ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΔΟΥΡΑ ΣΤΟΝ ΤΑΜΠΟΥΡΑ
Σύμφωνα με τους μελετητές, τα έγχορδα αρχαία μουσικά όργανα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: «Στην πρώτη κατηγορία, λύρας, κιθάρας, ανήκουν η φόρμιγξ, η κίθαρις και η βάρβιτος. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα λεγόμενα ψαλτικά όργανα .Η τρίτη κατηγορία αντιπροσωπεύεται από ένα και μοναδικό όργανο: το τρίχορδον. Το τρίχορδο είχε μικρό σώμα και μακρύ βραχίονα και παιζόταν με πλήκτρο».
Η ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιείται για μια σειρά από όργανα της οικογένειας του λαγούτου. Είναι γνωστά ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. στη Μεσοποταμία και στην Αίγυπτο, έχουν μικρό ηχείο, μακρύ χέρι και παίζονται με πλήκτρο-πένα ή με τα δάχτυλα.
Στο βιβλίο του Σόλωνα Μιχαηλίδη “Η Μουσική της Αρχαίας Ελλάδας, μια εγκυκλοπαίδεια” (1978), με πρόλογο του Reginald Pepys Winnington-Ingram (Βρετανός κλασικιστής, μελετητής της ελληνικής τραγωδίας και της αρχαίας ελληνικής μουσικής) και στο λήμμα Πανδούρα διαβάζουμε:
Πανδούρα, επίσης πανδουρίς και πάνδουρος. Ένα τρίχορδο όργανο της οικογένειας του λαούτου, ονομαζόμενο από τους αρχαίους τρίχορδον. Στους Αλεξανδρινούς χρόνους το όνομα πανδούρα χρησιμοποιούνταν για να δηλώνει και ολόκληρη την οικογένεια όμοιων οργάνων που παίζονταν με πλήκτρο.
Όπως λέει ο Sachs (Hist.137) «είχε ένα μακρύ βραχίονα (χέρι) χωρίς στριφτάρια (κλειδιά, κόλλαβους) μικρό σώμα, τάστα και τρεις χορδές”. (Πολύ. IV, 60) «τρίχορδον δε, όπερ Ασσυριοι πανδούραν ωνόμαζον, εκείνων δ’ην και το εύρημα» (το τρίχορδο που οι Ασσύριοι ονόμαζαν πανδούραν, ήταν και δική τους εφεύρεση).
Κατά τον Πυθαγόρα «η πανδούρα κατασκευάζονταν από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς θάλασσας από λευκή δάφνη που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα». Ο Νικόμαχος γραφεί στο Εγχειρίδιο του (κεφ. 4) ότι το μονόχορδον ονομαζόταν φάνδουρος. Ο Ησύχιος χρησιμοποιεί την λέξη πανδουρίς για το όργανο και τον όρο πάνδουρος για τον εκτελεστή. «Πανδούρα ή πανδουρίς, όργανον μουσικον. Πάνδουρος δε ο μεταχειριζόμενος το όργανον». Πανδουρίζω, παίζω την πανδούρα. Πανδουριστής, ο εκτελεστής της πανδούρας.
Φαίνεται πως πέραν της μορφής του (που προσομοιάζει με τον σημερινό μπαγλαμά και την βλέπουμε στο ανάγλυφο της Μούσας από τη Μαντίνεια στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ή ακόμα με τζουρά, όπως απεικονίζεται στην σαρκοφάγο από τα Musei Capitolini – Ρώμη) και οι τρόποι κατασκευής παρέμεναν αναλλοίωτοι, στο πέρασμα του χρόνου.
Το όργανο αυτό πέρασε στο Βυζάντιο ως Θαμπούρα (όργανο του Διγενή Ακρίτα – μουσικού στα βυζαντινά έπη) για να γίνει ο ταμπουράς στη νεότερη Ελλάδα (αγαπημένο όργανο του στρατηγού Μακρυγιάννη που διασώζεται στο Ιστορικό Εθνολογικό Μουσείο).
«Όξέαν ξύλον έκοψεν, της δάφνης την καρδίαν, ταμπούραν εκατόρθωνεν, ταμπούραν κατορθώνει…» (ακριτικό τραγούδι). Η εξέλιξη της ονομασίας του τριχόρδου έως τις μέρες μας περίπου, ακολούθησε την εξής σειρά: Πανδουρίς-Πανδούρα- Φανδούρος-Θαμπούρα-Ταμπούρα-Ταμπουράς-Ταμπούρι- Τσιβούρι.
Ο λόγιος και μουσικοδιδάσκαλος Χρύσανθος, Αρχιεπίσκοπος Δυρραχίου, εκ Μαδύτων (1770-1846), στο βιβλίο του “Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής”, το οποίο εκδόθηκε στην Τεργέστη το 1832, (σελ. 194-195), αναφέρεται στο ίδιο μουσικό όργανο χρησιμοποιώντας το ίδιο όνομα, “Πανδουρίς”, και δίνει και άλλες επονομασίες, όπως “Πανδούρα” ή “Φανδούρος” και μια πιο σύγχρονη εκείνης της εποχής, “ταμπουράς”, που είναι και το όνομα που χρησιμοποιούσαν για παραλλαγές του μπουζουκιού κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας.
«Από τα μελωδικά όργανα η πανδουρίς έρχεται ευκολώτερα εις δίδαξιν και σαφεστέρως γνωρίζονται επάνω εις αυτήν οι τόνοι, τα ημίτονα και απλώς κάθε διάστημα. Λέγεται δε και Πανδούρα, και Φανδούρος καθ’ ημάς δε, Ταμπούρα, ή Ταμπούρ. Έχουσα δε δύο μέρη, την σκάφην και τον ζυγόν, επί τούτου δεσμεύονται οι τόνοι και τα ημίτονα , καθώς ελαλήθη (κεφ. 63, 64). Είναι δε τρίχορδος η πανδουρίς, και η μεν πρώτη χορδή βομβεί τον δί(Σολ), η δεύτερο τον γα(Φα), και η τρίτη, τον πα(Ρε), Οι δε δεσμοί των τόνων, επειδή είναι κινητοί , είναι δυνατόν να γίνωνται κατά τα σωζόμενας μουσικάς εις κάθε έθνος».
Ο μεταγενέστεροςταμπουράς έχει σχετικά μικρό και αχλαδόσχημο ηχείο, μακρύ χέρι που ξεπερνάει το μέτρο και τρεις διπλές ή τριπλές, συνήθως, χορδές. Χάρη στο μακρύ χέρι και στους κινητούς μπερντέδες, ο ταμπουράς δίνει όλη την ποικιλία των μουσικών διαστημάτων της δημοτικής μουσικής. Γι’ αυτό και ο ταμπουράς είναι υποχρεωτικό όργανο για την εκπαίδευση μαθητών Μουσικών Γυμνασίων και Λυκείων στην παραδοσιακή μουσική.
Ταμπουρά έπαιζαν πολλοί αγωνιστές του 1821, σύμφωνα με μαρτυρίες. Ο Κατσαντώνης αλλά και ο Ρήγας και ο Κολοκοτρώνης αναφέρονται “να σέρνουν όπου πήγαιναν τον ταμπουρά και να ξεχνιούνται με ένα κλέφτικο τραγούδι”. Ταμπουρά έπαιζε και ο στρατηγός Μακρυγιάννης.
Στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο φυλάσσεται ο ταμπουράς που θεωρείται ότι του άνηκε.Αναπαλαιώθηκε από τον Νίκο Φρονιμόπουλο, ο οποίος, μελετώντας τα αρχικά του κατασκευαστή του – τα οποία ήταν σκαλισμένα στον ταμπουρά – ανακάλυψε τον Λεωνίδα Γάιλα, τον δημιουργό αυτού του οργάνου. Ο ταμπουράς αυτός έχει ιδιαίτερη ιστορική αξία.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ – ΜΟΥΣΙΚΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σόλων Μιχαηλίδης, «Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής», εκδ. ΜΙΕΤ (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης),
- Kurt Sachs, “Τhe History of Musical Instruments”, Dover Publications, 1940.
- Νικόμαχος ο Γερασηνός, «Αρμονικόν Εγχειρίδιον», εκδ. Κάκτος, 2009.
- Ησύχιος Αλεξανδρεύς, «Λεξικόν Ησυχίου».
- Χρύσανθος, Αρχιεπίσκοπος Δυρραχίου, εκ Μαδύτων, «Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής», Τεργέστη, 1832.