Σκύθες – Ο μυστήριος λαός των άτρωτων ιππέων πολεμιστών της Κεντρικής Ασίας

(εργασία του μαθητή της Α’ Γυμνασίου Μπέλτσιου Σωτήρη)

 Σύντομη Εθνολογική ταυτότητα

Οι επονομαζόμενοι Σκύθες  είναι ένα σύνολο ιρανόφωνων νομαδικών λαών, που κατοίκησαν από την πρώτη χιλιετία τα εδάφη της Κεντρικής Ασίας, της Νότιας Ρωσίας, Ουκρανίας, των ακτών της Μαύρης θάλασσας  και την ευρύτερη περιοχή της σκληρής και άγονης Ευρασιατικής στέπας.

Όνομα

Ο Ηρόδοτος, μας πληροφορεί πως οι Σκύθες αυτοαποκαλούνταν «Σκολότες». Το Σκύθας  προκύπτει από μια παλαιότερη αντήχηση του ίδιου ονόματος (Skuda), όπου ο καταγράφεται με λ, ενώ το –το αντιπροσωπεύει  την κατάληξη πληθυντικού -τα της γλώσσας του Νότιου Ιράν. Η λέξη αρχικά σήμαινε τοξευτήςτοξότης και προήλθε αρχικά από την πρωτοινδοευρωπαική ρίζα –skeud- εκτοξεύω, πετώ (σύγκρινε με την αγγλική λέξη shoot). Το όνομα που είχαν οι Σογδιανοί για τον εαυτό τους, Swγδ, προφανώς αντιπροσωπεύει το ίδιο όνομα (*Skuδa > *Suγuδa με ανάπτυξη φωνήεντος). Το όνομα υπάρχει επίσης και στα Ασσυριακά με τη μορφή Aškuzai ή IškuzaiΣκύθης.

Στα παραδοσιακά Πολωνικά, Ουκρανικά και Ουγγρικά τραγούδια οι άνθρωποι της στέπας ονομάζονται Σόκολοι , όνομα το οποίο πιθανόν να προέρχεται από το Σκολότοι Skolotoi.

Οι παλαιοί Πέρσες χρησιμοποιούσαν ένα άλλο όνομα για τους Σκύθες και συγκεκριμένα το Saka, το οποίο πιθανόν να προέρχεται από την Ιρανική ρηματική ρίζα sak- πηγαίνω, περιπλανώμαι, δηλ. περιπλανώμενος, νομάδας.

(To περίφημο Σκυθικό τόξο, του οποίου η ευλυγισία, το έκανε φονικό όπλο)

                                         Έθιμα-Πολιτισμός                             

Οι Σκύθες, αν και για τους Αρχαίους Έλληνες ήταν ένας λαός βαρβάρων, χαρακτηρίζονταν από μια μορφή πολιτισμού. Σύμφωνα με τις διηγήσεις του Ηροδότου, οι Σκύθες ακολουθούσαν έναν αξιοπερίεργο τρόπο αρμέγματος των φοράδων. Έπαιρναν για φυσερά κούφια κόκαλα, όπως είναι οι φλογέρες, και αφού τα έβαζαν στο αιδοίο της φοράδας, φυσούσαν με το στόμα. Όσο ο ένας φυσούσε με το κούφιο κόκαλο, ο άλλος άρμεγε το ζώο. Λέγεται πως ο λόγος που προέβαιναν σ’ αυτήν τη διαδικασία ήταν γιατί με το φύσημα φούσκωναν οι φλέβες της φοράδας και κατέβαινε το γάλα πιο εύκολα από τα μαστάρια.Αφού άρμεγαν το γάλα, το έχυναν σε βαθουλωτά ξύλινα αγγεία και έστηναν τυφλούς δούλους γύρω από τα αγγεία για να χτυπούν το γάλα. Με το χτύπημα του γάλακτος, όσο γάλα στεκόταν επάνω, το μάζευαν και το είχαν για ανώτερο, ενώ όσο έμενε στον πάτο, ήταν το κατώτερο. Οι Σκύθες μάλιστα όσους έπιαναν αιχμαλώτους και τους έκαναν δούλους, όλους τους τύφλωναν, καθώς έτσι δε θα μπορούσαν να προβάλουν αντίσταση και θα αξιοποιούνταν στο άρμεγμα των φοράδων που ήταν ο βασικός πόρος ζωής των Σκυθών.

Άλλος ένας αξιοπερίεργο στοιχείο των Σκυθών ήταν ο τρόπος με τον οποίο έψηναν το κρέας. Οι Σκύθες ως νομαδικός λαός τρέφονταν κυρίως από τα κοπάδια τους και σε ελάχιστες μόνο περιοχές ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης. Για να ετοιμάσουν το σφάγιο για ψήσιμο ακολουθούσαν την εξής διαδικασία: πρώτα έγδερναν το ζώο και στη συνέχεια απογύμνωναν εντελώς το κρέας από τα κόκαλα. Έπειτα, τοποθετούσαν το κρέας μέσα σε μεγάλες χύτρες για να το βράσουν. Εάν δεν διέθεταν χύτρες, έβαζαν το καθαρό κρέας μέσα στις κοιλιές των σφαγίων μαζί με νερό και το έβραζαν μέχρι να μαλακώσει. Επειδή οι Σκύθες κατοικούσαν σε στέπες και δεν υπήρχαν δέντρα για να πάρουν τα ξύλα για τη φωτιά, αντί για ξύλα χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα κόκαλα που είχαν αφαιρέσει από τα σφάγια. Εκτός από βόδια, συνήθιζαν να τρώνε και τα άλογα, όμως ποτέ δεν εξέτρεφαν και δεν κατανάλωναν χοίρους.

 

Οι Σκύθες δεν έπλεναν καθόλου το σώμα τους. Ωστόσο απολάμβαναν ένα ιδιαίτερο λουτρό, που εκτός από σωματική προκαλούσε και πνευματική ευφορία. Μπορεί στη γη των Σκυθών να μην υπήρχαν πολλά δέντρα, φύτρωνε όμως το καννάβι. Τον σπόρο, λοιπόν, από το καννάβι τον χρησιμοποιούσαν για ένα ιδιότυπο λουτρό. Οι Σκύθες έμπαιναν κάτω από τέντες και άπλωναν σε πυρωμένα λιθάρια τον σπόρο από το καννάβι. Καθώς ο σπόρος καιγόταν επάνω στα λιθάρια, αναδυόταν ένας παχύς ατμός, κι έτσι οι Σκύθες απολάμβαναν ένα πλούσιο ατμόλουτρο μέσα σε ατμόσφαιρα απόλυτης αγαλλίασης.

Οι γυναίκες πάλι για να δείχνουν καθαρές και να μοσχομυρίζουν, ακολουθούσαν την εξής διαδικασία: έπαιρναν ξύλο από κυπαρίσσι, από κέδρο και από λιβάνι, και το μούλιαζαν στο νερό. Στη συνέχεια έξυναν αυτά τα ξύλα επάνω σε κοφτερή πέτρα, μέχρι να δημιουργηθεί ένας πηχτός πολτός. Μ’ αυτόν, λοιπόν, τον πολτό έφτιαχναν ένα κατάπλασμα και το άλειφαν στο σώμα και στο πρόσωπό τους.

 

                              Ο πόλεμος για τους Σκύθες

Οι Σκύθες ήταν οι πρώτοι στον ανταρτοπόλεμο. Επίσης, ήταν άριστοι στις ενέδρες, στις γρήγορες επιθέσεις και στην καμένη γη.

Όταν ο Σκύθης πολεμιστής σκότωνε τον πρώτο εχθρό, του ρουφούσε το αίμα. Όσους πάλι σκότωνε στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της μάχης, τους έκοβε τα κεφάλια και τα παρέδιδε στο βασιλιά του Όταν κάποιος πολεμιστής παρέδιδε το κεφάλι του εχθρού, έπαιρνε μερίδιο από τα λάφυρα που θα έπεφταν στα χέρια του. Ακόμη, τα κεφάλια αυτά τα έγδερναν, κόβοντας έναν γύρο στο ύψος των αυτιών και αποσπώντας το επάνω μέρος με το τριχωτό της κεφαλής. Ύστερα, καθάριζαν το δέρμα από τις σάρκες με παγίδι βοδιού και αφού το επεξεργάζονταν για να γίνει μαλακό, το χρησιμοποιούσαν για πετσέτα και το έβαζαν να κρέμεται από τα χαλινάρια του αλόγου τους. Μάλιστα, όποιος είχε τις περισσότερες πετσέτες, αυτός θεωρούταν ως το πρώτο παλικάρι.

Άλλοι πάλι από τα δέρματα των εχθρών έφτιαχναν πανωφόρια, τα οποία φορούσαν. Έραβαν το ένα δέρμα πάνω στο άλλο φτιάχνοντας δηλαδή κάτι σαν κάπα. Πολλοί Σκύθες πολεμιστές έγδερναν το δεξί χέρι του σκοτωμένου εχθρού και έπαιρναν το δέρμα μαζί με τα νύχια του κι ύστερα το έκαναν κάλυμμα της φαρέτρας τους. Υπήρχαν και περιπτώσεις που κάποιοι έγδερναν ολόκληρο το σώμα του εχθρού, και κρατώντας το δέρμα του τεντωμένο σε ξύλα, το ανέμιζαν πέρα δώθε πάνω από το άλογό τους.

 

Οι γυναίκες πολεμούσαν πλάι στους άντρες  στο πεδίο της μάχης, και για αυτό στην μυθολογία, ονομάστηκαν Αμαζόνες.

Ο Σκύθης φιλόσοφος Ανάχαρσις επισκέφθηκε την Αθήνα τον 6ο αιώνα π. Χ. και έγινε διάσημος σοφός. Οι Σκύθες είναι επίσης γνωστοί για τη χρήση αγκυλωτών και δηλητηριωδών βελών πολλών τύπων, τη νομαδική ζωή που επικεντρώνονταν γύρω από τα άλογα – τρέφονταν από το αίμα των αλόγων σύμφωνα με τον Ηρόδοτο

 

 

 

 

 

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση