Το κόκκινο λουλούδι

Της Αγγελικής Μπολουδάκη

Κάποτε ένα μικρό αγόρι πήγε σε ένα μεγάλο σχολείο και παρότι δυσκολεύτηκε στην αρχή, μόλις ανακάλυψε πως μπορούσε εύκολα να βρει την αίθουσά του, αισθάνθηκε χαρά. Και το σχολείο δεν έμοιαζε τόσο μεγάλο πια, αλλά άρχισε να τον χωράει και να τον περιβάλλει. Ένα πρωινό, όταν το μικρό αγόρι ήταν στο σχολείο, η δασκάλα είπε:

«Σήμερα θα κάνουμε μια ζωγραφιά».

«Ωραία!» Σκέφτηκε το μικρό αγόρι. Του άρεσε τόσο να κάνει ζωγραφιές.

Μπορούσε να κάνει πολλές, λιοντάρια και τίγρεις, κοτόπουλα και αγελάδες, τραίνα και βάρκες. Έβγαλε λοιπόν τα χρώματα του έξω από το κουτί τους και ξεκίνησε να ζωγραφίζει. Αλλά η δασκάλα είπε: «Περιμένετε! Δεν είναι ακόμα ώρα να ξεκινήσετε!» Και περίμενε μέχρι που κάθε παιδί φαινόταν έτοιμο να υπακούσει στις οδηγίες της.

«Τώρα», είπε η δασκάλα, «θα φτιάξουμε λουλούδια».

«Ωραία!» Σκέφτηκε το μικρό αγόρι που του άρεσε τόσο να κάνει λουλούδια.

Και ξεκίνησε να φτιάχνει όμορφα λουλούδια με τα ροζ , τα πορτοκαλιά και τα μπλε χρώματα του. Τα φανταζόταν πολύχρωμα όπως ήταν και η καρδιά του. Αλλά η δασκάλα είπε: «Περιμένετε! Θα σας δείξω εγώ πως». Και σχεδίασε ένα λουλούδι στον πίνακα. Ήταν ένα κόκκινο λουλούδι με πράσινο κοτσάνι. Τώρα, είπε η δασκάλα, μπορείτε να ξεκινήσετε.

Το μικρό αγόρι κοίταξε προσεκτικά το λουλούδι της δασκάλας, μετά κοίταξε με αγάπη το δικό του λουλούδι, το οποίο του άρεσε πολύ περισσότερο από της δασκάλας του. Αλλά δεν το φανέρωσε αυτό… Απλά γύρισε τη σελίδα του και έφτιαξε ένα λουλούδι όπως της κυρίας του. Ήταν ένα κόκκινο λουλούδι με πράσινο κοτσάνι.

Μιαν άλλη μέρα, όταν το μικρό αγόρι μπόρεσε να ανοίξει την εξωτερική πόρτα ολομόναχός του, κάτι που τον έκανε να χαρεί πολύ, κατευθύνθηκε στην αίθουσα του, όπου άκουσε τη δασκάλα να λέει: «Σήμερα θα κάνουμε κάτι με πηλό». «Ωραία!» σκέφτηκε το αγόρι. Του άρεσε ο πηλός! Μπορούσε να φτιάξει όλων των ειδών τα πράγματα με πηλό: Φίδια και χιονάνθρωπους, ελέφαντες και ποντίκια, ντόνατς και ένα σωρό άλλα συναρπαστικά πράγματα.  Και άρχισε να τραβάει και να πλάθει τη μπάλα του πηλού. Αλλά η δασκάλα είπε: «Περιμένετε! Θα σας δείξω εγώ πως». Και έδειξε σε όλους πώς να φτιάχνουν ένα βαθύ πιάτο. Τώρα, είπε: «μπορείτε να ξεκινήσετε».

Το μικρό αγόρι κοίταξε το πιάτο της δασκάλας του και στη συνέχεια κοίταξε το δικό του. Το δικό του πιάτο του άρεσε περισσότερο από της δασκάλας του, αλλά δεν είπε κάτι για αυτό. Απλά το πολτοποίησε ξανά σε μια μεγάλη μπάλα και έφτιαξε ένα πιάτο όπως της δασκάλας του. Ήταν ένα βαθύ πιάτο…! Και σύντομα το μικρό αγόρι έμαθε να περιμένει, να παρατηρεί και να φτιάχνει πράγματα ακριβώς όπως η δασκάλα. Ώσπου δεν έκανε πλέον πράγματα από μόνος του, αλλά ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες της.

Μετά έτυχε η οικογένεια του αγοριού να μετακομίσει σε άλλη πόλη και πήγε σε ένα άλλο σχολείο.Αυτό το σχολείο ήταν ακόμα μεγαλύτερο από το προηγούμενο και όσο ανέβαινε τα σκαλοπάτια, οι σκέψεις τρεχοβολούσαν κάνοντας την καρδιά του να χτυπά. Πήγε στην αίθουσα του έχοντας τις μνήμες χαραγμένες, όπου εκείνες τον οδηγούσαν πλέον. Την πρώτη μέρα, λοιπόν, στο καινούργιο σχολείο η δασκάλα είπε:

«Σήμερα θα φτιάξουμε μια ζωγραφιά!»

«Ωραία!» σκέφθηκε το μικρό αγόρι, και περίμενε από τη δασκάλα να του πει τι να κάνει.

Αλλά η δασκάλα δεν είπε τίποτε, απλά περπάτησε μέσα στην αίθουσα, παρατηρώντας σιωπηλά τα παιδιά, επειδή δεν ήθελε να τα αποσπάσει από τη δημιουργικότητά τους. Πλησίασε, λοιπόν, διακριτικά το μικρό αγόρι και το ρώτησε αν ήθελε να φτιάξει μια ζωγραφιά.

«Ναι», είπε το μικρό αγόρι, «τι θα φτιάξουμε όμως;»

«Δεν γνωρίζω, μέχρι να το φτιάξεις και να το δούμε», είπε απαλά η δασκάλα.

«Πως θα το φτιάξω;» ρώτησε το μικρό αγόρι.

«Με όποιο τρόπο θέλεις», είπε η δασκάλα.

«Και με όποιο χρώμα θέλω;» ρώτησε το μικρό αγόρι.

«Φυσικά», του απάντησε η δασκάλα, «εάν καθένας έκανε την ίδια ζωγραφιά και χρησιμοποιούσε τα ίδια χρώματα, το κάθε δημιούργημά σας δεν θα ήταν μοναδικό και ξεχωριστό συνάμα στα δικά σας, αλλά και στα δικά μου μάτια. Και εγώ, αν ήταν όλα ίδια, πώς θα καταλάβαινα το δημιουργό και τι ανήκει στον καθένα, για να επιβραβεύσω την προσπάθεια του κάθε παιδιού, που έδωσε ζωή με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο στο πολύτιμο έργο του;»

«Δεν ξέρω», είπε το μικρό αγόρι και ξεκίνησε να σχεδιάζει ένα λουλούδι. Ήταν κόκκινο με πράσινο κοτσάνι.

*Αυτή η ιστορία αποτελεί ελεύθερη διασκευή της ιστορίας ‘ The little boy ’ της Helen E. Buckley.

Η δημιουργική διάθεση ενός παιδιού χρειάζεται να ενθαρρύνεται και να θαυμάζεται το αποτέλεσμά της, όποιο κι αν είναι αυτό, με τρόπο που το παιδί να αισθάνεται και το ίδιο αποδεκτό αλλά και το έργο του.

Η δημιουργικότητα ενός παιδιού ανθίζει, όταν νιώθει πως επιβεβαιώνεται για τα δικά του γεννήματα, που δεν αποτελούν προσδοκίες των γονιών, αλλά αποτελούν μια δική του εύπλαστη ύλη, όπου οι γονείς του και οι σημαντικοί άνθρωποι για εκείνον χαίρονται κάθε φορά που η ενασχόληση μαζί της τού δίνει χαρά. Η δημιουργική διάθεση ενός παιδιού δεν κατευθύνεται και αν προσπαθήσουμε να το κάνουμε, προσπαθώντας να ελέγξουμε τους φόβους μας, μπορεί να αναστείλουμε τη ωρίμανσή του και να το αποστερήσουμε από την ικανότητά του για πρωτοβουλία.

——

Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός στα Χανιά, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι

Πηγή: http://enallaktikidrasi.com

Κατηγορίες: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΟΥΝ, ΣΧΟΛΕΙΟ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ-ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση