Η ζωή ως δασκάλα

εφ. ΤΑ ΝΕΑ  28.02.2015

Του Κώστα Γεωργουσόπουλου

 

Σε μια τραγική εποχή, γνωρίσαμε δασκάλους που μας σημάδεψαν. Δεν έφερναν στην τάξη την πείνα τους αλλά μετέφεραν έναν αέρα ελευθερίας και υπερηφάνειας

Θέλω σήμερα να μιλήσω για κάποιες δασκάλες μου και θα είναι σα να μιλώ για τους δασκάλους μιας ολόκληρης γενιάς. Γενιάς τραυματικής, αφού γεννηθήκαμε στη δικτατορία Μεταξά και βιώσαμε το Αλβανικό, την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τη Δεξιά του σχεδίου Τρούμαν, των στρατοδικείων, των πολιτικών φρονημάτων και μιας εκπαίδευσης ανώτατης μετά την εφηβεία μας όπου πληρώναμε δίδακτρα και τα πανεπιστημιακά συγγράμματα κόστιζαν ο κούκος αηδόνι.

Κι όμως, αυτή την τραγική εποχή όσοι από εμάς μεγαλώσαμε στην επαρχία, και δη στις παρυφές των δύο πατρίδων, αφού τις νύχτες συχνά οι πυροβολισμοί και οι βολές των όλμων δεν ήξερες, στις ακραίες γειτονιές, από ποιο στρατόπεδο εκτοξεύονταν, γνωρίσαμε δασκάλους που μας σημάδεψαν για όλη μας τη ζωή με τη σφραγίδα μιας ευεργετικής αύρας και μιας γνώσης θεμελίων. Είχαμε δασκάλους μέσα στην Κατοχή που δεν έφερναν στην τάξη του δημοτικού την ανέχεια, την πείνα τους και τις αρρώστιες των παιδιών τους που δεν είχαν φάρμακα, αλλά μετέφεραν έναν αέρα ελευθερίας και υπερηφάνειας που ερχόταν από την παλιά εκείνη δασκαλογενιά με το κοντύλι και το καλαμάρι.

Είχαμε δασκάλες που έφτασαν ρακένδυτες στην επαρχία μας και είχαν σπουδάσει παιδαγωγικά στα μεγάλα κέντρα της Ευρώπης. Γνώριζαν τη μέθοδο Ντεκρολί και άλλες μεθόδους μύησης στη γνώση που πήγαζαν από το «Περί Αγωγής ή Αιμίλιος» του Ρουσσώ. Μάθαμε τη γραφή με αυτοσχέδια τυπογραφεία, όπου συντάσσαμε τα πρώτα μας κείμενα με μικρά χαρτονάκια με τυπωμένα τα γράμματα, τους τόνους, τα πνεύματα και τα σημεία στίξης.

Μάθαμε την αριθμητική «ψωνίζοντας» στον μπακάλη, στον μανάβη, στον ψιλικατζή μετατρέποντας τα χοντρά νομίσματα σε λιανά, τις πήχες σε μέτρα, τις οκάδες σε κιλά, τα μίλια σε χιλιόμετρα βγαίνοντας στην αγορά, στο ύπαιθρο και στις μεγάλες δημοσιές.

Επισκεφτήκαμε τους αγρότες συγγενείς μας στο χωράφι με το καλαμπόκι, το σιτάρι, τα καπνά, το βαμβάκι, τα ρεβίθια, τα λαχανικά, τα καρπούζια, τα πεπόνια. Τινάξαμε με το καλάμι μαζί με τις θείες και τις γιαγιάδες μας τις ελιές, συνοδεύσαμε το κάρο με τις ελιές στο λιοτρίβι, τρυγήσαμε το αμπέλι, πατήσαμε τα σταφύλια στο πατητήρι, γεμίσαμε τις κάδες με πράσινες ελιές, τα κιούπια με λάδι, τα βαρέλια με μούστο.

Καθήσαμε σταυροπόδι στα τρίστρατα και βοηθήσαμε μανάδες, θείες, νύφες να κουρέψουν τα πρόβατα, να μαζέψουν το μαλλί, να το γνέψουν, να το κάνουν νήμα, να το περάσουν στον αργαλειό. Και δίπλα στην υφάντρα μάθαμε το στημόνι και το υφάδι, το πώς η οικιακή οικονομία μεταποιεί τα κουρέλια σε κουρελούδες και πώς σχεδιάζει υφαίνοντας κουρτίνες, πατάκια, πετσέτες και χαλιά με Γενοβέφες και Ερωτόκριτους.

Μαζευτήκαμε παρέες παρέες στις αυλές και «περάσαμε» καπνό, τον απλώσαμε να στεγνώσει και όταν ξεράθηκε, φτιάξαμε τα πακέτα για να περάσει ο έμπορος να τα πάρει…

 

Βγήκαμε με τις δασκάλες μας πάντα στα χωράφια με τα οπωροφόρα, μιλήσαμε με τους παραγωγούς για τις αρρώστιες των δέντρων, τα σκουλήκια, τους κακούς ανέμους, την παγωνιά. Μάθαμε να μπολιάζουμε την αγριαπιδιά και να χαιρόμαστε την άλλη χρονιά αχλάδια.

Φυτέψαμε θάμνους, ξεριζώσαμε ζιζάνια, κόψαμε ξύλα για το τζάκι και μαζέψαμε μουρόφυλλα. Ηταν τότε που σε κάθε σπίτι στο τραπέζι του δωματίου των ξένων που άνοιγε σπάνια στρώναμε φύλλα μουριάς και βοσκούσαν οι μεταξοσκώληκες. Και ήταν νύχτες που στην αγρύπνια μας ακούγαμε το κρατς κρατς των δοντιών τους καθώς καταβρόχθιζαν τα μουρόφυλλα.

Στο σχολείο αλλά και στα σπίτια μας είχαμε άνετα κλουβιά με κουνέλια, τα ταΐζαμε, τα ζευγαρώναμε, παρατηρούσαμε τους έρωτές τους και παρασταθήκαμε στις γέννες τους.

Επισκεφτήκαμε τις μεγάλες αγροικίες όπου είδαμε χοίρους μέσα στη λάσπη να έχουν φτάσει τον έναν τόνο. Ακίνητοι. Είδαμε τη σφαγή τους από τους ειδικούς σφάχτες και παρακολουθήσαμε την αξιοποίηση των προϊόντων του ζώου. Πήξαμε το λίπος του, μάθαμε πώς γίνεται η πηχτή, πώς διατηρούνται τα σύγκλινα στην άλμη, πώς γίνονται τα λουκάνικα, πώς ακόμα και η ουρά του χοίρου γινόταν μυγοσκοτώστρα. Πολλοί από μας που στο σπίτι της γιαγιάς είχε σφαχτεί γουρούνι πήγαιναν το δέρμα του στον τσαγκάρη και είχαμε για πολύ καιρό όμορφα αρβυλάκια με πρόκες στη σόλα για να μην τα λιώνουμε παίζοντας και πεζοπορώντας.

Οι δασκάλες μας μάς καθοδηγούσαν να μελετούμε τις τελετές, τα έθιμα, τις εορτές. Ετσι, με μάτια κι αφτιά ανοιχτά παρατηρούσαμε τις προετοιμασίες ενός γάμου, το πλύσιμο των προικιών, τον γιούκο όπου τα προικιά εκτίθονταν για να καμαρώσει ο κόσμος την προκοπή της νύφης. Είδαμε το ξύρισμα του γαμπρού και το γλέντι με τους φίλους και τους βλάμηδες.

Υστερα γνωρίσαμε τα τελέσματα της γαμήλιας τελετής και το τριήμερο γλέντι με τα όργανα και τις ευχές με την αρμόζουσα τάξη: πατέρας, μάνα, πεθερά, κουμπάρος, νύφες, γαμπροί, συννυφάδες, σώγαμπροι, φίλοι, φιληνάδες. Και οι χοροί με την ίδια τάξη.

Αλλά και στα γεννητούρια ήμασταν παρόντες. Εμείς τρέχαμε να φωνάξουμε τη μαμμή ή τον γιατρό, όταν έσπαγαν τα νερά της μητέρας, της θείας, της μεγάλης αδερφής, της ξαδέρφης. Με μάτια άπληστα βλέπαμε τις μεγάλες γυναίκες και τις γειτόνισσες να βράζουν σε μεγάλα καζάνια το νερό, να ετοιμάζουν τα πεσκίρια. Και με ανοιχτά αφτιά ακούγαμε τα βογκητά της ετοιμόγεννης και ύστερα το κλάμα του μωρού και τις ευχές να ζήσει και να το χαίρονται.

 

Η δασκάλα μας κάποτε μάς έβαλε να σηκώσουμε τα ρούχα μας και να δείξουμε ο ένας στον άλλο, αγόρια και κορίτσια, τους αφαλούς μας, για να μας μιλήσει για τον ομφάλιο λώρο και να μας απογειώσει υμνώντας τη μάνα μας που είμαστε μέσω του λώρου αυτού σάρκα από τη σάρκα της.

Ο θάνατος εκείνη την εποχή ήταν κοινόχρηστη εμπειρία. Δεν υπήρχαν ψυγεία και γραφεία τελετών. Ο προσφιλής νεκρός κυριαρχούσε για ένα εικοσιτετράωρο στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού. Οι γυναίκες θρηνούσαν, οι μητέρες και οι γειτόνισσες σερβίριζαν κονιάκ και καφέδες και οι άντρες σ’ άλλο δωμάτιο κάπνιζαν και αφηγούνταν ιστορίες άλλοτε κοινές με τον νεκρό, άλλοτε για τη σοδειά κι άλλοτε για τις προσδοκίες του μέλλοντος. Κι εμείς τα παιδιά κάτω από τα τραπέζια, σε κάποια γωνιά, προσπαθούσαμε να κατανοήσουμε το μυστήριο του θανάτου και να συνηθίσουμε την απώλεια.

Μετά την εκφορά στρωνόταν το τραπέζι της παρηγοριάς, της μακαρίας, όπου συγγενείς, φίλοι, γείτονες και συχνά και εχθροί έρχονταν με το φαΐ τους (μακαρόνια, πίτες, πιλάφι, ψαρόσουπα – ποτέ κρέας) και τότε έβλεπε κανείς πώς η ΖΩΗ διεκδικούσε τα δικαιώματά της. Η χήρα, η χαροκαμένη μάνα, η σύζυγος, η αδελφή που είχαν ξενυχτίσει τον νεκρό είχαν συνοδεύσει πεζή το φέρετρο έως το κοιμητήριο και είχαν επιστρέψει στεγνές πλέον από δάκρυα, ξανάμπαιναν στον χορό της καθημερινότητας για να σερβίρουν κρασί, να φέρουν σερβίτσια, να ψήσουν καφέ, να θυμηθούν και συχνά χαρούμενα συμβάντα του βίου με τον φευγάτο.

Ω! ναι, οι δασκάλες του καιρού μας μάς έμαθαν καλά το βιβλίο της φύσης και της ζωής.

Το είδαμε στο www.panoreon.gr

Κατηγορίες: ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, ΣΗΜΕΡΑ, ΣΧΟΛΕΙΟ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ-ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση