«Τρωάδες» του Ευριπίδη: η αυταπάτη της δύναμης

trojan-women-chorus-silhouette

Απο την Διδάκτορα Λένα Χατζηχρονόγλου

Οι Τρωάδες είναι ένα σκοτεινό έργο πολέμου και βαρβαρότητας, και είναι τόσο επίκαιρο σήμερα όσο ήταν και όταν το έγραψε ο Ευριπίδης πριν 2500 χρόνια.
Ο Τρωικός Πόλεμος είναι το υπόβαθρο πάνω στο οποίο εξελίσσεται το έργο. Όμως ο πόλεμος τον οποίο υπαινίσσεται ο Ευριπίδης είναι ασφαλώς ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, ο πόλεμος ανάμεσα στους Αθηναίους και στους Σπαρτιάτες, κατά τη διάρκεια του οποίου το έργο γράφτηκε και παραστάθηκε στην αρχαία Αθήνα.
Το χειμώνα του 416-415 π.Χ., ενός ήρεμου σχετικά χρόνου κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι Αθηναίοι είχαν προσκαλέσει το ουδέτερο νησί της Μήλου να προσχωρήσει στη συμμαχία τους. Οι Μήλιοι αρνήθηκαν, και, σε επίδειξη της δύναμής τους, οι Αθηναίοι τους εκδικήθηκαν πολιορκώντας την πρωτεύουσά τους, αναγκάζοντάς τους να παραδοθούν, σκοτώνοντας όλους τους άνδρες και υποδουλώνοντας όλες τις γυναίκες και τα παιδιά του νησιού

.
Κατά τη διάρκεια του επόμενου χειμώνα, οι Αθηναίοι, επικίνδυνα μεθυσμένοι από την δύναμή τους και επίσης χωρίς καμία πρόκληση από τους Σικελούς, αποφάσισαν να κυριεύσουν τη Σικελία. Δύο χρόνια αργότερα, η εκστρατεία αυτή τελείωσε καταστρεπτικά για τους Αθηναίους, οι οποίοι ποτέ δεν κατάφεραν να ανανήψουν τελείως από αυτόν τον αφανισμό.
Ανάμεσα σ΄ αυτά τα δύο μεγάλα συμβάντα της Αθηναϊκής ιστορίας, το καλοκαίρι του 415 π.Χ., ο Ευριπίδης ανέβασε στη σκηνή τις Τρωάδες του. Χρησιμοποιώντας το αρχέτυπο του Τρωικού Πολέμου, έφερε στο προσκήνιο σχολιάζοντας με τέχνη και δύναμισμό την αυταπάτη της στρατιωτικής και οικονομικής δύναμης, και έδωσε στον κόσμο ένα αιώνιο και απαράμιλλο πολιτικό σχόλιο πάνω στη ματαιότητα του πολέμου που καταστρέφει εξ ίσου και το νικητή και τον ηττημένο.
Οι Τρωάδες είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Ευριπίδης απεικονίζει ζωηρά αυτή την άγρια πραγματικότητα, μέσα από την οποία πιθανόν οι Αθηναίοι να μπορούσαν να δουν τον εαυτό τους. Όταν αρχίζει το έργο, ο Τρωικός Πόλεμος έχει τελειώσει. Οι Έλληνες που έχουν υπερισχύσει, έχουν σκοτώσει όλους τους άνδρες της Τροίας, και έχουν αιχμαλωτίσει όλες τις γυναίκες που ζουν ακόμα, τις οποίες ετοιμάζονται να στείλουν με τα καράβια στην Ελλάδα σαν σκλάβες.
Η Εκάβη, η περήφανη βασίλισσα της Τροίας, είναι τώρα συντριμμένη και, μαζί με τις άλλες αιχμάλωτες, θρηνεί τις απώλειες των Τρώων και τα δεινά που τους μέλλουν ακόμα.
Ο Ταλθύβιος, ο Έλληνας κήρυκας που η συμφορά των αιχμαλώτων γυναικών έχει αγγίξει την καρδιά του, αναγγέλλει στις σκλάβες τον Έλληνα αφέντη στον οποίο έχει οριστεί η κάθε μια τους με κλήρο. Και οι γυναίκες θρηνούν για τη ζωή της θλίψης, της ντροπής και της σκλαβιάς που τους περιμένει. Η οδυνηρή τους μοίρα αντιπαρατίθεται τραγικά ενάντια στη στιγνή έλλειψη σπλαχνικότητας των Ελλήνων νικητών. Και μέσα από την άθλιά τους κατάσταση ο Ευριπίδης εκθέτει το ακροατήριό του στη βάναυση πραγματικότητα του πολέμου ιδωμένη από την ασυνήθιστη και μοναδική σκοπιά του ηττημένου.
Το έργο τελειώνει καθώς η Εκάβη προσπαθεί να θάψει το σώμα του εγγονού της, του τραγικού Αστυάνακτα, με βιασύνη, και οι γυναίκες της Τροίας θρηνούν για τον άδικο σκοτωμό του παιδιού από τους Έλληνες και για το χαμό όλων τους των ελπίδων. Τέλος, καθώς οι γυναίκες στρέφουν προς τα Ελληνικά καράβια, τα τείχη της Τροίας φλέγονται και οι Έλληνες ετοιμάζονται να επιβιβαστούν αρχίζοντας ένα ζοφερό και δισοίωνο ταξίδι γυρισμού στην πατρίδα.
Μέσα απ’ όλ’ αυτά, μπορούμε να ισχυριστούμε με αρκετή βεβαιότητα ότι αν και οι Τρωάδες έχουν σαν θέμα τους, σχεδόν αποκλειστικά, τα δεινά και τη βαρβαρότητα του πολέμου, η δοκιμασία των θυμάτων δεν είναι το μόνο τους κεντρικό σημείο. Γιατί, όπως κάποτε παρατήρησε ο Albin Lesky, o Ευριπίδης εδώ έδειξε καθαρά «πόσο πολύ τον ενδιέφερε να διακηρύξει τη βαθειά αλήθεια ότι ο δαίμονας του πολέμου πλήττει και το νικητή με μια ακόμη πιο φοβερή μάστιγα».
Σε συνέπεια, αυτό ιδιαίτερα φανερώνει το γιατί λίγα έργα, αρχαία ή πρόσφατα, θα μπορούσαν να είναι πιο επίκαιρα σε σχέση με τη ζοφερή πραγματικότητα του αντιφατικού μας κόσμου. Γιατί περισσότερο από κάθε άλλο του έργο, εδώ, ο Ευριπίδης μας πιέζει να κυττάξουμε τον εαυτό μας από κοντά, μας προκαλεί να επανεξετάσουμε τις δικές μας αξίες και τα «πιστεύω» μας, και μας σπρώχνει ανελέητα προς την κόψη καθώς μας φέρνει αντιμέτωπους με το σοβαρό ερώτημα της σημασίας της δύναμης, του πολιτισμού, της διανοητικής υγείας, της αλήθειας, της ομορφιάς, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, και πάνω απ’ όλα, της σημασίας της προσωπικής ή της κοινής νίκης.

 

Κατηγορίες: ΘΕΑΤΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ, ΣΧΟΛΕΙΟ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ, ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση