‘’Πριν από χρόνια αρκετά,
σ’ ένα μέρος μακριά,
ζούσε ένας γενναίος βασιλιάς.
Το όνομά του Έκτορας ο ξακουστός,
των ιπποδάμων Τρώων άνδρας δυνατός.
Γυναίκα του η σεβαστή Ανδρομάχη,
γιός τους, ο Σκάμανδρος, ο θεϊκός,
αστέρας και για τους δύο λαμπερός.
Πόλεμος στην ευτυχέστερη ζωή τους ξεσπά,
κι ο Έκτωρ την ασπίδα παίρνει και κινά,
στον πόλεμο με ορμή να μπει,
η Τροία νικήτρια να βγει.
Μια μέρα λοιπόν, φωτεινή,
στο παλάτι τρεχάτος προχωρεί,
τα νέα γρήγορα να πει,
στην αγαπητή του τη γυνή.
Ύστερα από ώρα αρκετή,
τη νυμφετή του συναντεί,
και της τα εξηγεί όλα με μια φωνή.
«Γυναίκα πα να πολεμήσω,
τους άνδρες μου, θάρρος να γεμίσω,
να μπούμε στη μάχη με ορμή,
η Τροία από τους Αχαιούς να μη χαθεί.
Μα ήρθα πρώτα από’ δω,
το μικρό μου γιο να ξαναδώ,
να τον αποχαιρετίσω,
την καρδιά μου θάρρος να γεμίσω».
«Έκτορα, μη φεύγεις,
στον πόλεμο μη πηγαίνεις,
πως θα ζήσω, αν χαθείς
και το γιο σου δε ξαναδείς;
Μείνε μες τα τείχη τους εχθρούς να πολεμήσεις,
νικητής εσύ να βγεις,
δυνατός και ασφαλής».
«Ανδρομάχη τον φόβο σου κι εγώ τον έχω,
μα δε φοβάμαι στον πόλεμο να πέσω.
Φοβάμαι σκλάβα μη πιαστείς,
και τους Αχαιούς αναγκαστείς να υπηρετείς.
Ξένο υφάδι θα υφαίνεις,
νερό θα κουβαλάς,
και συνέχεια θα πονάς,
για τον άνδρα που έχασες και αγαπάς».
«Έλα εδώ μικρέ μου γιε,
δυνατέ και φωτεινέ,
χαρά και τόλμη να μου δώσεις,
η Τροία να σωθεί,
από τα βέλη του κατακτητή.
Πατέρα Δία δυνατέ,
δωσ’ το μικρό μου το παιδί,
δόξα και τιμή,
δυνατός απ΄τον πόλεμο να φεύγει
κι η μάνα του με χαρά να τον προσμένει».
«Τώρα ήρθ’ η ώρα γοργά στον πόλεμο να φύγω,
τους εχθρούς να απομακρύνω,
από την Ίλιον την ιερή,
που στέκει περήφανη και δυνατή».’’
ΝΑΣΙΑ ΤΣΙΤΣΙΓΑΝΗ