Αρχική » Ιστορία του σχολείου

Ιστορία του σχολείου

Γυμνάσιο και Δημοτικό Σχολείο Μόριας

Η Μόρια αποτελεί στις μέρες μας το πολυπληθέστερο Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Μυτιλήνης. Η ιστορία της γύρω από τον οικισμό  περιοχής υπήρξε μακραίωνη. Νοτιοδυτικά του χωριού βρίσκεται τμήμα (Καμάρες) του Ρωμαικού υδραγωγείου της Μυτιλήνης και στην νοτιοανατολική πλευρά του το γνωστό από την αρχαιότητα λατομείο μαρμάρων της «Ούτζας». Το ιδιαίτερο έφορο έδαφος της ήταν ο κύριος λόγος της εδώ διαχρονικής ανθρώπινης παρουσίας. Αναφέρεται σε όλες τις γραπτές πηγές με αρχή τον 16ο αιώνα. Στα τέλη του 19ου αιώνα καταγράφτηκε ως μια από τις ισχυρότερες κοινότητες της λεσβιακής υπαίθρου, με 460 χριστιανικές οικογένειες και δύο εκκλησίες. Οι κάτοικοι της κατόρθωσαν να διατηρήσουν ακέραιες τις πατροπαράδοτες ελληνικές αξίες και να οικοδομήσουν αξιόλογα για την εποχή διδακτήρια τα οποία διατηρημένα σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση θυμίζουν τη μεγάλη προσπάθεια τους κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

Η μεγάλη πνευματική κινητικότητα, που απέδειξαν οι Μοριανοί κατά τον 19ο αιώνα, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην παρουσία 5 φωτισμένων κληρικών καταγόμενων από το χωριό. Οι 3 από αυτούς ήταν Αρχιερείς (Σαμοκοβίου Φιλόλαος, Σμύρνης Αθανάσιος, Λέρου και Καλύμνου Ιγνάτιος) και οι δυο Αρχιμανδρίτες, Βενιαμίν Σιναϊτης και Ιωσήφ Μαύρος. Οι δυο τελευταίοι και ο Ιεράρχης Σμύρνης Αθανάσιος ήταν οι πρωταγωνιστές της διατήρησης της Ελληνορθόδοξης ταυτότητας των κατοίκων της γενέτειρας των.

Ο αείμνηστος Αρχιμανδρίτης Βενιαμίν Σιναϊτης, καταγόταν από μια μεγάλη οικογένεια της Μόριας , εκείνη των Καμπάδων. Αναφέρεται επίσης καταγόμενος από την οικογένεια Μπαμπάλου , λέξη που αντιπροσώπευε μια μεγάλη κτηματική έκταση στη νοτιοδυτική περιοχή της Μόριας. Οι δύο αναφορές είναι όμως ταυτόσημες. Ο  Βενιαμίν μόνασε στο όρος Σινά, στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης και απέκτησε ιδιαίτερες και αξιόλογες γνώσεις μελετώντας μεγάλο αριθμό από τους 3500 γραμμένους στην Ελληνική γλώσσα χειρόγραφους κώδικες παπύρινους περγαμηνούς και χαρτώους που βρίσκονται εκεί. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως εφημέριος στην Ελληνική παροικία της Καλκούτα των Ινδιών όπου και απέκτησε μια αξιόλογη περιουσία. Εγχρημάτισε επίσης για ένα έτος και Ηγούμενος σε Μονή τη Ζακύνθου. Το έτος 1850 διετέλεσε Αρχιερατικός επίτροπος του Μητροπολίτη Μυτιλήνης Καλλίνικου.

Εκτός από τη μεγάλη προσφορά του στην Ορθοδοξία υπήρξε και βασικός χρηματοδότης τόσο της ανέγερσης του πρώτου διδακτηρίου του Γυμνασίου Μυτιλήνης με 1500 γρόσια , όσο και του «Αρρεναγωγείου» της γενέτειρας του με 40.000 γρόσια αντίστοιχα. Μετά την αποπεράτωση του σχολικού κτιρίου της Μόριας το πορτραίτο του αναρτήθηκε στην αίθουσα διδασκαλίας. Ευτύχησε βέβαια να δει και τα δύο αποπερατωμένα και να καμαρώσει τους μαθητές τους, πριν πεθάνει ξαφνικά μετά από ασθένεια την 14η Ιανουαρίου του έτους 1851.

Ετάφη στην πόλη της Μυτιλήνης δίπλα στον τάφο του Πατριάρχη Ιερεμία. Το έτος 1844 είχε παρευρεθεί στη Μυτιλήνη κατά την υποδοχή του Σουλτάνου Μετζίτ.

Ο τρίτος φωτισμένος κληρικός, Ιερομόναχος και εκπαιδευτικός Αρχιμανδρίτης Ιωσήφ Μαύρος της μεγάλης οικογένειας Καρά (Καραπαναγιώτη) γεννήθηκε στη Μόρια το έτος 1805 και έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο Ελληνομουσείο του Σταυράκη στην πόλη της Μυτιλήνης. Ο Ιωσήφ χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μητροπολίτη Μοσχονησίων Τσατσέλλη και γνώρισε το έτος 1826 το Βενιαμίν το Λέσβιο. Φοίτησε στη σχολή της Αίγινας και στη Θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δίδαξε ως Σχολάρχης στη Σύρο και στην Ελληνική Κοινότητα της Τεργέστης, όπου και έμαθε τη Γερμανική και Ιταλική Γλώσσα. Διετέλεσε Ιεροκήρυκας στους νομούς Αργολίδας και Ναυπλίου όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα. Στις προθέσεις του ήταν να δημιουργήσει κληροδότημα για την υποστήριξη των σχολείων της γενέτειρας του αλλά προσβλήθηκε από επιδημία και πέθανε σε ηλικία 74 ετών, το έτος 1879 στο Ναύπλιο. Η πρόθεση του όμως αυτή δεν υλοποιήθηκε από τους συγγενείς του, παρόλο το σεβαστό ποσό  των 5.000 λιρών που άφησε ως κληρονομιά.

Μετά το θάνατο του Ιωσήφ, ο θείος του Κυριάκος Καραπαναγιώτης, μετέβη στην πόλη της Πελοποννήσου και παρέλαβε τα προσωπικά του είδη, που ήταν ένα σεντούκι και μια εικόνα της Παναγίας, η οποία χρονολογείται από τη δεκαετία του 1850. Οι απόγονοι των συγγενών του στη Μόρια, φυλάσσουν ως τις μέρες μας αυτά τα κειμήλια. Τα αρχικά γράμματα Κ.Μ, που είναι χαραγμένα πάνω στο σεντούκι υπενθυμίζουν την επιθυμία του εκλιπόντα να παραδοθεί αυτό σε συγκεκριμένο συγγενικό του πρόσωπο. Η πραγματική όμως κληρονομιά, που άφησε στις επόμενες γενιές ο Ιωσήφ, ήταν μια ιδιαίτερη αξιόλογη βιβλιοθήκη, την οποία αφιέρωσαν οι κληρονόμοι του στην Κοινότητα της Μόριας. Θεωρείται ο πλέον μορφωμένος όλων των καταγόμενων από τη Μόρια κληρικών του 19ου αιώνα.

 

Το πρώτο Διδακτήριο της Μόριας

Το πρώτο σχολείο, που λειτούργησε στο χωριό ήταν «Εκκλησιαστικό- Προδρομικό»  με δάσκαλο τον ιερέα Άνθιμο Βουγιουκλή. Ως χώρος στέγασης των αγοριών και του δασκάλου τους χρησιμοποιήθηκε κατοικία, στη θέση της οποίας υπήρξε τα επόμενα χρόνια οικόπεδο ιδιοκτησίας Παναγιώτη Θεοδώρου, δίπλα στην οικία της Βλουτή Μπίθα. Στη συνέχεια νοικιάστηκε η κατοικία του Ευαγγέλλα (μετέπειτα Θεοδώρου Γαβριήλ), που βρισκόταν στη γωνία απέναντι του εργαστηρίου Μπάμια. Εδώ δίδαξε για ένα έτος (1843) ο δάσκαλος Αθανάσιος Σωκρίδης, που προσκλήθηκε από τους Μοριανούς από την Κρήνη( Τσεσμέ) της Μικρασίας. Το μισθό του κατέβαλαν οι γονείς των μαθητών. Επόμενος δάσκαλος της Σχολής ήταν ο καταγόμενος από την Αγιάσο Ακίνδυνος Χριστοφορίδης. Κατά την περίοδο διδασκαλίας του οι κάτοικοι του χωριού ξεκίνησαν τις εργασίες ανέγερσης του πρώτου δημόσιου διδακτηρίου της Μόριας. Η Κοινοτική Σχολή άρχισε να χτίζεται έξω από τον περίβολο του Αγίου Βασιλείου προς το δυτικό μέρος.

Σύμφωνα με τον «Κώδικα 1844- 8 ηβρη- 18, Κατάστιχος εξόδων της σχολής»  του Ιερού Ναού του Αγίου Βασιλείου, οι εργασίες για την ανέγερση του διδακτηρίου ξεκίνησαν το έτος 1844. Το παλαιότερο βιβλίο εξόδων της εκκλησίας, μας γνωστοποιεί όλες τις επαγγελματικές ομάδες, τα ονοματεπώνυμα, καθώς και τις αμοιβές των εργαζόμενων και βοηθών τους, κατά τη διάρκεια των εργασιών ανέγερσης του σχολείου: «σουβατζήδες» , «μπουγιατζήδες», «ριτζπέρηδες», «δουλγκέρηδες» και «τζιράκια»

Εργάστηκαν οι Μιχαϊλος Βαμβακάς, Βασίλειος Σταυριανού, Παναγιώτης Γιαλούρης, Ιωάννης Μόσχου, Χριστόφας Τουραμάνης, Δημήτριος Πούλιας, Απόστολος Θεοδωρής, Αγγελής Θωμάς κ.α. Σε μια σελίδα του τετραδίου των λογαριασμών καταγράφτηκε και ο κατάλογος των δωρεών για την πληρωμή των εργασιών του διδακτηρίου. Άκρως συγκινητική είναι βέβαια η προσπάθεια των Χριστιανών της Μόριας καθώς ανάμεσα στις δωρεές περιλαμβάνονταν χρυσά και ασημένια σκεύη.

Στο πρώτο διδακτήριο της Μόριας δίδαξε ο Ακίνδυνος Χριστοφορίδης.

Το «Αρρεναγωγείο» είναι το δεύτερο κατά χρονολογική σειρά διδακτήριο της Μόριας, καθώς ανεγέρθηκε τη διετία 1847-1848 και αποτελεί στις μέρες μας το αρχαιότερο ενεργό διδακτήριο του νησιού. Είναι χτισμένο στην ανατολική πλευρά του οικοπέδου του Ιερού Ναού του Αγίου Δημητρίου ο οποίος κατασκευάστηκε το 1889 στη θέση του μικρού παλαιότερου παρεκκλησίου. Ο χώρος που το περιβάλλει είναι σκιερός, γαλήνιος, με υπέροχη θέα προς τη θάλασσα και την απέναντι Μικρασιατική ακτή. Την πευκοφύτεψη του ανέλαβε ο Παναγιώτης Ραφτέλλης ο οποίος μετέφερε στην πλάτη του όπως αναφέρει η τοπική παράδοση, τα δενδρύλλια από το βουνό με τη βοήθεια της συζύγου του. Η ίδια παράδοση αναφέρει επίσης ότι στο οικόπεδο και στη θέση του σημερινού ναού, προϋπήρχε του 1848 μικρή εκκλησία με δώμα αντί στέγης, στο μέγεθος περίπου ενός δωματίου, με ξύλινο εικονοστάσι. Η εικόνα του Αγίου Δημητρίου ήταν ζωγραφισμένη στον τοίχο και ακόμα δύο-τρεις όλες και όλες, συμπλήρωναν το προσκυνηματικό της τμήμα. Τα σχέδια των κατοίκων για την ανέγερση του κτιρίου τους οδήγησαν στη σκέψη για παράλληλη επισκευή της εκκλησίας επειδή τα συνεργεία θα εργάζονταν λίγα μόλις μέτρα μακρύτερα. Η έλλειψη όμως της αντίστοιχης αδείας από τους Τούρκους, τους υποχρέωσε σε μια νύχτα να ξεσκεπάσουν το Ναό και να τον ξαναχτίσουν, επιστρατεύοντας για το σκοπό αυτό επτά ζεύγη μαστόρων. Τις εικόνες του μικρού Ναού αποσοβάντισαν δυο από τους αναφερόμενους στη συνέχεια Βατουσαίους τεχνίτες «χτίστες της πέτρας- πετράδες», που εργάζονταν για την κατασκευή του σχολείου. Με το τρόπο αυτό ξεκίνησε η διαχρονική σχέση Ιερού Ναού και Σχολείου.

Το διδακτήριο είναι πετρόχτιστο, σχήματος ορθογωνίου παραλληλογράμμου με κεραμοσκεπή. Τα τόξα του νάρθηκα (συνθετότερη μορφή κτιριακής αψίδας), προσδίδουν στον παρατηρητή, μια παράξενη γοητεία και οι κολώνες είναι ξύλινες επιχρισμένες. Δεξιά της κυρίας εισόδου διαβάζουμε , «ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΛΛΗΛΟΔΙΔΑΚΤΙΚΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΜΩΡΕΙΑΣ 1848 ΙΟΥΝΙΟΥ: Β’». Αριστερά κάτω στο δάπεδο, παρατηρούμε μια δεξαμενή  (στέρνα) βρόχινου νερού, την οποία γέμιζαν οι μεγαλύτεροι μαθητές μεταφέροντας νερό από τη βρύση του χωριού. Στους εξωτερικούς τοίχους διακρίνουμε μικρές ανάγλυφες παραστάσεις με θέματα από τη φύση αλλά και από τη χριστιανική θρησκεία. Την εσωτερική του διαμόρφωση αποτελούν πλέον μικρές αίθουσες διδασκαλίας λόγω των αυξημένων αναγκών και πάνω από την κυρία του είσοδο υπάρχει ανάγλυφη διακόσμηση. Είναι ισόγειο με υπόγειο και καταλαμβάνει 300 τ.μ. Οι πέτρες της οικοδομής του μεταφέρθηκαν με ζώα από την περιοχή –λατομείο της Μόριας, «κακό λαγκάδι».

Κατασκευάστηκε όπως προαναφέρθηκε με δαπάνες του Αρχιμανδρίτη Βενιαμίν Σιναϊτη, του Μητροπολίτη Σμύρνης Αθανάσιου ο οποίος διέθεσε 1.000 γρόσια το έτος 1848 και οι συγγενείς του άλλα 485 γρόσια μετά το θάνατο του και της Χριστιανικής Κοινότητας της Μόριας.

Στον κώδικα (τετράδιο εξόδων) του Ιερού Ναού του Αγίου Βασιλείου, «848: Ιουνίου 13 και 25 Σεπτεμβρίου 1848», αναφέρονται ανά μήνα τα ονοματεπώνυμα, οι εργασίες και οι αμοιβές των εργαζομένων «γιαπετζήδες», «σωφράδες», «πητράδες», «πουργοί», «Καραγωγείς» κ.α. Επιστάτης των εργασιών ήταν ο μετέπειτα ιερέας Βασίλειος Βουζούλιας.

Στην οικοδομή του «Αρρεναγωγείου» εργάστηκαν οι τεχνίτες (πετράδες), Γιάννης Ζαχαράς, Ανδρέας Πέζας, Χριστόφας Αλτιπαρμάκης, και οι «γιαπιτζήδες», Βασίλης Κεχαγιάς και Παναγιώτης Χατζηθεοδώρου. Ως εργάτες αναφέρονται οι Βασίλης Αγριτέλης, Βασίλης Τριανταφύλλου, Μιχαήλος Σαραντινού, Ανδρέας Τριανταφύλλου, Νικόλαος Κασκαμπάς κ.α. Το συνολικό ποσό των δαπανών όπως αυτό καταγράφεται στο έντυπο του Ιερού Ναού του Αγίου Βασιλείου, ανέρχεται σε 20.000 περίπου τουρκικά γρόσια ή 1.000 αργυρά μετζίτια. Το ποσό αυτό ανταποκρίνεται σε ένα τμήμα του συνολικού κόστους του διδακτηρίου. Η συνέχιση δε της αναγραφής εξόδων (ημερομίσθια) στον Κώδικα και μετά τον Σεπτέμβρη του 1848, αποδεικνύει ότι η στέγαση των μαθητών έγινε ενώ το σχολικό κτίριο ήταν ημιτελές.

Η αρχική του εσωτερική διαμόρφωση αποτελείτο από μια αίθουσα διδασκαλίας στην οποία διδάσκονταν τέσσερις τάξεις του Δημοτικού από ένα δάσκαλο με την «Αλληλοδιδακτική μέθοδο».

Ένας Ευρωπαίος περιηγητής περιέγραψε μετά από 35 χρόνια το Σχολείο. Ο Γερμανός καθηγητής Karl Krumbacher (1856-1909), ιδρυτής της έδρας της σύγχρονης βυζαντινολογίας το έτος 1892 στο Μόναχο της Βαυαρίας, επισκέφτηκε και τη Λέσβο στα πλαίσια περιήγησης του από τον Οκτώβρη του 1884 μέχρι το Μάιο του 1885 στη Μικρασία και σε νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Προερχόμενος από τουρκικό λιμάνι έφτασε στη Μυτιλήνη και συνοδευόμενος στη συνέχεια από τον Απόστολο Σημαντήρη, στον οποίο τον είχε γνωρίσει ο Γυμνασιάρχης Γρηγόριος Βερναρδάκης, έφτασε στον πύργο της οικογένειας Σημαντήρη στη Μόρια.

Την επόμενη μέρα  επισκέφτηκε πρώτα το σχολείο του χωριού «που αποτελεί λαμπρό  τεκμήριο της ορμής που έχουν οι απλοί αυτοί χωρικοί για τη μόρφωση. Το κτίριο του βρίσκεται σε ένα δροσερό ύψωμα πάνω από το χωριό και αποτελείται από μια ευρύχωρη αίθουσα, που θα μπορούσε να συγκριθεί περίπου με μια μεγάλη αίθουσα παραδόσεων ενός πανεπιστημίου. Οι μαθητές έχουν χωριστεί σε τρεις τάξεις, που διευθύνονται όπως άλλωστε συνηθίζεται και στα σχολεία των δικών μας χωριών, από ένα δάσκαλο. Εκείνη τη μέρα ακριβώς ο αριθμός των μαθητών που ήσαν παρόντες ήταν αρκετά μικρός, επειδή όπως μου εξήγησε ο δάσκαλος το μάζεμα των ελαίων απασχολεί πάρα πολλά από τα μικρά εργατικά χέρια…». «Τα αγόρια που επιθυμούν να συνεχίσουν τη μόρφωση τους, γράφονται αφού τελειώσουν το σχολείο του χωριού τους, στη δεύτερη ή τρίτη τάξη του καλούμενου «Ελληνικού Σχολείου», που βρίσκεται στην πόλη της Μυτιλήνης. Σε μια ντουλάπα του τοίχου της σχολικής αίθουσας είδα μια βιβλιοθήκη, που ανήκει στο σχολείο και προέρχεται από τα κατάλοιπα ενός ιερέα γεννημένου στη Μόρια (εννοεί ασφαλώς τον Αρχιμανδρίτη Ιωσήφ Μαύρο). Περιλαμβάνει εκτός από πολλά και πολύ χρήσιμα βιβλία επίσης και έναν αριθμό καθαρογραμμένων τετραδίων με τα μαθήματα του κληροδότη, μεταξύ των οποίων και αρχαιολογικές παραδόσεις σε ελληνική γλώσσα του δικού μας Λουδοβίκου Ross, που δίδασκε όπως είναι γνωστό στην αρχή της δεκαετίας του 1840 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Στη συνέχεια (1911) λειτούργησε εδώ η Ελληνική Σχολή της Μόριας. Στον περίβολο του διδακτηρίου και συγκεκριμένα στη δυτική πλευρά, υπήρχαν τα δωμάτια διαμονής του εκπαιδευτικού προσωπικού. Οι αμοιβές τους προερχόταν από τους γονείς των μαθητών κατόπιν συμφωνίας και με την επίβλεψη των Κοινοτικών Συμβούλων.

Το σχολικό κτίριο λειτούργησε από το σχολικό έτος 1920-21 μέχρι το 1928-29 ως Αρρεναγωγείο και στη συνέχεια στέγασε τις Σχολές Αρρένων και Θηλέων του χωριού, οι οποίες συγχωνεύτηκαν σε ένα «Μικτό 5/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Μόριας». Με την συγχώνευση όμως προέκυψε πρόβλημα στέγασης των μαθητών-τριών και για το λόγο αυτό δημιουργήθηκε επιτροπή με πρόεδρο τον Αντώνιο Δεληγιάννη, Ταμία, τον Δημήτριο Καμπά, και μέλη τους Γ. Χονδρομπίλα, και Κωνσταντίνο Γιαννέλλη, η οποία βάσει της μελέτης και σχεδίου του μηχανικού Δημοσίων έργων άρχισε εργασίες μεταρρυθμίσεως του διδακτηρίου. Το σχέδιο προέβλεπε την κατασκευή τριών νέων αιθουσών διδασκαλίας, ενός γραφείου, της εισόδου και των προπυλαίων. Οι εργασίες άρχισαν στις 2 Ιουνίου 1931 με κρατική επιχορήγηση 142.000 δραχμών, με τη χορηγία 127.000 δρχ. από την Κοινότητα Μόριας και τη δωρεά 1.000 δραχμών από τον Π. Κακαβά. Εξαιτίας όμως της έναρξης του Β’ Παγκοσμίου πολέμου κατασκευάστηκαν μόνο δύο αίθουσες, ο δε διάδρομος δεν αποπερατώθηκε όπως και η τσιμεντένια στέγη της νέας πτέρυγας. Μετά τον πόλεμο και με τις δωρεές απόδημων Μοριανών των ΗΠΑ (17.000 παλιές δραχμές και 9.500.000 μεταγενέστερα) κατασκευάστηκε η ξύλινη στέγη και επισκευάστηκε η παλιά, κατόπιν μελέτης του Νομομηχανικού κ. Φίλια.

Το αρχαιότερο σε λειτουργία διδακτήριο του νησιού μας παρουσίασε και παρουσιάζει συνεχείς φθορές εξαιτίας της παλαιότητας του και απαιτεί συνεχείς επισκευές. Εδώ και αρκετά χρόνια φιλοξενεί τους μαθητές και τις μαθήτριες του Γυμνασίου της Μόριας, το οποίο λειτουργεί στις μέρες μας ως τριτάξιο- 7/θέσιο με 4 τμήματα και 65 μαθητές-τριες.

 

ΑΡΡΕΝΑΓΩΓΕΙΟΝ

Για την ίδρυση και λειτουργία της Σχολής Αρρένων της Μόριας έχει γίνει ήδη αναφορά. Η λειτουργία της αναφέρεται από όλους τους συγγραφείς – ερευνητές του 19ου αιώνα. Το έτος 1874 είχε 83 μαθητές. Μεσούντος του Α’ διωγμού στην 2/θέσια- τετρατάξια, λόγω της παράλληλης λειτουργίας του με το Ελληνικό Σχολείο, Σχολής Αρρένων της Μόριας, φοιτούσαν με διευθυντή τον Δημήτριο Καπιώτη, που σκοτώθηκε σε μάχη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και δάσκαλο τον προερχόμενο από τις Κυδωνίες της Μικρασίας Κωνσταντίνο Πιτούλη, 112 μαθητές εκ των οποίων οι 39 προέρχονταν από τη Μικρασία. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στη 2/θέσια –εξατάξια Δημοτική Σχολή Αρρένων φοιτούσαν 174 μαθητές με διευθυντή τον προερχόμενο από την Κωνσταντινούπολη και απόφοιτο της Μεγάλης του Γένους Σχολής, Αδαμάντιο Σεραφείμ. Μεταξύ των μαθητών διακρίναμε εγγεγραμμένα 47 προσφυγόπουλα. Στη Σχολή Αρρένων δίδαξαν διαχρονικά οι Ξενοφών Γεωργιάδης- Καραπαναγιώτης, παππούς του μετέπειτα Υπουργού και πολιτευτή Βύρωνα Καραπαναγιώτη (Διευθυντής εώς το έτος 1848 του «Αλληλοδιδακτικού» του Αγίου Γεωργίου της Μυτιλήνης), ο Αντώνιος Πλωμαρίτης, ο Παναγιώτης Πορφυριάδης, από την Αγιάσο, ο οποίος υπηρέτησε συνολικά 47 έτη (1867-1914), ο Ιωάννης Αριστοτέλους από την Καισάρεια της Μικρασίας, ο Μιχαήλ Σκλεπάρης από την Αγιάσο, ο Βασίλειος Ζιγγας από τον Πολιχνίτο, η Ευλαλία Βουγιουκλή και ο Παναγιώτης Παπαευστρατίου από τη Μόρια.

Κατά το τελευτάιο έτος αυτόνομης λειτουργίας του το Αρρεναγωγείο της Μόριας ήταν 3/θέσιο εξατάξιο με 158 μαθητές και Διευθυντή τον Α. Σεραφείμ.

ΠΑΡΘΕΝΑΓΩΓΕΙΟΝ

Το Παρθεναγωγείο της Μόριας είναι από τα παλαιότερα του νησιού. Η Σχολή των Θηλέων πρωτολειτούργησε το έτος 1865 στο χώρο του παρακείμενου στον Ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου, πρώτου διδακτηρίου της Μόριας (1844). Το σχολικό χώρο αποτελούσαν μια αίθουσα με μισογκρεμισμένη σκάλα, με μια παλιού τύπου έδρα δασκάλας και πολύεδρα θρανία. Υπήρχε επίσης και μια μικρή πλακόστρωτη αίθουσα για χειροτεχνία που ήταν τότε κύριο μάθημα διδασκαλίας. Τη λειτυργία της Σχολήε επιβεβαιώνει ένα συμφωνητικό της περιόδου ανάμεσα στη δασκάλα και στη Δημογεροντία της Μόριας, το οποίο όμως είναι δυσανάγνωστο σε ότι αφορά το ονοματεπώνυμο της. Το διδακτήριο χτίστηκε με τη μεθοδολογία της λαϊκής αρχιτεκτονικής της εποχής. Είναι λιτό αρχιτεκτονικά, σχήματος ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, ισόγειο με υπόγειο και αρχική κεραμοσκεπή από κεραμίδια παλαιού (τουρκικού) τύπου. Η λιθοδομή του είναι διατομής 0,40 cm, με αποτέλεσμα η οικοδομή να είναι ιδιαίτερα ανθεκτική. Οι πέτρες μεταφέρθηκαν από γνωστό λατομείο «νταμάρι» της περιοχής «κακό λαγκάδι – Ουτζά» και τα υπόλοιπα υλικά της οικοδομής του προέρχονταν από τη γύρω περιοχή (άμμος από τη θαλάσσια περιοχή της Παναγιούδας και ασβέστης από τα γνωστά ασβεστοκάμινα της Μόριας). Η αρχική εσωτερική του διαμόρφωση προέβλεπε μια αίθουσα διδασκαλίας και ειδικό τμήμα για τη διδασκαλία της χειροτεχνίας. Καταλαμβάνει 127 τ.μ σε μικρό οικόπεδο 130 τ.μ και βρίσκεται στην κάτω πλευρά της αγοράς της Μόριας, στην περιοχή δηλαδή που είχε στεγαστεί σε ιδιωτικές κατοικίες το πρώτο σχολείο του χωριού. Η πρόσοψη του σχηματίζει το γράμμα «Π» που υπενθύμιζε κατά την περίοδο της ανέγερσης του το αρχικό γράμμα της λέξης (Πατρίς).

Η σχολή λειτούργησε το 1874 ως 1/θέσια με 42 μαθήτριες. Κατά τη διάρκεια του Α’ διωγμού εγγράφηκαν στο Παρθεναγωγείο 29 προσφυγοπούλες. Την ίδια περίοδο ο συνολικός αριθμός των μαθητριών της 1/θέσιας –τριτάξιας Σχολής έφτανε τις 81 και δασκάλα ήταν η Μερόπη Γιοβάννη. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή σε σύνολο 144 μαθητριών της 2/θέσιας –εξατάξιας Σχολής. 26 προσφυγοπούλες προερχόμενες κυρίως από τις Κυδωνίες, και την Π. Φωκαία φοιτούσαν σε αυτήν με δασκάλες την Μερόπη Γιοβάννη, και την καταγόμενη από τις Κυδωνίες της Μικρασίας, Ελένη Τσαξωρίδου. Το Παρθεναγωγείο συνέχισε την αυτόνομη λειτουργία του με τη μορφή 2/θέσιου- εξατάξιου σχολείου και κατά το σχολικό 1928-29 είχε 119 μαθήτριες, Διευθύντρια την Ευαγγελία Βουγιουκλή και δασκάλα την προερχόμενη από τις Κυδωνίες της Μικρασίας Θεοδώρα Γονατά. Άλλες δασκάλες που αναφέρεται ότι δίδαξαν στη Σχολή Θηλέων ήταν Ελένη Λουκά, η Μαριγώ Κουζινόγλου, η Βικτώρια Βουζούλια, η Ευθυμία Κουκμίδου και Ευτυχία Κοκκινοφόρου από τη Μόρια, η Μαριγώ Σαπουντζή και η Ανδρομάχη Αγοραστού.

Το διδακτήριο εγκαταλείφθηκε μετά το έτος 1930 και στη συνέχεια άλλαξε χρήσεις στο πέρασμα του χρόνου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί μεγάλες φθορές, ιδιαίτερα την περίοδο της κατοχής, όταν χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς κατακτητές. Επισκευάστηκε στο παρελθόν από την Αγροτική Τράπεζα και στις μέρες μας φιλοξενεί το Νηπιαγωγείο της Μόριας, αφού του έγιναν προηγουμένως μια σειρά απαραίτητων επισκευών.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟ

Η Μόρια απέκτησε την περίοδο 1911-1919 και ανώτερο σχολείο. Η Ελληνική Σχολή πρωτολειτούργησε εδώ ως τριτάξια και στη συνέχεια ως διτάξια. Για τη στέγαση των μαθητών της χωρίστηκε με ξύλινο διαχωριστικό το έτος 1911 η μεγάλη αίθουσα σε ανατολική και δυτική. Στη δυτική αίθουσα διδάσκονταν οι μαθητές της Σχολής μέχρι το σχολικό έτος 1919-20 οπότε και καταργήθηκε με απόφαση του Υπουργείου Παιδείας. Ο καταγόμενος από τη Μόρια Κωνσταντίνος Σταματέλλης, συνέδεσε την παρουσία του στα εκπαιδευτικά πράγματα του χωριού με την Ελληνική Σχολή, της οποίας διετέλεσε και Διευθυντής. Ανέλαβε υπηρεσία το σχολικό έτος 1911-12, σύμφωνα με το συμβόλαιο που υπογράφηκε από τον ίδιο και τους Δημογέροντες Προκόπιο Κοκκινόφορο και Δημήτριο Αργεντέλλη αλλά και τους Εφόρους Αθανάσιο Βασιλείου, Γεώργιο Ιωάννου και Αλέξανδρο Βράκο. Ο ετήσιος μισθός του ήταν 45 τουρκικές λίρες. Μετά την κατάργηση των Ελληνικών Σχολείων, δίδαξε μέχρι την συνταξιοδότηση του ως δημοδιδάσκαλος, καθώς ήταν απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής αλλά όχι πτυχιούχος. Τελευταίος δάσκαλος του Ελληνικού Σχολείου της Μόριας αναφέρεται ο Λεωνίδας Κουνέλλης με 35 μαθητές.

Οι Σχολές των Αρρένων και των Θηλέων της Μόριας συγχωνεύτηκαν όπως προαναφέρθηκε το έτος 1929-30 σε ένα 5/θέσιο –εξατάξιο σχολείο με 255 μαθητές και μαθήτριες.

 

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΟΡΙΑΣ

Το νεόδμητο διδακτήριο του Δημοτικού σχολείου Μόριας (1972) βρίσκεται στην ανατολική είσοδο του χωριού, δίπλα στο γήπεδο. Έχει συνολικά τέσσερις αίθουσες διδασκαλίας και αρκετούς βοηθητικούς χώρους και καταλαμβάνει 250 τ.μ.

 

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση