Ο Δανιήλ Ι. Ιακώβ γράφει σε άρθρο του με τίτλο “Η Ανδρομάχη του Ευριπίδη, Δοκιμή πολλαπλής ανάγνωσης του δράματος”, περ. Φιλόλογος, τεύχος 86, Χειμώνας 1996, σχετικά με τις πολλαπλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις που επιδέχεται ένα λογοτεχνικό έργο, και κατ΄ επέκταση τα πολυεπίπεδα έργα του Ευριπίδη (οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Η αισιοδοξία της παλαιότερης ερμηνευτικής πρακτικής ότι είναι δυνατή η ιχνηλάτηση των αρχικών προθέσεων του συγγραφέα, κάτι που μπορεί να οδηγήσει στη μονοσήμαντη αποκρυπτογράφηση του αυθεντικού νοήματος και του κεντρικού μηνύματος ενός καλλιτεχνικού έργου, έχει κλονιστεί σε μεγάλο βαθμό στην εποχή μας. Η ερμηνευτική προσπέλαση δεν κυριαρχείται πλέον από την έμμονη και ουτοπική αναζήτηση μιας “κλειστής” σημασίας, που θεωρείται και η μόνη ορθή, αλλά προσδιορίζεται και από άλλους σημαντικούς παράγοντες διαμόρφωσης του νοήματος, ένας από τους οποίους είναι αναμφισβήτητα ο δέκτης του έργου, ο οποίος συνεισφέρει, ανάλογα με τον ορίζοντα των προσδιοκιών του, το δικό του μερίδιο στην κατανόηση του καλλιτεχνήματος.. Έτσι η ερμηνεία έχει σήμερα προσλάβει ανοιχτή μορφή, ανάλογα με την οπτική γωνία του δέκτη, η οποία όμως, όπως είναι αυτονόητο, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα όρια και να παραβιάζει τους φραγμούς που θέτει το κείμενο, η μοναδική και υπέρτατη αρχή που νομιμοποιεί την εκάστοτε προτεινόμενη προσέγγιση. […]
Και, λίγο παρακάτω, συνεχίζει:
Η σχέση των δραμάτων του Ευριπίδη με την πραγματικότητα της εποχής του, τόσο την πνευματική/πολιτιστική (σοφιστική κίνηση) όσο και την ιστορική/πολιτική (Πελοποννησιακός πόλεμος) είναι εξακριβωμένη. Ακριβώς στο σημείο αυτό ελλοχεύει ο κίνδυνος να εκληφθούν ως σήματα παραπεμπτικά στη σύγχρονη πραγματικότητα απόψεις που δεν προορίζονται για να λειτουργήσουν έτσι, με αποτέλεσμα να δοθεί στο δράμα μια ερμηνεία που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια του κειμένου. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί το δικαίωμα του θεατή της πρώτης παράστασης ή του μεταγενέστερου θεατρικού και αναγνωστικού κοινού να φορτίσει ένα χωρίο με το επιθυμητό ιστορικοπολτιτικό ή ιδεολογικό νόημα, αν η διατύπωση του χωρίου αυτού είναι τόσο ευρύχωρη ώστε να περιλάβει και τέτοιου είδους ερμηνεία. Είναι π.χ. αδιανόητο, στο πλαίσιο του Πελοποννησιακού πολέμου, να ακούγονται αρνητικές κρίσεις για τους Σπαρτιάτες, τους μεγάλους αντιπάλους της Αθήνας, και να μη θεωρηθούν από το θεατή του 5ου αι. π.Χ. ευθεία βολή κατά του εχθρού. Ο Ευριπίδης, ωστόσο, φροντίζει να εντάξει αβίαστα και να υποτάξει φυσικά αυτές τις κρίσεις στη δραματική λειτουργία του έργου του και να μην το μετατρέψει σε βήμα απροκάλυπτης και ευτελούς προπαγάνδας κατά του αντιπάλου. Στο θεατή εναπόκειται να αποφασίσει ως ποιον βαθμό είναι θεμιτό να μεταφέρει στη δική του εποχή και τη σύγχρονη πολεμική πραγματικότητα τις κρίσεις αυτές.
“Είναι” και “φαίνεσθαι”, “ειρωνική μέθοδος” του Ευριπίδη, “Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε”, κατά το Λουίτζι Πιραντέλλο.
Οι μεγάλοι συγγραφείς παίζουν με την ικανότητα του καθενός από εμάς να αντιλαμβάνεται διαφορετικά τα πράγματα. Τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα είναι ανοιχτά σε ερμηνείες. Άλλωστε, όπως πολύ σωστά αναρωτήθηκαν μεγάλοι φιλόσοφοι, ποια γνώση μπορούν τελικά να μας εξασφαλίσουν τα μάτια μας (ή ακόμα και το ίδιο το μυαλό μας, έτσι που το έχουμε συνηθίσει να λειτουργεί). Για να το διατυπώσω αλλιώς, βλέπουμε όλοι το ίδιο πράγμα στην παρακάτω φωτογραφία;