Στο πλαίσιο του μαθήματος Νεοελληνική Λογοτεχνία, οι μαθητές/ -τριες της Β’ Γυμνασίου μελέτησαν τα ποιήματα «Πίνοντας ήλιο κορινθιακό» του Οδυσσέα Ελύτη και «Ξυπνάμε και η θάλασσα ξυπνά μαζί μας» του Γιώργου Σαραντάρη. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ανακάλυψαν τη δύναμη της φύσης ως πηγή έμπνευσης.
Ακολούθως, τα παιδιά αναζήτησαν και παρουσίασαν στην τάξη ανάλογα ποιήματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας που εστιάζουν στη φύση, διευρύνοντας τη γνώση τους και αναπτύσσοντας την ερευνητική τους σκέψη.
Παράλληλα, τα παιδιά είχαν την ευκαιρία να ασχοληθούν με τη δημιουργική γραφή, γράφοντας τα δικά τους πρωτότυπα ποιήματα, εμπνευσμένα από διάφορα στοιχεία της φύσης. Ο μαθητής Έλβις Μ. αποτύπωσε σε μια κόλλα χαρτί εικόνες από τα ποιήματα που μελετήσαμε.
Οι μαθητές της Α’ γυμνασίου στο πλαίσιο του μαθήματος Νεοελληνικής Λογοτεχνία μελέτησαν το διήγημα Ο Κωνσταντής . Ο ομώνυμος ήρωας με καταγωγή από την Αλβανία βιώνει τη σκληρότητα της ζωής, αφού μεγαλώνει μακριά από τους γονείς του και παλεύει για την επιβίωση πουλώντας μικροπράγματα στα φανάρια. Ο Κωνσταντής ,όμως βρίσκει θαλπωρή στο σπίτι της κυρίας Δέσποινας, μίας ηλικιωμένης γυναίκας, η οποία μπορεί να έχει τα πάντα, ωστόσο είναι μόνη, αφού τα παιδιά και τα εγγόνια της βρίσκονται μακριά. Έτσι, ο μικρός Κωνσταντής και η κυρία Δέσποινα περνούν μαζί το βράδυ της Ανάστασης κάνοντας παρέα ο ένας στον άλλον.
Στη συνέχεια τα παιδιά μετέτρεψαν το διήγημα σε ποίημα, ζωγραφίζοντας παράλληλα μία σκηνή του διηγήματος που τους έκανε εντύπωση. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η λογοτεχνία για μία ακόμη φορά ξυπνά συναισθήματα και ευαισθησίες των μαθητών τονίζοντας το μήνυμα της Ανάστασης του Θεανθρώπου που πρέπει να κατακλύζει τις ψυχές όλων μας αυτές τις άγιες μέρες.
Διήγημα εμπνευσμένο από μία φωτογραφία της περιοχής μας
της μαθήτριας της Γ΄Γυμνασίου Βενετίας Γ.
Τα καλοκαίρια πάντα συνέβαιναν οι πιο τρελές ιστορίες, αυτές που θυμάσαι για όλη σου τη ζωή και -καθώς τις σκέφτεσαι- νοσταλγείς αυτές τις στιγμές του παρελθόντος. Αλλά από αυτές τις ιστορίες εγώ ξεχωρίζω πάντα μια από αυτές, την οποία έχω στο μυαλό μου και αισθάνομαι λες και συνέβη χθες.
Ήταν Αύγουστος του 2020 και εγώ με τα ξαδέλφια μου μέναμε στο σπίτι της γιαγιάς μου στο χωριό. Έξω από το σπίτι υπάρχει ένας τεράστιος κήπος γεμάτος με όμορφα λουλούδια. Kάθε βράδυ καθόμασταν όλοι μαζί έξω στο ξύλινο τραπέζι, τρώγαμε, τραγουδούσαμε και διηγούμασταν ιστορίες, ώσπου να έρθει το ξημέρωμα.
Ένα πρωί αποφασίσαμε να πάμε για πεζοπορία στο βουνό κοντά στο σπίτι μας και ύστερα να μείνουμε το βράδυ στην καλύβα που είχε φτιάξει ο παππούς μου εκεί. Μετά από πολλές ώρες περπατώντας στη ζέστη φτάσαμε στην κορυφή του βουνού. Η θέα που αντικρίσαμε ήταν μαγευτική. Ο ουρανός είχε έντονα χρώματα τα οποία έκαναν αντίθεση με τη θάλασσα και το πράσινο από τα δέντρα γύρω μας. Υπήρχε και μία καλύβα εκεί. Η καλύβα ήταν πολύ μικρή. Οριακά χωρούσαμε όλοι μας. Παρ’ όλ’ αυτά μόλις μπήκαμε μέσα, νοιώσαμε όλοι μια ζεστή αύρα γύρω μας.
Το υπόλοιπο της ημέρας το περάσαμε κάνοντας πλάκες, λέγοντας ιστορίες, τραγουδώντας και παίζοντας κιθάρα μπροστά από τη φωτιά που ανάψαμε. Όλο το βραδύ μείναμε ξύπνιοι και περνούσαμε τόσο ευχάριστα που κανένας μας δεν κοίταξε την ώρα που περνούσε πολύ γρήγορα… Περίπου στις έξι άρχισε να ξεπροβάλλει ο ήλιος. Το θέαμα ήταν μαγευτικό! Έπρεπε όμως κάποια στιγμή να επιστρέψουμε σπίτι και αυτό το όμορφο παραμύθι να λάβει τέλος. Ξεκινήσαμε λοιπόν να περπατάμε και σε περίπου δύο ώρες ήμασταν πίσω σπίτι. Ήδη μας έλειπε αυτό το συναίσθημα και η ηρεμία που νιώσαμε τότε. Τι και αν είχαν περάσει μόλις κάτι ώρες… Θα ανυπομονούμε για αυτό το συναίσθημα ακόμα έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι να κλείσουν τα σχολεία και να έρθει πάλι ο Αύγουστος στο σπίτι της γιαγιάς στο χωριό.
Ο χρόνος της ημέρας μας είναι πολύτιμος. Πρέπει να τον αξιοποιούμε με κάθε δυνατό τρόπο, καθώς περνά πολύ γρήγορα και δεν ξαναγυρνά πίσω. Αλλά το σημαντικότερο… Να εκτιμάμε τα απλά πράγματα και να βρίσκουμε την ευτυχία σε αυτά. Ακόμα και αν αυτά είναι μια θέα σε ένα βουνό με την οικογένεια μας παίζοντας κιθάρα.
Πρωτότυπο διήγημα εμπνευσμένο από μία φωτογραφία της περιοχής μας
Οι περισσότεροι απολαμβάνουν απλά μια σκιά αλλά οι πιο παλιοί γνωρίζουν την ιστορία. Κάθε φορά που περνούν από αυτό το σημείο, θυμούνται μια συγκινητική ιστορία. Πριν από σχεδόν 20 χρόνια, αυτά τα δέντρα δεν υπήρχαν, μέχρι που δύο άνθρωποι γνωρίστηκαν εκεί και μας δίδαξαν ότι η αγάπη δεν έχει όρια.
Ένα καλοκαίρι του Αυγούστου δύο φίλοι είχαν κανονίσει να βγουν μαζί το βράδυ στο Πόρτο Γερμενό. Ο καθένας θα έφερνε και τους φίλους το, για να γνωριστούν όλοι μεταξύ τους κάνοντας μια μεγάλη παρέα. Οι δύο φίλοι ήταν ο Νίκος και ο Αρσένιος. Ο Νίκος από την Αθήνα μαζί με την παρέα του έφερε και δύο κορίτσια, την Εμέλεια και τη Βαρβάρα. Όταν έφτασαν, αφού συστήθηκαν όλοι με όλους, ο Αρσένιος η Εμέλεια, η Βαρβάρα και ο Νίκος αποφάσισαν να πάνε στο σπίτι του Αρσένιου, για να πάρουν την κιθάρα του και να τραγουδήσουν γύρω από μια αναμμένη φωτιά στο σημείο που φαίνεται στην εικόνα.
Κατά τη διαδρομή τους προς το σπίτι γνωρίστηκαν καλύτερα μεταξύ τους και έμαθαν ότι η Εμέλεια πάσχει από μια ασθένεια που έχει ως προσδόκιμο ζωής τα είκοσι με εικοσιπέντε έτη. Όταν το άκουσε αυτό ο Αρσένιος, δυσαρεστήθηκε και -αφού η Εμέλεια ήταν ήδη στην ηλικία των 19 ετών- αποφάσισε να της χαρίσει το πιο αξέχαστο καλοκαίρι. Έτσι, το επόμενο πρωί την περίμενε να σηκωθεί, για να πάνε για μπάνιο οι τέσσερις τους σε μια παραλία που δεν είναι τόσο γνωστή. Εκεί τους περίμενε ένα μικρό σκάφος, που είχε ο θείος του Αρσένιου, για να τους μεταφέρει στις σπηλιές στην Ψάθα όπου μπορείς μόνο με σκάφος να πας. Η Εμέλεια είχε μείνει έκπληκτη και συγκινημένη, διότι είχε καταλάβει πως αυτό γινόταν λόγω της κατάστασής της. Προς έκπληξή τους μετά από πολλές βουτιές, πατητές και μακροβούτια, στον γυρισμό τους συνάντησαν ένα κοπάδι δελφινιών, κάτι που έκλεινε με πολύ ωραίο τρόπο τη βόλτα τους.
Οι επόμενες μέρες κυλούσαν με τον ίδιο τρόπο, με εκπλήξεις και διάφορες δραστηριότητες. Ο Αρσένιος και η Εμέλεια έγιναν ζευγάρι. Ο Αρσένιος είχε βαλθεί να της χαρίσει το πιο αξέχαστο καλοκαίρι της ζωής της. Έτσι πέρασε και ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού κάτι που έκανε τους νέους να μη θέλουν να χωριστούν, γιατί ο Αρσένιος φοβόταν μήπως χάσει λόγω της ασθένειάς της την Εμέλεια . Όταν χρειάστηκε να γυρίσουν στις υποχρεώσεις τους, συναντούσε ο ένας τον άλλον κάθε σαββατοκύριακο, για να μείνουν αχώριστοι.
Μετά από λίγους μήνες το μοιραίο συνέβη! Η Εμέλεια έχασε τη ζωή της. Όταν το έμαθε ο Αρσένιος, αποφάσισε πως δε θα άφηνε τη μνήμη της να ξεχαστεί. Αποφάσισε να φυτέψει ένα δέντρο στο μέρος όπου γνωρίστηκαν. Έτσι και έγινε! Πέρασε ένας χρόνος, ο Αρσένιος ήταν σε κατάθλιψη, κάτι που οι γονείς του δεν είχαν καταλάβει. Μια μέρα δεν άντεξε άλλο, πήρε τη μηχανή του πατέρα του και αποφάσισε να πάει να επισκεφτεί τους γονείς της Εμέλειας. Στον δρόμο θυμόταν όλες τις αναμνήσεις του με εκείνη. Κάποια στιγμή θόλωσε, δεν είδε το στοπ στο φανάρι και συγκρούστηκε με ένα άλλο αμάξι. Δυστυχώς, δεν τα κατάφερε μετά από μάχη δύο ημερών στο Νοσοκομείο.
Οι φίλοι του προς τιμήν του αποφάσισαν να φυτέψουν ένα δέντρο απέναντι από αυτό της Εμέλειας. Μετά από κάποια χρόνια τα δύο δέντρα είχαν μεγαλώσει πλήρως και τα κλαριά τους είχαν ενωθεί κάνοντας έναν παχύ ίσκιο, όπως φαίνεται στην εικόνα. Όταν το είδαν αυτό, οι συγγενείς των παιδιών συγκινήθηκαν, καθώς ούτε ο θάνατος δεν μπορούσε να τους κρατήσει χώρια. Οι επόμενες γενιές ανακάλυψαν αυτό το μέρος και συνήθιζαν να κάθονται κάτω από τα δέντρα, όταν πήγαιναν για μπάνιο ή όταν κατασκήνωναν στην παραλία. Πολλές γνωριμίες συνέβησαν σε αυτό το μέρος, όπως και αυτή των γονιών μου. Εκεί υπάρχει και ένα παγκάκι όπου έχουν γράψει πολλά ζευγάρια τα ονόματά τους ελπίζοντας η αγάπη τους να παραμείνει τόσο δυνατή όσο αυτή του ζευγαριού στη μνήμη του οποίου φυτεύτηκαν τα δέντρα.
Στο πλαίσιο του μαθήματος Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία οι μαθητές και μαθήτριες της Α’ Λυκείου διάβασαν ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη και της Κικής Δημουλά με θέμα την αγάπη.
Παράλληλα, εντόπισαν τις διαφορές ανάμεσα στην παραδοσιακή και μοντέρνα ποίηση και δημιούργησαν χειροτεχνίες με στίχους από τα ποιήματα και με τις διαφορές παραδοσιακής και μοντέρνας ποίησης.
Η μαθήτρια Τζουλιάνα Χ. συνέθεσε το δικό της ποίημα με θέμα την αγάπη.
Τα παιδιά της Α’ Γυμνασίου στο μάθημα της Λογοτεχνίας με αφορμή το παραμύθι Ο παππούς και το εγγονάκι χωρίστηκαν σε ομάδες και έγραψαν τα δικά τους ποιήματα και τα συναισθήματα που βιώνουν οι ηλικιωμένοι, οι οποίοι πολλές φορές νιώθουν εγκαταλελειμμένοι από όλους εμάς. Έτσι, αντιλήφθηκαν βιωματικά την έννοια της ενσυναίσθησης αντιλαμβανόμενοι τα χαρακτηριστικά που διέπουν τις ιδιαιτερότητες κάθε ηλικιακής φάσης.
Διαβάστε το παραμύθι Ο παππούς και το εγγονάκι εδώ:
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή