Δύο ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου

Ο Γιάννης Ρίτσος, όπως και οι υπόλοιποι μεγάλοι μας ποιητές, κατόρθωσε να συλλάβει μέσα στις φαινομενικά ασήμαντες στιγμές της καθημερινότητας τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων και του τόπου μας, την ομορφιά που μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν “υπήρξε τάχα η άρνηση και ο πόνος”, αλλά και την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού.

Δύο ποιήματα από τη συλλογή “Επαναλήψεις – Σειρά πρώτη” (1963-1965), αντλημένα από τη συγκεντρωτική έκδοση των “Ποιημάτων” του Ρίτσου από τον εκδοτικό οίκο Κέδρος, τόμος Ι΄, σελ. 17 και 20. Καλό καλοκαίρι! 

 

                   Της φύσης

 

Άκουσε την πανάρχαιη, μυστική φωνή στο χάραμα.

Έσκυψε στο παράθυρο. Βαθύ, ελληνικό καλοκαίρι.

Ρόδινος ουρανός. Μαβιά τα σπίτια. Η θάλασσα κατάλευκη.

Υπήρξε τάχα η άρνηση και ο πόνος; Ήσυχος ο κόσμος

κατηφορίζει αργά  μπροστά σε μια άσπρη κάθετο

όπως μπροστά σε μια καινούργια οικοδομή, καθάριο στίγμα,

ένα βαρίδι στέρεο ευθυμέτρησης κρεμάμενο σε χρυσό σπάγκο

απ’ τους κελαηδισμούς χίλιων αόρατων κορυδαλλών και μιας τρυγόνας.

 

Άγιος Κωνσταντίνος Λοκρίδος, 21. VI. 64

 

 

                  Συνέχεια

 

Αυτά τα χώματα τα ξέρουμε καλά, -το πώς δουλεύονται, τι δίνουν-

στάρι, σταφύλι, ελιά, καπνό, μπαμπάκι, λεμονάνθι, δάφνη‧

κι η πέτρα δίνει τον ασβέστη για τα σπίτια μας. Πότε πότε, τυχαίνει

εκεί που σκάβουμε τη γης, για να καταχωνιάσουμε έναν γέροντα,

να βρίσκουμε ένα πέτρινο γυμνό κορίτσι ή κάποιον άγγελο

γυμνό κι αυτόν, δίχως φτερούγες. Τότες αγναντεύουμε πιο κάτω

τη φοινικιά της Αγια-Πελαγίας ν’ αγεροπαίζει τα κλαδιά της

και ξέρουμε πως είναι τα φτερά που λείπουν απ’  τους ώμους εκείνου του αγγέλου.

 

Σάμος,  28. VII. 64