μελέτησαν και παρουσίασαν τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα» (κάθε ομάδα από τρία). Ξαναγυρίζοντας τέσσερα χρόνια μετά το συγκεκριμένο εγχείρημα στο συγκεκριμένο υλικό και επαναξιολογώντας το θα έλεγα ότι εξακολουθεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον. Καθώς μάλιστα σύμφωνα με το καινούργιο αναλυτικό πρόγραμμα προτείνεται η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας με την ανάθεση της μελέτης ολόκληρων λογοτεχνικών έργων, θα ήταν ενδιαφέρον, νομίζω, αντί για πεζό κείμενο όπως συνηθίζεται, να δοθεί στους μαθητές η ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με τη συγκεκριμένη συλλογή.
Ας αναφερθεί ότι ήδη πάνω από 450 συνάδελφοι φαίνεται πως έχουν επισκεφθεί την αρχική σελίδα του σεναρίου, εκεί που αναγράφονται η περίληψη και οι στόχοι του.24 Πάντως, το μεγαλύτερο κέρδος αποκόμισαν, νομίζω, τα ίδια τα παιδιά που ήρθαν σε επαφή με το έργο ενός σπουδαίου ποιητή.
Βλέπετε, οι σημερινές κοινωνίες έχουν -άθελά τους(;)- υιοθετήσει την επιταγή του Πλάτωνα και εξορίζουν την ποίηση από τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Αναρωτιόμαστε, βέβαια, πόση είναι στο σημείο αυτό η ευθύνη των σύγχρονων ποιητών, που φαίνεται να έχουν χάσει την επαφή με τον λαό. «Έφυγαν» ή γέρασαν και οι μεγάλοι συνθέτες του παρελθόντος, που είχαν φέρει την ποίηση στα χείλια του λαού…
Κι όμως: ο ιερός βράχος στον οποίον έχουμε την τύχη να διεξάγουμε τη σημερινή μας συνάντηση μας δείχνει ξεκάθαρα ότι το άνυδρο τοπίο δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να μας φοβίζει. Η στέρηση δίνει αξία στα πράγματα και τα καθαγιάζει. Το βλέπουμε κάθε φορά που φτάνουμε εδώ: το κυκλάμινο και τα υπόλοιπα αγριολούλουδα της μοναδικής χλωρίδας της περιοχής έχουν τη δύναμη να μας χαμογελούν μέσα από τη σχισμάδα του βράχου. Και δε θα είμαστε μόνοι στο καινούργιο χτίσιμο το οποίο πρέπει επιτέλους ως λαός να αποτολμήσουμε: έχουμε και τους πεθαμένους μας να μας βοηθήσουν. Και δόξα τω Θεώ είναι πολλοί, και οι περισσότεροι από αυτούς έπεσαν «μ΄ ορθή την κεφαλή τους».
Έχουμε ανάγκη τον λόγο τους, την ανάμνηση των νεκρών μας και τα διδάγματα των παππούδων μας. Ένας από τους παππούδες μας είναι κι ο Ρίτσος. Ο Αραγκόν τον αποκάλεσε, παραπάνω από μία φορές, ως τον μεγαλύτερο ποιητή της εποχής του.25 «Υπερβολές ενός ομοϊδεάτη και φίλου του», θα έλεγε κάποιος. Ας δεχθούμε έστω ότι ήταν απλώς ένας από τους μεγαλύτερους. Έχουμε χρέος να συστήσουμε στα παιδιά μας το έργο του. Τα ανθολογούμενα ποιήματά του στα σχολικά εγχειρίδια, ιδίως του Γυμνασίου, δεν επαρκούν για κάτι τέτοιο, καθώς, τις περισσότερες φορές, προσφέρουν μια αποσπασματική εικόνα του, αποπλαισιωμένη από τις συνθήκες δημιουργίας των ποιημάτων. Το διδακτικό σενάριο που στηρίχθηκε στα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» φιλοδόξησε να αποτελέσει μια μικρή συνεισφορά για να γνωρίσουν κάποιοι μαθητές όχι μόνο έναν από τους σοφούς παππούδες μας, αλλά και την ίδια την πατρίδα που, όσο κι αν μας πικραίνει καθημερινά, εμείς θα την αγαπούμε με την ίδια αγάπη που οι παππούδες αυτοί μας δίδαξαν. Γιατί είναι αλήθεια πως, «πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος με υπομονή και περηφάνια».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αντωνιάδη, Ε. 2004. «Τα κυπριακά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου». Στο περ. Η λέξη. Γιάννης Ρίτσος (αφιέρωμα), τεύχος 182 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004), 784-795.
Βελουδής, Γ. 1984. Προσεγγίσεις στο έργο του Γιάννη Ρίτσου. Αθήνα: Κέδρος.
Βελουδής, Γ. 1982. Γιάννης Ρίτσος. Προβλήματα μελέτης του έργου του. Αθήνα: Κέδρος.
Vitti, M. 1989. Η γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και μορφή. Αθήνα: Ερμής.
Διαλησμάς, Στ. 41984. Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου. Αθήνα: Επικαιρότητα.
Ζήρας, Α. 2004. «Χαλαστής ή πλάστης. Ο Γιάννης Ρίτσος μέσα και έξω από τον μύθο του Οδηγού-Ποιητή». Στο περ. Η λέξη. Γιάννης Ρίτσος (αφιέρωμα), τεύχος 182 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004), 687-701.
Κακλαμανάκη, Ρ. 1999. Γιάννης Ρίτσος. Η ζωή και το έργο του. Αθήνα: Πατάκης.
Κήλυ, Ε. 1987. Μύθος και φωνή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση. [Μετ. Σπύρος Τσακνιάς. Τίτλος πρωτότυπου: Modern Greek Poetry. Voice and Myth, Princeton University Press, 1983]. Αθήνα: Στιγμή.
Κώττη, Α. 1996. Γιάννης Ρίτσος. Ένα σχεδίασμα βιογραφίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μακρυνικόλα, Αικ. 1993. Βιβλιογραφία Γιάννη Ρίτσου 1924-1989. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη).
Μακρυνικόλα, Αικ. 1983. Ο Αραγκόν για τον Ρίτσο (επιμ.). Αθήνα: Κέδρος.
Beaton, R. 2015. Η ιδέα του έθνους στην ελληνική λογοτεχνία. Από το Βυζάντιο στην Ελλάδα. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Μπήαν, Π. 1980. Αντίθεση και σύνθεση στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου (Μετ. Γιάννης Κρητικός). Αθήνα: Κέδρος.
Πρεβελάκης, Π. [1980] 1992. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Συνολική Θεώρηση του έργου του. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».
Προκοπάκη, Χρ. 2000. Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου. Αθήνα: Κέδρος.
Ρίτσος, Γ. 2004. «Εγώ δουλεύω με μια πέτρα στο στόμα». (Εισαγωγή: Χρ. Προκοπάκη). Στο περ. Η λέξη. Γιάννης Ρίτσος (αφιέρωμα), τεύχος 182 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004), 647-659.
Ρίτσος, Γ. 19982 . Ποιήματα 1963-1972, Τόμος Ι. Αθήνα: Κέδρος.
Spanos, W. 1975. Το ύφος ως ιστορική μνήμη στη «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου, μτφρ. Ρ. Κακλαμανάκη. Στο Γιάννης Ρίτσος. Μελέτες για το έργο του, 75-102. Αθήνα: Διογένης.
Φρυδάκη, Ευ. 2009. Η διδασκαλία στην τομή της νεωτερικής και μετανεωτερικής σκέψης. Αθήνα: Κριτική.
Χατζηβασιλείου, Β. 2004. «Ο Ρίτσος ως πολιτικός ποιητής επί δικτατορίας: Σχόλια για τον Αφανισμό της Μήλος». Στο περ. Η λέξη. Γιάννης Ρίτσος (αφιέρωμα), τεύχος 182 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004), 728-733.
1 Εισήγηση που εκφωνήθηκε στην Ε΄ Επιστημονική Διημερίδα, στο Κάστρο της Μονεμβασίας, που οργανώθηκε στις 20 και 21 Μαΐου 2017 από τον Σχολικό Σύμβουλο Λακωνίας κ. Μανώλη Στεργιούλη και τον Δήμο Μονεμβασίας. Διατηρήθηκε εδώ ο προφορικός της χαρακτήρας. Η εισήγηση δημοσιεύτηκε στη συνέχεια στο περιοδικό της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων “Φιλολογική”, τεύχος 144-145 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2018).
2 Πρόκειται για το σενάριο «Όψεις της Ρωμιοσύνης: σχεδιάζοντας μια γιορτή για τον Γιάννη Ρίτσο». Βλ. (http://proteas.greek-language.gr/).
3 Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, 16η έκδ. Αθήνα: Κέδρος, 2008. Προέρχεται από την τελευταία σελίδα. Οι σελίδες στην έκδοση χωρίς αρίθμηση. Η συλλογή συμπεριλαμβάνεται και στο: Ρίτσος (1998): 153-160.
4 Ας σημειωθεί ότι εκείνη η ποιητική συλλογή του μακρινού 1936, ο «Επιτάφιος», ήταν τέκνο μιας επίσης ταραγμένης πολιτικά εποχής, με απεργίες και εναλλαγές κυβερνήσεων που οδήγησαν τελικά στην επιβολή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου από τον Μεταξά. Υπενθυμίζεται ότι η φωτογραφία της μάνας του απεργού Τάσου Τούση (Ριζοσπάστης, 10-5-1936) πάνω από το πτώμα του παιδιού της εμπνέει τον Ρίτσο, που κλείνεται στη σοφίτα του και μέχρι την επόμενη μέρα έχει έτοιμα τα τρία πρώτα άσματα της συλλογής. Βλ. Μπήαν Π., 1980: 33-4. Ο Αλέξης Ζήρας, 2004: 700 σημειώνει ότι ο «Επιτάφιος» αποτελεί ένα «μεταιχμιακό βιβλίο που έγινε αμέσως δημοφιλές καθώς δημοσιεύτηκε ως άμεση ανταπόκριση της αριστερής ποίησης στην έκρυθμη πολιτική κατάσταση του 1936 [και] εμφανίζεται ως συνέχεια και ενίσχυση της στροφής του Ρίτσου προς τις λαϊκές μορφές τέχνης».
5 Ο Βελουδής Γ., 1982: 80 διαπιστώνει ότι, αντίθετα από τους Σεφέρη και Γκάτσο στους οποίους έχει διαπιστωθεί μια οριστική τομή κατά τη μετάβασή τους από τον παραδοσιακό στον ελεύθερο στίχο, ο Ρίτσος, παρά το γεγονός ότι από το 1935 αρχίζει να χρησιμοποιεί συστηματικότερα τον ελεύθερο στίχο, δεν θα διαστάσει και μετά τον «Επιτάφιο» να προσφύγει στις «παραδοσιακές» μορφές του δημοτικού τραγουδιού και ειδικότερα του δημοτικού δεκαπεντασύλλαβου όχι μόνο στις συνθέσεις του, τη «Ρωμιοσύνη» και την «Κυρά των Αμπελιών» (1945-7), αλλά και στα όψιμα έργα του «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» (1968-1973) και «Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο» (1974). (Για τη χρήση των εκφραστικών τρόπων του δημοτικού τραγουδιού στην τελευταία συλλογή βλ. επίσης Αντωνιάδη Ε., 2004: 792).
Κατά τον Βελουδή (ό.π.: 79) η μορφή του «Επιταφίου» δε συνιστά «μορφική συντήρηση, αλλά αντίθετα, ποιητικό νεοτερισμό, αφού ανασταίνει ένα στην εποχή του «νεκρό» εκφραστικό μέσο – το στίχο του δημοτικού τραγουδιού». Αντίστοιχα, η χρήση του στις δύο όψιμες συνθέσεις «δε στοιχειοθετεί καμιά νέα φάση στη δημιουργία του∙ εκφράζει απλά την αυθόρμητη και ενσυνείδητη προσφυγή του ποιητή σε τρόπους ειδικά «λαϊκούς» για την έκφραση βιωμάτων οπωσδήποτε «λόγιων» ή «λαϊκών», αλλά σε στιγμές ιδιαίτερα κρίσιμες γι΄ αυτόν και το «λαό» του.» [υπογραμμίσεις δικές μου]. Για να στηρίξει την παραπάνω άποψη, ο Βελουδής σημειώνει (ό.π.: 150, σημ. 163) ότι «αυτή είναι κι η προσωπική αντίληψη του ποιητή, που την εξέφρασε σε προφορική του συνέντευξη.».
Στην ίδια κατεύθυνση, ο Πρεβελάκης Π., 1992: 377 γράφει «Για να αποφύγει τον πνιγμό [ενν. στα χρόνια της δικτατορίας που είχε επιβληθεί στις 21-4-1967], μια άλλη λύση απομένει για το Ρίτσο, να προσποιηθεί ένα απρόσωπο ύφος, στα χνάρια του δημοτικού τραγουδιού, για να εκφράσει τάχα τον παλιό καημό των τουρκοπατημένων τόπων. Ο δεκαπεντασύλλαβος έρχεται στα χείλια του, ξεχασμένος από τον καιρό του «Επιταφίου». Στην εξορία του στο Παρθένι της Λέρου, στις 16 Σεπτεμβρίου 1968, γράφει σε ανομοιοκατάληκτα δίστιχα «τα δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» (εκδ. 1973), που με το απλό ύφος τους προορίζονταν να αγγίξουν την ψυχή του λαού. Από την άλλη, ο Vitti Μ., 1989: 185, αιτιολογεί τη χρήση του συγκεκριμένου στίχου στον «Επιτάφιο» ως μια «αναπάντεχη αντίδραση σε ένα ακαριαίο και συγκλονιστικό επεισόδιο» που βρίσκοντας τον Ρίτσο κατά τη στιγμή της μετάβασής του στον ελεύθερο στίχο «κινητοποιεί αδίστακτα έναν μηχανισμό πρόχειρο».
6 Ο William Spanos, 1975: 80-81, αναφερόμενος στη «Ρωμιοσύνη» γράφει: «Ο Ρίτσος σαν Έλληνας βλέπει τον εαυτό του Ρωμιό, και σαν Έλληνας ποιητής αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ιστορικής ταυτότητας, αγκαλιάζοντας τη ζωντανή πραγματικότητα και τη ζωντανή γλώσσα που την εκφράζει. Έτσι η τραγική περίοδος ανάμεσα στη γερμανική Κατοχή και τον ελληνικό εμφύλιο […] αντικρίζεται με τα μάτια ενός εξιδανικευμένου Ρωμιού και εκφράζεται με τη γλώσσα και το ρυθμό της ρωμέικης αντίληψης, δηλαδή τη γλώσσα και το ρυθμό της ακόμη ζωντανής προφορικής παράδοσης, που φτάνει μέχρι τα ηρωικά κλέφτικα τραγούδια του ’21 και της Τουρκοκρατίας και μέσα από το βυζαντινό ακριτικό τραγούδι στα ομηρικά έπη. Ο ποιητής με άλλα λόγια είναι ο βάρδος του λαού, όπως ήταν άλλοτε ο «τραγουδιστής των μύθων».
7 Ρίτσος, Γ. 2004: 647-650. Είναι αξιοσημείωτο ότι η επιστολή αυτή προς τους Χρύσα Προκοπάκη και Νικηφόρο Παπανδρέου έχει ημερομηνία 1-11-1969. Τα καλλιγραφημένα ποιήματα «που ομορφοστόλισ[ε] με τον τρόπο των βυζαντινών καλόγερων» ο Ρίτσος προέρχονταν από τις Επαναλήψεις. Από την επιστολή του Ρίτσου μαθαίνουμε ότι σχεδιαζόταν μια δίγλωσση ανθολογία νεοελλήνων ποιητών, στα ελληνικά και γαλλικά, που θα εκδιδόταν στο Παρίσι. Στην αριστερή σελίδα θα δινόταν φωτοτυπημένο το χειρόγραφο του ποιητή και στη δεξιά τυπογραφημένη η γαλλική μετάφραση. Στην έκδοση των «18 Λιανοτράγουδων» τον Ιούλιο του 1973 ακολουθήθηκε παρόμοια πρακτική (στο πρώτο μέρος του βιβλίου το τυπωμένο κείμενο και στο δεύτερο φωτοτυπημένο το χειρόγραφο).
8 Ο Beaton R., 2015: 412-3 θεωρεί αναμφισβήτητη την άποψη ότι ιδιαίτερα με τα ποιήματα του 1960 και 1970 ο Ρίτσος «συμμετέχει με τον δικό του διακριτό τρόπο στην αναδρομική αναζήτηση σύνδεσης της συλλογικής ελληνικής εμπειρίας των καιρών του με τη μακρά διαχρονία του Ελληνισμού», με πρώιμη «εκτεταμένη διερεύνηση αυτής της περιοχής […] τη “Ρωμιοσύνη”».
Ο Στέφανος Διαλυσμάς, 1984: 40-41, αναφερόμενος στην περίοδο της ποιητικής παραγωγής του Ρίτσου από το 1942 έως το 1955, οπότε γράφονται, ανάμεσα σε άλλες συλλογές, και η «Ρωμιοσύνη» και «Η Κυρά των Αμπελιών» (1945-47), επισημαίνει: «Μια επιστροφή στις ρίζες, ό,τι θα χαρακτηρίζαμε με τον όρο «ελληνικότητα»: το ελληνικό τοπίο, η ιστορία, η παράδοση, διάφορα λαϊκά στοιχεία. Η επίδραση του δημοτικού και κλέφτικου τραγουδιού σε ορισμένα έργα φτάνει πολύ βαθιά, απλώνεται σε έκφραση και περιεχόμενο τόσο, που ενώ ο στίχος σ΄ όλα τα έργα της περιόδου είναι ελεύθερος, συναντάμε αρκετούς δεκαπεντασύλλαβους, όπως μέσα στην “Κυρά των Αμπελιών”, όπου π.χ. οι ενότητες XX και ΧΧΙ αποτελούνται μόνο από δεκαπεντασύλλαβους. […] Και μολονότι στη “Ρωμιοσύνη” και στην “Κυρά των Αμπελιών” ανιχνεύουμε και υπερρεαλιστικά στοιχεία, βλέπουμε την επανασύνδεση με γνώριμες στο λαό μορφές.»
9 Το ποίημα εμπεριέχεται στο ανθολόγιο της Β΄ Λυκείου. Βλ. Ρίτσος (1998): 275. Ο Κήλυ, 1987: 235 εξ. ερμηνεύει το ποίημα αυτό εντάσσοντάς το στο γενικότερο κλίμα των συλλογών της δικτατορίας, ένα κλίμα διάλυσης, μετά και την «αποτυχία της ελληνικής παράδοσης να προσφέρει τους πνευματικούς πόρους που θα ξαναδώσουν ζωή στο θνήσκον τοπίο» (ό.π.: 238), ενώ μιλώντας για τη συλλογή «Υπόκωφα» του 1973 μιλά για «φυσική αποσύνθεση [που] είναι το εξωτερικό σημάδι της εσωτερικής παράλυσης που οδήγησε τους κατοίκους σε μια ηθική και πνευματική απάθεια, που προκαλεί αναποφασιστικότητα, αδράνεια, αδιαφορία.» (ό.π.: 240). Νομίζω ότι τα «18 λιανοτράγουδα» με τη συγκεκριμένη στόχευσή τους απομακρύνονται σκόπιμα από τη συγκεκριμένη προοπτική. Βλ. και παρακάτω στο κύριο τμήμα της εισήγησης. Για τη «σκιώδη, όπως τη χαρακτηρίζει παρουσία της πολιτικής» στις συλλογές που έγραψε ο Ρίτσος κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, χωρίς όμως καμιά αναφορά στα «18 λιανοτράγουδα» βλ. Χατζηβασιλείου Β., 2004: 728-733.
10 Σχετικά με τα όρια της «λογιοσύνης» του Ρίτσου, βλ. Βελουδής (1982): 116-120.
11 Ο Βελουδής (1984): 110 εξ. χαρακτηρίζει τις αναζητήσεις της γενιάς του ’30 ως τρίτη φάση της λαϊκιστικής «ελληνικότητας», οπότε αναπτύσσονται δύο τάσεις, μια αστικοφιλελεύθερη (αναφέρει ως εκπρόσωπο τον Σεφέρη) και μια «αριστερή», με προδρομικό εκφραστή τον Ρίτσο του «Επιταφίου». Θεωρεί την ποιητική περίοδο 1944-7 του Ρίτσου ως περίοδο της λαϊκιστικής ακμής του και τη στροφή του Ρίτσου με τις συλλογές του ’36 και ’44-7 ως «μερική έκφραση μιας γενικότερης “αριστερής” στροφής στη λαϊκή κουλτούρα και το δημοτικό τραγούδι (ό.π.: 112).
12 εφ. Το Βήμα, 22/10/1978, σ. 5.
13 Οι αριθμοί στην παρένθεση αφορούν την αρίθμηση των λιανοτράγουδων στη συλλογή που εξετάζουμε.
14 Σε συνέντευξή του, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα» (12-1-1976), ο Μίκης Θεοδωράκης δήλωσε ότι «οι αγώνες του λαού» αποτέλεσαν για αυτόν «ερέθισμα δημιουργίας» και έτσι συνέθεσε τα έργα του «Ρωμιοσύνη» και «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας». Για τη σχέση του Ρίτσου με το τραγούδι και την άποψή του για τη δραστικότητά του βλ. Βελουδής (1984): 106, όπου, ανάμεσα στα άλλα παρατηρεί ότι «ο όρος τραγούδι χρησιμοποιείται απ’ το Ρίτσο με ασυνήθιστη συχνότητα κι επιμονή για να χαρακτηριστεί η ποιητική δημιουργία και το προϊόν της». Στη συνέχεια παραθέτει τίτλους συλλογών του που παραπέμπουν στο τραγούδι καθώς και μουσικά όργανα στα οποία αναφέρεται στα ποιήματά του και αξιοποιούνται ως σύμβολα.
15 Vitti M., 1989, 190.
16 Για τις καμπάνες ως μοτίβο πβλ. την ποιητική σύνθεση «Ρωμιοσύνη»
17 Βλ. παραπάνω, υποσημείωση 9.
18 Κώττη Α., 1996: 145-162 Οι ημερομηνίες που ενδιαφέρουν εδώ: 21-4-67: Σύλληψη του ποιητή. 30-6/31-7: Μεταγωγή στο Παρθένι της Λέρου. 16-7-1968: Ξυπνά με αιματουρία. Διάγνωση του στρατιωτικού ακτινολόγου: «πιθανή νεοπλασματική εξεργασία εντός της [ουροδόχου] κύστεως». 5-8-1968: Εισαγωγή στον «Άγιο Σάββα» Αθηνών. Εξετάζεται υπό αυστηρή φρούρηση. 12-9-1968: Επιστρέφει, μετά τη χειρουργική επέμβαση, στη Λέρο. 16-9-1968: Γράφει τα 16 πρώτα λιανοτράγουδα. 29-10-1968: Απολύεται από τη Λέρο, λόγω φόβων του καθεστώτος για τη διεθνή κατακραυγή σε περίπτωση θανάτου του. 30-10-1968: Άφιξη στη Σάμο. Κατ’ οίκον περιορισμός και αυστηρή παρακολούθηση. Νοέμβρης 1969: Ξαναδουλεύει τα 16 λιανοτράγουδα. 1-5- 1970: Γράφει τα υπόλοιπα 2 λιανοτράγουδα. Μάιος 1970: Τα 18 λιανοτράγουδα στέλνονται κρυφά στο Παρίσι. Νοέμβριος 1970: Μεταφέρεται στην Αθήνα λόγω επιδείνωσης της υγείας του. Δεκέμβριος 1970: Νέα εγχείριση.
19 Κώττη Α., 1996: 158-9. Επίσης, Κακλαμανάκη, 1999: 72. Οι ίδιοι οι Ρίτσος και Θεοδωράκης σε συνεντεύξεις τους αναφέρονται σε οψιμότερες ημερομηνίες σύνθεσης και μελοποίησης του έργου, αλλά η χρονολόγηση της Κώττη λογικά είναι εγκυρότερη, καθώς συμφωνεί με την επιλογική σημείωση του Ρίτσου, στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή της εισήγησης.
20 Η σύνθεση της μουσικής έγινε στο Παρίσι το καλοκαίρι του 1972, σύμφωνα με δήλωση του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη (7-11-2013, στο CD του έργου).
Η πρώτη ηχογράφηση του έργου έγινε το 1973 στο Παρίσι με τραγουδιστές τους: Μαρία Φαραντούρη, Πέτρο Πανδή, Αφροδίτη Μάνου, Αχιλλέα Κωστούλη και κυκλοφόρησε στην Γαλλία την ίδια χρονιά από την EMI France. Παράλληλα ηχογραφήθηκε κρυφά και στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της Χούντας, με τον Γιώργο Νταλάρα και την Άννα Βίσση. Με την πτώση της χούντας κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα πρώτα η έκδοση με τον Νταλάρα και μετά η έκδοση με Φαραντούρη, Πανδή, Μάνου και Κωστούλη. Λίγους μήνες αργότερα κυκλοφόρησε και τρίτη έκδοση του έργου με την Μ. Δημητριάδη, Ε. Βιτάλη, Κ. Καμένο, Σ. Πασπαράκη και Σ. Κρυστάλλη. Τα παραπάνω στοιχεία αντλήθηκαν από το λήμμα της ελληνικής Wikipedia (τελευταία επίσκεψη: 15-5-2017)
https://el.wikipedia.org/wiki/18_%CE%9B%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B3%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A0%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%AE%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%AF%CE%B4%CE%B1%CF%82 . Ας σημειωθεί εδώ ότι η μελοποιημένη εκδοχή του λιανοτράγουδου υπ΄ αριθμ. 7 είναι και στις τρεις προαναφερθείσες ηχογραφήσεις του δίσκου η ακόλουθη: «Σεμνός και λιγομίλητος εθάμαζε την πλάση | κι η σπάθα τον κεραύνωσε κι ως λιόντας εβρυχήθη. | Τώρα δε φτάνει του η φωνή, δε φτάνει του η κατάρα | για να λαλήσει το σωστό, του πρέπει καριοφίλι.»
Αν θυμηθούμε ότι σύμφωνα με την προαναφερθείσα σημείωση του ποιητή το λιανοτράγουδο 7 αλλάχτηκε ριζικά τον Γενάρη του ’73 στην Αθήνα, δεδομένων των συνθηκών που περιγράφηκαν παραπάνω, εικάζουμε πως η νέα εκδοχή του 7 δεν έφτασε εγκαίρως στα χέρια του συνθέτη, πριν δηλαδή από την εκτέλεση του τραγουδιού στις συναυλίες και τη μελοποίησή του στο Παρίσι. Ο Βελουδής Γ., 1982: 148, σημ. 149, σημειώνει ότι «το κείμενο του 7ου λιανοτράγουδου στο δίσκο διαφέρει ριζικά απ’ το τυπωμένο κείμενο, είναι όμως γνήσιο: προέρχεται απ΄ το χειρόγραφο του ποιητή που είχε σταλεί στο συνθέτη.» Στη σημ. 150, ό.π., επισημαίνει δύο ακόμη μικρές διαφορές ανάμεσα στο τυπωμένο και εκδομένο σε δίσκο κείμενο.
21 Βλ. Μακρυνικόλα, Αικ., 1993, καθώς και στο συνταγμένο σενάριο (http://proteas.greek-language.gr/scenario.html?sid=107, σελ. 28-9) το Φύλλο εργασίας 4, όπου παρατίθενται πλήρη στοιχεία σχετικά με τις εκδόσεις της συλλογής.
22 Ο Βελουδής Γ., 1982: 121 επιχειρηματολογεί για την ποσοτική και ποιοτική διάσταση της απήχησης του έργου του Ρίτσου, που αποκτά έτσι τον χαρακτήρα του «λαϊκού», αν ληφθεί υπόψη όχι μόνο ο αριθμός των επανεκδόσεων και των αντιτύπων μιας συλλογής που μελοποιείται, αλλά και η δισκογραφική της αναπαραγωγή, που συνεπάγεται μαζική πρόσληψή της μέσω των ΜΜΕ.
23 Το αρχικό σενάριο είναι προσβάσιμο μέσω της διεύθυνσης; http://proteas.greek-language.gr/scenario.html?sid=107. Η εφαρμογή του από τον δημιουργό του, στο 4ο Γυμνάσιο Σπάρτης «Γιάννης Ρίτσος»: http://proteas.greek-language.gr/scenario.html?sid=3339.
Βλ. επίσης, την εφαρμογή του σεναρίου από τη Μαρία Τολυμένου στο 3ο Γυμνάσιο Νίκαιας: http://proteas.greek-language.gr/scenario.html?sid=3339.
24 Το σύστημα δεν μας δίνει εικόνα σχετικά με το πόσοι ενδιαφέρθηκαν περαιτέρω, και το «κατέβασαν» στον υπολογιστή τους για να το μελετήσουν. Ελπίζω πάντως, σύμφωνα με τη στόχευση του προγράμματος, κάποιοι να εμπνεύστηκαν, ώστε να προχωρήσουν στη δημιουργία των δικών τους σεναρίων.
25 Μακρυνικόλα (επιμ.) (1983): 53, 65 και 72.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΝΔΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Εκπαιδευτικός στο 4ο Γυμνάσιο Σπάρτης “Γιάννης Ρίτσος”