Αριστοτέλης Βαλαωρίτης – Ο βράχος και το κύμα

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824 – 1879),

          Ένας από τους πιο μεγάλους ποιητές της νεώτερης Ελλάδας. Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1824 κι ευτύχησε να μεγαλώσει τον καιρό, που βροντούσαν ακόμα τα κανόνια της Επανάστασης του 1821. Έτσι τα πρώτα τραγούδια, που παιδάκι ακόμα αποστήθισε ο Βαλαωρίτης, ήταν τα επικά τραγούδια του ελληνικού λαού και ο «Ύμνος εις την Ελευθερία» του Σολωμού.

 

          Περνώντας από τη Λευκάδα στην Κέρκυρα κι από κει στη Γενεύη, για να συμπληρώσει τις σπουδές του, βρέθηκε φοιτητής στο Παρίσι. Το δίπλωμα όμως της Νομικής το πήρε στην Πίζα της Ιταλίας, σε ηλικία 25 μονάχα ετών. Ωστόσο η ποίηση τον τραβούσε πολύ περισσότερο από τα νομικά. Γυρίζοντας στην πατρίδα του πήρε ενεργό μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα, που έκαναν τότε οι Επτανήσιοι, για να διώξουν τον Άγγλο δυνάστη. Παράλληλα μελετούσε και σπούδαζε τη λαϊκή γλώσσα και τον πνευματικό πολιτισμό της πατρίδας του. Συχνά έκανε παρέα με ανθρώπους του λαού, με ψαράδες, γεωργούς, ναύτες και βοσκούς και περνούσε τις νύχτες του στις καλύβες τους άγρυπνος ακούγοντας, από το ίδιο το στόμα τους, τ’ ανδραγαθήματα των ηρώων του 1821 και τις λαϊκές μας ελληνικές παραδόσεις, παραμύθια, μοιρολόγια, τραγούδια. Από το 1857 ως το 1868, που παραιτήθηκε μόνος του, οι συμπατριώτες του τον ψήφιζαν συνέχεια βουλευτή. Πέθανε το 1879.

 

          Ο Βαλαωρίτης έγραψε επικά και λυρικά ποιήματα. Από το τεράστιο έργο του, που είναι γεμάτο πατριδολατρία και λεβεντιά, έχουν γοητευθεί και έχουν διδαχθεί χιλιάδες Ελληνόπουλα ως και σήμερα, όχι μόνο στα σχολικά τους βιβλία μα κι έξω από αυτά. Ποιος για παράδειγμα δεν θυμάται ή δεν έχει απαγγείλει το ποίημα «Ο βράχος και το κύμα», όπου ο Βαλαωρίτης προσωποποιώντας τον Τούρκο δυνάστη με βράχο, παρουσιάζει τον Έλληνα σαν κύμα αγριεμένο από την σκλαβιά, που υποσκάπτει τα θεμέλια του τυράννου;

 

          Ο Βαλαωρίτης, ο ψηλόκορμος, με ηράκλεια εμφάνιση, ήταν προικισμένος με όλες τις αρματολικές και ιπποτικές αρετές των Ελλήνων του 1821. Αυτές ακριβώς οι αρετές τον έκαναν να αγαπάει με πάθος την πατρίδα του και να σιχαίνεται και να μισεί τους ξένους δυνάστες και τους δήθεν φίλους της, όπως αποδείχνει και στο μισοτελειωμένο «Φωτεινό» του.

 

          Άλλα γνωστά μακρόπνοα ποιήματα του Βαλαωρίτη είναι «Η κυρά Φροσύνη», ο «Αθανάσιος Διάκος», ο «Θανάσης Βάγιας», ο « Σαμουήλ», η «Φυγή», ο «Δήμος και το καρυοφύλλι του» κ.ά. Σ’ αυτά όλα διαλάμπει, κατά τον χαρακτηρισμό του ίδιου του ποιητή, «η μανία των αντιθέσεων και η επιθυμία του ν’ αφήσει πολλές φορές αχαλίνωτη τη φαντασία του να τρέχει όπου θέλει», πάντοτε όμως μέσα στους χώρους της μεγάλης ποιήσεως και της μητέρας Ελλάδας.

Ο βράχος και το κύμα

«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο
λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,
μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.

Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἄρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού ῾πε τώρα,
βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!

Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
καὶ σὄγλυφα καὶ σὄπλενα τὰ πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ᾿ ἐκύτταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου
νὰ δεῖ τὴν καταφρόνεση, ποὺ πάθαινε ὁ ἀφρός μου.

Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφά, ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἐφιλοῦσα
μέρα καὶ νύχτα σ᾿ ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα
καὶ τὴν πληγὴ ποὺ σ᾿ ἄνοιγα, τὸ λάκκο πού ῾θε κάμω
μὲ φύκη τὸν ἐπλάκωνα, τὸν ἔκρυβα στὴν ἄμμο.

Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη,
τὰ θέμελά σου τά ῾φαγα, σ᾿ ἔκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι
θὰ σὲ πατήση στὸ λαιμό… Ἐξύπνησα λιοντάρι!»

Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στην καταχνιὰ κρυμμένος,
ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ρυτίδες,
τοῦ φεγγαριοῦ, ποὖταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες.
Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν
καὶ στὸν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,
καθὼς ἀνεμοδέρνουνε καὶ φτεροθορυβοῦνε
τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ τὰ ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.

Τὸ μούγκρισμα τοῦ κύματος, τὴν ἄσπλαγχνη φοβέρα,
χίλιες φορὲς τὴν ἄκουσεν ὁ βράχος στὸν ἀθέρα
ν᾿ ἀντιβοᾶ τρομαχτικὰ χωρὶς κὰν νὰ ξυπνήσει,
καὶ σήμερα ἀνατρίχιασε, λὲς θὰ λιγοψυχήσει.
«Κῦμα, τὶ θέλεις ἀπὸ μὲ καὶ τὶ μὲ φοβερίζεις;
Ποιὸς εἶσαι σὺ κι ἐτόλμησες, ἀντὶ νὰ μὲ δροσίζεις,
ἀντὶ μὲ τὸ τραγούδι σου τὸν ὕπνο μου νὰ εὐφραίνεις,
καὶ μὲ τὰ κρύα σου νερὰ τὴ φτέρνα μου νὰ πλένεις,
ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ᾿ ἀφροὺς στεφανωμένο;
Ὅποιος κι ἂν εἶσαι μάθε το, εὔκολα δὲν πεθαίνω!»

«Βράχε, μὲ λένε Ἐκδίκηση. Μ᾿ ἐπότισεν ὁ χρόνος
χολὴ καὶ καταφρόνεση. Μ᾿ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.
Ἤμουνα δάκρυ μιὰ φορὰ καὶ τώρα κοίταξέ με,
ἔγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Ἐδῶ μέσα στὰ σπλάγχνα μου, βλέπεις, δὲν ἔχω φύκη,
σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιὰ καὶ καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σὲ ζητοῦν τοῦ ἄδη μου τ᾿ ἀχνάρια…
Μ᾿ ἔκαμες ξυλοκρέβατο… Μὲ φόρτωσες κουφάρια…
Σὲ ξένους μ᾿ ἔριξες γιαλούς… Τὸ ψυχομάχημά μου
τὸ περιγέλασαν πολλοὶ καὶ τὰ πατήματά μου
τὰ φαρμακέψανε κρυφὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, νὰ διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη,
καταποτήρας εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου,
γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!»

Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κῦμα στὴν ὁρμή του
ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του.
Χάνεται μὲς τὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σὰ νἆταν ἀπὸ χιόνι.
Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιὰ λίγο ἀγριεμένη
ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει
στὸν τόπο ποὖταν τὸ στοιχειό, κανεὶς παρὰ τὸ κῦμα,
ποὺ παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα.

Κατηγορίες: ΣΗΜΕΡΑ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ-ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση