Στον Αμερικανικό νότο και κυρίως στο Δέλτα του Μισισιπή, η δουλεία, η εκμετάλλευση, ο ρατσισμός, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ο πόνος ήταν η πραγματικότητα που βίωναν οι αφροαμερικανοί λίγο μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο.
Μέσο έκφρασης μέσα στον καταπιεσμένο τρόπο ζωής και τη σκλαβιά αποτέλεσε γι’ αυτούς η μουσική! Έτσι, γεννήθηκαν στα τέλη του 19ου αι. τα μελαγχολικά μπλουζ, τα λεγόμενα τραγούδια «της φυτείας».
Τα μπλουζ, κατά τα πρώτα χρόνια, διαδίδονταν μόνο μέσω της μνήμης, από στόμα σε στόμα, αποτελώντας μια προφορική παράδοση. Ήταν κυρίως μπαλάντες, εκκλησιαστικοί ύμνοι καθώς και ρυθμικά και χορευτικά τραγούδια με κύριο όργανο το τύμπανο. Αποτελούνταν από 12 μέτρα, με το κάθε μέτρο να έχει 4 χρόνους ενώ αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό τους ήταν ο συχνά ακανόνιστος ρυθμός φωνής. Το όνομά τους (blues), εκτός από το χρώμα μπλε, σημαίνει και μελαγχολία, ενώ στα ελληνικά αποδίδεται και ως «έχω τις μαύρες μου».
Μέσω των τραγουδιών αυτών, οι σκλάβοι εξέφραζαν με πάθος τους πόνους και τις θυσίες της δουλείας, το παράπονο, τη θλίψη και την απογοήτευση που ένιωθαν για την κακή τους τύχη. Από τα μέσα μέχρι τα τέλη του 1800, μεγάλο μέρος των μπλουζ, καθώς ήταν ακόμη άγραφα, χάθηκαν όπως και οι δημιουργοί τους. Το 1920 άρχισαν να διαδίδονται ευρύτερα. Σταδιακά, τα μπλουζ, επηρεασμένα απ’ τη τζαζ, απέκτησαν πιο «ηλεκτρονική» μορφή, αφήνοντας πίσω τον spiritual χαρακτήρα τους. Έγιναν τα εκρηκτικά μπλουζ των junk houses.
Το μπλουζ είναι ένα είδος μουσικής που συνεχίζει και σήμερα να αγαπιέται από τον κόσμο.
Κύριος λόγος… το ότι αποτελεί μια ειλικρινή διήγηση ανθρωπίνων παθών!
