«Ἡ Τέχνη τῆς σωτηρίας»

Από την ανάρτηση του Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου με τίτλο ” Ο Γέροντας Εφραίμ ο Αγιορείτης και Αριζονίτης”. 

 

Ἀπό τότε πού ὁ Γέροντας Ἐφραίμ πῆγε στήν Ἀμερική δέν ἔχουμε συναντηθῆ. Δέν εἶχα τήν εὐλογία νά τόν ἐπισκεφθῶ στήν Ἱερά Μονή Ἀριζόνας. Ὅμως, εἶχα καί ἐξακολουθῶ νά ἔχω ἐπικοινωνία μέ δικά του πνευματικά παιδιά καί διά μέσου αὐτῶν ζητοῦσα τίς προσευχές του καί ἐκεῖνος μοῦ ἔστελνε διάφορους «προφητικούς λόγους» καί τήν ἀγάπη του.

Τοῦ ἔστελνα τά βιβλία πού ἐξέδιδα καί χαιρόταν. Μάλιστα χάρηκε ἰδιαίτερα γιά ἕνα ἀπό αὐτά, δηλαδή γιά τό πρῶτο βιβλίο πού ἔγραψα γιά τόν ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, καί μοῦ ἔστειλαν ἀπό τήν Ἱερά Μονή Ἀριζόνας φωτογραφία πού κρατᾶ στά χέρια του αὐτό τό βιβλίο, ἔνδειξη ὅτι ἀγαποῦσε πολύ τόν ἅγιο Παΐσιο.

Μερικές φορές μίλησα τηλεφωνικά μαζί του, τοῦ ἐξέφρασα τήν ἀγάπη μου καί ζητοῦσα τίς εὐχές του καί τήν ἀγάπη του γιά τήν διακονία μου. Ἡ μακαριστή Γερόντισσα Φωτεινή, Ἡγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) εἶχε ἀλληλογραφία μαζί του, ὅπου φαίνεται ἡ ὅλη προσωπικότητα τοῦ π. Ἐφραίμ καί τό πῶς καθοδηγοῦσε τούς μοναχούς. Κάποτε θά δημοσιεύσω αὐτήν τήν ἀλληλογραφία.

Μοῦ ἔκανε δέ ἐξαιρετική ἐντύπωση ὅτι διά μέσου τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν μοῦ ζητοῦσε νά προλογίσω διάφορα βιβλία του, τά ὁποῖα ἐξέδιδε στήν ἀγγλική γλώσσα, ὅπως γιά παράδειγμα τό βιβλίο του μέ τίτλο «Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ, ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης», πού περιλαμβάνει τίς ἐπιστολές τοῦ Γέροντός του Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστῆ. Ἐπειδή διακατεχόταν ἀπό ἐκκλησιαστικό φρόνημα, ἤθελε νά ἔχη πρόλογο ἀπό ἕναν Ἐπίσκοπο πού ἀγαπᾶ τόν μοναχισμό.

Ἀκόμη πιό μεγάλη ἐντύπωση μοῦ ἔκανε, ὅταν μοῦ ἔστειλε δακτυλογραφημένο τό βιβλίο του πού εἶχε σκοπό νά ἐκδώση μέ τίτλο «Ἡ τέχνη τῆς σωτηρίας» πού ἀποτελεῖται ἀπό ὁμιλίες πού ἔκανε στήν Ἱερά Μονή Φιλοθέου καί στήν Ἀμερική. Μέ τήν ταπείνωση πού τόν διέκρινε μοῦ ζήτησε νά τό διαβάσω καί νά ἐντοπίσω τυχόν σημεῖα πού ἔπρεπε νά διορθωθοῦν, ὥστε νά μήν παρεκκλίνουν ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Τό διάβασα στήν πρόχειρη μορφή μέ πολύ μεγάλη ἔμπνευση καί τοῦ ἀπέστειλα μερικά σημεῖα πού θά μποροῦσε ὁ ἴδιος νά διορθώση.

Μετά ἀπό αὐτό μοῦ ἔστειλε γράμμα μέ τό ὁποῖο μοῦ ἔλεγε ὅτι ὄχι μόνο γίνονταν ἀποδεκτά ὅλα ὅσα τοῦ πρότεινα, ἀλλά μέ προέτρεψε νά κάνω καί ἄλλες τυχόν ἀλλαγές καί χωρίς νά τόν ἐνημερώσω νά τά ἀποστείλω κατευθείαν στό τυπογραφεῖο γιά ἔκδοση. Αὐτό δείχνει τήν ταπείνωση ἑνός μεγάλου ἐμπειρικοῦ Πατρός. Μέ παρακάλεσε δέ νά προλογίσω τό βιβλίο αὐτό στήν ἑλληνική γλώσσα.

Παραθέτω στήν συνέχεια τόν πρόλογο στό βιβλίο αὐτοῦ, πού γράφηκε τό 2003, δηλαδή πρίν 16 χρόνια, γιατί ἐκεῖ φαίνεται ἡ ἄποψή μου πού εἶχα γιά τόν Γέροντα Ἐφραίμ πρίν πολλά χρόνια. Ἔγραφα στόν πρόλογο:

*

«Αἰσθάνομαι ἰδιαίτερη καί ἐξαιρετική τιμή πού προλογίζω τόν πρῶτο τόμο τῶν ὁμιλιῶν τοῦ Γέροντος Ἐφραίμ, Προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους, κατόπιν παρακλήσεως τοῦ ἰδίου καί τῶν πατέρων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου Ἀριζόνας τῆς Ἀμερικῆς. Καί αὐτή ἡ αἴσθηση τῆς τιμῆς ξεκινᾶ ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Γέροντας Ἐφραίμ εἶναι πεπειραμένος διδάσκαλος τῆς νηπτικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Γνώρισα τόν Γέροντα Ἐφραίμ στό Ἅγιον Ὄρος καί μάλιστα τότε πού ἀσκεῖτο στήν Νέα Σκήτη καί διατηρῶ ἔντονα μέσα στήν μνήμη τῆς καρδιᾶς μου τήν εἰκόνα τοῦ φλογεροῦ ἀσκητοῦ πού εἶχε ἀδιάλειπτη μνήμη Θεοῦ, ἔμπνευση πνευματική. Πρόκειται γιά ἕναν ἀσκητή πού ἔζησε ἐμπειρικά τήν πνευματική ζωή καί γνώρισε ἐκ πείρας, τί εἶναι τά πάθη καί πῶς ὑπερβαίνονται, τί εἶναι ἡ θεοκοινωνία καί πῶς μπορεῖ κανείς νά τήν ἀποκτήση. Συγχρόνως, εἶναι ἕνας πεπειραμένος καί διακριτικός πνευματικός πατέρας καί ἐκφράζοντας τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα πού τόν διακρίνει, ὅπως καί κάθε πραγματικό ἡσυχαστή μοναχό, σέβεται καί τόν Ἐπίσκοπο τόν ὁποῖο παρακαλεῖ, μέ τήν ἄκρα ταπείνωσή του καί τό ἀταπείνωτο μεγαλεῖο του, νά προλογίση τίς ὁμιλίες του αὐτές.

Ὁπότε, βλέπουμε ἐδῶ τόν σύνδεσμο μεταξύ δύο χαρισμάτων μέσα στήν Ἐκκλησία, ἤτοι τῆς ζωῆς τοῦ μοναχοῦ καί τῆς διακονίας τοῦ Ἐπισκόπου. Καί αὐτό μοῦ θυμίζει ἔντονα τήν σχέση, ἀλλά καί τήν ταπείνωση, καί ὡς πρός τό σημεῖο αὐτό, μεταξύ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί τοῦ Ἐπισκόπου Εὐρίπου Ἱεροθέου, ὅπως φαίνεται στίς ἐπιστολές τῶν δύο πού δημοσιεύονται στήν ἀρχή τοῦ Συμβουλευτικοῦ ἐγχειριδίου, ἤτοι περί φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων.

Τά κείμενα, πού περιλαμβάνονται στό βιβλίο αὐτό, εἶναι ὁμιλίες πρός τούς μοναχούς καί μάλιστα σέ κοινοβιάτες, κυρίως, ἀπό ὅ,τι κατάλαβα, ὁμιλίες πρός τούς μοναχούς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού εἶναι πνευματικά του παιδιά καί τά καθοδηγεῖ στήν πνευματική ζωή.

Τό κεντρικό γνώρισμα τῶν ὁμιλιῶν αὐτῶν εἶναι ὅτι συνδυάζουν τήν θεολογία μέ τήν ποιμαντική. Βεβαίως, ὅταν κάνω λόγο γιά θεολογία δέν ἐννοῶ τήν ἀκαδημαϊκή γνώση, πού εἶναι χρήσιμη σέ μερικές περιπτώσεις τῆς ἱστορικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τήν θεολογία ὡς χάρισμα, ὡς ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί γνώση τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, ὡς γνώση τῶν ἀκτίστων ρημάτων, τά ὁποῖα στήν συνέχεια μεταφέρονται ὡς διδασκαλία μέ κτιστά ρήματα καί νοήματα.

  1. Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας Ἐφραίμ ἔκανε ὑπακοή σέ ἐξαγιασμένο Γέροντα, τόν Γέροντα Ἰωσήφ τόν ἡσυχαστή, ἔζησε τήν νοερά προσευχή, μέ τήν καθοδήγηση τοῦ ἐρημίτου καί ἡσυχαστοῦ αὐτοῦ Γέροντος, βίωσε τήν «πρώτη χάρη» καί στήν συνέχεια καί τήν «δεύτερη χάρη», ὅπως πολύ σοφά ἔλεγε ὁ Γέροντας Ἰωσήφ, καί ἔπειτα ἀπέκτησε τήν διάκριση τῶν πνευμάτων, πού εἶναι τό πραγματικό θεολογικό χάρισμα.
  2. Αὐτή ἡ θεολογία γίνεται στήν συνέχεια ποιμαντική ἐπιστήμη πού προσφέρεται γιά τήν ποιμαντική καθοδήγηση τῶν πνευματικῶν παιδιῶν. Ὁπότε, ἕνας τέτοιος θεολόγος γνωρίζει ἀπό τήν πείρα του, ποιά ἦταν ἡ κατάσταση τοῦ Ἀδάμ πρό τῆς παρακοῆς καί τῆς πτώσεως, ἀφοῦ τότε βρισκόταν στόν φωτισμό τοῦ νοῦ· ποιές ἦταν οἱ φοβερές συνέπειες τῆς πτώσεως, ἀφοῦ ἀμαυρώθηκε τό κατ’ εἰκόνα, σκοτίσθηκε ὁ νοῦς καί διαστρεβλώθηκαν ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς, οἱ ὁποῖες ἀπέκτησαν τήν παρά φύση κίνησή τους, μέ ἀποτέλεσμα νά δημιουργηθοῦν τά πάθη ὅπως τά γνωρίζουμε ἐμεῖς σήμερα. Στήν συνέχεια, ἕνας τέτοιος θεολόγος γνωρίζει τήν ἀσκητική- νηπτική- ἡσυχαστική μέθοδο, ἤτοι τήν ὑπακοή, τήν νήψη, τήν προσευχή, τήν νοερά ἡσυχία, διά τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ διαβόλου, τοῦ θανάτου καί τῆς ἁμαρτίας καί ἀποκτᾶ τήν κοινωνία μέ τόν Θεό «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ», φθάνει μάλιστα μέχρι τήν θέατῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη σάρκα τοῦ Λόγου, πού εἶναι ὁ Παράδεισος.
  3. Φαίνεται, λοιπόν, ὁ στενός σύνδεσμος μεταξύ θεολογίας καί ποιμαντικῆς, μεταξύ πνευματικῆς γνώσεως καί ποιμαντικῆς διακονίας τῶν ἀνθρώπων. Μόνον ὅσοι ἔχουν γνώση τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ ἐμπειρικά, μποροῦν νά βοηθήσουν τούς ἀνθρώπους νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν κυριαρχία τῶν παθῶν, τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου, πού συνιστᾶ τήν ἀληθινή ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν δέν ἔχη κανείς αὐτές τίς προϋποθέσεις, τότε ὁμιλώντας θά κάνη ὡραιολογία ἀντί θεολογία καί αἰσθητική ἀντί ἀσκητική.
  4. Μέσα στά πλαίσια αὐτά κινοῦνται καί οἱ ὁμιλίες τοῦ Γέροντος Ἐφραίμ. Καί ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, τό ὑλικό τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖ, προέρχεται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, πού εἶναι ὁ λόγος τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων, τῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων τοῦ ἀσάρκου καί σεσαρκωμένου Λόγου· ἀπό τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν διαδόχων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν φορέων τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας τῆς Πεντηκοστῆς· ἀπό τό Γεροντικό καί τά Συναξάρια τῆς Ἐκκλησίας, στά ὁποῖα φαίνεται ἡ ζωή τῶν πραγματικῶν καί ἐξαγιασμένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, πού ταυτόχρονα εἶναι τά μέλη, ὄχι τοῦ μυστικοῦ, ἀλλά τοῦ πραγματικοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ· καί ἀπό διηγήσεις ἀπό καί γιά ἐξαγιασμένους ἀσκητές τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Καί πάνω ἀπό ὅλα, τά κείμενα αὐτά πλάθονται μέσα στήν προσωπική ἐμπειρία τοῦ Γέροντος Ἐφραίμ, γι’ αὐτό καί προσφέρονται μέ αὐθεντικότητα, ἁπλότητα, ἠρεμία, πραότητα, πού εἶναι καρποί τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχίας.

Διάβασα τίς ὁμιλίες αὐτές πού δημοσιεύονται στόν πρῶτο αὐτόν τόμο, μέ προσοχή καί προσευχή, τίς περισσότερες μέσα στήν ἡσυχία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου τῆς Ἀμπελακιωτίσσης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μου.

Διαβάζοντας τά κείμενα αὐτά ὠφελήθηκα πνευματικά, μοῦ δημιουργήθηκε κατάσταση προσευχῆς. Καί τό κυριότερο, εἶδα νά παρουσιάζεται πῶς ἦταν ὁ ἄνθρωπος πρό τῆς πτώσεως, ποῦ ἔφθασε μετά τήν πτώση του καί πῶς μπορεῖ νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου.

Πράγματι, οἱ ὁμιλίες αὐτές εἶναι ζωντανές, ἀφυπνιστικές, δημιουργοῦν ἔμπνευση καί μετάνοια, πού εἶναι τά γνωρίσματα μιᾶς ἀληθινῆς ὀρθοδόξου διδαχῆς.

Οἱ ὁμιλίες αὐτές, ὅπως συμβαίνει καί μέ λόγους ἀνθρώπων πού ἔχουν τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἀπέκτησαν κοινωνία μέ τόν Χριστό διά τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, δίνουν τήν αἴσθηση ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ὁμιλοῦντος κινεῖται πέρα ἀπό τά ἀνθρώπινα καί προσανατολίζουν τόν ἀναγνώστη σέ μιά ἄλλη αἴσθηση τῶν πραγμάτων, πέρα ἀπό τήν ἐνέργεια τῶν παθῶν καί τοῦ θανάτου μέ ὅλη τήν πνευματική σημασία τῆς λέξεως καί καταστάσεως αὐτῆς.

Ὅταν τέλειωσα τήν ἀνάγνωση τῶν ὁμιλιῶν αὐτῶν ἦλθε στόν νοῦ μου τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Μηδείς ὑμᾶς καταβραβευέτω θέλων ἐν ταπεινοφροσύνῃ καί θρησκείᾳ τῶν ἀγγέλων, ἅ μή ἑώρακεν ἐμβατεύων, εἰκῆ φυσιούμενος ὑπό τοῦ νοός τῆς σαρκός αὐτοῦ, καί οὐ κρατῶν τήν κεφαλήν, ἐξ οὗ πᾶν τό σῶμα διά τῶν ἁφῶν καί συνδέσμων ἐπιχορηγούμενον καί συμβιβαζόμενον αὔξει τήν αὔξησιν τοῦ Θεοῦ» (Κολ. β΄, 18-19).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐδῶ κάνει λόγο γιά μιά κατάσταση τῆς ἐποχῆς ἐκείνης πού ἀναφερόταν στήν θρησκεία τῶν ἀγγέλων καί σέ ὁράματα πού προέρχονταν ἀπό τόν σαρκικό πεπτωκότα ἄνθρωπο.

Ὅμως μποροῦμε νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι καί σήμερα ὑπάρχουν πολλές θρησκεῖες ἀγγέλων – δαιμόνων, πού στηρίζονται στήν φυσίωση τοῦ νοῦ τῆς σαρκός, σέ διανοήματα φανταστικά, σέ ὁράματα δαιμονικά καί σέ κοινωνιολογικά σχήματα καί ὄχι στήν αὐθεντική διδασκαλία πού εἶναι ἀπόρροια τῆς συνδέσεως μέ τόν Χριστό, τήν κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁπότε, ἰσχύει καί ἐδῶ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Εἰ οὖν ἀπεθάνετε σύν τῷ Χριστῷ ἀπό τῶν στοιχείων τοῦ κόσμου, τί ὡς ζῶντες ἐν κόσμῳ δογματίζεσθε;» (Κολ. β΄, 20).

Ζώντας σέ μιά τέτοια ἐκκοσμικευμένη κοινωνία πού πολλές φορές ἐπηρεάζει καί τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε ταπεινά καί μέ ὅλες τίς ὀρθόδοξες ἐκκλησιαστικές προϋποθέσεις, πού περιγράφουν οἱ διδασκαλίες τῶν ἁγίων, τῶν πραγματικῶν μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, νά συνδεόμαστε στενά μέ τήν κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι ὁ Χριστός, καί ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ νά τρεφόμαστε ἀπό τήν κεφαλή, νά συγκροτούμαστε ἀπό αὐτήν καί νά αὐξανόμαστε πνευματικά, δηλαδή ἡ ὅλη ὕπαρξή μας νά «αὔξη τήν αὔξησιν τοῦ Θεοῦ».

Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας πρέπει νά εἶναι νά αὐξανόμαστε κατά Θεόν καί νά προχωροῦμε ἀπό τήν πτωτική κατάστασή μας μέχρι τόν Παράδεισο, ἀπό τήν ἐξάρτησή μας στόν διάβολο μέχρι τήν θεώση, πού εἶναι ἡ αὔξηση τοῦ Θεοῦ.

Σέ αὐτήν τήν πνευματική αὔξηση συντελοῦν καί οἱ ὁμιλίες αὐτές τοῦ Γέροντος Ἐφραίμ, οἱ ὁποῖες μοῦ θύμισαν, ὄχι μόνον μιά αὐθεντική μοναχική διδασκαλία, ἀλλά καί τό «πνεῦμα» τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὅπως τό συνάντησα τήν δεκαετία τοῦ ’60 καί ’70, καί ὅπως τό συναντῶ καί σήμερα σέ ἐξαγιασμένους ἁγιορεῖτες μοναχούς πού ζοῦν τήν ἀσκητική – ἡσυχαστική ζωή.

Αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσω τόν σεβαστό Γέροντα Ἐφραίμ γιά τούς κόπους πού κατέβαλε νά ἀποκτήση τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας εὔχυμος καρπός εἶναι οἱ ὁμιλίες αὐτές, καί τόν παρακαλῶ νά προσεύχεται καί γιά μένα καί γιά ὅλους ὅσοι ἀσχολούμαστε μέ τήν ποιμαντική διακονία τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά μή χάσουμε τόν βαθύτερο καί οὐσιαστικότερο σκοπό τῆς ποιμαντικῆς διακονίας πού εἶναι νά ὁδηγοῦμε τούς ἀνθρώπους, πρωτίστως τόν ἑαυτό μας, ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση, ἀπό τόν σκοτασμό τοῦ νοῦ στόν φωτισμό καί τήν θέωση. Γιατί, πρέπει νά τό ἀντιληφθοῦμε καλά ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέν ἔχει σκοπό ἁπλῶς νά ἐξασκῆ ἕνα κοινωνικό ἔργο, ἀλλά κατά τόν εὔστοχο λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης “Χριστιανισμός ἐστί τῆς θείας φύσεως μίμησις”» (Αὔγουστος 2003).

*

Ὁ Γέροντας Ἐφραίμ ὁ Ἁγιορείτης, ὁ Ἀριζονίτης καί ὁ Οἰκουμενικός διδάσκαλος τῆς ἡσυχίας ἀπεδείχθη, ὅπως μοῦ εἶπε ἕνας εὐλογημένος μοναχός καί ὅπως φάνηκε ἀπό ὅσα ἔγραψα προηγουμένως, ὅσιος ἀσκητής, μέ ἡσυχαστική παράδοση καί ζωή, ἰσαπόστολος τοῦ Χριστοῦ πού φώτισε τήν Ἀμερική μέ τόν ἡσυχαστικό Ἀθωνικό μοναχισμό, μάρτυρας διότι πολέμησε τίς ποικιλώνυμες σατανικές δυνάμεις, ἀλλά καί προφήτης διότι μέ τόν διορατικό του νοῦ ἔβλεπε τά προβλήματα πού ὑπάρχουν στήν σημερινή ἐποχή μεταξύ τῶν Χριστιανῶν καί τά ἀντιμετώπιζε «ἐν πνεύματι καί δυνάμει» Ἠλιού τοῦ Προφήτου.

Ὁ Θεός θά στηρίζη τά ἔργα τῶν χειρῶν του, τά Μοναστήρια του πού μέ κόπο τά δημιούργησε καί τά καθοδήγησε.

Ταπεινά ζητῶ τίς εὐχές του καί τίς προσευχές του πρός τόν Κύριο γιά ὅλους τούς ὀρθοδόξους Χριστιανούς, κληρικούς καί λαϊκούς, μεταξύ τῶν ὁποίων καί γιά τήν ἐλαχιστότητά μου. Ἡ μνήμη του θά παραμείνη αἰώνια στούς ἀνθρώπους πού τόν ἀγάπησαν, ἀλλά κυρίως στήν μνήμη τῆς Ἐκκλησίας.

 

Βλέπε την πηγή και ολόκληρο το κείμενο στον ιστότοπο : https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/33750-o-gerontas-efraim-o-agioreitis-kai-arizonitis

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση