Νεοελληνική Λογοτεχνία – Προτεινόμενο κριτήριο αξιολόγησης 2

(Για τη θεματική ενότητα Τα φύλα στη λογοτεχνία)

ΚΕΙΜΕΝΟ
Ειρήνη Μάρρα
Τα κόκκινα λουστρίνια

«Τα κόκκινα λουστρίνια» είναι ένα από τα δεκατρία διηγήματα της συλλογής Η τριλογία του δίφραγκου της Ειρήνης Μάρρα. Το περιεχόμενό τους αναφέρεται σε απλά, καθημερινά περιστατικά από τη ζωή των νεαρών βιοπαλαιστών. Χαρακτηριστικά στοιχεία της συλλογής, που απαντώνται και στο συγκεκριμένο διήγημα, είναι η λιτότητα της έκφρασης και τα ανθρωπιστικά μηνύματα.

Το είχε βάλει από καιρό στο μάτι. Ήταν ένα κομμάτι κόκκινο γυαλιστερό λου¬στρίνι, καθάριο και αστραφτερό. Ήξερε, βέβαια, πως κόστιζε πολλά, μα κι αυτός είχε κάνει το κουμάντο του από νωρίς. Σύναζε* λεφτά κρυφά κι απόκρυφα, χωρίς να φανεί, γιατί φοβόταν πως θα τον παίρναν στο μεζέ* αν μάθαιναν τι είχε κατά νου να κάνει.
Περίμενε τη μέρα που το αφεντικό θα τον έστελνε στον ταμπάκη* για πανωπέτσια. Του είχε εμπιστοσύνη, βλέπεις, κι όλο αυτόν έστελνε να ψωνίσει, γιατί χώρια που γνώριζε καλά δέρματα και προβιές, ήτανε και παζαριτζής* και πάντα πετύχαινε σκόντο,* που’ καναν το αφεντικό να τον κερνάει καφέ.
Ως λίγο καιρό πριν, τον κερνούσε γκαζόζα, γιατί τ’ αφεντικό δεν το ’χε προσέξει πως ήταν μεγαλωμένος κάπως πια… Τον είδε όμως που κρυφοκάπνιζε μια μέρα κι από τότε το μπαξίσι* του παζαριού έγινε ο γλυκύς βραστός.
Έτσι, τη μέρα της αγοράς, τράβηξε κρυφά τον πάτο του παπουτσιού του κι έβγαλε τα λεφτά. Τα ’σπρωξε βιαστικά στην τσέπη του και, με ύφος αδιάφορο κι ένοχο μαζί, τράβηξε για την αγορά. Το πήρε το λουστρίνι και σε καλή τιμή. Ήταν κομμάτι σπάνιο, ένα κομμάτι απ’ τη λαχτάρα της καρδιάς του.
Γύρισε όλους τους δρόμους εκείνο τ’ απόγιομα και διάλεξε σχέδιο. Είχε στον νου το τι ζητούσε, βλέπεις, κι απ’ την αρχή ξέκοψε τα σχέδια και διάλεξε το πιο αρχοντικό, γιατί αυτό θα ταίριαζε στην περίπτωση.
Ζήτησε απ’ τ’ αφεντικό να δουλέψει μονάχος μερικές μέρες, αφού θα ’κλειναν πια, γιατί, είπε, είχε μαζωχτεί δουλειά πολλή. Τα καλαπόδια* θέλαν άδειασμα, για να τεντώσουν πάλι τις καινούριες παραγγελιές. Κι όπως πάντα ήτανε φιλότιμος στη δουλειά, τ’ αφεντικό δεν έβαλε υποψία.
Εδούλευε, λοιπόν, τα καλαπόδια του αφεντικού, να μην αποφανεί* στα μάτια του, κι απέ,* δούλευε τα λουστρινένια γοβάκια. Καρφάκι και μαντινάδα, φόντι* και τρα¬γούδι, ψίδι* και αναστεναγμός. Το λουστρίνι έπαιρνε να γίνεται γοβάκι. Τ’ όνειρό του έπαιρνε να γίνεται αλήθεια. Σαν τέλειωσε, είπε στ’ αφεντικό πως είχε κουραστεί πια και δε θα δούλευε νυχτέρι* άλλο. Έκρυψε τα γοβάκια και παραμόνευε την ώρα.
Η κόρη του δασκάλου δεν έβγαινε σεργιάνι ταχτικά. Είχε μάνα αυστηρή και πατέρα σπουδαίο. Σαν έβγαινε όμως, όλοι την κοίταζαν γιατί είχε σγουρά μαλλιά και μάτια μεγάλα. Είχε στητό κορμί και περπατησιά περήφανη. Του ’χε λαβώσει την καρδιά. Η μάνα του πήγαινε κάθε μέρα στο σπίτι του δασκάλου και παραδούλευε, έκανε τη λάτρα.* Τον είχε πάρει κάνα δυο φορές μαζί της, σαν τύχαινε να κου-βαλήσει τίποτα πράματα. Τότες την έβλεπε από κοντά και την καμάρωνε. Θάρρητα δεν είχανε, μα όσο να πεις, είχανε αλλάξει κουβέντες κάμποσες φορές. Σε μια τέτοια φορά πρόσπεσε* να σηκώσει κάτι που έπεσε κι όσο να μπει και να βγει το κορίτσι, αυτός πρόκαμε και μέτρησε με την παλάμη του το παπούτσι της. Είχε κιόλας, βλέπεις, το σχέδιο του καρφωμένο στο φακιδερό* κεφάλι του. Θα της έφτιαχνε ένα ζευγάρι κόκκινα λουστρινένια γοβάκια, που όμοια τους δε φορεθήκανε ποτέ. Ύστερα θα περίμενε μια γιορτή και, με το μέσον της μάνας του που παραδούλευε στο σπίτι, θα πήγαινε να της τα δώσει ο ίδιος. Θα τα ’δινε, κι αυτή, δεν μπορεί, θα πηδούσε απ’ τη χαρά της. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώτικα, γιατί τέτοια παπούτσια δε γινόταν να ’χει ξαναβάλει. Η κόρη του δασκάλου θα χαιρό¬τανε για το δώρο του, θα τον συμπάθαγε, κι άμα τον συμπάθαγε, ποιος ξέρει…
Την κρίσιμη μέρα τύλιξε τα παπούτσια, τα πήρε σπίτι και τα ’κρυψε. Ήθελε πρώτα να μιλήσει της μάνας, να τα πούνε οι δυο τους και να τα συμφωνήσουνε. Για να γίνει τούτο, έπρεπε πρώτα να κοιμηθούνε τ’ άλλα παιδιά. Καθίσανε στο τραπέ¬ζι. Τα φαγητά ξανόσταιναν* στο στόμα του. Υπομόνεψε να σηκώσουν το τραπέζι.
Είχε στον νου του ολοένα την κόρη του δασκάλου. Δεν έβλεπε μπροστά του. Όλα τού φαίνονταν σκιές. Σκιά τα κρεβάτια με τ’ αδέρφια που μαλώνανε για τα μαξιλάρια. Σκιά ο πατέρας που ρουφούσε το βιδάνι* στο ποτήρι του. Σκιά η αδερφή του που σήκωνε το τραπέζι.
Την κοίταξε πιο προσεχτικά. Πόσο ξέθωρη* ήταν μπροστά στην άλλη! Τα μαλλιά της δεν έπεφταν σγουρά στους ώμους. Είχε μια πλεξούδα ίσια που τη σφιχτόδενε στον σβέρκο της μ’ ένα λαστιχάκι των πακέτων. Δεν περπατούσε καμαρωτά. Η μάνα την είχε μάθει να κοιτάζει το χώμα, έτσι που καλά καλά δεν έβλεπες τι χρώμα είχανε τα μάτια της. Αλήθεια, τι χρώμα να ’χανε τα μάτια της αδερφής του;
Της μίλησε κι αυτή σήκωσε το κεφάλι κι αποκρίθηκε. Τα μάτια της ήταν καφετιά, ίδια με τα μάτια των κοριτσιών όλου του κόσμου, και το φουστάνι της με την ποδιά του μαγειρέματος μπροστά ήτανε ξέθωρο κι αυτό, μα τώρα πρόσεξε πως ήταν ξέθωρο απ’ την πολυκαιρία.
Η αδερφή… Στα πόδια φορούσε κουτσοφτέρνια,* για να γλιτώνει τα παπού¬τσια, να τα ’χει σκολιανά.* Η άλλη θα ’χε οπωσδήποτε πασουμάκια μεταξένια και παπούτσια πολλά. Μα ναι, είχε πολλά κι ένα ζευγάρι παραπάνω που θα της πήγαινε αυτός θα τη γιόμιζαν χαρά μονάχα για λίγο, ως να μπουν στο ράφι με τ’ άλλα παπούτσια. Θα του ’λεγε σίγουρα ευχαριστώ, μα το ευχαριστώ της θα ’τανε για τα παπούτσια μονάχα κι όχι γι’ αυτό τον ίδιο. Σε μια στιγμή κατάλαβε πολλά και σβήστηκε μονοκοντυλιά η κόρη του δασκάλου.
Έδωσε τα λουστρινένια γοβάκια στην αδελφή. Της άξιζαν. Το ’νιωθε πως της άξιζαν. Χιλιάδες ήλιοι φώτισαν τα καφετιά ματάκια και μύρια αστέρια μπερδεύτηκαν στην πλεξούδα της. Πουλιά τρελά τιριτίριζαν στ’ αυτιά της και η καρδιά της μεθυσμένη χόρευε. Τα κόκκινα γοβάκια φωτίσανε το ξέθωρο φουστάνι κι η αδελφή ένιωσε ν’ ανεβαίνει, η ίδια μέσα της, ένα σκαλί πιο πάνω. Το σπίτι άστραψε και γέμισε με το γέλιο της.
Το άλλο πρωί πήγε στη δουλειά λίγο πιο μεστωμένος.* Παρήγγειλε γλυκύ βραστό καφέ κι έπιασε τη φαλτσέτα* με το τραγούδι.

Ειρ. Μάρρα, Η τριλογία του δίφραγκου
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
*σύναζε: μάζευε, συγκέντρωνε *τον παίρναν στο μεζέ: τον περιέπαιζαν, τον κορόιδευαν *ταμπάκης: τεχνίτης που κατεργάζεται τα δέρματα, βυρσοδέψης *παζαριτζής: αυτός που κάνει παζάρια *σκόντο: έκπτωση *μπαξίσι: φιλοδώρημα *καλοπόδι: ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρους του ποδιού, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή, την επιδιόρθωση ή τη διατήρηση της φόρμας των παπουτσιών *μην αποφανεί: μην αποκαλυφθεί *απέ: μετά, ύστερα *φόντι: το πάνω μέρος του παπουτσιού *ψίδι: το μπροστινό πάνω τμήμα της μύτης του *νυχτέρι: νυχτερινή εργασία *λάτρα: οι εργασίες καθαριότητας του σπιτιού *πρόσπεσε: προθυμοποιήθηκε *φακιδερός: γεμάτος φακίδες, φακιδιάρης *ξανόσταιναν: έχαναν την νοστιμάδα τους, γίνονταν άνοστα *βιδάνι: ό,τι απομένει μέσα στο ποτήρι από το ποτό, απόπιομα *ξέθωρος: αυτός που έχασε το χρώμα του, ξεθωριασμένος, κατώτερος *κουτσοφτέρνια: εξώφτερνα παπούτσια *να τα ’χει σκολιανά: να τα έχει για καλά της *μεστωμένος: ώριμος *φαλτσέτα: μικρό κοπίδι (κοφτερό μαχαίρι) για την κοπή των δερμάτων

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1.α. Να περιγράψετε τον κεντρικό ήρωα λαμβάνοντας υπόψη τις πράξεις, τη συμπεριφορά και τις ιδέες του, όπως δίνονται μέσα στο διήγημα. Να τεκμηριώσετε όσα γράφετε με παραπομπές στο κείμενο. (15 μονάδες) Η στάση του ήρωα απηχεί τις αντιλήψεις του κοινωνικού πλαισίου που τον περιβάλλει ή έρχεται σε σύγκρουση με αυτό; (10 μονάδες)
Μονάδες 25
1.β. Συμφωνείτε με τις αντιλήψεις για το ρόλο του νεαρού ήρωα απέναντι στη γυναίκα ως αντικείμενο ερωτικής επιθυμίας αφενός και ως αδελφή αφετέρου, όπως εκφράζονται μέσα στο διήγημα; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας συνδέοντας τα δεδομένα του διηγήματος με την καθημερινή σας εμπειρία.
Μονάδες 25
2.α. Να διηγηθείτε τη σκηνή του «μαζέματος» του τραπεζιού σε μία παράγραφο υπό την οπτική γωνία της αδελφής του νεαρού τσαγκάρη.
Μονάδες 25
2.β. «Έδωσε τα λουστρινένια γοβάκια στην αδελφή. Της άξιζαν»: Υποθέστε πως ο νεαρός ήρωας του διηγήματος αμέσως μετά την πράξη του να χαρίσει τα «κόκκινα λουστρίνια» στην αδελφή του και όχι στην αγαπημένη του γράφει στο ημερολόγιό του για το γεγονός αυτό. Ταυτιστείτε με τον ήρωα και γράψτε μία σελίδα του ημερολογίου του.
Μονάδες 25

Αφήστε μια απάντηση