Τα διαχρονικά διδάγματα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας

Η Jacqueline de Romilly στο έργο της Αρχαία Ελληνική Τραγωδία γράφει:

 

Το αρχαίο θέατρο του Διονύσου

 

Το να έχεις εφεύρει την τραγωδία αποτελεί σπουδαίο τίτλο τιμής. και αυτός ο τίτλος τιμής ανήκει στους Έλληνες.

Κατά βάθος, υπάρχει κάτι γοητευτικο στην επιτυχία που γνώρισε αυτό το είδος. Διότι ακόμα και σήμερα γράφονται τραγωδίες, είκοσι πέντε αιώνες μετά, και γράφονται σχεδόν σε όλο τον κόσμο, που επιπλέον, συνεχίζει κατά διαστήματα να δανείζεται από τους Έλληνες τα θέματα και τους ήρωές τους: γράφονται Ηλέκτρες και Αντιγόνες.

Δεν πρόκειται κατ΄ ουδένα τρόπο σε προσήλωση σε περασμένα μεγαλεία. Είναι, πράγματι, φανερό ότι η ακτινοβολία της ελληνικής  τραγωδίας στηρίζεται στη  ευρύτητα της σημαντικής της, στον πλούτο της σκέψης που οι συγγραφείς μπόρεσαν να συνδέσουν με αυτήν: η ελληνική τραγωδία, με τη γλώσσα των συγκινήσεων που είναι άμεσα προσιτή, παρουσιάζε το στοχασμό για τον άνθρωπο. Αυτός είναι, χωρίς αμφιβολία, ο λόγος που, σε εποχές κρίσης και ανανέωσης, όπως η δική μας, παρουσιάζεται η ανάγκη να επιστρέψουμε σ΄ αυτή την πρωταρχική μορφή του είδους. Ακούγονται τοποθετήσεις εναντίον της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, όμως σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο παίζουν τις τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, γιατί σ΄ αυτές λάμπει με την πρώτη του δύναμη ο στοχασμός για τον άνθρωπο. […]

Ανάλογα με την εποχή και τη χώρα δίνεται και μια διαφορετική ερμηνεία του αρχαίου τραγικού σχήματος. Όμως αυτό εκφράζεται με τη  μεγαλύτερη δύναμη στα ελληνικά έργα, γιατί εκεί εμφανίζεται με την πρώτη του γυμνότητα. Εξάλλου στην Ελλάδα παρουσιάστηκε μια άνθηση ξαφνική, σύντομη, εκθαμβωτική. Η αρχαία ελληνική τραγωδία, με την πλούσια συγκομιδή που έδωσε από αριστουργήματα έζησε συνολικά ογδόντα χρόνια.

[…]    Η πρώτη τραγωδία που μας έχει διασωθεί (επειδή αυτή κρίθηκε από τους αρχαίου άξια μελέτης) τοποθετείται την επομένη της μεγάλης νίκης που πέτυχαν οι Αθηναίοι εναντίον των Περσών εισβολέων. Και -κάτι ακόμη πιο σημαντικό- διαιωνίζει την ανάμνηση αυτής της νίκης: η  νίκη στη Σαλαμίνα, που εδραιώνει την ισχύ της Αθήνας, έρχεται στα 480, και η πρώτη σωζόμενη τραγωδία είναι του 472. Πρόκειται για το έργο Πέρσαι του Αισχύλου. Στη συνέχεια τα αριστουργήματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Κάθε χρόνο το θεατρικό κοινό βλέπει να παριστάνονται στους δραματικούς αγώνες καινούρια έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Οι συγγραφείς αυτοί ανήκουν σε γενιές που δεν απέχουν πολύ μεταξύ τους. ῀

[…]  Πολλά από τα έργα του Σοφοκλή και σχεδόν όλα του Ευριπίδη παίχθηκαν μετά το θάνατο του Περικλή, στη διαρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, τότε που η Αθήνα, δέσμια μιας Ηγεμονίας που δεν ήταν πια σε θέση να διατηρεί, υπέκυπτε τελικά στα κτυπήματα της Σπάρτης.  Έπειτα από 27 χρόνια πολέμου, το 404, η Αθήνα έχανε όλη τη δύναμη που είχε αποκτήσει μετά τα Μηδικά. Ο Ευριπίδης είχε πεθάνει πριν τρία χρόνια, ο Σοφοκλής πριν δύο. ῀ […]  Ήδη από το 405 π.Χ. ο Αριστοφάνης, στους Βατράχους του, δεν έβλεπε άλλον τρόπο να διατηρηθεί το είδος της τραγωδίας από το να κατέβαινε κανείς στον Άδη και ν΄ αναζητούσε κάποιον  από τους χαμενους ποιητές.

(J. de Romilly, Aρχαία Ελληνική Τραγωδία, Μετ. Μίνα Καρδαμίτσα – Ψυχογιού, Ινστιτούτο Καρδαμίτσα_Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1997, σελ.7-9) [οι υπογραμμίσεις δικές μου]

Σε μια εποχή που οι κλασικές σπουδές σημειώνουν σημαντική υποχώρηση, αξίζει να ασχοληθεί κανείς με τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας; Γιατί;

Στείλε το σχόλιο σου.