Βρίσκω απρόσωπα ρήματα με τη Σύνθετη αναζήτηση στο ΛΚΝ

Ποια ρήματα είναι ή χρησιμοποιούνται ως απρόσωπα; Θέλετε να εξοικειωθείτε με τη χρήση των απρόσωπων ρημάτων;

Μπορείτε να συγκεντρώσετε και να καταγράψετε  αρκετά από αυτά,  χρησιμοποιώντας το εργαλείο της Σύνθετης αναζήτησης του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής της “Πύλης για την Ελληνική Γλώσσα”.
βλ. (www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/advsearch.html)

Η διαδρομή: Νέα Ελληνική –> Εργαλεία –> Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής –> Σύνθετη αναζήτηση:  Πεδίο Γραμματική – σύνταξη, επιλέγω απρόσωπο  και πατώ Βρες.

Η μηχανή αναζήτησης ψάχνει σε όλα τα λήμματα του λεξικού στα οποία υπάρχει σχετική σήμανση και σας δίνει τα αποτελέσματα. Καταγράψτε και αποθηκεύστε το σχετικό τμήμα κάθε λήμματος

Η Νικολίνα Καραμαδούκη-Ρίτσου ανέτρεξε στο Ηλεκτρονικό Λεξικό Τριανταφυλλίδη και, από τα λήμματα-αποτελέσματα της αναζήτησής της, επέλεξε και κατέγραψε μόνο την απρόσωπη χρήση των ρημάτων αυτών. Επίσης, κατέγραψε κάποια επίθετα τα οποία χρησιμοποιούνται σε απρόσωπες εκφράσεις.

Αξίζει να διαβάσοετε την εργασία αυτή, για να  έρθετε σε επαφή με πλήθος παραδειγμάτων από το συγκεκριμένο λεξικό και έτσι να εξοικειωθείτε με τη σύνταξη των απρόσωπων ρημάτων και απρόσωπων εκφράσεων. Επίσης, παρατηρήστε ότι πολλά από τα απρόσωπα ρήματα είναι αυτά που δηλώνουν φυσικά φαινόμενα.

Νέα εργασία που προτείνεται: τώρα που έχετε στη διάθεσή σας ρήματα που χρησιμοποιούνται και ως απρόσωπα ανατρέξτε στο Λεξικό και καταγράψτε παραδείγματα προσωπικής χρήσης των ίδιων ρημάτων, όταν δηλαδή το υποκείμενο του ρήματος είναι πρόσωπο, ζώο, πράγμα κτλ. (και τίθεται σε ονομαστική).

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

αληθεύω [aliθévo]  (απρόσ.): Aληθεύει ότι θα παραιτηθεί η κυβέρνηση;

αξία η [aksia]  (απρόσ.): Έχει ~ να…, αξίζει: Tι ~ έχει να αποχτήσεις δύναμη και να χάσεις τους φίλους σου; [Σε απρόσωπη έκφραση]

αξίζω [aksízo]  (απρόσ.) πρέπει: Aξίζει να πάρει άριστα, γιατί είναι πολύ καλός. Aξίζει να τον γνωρίσεις. Δεν αξίζει να ασχολείσαι με τέτοια πράγματα / να το συζητούμε. Aξίζει να σημειωθεί / να αναφέρουμε ότι

απίθανος -η -ο [apíθanos]  (απρόσ.): Είναι απίθανο να, για κτ. που μάλλον δεν πρόκειται να γίνει: Είναι απίθανο να έρθει σήμερα. [Σε απρόσωπη έκφραση]

απίστευτος -η -ο [apísteftos]  (απρόσ.): Είναι απίστευτο πώς μου φέρθηκε. [Σε απρόσωπη έκφραση]

αρκετός -ή -ό [arketós]  (απρόσ.): Είναι αρκετό το ότι με θυμήθηκες, φτάνει, με ικανοποιεί.  [Σε απρόσωπη έκφραση]

αρκώ [arkó] -ούμαι (απρόσ.) είναι αρκετό, δε χρειάζεται άλλο· φτάνε:  Δεν αρκεί να είναι κανείς μορφωμένος, πρέπει να ΄ναι και άνθρωπος καλός. Όλα θα πάνε καλά, αρκεί να το πιστέψεις

αρχίζω [arxízo]  (απρόσ.): Άρχισε να βρέχει.

βραδιάζω [vraδjázo] -ομαι (απρόσ.): Ώσπου να το αποφασίσεις βράδιασε.

γίνομαι [jínome] (ως απρόσ.) γίνεται να, δε γίνεται να:… με τη σημασία

του “είναι δυνατόν” σε ερωτηματικές και αρνητικές προτάσεις: Δε γίνεται να μας αφήσεις μόνους. Γίνεται να είναι τόσο ανόητος; Πώς γίνεται να υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που πεινούν; Γίνεται να μην έρθω αύριο;,

μπορώ, επιτρέπεται;

γλυκοχαράζει [γlikoxarázi]  (στο γ’ πρόσ.) : μόλις αρχίζει να ξημερώνει, να χαράζει μέρα γλυκιά και όμορφη. α. (απρόσ.) Άρχισε να ~.

διαφέρω [δiaféro] (απρόσ.) (Σε) τι διαφέρει, αν, ποια είναι η διαφορά, αν

διευκολύνω [δiefkolíno] -ομαι (απρόσ.) με βολεύει, με εξυπηρετεί: Δε με διευκολύνει να έρθω σήμερα.

δικαιολογώ [δikeoloγó] -ούμαι (απρόσ.) Δε δικαιολογείται να…

εναπόκειται [enapóite] (απρόσ.): ~ σ΄ εσάς να τηρήσετε τους όρους της συμφωνίας.

ενδείκνυμαι [enδíknime] (απρόσ.): Ενδείκνυται να καταφύγει σε ειδικό για να λύσει το πρόβλημά του.

επιβάλλω [epiválo] -ομαι (απρόσ.): Επιβάλλεται να, πρέπει

οπωσδήποτε να…: Επιβάλλεται να γίνει αμέσως η εγχείρηση

έχω (απρόσ.): Φέτος το καλοκαίρι είχε ζέστη, έκανε. Σήμερα έχει συννεφιά / έχει 40Γθερμοκρασία. Πόσες έχει ο μήνας; Σήμερα έχει απεργία στα λεωφορεία. Kάθε πότε έχει λαϊκή στη γειτονιά σου;

καλοξημερώνω [kaloksimeróno] -ομαι (απρόσ.) κυρίως με αρνητική πρόταση, ξημερώνει τελείως: Aκόμα δεν καλοξημέρωσε και σηκώθηκε να φύγει.

κάνω [káno] (απρόσ.) α. για καιρικές συνθήκες που επικρατούν σε ένα δεδομένο χρόνο και τόπο· έχει: Xτες έκανε ζέστη. Στη Σιβηρία κάνει υπερβολικό κρύο. Aν (μας) κάνει καλό καιρό, αν δεν κάνει συννεφιά και αέρα, θα πάμε εκδρομή. β.επιτρέπεται: Δεν κάνει να κουράζεσαι πολύ. Δεν κάνει να αυθαδιάζεις. Δεν κάνει να καπνίζεις / να τρως πολύ. Tι κάνει να τρώω; Kάνει να βγω έξω; – Kάνει / δεν κάνει. γ. (προφ.) υπολείπεται, μένει: Tι κάνει να σου δώσω ακόμη; .

καταλήγω [katalíγo] (απρόσ.) κατέληξε να, το αποτέλεσμα ήταν να: M΄ αυτή την ακρίβεια κατέληξε να μην έχουμε να φάμε.

καταντώ [katandó] (απρόσ.): Kατάντησε να μην μπορούμε να κοιμηθούμε από το θόρυβο των αυτοκινήτων. Kατάντησε να μην μπορείς να κυκλοφορήσεις άφοβα τη νύχτα.

μαθεύομαι [maθévome]  (απρόσ., στον αόρ.): Mαθεύτηκε ότι θα βάλει κι αυτός υποψηφιότητα.

μεσημεριάζω [mesimerjázo] -ομαι : (απρόσ.) πλησιάζει, φτάνει το μεσημέρι: Mεσημέριασε και δεν έχω μαγειρέψει ακόμα. Ο ήλιος ανέβη κε ψηλά· κοντεύει να μεσημεριάσει.

μπουμπουνίζω [bubunízo]  : (απρόσ.) για το φυσικό φαινόμενο του μπουμπουνητού, της βροντής: Bρέχει δυνατά και μπουμπουνίζει

νυχτώνω [nixtóno] -ομαι (απρόσ.) πέφτει το σκοτάδι της νύχτας, βραδιάζει: Tο χειμώνα νυχτώνει νωρίς. Άναψε το φως, γιατί νύχτωσε.

ξανοίγω [ksaníγo] -ομαι (απρόσ.): Άρχισε να ξανοί γει.

ξημερώνω [ksimeróno] -ομαι . (απρόσ.): Tο καλοκαίρι ξημερώνει νωρίς. Aρχίζει να ξημερώνει. Θα ξεκινήσουμε μόλις ξημερώσει.

πιθανός -ή -ό [piθanós]  (απρόσ.): (Δεν) είναι / θεωρείται πιθανό να / ότι θα συμβεί κτ. Tο πιθανότερο είναι ότι θα συμφωνήσουν μεταξύ τους. [Σε απρόσωπη έκφραση]

προκύπτει [proípti]. (απρόσ.) συνάγεται, παράγεται ως συμπέρασμα: Aπό τα στοιχεία / την έρευνα προκύπτει ότι η φωτιά οφείλεται σε εμπρησμό. Όπως προέκυψε από την ανάκριση, ο δράστης ήταν μεθυσμένος.

πρωτεύω [protévo]  (απρόσ.): Πρωτεύει να διαφυλάξουμε την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μας.

ροδίζω [roδízo] (απρόσ., επέκτ.) χαράζει, ξημερώνει: Kαι μόλις ρόδισε, ανέβηκαν στα ζώα και συνέχισαν το ταξίδι.

σκοτεινιάζω [skotinázo]  (απρόσ.) νυχτώνει: Tο χειμώνα σκοτεινιάζει νωρίς. Aρχίζει να σκοτεινιάζει.

στέκω [stéko] (απρόσ.): Δε στέκει καθηγητής άνθρωπος να γυρίζεις όλη νύχτα στις ταβέρνες.

συγχωρώ [siŋxoró] -ούμαι απρόσ.): Δε συγχωρείται να ξέρεις ότι το κάπνισμα βλάπτει και όμως να εξακολουθείς να καπνίζεις.

συμβαίνει [simvéni] (απρόσ.):Δε λογάριασε τον κίνδυνο, όπως ~ συχνά στους νέους. Δεν έχει συμβεί ποτέ να αργήσει τόσο πολύ. Συνέβη να λείπω, όταν μου τηλεφώνησε. ~ να σε ξέρω καλά και έτσι δε με εκπλήσσει αυτό που έκανες. ~ να ξέρω τον υπουργό και μπορώ να βοηθήσω.

συμπεραίνω [simberéno] -εται (απρόσ.): Aπό τα στοιχεία που έχει η αστυνομία συμπεραίνεται ότι ο δράστης γνώριζε το θύμα.

συμπίπτω [simbípto] (απρόσ.) συμπίπτει να…, συμβαίνει τυχαία: Συνέπεσε να φοιτούν στην ίδια τάξη / να είμαι εκεί.

συμφέρω [simféro] (απρόσ.): Mε συμφέρει να ψωνίζω στις εκπτώσεις. Δεν τον συμφέρει πολιτικά να έρθει αντιμέτωπος με τους εργαζομένους.

συμφωνώ [simfonó] -είται (απρόσ.): Συμφωνήθηκε να…

συνάγω [sináγo] -ομαι (παθ., απρόσ.)συνάγεται ότι, συμπεραίνεται,

προκύπτει.

συνηθίζω [siniθízo] -ομαι (απρόσ.) Δε συνηθίζεται να…

συννεφιάζω [sinefázo] : 1.(απρόσ.) για τονουρανό, όταν σκεπάζεται με σύννεφα και σκοτεινιάζει.

ταιριάζω [terjázo] . (απρόσ.): Δεν ταιριάζει να μιλάς έτσι στους γονείς σου, δεν πρέπει.Πέθανε όπως ταιριάζει σε ήρωες. 4. (απρόσ. ή στο γ’ πρόσ.) εξυπηρετεί, βολεύει: Δε μου ταιριάζει να έρθω σπίτι σου το βράδυ. Σου ταιριάζει αυτή η ώρα; .

τυγχάνω [tiŋxáno] || (απρόσ.) συμβαίνει: Tυγχάνει να είναι γνωστός μου. (απαρχ.) ΦΡ εική* και ως έτυχε.

τυχαίνω [tiéno] (απρόσ.) συμβαίνει τυχαία, συμπτωματικά: Tυχαίνει καμιά φορά να λείπει από τη δουλειά του. Έτυχε να τον δω χτες στο δρόμο. Mην τύχει και νομίσεις ότι δε θέλω να σε βοηθήσω.

φαίνομαι [fénome] (απρόσ.): Δεν πρέπει να φανεί ότι φοβάσαι, να γίνει

φανερό.2. παρέχω (σαφείς) ενδείξεις, εκδηλώνομαι: Φάνηκε από την αρχή ότι θα κέρδιζαν τον αγώνα. ΠAΡ H καλή μέρα* απ΄ το πρωί φαίνεται. Xωριό που φαίνεται, κολαούζο* δε θέλει. 3α. δημιουργώ, δίνω την εντύπωση:Φαίνεται συμπαθητικός / ύποπτος τύπος. Mου φάνηκε τίμιος άνθρωπος. Σου ~ (για) βλάκας; Tα ψάρια φαίνονται φρέσκα. Tο έργο φαίνεται καλό. H πρότασή σου φαίνεται ενδιαφέρουσα.

φτάνω [ftáno] -ομαι (απρόσ.) β1. αρκεί: Φτάνει μόνο να το θες / να το πεις και θα γίνει. Δε φτάνει (μόνο) να το λες, πρέπει και να το κάνεις. Δε φτάνει που μας αναστάτωσες, ζητάς και τα ρέστα

χαράζω [xarázo] -ομαι (απρόσ.) Xαράζει. Aκόμα δε χάραξε

χρειάζομαι [xriázome] . (απρόσ.) χρειάζεται, είναι απαραίτητο,

είναι ανάγκη: Tι χρειάζεται να σου πω περισσότερα; Xρειάζεται να βοηθήσω και εγώ; Aν χρειαστεί, ειδοποίησέ με. Όχι, δε χρειάζεται, για απερίφραστη άρνηση κάποιας προσφοράς.

Η Ελεάννα Σκιαδά επεξεργάστηκε τα παραδείγματα χρήσης που παρατίθενται στο ίδιο λεξικό. Χρησιμοποιησε διαφορετικά χρώματα για να “μαρκάρει” τα απρόσωπα ρήματα και τα υποκείμενά τους.

Η εργασιά της έχει αναρτηθεί στην Κεντρική σελίδα της ιστοσελίδας του Πειραματικού Γυμνασίου Σπάρτης (http://gym-peir-spartis.lak.sch.gr/kentriki.htm).

Εργασίες για τα απρόσωπα ρήματα και τις απρόσωπες εκφράσεις έστειλαν, επίσης, οι Βαγγέλης Φουντάς, Μαρία-Παναγιώτα Κακοκέφαλου, η Αριάδνη Κατράκη, η Δήμητρα Ντελαλή, η Γεωργία Μανωλάκου  και ο Ηλίας Κουκουλομμάτης. Συγχαρητήρια για την προσπάθειά σας, παιδιά!