Βασιλιάς Πόλεμος

Ο Βασιλιάς Πόλεμος

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άντρας. Ήταν βασιλιάς του Πορφυρού Βασιλείου.

Ο άντρας βγήκε στη βεράντα του παλατιού. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και πήρε μια βαθιά βαθιά ανάσα. Κοίταξε τη λίμνη που απλωνόταν μπροστά του.

Ήταν μια μεγάλη λίμνη που έκρυβε έναν θησαυρό. Το νερό της ήταν θαυματουργό. Όποιος το έπινε μπορούσε να δουλεύει χωρίς σταματημό. Το νερό το μετέφεραν σε όλο το βασίλειο. Και σε άλλα βασίλεια, κοντινά και μακρινά. Οι άνθρωποι έπιναν το νερό και δούλευαν σκληρά.

Ο άντρας χαμογέλασε. Το δικό του νερό, της δικής του λίμνης κινούσε τον κόσμο. Ναι, ήταν δικό του το νερό, δική του η λίμνη. Κι άλλα βασίλεια είχαν θαυματουργό νερό. Όλοι, όμως, αγόραζαν το δικό του. Έτσι είχε αποφασιστεί.

Η ματιά του άνοιξε. Κοίταξε τη λίμνη πέρα μακριά. Σταμάτησε να χαμογελά. Δεν ήταν πια όλη η λίμνη δική του. Είχε αναγκαστεί να δώσει τη μία πλευρά της. Μετά από έναν πόλεμο. Το Γκρι Βασίλειο δημιουργήθηκε στις όχθες της δικής του λίμνης. Δεν του άρεσε αυτό.

Εκείνη την ώρα βγήκε στη βεράντα ο ιδιαίτερος γραμματέας του.

  • Πολυχρονεμένε μου, ήρθε αγγελιοφόρος από το Γκρι Βασίλειο. Οι δικοί μας έχουν προβλήματα εκεί.
  • Συγκάλεσε έκτακτο συμβούλιο. Όλοι στη μεγάλη αίθουσα πριν το μεσημέρι, απάντησε ο Πορφυρός Βασιλιάς.

Στην άλλη μεριά της λίμνης στρατιώτες είχαν μπει σε ένα σχολείο. Είχαν πιάσει δασκάλους και μαθητές να κάνουν μάθημα στη μητρική τους γλώσσα. Γκρέμισαν το σχολείο. Συνέλαβαν τους δασκάλους. Έδιωξαν τους μαθητές. Έκαψαν τα βιβλία.

Ένα μικρό αγόρι κατάφερε να κρύψει ένα βιβλίο. Έτρεξε στην αγκαλιά της μαμάς του.

  • Μαμά, έσωσα ένα βιβλίο. Θα μπορούμε να διαβάζουμε.

Η μαμά του ήξερε ότι αυτό δεν ήταν αρκετό. Ήξερε ότι κινδύνευαν. Δεν ήθελε να το απογοητεύσει.

  • Μικρέ μου ήρωα!

Χτύπησε η πόρτα. Ήταν η γειτόνισσα και η μικρή της κόρη.

  • Ελάτε σπίτι μας να κρυφτείτε στο υπόγειο μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα.
  • Μα εσείς είστε από τους άλλους, είπε η μαμά του μικρού αγοριού.
  • Μέχρι τώρα ήμασταν μαζί. Θα συνεχίσουμε να είμαστε, είπε η γειτόνισσα.

Μακάρι να μείνουμε ενωμένοι, σκέφτηκε η μαμά του μικρού αγοριού.

Ο Πορφυρός Βασιλιάς ήταν ήδη σε σύσκεψη με τους συμβούλους του. Η πρώτη σημαντική απόφαση πάρθηκε. Να μάθει όλος ο κόσμος εντός και εκτός βασιλείου τι είχε γίνει.

Ο Πορφυρός Βασιλιάς ανέβηκε στο άσπρο του άλογο. Ήταν επιβλητικός πάνω στο άλογό του. Λίγο πιο μπροστά οι στρατιώτες προχωρούσαν και ειδοποιούσαν τον κόσμο να βγει στους δρόμους. Να ακούσουν όλοι το διάγγελμα. Κρατούσε στα χέρια του το βιβλίο του μικρού αγοριού.

«Βλέπετε αυτό το βιβλίο; Οι εχθροί μας προσπάθησαν να το κάψουν. Να εμποδίσουν τα παιδιά μας στο Γκρι Βασίλειο να μάθουν τη γλώσσα μας. Εμείς τους δώσαμε τη γη μας κι αυτοί μας φέρονται με αυτόν τον τρόπο. Φτάνει. Δε θα το ανεχτούμε άλλο αυτό. Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ καλός, αλλά θα πολεμήσουμε. Θα ελευθερώσουμε τα αδέρφια μας. Με τη βοήθεια του Θεού!»

Ο κόσμος ζητωκραύγαζε για την απόφαση του βασιλιά.

Όσοι δεν ήθελαν τον πόλεμο, φοβόντουσαν να πουν τη γνώμη τους. Ένας γερο-σοφός που είχε ζήσει κι άλλους πολέμους τόλμησε να πει:

  • Έχετε ξεχάσει τι σημαίνει πόλεμος; Ο πόλεμος φέρνει θάνατο, δυστυχία, φτώχια, μίσος.
  • Είσαι προδότης, του φώναξαν.

Δεν τον άκουσε και δεν τον είδε κανείς ξανά τον γέρο σοφό.

Το Πορφυρό Βασίλειο επιτέθηκε στο Γκρι Βασίλειο. Εκείνο αντιστάθηκε. Ήταν μικρότερο, αλλά είχε φίλους που του είχαν προμηθεύσει ασπίδες, κοντάρια κι άλογα.

Οι μάχες κρατούσαν. Τα σπίτια, οι αποθήκες με τα τρόφιμα, τα σχολεία γίνονταν ερείπια. Η γη καιγόταν. Οι γυναίκες, τα παιδιά και οι γέροι έφευγαν από τα σπίτια τους. Οι νέοι άντρες – κι από τις δύο χώρες – γίνονταν πολεμιστές. Πολεμούσαν. Τραυματιζόντουσαν. Πέθαιναν. Ορφάνευαν τις οικογένειές τους. Έντυναν στα μαύρα τις μάνες τους.

Οι σύμβουλοι κι οι βασιλιάδες; Αυτοί έκαναν συμβούλια κι έβγαζαν διαγγέλματα.

Το μικρό κορίτσι στο Γκρι Βασίλειο άκουγε τους καλπασμούς των αλόγων των πολεμιστών του Πορφυρού Βασιλείου. Φοβόταν.  Έκλεινε τα αυτιά του.

  • Μαμά, θα σε πάρουν οι στρατιώτες μακριά; Πού θα σε πάνε; Τι θα σου κάνουν; Ποιος θα μας βοηθήσει;
  • Μη φοβάσαι μικρή μου, την αγκάλιασε σφιχτά η μαμά της. Δεν είμαστε μόνοι.

Το Γκρι Βασίλειο δεν ήταν μόνο. Τα περισσότερα βασίλεια ήταν στο πλευρό του. Στο όνομα του ίδιου Θεού που λάτρευαν καταδίκαζαν τον πόλεμο και τον Πορφυρό Βασιλιά, τον Βασιλιά – Πόλεμο, όπως έλεγαν. Θα φιλοξενούσαν τα ξεριζωμένα γυναικόπαιδα και τους άρρωστους παππούδες και γιαγιάδες. Θα τους έδιναν φαγητό να φάνε. Στο μέλλον θα τους βοηθούσαν ακόμη και να χτίσουν τις πόλεις και τα χωριά τους.

Το Γκρι Βασίλειο πάνω από όλα είχε στήριξη από το Δαμασκηνί Βασίλειο που βρισκόταν στην άλλη άκρη του κόσμου. Εκεί ο βασιλιάς έκανε σύσκεψη με τους δικούς του συμβούλους στη στρογγυλή σάλα του παλατιού. Το βασίλειό του ήταν το πιο δυνατό όχι μόνο στην περιοχή αλλά σε όλο τον κόσμο.

Ο ίδιος ήταν αρχηγός μιας μεγάλης συμμαχίας. Όλοι ήθελαν την εύνοια και τη στήριξή του. Ο Δαμασκηνής Βασιλιάς πάντα «βοηθούσε».

Μια φορά, σε ένα μικρό βασίλειο, έπεσε βαρύς χειμώνας. Εκείνος έστειλε δέρματα για να σκεπαστούν οι υπήκοοι του μικρού βασιλείου. Πήρε ως αντάλλαγμα τότε τα κοπάδια τους. Ήταν «τυχεροί». Τους έσωσε, έτσι, από βέβαιη εισβολή. Βλέπετε, αυτό το μικρό βασίλειο είχε έναν εχθρό που όλο απειλούσε ότι θα εισβάλει στη χώρα για να πάρει αυτά τα κοπάδια. Αυτός ο εχθρός είχε πολλά άλογα και καινούρια κάρα για να μεταφέρει τα ζώα γρήγορα μακριά. Το ήξερε αυτό ο Δαμασκηνής Βασιλιάς. Αυτός τους τα είχε πουλήσει.

Ο Δαμασκηνής Βασιλιάς στηρίχτηκε στο χρυσό του σκήπτρο. Σήκωσε το φρύδι του και μίλησε με μεγάλη σιγουριά.

  • Ένας πόλεμος δεν είναι ποτέ καλός. Θα τον καταδικάσουμε. Θα αναλάβουμε, μάλιστα, εγγυητές της ειρήνης στην περιοχή. Θα δώσουμε στο Γκρι Βασίλειο κι άλλα όπλα. Ευτυχώς, τους είχαμε δώσει ήδη ασπίδες, κοντάρια και άλογα. Ξέραμε πόσο επιθετικός είναι ο Πορφυρός Βασιλιάς. Είχαμε προβλέψει ότι θα τους επιτεθεί μετά τα εφόδια που τους προμηθεύσαμε.
  • Αν αντιδράσουν τα άλλα βασίλεια;
  • Ποια άλλα βασίλεια; Τα περισσότερα είναι στη συμμαχία μας. Θα κάνουν ότι τους πούμε. Άσε που τώρα φοβούνται ότι ο Πορφυρός Βασιλιάς δε θα τους δίνει θαυματουργό νερό. Δεν πρέπει, βέβαια, να ανησυχούν, θα τους πουλήσουμε εμείς το δικό μας.
  • Πώς θα γίνει αυτό, μεγαλειότατε; Είμαστε μακριά. Πώς θα μεταφέρουμε το νερό ως εκεί;
  • Θα έχει κάποιο κόστος για κείνους βέβαια. Θα έχουν, όμως, θαυματουργό νερό. Προς το παρόν, μπορούμε να τους επιτρέψουμε να καταδικάσουν τον πόλεμο και να υποδεχτούν τους ξεριζωμένους υπηκόους του Γκρι Βασιλείου. Όλα θα πάνε καλά. Με τη βοήθεια του Θεού. Στείλτε αγγελιοφόρους σε όλο τον κόσμο. Να κρατούν μαζί με τη δική μας σημαία και τη σημαία του Γκρι Βασιλείου.

Όσο οι βασιλιάδες συνεδρίαζαν με τους συμβούλους τους, ο πόλεμος στο Γκρι Βασίλειο συνεχιζόταν. Η γη κάηκε. Τα περισσότερα σπίτια και σχολεία γκρεμίστηκαν. Άνθρωποι ξεριζώθηκαν. Άνθρωποι σκοτώθηκαν.

Το μικρό αγόρι και το μικρό κορίτσι δεν μπορούσαν να μένουν κρυμμένα στο ίδιο σπίτι. Το σπίτι δεν υπήρχε πια. Οι μαμάδες πήραν από έναν μπόγο με λίγα πράγματα και ξεκίνησαν με διαφορετικές κατευθύνσεις. Δεν κατάφεραν να μείνουν ενωμένες.

  • Δε μας σεβαστήκατε ποτέ. Καταστρέψατε τις ζωές μας.
  • Διαλύσατε τη χώρα μας. Φέρατε τον θάνατο.

Τα παιδιά κρατήθηκαν από το χέρι πριν ακολουθήσουν τις μαμάδες τους. Δε μίλησαν καθόλου. Αποχαιρετίστηκαν με τα μάτια.

Ανησυχείς, μικρό αγόρι; Φοβάσαι, μικρό κορίτσι; Γιατί;

Οι βασιλιάδες συνεδριάζουν για να βρουν μια λύση. Αποφασίζουν πού θα μείνετε και τι θα φάτε οι ξεριζωμένοι. Ψάχνουν τους καινούριους σας ήρωες για να τους κάνουν προτομές. Έχουν αρχίσει να κάνουν σχέδια για το πώς θα χτίσουν τις πόλεις που γκρέμισαν. Ήδη συζητούν πώς θα εγγυηθούν την ειρήνη στο Γκρι Βασίλειο ή σε ό,τι μείνει από αυτό.

Θα ζήσετε καλά κι αυτοί … καλύτερα.