Κείμενα Γ΄Γυμνασίου: Με αφορμή το ποίημα «Όσο μπορείς» του Κ. Καβάφη

Με αφορμή το ποίημα του Καβάφη που συζητήσαμε πρόσφατα με τους μαθητές της Γ΄ τάξης, τα παιδιά πρότειναν στίχους τραγουδιών που εκφράζουν τη δική τους στάση απέναντι στη ζωή.

Ο Κ. Καβάφης στο ποίημά του μας προτρέπει να μην εξευτελίζουμε τη ζωή μας, χάνοντας τον χρόνο μας σε ανούσιες συναναστροφές.

Εμείς ποιο τραγούδι θα επιλέγαμε ως moto ζωής;
Ποιο μας δίνει την πιο πετυχημένη συμβουλή ευτυχίας;
Ποιο μας εκφράζει καλύτερα ως προσωπικότητα;

Επισκεφτείτε το padlet που δημιουργήσαμε και δείτε τις προτάσεις μας:

Padlet με στίχους τραγουδιών

“Όλα τα πήρε το καλοκαίρι” του Οδ. Ελύτη Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄Γυμνασίου

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι (Εργασία μαθητών)

Οι μαθητές της Α΄ Γυμνασίου, παρά τις αντίξοες συνθήκες της φετινής χρονιάς, δημιούργησαν τις δικές τους ποιητικές και εικαστικές δημιουργίες, με αφορμή το γνωστό ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη. Μπορείτε να δείτε το τελικό αποτέλεσμα σε μορφή pdf πατώντας στην εργασία επάνω.

“Τα πάθη της βροχής” της Κ. Δημουλά. Εργασία των μαθητών της Γ΄ Γυμνασίου (2020-2021)

Μια εργασία των μαθητών της Γ΄ τάξης του Γυμνάσιου Δομένικου στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Μια προσπάθεια να καταθέσουν οι μαθητές την εσωτερική τους αντίδραση στη συνάντηση με το κείμενο… και φυσικά μια ευκαιρία να εκφραστούν καλλιτεχνικά, να εικονογραφήσουν το ποίημα με εικόνες που επέλεξαν από το διαδίκτυο, να δημιουργήσουν συννεφόλεξα και καλλιγράμματα και να ολοκληρώσουν την ιστορία, περιγράφοντας την επόμενη μέρα στη ζωή της ποιήτριας. Η μελαγχολία συνεχίζεται ή η ποιήτρια είναι έτοιμη να πάρει ουσιαστικές αποφάσεις για τη ζωή της;

Πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο για να επισκεφτείτε το E-me blogs και να κατεβάσετε το ppt με τις εργασίες των μαθητών.

“Τα πάθη της βροχής” της Κ. Δημουλά

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά

ΑΡΓΥΡΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ – ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

 

 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ  

Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά

 

Νίκος Καζαντζάκης    –    Ένας ταξιδευτής σε τόπους και ιδέες

Με τα λόγια αυτά περιέγραψε το 1950 τον εαυτό του: Με θαρρούν λόγιο, διανοούμενο, γραφιά και δεν είμαι τίποτα απ’ αυτά. Τα δάχτυλά μου, όταν γράφω, δεν μελανώνονται, αιματώνουνται. Θαρρώ δεν είμαι παρά τούτο: μια απροσκύνητη ψυχή.

 

 

Το κείμενο μπορείτε να το βρείτε και στο ψηφιακό σχολείο.

http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-C113/351/2368,9022/

 

 

Γενική περιγραφή περιεχομένου: 

 

Κείμενο : «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1946)

Ενότητα: Κεφάλαιο 8 –  Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ  -Η λογοτεχνία από το 1922 ως το 1945

Περιεχόμενο:Από το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος. Αναφέρεται στη γνωριμία του συγγραφέα με τον ήρωα του βιβλίου του

Τόπος: Ένα καφενείο στο λιμάνι του Πειραιά

Χρόνος: Νωρίς το πρωί πριν την αναχώρηση του συγγραφέα για την Κρήτη

 

 

Πρόσωπα του κειμένου

Αλέξης Ζορμπάς: ένας από τους πιο γνωστούς ήρωες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αγαπά με πάθος τη ζωή και την απολαμβάνει σε όλες τις εκδηλώσεις της. Το σαντούρι είναι ο πιστός του σύντροφος στη χαρά και στη λύπη.

Ο συγγραφέας-αφηγητής Νίκος Καζαντζάκης: άνθρωπος των γραμμάτων και της θεωρίας

 

 

Τι θα λέγατε να κάνετε μια βόλτα στους παρακάτω ιστότοπους, αφού διαβάσετε το κείμενο;

 

  • Η ζωή και το έργο

https://www.kazantzaki.gr/gr/life-and-work

 

 

  • Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά

http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-C113/351/2368,9022/

 

 

  • Νίκος Καζαντζάκης

https://www.historical-museum.gr/webapps/kazantzakis/

 

 

  • Η ζωή του

http://www.historical-museum.gr/webapps/kazantzakis-pages/gr/life/chronology-det.php

 

 

  • Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ — Αρχείο ΕΡΤ

https://www.youtube.com/watch?v=P6lVOWu8jNw

 

 

  • ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/literature_history/search.html?details=49

 

 

 

Να ρίξω μια ματιά τι λέει παρακάτω;

 

Νίκος Καζαντζάκης     –      ‘Ενας ταξιδευτής σε τόπους και ιδέες

Με τα λόγια αυτά περιέγραψε το 1950 τον εαυτό του: Με θαρρούν λόγιο, διανοούμενο, γραφιά και δεν είμαι τίποτα απ’ αυτά. Τα δάχτυλά μου, όταν γράφω, δεν μελανώνονται, αιματώνουνται. Θαρρώ δεν είμαι παρά τούτο: μια απροσκύνητη ψυχή.

 

 

Η ζωή και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη.

1. Μέσα στα περιορισμένα όρια μιας ιστορίας της λογοτεχνίας δεν είναι εύκολο να περιγράψει κανείς και να αποτιμήσει το τεράστιο σε όγκο αλλά και σε ευρύτητα έργο του Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957). Συνομήλικος με το Σικελιανό(με τον οποίο άλλοτε συνδέονται αδερφικά και άλλοτε χωρίζουν γιατί δεν μπορούν να ταιριάσουν) και με το Βάρναλη, είναι και εντελώς ξεχωριστός και ιδιόρρυθμος· το έργο του δύσκολα εντάσσεται στη ροή που επιτελεί η νεοελληνική λογοτεχνία, στην ποίηση ή στην πεζογραφία, στα χρόνια της δράσης του. Πνεύμα ανήσυχο άλλωστε καθώς ήταν και διψασμένος για την κάθε είδους γνώση, ο Καζαντζάκης όχι μόνο ταξιδεύει πολύ, αλλά και εγκαθίσταται κατά περιόδους μονιμότερα στο εξωτερικό (στη Γαλλία, τη Γερμανία ή τη Ρωσία) και σαν να ξεκόβει έτσι θεληματικά από τη νεοελληνική σύγχρονή του πραγματικότητα.

 

Την πρώτη του ουσιαστική εμφάνιση στα γράμματα την κάνει ο Καζαντζάκης προς τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας, ύστερα από τις σπουδές του στο Παρίσι. Μια τραγωδία του, Ο Πρωτομάστορας, είναι βασισμένη στο δημοτικό τραγούδι του Γεφυριού της Άρτας, με έκδηλα όμως και στοιχεία αισθητισμού. Γράφει επίσης και μια επιστημονική μελέτη για τον Νίτσε. Η επίδραση του Νίτσε είναι άλλωστε φανερή και στην τραγωδία και θα μείνει μόνιμη σε όλο το έργο του, φανερή είτε στο στοιχείο της απιστίας, είτε στη σύλληψη του υπερανθρώπου. […]

 

Αλλά ο νους του Καζαντζάκη, και από τα νεανικά ακόμη αυτά χρόνια, είναι ανήσυχος, η ψυχή του βασανίζεται από αγωνίες και από προβλήματα θεμελιακά — μια αγωνία μεταφυσική (ή υπαρξιακή), όπως θα τη χαρακτηρίσουν οι βιογράφοι του. Αναζητεί τη λύτρωση στη γνώση, στα ταξίδια, στην επαφή με τους ανθρώπους, σε κάθε λογής εμπειρίες. Ανησυχίες θρησκευτικές τυραννούν επίσης τον άπιστο αυτόν νιτσεϊστή· ιδιαίτερα η μορφή του Χριστού («αυτή η ένωση η τόσο μυστηριώδης και τόσο πραγματική του ανθρώπου και του Θεού», όπως γράφει σ’ ένα του γράμμα) τον παρακολουθεί σαν έμμονη ιδέα από τα νεανικά ως τα τελευταία του χρόνια. […]

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 269-271.

 

 

2. Εκείνο που είναι πιο αποφασιστικό στα τελευταία του χρόνια είναι η στροφή του προς το μυθιστόρημα, ένα είδος με το οποίο δεν είχε καθόλου ως τότε καταπιαστεί, τουλάχιστο στη γλώσσα του. Κίνητρο για τη στροφή του αυτή ήταν η επιθυμία του να επικοινωνήσει με το πλατύτερο κοινό, κάτι που το είχε ως τότε στερηθεί. Και η φιλολογική του διαίσθηση του έδειχνε πως η κατάλληλη μορφή γι’ αυτό, ήταν το μυθιστόρημα. […]

Το πρώτο του μυθιστόρημα είναι ο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946). Ο Καζαντζάκης μυθοποιεί εδώ ένα πραγματικό πρόσωπο, έναν λαϊκό πρωτόγονο τύπο από τη Μακεδονία, με τον οποίο μάλιστα συνεργάστηκε σε μια περίεργη επιχείρηση μεταλλείων στα 1916-17 στη Μάνη. Η δράση μετατίθεται από το συγγραφέα στην Κρήτη, αλλά η κεντρική μορφή που κυριαρχεί στο μυθιστόρημα είναι η ξεχειλισμένη ζωική ορμή του πρωτόγονου αυτού, μη κοινωνικού ανθρώπου, που ο στοχαστής και πολιτισμένος Καζαντζάκης τον βλέπει στην απέναντι όχθη με κάποια ζήλεια. Είναι σίγουρα ένας από τους πιο αληθινούς μυθιστορηματικούς τύπους του Καζαντζάκη, όπως άλλωστε ολόκληρο το πρώτο του μυθιστόρημα είναι ασφαλώς και το καλύτερό του. Στα υπόλοιπα ο Καζαντζάκης θέτει προβλήματα ηθικά και μεταφυσικά, πράγμα που πολλές φορές θολώνει την καθαρή λογοτεχνική προσφορά, καθώς μάλιστα ο ίδιος δε δίνει και πολλή σημασία στη λογοτεχνική επεξεργασία· σε κάποιο γράμμα του λέει με κάποια υπερβολή πως δεν έχει καμία σχέση με τη λεγόμενη λογοτεχνία και πως μεταχειρίζεται τα ίδια μέσα, τις λέξεις, μα εντελώς για άλλο σκοπό.

 Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 276-277.

 

 

3. …] η θεμελιώδης διπολική αντίθεση που διέπει την οργάνωση όλου του κειμένου του συγκεκριμένου μυθιστορήματος […] είναι η αντίθεση μεταξύ του πρωτοπρόσωπου Αφηγητή, του «χαρτοπόντικα» και «καλαμαρά», και του Ζορμπά, του «ανθρώπου του λαού». […]

[…] ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι το μυθιστόρημα Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά έχει ως θέμα το πώς ένας νέος διανοούμενος, ο οποίος περιφρονεί τις χαρές της ζωής, μαθαίνει από έναν ηλικιωμένο άνθρωπο του λαού να τις εκτιμά. […]

Το κύριο ερώτημα σε αυτό το σημείο είναι: όταν τελειώσουμε την ανάγνωση του μυθιστορήματος, έχουμε αντιληφθεί ότι ο Αφηγητής έχει πάψει να ζει με το μυαλό και έχει μεταβληθεί σε έναν άνθρωπο που απολαμβάνει πλήρως με τις αισθήσεις του τις χαρές της ζωής ή που τα ένστικτά του έχουν ξεπεράσει την καταπίεσή τους και τον παρωθούν σε μια παθιασμένη ζωτικότητα; Η απάντηση στο ερώτημα είναι «όχι»: στο τέλος του βιβλίου, αντί ο Αφηγητής να παρουσιάζεται ως ένας άνθρωπος που έχει διδαχθεί να ζει έντονα τη ζωή με τις αισθήσεις του, περιγράφεται ως κάποιος που γράφει ένα βιβλίο.

 Σ.Ν. Φιλιππίδης, «Ο λόγος του πατρός και ο λόγος του υιού. Αυθεντική ζωή και αυθεντικός λόγος στο μυθιστόρημα Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη». Αμφισημίες. Μελετήματα για τον αφηγηματικό λόγο έξι Νεοελλήνων συγγραφέων, Ίνδικτος, Αθήναι 2005, 158 & 159-160.

 

 

4. […] Δεν έχει, από όσο μπορώ να ελέγξω, μέχρι τώρα επισημανθεί ότι οι πρώτες φράσεις του: «Τον πρωτογνώρισα στον Πειραιά. Είχα κατέβει στο λιμάνι…», αποτελούν πιστή αντανάκλαση της περίφημης εισαγωγικής πρότασης από την Πολιτείατου Πλάτωνα: «Κατέβην χθες εις Πειραιά…». Από τη στιγμή που αυτή η ομοιότητα διαπιστωθεί, γίνεται πλέον σαφές γιατί ο Καζαντζάκης απέρριψε τον αρχικό τίτλο του βιβλίου, που ήταν Το συναξάρι του Ζορμπά, για χάρη ενός τίτλου που θα περιλάμβανε στοιχεία από τη ζωή του αγίου (Βίος και πολιτεία), αλλά και τη λέξη πολιτεία, την οποία χρησιμοποίησε ο Πλάτωνας για να περιγράψει το ιδανικό του κράτος. Ο πλατωνικός φιλοσοφικός διάλογος ξεκινάει, κατά το συνήθη τρόπο, με μια ρεαλιστική περιγραφή της καθημερινής τάχα ζωής. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο Καζαντζάκης, χρησιμοποιώντας ακόμη και τις ίδιες λέξεις με τον Πλάτωνα, ξεκίνησε μιαν αφήγηση, ολόκληρο το μυθιστόρημα δηλαδή, που προβάλλεται ως το σύγχρονο αντίστοιχο ενός πλατωνικού διαλόγου. Έχοντας αυτό υπόψη, κατανοούνται και δικαιολογούνται οι ατελείωτες συζητήσεις του Ζορμπά με το ‘αφεντικό’ του-αφηγητή, σχετικά με σοβαρότατα θέματα. Το μυθιστόρημα, εκτός από σύγχρονο συναξάρι είναι και ένας σύγχρονος πλατωνικός διάλογος. […]

 Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996, 232.

 

 

Παρουσίαση  (ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ)

«Πολλές φορές πεθύμησα να γράψω τον βίο και την πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, ενός γέρου εργάτη που πολύ αγάπησα. […] Αν ήταν στον κόσμο όλο σήμερα να διάλεγα έναν ψυχικό οδηγό, σίγουρα θα διάλεγα τον Ζορμπά. Γιατί αυτός είχε ό,τι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί: την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψηλάθε σαϊτευτά τη θροφή της. Τη δημιουργική, κάθε πρωί ανανεούμενη, αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί. Τη σγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παλικαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σαν να ‘χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζουνταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά. Ανατινάζουνταν και μπορούσε να γκρεμίσει, και γκρέμιζε, όλους τους φράχτες -ηθική, θρησκεία, πατρίδα- που ασκούσε γύρα του ο κακομοίρης ο φοβητσιάρης ο άνθρωπος για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα τη ζωούλα». (Απόσπασμα από τον πρόλογο της έκδοσης)

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ Τι έπαιξα στο Λαύριο

ΑΡΓΥΡΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ   –  ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ  

Τι έπαιξα στο Λαύριο 

Σ Τ Ο Χ Ο Ι

 

Να γνωρίσουν οι μαθητές ένα τραγούδι με σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό. Να σχολιάσουν το περιεχόμενό του αλλά και τη σχέση του καλλιτέχνη με το κοινό του.

 

Θ Ε Μ Α Τ Ι Κ Α     Κ Ε Ν Τ Ρ Α

 Η υποβαθμισμένη περιοχή του Λαυρίου

Η ευθύνη του καλλιτέχνη απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα

Η αμήχανη σιωπή του τραγουδοποιού

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ     ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ    ΠΡΟΣΕΓΙΣH (ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ)

 Το κείμενο αυτό αναδεικνύει άμεσα τους εκπαιδευτικούς στόχους τόσο της απολαυστικής διδασκαλίας στο μάθημα της λογοτεχνίας όσο και της κοινωνικής ευαισθητοποίησης και συναισθηματικής συμμετοχής των μαθητών. Επιλέγοντας να μην ονομάσει ούτε να αναφερθεί ειδικά στα διάφορα προβλήματα που θίγει, το τραγούδι του Σαββόπουλου προσφέρεται για ελεύθερη πραγμάτευση και ενεργοποίηση των μαθητών, οι οποίοι προσδοκούμε ό τι, ξεκινώντας από τη διαθεματική δραστηριότητα, θα εντοπίσουν εύκολα τόσο τα προβλήματα των κατοίκων του Λαυρίου (υποβαθμισμένη πόλη, αυξημένη ανεργία κ.ά.) όσο και την αμήχανη σιωπή, αλλά και το αίσθημα κοινωνικής συνενοχής που εκφράζει ο Σαββόπουλος.

Μπορεί επίσης να σχολιαστεί ο διαφορετικός τρόπος που αντιλαμβάνονται ή αντιμετωπίζουν τα προβλήματα τα παιδιά και οι μεγάλοι. Ο φόβος που νιώθουν οι μεγάλοι εξαιτίας της επίγνωσης των προβλημάτων είναι ορατός, αλλά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί πλήρως μπροστά στα ερευνητικά βλέμματα των παιδιών. Οι μεγάλοι αισθάνονται ότι ζουν «μέσα σε ένα όνειρο που τρίζει», νιώθουν δηλαδή να τους βαραίνει τόσο το συλλογικό αίσθημα ανασφάλειας όσο και οι προσωπικές τους ευθύνες απέναντι στους νεότερους που εξαρτώνται από αυτούς και, με την ύπαρξή τους, ορίζουν το χρόνο δικαιώνοντας το βαθύτερο νόημα της ζωής («ο χρόνος ο αληθινός»).

 

ΕΡΓΑΣΙΕΣ

Α) Δείτε το κείμενο και στο ψηφιακό βιβλίο – αξιοποιείστε τις υπερσυνδέσεις.

Β) Δείτε και τα παράλληλα κείμενα που ακολουθούν και συσχετίστε τα με το κείμενο βιβλίου .

http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL105/229/1694,5431/

Γ) Ακούστε το τραγούδι

https://www.youtube.com/watch?v=iXWVoWpE01Q

Δ) Τι θα θέλατε εσείς να πει ο ομιλητής στα παιδιά και στους μεγάλους; Γράψτε εσείς αυτά που δε λέει ο Σαββόπουλος, δίνοντας μια εξήγηση για την αμήχανη σιωπή του. Απαντήστε σε ένα κείμενο word.

 

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

1.Ιάκωβου Καμπανέλλη, «Δόξα τω Θεώ»

Απ’ το πρωί μες στη βροχή
και μέσα στο λιοπύρι
για μια μπουκιά κι ένα ποτήρι
και δόξα τω Θεώ

Παράθυρο για τ’ όνειρο
κι αυλή για το σεργιάνι
ο ίσκιος σου να μη σε φτάνει
και δόξα τω Θεώ

Πέτρα στην πέτρα ολημερίς
χτίζω και δεν σε φτάνω
ήλιε μου πόσο είσαι πάνω
και δόξα τω Θεώ

[πηγή: «Δόξα τω Θεώ», στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης, μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, από το δίσκο Η γειτονιά των αγγέλων (MINOS-EMI, 1963)]

 

  1. Κώστας Βάρναλης – Οι μοιραίοι

Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,

μες σε καπνούς και σε βρισιές,

(απάνου εστρίγγλιζε η λατέρνα)

όλη η παρέα πίναμε εψές,

εψές, σαν όλα τα βραδάκια,

να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

 

Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο

και κάπου εφτυούσε καταγής,

ω! πόσο βάσανο μεγάλο

το βάσανο είναι της ζωής!

Όσο κι ο νους αν τυραννιέται

άσπρην ημέρα δε θυμιέται!

 

(Ήλιε και θάλασσα γαλάζα

και βάθος του άσωτου ουρανού,

ω! της αυγής κροκάτη γάζα

γαρούφαλλα του δειλινού,

λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,

χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)          

 

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα

παράλυτος – ίδιο στοιχειό

του άλλου κοντόμερη η γυναίκα

στο σπίτι λιώνει από χτικιό,

στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη

κ’ η κόρη του γιαβή στο Γκάζι.             

 

-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!

-Φταίει ο θεός που μας μισεί!

-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!

-Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!

“ποιος φταίει; Ποιος φταίει;… κανένα στόμα

δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.

 

Έτσι, στην σκοτεινή ταβέρνα

πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,

σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα

όπου μας εύρει, μας πατεί:

δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!

προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

 

 

3. Τάσου Λειβαδίτη, «Δραπετσώνα»

Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά

Το ‘δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός

Κι όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά-
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

[πηγή: «Δραπετσώνα», στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης, μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, από το δίσκο Πολιτεία Α’ (1964), Columbia (1964)]

 

ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CF%81%CE%B1%CF%80%CE%B5%CF%84%CF%83%CF%8E%CE%BD%CE%B1

http://mlp-blo-g-spot.blogspot.gr/2013/11/MaxhParagkas.html

Η περιοχή αυτή κατοικήθηκε κυρίως από Μικρασιάτες που διέμεναν σε ξύλινες παράγκες. Στα προσεχή έτη ανθούν τα μπουζουκτζίδικα που συγκεντρώνουν τους μάγκες του Πειραιά καθώς και το ρεμπέτικο τραγούδι, ενώ στα Βούρλα αργότερα λειτουργούν οίκοι ανοχής. Πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο δικτάτωρ Ιωάννης Μεταξάς επιχείρησε ανεπιτυχώς να μετονομάσει την συνοικία της Δραπετσώνας σε “Συνοικισμό της 4ης Αυγούστου”. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι μετακατοχικές κυβερνήσεις επιχείρησαν να “αναμορφώσουν” την παραγκούπολη της Δραπετσώνας προχωρώντας στην ανέγερση προσφυγικών πολυκατοικιών, αποσκοπώντας ταυτόχρονα και στην εξασθένηση των “αριστερών” τάσεων της εν λόγω εργατικής συνοικίας. Ότι βέβαια δεν κατάφεραν οι κυβερνήσεις προ της επταετίας, το επέβαλε η δικτατορία των συνταγματαρχών μετά το 1967, οπότε και εκτάσεις απαλλοτριώθηκαν υπέρ του κράτους και οι παράγκες γκρεμίστηκαν. Το 1968 αρχίζει η ανέγερση μεγάλων οικοδομικών συγκροτημάτων εργατικών κατοικιών για τη στέγαση αυτών, όπου και δύο χρόνια μετά ο τότε δήμαρχος του Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης απομάκρυνε και τις τελευταίες παράγκες από την περιοχή δυτικά του λιμένα απελευθερώνοντας τον αρχαιολογικό χώρο της Ηετιωνείας.

Από τον 19ο αιώνα η Δραπετσώνα γίνεται από τα πιο βασικά τοπόσημα στην ευρύτερη βιομηχανική ζώνη του Πειραιά. Πλήθος κεφαλαίων και επενδύσεων εισρέουν στην περιοχή. Τα Ναυπηγεία Βασιλειάδη (1898-1912) ήταν η πρώτη μεγάλη λιμενική εγκατάσταση. Ακολούθησαν τα Λιπάσματα, το Βυρσοδεψείο, η ΑΓΕΤ Ηρακλής, το Γυψάδικο και οι πιο πρόσφατες εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών εταιρειών (SHELL, BP, MOBIL).

 

 

 

  1. ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ         Στο παιδί μου  

Το ποίημα εντάσσεται στην ποιητική συλλογή O στόχος, η οποία πρωτοεμφανίστηκε το 1970 στη συλλογική έκδοση Δεκαοχτώ κείμενα, μια σημαντική αντιδικτατορική κατάθεση κορυφαίων πνευματικών ανθρώπων. O ποιητής υποστηρίζει τη συγκεκριμένη και κυριολεκτική αναφορά στην πραγματικότητα αντί της ωραιοποιημένης εκδοχής που παρουσιάζουν τα «παραμύθια».

Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο

Μα στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Oνόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.

Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.

Μ. Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα, Πλειάς

 

 

5. Μανόλης Αναγνωστάκης Θεσσαλονίκη,

  1. Μέρες του 1969 μ.Χ. 

     

    Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ο Στόχος (1970). Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που η έκδοσή τους αποτέλεσε την πρώτη πράξη ομαδικής δημόσιας αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας. Είναι ποίημα πολιτικό, όπως εξάλλου και πολλά άλλα ποιήματα του Αναγνωστάκη, και απηχεί την πολιτική και κοινωνική κατάσταση από τη μετακατοχική περίοδο και τη στρατιωτική δικτατορία.

     

    Στην οδό Αιγύπτου — πρώτη πάροδος δεξιά1 —

    Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών

    Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.

    Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίζουνε από

    τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.

     

    Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε

    Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,

    Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε

    Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,

    Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες

     

    Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα

    οι ίδιοι στα παιδιά τους

    Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα

    Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών

    των παιδιών τους.

    Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται

    η Τράπεζα Συναλλαγών

    — εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται —

    Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως

    — εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν—

     

    Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής 2

    Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,

    τις ωραίες εκκλησιές

     

    Η Ελλάς των Ελλήνων 3.

     

    1. Ο στίχος βρίσκεται και στο ποίημα Πόλεμος, που γράφτηκε το 1941 (όταν ο ποιητής ήταν μόλις 16 ετών): «Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε απ’ ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα».  
    2. Ο Γιώργος Σεφέρης.
    3. Υπαινίσσεται το σύνθημα της στρατιωτικής δικτατορίας: Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών.

.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΜΑΣ

Μερικές καλοκαιρινές προτάσεις βιβλίων για τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Ανάλαφρα ή διδακτικά, με χιουμοριστική διάθεση ή και βαθύτερα μηνύματα, τα βιβλία αυτά συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον των μαθητών τη φετινή σχολική χρονιά.

1. «Μια μπουνιά και ένα φιλάκι» της Αργυρώς Κοκορέλη

Ο Νίκος και η Ρένα είναι δύο αγαπημένα ξαδέρφια που ζουν σε διαφορετικές πόλεις. Εκείνο το καλοκαίρι κάνουν μαζί διακοπές στο βουνό. Ο Νίκος είναι ο αρχηγός της παρέας που έχει ανοίξει πόλεμο με τα παιδιά του διπλανού χωριού. Η Λαλίλα, μια όμορφη κοπέλα, γίνεται η “πέτρα του σκανδάλου”, δημιουργώντας προβλήματα στην παρέα κι ανάμεσα στα δύο ξαδέρφια. Θα μπορέσουν στο τέλος να επικρατήσουν η αγάπη και η φιλία;

2. «Τα κορίτσια μεγάλωσαν πια» της Ελένης Μπεντίλλα- Κακαράτσιου
Συμμαθήτριες και φίλες αχώριστες, η Πέπη και η Ρόη αποφοίτησαν κι ονειρεύτηκαν ένα μακρινό ταξίδι. Μόνες τους μ’ ένα σάκο στην πλάτη, ελεύθερες από τις απαγορεύσεις γονιών και δασκάλων. Η Πέπη βρίσκει ένα διαφημιστικό φυλλάδιο, φωνάζει τη Ρόη, κλείνονται στο δωμάτιό της και καταστρώνουν σχέδια. Σε λίγο μια αξέχαστη περιπέτεια αρχίζει.
3. «Το καπλάνι της βιτρίνας» της Άλκης Ζέη

Δυο μικρές αδερφές, η Μέλια και η Μυρτώ, που ζουν σ’ ένα νησί του Αιγαίου το 1936, ακούνε τον παππού τους να τους μιλάει ώρες ατέλειωτες για τους “αρχαίους” του, ανυπομονούν να ανταμώσουν με τους φίλους και τις φίλες τους το καλοκαίρι, μα πάνω απ’ όλα τρελαίνονται με τις μαγικές ιστορίες του καπλανιού που τους διηγείται ο ξάδερφός τους ο Νίκος, φοιτητής από την Αθήνα.
Το καπλάνι -όπως το λένε στο νησί-, είναι ένας βαλσαμωμένος τίγρης, που βρίσκεται κλειδωμένο μέσα στη βιτρίνα της μεγάλης σάλας του σπιτιού. Τι συμβαίνει μια ζεστή μέρα του Αυγούστου που αναστατώνει τη ζωή των κοριτσιών και των δικών τους; Ποιος θέλει να βλάψει το καπλάνι;

4. «Η μωβ ομπρέλα» της Άλκης Ζέη
Λίγο πριν από τον πόλεμο του 1940, κάπου στο Μαρούσι, ζει με τους γονείς της η Ελευθερία, ένα δεκάχρονο κορίτσι μαζί με τα δίδυμα αδέλφια της. Απεχθάνεται το νοικοκυριό και τις “γυναικείες” δουλειές, ενώ τρελαίνεται για ό,τι δεν εγκρίνει ο πατέρας της: διαβάζει με μανία βιβλία, ανυπομονεί να δει θέατρο, ρίχνει κλεφτές ματιές στην εφημερίδα, εύχεται κάποτε να μοιάσει στην Αντιγόνη του Σοφοκλή.
Στο πάνω πάτωμα του σπιτιού τους ο κύριος Μαρσέλ με τον ανιψιό του, τον Μπενουά, ο οποίος γίνεται αχώριστος φίλος των παιδιών. Όλοι μαζί σκαρφίζονται χίλιες δυο μαγικές ιστορίες. Και πόσα ακόμα θα σκέφτονταν να κάνουν, εάν δεν τους εμπόδιζαν οι μεγάλοι…
5. «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα
Τα γεγονότα της ιστορίας συμβαίνουν σε μια φανταστική χώρα, που ονομάζεται «Χώρα των Μοιρολάτρων» (ο τόνος στο «-λά-»). Βασιλιάς της χώρας αυτής είναι ο Αστόχαστος και βασίλισσα η Παλάβω. Ο γιος τους ονομάζεται Συνετός και οι κόρες τους Ζήλιω, Πικρόχολη και Ειρηνούλα. Η ιστορία αρχίζει όταν ο Αστόχαστος έχει οδηγήσει τη χώρα του στην απόλυτη κατάρρευση και στην οικονομική χρεοκοπία, ενώ οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να εγκαταλείπουν τον τόπο τους. Το κράτος επιβιώνει μόνο χάρη στην οικονομική βοήθεια από τα γειτονικά βασίλεια, μέχρι που μια ημέρα, αντί για την επόμενη «δόση» της οικονομικής βοήθειας, φθάνει ένα καλάθι που περιέχει μία γαϊδουροκεφαλή…Υπάρχει τελικά σωτηρία για την χώρα των Μοιρολάτρων;
Θα επανέλθουμε με νέες προτάσεις βιβλίων για τα μεγαλύτερα παιδιά του σχολείου μας. Καλό καλοκαίρι!

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι (Οδ. Ελύτης): Εικαστική απόδοση του μελοποιημένου ποιήματος

Για το βίντεο με τις ζωγραφιές των μαθητών της Α΄Γυμνασίου, δείτε εδώ.

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

Β΄ Γυμνασίου

Εργασία δημιουργικής γραφής με αφορμή το δημοτικό τραγούδι «Ξενιτεμένο μου πουλί»

Ξενιτεμένο μου πουλί

Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ ‘χω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Μήλο αν σου στείλω σέπεται, τριαντάφυλλο μαδιέται,
σταφύλι ξερωγιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζει.
Να στείλω με τα δάκρυά μου μαντίλι μουσκεμένο,
τα δάκρυά μου είναι καυτερά, και καίνε το μαντίλι.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;

Σηκώνομαι τη χαραυγή, γιατί ύπνο δεν ευρίσκω,
ανοίγω το παράθυρο, κοιτάζω τους διαβάτες,
κοιτάζω τις γειτόνισσες και τις καλοτυχίζω,
πώς ταχταρίζουν τα μικρά και τα γλυκοβυζαίνουν.
Με παίρνει το παράπονο, το παραθύρι αφήνω,
και μπαίνω μέσα, κάθομαι, και μαύρα δάκρυα χύνω.

Ν.Γ. Πολίτη, Δημοτικά τραγούδια

Μετά την ολοκλήρωση της διδασκαλίας του παραπάνω δημοτικού τραγουδιού και τη συζήτηση που έγινε γύρω από το θέμα της μετανάστευσης διαχρονικά, με αρκετές αναφορές στο σήμερα, προτάθηκε στους μαθητές να γράψουν μια δική τους εκδοχή του τραγουδιού, αυτή τη φορά από την πλευρά του άνδρα ξενιτεμένου. Έπρεπε να προσπαθήσουν να εκφράσουν τα συναισθήματα του άνδρα που του λείπει η γυναικεία παρουσία, διατηρώντας το μέτρο του δημοτικού τραγουδιού, όσο αυτό ήταν δυνατό.

Όλα τα παιδιά της τάξης έδειξαν ενδιαφέρον και  επιστράτευσαν την έμπνευσή τους για να δώσουν παραλλαγές του τραγουδιού.  Παρακάτω παραθέτουμε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες προσπάθειες:

Αγαπημένο μου πουλί, σε σκέφτομαι συνέχεια,

η ξενιτιά με  χαίρεται και εγώ έχω τον καημό σου.

Θέλω να δω τα μάτια σου, τ’ όμορφο πρόσωπό σου,

μου λείπουν τα λογάκια σου, που είναι σαν το μέλι.

Τι να σου στείλω , όμορφη, που είσαι μακριά μου

και  η μεγάλη απόσταση ραγίζει την καρδιά μου;

Σηκώνομαι τη χαραυγή και βλέπω ζευγαράκια

και αμέσως η εικόνα σου γεμίζει την καρδιά μου.

Αγαπημένη μου καλή,  θέλω να ‘σαι μαζί μου,

για να γεμίζεις με χαρά την άσχημη ζωή μου,

να πάψει η απουσία σου δάκρυα να μου δίνει.

(Μαργαρίτα Τόλιου- διασκευή)

Αγαπημένη μου γυναίκα, πού είσαι και τι κάνεις;

Εγώ είμαι πια στην ξενιτιά, μου λείπει η αγκαλιά σου…

Θέλω να στείλω  ένα φιλί, μα μάλλον δε σε φτάνει,

φαίνεται έχω πάει μακριά, χωρίς να το έχω καταλάβει.

Ξυπνώ πρωί κι αναζητώ ένα ποτήρι γάλα,

βρίσκω στο σπίτι μοναχά μια άδεια καραβάνα.

Θρηνώ την απουσία σου κάθε νύχτα και μέρα,

ξεσπώ συχνά σε κλάματα, σκέφτομαι τη ζωή μας

είναι άδικη η μοίρα μας, αγάπη μου, η δική μας!

( Ζωή Σγουραλή- διασκευή)

Αγαπημένο μου πουλί και παραπονεμένο,

η ξενιτιά με χαίρεται κι εγώ έχω τον καημό σου.

Τι να σου στείλω, κόρη μου, τι να σου προβοδίσω;

Αν στείλω εγώ κοσμήματα, ποτέ τους δε θα φτάσουν,

αν στείλω τριαντάφυλλα, σίγουρα θα μαδήσουν.

Τι να σου στείλω κόρη μου, τι να σου προβοδίσω;

Σηκώνομαι τη χαραυγή, γιατί ύπνο δεν ευρίσκω,

κοιτάζω τη ντουλάπα μου, τα ρούχα σου που λείπουν,

ξεχνιέμαι στο παράθυρο και βλέπω τα μυρμήγκια

πώς ετοιμάζονται κι αυτά για να έρθει ο χειμώνας

Κοιτάζω τους γειτόνους μου, τους βλέπω ευτυχισμένους

και μου μαραίνεται η καρδιά για να σε συναντήσω.

(Θοδωρής Πατσιτός- διασκευή)

Τμήμα Β΄2, σχολικό έτος 2012-13

Υπεύθυνη καθηγήτρια: Ντανίκα Αναστασία, φιλόλογος

Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων