Αρχική » Ψηφιακή Βιβλιοθήκη » Μαθήματα » Φιλολογικά » Νεοελληνική Λογοτεχνία

Αρχείο κατηγορίας Νεοελληνική Λογοτεχνία

Βρείτε μας στο facebook

alternet text

Translate

Τι ώρα είναι;

Αρχείο δημοσιεύσεων

European Radio Logo

Ελάτε να μάθουμε Ιστορία !

maria

« Αγώνας ανάγνωσης διηγημάτων»

με θέμα τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτόν.

Ελληνο-ιταλικός Πόλεμος στα βουνά της Αλβανίας, υποχώρηση του Ελληνικού στρατού μετά την επίθεση της Γερμανίας, Μάχη της Κρήτης, Αντίσταση- Ο αγώνας στα βουνά και η δημιουργία του ελεύθερου κράτους των βουνών, Αντίσταση – Ο αγώνας στις πόλεις  – Τα αντίποινα των κατακτητών – Η Απελευθέρωση.

Τι ξέρουμε για όλα αυτά; Τι μπορεί να μας διδάξει η Λογοτεχνία;

Η παρακάτω συλλογή διηγημάτων και αποσπασμάτων από μυθιστορήματα μπορεί να σας βοηθήσει να γνωρίσετε αυτήν την τόσο τραγική αλλά και συνάμα τόσο ηρωική  περίοδο της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας.

Διαβάστε τα μόνοι σας ή με τους φίλους σας ή με την οικογένειά σας.

Διαβάστε τα στον καναπέ του σαλονιού σας ή ξαπλωμένοι στο κρεβάτι σας.

Ζητείστε από τους γονείς σας ή και τους παππούδες σας να σας κάνουν συντροφιά ή καλύτερα διαβάστε τους φωναχτά τα διηγήματα και θα … διαπιστώσετε ότι θα σας πουν πολύ περισσότερα από όσα γράφουν τα διηγήματα.

Διαβάστε τα ένα ένα και όχι όλα μαζί, κατά προτίμηση ένα την ημέρα. Αν ξεκινήσετε αμέσως, ως την 28η Οκτωβρίου θα έχετε προλάβει να τα τελειώσετε!

Μη διστάσετε να συμμετάσχετε σε αυτό το… ράλλυ ανάγνωσης. Στο τέλος…. σας περιμένει μια έκπληξη !!!

Γυμνάσιο Αρκαλοχωρίου

 

…μαθαίνοντας την Ιστορία μέσα από τη Λογοτεχνία

 

Η ιστορία του

Β Παγκοσμίου Πολέμου 

μέσα από

διηγήματα και

αποσπάσματα μυθιστορημάτων

 

 

  • Ελληνο-ιταλικός Πόλεμος
  • Οπισθοχώρηση από το αλβανικό μέτωπο
  • Μάχη της Κρήτης
  • Πείνα του χειμώνα 1941-42
  • Αντίσταση στα βουνά
  • Αντίσταση στις πόλεις
  • Αντίποινα των κατακτητών
  • Απ0ελευθέρωση

 

  • ελάχιστος φόρος τιμής για όσους αγωνίστηκαν για την ελευθερία
  • για να μαθαίνουν οι νεότεροι

 

Επιλογή κειμένων: Μαρία Χαραλαμπάκη, φιλόλογος

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Α. Ελληνο-ιταλικός πόλεμος : η κήρυξη του πολέμου και η αναχώρηση για το μέτωπο.

– Η κραυγή του τόπου, Λουκής Ακρίτας………………………………………σελ 3

-Γράμμα Έλληνα φαντάρου από το αλβανικό μέτωπο, Γ Ψιλλάκης…….σελ 6

Β. Οπισθοχώρηση από το αλβανικό μέτωπο.

– Θα ‘ρθει η ώρα, Άγγελος Βλάχος. …………………………………………… σελ 8

Γ. Μάχη της Κρήτης

-Άξιος γιος, Αργυρώ Κοκοβλή………………………………………………… σελ 10

Δ. Κατοχή, πείνα του χειμώνα του 41-42.

-Η Ελενίτσα, Λιλίκα Νάκου…………………………………………………….σελ 14

Ε. Αντίσταση, ο αγώνας στα βουνά. Το ελεύθερο κράτος των βουνών.

-Είμαστε πλέον αντάρτες, Ανώνυμος…………………………………………σελ 24

-Το υστερόγραφο της δόξας, Γιάννης Ρίτσος…………………………………σελ 28

-Το κελάηδημα της τσίχλας, Κώστας Βάρναλης…………………………….σελ 30

Στ. Αντίσταση, ο αγώνας στις πόλεις.

-Οι πιτσιρίκοι, Δημήτρης Ψαθάς. …………………………………………….σελ 32

Ζ. Αντίποινα

-Το μπλόκο, Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής……………………………………σελ 36

– Η μάνα του καλοκαιριού, Βασίλης Λιόγκαρης…………………………….σελ 42

Η. Απελευθέρωση

-Αόρατη πομπή, Σοφία Μαυροειδή –Παπαδάκη……………………………σελ 43

 

Α. Ελληνο –Ιταλικός πόλεμος: η κήρυξη του πολέμου κ η αναχώρηση για το Μέτωπο

Η   κ ρ α υ γ ή   τ ο υ   τ ό π ο υ

  Λουκής Ακρίτας

Αφού τέλειωσε η δοξολογία στη Μητρόπολη, με τη συνηθισμένη τυπική μεγαλοπρέπεια, ένα λαϊκό ξεφρένιασμα πλημμύρισε τη μεγάλη πλατεία, ξεσηκώνοντας ολούθε μια σύσμικτη βοή. Φαντάροι και λαός, δουλευτάδες και χωριάτες, που κατέβηκαν στην πολιτεία, σπρώχνονταν, σ’ ένα πολύχρωμο ανθρωπομάζωμα. Γυναίκες με ντόπιες φορεσιές, με χρωματιστά τσεμπέρια, άσπρες, εφαρμοστές μπλούζες και βελουδένια πολύπτυχα φουστάνια, με σειρές φλουριά, ψιλοδουλεμένα  κρεμαντζούλια, πρόσθεταν ένα χαρούμενο τόνο πανηγυριού. Η σημαιοστόλιστη πολιτεία έμοιαζε μια τεράστια παντιέρα, που ανεμίζονταν πολύβουη μέσα στο γελούμενο θάμπος του χειμωνιάτικου ήλιου.

Το πλήθος αγκαλιάζονταν, χόρευαν, τραγουδούσανε. Κυριαρχούσαν όμως τα παιδιά. Ομάδες ομάδες ξεφύτρωναν, σαν ορμητικά ρέματα από τους δρόμους και ξεχύνονταν στην πλατεία , που βογκούσε τότε σαν ανταριασμένος γιαλός, μεγάλα κύματα που πηγαινοέρχονταν, χωρίς να κοπάζουνε ποτές.

φωτό 1

Αφού πέρασε μισή ώρα, σχηματίστηκε η διαδήλωση. Μπήκαν μπροστά οι μαθητές και οι φαντάροι, που είχαν δικαιωματικά το πρόσταγμα. Κρατούσανε σημαίες και πινακίδες, ένα δάσος από κοντάρια ξεφύτρωσε στην αρχή της φάλαγγας, που ακολούθησε σαν κοπάδι ο λαός.

Τα παιδιά ήταν τα λαγωνικά. Τρέχανε μια μπροστά μια πίσω, μια μπλέκονταν με τον κόσμο κι όταν πια ακούστηκαν τα ταμπούρλα, που κανόνιζαν το βήμα, και οι σάλπιγγες με τα λεβέντικά τους καλέσματα δώσανε το σύνθημα, βρεθήκανε στην πρωτοπορία, πλαισιώνοντας μ’ επισημότητα τα λάβαρα των σωματείων και φώναζαν τα λόγια που ήτανε γραμμένα στις πινακίδες.

-Ζήτω η Ελλάδα!

-Ζήτω ο Στρατός!

-Κάτω ο Μουσολίνι!

-Κάτω οι κοκορόφτεροι!

Η τελευταία φράση έγινε σιγά σιγά ο παλμός του πλήθους. Γήτευε τη φαντασία του με την άγνωστη ως τώρα σημασία,  που έκλεινε η σαρκαστική της  σύνθεση.  Την ξανάλεγε, ώσπου οι συλλαβές χωρίστηκαν, όπως οι χάντρες του κομπολογιού και τόνιζε η καθεμιά ξεχωριστό πάθος, σκόρπιζε ιδιαίτερη ένταση, πήρε το σκοπό ενός πρωτόγονου, σκληρού ρυθμού, που τιναζότανε απ’  όλα τα στήθια.

-Κο-κο-ρό-φτε-ροι!  Κο-κο-ρό-φτε-ροι!

 

Οι νοικοκυρές στεκότανε στα ξωπόρτια και έριχναν στους διαδηλωτές λουλούδια. Οι γριές τους υποδέχονταν με λιβανωτά και σταυροκοπιούνταν, μουρμουρίζοντας ευχές!

-Ο Χριστός και η Παναγία να σκέπουν τα παιδιά μας!

-Οι  Άγιοι να σταθούν βοηθοί μας!…

Ο λαός συνεπαρμένος από τον ομαδικό ρυθμό, κοίταγε ολοένα μπροστά, λες κάποιο πρωτόφαντο όραμα ξεδιπλωνότανε στο βάθος και [πάσκιζε με όλα τα μέλη του, με κάθε νεύρο, να το αδράξει, να το κάνει δικιά του πνοή, δικό του πάθος…

φωτό 2

Σε κάθε σπίτι  όπου στεγαζότανε στρατιωτική υπηρεσία η διαδήλωση σταματούσε. Οι αξιωματικοί χαιρετούσανε  τα λάβαρα και άκουαν καμαρωτοί το λαό να φωνάζει:

-Ζήτω ο Στρατός !   […]

Στη μικρή πλατεία του Κάστρου δόθηκε η τελευταία πράξη. Πρωταγωνιστής ήταν ένα σκιάχτρο, ντυμένο με ιταλική στολή, με καπέλο αλπινιστή, όπου καρφώθηκαν τα φτερά ενός πετεινού. Στο στήθος υπήρχε μια επιγραφή. Τέσσερις φαντάροι στάθηκαν στη μέση, ενώ το πλήθος έκανε ολόγυρά τους κύκλο. Οι φωνές σταμάτησαν. Τότε ο ένας κάρφωσε το κοντάρι σε μια πολεμίστρα.

-Κάτω ο Ιούδας, φώναξε ένας μαθητής.

Το πλήθος πήρε την κραυγή και τη σκόρπισε πέρα. Από δρόμο σε δρόμο, ως τις ξέμακρες συνοικίες  της πολιτείας, δέσποζε η κραυγή:

«Κάτω ο Ιούδας!…»

Κι ενώ τα λαγούτα και τα βιολιά, που είχαν φέρει  για την περίσταση οι φαντάροι, παίζανε το τραγούδι  «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια την ψιλή του μ’ όλα τα φτερά…», δώσανε φωτιά στο σκιάχτρο. Οι φλόγες τύλιξαν τα ρούχα, μάδησαν πρώτα τα φτερά κι ολόγυρα πέφτανε καψαλισμένα, κουβαριασμένα τα στελέχια τους. Ο κόσμος φώναζε :

-Κάτω οι κοκορόφτεροι!

Σιγά –σιγά το αμπέχωνο έρεψε μέσα στη φωτιά, το βρακί κόντηνε, το καπέλο, φουσκωμένο από τους καπνούς υψώθηκες κι έμεινε στην άκρη του κονταριού ένα μυτερό σίδερο. Όταν πια το ξύλο έγερνε κι έπεφτε κάτω από το κάστρο, ένας μαθητής, ανεβασμένος σ’ ένα καμιόνι έμπηξε την κραυγή!

-Ζήτω η Λευτεριά!

Μεσολάβησε μια σιωπή κι ύστερα, σαν ηλεκτρισμένο το πλήθος, από χιλιάδες στήθια, ξεπήδησε πονεμένη, σκληρή και άτεγκτη, σα χτύπημα μοίρας, η κραυγή του τόπου:

-Ζήτω η Λευτεριά!

……….

Γράμμα Έλληνα φαντάρου στα αλβανικά βουνά, στη διάρκεια του Ελληνο-ιταλικού πολέμου.

Ένα γράμμα που στέλνει ένας φαντάρος στη μάνα του το χειμώνα του 41 -42. Το είχε γράψει στα αλβανικά βουνά, σε μια ανάπαυλα της μάχης. Ήταν ένα γράμμα που μιλούσε με στίχους και καθρέφτιζε την αποφασιστικότητα του κάθε Έλληνα στρατιώτη.  [Ο στρατιώτης αυτός ήταν ο Ψυλλάκης Γεώργιος του Νικολάου, από την Κασταμονίτσα Ηρακλείου Κρήτης.

 

Μάνα μου αν είσαι μάνα μου κι είμαι κι εγώ παιδί σου

στο μέτωπο που πολεμώ στείλε μου την ευχή σου.

Ψηλά βουνά κι απάτητα μανούλα μου γυρνούμε

στο Μόραβα και στο Ιβάν τους Ιταλούς νικούμε.

Να δεις μανούλα παγωνιά, να δεις μανούλα χιόνι

που στο παγούρι το νερό κάθε πρωί παγώνει.

 

Επήραμε την Κορυτσά και τους Αγιούς Σαράντα

κι ο Μουσολίνι έχασε τον μπούσουλα για πάντα.

Πήραμε τα’ Αργυρόκαστρο, Κλεισούρα και Χειμάρα

κι έπιασε τους Ιταλούς τρέμουλο και τρομάρα.

Στην Τρεμιτσίνα πολεμώ στα χιόνια και στα κρύα

για τη γλυκιά πατρίδα μας, για την ελευθερία.

Κι αν μάθεις πως σκοτώθηκα στο μέτωπο στη μάχη,

μανούλα, σε παρακαλώ καθόλου να μην κλάψεις.

Μα να ‘σαι υπερήφανη ωσάν Ελληνοπούλα

σαν ηρωίδα αληθινή και σαν Κρητικοπούλα.

Μανούλα μου περήφανα να λες εις τον αιώνα

πως είχες γιο που έπεσε στον ιερό αγώνα.

Πως είχες γιο που έπεσε εις την γραμμή την πρώτη

σαν μαχητής της λευτεριάς, σαν Έλλην στρατιώτης.

Πως είχες γιο που έπεσε για την ελευθερία

εις της πατρίδας τον βωμό προσφέρθηκε θυσία.

 

Αν μάθεις πως σκοτώθηκε, μην κλάψεις, μην πονέσεις

τη νίκη θα ‘χεις για χαρά και μην μαυροφορέσεις.

Αν μάθεις πως σκοτώθηκα άναψε μια λαμπάδα

τη νίκη θα ‘χεις  κόρη σου και μάνα την Ελλάδα.

Όταν μανούλα με καλό ο πόλεμος τελειώσει

ο Μουσολίνης θα σκεφτεί πού ‘σουν παντέρμη γνώση.

 

Εις την Αγία Κυριακή κερί ανάψτε όλοι

θα μας φυλάει μάνα μου  απ’ του εχθρού το βόλι.

 

Κι όταν τελειώσει ο πόλεμος και κατεβώ στην Κρήτη

Μάνα, θα τη γιορτάσουμε όλοι μαζί τη Νίκη.

Κι όταν, μανούλα, με καλό και νικητής γυρίσω

του Μουσολίνι τις καλές μπότες θα σου χαρίσω.

Το γράμμα έφτασε στο κρητικό χωριό· διαβάστηκε, ξαναδιαβάστηκε, μουσκεύτηκε από δάκρυα, φυλάχτηκε στο σεντούκι. Έτσι για να θυμίζει πόσο εύκολα οι Έλληνες του Σαράντα ξεπέρασαν τα ανθρώπινα μέτρα κι έγιναν ήρωες.

 

………………………………………………………………………………………..

Β. Οπισθοχώρηση από το αλβανικό μέτωπο

Θ α  ‘ρ θ ε ι   η   ώ ρ α

Άγγελος Βλάχος

Περπατήσαμε μέρες και τις περπατήσαμε σ’  ένα τόπο άγριο. Ξένον από μας, από την πίκρα που πότισε το κορμί μας και το τσάκισε. Περπατήσαμε από χωριό σε χωριό, πότε τρώγοντας κοπριά με σταφίδα – είχε πέσει ένα φορτίο  σταφίδα κατά γης και στην πείνα μας τα φάγαμε μαζί – πότε φοβερίζοντας πως θα βάλομε φωτιά στο σπίτι, αν δεν μας δώσουνε ψωμί, και πότε ζητιανεύοντας ένα κατιτί με το εκατοστάρικο στο χέρι.

Από τις τρεις μεραρχίες, σαρανταπέντε χιλιάδες ψυχές, μείναμε χίλιοι και περπατάμε κάπως μαζί κι αυτό τις πρώτες μέρες. Ύστερα βαδίζομε παρέες  παρέες ανάλογα με το πού πήγαινε ο καθένας. Πολλοί πετάξανε τα όπλα τους να είναι ελαφρότεροι. Άλλοι τα κουβαλάνε. Σέρνω κι εγώ το οπλοπολυβόλο. Όσο κι αν με τυραννάει, δεν τ’  αφήνω. Το κουβαλάω σαν κατάρα.  Κάθε τόσο στέκομαι, τ’  ακουμπώ χάμω, το  κοιτάζω και λέω να το ρίξω σε καμιά ρεματιά βγάζοντάς του το κινητό ουραίο κι όμως νάτο πάλι στην πλάτη μου. Κι όλο περπατάμε λοξεύοντας προς την Ήπειρο, προς  τα βουνά. Περνάμε χωριά Μακεδονίτικα με χαρούμενα ονόματα. Πολυνέρι, Πεντάλοφο, καλλονή, Αυγερινός, Ανθούσα και γύρω η πλάση, τόσο αδιάφορη, γιορτάζει την άνοιξή της!  Τα λουλούδια, χίλια στολίδια, ανοίγουνε αχόρταγα τα μάτια τους να πιούνε φως, μάτια άλικα, κίτρινα, μαβιά, σπαρμένα μες στους κάμπους. Τα δέντρα στόλισαν τη φυλλωσιά τους μ’ ανθούς που σιγοτρέμουνε κι ανοίγουνε στον ήλιο, και τα ρυάκια με τα διάφανα νερά τους παίζουνε και τραγουδούν ένα τραγούδι γελαστό.

Κι όλα αυτά σαν να περίμεναν κι ετοιμάστηκαν έτσι.

Και τώρα μπήκαμε στην Πίνδο.

ΠΙΝΔΟΣ, ΜΟΡΑΒΑ, ΙΒΑΝ, ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ, ΤΕΠΕΛΕΝΙ.

Εδώ ήταν η αρχή! Εδώ! Εδώ! Να, τούτα τα μέρη, τούτα τα χώματα, οι ρεματιές αυτές, τα δάση τούτα. Και τώρα;  Περνούν, περνούν, πηγαίνουνε το δρόμο τους άνθρωποι βαδίζοντας σιγά, σέρνοντας τα πόδια, περνώντας μέσα από τα μονοπάτια, ανάμεσα από τα δέντρα, σαν τα φαντάσματα εκείνων που εδώ στα μέρη ετούτα εδώ αρχίσαν. Μπήκαμε σ’ ένα δάσος ρόμπολα, πελώρια, πυκνοφυτεμένα, κι είναι στοιχειό το καθένα τους κι όλα μαζί στοιχειό. Μια ασάλευτη, άγγιχτη ησυχία βασιλεύει. Τα βήματά μας δεν ακούγονται και είναι σα να πηγαίνομε σε μαγεμένο τόπο. Το δάσος με τα μεγάλα ρόμπολα σαν να περίμενε το στρατό, σα να πρόσμενε τα τσακισμένα μας κορμιά να τα σκεπάσει στη σιωπή του. Κι όλο βαδίζομε στο σκοτεινό μονοπάτι που χώνεται όλο και πιο βαθιά μέσα στα δέντρα, που λες και κλείνουν πίσω μας. Και να, μες στην καρδιά του δάσους, σ’  ένα ξέφωτό του, βρήκαμε μια στάνη κι είναι μέσα ένας παππούς με άσπρα γένια, που μας κοιτάζει με τα γεροντικά πάνσοφα μάτια του.

-Πούθε έρχεστε, παιδιά;

-Πεινάμε, παππού.

-Καθίστε, παιδιά. Καθίστε.

-Παππού, να κοιμηθούμε μες στη στάνη;  Είμαστε τσακισμένοι.

-Κοιμηθείτε, παιδιά. Ξέρω.

Μας έστρωσε τις κάπες του μέσα στη στάνη και ήρθε ο ύπνος και μας πήρε εκεί, κοντά στ’  αρνιά, μες στη βαριά μυρωδιά της στάνης. Άμα ξυπνήσαμε, ηύραμε δυο αρνιά στη σούβλα. Κάτσαμε, φάγαμε.

-Ευχαριστούμε, παππού…

-Το Θεό, παιδιά. Το Θεό… Και μας κοιτάζει ένα γύρο.

-Τι γίνηκαν τα νιάτα σας; Ρωτάει.

-Πόλεμος, παππού. Πόλεμος.

-Έγινε ύστερα μια κουβέντα μεταξύ μας και είπε κάποιος πως ίσως ο Γερμανός θα φανεί λεβέντης… Ο γεροτσοπάνος μας κοίταξε και σωπαίνει. Κάποιος είπε:

-Τα σπίτια μας το ελάχιστο, δεν θα τα πειράξει.

Τότε ο γέρος τον κοίταξε κατάματα και είπε:

-Παιδιά μου, μπήκε ποτέ για καλό ο λύκος μες στη στάνη;

Όταν ήρθε η ώρα να φύγομε, λέω του γέρου:

-Παππού, κράτησε τ’  όπλο.

-Τι να το κάνω γιόκα μου;

-Ξέρεις εσύ. Παρ’ το.

-Δεν έχω δύναμη εγώ, μηδέ βλέπω καλά. Δος  το σε κανέναν άλλο, παιδί μου.

-Όχι, κράτα το εσύ. Ξέρεις σε ποιον να το δώσεις απ’ αυτούς που είναι δω,  στα βουνά τριγύρω.

-Και τι να το κάνει αυτός, γιόκα μου;

-Θα ‘ρθει καιρός, παππού, θα ΄ρθει  ώρα…

 

……………………………………………………………………………………….

Γ. Μάχη της Κρήτης

Ά ξ ι ο ς    Γ ι ο ς

Κοκοβλή Αργυρώ

φωτό 3

Έβαλε το κεφάλι του μέσα στα χεράκια του κι έμεινε για κάμποσο σκεφτικό. Έτσι, σαν μεγάλος. Σε τέτοιες στιγμές, βλέπεις, και τα μικρά μεστώνουν πρόωρα. Γύρω τριγύρω ο χαλασμός συνεχιζόταν: μπόμπες, σφαίρες, κροταλίσματα πολυβόλων, τρομερά ουρλιαχτά των χιτλερικών δαιμόνων του αέρα, ερείπια, μαύρη κόλαση. Τα χώματα που τινάζονταν ψηλά από τις απανωτές εκρήξεις, οι καπνοί από τις πυρκαγιές τύλιγαν σφιχτά τον τόπο. Ένα πελώριο κομμάτι ελληνικής γης καιγόταν απ’ άκρη σ’ άκρη.

Το Μανολιό  μόλις που πατούσε τα δώδεκα. Όμως επέμενε να μείνει εδώ, μέσα στη φωτιά της μάχης, μαζί με τους μεγάλους. Κι έσπαζε το κεφάλι του «κάτι να κάνει» κι αυτό.

-Έλα, παιδάκι  μου, του ‘χε πει η μάνα του το πρωί φεύγα κι εσύ με τ’ άλλα παιδιά… Οι μεγάλοι θα πολεμήσουνε…

Το Μανολιό όμως δήλωσε κοφτά.

-Δεν πάω πουθενά, επαδά θα μείνω….

-Ας’ το το κοπέλι, είπε ο πατέρας του.  Σα δε θέλει να φύγει, ας μείνει… Καιρός του είναι να μπαρουτοκαπνιστεί κι αυτός…

‘Ύστερα γύρισε στο γιο του.

-Άκουσε, Μανολιό! Ο πόλεμος –και προπαντός ο πόλεμος τούτονες –δεν είναι παιχνίδι… Θα μείνεις. Τουφέκι δεν έχεις, όπως κι οι μεγάλοι δεν έχουνε… Μα, κάτιτις πρέπει να κάνεις κι εσύ… Πρέπει να διώξεις τους σκύλους, που ‘ρθανε να μαγαρίσουνε τον τόπο μας. Γιατί αλλιώς θα σηκωθεί από το μνήμα ο παππούς σου κι  άλλοι παππούδες και  θα μας πούνε :»Ίντα στέκεστε, μωρές; Θε ν’ αφήσετε την Κρήτη να πατηθεί;»

φωτό 4

Δυο τρία μπόγια ήθελε  ήλιος να κάτσει στο βουνό κι οι Γερμανοί ήταν ακόμα ταμπουρωμένοι στο σπιτάκι, στην άκρη του χωριού –κατά του κάμπου την μπάντα. Κρατούσαν γερή άμυνα οι καταραμένοι. Ήταν πάνοπλοι. Και μ’ ασύρματο έπαιρναν μηνύματα, πως σε βοήθεια θα ‘ρθουν δικοί τους.

Τον τόπο τούτο το Μανωλιό τον ήξερε  καλά και τον αγαπούσε. Το σπιτάκι ήταν της θείας του και τ’ άρεσε να ‘ρχεται εδώ, θες γιατί η μικρή τούτη κατοικία ήταν άσπρη σαν περιστέρι, θες γιατί κλεινόταν σ’ έναν τόπο γεμάτο ομορφιές :  γύρω τριγύρω δέντρα, κήποι, πηγούλες με γάργαρα νερά. Κι ήταν και τα’ άλλο: τ’ άρεσε κείνη η φωτογραφία  που κρεμόταν στον τοίχο, μόλις έμπαινες στη δεξιά κάμαρα. Ήταν ένα μεγάλο πορτρέτο του μακαρίτη του μπάρμπα του, με σαλβάρια, με μια ασημωτή μαχαίρα στη μέση, σταυρωτό φισεκλίκι και ένα από κείνα τα μακριά όπλα κρεμασμένο στον ώμο. Από κάτω έγραφε: «Ακρωτήρι».

Ένα παρόμοιο είχαν και στο δικό τους σπίτι, που εικόνιζε τον παππού του. Εκείνο έγραφε από κάτω : Θέρισο. Στον Μανωλιό άρεσε να τα περιεργάζεται και τα δυο και προπαντός ν’ ακούει να του διηγούνται για τα’ ανδραγαθήματα του παππού και του θείου του, τότες που πολεμούσαν τον Τούρκο δυνάστη.

Από τους χιλιάδες αλεξιπτωτιστές που καταπλάκωσαν τον μεγάλο χανιώτικο κάμπο, για να αλυσοδέσουν το νησί, καμιά δεκαπενταριά τραβήχτηκαν και κατάφεραν να ταμπουρωθούν στους πέτρινους τοίχους του σπιτιού. Κι από δω ξερνούν ολόγυρα το καυτό μολύβι τους σε ζωντανά και σ’ άψυχα. Κάμποσοι χωριανοί είχαν κυκλώσει  στενά τούτη τη φωλιά των φασιστόλυκων. Τι να σου κάνουν όμως ένα- δυο τσιφτέδες κι εάν -δυο σαραβαλοντούφεκα και χωρίς μπαρουτόβολα;

Οι πέτρες, τα τσεκούρια, τα πουλάκια, που μ’ αυτά οι άντρες και οι γυναίκες χτυπούσαν τον οχτρό στον ανοιχτό κάμπο, εδώ τούτη τη στιγμή δεν είχαν πέραση.

Το Μανολιό, κει που πίσω απ’ το βράχο καθόταν  και βαστούσε συλλογισμένο το κεφάλι του, πετάχτηκε ξαφνικά απάνω.

-Το βρήκα ! φώναξε, και τα ματάκια του άστραφταν.

Ύστερα γλίστρησε σα φιδάκι πίσω από το μετερίζι του μπάρμπα Χαραλάμπη, του γεροντότερου, και του ‘πε σιγά:

-Μπάρμπα Λάμπη, εγώ θα τσι βγάλω τσι Γερμανούς απ’ το σπίτι!…

-Πάνε, μωρέ μπούμπουρα !… Χώσου πίσω απ’ το χαράκι, μη σε πάρει καμιά μπάλα στην κεφαλή ! …

-Άκουσε, μπάρμπα Λάμπη! Εγώ  θα τσι βγάλω …

-Φύγε μωρέ σατανά! … Ίντα ζητάς επαδά; Πήγαινε με τα’ άλλα γυναικοκόπελα…

 

Το Μανολιό δεν ξαναμίλησε. Τραβήχτηκε πιο πέρα κι έκατσε μέχρι που βράδιασε.

Κι η νύχτα τούτη πέρασε, όπως και κάθε νύχτα τις δέκα τρομερές αυτές και άγριες μέρες του Μάη του 1941.

Μόλις άρχισε να ξεφέγγει, το μάτι του μπάρμπα –Λάμπη σύλλαβε το Μανολιό πάνω στη στέγη κείνου του σπιτιού.

-Ω, το διαολεμένο! .. Πάει, το ‘φαγαν! Μουρμούρισε και δάγκωσε απ’ τη μιάν άκρη τις διαολεμένες μουστάκες του.

 

Όμως πριν προλάβει καλά καλά να σκεφτεί, το είδε να τραβά με τρόπο από δίπλα του έναν όγκο, κάτι σαν κοφίνι και να το ρίχνει μέσα. Φαίνεται, κάποια τρύπα είχε ανοίξει. Τα μάτια των χωριανών κοίταζαν γουρλωμένα κατά κει. Το Μανολιό σα γατάκι πήδηξε ύστερα απ’ τη στέγη και πριν προλάβει ν συρθεί ως το μετερίζι, μέσα στο σπίτι ακούστηκαν ουρλιαχτά και φωνές σα γαυγίσματα. Η πόρτα άνοιξε κι οι Γερμανοί ξεμπούκαραν τρέχοντας σαν τρελοί, προσπαθώντας να ξεφύγουν το μελισσοσύννεφο που τους κυνηγούσε. Κάμποσοι πέσαν κάτω τουμπανιασμένοι απ’ τ’ αμέτρητα κεντρίσματα των μελισσών.

Τα παλιοντούφεκα, τα παλιοσίδερα και τα τσεκούρια αποτέλειωσαν σε λίγο και τους αποδέλοιπους.

Το Μανολιό έκανε σαν το πληγωμένο θερίο, που δεν μπορούσε να χτυπήσει και με το χέρι τους οχτρούς. Τα πόδια και τα χέρια του τα είχαν πρήξει μερικές μέλισσες που μπόρεσαν να ξετρυπώσουν απ’ το κοφίνι την ώρα που το μετέφερε.

Ο μπάρμπα –Λάμπης έτρεξε,  αγκάλιασε το Μανολιό  και το φίλησε. Τράβηξε απ’ το ζωνάρι του ένα γυαλιστερό  γερμανικό πιστόλι.

-Πάρ’  το, Μανολιό ! … του ‘πε. Σου ανήκει. Είσαι άξιος γιος της Κρήτης.

Ύστερα τράβηξαν παραπάνω για άλλη μάχη… Μαζί τους  και το Μανωλιό. Τώρα κανείς δεν μπορούσε να του πει: «Μόνο οι μεγάλοι θα πολεμήσουνε…»

φωτό 5

Υφαντό με θέμα τη μάχη της Κρήτης ( Μάιος 1941)

……………………………………………………….

Δ. Κατοχή , πείνα τον χειμώνα του 41-42

Η     Ε λ ε ν ί τ σ α

( οι πατατίτσες)

Λιλίκα Νάκου

Μας τη φέρανε στο νοσοκομείο ένα πρωί που έκανε φοβερό κρύο εκείνο τον αξέχαστο και καταραμένο χειμώνα του σαρανταδύο.

Ήταν παγωμένη και είχε τα μάτια μισόκλειστα από την εξάντληση και την πείνα. Ήταν τόση δά!  Ένα λεπτοφυές, γλυκό κοριτσάκι ως έξι χρονών. Ένα παιδάκι καστανό, που η πείνα, η κακουχία, το κρύο δεν είχαν κατορθώσει να αλλοιώσουν το όμορφο προσωπάκι και την αθώα έκφραση των ματιών του.

φωτό 6

Ένας πολισμάνος τη βρήκε μαζί με τον αδερφό της στο δρόμο και γύρευαν τα κακόμοιρα τα παιδιά,  αγκαλιασμένα σε μια γωνιά, αν ζεσταθούνε, ενώ το ξεροβόρι της Αθήνας ξεπάγιαζε και τον πιο καλοντυμένο διαβάτη.

Ναι λοιπόν, ένα πολισμάνος καλός τα λυπήθηκε τα παιδιά και μας τα έφερε στο νοσοκομείο, στη Ριζάρειο, που σ’ αυτό τότε μαζεύανε και φέρνανε όλους όσοι πέφτανε στον δρόμο από την πείνα.

Είπε στην Προϊσταμένη: «τα βρήκα αγκαλιασμένα να τουρτουρίζουνε μέσα στα κουρέλια, κάτω στο σταθμό του Ηλεκτρικού, και τα πόνεσε η ψυχή μου».

 

Α, αυτή η Ομόνοια… Είναι η πλατεία που ο Ηλεκτρικός Σιδηρόδρομος ξέβραζε κείνον το χειμώνα, από τον Πειραιά και τους συνοικισμούς του, έναν κόσμο κολάσεως. Έναν κόσμο ανθρώπων πειναλέων, σκελετωμένων, με μάτια έξαλλα, που μόλις φτάνανε στην Αθήνα, τρέχανε αμέσως στους ντενεκέδες των σκουπιδιών για να φάνε. Σαν να μην είχε σκουπίδια ο Πειραιάς, για να ψάξουν εκεί να φάνε.

 

Μα ας είναι. Ας ξανάρθω στην Ελενίτσα, το κοριτσάκι που μας έφεραν στη Ριζάρειο. Στην αρχή λοιπόν, καθώς μας έφερε και δυο άλλα παιδιά ο πολισμάνος, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να τα κρατήσουμε στο νοσοκομείο. Όλα τα κρεβάτια ήταν πιασμένα. Στην ανάγκη μάλιστα βάζαμε τα παιδιά πέντε πέντε σε κάθε κρεβάτι, για να μην τα’ αφήσουμε να πεθάνουνε με τέτοιο κρύο έξω στο δρόμο. Τα βάζαμε από τη μια και την άλλη μεριά του κρεβατιού τα καημένα. Ναι, δεν υπήρχε λοιπόν ούτε μια θεσούλα για την Ελενίτσα.

Ο πολισμάνος,  καλόκαρδος,  ικέτευε την Προϊσταμένη. Μα τι να σου κάνει κι αυτή; Έλεγε: «Πάρτε τουλάχιστον το κοριτσάκι…  Δέστε πως τρέμει…  Είναι άσπρο το προσωπάκι του σαν το πανί… Αφήστε το το αγόρι…».

Αχ Θεέ μου!  Συλλογιζόμουν εγώ, που βρισκόμουν κει δα μπροστά σ’ αυτή τη σκηνή, να που γίνεται άθελα κανείς και σκληρός  τέτοιες εποχές. Το αγόρι τι θα γινότανε; Θα ο κατάπινε ασφαλώς ο δρόμος και κανένα πρωί θα το  βρίσκανε κοκαλωμένο από την παγωνιά και την πείνα. Θα το μαζεύανε και θα το ρίχνανε κι αυτό μέσα στο κάρο, που κάθε πρωί γυρίζει στους δρόμους της Αθήνας και μαζεύει τους πεθαμένους. Κι ύστερα, φύρδην –μίγδην, παιδιά, γέρους, νέους, πάει και τους αδειάζει σε ένα μεγάλο λάκκο στο νεκροταφείο. Τέτοια τύχη περίμενε το αγόρι.

φωτό 7

Ντίνο, λέει το λέγανε, ήταν ως έντεκα χρονών αγόρι, σκελετωμένο· κι η πείνα το είχε κάνει να μοιάζει με μικρό πίθηκο, όπως άλλωστε μοιάζανε όλα τα πεινασμένα παιδιά, στο τελευταίο στάδιο που μας τα φέρνανε στο νοσοκομείο. Τους φυτρώνανε μάλιστα στο πρόσωπο και κάτι ξανθές τρίχες σα χνούδι, πότε άσπρες, πότε ξανθές.

Τον Ντίνο όμως κάτι τον ξεχώριζε από τον πίθηκο.  Ήταν τα μπλε μεγάλα του μάτια, που, είτε από το κρύο, είτε από άλλο λόγο, μοιάζανε όλα βουρκωμένα. Κοιτάζανε γύρω τον κόσμο, τον κόσμο αυτόν που ήτανε όμοια η κόλαση, και βουρκώνανε. Θεέ μου, ήτανε να μη βουρκώνουνε τα μάτια των παιδιών, όπως και των μεγάλων απ’ ό,τι γύρω τους βλέπανε;

Ας είναι. Στο πρόσωπο του παιδιού είχαν φυτρώσει αυτές οι περίεργες τρίχες του τελευταίου σταδίου της πείνας, που κάνανε και τους γιατρούς ν’ απορούνε γι αυτό. Της Ελενίτσας όμως όχι. Το προσωπάκι της,  αντίθετα από τα άλλα παιδιά, είχε γίνει διάφανο, λες και ήταν από φαρφουρί, από πολύτιμη πορσελάνη. Και τα μαλλάκια της, καστανά ανοιχτά, σγουραίνανε και γίνονταν σα χρυσαφιά μπροστά στο μέτωπο. Τα μάτια της, σκούρα, κοιτάζανε τον κόσμο γύρω της με εμπιστοσύνη. Και ήταν αυτή η έκφραση της εμπιστοσύνης προς τους ανθρώπους, που σου μαχαίρωνε την καρδιά….

[…]

Μας έμεινε λοιπόν η Ελενίτσα μας με το διάφανο προσωπάκι. Μόλις ζεστάθηκε και συνήλθε, άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε ολόγυρά της. Αχ! Τι γλυκά παιδιακίσια  ματάκια! Αυτά έπρεπε να βλέπουν ανθισμένα λιβάδια, πεταλούδες, πουλιά και λουλούδια. Και όχι να κοιτάνε γύρω τα σκελετωμένα παιδιά  μέσα στο θάλαμο, που βογγούσανε, υποφέρανε και πεθαίνανε… Κοίταξε περίεργα όλα γύρω της η Ελενίτσα. Στην αρχή δεν καταλάβαινε καλά πού βρισκότανε. Έπειτα κοίταξε κι εμάς τις νοσοκόμες. Και, ποιος ξέρει, … της αρέσαμε έτσι με τις άσπρες ποδιές και μας χαμογέλασε. Τι χαμόγελο!… Η Προϊσταμένη δε βάσταξε, πήγε κοντά της, έσκυψε και τη φίλησε…

 

-Τι θέλεις μικρό μου; Πες τι θέλεις, μη φοβάσαι!  Ό,τι θέλεις, αμέσως θα το ‘χεις.

Α, τι κουβέντα τολμηρή για την εποχή που ζούμε ξεστόμισε η Προϊσταμένη!  Και πόσο η ίδια ύστερα υπέφερε από την κουβέντα αυτή.

-Πες μου….

Μια φωνίτσα τότε απαλή, αδύνατη σαν αχνός είπε δειλά:

φωτό 8

-Θέλω… Θέλω πατατίτσες τηγανιτές! …Και το προσωπάκι της πήρε έξαφνα  μια έκφραση χαρούμενη και μαζί λίγο σαν πονηρούτσικη. «Πατατίτσες τηγανιτές!», ξανάπε και κοίταξε με τα ματάκια της, γιομάτα εμπιστοσύνη, την κυρία Προϊσταμένη.

Ταράχτηκε τότε, είδα, η κυρία Προϊσταμένη. «Πατατίτσες τηγανιτές», είπε κι αυτή, σα να θυμήθηκε έξαφνα πως, πράγματι,  στον κόσμο υπήρχαν κάπου πατατίτσες τηγανιτές… «Πατατίτσες;» ξανάπε η Προϊσταμένη και μας κοίταξε με ταραχή και απορία. «Πού να τις βρούμε;» έκανε πάλι κοιτάζοντας τις νοσοκόμες, που στεκόμασταν  μάρτυρες βουβοί σ’ αυτή όλη τη σκηνή.

Ναι, πού να τις βρούμε;… Πού να βρεθεί τέτοια πολυτέλεια της πατάτας μέσα σ’ ένα νοσοκομείο όπως η Ριζάρειος… Εδώ, εμείς, είχαμε μόνο ό,τι μας έδινε ο Ερυθρός Σταυρός. Φασόλια, κάποτε λακέρδα –και πάλι φασόλια και χόρτα. Γάλα περιμέναμε να μας στείλουνε κουτιά από την Ελβετία. Μα πατάτα πού να βρεθεί;

Κι όμως η Ελενίτσα ήθελε και καλά τηγανιτές πατατίτσες. Με την ξαφνική της αυτή επιθυμία μείναμε κι εμείς οι νοσοκόμες σκεφτικές. Άξαφνα κι εμείς θυμηθήκαμε τις  πατατίτσες τις τηγανιτές του σπιτιού. Την ατμόσφαιρα του σπιτιού του καλού καιρού, που δε βάζαμε ποτέ με το νου μας, τότες, πως γραμμένο ήταν τέτοια πράγματα να δούνε τα μάτια μας!… Πατατίτσες τηγανιτές !… καλέ, τι σκέφτηκε η Ελενίτσα;

Το μικρό κοριτσάκι τώρα, ξεθαρρεμένο, μας χαμογελούσε, μας κοίταζε και μας έλεγε με την παιδιακίσια φωνούλα της:

-Πατατίτσες θέλω! Πατατίτσες τηγανιτές!

Όταν της φέραμε να πιει φασουλόζουμο, δεν το ήθελε. Της είχε κολλήσει η ιδέα για πατατίτσες. Και με παιδιάστικη τώρα επιμονή, τις γύρευε. Τι ήταν να ρωτήσει η Προϊσταμένη το παιδί τι ήθελε να φάει.

φωτό 9

Σαν ήρθε ο γιατρός και μας είδε έτσι σκεφτικές, μας έβαλε μπροστά. Είχε τα νεύρα του. Δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Είχαν, έλεγε, πολλά παιδιά πεθάνει χτες και σήμερα μέσα στο νοσοκομείο. Κι αυτός τίποτε δεν μπορούσε να κάνει για να μην πεθάνουνε.

Ούτε φάρμακα, ούτε γάλα, ούτε τίποτα υπήρχε.

-Τι χρειαζόμαστε λοιπόν εδώ μέσα εμείς οι γιατροί; είπε με απελπισία στην Προϊσταμένη.

Του δείξαμε την Ελενίτσα και του είπαμε για τις πατατίτσες που μας ζητούσε…  Πάλι μας έβαλε μπροστά. «Μα και πατάτες αν είχατε, μας είπε, δεν έπρεπε να δώσετε ευθύς να φάει στο παιδί. Θα πάθει δυσεντερία, που τώρα όλα έτσι τα θερίζει. Γάλα –δεν το καταλάβατε;- γάλα πρέπει να ‘χει το παιδί τούτο, όπως όλα τα παιδιά, για να σωθούνε. Δεν καταλάβατε ακόμα;» μας έκανε θυμωμένος.

Τι να πούμε όμως εμείς; Ξέραμε πως γάλα δεν υπήρχε…

Ο γιατρός πριν φύγει από το θάλαμο, πήγε ξανά κοντά στο κρεβατάκι της Ελενίτσας και, με γλυκό τρόπο τώρα, της είπε:

-Άμα γίνεις καλά, μικρούλα μου, θα φας τις πατατίτσες. Όχι τώρα! Ακούς;

Και έφυγε.

Η Ελενίτσα δεν μίλησε. Κοίταξε το γιατρό, κοίταξε κι εμάς και  σώπασε. Σούφρωσε μόνο το στοματάκι της. Ήταν, βλέπεις, από μικρό, μαθημένο καμιά από τις επιθυμίες της να μην της γίνεται. Θα ήταν ίσως και η πρώτη φορά  που, στη  ζωούλα της τη μικρή, ζήτησε κάτι. Ξεγελάστηκε η Ελενίτσα από το περιβάλλον, από τις άσπρες ποδιές μας, το καλό χαμόγελο της Προϊσταμένης, και ζήτησε και αυτή κάτι. Στο τέλος είπε: «Δεν πειράζει» και σώπασε και έγειρε το κεφαλάκι πάνω στο μαξιλάρι και έκλεισε τα ματάκια.

Την αφήσαμε. Είχαμε κι εμείς άλλες δουλειές να κάνουμε, τόσα παιδιά, τόσους αρρώστους να περιποιηθούμε μέσα στο νοσοκομείο. Μπαίναμε, βγαίναμε στις αίθουσες. Ακούγαμε από μακριά, από κάτω στην είσοδο, τη φασαρία που γινόταν εκεί, τις φωνές των ανθρώπων, που ικέτευαν τη Διεύθυνση να μπούνε μέσα στο νοσοκομείο…

«Πού θέλετε, μωρέ, να σας βάλω;»   ακούστηκε η δυνατή φωνή του διευθυντή. «Θέλετε να με πνίξετε»… Δεν καταλαβαίνετε ρωμαίικα που σας λέω; Δεν υπάρχουν κρεβάτια!»

«Θα περιμένουμε ώσπου ν’ αδειάσει κανένα κρεβάτι», ακούστηκε να λέει μια άγνωστη φωνή.

«Μα, για να αδειάσουν κρεβάτια, πρέπει πρώτα να πεθάνουνε οι άνθρωποι. Ξέρω πότε θα πεθάνει κανείς; Μπορώ να τον βιάσω να πεθάνει;»  φώναζε έξω φρενών ο διευθυντής.

Και μεις ξέραμε πως πεθαίνανε αράδα οι άνθρωποι… Μα μόλις αδειάζανε τα κρεβάτια, έρχονταν άλλοι. Κάνανε καμιά δυο μέρες και πάλι πεθαίνανε. Και όλοι από το ίδιο πράμα. Εξάντληση, δυσεντερίες από τα σκουπίδια που τρώγανε, κακουχία. Πραγματική αρρώστια δεν υπήρχε. Λιμός !  σου λέει ο άλλος. Λιμός! Από αυτό που λεν και δέονται στην εκκλησία να μην πέσει ποτέ στον κόσμο. Σάματι κι εμείς οι ίδιες δεν πεινούσαμε; Δε λιγοθυμούσανε οι νοσοκόμες από την πείνα;

Κάποτε –κάποτε περνούσα και από την αίθουσα που βρισκόταν η Ελενίτσα. Πήγαινα κοντά της. Μόλις με έβλεπε, χαμογελούσε…. Μα το ίδιο απόγευμα κοκκίνισε από τον πυρετό το προσωπάκι της. Της παρουσιάστηκε η δυσεντερία. Αχ, να είχαμε τουλάχιστον να της δίναμε λίγο ρυζόνερο… μα τίποτα, είπα, δεν είχαμε. Ρύζι;… Μα πού να βρεθεί το ρύζι;… Ούτε γιατρικά είχαμε , ούτε τίποτα… Και σε κοιτάζανε τα μάτια των παιδιών, που υποφέρανε, και τίποτε δεν μπορούσες να τους κάνεις… Τίποτ’ άλλο παρά στο τέλος να τους κλείσεις τα ματάκια αυτά. Θεέ μου!… Μας είχε λοιπόν ο Θεός τόσο εγκαταλείψει;… Τι κακό να κάνανε τα παιδιά;…

Το απογεματάκι ήρθε ο αδερφός της να δει την Ελενίτσα. Ήταν μαβής από το κρύο, τα μάτια του πρησμένα από το κλάμα. Κάθισε  κοντά στο κρεβατάκι της αδελφούλας του και άκουσα καθώς περνούσα από κει να της λέει: «Σου έφερα ένα παστέλι» .

Η Ελενίτσα το κοίταξε, λάμψανε τα ματάκια της από ευχαρίστηση, έκανε να το φάει, μα ήταν πολύ σκληρό και το άφησε.

-Πατατίτσες… είπε. Πατατίτσες τηγανιτές θέλω.

Το αγόρι άνοιξε καλά τα μάτια του… Καλέ, τι ζητούσε η αδερφή του; Ήταν στα σύγκαλά της; Δεν ήξερε ότι τέτοια πράματα δεν υπήρχαν πια στον κόσμο; Της είπε το αγόρι μονάχα: «Καλά είσαι εδώ Ελενίτσα. Αχ, μ’ αφήνεις δίπλα σου να ξαπλώσω;  Είμαι τόσο αποσταμένος… Και κρυώνω…  Ξέρεις τι κρύο κάνει έξω;»

Όταν ξαναπέρασα από το θάλαμο το αγόρι είχε φύγει με όλες τις επισκέψεις. Η Ελενίτσα όμως έκαιγε από τον πυρετό. Παραμιλούσε. Έσκυψα πάνωθέ της. «Πατατίτσες …», έλεγε κι άπλωνε τα χεράκια της.

Κατά το βράδυ πέρασε κι ο γιατρός και κοίταξε την Ελενίτσα.  Έμοιαζε ξαφνικά  γερασμένος, κουρασμένος, θλιμμένος. Κι ας ήταν νέος. Έμοιαζε τελευταία να ‘χει γεράσει πολύ.

Όλο το χειμώνα είχε δει τόσους αρρώστους, μικρούς και μεγάλους, να πεθαίνουνε, τόσα μάτια παιδιών τον είχαν κοιτάξει, δίχως να μπορεί να τους προσφέρει καμιά βοήθεια, που να, αν και νέος, για λίγους μήνες, τα μαλλιά του ασπρίσανε εδώ στα πλάγια.

-Λοιπόν η Ελενίτσα μας; τον ρώτησα πηγαίνοντας κοντά του.

Κούνησε το κεφάλι του. «Αν εξακολουθήσει έτσι ο πυρετός και η δυσεντερία….» είπε. Κι αμέσως, παίρνοντας ύφος αγανακτισμένο, πρόσθεσε:» Τι! Με το φασουλόζουμο θα γιατρευτεί;  Ό,τι κάνει η φύσις». Και μουτρωμένος που δεν μπορούσε να βοηθήσει σε τίποτα, σηκώθηκε και έφυγε από το θάλαμο των παιδιών.

Έτσι πέρασε όλο εκείνο το βράδυ και το άλλο πρωί.

Η Προϊσταμένη, όταν μπήκε το απόγευμα στο θάλαμο των παιδιών, πήγε κατευθείαν κοντά στην Ελενίτσα. Όλοι πια την αγαπούσαμε. Ούτε έκλαιγε, ούτε φώναζε σαν τα άλλα παιδιά. Μόνο, σαν περνούσαμε από κει, μας χαμογελούσε.

Σα μανία μόνο της είχε κολλήσει κι όταν παραμιλούσε ακόμα, έλεγε :»Θέλω πατατίτσες, πατατίτσες τηγανιτές!» με μια παιδιάστικη επιμονή άρρωστου παιδιού.

Το άλλο πρωί, σαν πέρασε ο γιατρός και την είδε, κατσούφιασε, έμεινε σκεφτικός κι ύστερα, με το χέρι του χάιδεψε τις καστανές μπουκλίτσες της Ελενίτσας. Μας είπε, κοιτάζοντάς μας θλιμμένος:

=Δώστε της τέλος πάντων να φάει πατατίτσες, να πάει ευχαριστημένο το παιδί…

=Α! έκανε η Προϊσταμένη, κουνώντας το κεφάλι της. Ώστε δεν υπάρχει πια καμιά ελπίδα;

Και αμέσως γύρισε και φώναξε σε  μας τις νοσοκόμες, που καθόμασταν και την κοιτάζαμε:

-Γρήγορα να μας βρείτε μια δυο πατάτες! Τι με κοιτάτε έτσι; Λέω να τρέξετε  να μου οικονομήσετε καμιά πατάτα, να δώσουμε στο παιδί!

Την κοιτάζαμε την Προϊσταμένη κι είχαμε μείνει άναυδες.

Τι να της πούμε; Πως είχε τρελαθεί; Έτρωγε κανένας μας πατάτες; Είχαμε μεις πατάτα σπίτια μας; Μονάχα οι πολύ πλούσιοι θα ‘χαν, μα κι αυτοί θα τις τρώγανε κρυφά, για να μην τους δει κανένας.

Η Προϊσταμένη ήταν μια γυναίκα ενεργητική, που δεν δίσταζε ποτέ μπροστά σε καμιά δυσκολία. Είχε κιόλας βρει κάτι με το νου της.  Μας είπε : «Να πάει, μια από σας, γλήγορα, στο μέγαρο απέναντι. Ξέρω την κυρία που κάθεται. Θα χτυπήσετε την πόρτα δυνατά, ωσότου σας ανοίξουν, και θα πείτε στον υπηρέτη ότι η Προϊσταμένη εδώ του νοσοκομείου σας έστειλε και ότι είναι ανάγκη να δείτε την ίδια την κυρία. Θα της τα πείτε όλα όπως είναι. Μια πατάτα γυρεύει για ένα παιδάκι, που ίσως πεθάνει. Τρέξτε τώρα γλήγορα!»

Έτρεξα εγώ στο απέναντι μέγαρο, χτύπησα δυνατά την πόρτα.  Μου άνοιξε ένας λακές, με έβαλε κάτω στα σαλόνια… περίμενα… Αχ, Θεέ μου, συλλογιζόμουν εγώ διαρκώς, ας κάνουμε γλήγορα, να βαστάξει η Ελενίτσα, ωσότου τις δώσουνε, τις ψήσουνε, τις ετοιμάσουνε τις τηγανιτές πατατίτσες. Με είχε πιάσει νευρικό και δε με χωρούσε ο τόπος…

Τέλος φάνηκε η οικοδέσποινα. Της είπα τι συνέβαινε.

-Ευχαρίστως, μου είπε. Δεν έχω πολλές πατάτες. Μπορώ να σας δώσω μια οκά για τους αρρώστους σας.

Και  κουδούνισε και ήρθε πάλι ο λακές. Άμα άκουσε όμως εκείνος πως η κυρά του θα έδινε μια οκά πατάτες στο νοσοκομείο, ευθύς κατέβασε τα μούτρα του και με κοίταξε βλοσυρά, σα να ‘λεγε : «Καρακάξα, αν το ‘ξερα, δε θα σ’ άνοιγα την πόρτα!»  Μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και σε λίγο έφερε τις πατάτες.

-Ευχαριστώ, είπα και έφυγα τρέχοντας για το νοσοκομείο.

Φασαρία, συναγερμός στην κουζίνα, μόλις είδαν όλοι τους τις πατάτες.  Τις κοιτάζανε όλοι σηκωμένοι από πάνω… Και όταν τις ψήσανε, μια καθαρίστρια  λιγοθύμησε, λέει, από τη μυρουδιά.

Η είδηση ότι φέρανε πατάτες πετούσε από στόμα σε στόμα ως πάνω στους αρρώστους. «Πατατίτσες τηγανιτές κάνουν κάτω»,  λέγανε.

Μα η Ελενίτσα, στο μεταξύ,  όλο και χειροτέρευε. Δεν μπορούσε πια ούτε τα ματάκια της να κρατήσει ανοιχτά. Τα άνοιγε και τα έκλεινε αμέσως. Το χειλάκι της άσπριζε. Κρύωνε.

Ένας βοηθός που πέρασε είπε: «Τι να ‘χει ρωτάτε; Εξάντληση του οργανισμού. Βάσταξε, βάσταξε το παιδί, εξαντλήθηκε, κι η δυσεντερία από πάνω την απέκαμε. Τι νομίζετε; Αυτό μας περιμένει και μας. Θα βγάλουμε κι εμείς το χειμώνα;»

Αυτά είπε κι έφυγε. Είναι μερικοί άνθρωποι, έτσι, που σε αποκαρδιώνουμε, αντί να σου δώσουνε κουράγιο.

Πέρασα κοντά από το κρεβάτι της Ελενίτσας. Τη φωνάζω: «Ελενίτσα!»

Γυρίζει, με κοιτά και χαμογελά…

-Θα σου φέρουνε της λέω πατατίτσες τηγανιτές.

Έρχεται η Προϊσταμένη. Της χαϊδεύει τα μαλλιά. Την κοιτά η Ελενίτσα.  Θεέ μου, τι χαμόγελο έχει το παιδί! Τι χαμόγελο είναι αυτό όταν πλησιάζεις και σ’ αντικρίσει! Ράισε όλων μας η καρδιά…

Τέλος, ήρθανε, φέρανε τις πατατίτσες μέσα σ’ ένα πιάτο, όμορφες, ροδοκόκκινες, καλοτηγανισμένες. Ζευγάρια ματάκια άλλων παιδιών από τα κρεβατάκια τους κοιτάζανε!… Ανασηκώνονται…

Μα η Προϊσταμένη λέει δυνατά:

Όχι! Οι πατατίτσες είναι μόνο για την Ελενίτσα!

Και σκύβει πάνω από το κοριτσάκι και της λέει:

– Ελενίτσα, να οι πατατίτσες σου! Είναι δικές σου!  Σου τις φέραμε… Ελενίτσα!

Άνοιξε τα μάτια το κοριτσάκι. Μια λάμψη χαράς πέρασε, πριν να σβήσουνε τα ματάκια του. « Α!»  έκανε και χαμογέλασε και ανασηκώθηκε κομμάτι στο κρεβάτι κι άπλωσε το χεράκι να τις αρπάξει. Αλλά – αχ! –το κεφαλάκι  ξαφνικά έγειρε προς τα πίσω πιο άσπρο από πανί. Τα χειλάκια γινήκανε  ευθύς μαβιά. Μεγάλοι κύκλοι μαύροι φανήκανε κάτω από τα μάτια.

-Ελενίτσα!  Ελενίτσα!  Της φωνάζει η Προϊσταμένη.

Λιγοθύμησε η Ελενίτσα! …

φωτό 10

Τρέξαμε οι δυο νοσοκόμες που είμαστε εκεί, κοντά στο κρεβατάκι του παιδιού.  Και είδαμε το ένα χεράκι  πάνω στο σεντόνι να κρατά σφιχτά –σφιχτά τις τηγανιτές πατατίτσες. Δεν ήθελε να τις παρατήσει. Ανάσαινε βαθιά και η αγωνία ήταν σύντομη. Μα πάντα βάσταγε τις πατατίτσες τις τηγανιτές. Δεν είχε προφτάσει ούτε στο στόμα της να τις βάλει η Ελενίτσα. Με δυσκολία μεγάλη η Προϊσταμένη άνοιξε το χεράκι που κρατούσε τις πατατίτσες, για να μην παρουσιαστεί έτσι μπροστά στο Θεό και λυπηθεί Εκείνος και πει : «Α, άνθρωποι τρελοί!  Εγώ απ’ όλα τα καλά σας έδωσα στη γη!… Και όμως εσείς αφήσατε την τελευταία στιγμή, για να δώσετε στην Ελενίτσα λιγάκι φαί;»

Τα σταύρωσε λοιπόν τα χεράκια η Προϊσταμένη, για να παρουσιαστεί έτσι, χωρίς πατατίτσες, μπροστά του η Ελενίτσα. Με αδειανά και σταυρωμένα χεράκια. Στο Θεό που καλούσε τα φτωχά παιδιά κοντά Του, για να τα βγάλει από την κόλαση της ζωής.

 

 

 

………………………………………………………………………………………….

Ε. Αντίσταση, ο αγώνας  στα βουνά – Το ελεύθερο κράτος των βουνών

Ε ί μ α σ τ ε   π λ έ ο ν   α ν τ ά ρ τ ε ς

Ανώνυμος

Τη διήγηση την έγραψε ένας απλός άνθρωπος, όχι συγγραφέας που θέλησε να μείνει ανώνυμος.

φωτό 11

Οι πρώτες αντάρτικες ομάδες είχαν ακουστεί στη Ρούμελη. Τη γέφυρα του Γοργοποτάμου την είχαν ανατινάξει. Τα γεγονότα αυτά μας συγκινήσανε όλους μας. Η οργάνωση Φαρσάλων, που είχε συγκροτηθεί από τις πρώτες κιόλας μέρες της Κατοχής, ξαπλώθηκε σ’ όλο τον κάμπο. Αργότερα, με την ίδρυσή του, εντάχτηκε στο ΕΑΜ.

φωτό 12

Ναπολέων Ζέρβας, αρχηγός της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΔΕΣ ( αριστερά)

Άρης Βελουχιώτης, αρχηγός της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΛΑΣ( δεξιά)

Πολλοί οργανωμένοι εκφράζουν την επιθυμία να καταταγούν στον Εθνικοαπελευθερωτικό στρατό. Πήραν απόφαση, να ενισχυθεί το αντάρτικο με μια ομάδα. Οι προετοιμασίες άρχισαν στις αρχές του 1943. Ο αριθμός των μελών της  πρέπει να είναι περιορισμένος, για να μη γυμνωθεί η οργάνωση από στελέχη. Τελικά επτά νέοι εφοδιάζονται με  τον απαραίτητο ιματισμό και άρβυλα, με οπλισμό μόνον ένα πιστόλι ξεκινούν στις 19 Φεβρουαρίου 1943 το σούρουπο για την Ελεύθερη Ελλάδα. Λίγη ώρα πριν ξεκινήσω με δυο από τους νέους που συμμετέχουν στην αποστολή, είναι δυο αδελφικοί φίλοι, κουβέντα όμως για την αποστολή, δεν το ξέρουν επίσημα ότι και οι δυο είναι για τον ίδιο προορισμό, το υποψιάζονται  όμως από τις κινήσεις τους προηγούμενα. Η ώρα πλησιάζει, καληνυχτίζονται, χωρίζουν. Θα συναντηθούν σε λίγη ώρα στο καθορισμένο μέρος.

φωτό 13

Οι  επτά υποψήφιοι αντάρτες ξεκινούν από την πόλη και από διάφορα μονοπάτια βαδίζουν προς το μέρος συνάντησης. Οι καρδιές χτυπούν ακατάπαυστα απ’ τη συγκίνηση. Είναι οι ιερότερες και ωραιότερες στιγμές της ζωής τους.

Η συνάντηση έγινε την καθορισμένη ώρα και στο καθορισμένο μέρος. Ο επικεφαλής της αποστολής παίρνει και δίνει τα συνθήματα αναγνώρισης, όλοι είναι παρόντες. Η μικρή ομάδα συντάσσεται, η ώρα είναι 9 το βράδυ, η πορεία αρχίζει, η άγρια ομορφιά του μέρους είναι σημάδι πως από δω αρχίζει η Ελεύθερη Ελλάδα, αναπνέουμε καθαρό και ελεύθερο αέρα, αφήνουμε τους καραμπινιέρους και τις ατέλειωτες φάλαγγες των Γερμανών. Θα τους συναντήσουμε αργότερα στη μάχη.

φωτό 14 φωτό 15

Η πορεία συνεχίζεται, φτάνουμε στις παρυφές του Κασιδιάρη· εκεί σε μια πηγή τρώμε λίγες σταφίδες και σύκα που είχαμε μαζί μας, πίνουμε νερό και ξεκινάμε πάλι. Απ’ το πυκνό δάσος του Κασιδιάρη ακούγονται τα ουρλιαχτά των λύκων. Φτάνουμε λίγο έξω από το χωριό Μαντασιά Δομοκού, μας, πήρε το χάραμα, σταθμεύουμε, ανάβουμε φωτιά. Οι χωρικοί βγαίνουν από το χωριό, για να δουλέψουν στα χωράφια τους, μας καλημερίζουν. Είναι συνηθισμένοι να βλέπουν ξένους στο χωριό τους. Δεν μοιάζουμε όμως με ‘μαυραγορίτες’· δεν έχουμε πραμάτεια, για να την ανταλλάξουμε με καλαμπόκι, το υποψιάζονται πως κάποια σχέση έχουμε με το αντάρτικο, μας δίνουν πρόθυμα όποια πληροφορία τους ζητάμε. Φτάνουμε στο χωριό Χιλιαδού, είναι και ο προορισμός μας. Με το σκάσιμο του ήλιου ξεκινάμε, περνάμε το χωριό, προχωρούμε και φτάνουμε έπειτα από μια ώρα πορεία στη Χιλιαδού. Οι χωρικοί μας βλέπουν, μας πλησιάζουν, προσπαθούν να μάθουν ποιοι είμαστε και τι θέλουμε. Αν και το μαντεύουν. Το χωριό τους είναι ελεύθερο, οι κατακτητές και οι λεγεωνάριοι δεν κάνουν ποτές την κουτουράδα να πάνε στην περιοχή τους. Ζητάμε να συνδεθούμε με την οργάνωση. Αποδείχτηκε πως όλοι οι συνομιλητές είναι οργανωμένοι. Μας πλησιάζει ο υπεύθυνος του χωριού και χωρίς καμιά επιφύλαξη του λέμε ποιοι είμαστε και ότι θέλουμε να καταταγούμε, μας πληροφορεί πως οι αντάρτες θα περάσουν το βράδυ από το χωριό Μαντασιά και πως θα τους συναντήσουμε εκεί.

φωτό 16

Στο χωριό  βρήκαμε πολλούς γνωστούς και συμπολεμιστές μας του Αλβανικού Μετώπου, μας δέχονται με χαρά, μας συγχαίρουν για την απόφασή μας. Το μεσημέρι η οργάνωση μας έστειλε σε σπίτια για φαγητό, μας περιποιούνται, κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να μας ευχαριστήσουν. Το απόγευμα συγκεντρωνόμαστε στην πλατεία του χωριού. Εκεί μας φέρνουν ένα σακίδιο που είχαμε ξεχάσει στο μέρος που ανάψαμε τη φωτιά, το βρήκε κάποιος χωρικός και το ‘δωσε στην οργάνωση. Αυτό μας συγκίνησε. Ο κόσμος εδώ διαπαιδαγωγείται με το πνεύμα της αδελφοσύνης και της τιμιότητας.

Μαζί με τους υπεύθυνους της Χιλιαδού και μ’ ένα αντάρτη τραυματία που νοσηλεύονταν εκεί επιστρέφουμε στη  Μαντασιά.

Ο ήλιος έγειρε προς τη δύση του, βράδιασε και με όλους τους χωρικούς βγήκαμε στην άκρη του χωριού, για να υποδεχτούμε τους αντάρτες. Από το βάθος του δρόμου ακούγεται το «Έλληνες, ακολουθήστε των  ανταρτών τη φωνή». Οι πρώτοι φάνηκαν,  μπροστά η γαλανόλευκη, καβάλα ο Περικλής και ο Μπελής, πίσω οι αντάρτες, το θέαμα είναι άκρως συγκινητικό, συγκλονιστικό. Τα μάτια βούρκωσαν, χειροκροτούμε.

φωτό 17

Παρατάσσονται στο προαύλιο του σχολείου, οι επικεφαλής των ομάδων δίνουν αναφορά στον αξιωματικό υπηρεσίας. Οι περισσότεροι έχουν γένια, με σοβαρά αλλά γεμάτα καλοσύνη πρόσωπα υποδέχονται κι εμάς. Έμαθαν πως ήρθανε καινούριοι να καταταγούνε. Μας μίλησε ο Περικλής και ο Μπελής. «Αύριο θα σας βάλουμε σε ομάδες». Πήγαμε στο σπίτι για φαγητό και για ύπνο.  Την επόμενη στο διπλανό χωριό μας εντάξανε, μας δώσανε όπλα. Είμαστε πλέον αντάρτες !

 

 

Α π ό   τ ο   υ σ τ ε ρ ό γ ρ α φ ο   τ η ς   δ ό ξ α ς

Γιάννης Ρίτσος

-Τον ξέρεις τον Άρη;

-Ναι. Τον ξέρω.

Τον είδες ποτέ σου;

-Όχι. Μα τονε ξέρω.

-Πώς είναι;

-Τρεις βολές πιο αψηλός από τον πατέρα μου. Κι έχει ένα μεγάλο μεγάλο  κόκκινο άλογο. Και πίσω τον ακλουθάει πάντοτε ένας τρανός αητός με μια σημαία.

 

-Εσύ Γιωργή, τον ξέρεις τον Άρη;

-Τονε ξέρω.

-Τον είδες ποτέ σου;

-Τον είδα με τα μάτια μου.

-Πώς είναι;

-Έχει μακριά γένεια κι ένα αληθινό  άστρο στο μαύρο σκούφο του. Κι άμα μιλάει –κι ας χιονίζει ακόμα –γίνεται  μονομιάς πολλή ζέστα.  Κι όταν ακούνε τ’ όνομά του οι Γερμανοί κρύβονται σα λαγοί μέσα στα δάσα.

 

Ένα μεγάλο κόκκινο άλογο, ένας αετός με μια σημαία, ένα άστρο αληθινό, πολλή ζέστα –αυτός είναι ο Άρης των παιδιών και των μεγάλων.

 

φωτό 18

Άρης Βελουχιώτης, ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ

……………..

 

Τ ο   κ ε λ ά η δ η μ α   τ η ς    τ σ ί χ λ α ς

                                                                                                  Κώστας Βάρναλης

Τσίχλα την παρανομιάζανε στο χωριό την Αννούλα. Κι έζησε και πέθανε τσίχλα.

Ήτανε μιας μπουκιάς ανθρωπάκι. Αδύνατη, με ψιλά κανιά, δίχως βάρος, πετούμενη. Δεν περπατούσε — πήδαγε κ έτρεχε.

Αλλά για ποιο χωριό μιλάμε;

Για έν’ από κείνα τα βουνίσια, που σκαρφαλώνουνε στην πλαγιά του βουνού κι είναι όλα τα ίδια. Όμορφα, μα φτωχά και μίζερα κι αφημένα στην τύχη τους κι από θεούς κι ανθρώπους.

Μια ρεματιά στην κατηφοριά με τις κόκκινες ροδοδάφνες και μια γιδόστρατα, που φέρνει μες από το δάσος των πεύκων στην κορφή του βουνού. Τόσο απόμερο, ξεχασμένο χωριό, που σχεδόν είχε κι αυτό ξεχάσει τ’ όνομά του.

Δεν του χρειαζότανε, λες και του ’πεφτε βάρος.

Αλλ’ όσο τους λείπουνε των μικρών αφτών χωριών πολιτισμός, φροντίδα και χορτασιά, τόσο τους περισσεύ’ η ψυχή. Ψυχή του λαού.

Είμαστε στον τελεφταίο χρόνο της Κατοχής.

Το χωριό, που λέμε, βρισκότανε στα σύνορα των δυο Ελλάδων: της λεύτερης και της συνεργαζόμενης. Αλλά προς τα εδώ.

Ένα γερμανικό φυλάκιο προσπαθούσε με τους ναζήδες τους δικούς του και τους τσολιάδες τους «δικούς μας» να μποδίζει τη λευτεριά να κατέβει απ’ την κορφή του βουνού προς τα κάτου – στον κάμπο. Γιατί κει ψηλά στην κορφή του βουνού είχανε φωλιάσ’ οι αγωνιστές του έθνους κι ετοιμάζανε «καλά Χριστούγεννα» για τους εχθρούς.

Με την απελευθερωτικήν επιτροπή του χωριού είχανε συχνήν επαφή. Αλλά πώς; Μέσον της Τσίχλας. Ήτανε κόρη μιας φτωχιάς χηρευάμενης του χωριού, που ο άντρας της σκοτώθηκε στην Αλβανία. Οχτώ με δέκα χρονών η Τσίχλα. Μα γεμάτη φωνή, ξυπνάδα και μίσος εναντίον των εχθρών. Και σβέλτη και μπασμένη στη ζωή — σαν ώριμο πλάσμα — κι αδείλιαστη.

Καλός καιρός στα τέλη του Δεκέμβρη. Ήλιος και στέγνη — μα και κρύο τσουχτερό.

Η Τσίχλα μαζί μ’ άλλα παιδιά (τα σκολειά κλεισμένα!) βγαίναν έξω απ’ το χωριό σ’ ένα πλάτωμα προς το ρέμα και παίζανε μπροστά στα μάτια των Γερμανών και των τσολιάδων.

Παίζανε τόπι.

Η Τσίχλα, πάνου στο φούντωμα του παιχνιδιού, τίναζε το τόπι όσο μπορούσε μακρύτερα προς το ρέμα κι ύστερις έτρεχε, όσο μπορούσε πιότερο, να το φτάσει.

Το τόπι κυλούσε κάτου στη ρεματιά κι η Τσίχλα κυλούσε κι αυτή.

Όχι πολύ ψηλά, μέσα στο δάσος την περιμένανε κατά το μεσημέρι, κάθε μέρα δυο αντάρτες. Τους έδινε το μήνυμα γραμμένο ή στοματικά της Επιτροπής και ξαναγυρνούσε πίσου λαχανιασμένη (για να μην αργήσει) με το τόπι στα χέρια!

Αλλ’ αυτό το ταχτικό χάσιμο της Τσίχλας μέσα στο δάσος πονήρεψε τους «εχθρούς» ξένους και δικούς.

— Πρέπει να ιδούμε τι τρέχει, με τρόπο –γιατί το μωρό είναι πολύ πονηρό…

Αλλά δε χρειάστηκε τρόπος. Ο πρόεδρος του χωριού, δεξί χέρι των Ναζήδων, έκανε την τελευταία του υπηρεσία «προς την πατρίδα». Τους πληροφόρησε τι συμβαίνει.

Όταν την άλλη μέρα, παραμονή των Χριστουγέννων, η Τσίχλα ξανάκανε το «παιχνίδι» της, τρέξανε πίσω από το τόπι ναζήδες και «δικοί», σταματήσανε το τόπι τη σταματήσανε κι αυτήνε. Και την ψάξανε.

Βρήκανε χωμένο μέσα στα μαλλιά της ένα χαρτάκι.
— Έλα δω, πουλάκι μου, τη ρώτησε o πρόεδρος. Ποιος σου το ’δωσε τούτο;
— Μόνη μου το ’γραψα.
— Και τι ξέρεις εσύ από τέτοια πράματα;
— Όλοι μας ξέρουμε.
— Και τι άλλο «παιχνίδι» ξέρεις;
— Όλα. Και να τρέχω. Και να πηδώ. Και να τραγουδώ. Να σκαρφαλώνω στα δέντρα να καρπολογώ και να πιάνω πουλάκια στις φωλιές τους.
— Για σκαρφάλωσε σ’ αυτήνε την ελιά να σε ιδούμε; Η Τσίχλα βρέθηκε σ’ ένα λεπτό πάνω στο δέντρο.
— Ξέρεις, είπες, να τραγουδάς. Για πες μας κανένα «σκοπό» ν’ ακούσουμε; Ό,τι σου αρέσει.
Κι’ η Τσίχλα με λαγαρή παιδιάστικη φωνή κελάηδησε.
— «Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά…» (Αυτό το τραγούδι ήτανε τότες το πιο συνηθισμένο τραγούδι των σκλαβωμένων Ελλήνων).

Μπαμ!, μπαμ!, μπαμ!…

Οι Γερμαναράδες κι οι τσολιάδες τη βάλανε στο σημάδι και τη σκοτώσανε σαν πουλί. Και το πουλί σωριάστηκε χάμου, μιας φούχτας σώμα κι απέραντη ψυχή. Η ψυχή όλης της Ελλάδας.

Περασμένα μεσάνυχτα, την ώρα που οι καμπάνες διαλαλούσανε τη γέννηση του «Σωτήρος», πέσανε ξαφνικά στο χωριό οι αντάρτες — και ναζήδες και «δικοί» κι ο πρόεδρος πλήρωσαν με τη ζωή τους το άναντρό τους έγκλημα.

Κ’ ύστερα;

Ύστερα από ένα χρόνο η «Ελευθερία» είχε κυνηγηθεί στεριάς και πελάου απ’ όλην την Ελλάδα. Αλλά κάθε Χριστούγεννα, μετά τα μεσάνυχτα, οι χαρούμενοι αντίλαλοι της καμπάνας δεν μπορούν να πνίξουνε το θλιβερό κελάηδημα της Τσίχλας και το κλάμα της Πατρίδας…

 

……………………………………………………….

Στ. Αντίσταση, ο αγώνας  στις πόλεις

Ο ι    π ι τ σ ι ρ ί κ ο ι

Δημήτρης Ψαθάς

Γενάρης του 42. Σκελετωμένοι οι άνθρωποι γυρίζουνε στους δρόμους. Νομίζεις πως το κρύο, η πείνα και ο φόβος αγωνίζονται ποιο από τα τρία αυτά κακά θα καταφέρει  να γονατίσει μια ώρα αρχύτερα τον αναιδέστατον αυτόν λαό, που σε πείσμα κάθε λογικής εξακολουθεί να ζει και να υπάρχει. Και όχι μονάχα αυτό, παρά και να αστειεύεται.

Ο πιτσιρίκος προπάντων έχει κέφι. Γελά. Φλυαρεί. Πειράζει. Κλείνει το μάτι και χαιρετά φασιστικά τους Ιταλούς, ξεροβήχει όταν περνάνε  Γερμανοί, κορδώνεται και κάνει την περπατησιά τους. Ο φόβος τού  είναι πράγμα άγνωστο, το αστείο η ζωή του.

…Βραδάκι. Στο Ζάππειο. Ένα τεράστιο γερμανικό φορτηγό είναι σταματημένο κι έχει τα φώτα του αναμμένα. Ο Γερμανός σκοπός έχει οργανώσει την άμυνά του για την περίπτωση επιδρομής των σαλταδόρων(1). Έχει τα μάτια δεκατέσσερα. Γιατί εκείνοι χυμούν σαν αετοί ακριβώς τη στιγμή που δεν τους περιμένεις και οι ρεζέρβες κάνουν φτερά. Μια αδιάκοπη απειλή είναι το τραγούδι τους:

Να σαλτάρω, να σαλτάρω, τη ρεζέρβα να του πάρω!

φωτό 19 φωτό 20

Τα ξέρει αυτά ο κάθε Γερμανός που του εμπιστεύθηκαν αυτοκίνητο, γιατί πολλά είδαν  και πάθαν όλοι από τους σαλταδόρους. Αλλά κι ο κίνδυνος των πιτσιρίκων δεν  είναι μικρός. Ένας ακήρυχτος πόλεμος υπάρχει ανάμεσα στα θηρία και τα πεινασμένα αλητάκια της Αθήνας. Η πονηριά είναι το όπλο τους. Όταν δε βάζουν σε ενέργεια αυτή και κάνουν τον πόλεμο ανοιχτά, πάνε χαμένα. Οι Γερμανοί δεν χωρατεύουν. Στις αρχές που πρωτομπήκαν, παιδιά πετροβόλησαν ένα αυτοκίνητο. Λυσσασμένος φρενάρισε και κατέβηκε ο Γερμανός. Έπιασε ένα. Άδραξε το χέρι του παιδιού, το ‘φερε στο γόνατό του και το ‘σπασε, όπως σπάζεις ένα ξύλο. Ούρλιαξε το παιδί κι έπεσε λιπόθυμο. Κι ο Γερμανός το παράτησε εκεί, ξανανέβηκε στο αυτοκίνητό του κι έφυγε. Η ανθρωπιά είναι πολυτέλεια περιττή, είπε ο χιτλερισμός, και πήραν σκληρή πείρα ως και τα μωρά.

Να το βάλουν κάτω;

Όχι δα! Είδαν ότι άνισος πόλεμος δίχως πονηριά δεν γίνεται. Κι από τότε το μυαλουδάκι της μαρίδας δεν ασχολείται μονάχα πώς θα εξοικονομήσει  ένα ξεροκόμματο, αλλά και πώς θα στραβώσει αυτό το φοβερό Κύκλωπα, που τρέμει όλος ο κόσμος.

Παίρνει τα μέτρα του ο Πολύφημος. Κοιτά γύρω. Κι ακριβώς για ν’  αποφύγει κανένα αναπάντεχο, έχει ανάψει και τα φώτα του αυτοκινήτου. Κι ακόμα, για να είναι σίγουρος εκατό τα εκατό, δε στέκεται σ’  ένα μέρος, παρά φέρνει βόλτες γύρω γύρω το φορτηγό. Αν κοτάς (2), Οδυσσέα, έλα! Κι έρχεται ο Οδυσσέας. Πατρίδα του είναι το χώμα που πατά ο Κύκλωπας κι αν ζωντάνεψε αυτός, σε τούτα τα χώματα, δεν πέθανε όμως ποτέ το πολυμήχανο πνεύμα του πολύμητι (3). Μόνο που ο Ομηρικός ήρωας τούτη τη φορά είναι ένα παιδάκι δέκα χρόνων. Πεινασμένο. Κουρελίδικο. Εύθυμο ωστόσο και παμπόνηρο. Κρατά ένα τσιγάρο και πλησιάζει στο παλιό φανάρι του αυτοκινήτου.  Σταματά ο Γερμανός και το κοιτά. Τι θέλει να κάνει; Σκύβει ο μικρός ν’  ανάψει το τσιγάρο του απ’  το ηλεκτρικό. Κι ο Κύκλωπας απορεί.

-Τι κάνει;

Καμαράτ(4) , ανάψει σιγαρέτ;

Ηλεκτρικός;

Για(5).

Ξεκαρδίζεται ο Κύκλωπας. Τι κουτοί που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα! Αν είναι δυνατόν ν’  ανάψει το τσιγάρο του απ’  το ηλεκτρικό φανάρι! Και τον κάνει χάζι.

-Ανάψει;

-Ανάψει, καμαράτ.

-Νιχτς (6) ανάψει.

-Για, για. Εγώ σου λέω ανάψει σιγαρέτ. Βάζουμε στοίχημα;

-Στοίκημα;

Δε νιώθει.

-Νιχτς καταλαβαίνει.

-Το λοιπόν, άκου να δεις, μάγκα. Αν εγώ νιξ ανάψει το τσιγάρο απ’  το φανάρι, εσύ εμένα καρπαζά. Κλαπ!. Αν εγώ ανάψει το τσιγάρο, απ’  το φανάρι, εγώ εσένα καρπαζά. Κλάπ!

Με παραστατικές χειρονομίες εξηγεί ο πιτσιρίκος την πρότασή του στον Κύκλωπα. Κι εκείνος τον κοιτά και διασκεδάζει.

-Ντεν καταλαβαίνει.

-Νιξ;

-Νιξ.

-Είσαι μάπας.

Ο Γερμανός βγάζει τον αναπτήρα. Τον ανάβει και δίνει φωτιά στον πιτσιρίκο. Αλλά ο πιτσιρίκος του κάνει χωρατά.  Φου και σβήνει τον αναπτήρα. Γελά ο Κύκλωπας. Τι παιχνιδιάρηδες που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα. Ξανανάβει τον αναπτήρα. Τον απλώνει. Πλησιάζει το μούτρο του ο πιτσιρίκος, φέρνει κοντά το τσιγάρο του, κάνει τάχα πως ανάβει, ύστερα απότομα πάλι φου και ξανασβήνει τον αναπτήρα. Ξεκαρδίζεται ο Γερμανός.

-Χο-χο-χο!

Κουτοί και πεισματάρηδες που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα! Ένας πελώριος Γερμανός νιώθει την απέραντη υπεροχή του απέναντι σε αυτό το μικροσκοπικό χαζόπραμα και καθώς το βλέπει να τραβάει πάλι στο φανάρι για ν’  ανάψει, βρίσκει πως έχει δίκιο ο Χίτλερ να βραχνιάζει πως οι Γερμανοί είναι έξυπνος και περιούσιος λαός, που προορίστηκε από τη Θεία Πρόνοια να  καβαλήσει όλους τους λαούς που είναι κουτοί. Αλλά το αστείο παρακρατά κι ο μικρός ανάβει επιτέλους από τον αναπτήρα:

-Τάκενσεν!

-Εν-τά-ξει!

-Μπράβο, ρε Χιτλερία. Τα ‘μαθες τα ρωμέικα. Αφίτερζεν.

-Αφίτερζεν.

Κι ο Κύκλωπας με το χαμόγελο στο κρύο του πρόσωπο κοιτά τον πιτσιρίκο που χάνεται μες στο σκοτάδι. Ύστερα ετοιμάζεται πάλι να ξαναρχίσει τις βόλτες του γύρω απ’ το αυτοκίνητο.

Αλλά όταν φτάνει στο πίσω μέρος, γουρλώνει τα μάτια. Κομμάτια ξεβιδωμένα, λάστιχα κατατρυπημένα, κομμάτια που λείπουν, σωστή καταστροφή. Και τότε μόνο καταλαβαίνει:

-Αχ ζόόόό!…

Λυσσά. Γαυγίζει. Τραβά το πιστόλι. Αλλά οι πιτσιρίκοι – γιατί ήταν ολόκληρη παρέα που μοίρασε τη δουλεία του σαμποτάζ- έγιναν άφαντοι.

φωτό 21

Σαλταδόροι εν δράσει : Σκηνή από την αριστουργηματική ταινία « Το ξυπόλυτο τάγμα» του Γκρεγκ Τάλλας ( Γρηγόρη Θαλασσινού) 1953

………………………………………………………………………………………….

 

Ζ. Αντίποινα

Τ ο    μ π λ ό κ ο

Δημήτρης Ραβάνης Ρεντής

 

Στις γειτονιές είχαν αρχίσει από καιρό τα γερμανικά μπλόκα. Κι η οδός Ωραίας, ένα από τα δρομάκια της Αθήνας, καρτερούσε την αράδα της. Μέρα με τη μέρα ο κύκλος στένευε γύρω της. Οι άνθρωποι λαγοκοιμόντουσαν, έτοιμοι να πεταχτούν απάνω με τον παραμικρό θόρυβο. Ο τρόμος κι ο κίνδυνος που πριν σε παραμόνευε μόνο στο δρόμο, τώρα είχε μπει και μέσα στα σπίτια. Πουθενά δεν ήσουνα εξασφαλισμένος. Παντού μπορούσε να σε βρει ο χάρος. Και να που το μπλόκο έφτασε και στην οδό Ωραίας.

Ένας ξαφνικός θόρυβος ξύπνησε το δρομάκο. Την ίδια στιγμή κι από τις δυο πάντες του στενού μπουκάρησαν οι γερμανικές μοτοσυκλέτες. Ύστερα μπήκαν τρία μαύρα αυτοκίνητα και δυο φορτηγά. Ακούστηκαν σύντομες διαταγές και σε λίγο μια φωνή βαριά, δυνατή ούρλιασε:

-Όλοι οι άντρες από δέκα έξη χρονών να βγούνε στο δρόμο!

Η φωνή σώπασε για λίγο. Μα σε λίγο ξανακούστηκε:

φωτό 22

-Όλοι οι άντρες από δεκάξη ως εξήντα χρονών να βγούνε στο δρόμοοο!

Ήταν ένα ουρλιαχτό σα σκυλιού που προμηνούσε κάποια καταστροφή, κάποιο θάνατο. Η φωνή, άγρια, σουρτή, κουρέλιασε τη νύχτα. Ο αέρας λαχτάρησε για λίγο, τρεμούλιασε κι ύστερα απλώθηκε μια αλλόκοτη, νεκρική, άγρια, ησυχία. Κανένα παράθυρο δεν ανοίχτηκε. Καμιά πόρτα δεν έτριξε. Σαν να μην άκουσε κανένας τη φρικτή φωνή, που τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά τάραζε τις συνοικίες της Αθήνας. Η οδός Ωραίας σάμπως να ΄χασε ξαφνικά την ψυχή της, σα να νέκρωσε. Σάμπως να μείναμε μόνο τα σπίτια, κρύα, ακατοίκητα. Κι όμως οι άνθρωποι την ίδια τη στιγμή, όλοι, ήταν πια σηκωμένοι και ντυμένοι, αποχαιρετιόντουσαν, φιλιόντουσαν, σαν να τοιμαζόντουσαν για ένα μεγάλο ταξίδι και να καρτέραγαν ν΄ ακουστεί ξανά η φωνή, για στερνή φορά, που θα ξανάδινε τη φριχτή διαταγή, προσπαθώντας να μακρύνουν λίγο τη στιγμή του χωρισμού.

Πρώτος βγήκε ο Μπάκας, ο έμπορας. Μόλις άκουσε τις φωνές κάτω στο δρόμο, πετάχτηκε από το κρεβάτι και βγήκε έτσι όπως ήταν, αχτένιστος, με τις πυτζάμες και με τις παντούφλες.

-Ρίξε κάτι πάνω σου, θα κρυώσεις….μουρμούρισε με τρεμουλιαστή φωνή η Ρίκα, η γυναίκα του, όμορφη ακόμα, παρά τα σαρανταπέντε της χρόνια.

-Ας κρυώσω… ας κρυώσω… μόνο να μην αργήσω και ξυπνήσω με καμιά σφαίρα στο κεφάλι κι απέ θα ΄χω καιρό να μου περάσει το κρύωμα, απάντησε ο Μπάκας και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες που τρίξανε κάτω απ΄ το βάρος του. Καθώς έβγαινε αντάμωσε με το γείτονά τους, τον ιεροκήρυκα το Φωστίνη. Ο ιεροκήρυκας θα μπορούσε να παινευτεί ότι είχε το διπλό θάρρος από τον Μπάκα. Είχε ντυθεί καλά. Μόνο που καθώς περπάταγε και σηκωνόντουσαν τα παντελόνια του, φαινότανε ξεκάλτσωτος. Το θάρρος του δεν του ΄φτασε ίσαμε τις κάλτσες.

Ο Νώντας Ρόβας, ένας νέος ίσαμε δεκαεφτά χρονών, άκουσε τις φωνές και ξύπνησε. Την ίδια στιγμή άκουσε και τη φωνή της μάνας του μαλακιά, καθησυχαστικιά:

-Σήκω, παιδί μου, ντύσου….

Ο Νώντας ένιωσε ένα λαφρύ τρέμουλο στη φωνή της, που η Ανθή δεν κατάφερε να το πνίξει. Άρχισε να ντύνεται αργά, νιώθοντας ένα μυρμήγκιασμα σ΄ όλο του το σώμα. Ήταν κι απ΄ την κούραση. Όλη τη νύχτα, είχανε γυρίσει πάλι τους δρόμους της γειτονιάς, μαζί με τους άλλους νέους του τομέα της αντίστασης της συνοικίας του και γράψανε συνθήματα στους τοίχους των σπιτιών. Τοιμάστηκε κι ο πατέρας του.

-Πάμε….να μην απομακρυνθείς από κοντά μου, ψιθύρισε ο πατέρας του, σαν να φοβότανε να μην τον ακούσει κανείς, και τον έπιασε από το χέρι, σαν τότε που ΄ταν μικρός και πηγαίνανε τις Κυριακές στην εκκλησιά.

-Πηγαίνετε…πηγαίνετε…στην ευκή του Θεού!….μουρμούρισε η Ανθή και τους έσπρωξε ελαφριά έξω. Ύστερα είπε στην Ελένη, που ΄χε σηκωθεί και καθότανε μισόγυμνη στην άκρη του κρεβατιού κ΄ έτρεμε: «Σώπα και συ, τι κάνεις έτσι;». Αν και δεν φώναξε, η φωνή της ακούστηκε δυνατή, παράξενη, σαν μέσα σε σπηλιά, σ΄ αντίθεση με τη σιγανή ομιλία, τη συνωμοτική που είχε ακουστεί ως τώρα μέσα στο σπίτι.

Ο Νώντας βγήκε στο δρόμο μαζί με τον πατέρα του. Διέσχισαν το σοκάκι και πήγαν στον τοίχο της φάμπρικας του Κατρή, όπου είχαν παραταχθεί όλοι οι άντρες σύμφωνα με τη διαταγή. Την ίδια στιγμή είδε το γέρο Βέργο, συνταξιούχο καθηγητή της μουσικής, να βγαίνει από το σπίτι του ντυμένος γιορτερά, με το καπέλο του, το κασκόλ του, με τα όλα του. Κρατούσε και το βιολί του παραμάσκαλα. Άθελα του ο Νώντας γέλασε μέσα του: «Χάζεψε ο γέρος. Το βιολί του ΄λειψε τέτοιες ώρες». Ο Βέργος ήρθε και πήρε θέση δίπλα του, χαιρετώντας ευγενικά, όπως πάντα. Ποτέ δεν άφηνε το ευγενικό του ύφος. Λίγο πιο πέρα φάνηκε ο φίλος του Νώντα, ο Σώτος ο Ρίζος. Ήταν μαζί στην ίδια νεολαιίστικη οργάνωση αντίστασης. Οι τσέπες του ήταν παραφουσκωμένες. Η αδερφή του Σοφία πάντα προσεχτική και πάντα προνοητική – βλέπεις πολλές φορές τα ΄χε ξεπροβοδίσει τ΄ αδέρφια της στις φυλακές και τις εξορίες – του ΄χε γεμίσει τις τσέπες μ΄ ασπρόρουχα. Του ΄χωσε βιαστικά στις τσέπες του παντελονιού του κάμποσες χούφτες ρεβύθια. Είχε θυμηθεί τον Πάνο, τον Πάνο τον αδερφό της τον κομμουνιστή, που πέθανε φυματικός στην εξορία. Ο Πάνος έλεγε πως τίποτα δε σε χορταίνει πιο πολύ όσο καμιά τριανταριά ρεβύθια και δυο ποτήρια κρύο νεράκι. Φουσκώνουν, λέει, τα ρεβύθια στο στομάχι κι όσο να τα χωνέψεις δεν έχεις όρεξη μήτε για φασιανό. «Παυσίπεινα» τα ΄λεγε.

-Τι λέτε να γίνει κύριέ μου; Άκουσε ο Νώντας δίπλα του τη φωνή του Βέργου, του δάσκαλου.

-Σαν τι να γίνει; μουρμούρισε άχρωμα ο Νώντας.

-Εγώ μια φορά είμαι έτοιμος, μουρμούρισε με περηφάνια ο Βέργος και χτύπησε απαλά με την παλάμη του τη θήκη του βιολιού του.

Ο Νώντας χαμογέλασε πάλι, μα δεν πρόλαβε να κάνει καμιά σκέψη. Πλησίασαν δύο εσεσίτες κι άρχισαν να τους σπρώχνουν με τ΄ αυτόματα να κολλήσουν στον τοίχο, ουρλιάζοντας.

Στον δρόμο είχαν μαζευτεί αρκετοί άντρες απ΄ την οδό Ωραίας και απ΄ τα γύρω σοκάκια. Κι όλο κι ερχόντουσαν νέοι. Άνοιγε από καμιά πόρτα και κάποιος έβγαινε. Ακουγότανε πού και πού και κανένα κλάμα. Θα ΄ταν πάνω από διακόσιοι άντρες από δεκαπέντε ίσαμε εξήντα χρονών, καταπώς ήταν η διαταγή. Έβλεπες όμως και μεγαλύτερους και μικρότερους. Βγαίνανε όλοι για να ΄ναι πιο σίγουροι. Μπορεί και να βρισκότανε κανένας γερμαναράς και να ΄πιανε ένα δεκατετράχρονο αγόρι και να το σκότωνε. Σάμπως θα δώσει λογαριασμό; Γι΄ αυτό βγαίνανε όλοι. Και δώδεκα χρονώ παιδιά ακόμα. Στη μέση στεκότανε μια κλειστή γερμανική μαύρη κούρσα οχταθέσια με αναμμένα τα φανάρια γυρισμένα κατά τον τοίχο του Κατρή, που ήταν μαζεμένοι οι άντρες. Κάθε λίγο ερχότανε από κανένας χωροφύλακας τραβολογώντας κάποιον. Σ΄ ένα σπίτι ακούστηκαν πυροβολισμοί. Είχαν βρει έναν κρυμμένο στην αποθήκη και τον σκοτώσανε. Πιο κάτω ο Νώντας είδε παρατεταγμένους άλλους δυο της ομάδας του, τον Γιώτη τον καμπούρη και το Λουκά. Ήταν από τους λίγους που είχαν ντυθεί καλά. Οι περισσότεροι είχαν ρίξει απάνω τους ότι πρόχειρο βρήκανε κοντά τους την ώρα κείνη.

Οι άντρες των Ες-Ες, σπρώχνανε τον κόσμο με του υποκόπανους φωνάζοντας και ο διερμηνέας επαναλάβαινε τις φωνές τους σαν βραχνιασμένο γραμμόφωνο:

-Άντε, άντε, στριμωχτείτε. Άντε, άντε…..

Κανά δυο Γερμανοί, που επιτηρούσαν τη συγκέντρωση, δείχναν φανερά σημάδια έξαψης.

Στις πόρτες κρυφά και φανερά είχαν μαζευτεί οι γυναίκες, κοιτάζανε τους άντρες των σπιτιών τους μαζεμένους σαν πρόβατα επί σφαγή στον τοίχο του Κατρή και σταυροκοπιόντουσαν. Ο Νώντας είδε τη μάνα του στην εξώπορτα. Είχε ριγμένο πάνω στους ώμους της το σάλι της, και στεκότανε με σταυρωμένα τα χέρια της στο στήθος. Το πρόσωπο της δεν έδειχνε κανένα φόβο. Από τους γείτονες κανένας δε μιλούσε. Τσιμουδιά. Ακουγόντουσαν μόνο οι στριγγλιές και τα παραγγέλματα των χιτλερικών. Τέλος, όταν οι εσεσίτες έκαναν και την έρευνα στα σπίτια και είδαν πως δεν είχε μείνει πια κανένας μέσα, το σουρταφέρτα σταμάτησε στο δρόμο, μαζεύτηκαν όλοι, μισοφέγγαρο, κοντά στους συγκεντρωμένους. Από τη μαύρη κούρσα βγήκε τότες κάποιος ντυμένος με μια μαύρη κουκούλα που έπιανε απ΄ το κεφάλι του ίσαμε λίγο πιο κάτω απ΄ τη μέση του, κρύβοντας τον σχεδόν ολόκληρο. Η κουκούλα ήταν τρυπημένη μόνο στα μάτια για να μπορεί να βλέπει.

φωτό 23

Ο μασκοφόρος! Το φίδι της κατοχής! Θα περάσουν τα χρόνια, κι ο κόσμος θα ξεχάσει το μίσος του για τους Γερμανούς, γιατί κανείς δεν μπορεί να χαρεί τη ζωή μισώντας. Θα περάσουν τα χρόνια και πάνω από τους πεθαμένους θα πέσει η πάχνη της λησμονιάς. Οι γούβες από τις οβίδες θα σκεπαστούν με λουλούδια, τα σπίτια θα χτιστούν, μα το μίσος για το μασκοφόρο δε θα σβήσει ποτές. Όπως ποτές δεν χάνεται η απέχθεια που ένιωσες μπροστά σ΄ ένα γλοιώδες σκουλήκι ή σ΄ ένα ψόφιο τυφλοπόντικα. Σ΄ όλα τα μπλόκα έκανε την εμφάνισή του κι ένας μασκοφόρος. Ήταν ένας προδότης απ΄ την ίδια πάντα γειτονιά που γινότανε τα μπλόκο, γιατί ήξερε πάντα όλους τους άντρες.

φωτό 24

Ο μασκοφόρος στάθηκε για λίγο κ΄ ύστερα πήγε να βαδίζει προς τους άντρες που είχαν συγκεντρωθεί στον τοίχο, σιωπηλός και τρομερός κάτω από τη μαύρη κουκούλα. Τότε ακούστηκε ένα ουρλιαχτό. Ήταν η γριά Δούκαινα η μπακάλισσα που ούρλιαξε. Λιγοθύμισε. Την ξέχασαν όμως, γιατί ο μασκοφόρος άρχισε κιόλας να προχωρεί αργά κατά μήκος της φάλαγγας. Δεν ακουγότανε τσιμουδιά. Ο μασκοφόρος πότε πότε σταματούσε μπροστά σε κάποιον και τον κοίταζε εξεταστικά, ώρα πολλή. Κάποιο παράθυρο άφηνε ένα «αχ» γεμάτο αγωνία, κ΄ ύστερα πάλι του τάφου σιγή. Σε μια στιγμή σταμάτησε μπροστά σ΄ έναν ψηλόν άντρα. Σήκωσε αργά το χέρι του και τον σαγίτεψε με το δείχτη.  Τρέξανε δυο Γερμανοί και τον τραβολόγησαν έξω από τη γραμμή χτυπώντας τον συνάμα με τους υποκόπανους. Τον άρπαξαν άδειο σακί και τον πέταξαν στο φορτηγό που καρτέραγε. Ο μασκοφόρος προχώρησε στον επόμενο. Έδειξε άλλους πέντε άντρες και σε λίγο σταμάτησε μπροστά στο Νώντα. Τον κοίταξε για πολύ, προσεχτικά. Τον κοίταξε κι ο Νώντας κατάφατσα προσπαθώντας να φαίνεται ήρεμος. Μέσα του όμως κάτι σα να ΄σπασε, κάποιο ελατήριο, και κάποιο κουδούνι πήρε να χτυπά σα δαιμονισμένο. Κοιτούσε το μασκοφόρο κατάματα, μα το βλέμμα του πήρε λοξά και τη μάνα του: είχε φέρει τα χέρια της στο πρόσωπό της σκεπάζοντας τα μάτια της. Ο Νώντας ένιωσε ένα ρίγος και σφίχτηκε για να συνέλθει. Θαρρούσε πως ώρες ολόκληρες στέκει εκεί ακίνητος, έχοντας μπροστά του το μασκοφόρο και πως ξανάγινε κάποτες. Δίπλα του ένιωσε τον πατέρα του να λαχταρά με τα μάτια του καρφωμένα στο δεξί χέρι του μασκοφόρου: Θα το σηκώσει τάχα για να δείξει το γιο του; Σε λίγο είδε σα μέσα σε νεφέλη το μασκοφόρο να κινιέται. Πραγματικά, προχώρησε και πήγε στον επόμενο. Την άλλη μέρα του ΄πανε του Νώντα πως μπροστά σ΄ αυτόν δε στάθηκε μήτε τρία δευτερόλεπτα ο μασκοφόρος. Δεν το πίστεψε. Πώς; Αυτό το μαρτύριο το αβάσταχτο που ΄νιωσε, δεν κράτησε παρά τρία δευτερόλεπτα; Μπορεί μέσα σε τρία δευτερόλεπτα να υποφέρει τόσο;

Δίπλα του σταμάτησε πάλι ο μασκοφόρος. Σήκωσε το χέρι του κι έδειξε το γέρο Βέργο. Αυτός, πάντα ευγενικός, ψιθύρισε ένα «χαίρετε». Μα δεν πρόλαβε. Χύμηξαν απάνω του θεριά οι χιτλερικοί. Έπεσε το σκληρό του το μπορσαλίνο και τσούλησε τρία μέτρα μακριά. Του ΄φυγε και η θήκη του βιολιού από τη μασχάλη. Κάποιος την κλώτσησε. Ήρθε η θήκη και σταμάτησε μπροστά στα πόδια του Νώντα. Ο Βέργος δεν φαινότανε φοβισμένος, παραξενεμένος φαινότανε. Για μια στιγμή είπε μάλιστα:

-Σταθείτε κύριοι, εφόσον βλέπετε ότι σας ακολουθώ εθελοντικώς. Ο καημένος ο Βέργος νόμισε πως θα του φερθούν με το γάντι, θα τον αφήσουν να βαδίσει πρώτος. Θα του πούνε «ορίστε περάστε» και δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό του πως θα τον αρπάζανε δυο μαντραχαλάδες να τον ρίχνουν σαν σκουπίδι στο γερμανικό φορτηγό αυτοκίνητο που όλο και γέμιζε.

Ο μασκοφόρος στο μεταξύ προχώρησε. Ξαφνικά ακούστηκε κάποια φωνή:

-Όχι εμένα! Όχι εμένα! Όχι εμένα!

Κάποιον τραβολογούσαν, που όλο προσπαθούσε κάτι να πει, να γλυτώσει, χωρίς να τα καταφέρει. Κι ούρλιαζε σα να ΄τανε στου λιονταριού το στόμα κι όλο και πιο πολύ μάνιαζαν οι Γερμανοί και τον σακραμάτιζαν.

Και ξαφνικά έγινε κάτι που δε θα το ξεχάσει ποτέ η οδός Ωραίας.

Είχε σταματήσει ο μασκοφόρος μπροστά στο Γιώτη τον καμπούρη. Ο Γιώτης ήτανε ένας καμπουράκος, γνωστός στη γειτονιά, δουλευτής, κι αγαπητός σ΄ όλους. Κανείς όμως δεν ήξερε το πραγματικό του όνομα. Σ΄ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας είχε καταφέρει να δουλεύει για το Κόμμα κάτω από τη μύτη της Ασφάλειας, χωρίς να τον πάρουν μυρουδιά. Τώρα, ήταν στην ίδια ομάδα με το Νώντα. Οι σύντροφοί του τον λέγανε «Φοβιτσάρη» γιατί το παρατράβαγε με τα συνωμοτικά μέτρα. Του ΄χε μείνει το συνήθειο από την κλειστή δουλειά στον καιρό της δικτατορίας. Ο μασκοφόρος τον κοίταζε τον καμπούρη πολλά δευτερόλεπτα, επίμονα. Ξαφνικά ο Γιώτης πήδηξε κατά πάνω στο μασκοφόρο, κρεμάστηκε από το λαιμό του, έχωσε το χέρι του το δεξί στην τρύπα της μάσκας και τράβηξε. Το πανί ξεσκίστηκε ίσαμε κάτω. Φάνηκε το μούτρο του Θησέα του Δούκα, του γιου του μπακάλη, αλλαγμένο, γδαρμένο, καταματωμένο από τα νύχια του Γιώτη, πράσινο, παραμορφωμένο από τη μανία. Τίναξε με μιας από πάνω του τον καμπούρη, λευτερώθηκε και χωρίς πια να κάνει καμιά προσπάθεια για να κρυφτεί, έβγαλε το πιστόλι του και το άδειασε με λύσσα κατά πάνω του. Ο Γιώτης κλονίστηκε, τραμπαλίστηκε σαν μεθυσμένος κ΄ ύστερα έπεσε απότομα καταγής. Όλα γίνανε τόσο γρήγορα που κανένας δεν πρόλαβε να επέμβει. Ούτε να φωνάξει κανείς δεν πρόκανε. Ένας Γερμανός, όταν πια όλα είχαν τελειώσει, έριξε με τ΄ αυτόματο μια ριπή γυροφέρνοντας τ΄ όπλο του στην τύχη. Κάποιοι πέσανε βογγώντας. Οι αξιωματικοί αφρίζανε φτύνοντας τις διαταγές τους. Βιάστηκαν να μαζεύουν από κάτω τους χτυπημένους. Τους έριχναν όλους νεκρούς, ζωντανούς και τραυματίες, όλους, ανάκατα, μέσα στα φορτηγά. Μερικοί πρόλαβαν και πέταξαν σημειώματα από τ΄ αυτοκίνητα στους άλλους που μείνανε. Τα φορτηγά ξεκίνησαν. Καθώς προχωρούσαν στάλαζε το αίμα κατάχαμα, και το ΄πινε το χώμα. Ο Νώντας είδε το Βέργο να του κάνει ένα ελαφρό νόημα με το κεφάλι.

Μόνο όταν απομακρύνθηκαν πια τα αυτοκίνητα και χάθηκαν στη στροφή του δρόμου, μόνο τότε άρχισε το κλάμα στη γειτονιά, ένα κλάμα σουρτό, απελπισμένο, μοιρολόγι θανάτου. Απ΄ το τέντωμα σπάσαν τα νεύρα. Ουρλιαχτά ακουγόντουσαν και βρισιές. Και κατάρες.

Στον τοίχο είχε μείνει μόνο ο Πλάτων ο Δούκας, ο πατέρας του μασκοφόρου, ακίνητος στην ίδια θέση που ήταν και πριν λίγο, με τα μάτια καρφωμένα στου δρόμου τη στροφή. Ο Λουκάς καθότανε σα χαμένος στα σκαλάκια του εργοστασίου με τα χέρια κρεμασμένα ανάμεσα στα σκέλια του.

Ο Νώντας σήκωσε από χάμω τη θήκη του Βέργου κι άρχισε να την ξεσκονίζει μηχανικά με το μανίκι του. Πήγε κι έκατσε δίπλα στο Λουκά. Πιο πέρα δυο γυναίκες περιποιόντουσαν τη μπακάλαινα τη Δούκαινα, που δεν είχε συνέρθει ακόμα από τη λιγοθυμιά. Είχε γνωρίσει το γιο της από το περπάτημα γι’ αυτό είχε βάλει εκείνη τη φωνή. Ενώ ο Λουκάς έλεγε:

-Δεν μπορώ να το καταλάβω… δεν μπορώ… ο Γιώτης που ήταν πάντα τόσο προσεχτικός… Τον έλεγα φοβιτσιάρη… και να…

Κι άρχισε να κλαίει ο Λουκάς, σιγά, ξερά, μ΄ αναφυλλητά. Κι ο Νώντας δεν μπόρεσε να καταλάβει, αν έκλαιγε για τον Γιώτη τον καμπούρη, ή για το που μετάνιωσε για τις δικές του σκέψεις τις πρωτινές.

Ο Νώντας άνοιξε τη θήκη του βιολιού. Περίμενε ν΄ αντικρύσει μέσα το βιολί, μα είδε τη θήκη γεμάτη ασπρόρουχα. Ήταν κ΄ ένα άσπρο επίσημο πουκάμισο με σκληρό κολάρο. Με μιας ένιωσε ένα απέραντο σεβασμό για κείνο το ειρηνικό γεροντάκι, που ΄χε τοιμαστεί τόσο ήρεμα, αθόρυβα κι αποφασιστικά για το ταξίδι του.

 

Έτσι έγινε και έμαθε η γειτονιά, το πραγματικό παρανόμι του Γιώτη. Ίσαμε εκείνη τη μέρα του μπλόκου, όλοι στην οδόν Ωραίας τον λέγανε Καμπούρη. Πότε πότε του κολάγανε κοντά στο παρατσούκλι και τα επαγγέλματα που έκανε κατά καιρούς: ο Μανάβης, ο Καροτσέρης, ο Τσιμεντάς.

Το επώνυμο του Γιώτη του Καμπούρη το μάθανε την άλλη μέρα κιόλας. Όταν σηκώθηκαν το πρωί οι άνθρωποι, είδαν να γράφει και στις τέσσερις γωνιές του δρόμου ακριβώς κάτω από το επίσημο «Οδός Ωραίας», «Οδός Γιώτη Λίναρη». Στην αρχή παραξενεύτηκαν μα ύστερα τους φάνηκε φυσικό: «Βέβαια, έπρεπε να ΄χει ένα όνομα κι ο Καμπούρης».

Αυτό το «Λίναρης» όμως, είναι φυσικό να τον δυσκολέψει τον κόσμο στην αρχή. Δεν μπορείς κάποιον που τον έλεγες χρόνια ολόκληρα «Καμπούρη» να τον πεις από τη μια μέρα στην άλλη «Λίναρη». Ποιος ξέρει; Ίσως κι ο Γιώτης να απορεί ακούγοντας τ΄ όνομά του: «Ποιος να ΄ναι αυτός ο Λίναρης; Για μένα μιλάνε;», θα αναρωτιέται βέβαια εκεί στον Παράδεισο που βρίσκεται. Γιατί, όσο γι΄ αυτό, έτσι τ΄ αποφάσισαν οι γυναίκες της γειτονιάς: ο Γιώτης πήγε στον Παράδεισο. Ήταν αδύνατο να πάει αλλού, σ΄ άλλο μέρος. Και ούτε απ΄ το Καθαρτήριο θα περνούσε. Σαν τα παιδιά τα καλά που περνάνε την τάξη «άνευ εξετάσεων».

Και μια γριά ακόμα που τόλμησε να πει: «μα πώς θα πάει στον Παράδεισο; Αυτός ήταν κομμουνιστής…. δεν πίστευε στο Θεό!», κι αυτή ακόμα, κούνησε υστερότερα το κεφάλι της και διόρθωσε: «… Δεν πειράζει… πίστευε ο Θεός σ’ αυτόν!…»

……..

Η  μ ά ν α  τ ο υ  κ α λ ο κ α ι ρ ι ο ύ

Βασίλης Λιόγκαρης

( απόσπασμα από το ομώνυμο μυθιστόρημα, ελαφρώς διασκευασμένο)

… Εμείς οι γυναίκες δουλεύαμε στα χωράφια. Κι ήρθε η είδηση πως οι Γερμανοί έχουν μαζέψει τα παλικάρια του χωριού στο λιβάδι. Σερνόμαστε μαυροφορούσες δράκαινες στο ξερό χορτάρι. Ήλιος μαύρος και καυτός σαν πίσσα. Μπαρουτοκαπνισμένος ουρανός Είναι Αύγουστος κι η σταλαματιά πικρή αρμύρα.

Λέω της πλαϊνής, σαν πάρει το μάτι της το Δημήτρη το γιο μου, να μου τον δείξει. Μα το μάτι το δικό μου παίζει σαν γέρακας και βλέπω το παλικάρι μου με την άσπρη ολάνοιχτη πουκαμίσα. Είν’ αψηλός και ξεχωρίζει. Είναι μαύρα κορακάτα τα μαλλιά του και ξεχωρίζει. Είναι πανέμορφος κι αλύγιστος και ξεχωρίζει. Δεν έριξε το βλέμμα του χαμηλά και φεγγοβολά η ματιά του κατάφατσα στην μπούκα των τουφεκιών.

Τρέμω  ολόκληρη. Δαγκώνω ρίζα αλυγαριάς να κρατηθώ.

Ξαφνικά προβάλλει ένας  άντρας μασκοφορεμένος που τρεκλίζει και τον κρατούν δυο τρεις Γερμανοί.

Τότε σκοτείνιασε ο ουρανός και δυνατή κραυγή ξεχύθηκε από τα σπλάχνα  και πνίγηκε στο λάρυγγα, μην ακουστεί και προδοθώ. Σε χίλιους άντρες ανάμεσα να με έβαζαν, δε με ξεγέλαγε κανείς πως τούτος ο μασκοφόρος δεν είναι άλλος από το δεύτερο παιδί μου, τον Κωνσταντή.

Πριν συνέλθω, πριν τσιμπηθώ πως όλ’  αυτά δεν είναι όνειρο κακό, ο μασκοφορεμένος πλησιάζει τους συγκεντρωμένους άντρες. Στέκεται αντικριστά στο άλλο μου παλικάρι, απλώνει το χέρι και τον δαχτυλοδείχνει.

Σα γύπες και σαν κόρακες αρπάζουν το παιδί μου οι Γερμανοί κι εκείνος άνεμος και πνοή και δεν πατά στη γη.

Και μου ‘ρθε ζάλη δυνατή κι ο κόσμος έσβησε και χάθηκε από μπρος μου. Και τότε ακούστηκε ο πυροβολισμός.

Κι ήρθαν χαστούκια δυνατά να δείξουνε τη μαύρη συμφορά μου.  Με κρατούν γειτόνισσες στα χέρια και μήτε να σαλέψω, μήτε να κλάψω δεν μπορώ.

Δεν είπα σε κανένα το μυστικό –μήτε στη κόρη μου τη Βιργινία –πως γνώρισα το φταίχτη.  Τούτο το μαχαίρι μπήκε βαθιά, πολύ βαθιά στην καρδιά μου.  Δεν πονούσα τόσο για το θάνατο του Δημήτρη. Ήταν λεβέντης  και ήρωας και πολέμησε αντρίκια για τα ιδανικά του. Κι αντρίκια και περήφανα κι εγώ θα το δεχόμουν. Για την προδοσία πονούσα. Αυτή με τσάκισε και μ’  έκαμε κουρέλι…

…………………………………………………………………………………

Η. Απελευθέρωση

Α ό ρ α τ η    π ο μ π ή

Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη

φωτό 25

 

Είχα ξυπνήσει αχάραγα για δουλειά. Μα, πριν από μένα, είχε ξυπνήσει η Αθήνα. Ένα βουβό εγερτήριο λες κι είχε σαλπίσει το μεγάλο νέο. Κάτι, σαν άρωμα πασχαλιάτικο, διαλαλούσε πως ο χειμώνας είχε τελειώσει. Φθινόπωρο ήταν ή Άνοιξη;

Δεν είχα μάθει ακόμα το μήνυμα. Δεν είχαν χτυπήσει οι καμπάνες. Κι όμως ο αγέρας μύριζε λευτεριά. Πέρασα τρεις τέσσερις δρόμους, χωρίς να νιώσω τι είχε γίνει. Μόνο που δεν απαντούσα πια Γερμανούς. Αυτό θαρρώ ήταν το πρώτο σημάδι. Οι δρόμοι δεν αντηχούσαν τ’ αμείλιχτο τράνταγμα της μπότας.

– Τι γίναν οι Γερμανοί σήμερα;

Δεν τολμούσε ακόμη να το συλλάβει ο νους. Αν είχαν φύγει, θα ‘χε χαλάσει ο κόσμος. Μα πού καταχωνιάστηκαν και δε φαίνεται ούτε ίσκιος; Προχωρούσα και φοβόμουν να ρωτήσω, μη μου πουν όχι. Κι είχε τόσο βολευτεί στην ατμόσφαιρα χαράς η καρδιά!

Άξαφνα, η Αθήνα άρχισε να μιλά. Μια σημαία κρεμάστηκε σ’ ένα μπαλκόνι. Κι άλλη!… κι άλλη! Καθώς μπαίνω στον κεντρικό δρόμο, το θαύμα ξεδιπλώνεται σ’ όλη την έκτασή του. Θάλασσα από σημαίες, ελληνικές και συμμαχικές. Κύματα κόσμου που πάνε προς την Ομόνοια. Δε ρώτησα, πήρα την απόκριση από το παράστημά τους, το βήμα τους. Οι άνθρωποι τούτοι – δε θέλει ρώτημα – είναι λεύτεροι. Δεν περπατούν τόσο ανάλαφρα, τόσο καμαρωτά οι σκλάβοι. Μόλις ροδίζουν οι βουνοκορφές κι ο κόσμος τρέχει, απ’ ώρες έτοιμος.

Δεν ήχησαν σειρήνες τούτη τη μέρα. Δεν αντιλάλησαν μες στο χάραμα οι καμπάνες. Όσο βουερός ήρθε ο πόλεμος, ένα άλλο πρωί του Οχτώβρη, πριν από τέσσερα χρόνια, τόσο αθόρυβη, απαλόνοη, φίλησε την Αθήνα η Λευτεριά.

φωτό 26

Λευτεριά, Λευτεριά! Δε χρειάζεται να σε διαλαλήσουν κήρυκες, να σε σαλπίσουν τρουμπέτες, να σε βροντοφωνήσουν κύμβαλα και σειρήνες. Σε νιώθει απ’ την ανάσα της η ψυχή, η καρδιά απ’ τους παλμούς της. Λευτεριά! Λευτεριά! Χώνομαι μέσα στα πλήθη, που προχωρούν βουβά, γρήγορα, φτερωτά. Πού πάνε; Ξέρουν που πάνε μα δε μιλούν. Η φωνή τους έχει πνιγεί στη χαρά και στην έκσταση. Κάπου κάπου, σταματούν και φιλιούνται: “Χριστός ανέστη!” Και προχωρούν πάλι. Πάνω απ’ τα κεφάλια, ο ουρανός, με το πιο καθάριο ελληνικό χρώμα, χαμογελά ανάμεσα από τα κύματα στις σημαίες. Ο ήλιος προσθέτει το χρυσάφι του στη γιορτή. Μα τα βήματα δε σταματούν. Πλημμυρίζει η Ομόνοια, η οδός Πανεπιστημίου. Πάντα βουβοί, βιαστικοί, μέσα σ’ έκσταση, προχωρούν. Άξαφνα, σαν από πρόσταγμα, σταματούν όλοι. Τα κεφάλια γυρίζουν προς την ίδια κατεύθυνση. Ένα χέρι υψώνεται:

– Δέστε!

Αργά, μυσταγωγικά, επίσημα, δυο ελληνικά χέρια – να ‘ναι της ίδιας της Αθηνάς; – κατεβάζουν απ’ την Ακρόπολη το σύμβολο της σκλαβιάς. Η βαρβαρική “Σβάστικα” καθαιρείται! Στώμεν καλώς! Τα μάτια δεν μπορούν να κοιτάζουν. Κλαίνε. Μια πελώρια γαλανόλευκη, μόνη πια, κυματίζει, νικήτρια, στον πανάρχαιο βράχο.

Λευτεριά, Λευτεριά!

φωτό 27 φωτό 28

Δίψα, κούραση, πείνα, άδεια νοήματα. Οι Έλληνες είχαν γίνει όλοι ψυχές άυλες, που δεν έχουν τέτοιες ανάγκες. Γυρίζουμε όλη τη μέρα. Τα σπίτια άδειασαν, χάσανε τα παιδιά τους οι μάνες, οι δικοί τους δικούς. Όπου παράσυρε τον καθένα το ρεύμα της τρέλας. Γύριζες σπίτι και δεν ξαφνιαζόσουν που έλειπαν όλοι, που ήταν ορθάνοιχτες οι πόρτες, χωρίς νοικοκύρηδες, που δεν είχε στηθεί τσουκάλι στο τζάκι. Ήταν φυσικά όλα αυτά. Και χυνόσουν πάλι στους δρόμους, που ήταν κείνη τη μέρα το σπίτι μας, αφού ήταν το σπίτι της Λευτεριάς. Και τραγουδούσες τον Εθνικό Ύμνο, τα τραγούδια της Λευτεριάς και χαιρόσουν την Αθήνα-Μαινάδα, που ‘χε μεθύσει απ’ την αμόλυντη ομορφιά της.

φωτό 29

Είχα γίνει ένα με τα πλήθη κι αλάλαζα μαζί τους και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς γίνηκε το μεγάλο θάμα, πώς γέμισε άξαφνα η ελληνική γη με μύρα και πώς μπορέσαμε αλήθεια και ζήσαμε τόσα χρόνια χωρίς αυτά. Η απάντηση μου δόθηκε σ’ ένα όραμα αναπάντεχο:

Πάνω απ’ τις ατέλειωτες αυτές λεγεώνες των ελευθερωμένων ανθρώπων, που πανηγύριζαν ξώφρενα, είδα μιαν άλλη ανάερη πομπή, που γιόρταζε στον αιθέρα πιο ξώφρενα από μας, που πατούσαν τα πόδια μας πάνω στη γη. Ω, δε θα ξεχάσω ποτέ την αόρατη εκείνη πομπή: Πάνω απ’ τα κεφάλια μας φτερούγιζαν, τραγουδώντας οι νεκροί μας! Τα θύματα της σκλαβιάς και της πείνας, οι μάρτυρες, οι τουφεκισμένοι, οι κρεμασμένοι. Πώς γιόρταζαν τ’ άσαρκα αυτά παιδιά της Ελλάδα! Γιόρταζαν κι εξηγούσαν το θάμα.

– Σε ποτίσαμε με το αίμα μας Λευτεριά! Σε θρέψαμε με της νιότης μας τον Απρίλη, σε στήσαμε πάνω στα σπασμένα μας πόδια, στ’ αποκεφαλισμένα κορμιά μας. Σαν μωρό παιδί, σε νανουρίζαμε να κοιμηθείς και σε βλέπαμε να ξυπνάς τέσσερα χρόνια, φυλακισμένοι, τυραννισμένοι. Οπλίσαμε το διάφανο από την πείνα χέρι με την αραβίδα του κατακτητή και το σκουριασμένο παλιοντούφεκο, που ξεθάψαμε από το αδούλωτο χώμα μας. Ξεχύσαμε σε Τυρταιικό τραγούδι της ψυχής μας τη φλόγα. Ύστερα σου χαρίσαμε, τραγουδώντας, και τη στερνή μας ανάσα. Είσαι δική μας, έργο μας, Λευτεριά! Είσαι το δώρο που κάνουμε σήμερα στην Ελλάδα κι ακόμη είσαι η δικαίωση της θυσίας μας, η ανταμοιβή μας, τ’ αθάνατο φωτοστέφανό μας.

Δεν πεθάναμε λοιπόν άδικα, αφού ζούμε σε σένα, όπως ζούνε οι γονείς στα παιδιά τους. Γιατί εμείς σε γεννήσαμε, Λευτεριά, και σε κάνουμε δώρο στους άλλους.

Έτσι μιλούσαν, ξηγώντας το θάμα της παρουσίας τους, οι νεκροί του αγώνα. Κι ήταν όλοι εκεί, ζωντανοί, όχι μόνο στης ιστορίας τη μνήμη, παρά βαθύτερα, μέσα σ’ εμάς, που τους είδαμε να πεθαίνουν.

“Ένα μόνο ζητώ από σας: Μην αφήσετε άδεια τη θέση μου, αδέρφια”. Ναι, ήταν κι ο Σώτος εκεί, που ‘χε γράψει στο τελευταίο του γράμμα τα πύρινα αυτά λόγια. Τους το ‘φεραν με τα ρούχα του τουφεκισμού κι η μάνα το βρήκε, κρυμμένο σε κάποια ραφή: “Ούτε ένα δάκρυ, μάνα. Πεθαίνω για το λαό, τραγουδώντας”.

Ήταν κι ο Σάββας εκεί, που ‘χε βάλει σ’ ένα χαρτάκι την τελευταία πνοή του και τ’ άφησε να κυλήσει μέσα απ’ την κλούβα των μελλοθάνατων. Και το πήρε ο λαός, που τους ξεπροβόδιζε στους δρόμους και το ‘στειλε, χέρι με χέρι, στο πενθισμένο του σπιτικό, για να σταματήσει στα μάτια το δάκρυ, να κάμει  θεριά τις καρδιές.

Έτσι πύκνωναν ολοένα οι φάλαγγες, που αραίωνε ο θάνατος. Η Άννα ήταν μια δειλή κοπέλα κι αγαπούσε πολύ τον Πέτρο. Μα ο Πέτρος ήταν αγωνιστής κι είχε μπει μέσα στο χρυσό κύκλο της μέθης, όπου θάνατος δεν υπάρχει. Η Λευτεριά είχε σφραγίσει τη μοίρα του και δεν άκουε παρά τη φωνή της. Κι η Άννα, που ‘χε βάλει πάνω απ’ όλα τον Πέτρο, ζούσε με την ψυχή στο στόμα. “Θα μου τον σκοτώσουν!”. Και της τον σκότωσαν. Έλεγα πως θα ‘ταν συντριμμένη, αγανακτισμένη για τη θυσία, μα δε θυμάμαι να ‘ζησα πιο χρυσή μέρα από κείνη που την αντίκρισα. Δε φορούσε μαύρα. Μ’ ένα γαλάζιο φόρεμα, με λυτά τα ξανθιά της μαλλιά στεκόταν σε μια γωνιά, με μια αραβίδα στο χέρι. Η ίδια την είχε αρπάξει ανάμεσα από βροχή βόλια, από ένα νεκρό Γερμανό. Είχε διπλή τώρα μέσα της τη φλόγα του Πέτρου. Με τον ηρωικό θάνατό του, την είχε βάλει κι αυτή στο χρυσό κύκλο της μέθης.

– Πώς έτσι, Άννα;

Τι θες; Να χάσω για πάντα τον Πέτρο; Μου το ‘πε, την τελευταία στιγμή στο νοσοκομείο: Μη μ’ αφήσεις, Άννα, να πεθάνω. Πάλαιψε μαζί με τους άλλους, να μην είναι μάταιος ο θάνατός μας.

Κοντά του βαδίζει κι ο Άρης της Καλλιθέας, ο έφηβος που προσφέρθηκε αυθόρμητα για να σώσει τον άρρωστο αδερφό. Δίδυμοι ήταν, μεγάλωσαν – μια ψυχή δυο κορμιά – μα το ένα, του Χρήστου, ήταν ασθενικό κι ο αγώνας κι η πείνα της κατοχής το ‘χαν φθείρει ολότελα. Ήταν πιασμένοι στο μπλόκο κι οι δυο τους και η “μάσκα” έδειξε τον άρρωστο. Τον ξεχώρισαν βάναυσα μέσα από το πλήθος, τον πήγαιναν πίσω από τη μάντρα. Τότε πετάχτηκε ο Άρης:

– Αφήστε το Χρήστο είν’ άρρωστος. Πάρτε εμένα στη θέση του.

Ο διερμηνέας μετάφρασε. Ένα γέλιο μακάβριο ήταν η απάντηση. “Να μια πρόταση που συμφέρει”. Κι εχτελέστηκε ο Άρης, με το κορμί το ελάτινο, με τα νιάτα τ’ αστραφτερά. Τώρα τον ακούω να τραγουδά κάποιους στίχους απ’ το τραγούδι που χάραξαν πάνω στον τάφο του.

 

Στο μέτωπό μου εγίναν βάγια

τ’ αγκάθια τα μαρτυρικά.

 

Κι η πομπή η αόρατη των νεκρών προχωρεί, τραγουδώντας κι οιστρηλατώντας τους ζωντανούς. Μόλις πρόλαβε να χωθεί στη χορεία κι η μικρούλα μαθήτρια του Φαλήρου, η Ήβη, που σκότωσαν, μες στον πανικό της φυγής τους, οι Γερμανοί, καθώς έγραφε τη χαρά της στους τοίχους, καλωσορίζοντας τη χιλιάκριβη Λευτεριά.

(Στην τελευταία παράγραφο γίνεται αναφορά στη μαθήτρια Ήβη Αθανασιάδου, που τη σκότωσαν οι Γερμανοί στο Παλιό Φάληρο τη μέρα της φυγής τους.)

φωτό 30

 

Μπορείτε να κατεβάσετε και να εκτυπώσετε το παρακάτω αρχείο pdf με τα διηγήματα, για πιο εύκολη ανάγνωση!

Ο Β ΠΠ μέσα από τη Λογοτεχνία

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Καθώς τα Χριστούγεννα πλησιάζουν, νιώθουμε την ανάγκη όλοι – καθηγητές και μαθητές –  να μπούμε στο πνεύμα των Χριστουγέννων.

page 0001Γι αυτό και από σήμερα ως τις 23 Δεκεμβρίου θα ανεβάζουμε ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα , έτσι ώστε, διαβάζοντάς τα, να νιώσουμε  το πνεύμα των άγιων τούτων ημερών.  Άλλο από αυτά τα διηγήματα είναι χαρούμενο, άλλο  θλιμμένο, άλλο γλυκόπικρο, άλλο τρυφερό, άλλο παραδοσιακό και άλλο  σύγχρονο, όλα όμως με τον τρόπο τους μας θυμίζουν ότι τα Χριστούγεννα ,ως γιορτή της αγάπης,  είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε την ανθρωπιά μας, την ευαισθησία μας, την κατανόηση προς τον συνάνθρωπο, την ανεκτικότητα, τη συμπόνοια και τη συμπαράσταση προς τον πάσχοντα άνθρωπο, αλλά και την ανεμελιά  και αθωότητα της παιδικής ψυχής.

Καλά Χριστούγεννα !

Οι αναρτήσεις των διηγημάτων θα γίνονται καθημερινά. Να επισκέπτεστε την ιστοσελίδα κάθε μέρα για να διαβάζετε ένα καινούριο διήγημα! Η επιλογή τους έγινε από τη φιλόλογο του σχολείου μας, κυρία Μαρία Χαραλαμπάκη. Τα διηγήματα στα Αγγλικά, επέλεξε η καθηγήτρια των Αγγλικών του Σχολείου μας, κυρία Έφη Μαστοράκη.

 

9ο Διήγημα:

Χριστουγεννιάτικη εκεχειρία: μικρή ειρήνη στον μεγάλο πόλεμο

9 page 0001Το 1914, οι ισχυρές χώρες της Ευρώπης ήρθαν αντιμέτωπες στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν νέες αγορές και περισσότερες πρώτες ύλες για τις βιομηχανίες τους. Οι μεγαλύτερες και ισχυρότερες χώρες της Ευρώπης (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία, Αυστρία) ενεπλάκησαν στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με αποτέλεσμα εκατομμύρια άνθρωποι να χάσουν την ζωή τους ή να τραυματισθούν σοβαρά. Ο πόλεμος τελείωσε το 1918

Στις 21 Νοέμβρη του 2005 πέθανε σε ηλικία 109 ετών ο πιο μακρόβιος γέροντας της Αγγλίας. Η ζωή του Άλφρεντ Άντερσον διέσχισε τρεις αιώνες: γεννήθηκε τον 19ο, έζησε τον 20ό, πέθανε τον 21ο αιώνα. Ήταν ο τελευταίος επιζών ενός περίφημου ποδοσφαιρικού αγώνα, που διεξήχθη τα Χριστούγεννα του 1914. Σ΄ αυτόν τον αγώνα αντιμέτωποι βρέθηκαν οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Γερμανοί στρατιώτες. Εμφανίστηκε μια μπάλα, κανείς δεν ξέρει από πού, και άρχισε να κυλά, κανείς δεν ξέρει πώς, ανάμεσα στα χαρακώματα. Τότε το πεδίο της μάχης μετατράπηκε σε χώρο παιχνιδιού, οι εχθροί πέταξαν στην άκρη τα όπλα τους και άρχισαν να διεκδικούν την μπάλα, όλοι με όλους και όλοι εναντίον όλων.

Πέρασαν σχεδόν 91 χρόνια από τότε, αλλά τα γεγονότα των εορτών εκείνης της χρονιάς εξακολουθούν να συγκινούν και να μαγεύουν σαν παραμύθι.

Το επεισόδιο ήταν γνωστό περισσότερο ως θρύλος: πάνω από ένα εκατομμύριο στρατιώτες της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας αψήφησαν τις εντολές των ανωτέρων τους («έγκλημα» που τιμωρείται με θάνατο σε καιρό πολέμου), βγήκαν από τα χαρακώματα ευχόμενοι ο ένας στον άλλο «Καλά Χριστούγεννα» και έπαιξαν ποδόσφαιρο στην πιο αυθόρμητη ανακωχή της παγκόσμιας Ιστορίας.

Οι περισσότερες μπάλες που χρησιμοποιήθηκαν για τους ποδοσφαιρικούς αγώνες ήταν αυτοσχέδιες, από άχυρο δεμένο με σπάγκο ή άδεια κονσερβοκούτια! Το ίδιο πρόχειρα ήταν και τα τέρματα, για τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ξύλα, χλαίνες και κράνη. Άλλα ματς διεξάγονταν με 50 παίκτες και άλλα με 10 και διαρκούσαν περίπου μία ώρα. Έπειτα οι παίκτες, που για μέρες είχαν στερηθεί τον ύπνο, έπεφταν εξαντλημένοι στο παγωμένο έδαφος αναζητώντας λίγη ξεκούραση.

Ήταν μια εκεχειρία που ξεκίνησε πρόχειρα, από ένα σημείο, άγνωστο πού. Προτού περάσουν λίγες ώρες όμως, είχε επεκταθεί με ταχύτητα σε ολόκληρο το Δυτικό Μέτωπο.

Ο Κουρτ Τσέμις, ένας Γερμανός δάσκαλος που μιλούσε αγγλικά και γαλλικά, αφηγείται στις επιστολές του πως την παραμονή των Χριστουγέννων όλα τα πυρά ξαφνικά σταμάτησαν. Από το γερμανικό τάγμα ακούστηκε ένα σφύριγμα.

Η απάντηση των Βρετανών ήταν άμεση. «Ο στρατιώτης Μέκελ από τον λόχο μου, ο οποίος είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Αγγλία, φώναξε στους Βρετανούς μιλώντας τους στα αγγλικά και σύντομα ξεκίνησε μια ζωηρή συζήτηση», έγραψε ο Τσέμις περιγράφοντας την πρώτη συνάντηση δύο αντίπαλων στρατιωτών που βγήκαν από τα χαρακώματα, έσφιξαν τα χέρια στην ουδέτερη ζώνη και αλληλοευχήθηκαν «Χαρούμενα Χριστούγεννα» μιλώντας ο καθένας στην γλώσσα του.

Συμφωνήθηκε ότι την επόμενη ημέρα, ανήμερα της σημαντικότερης γιορτής των Καθολικών χριστιανών, κανείς δεν θα πυροβολούσε. «Βάλαμε ακόμη περισσότερα κεριά αλλά και χριστουγεννιάτικα δένδρα στο χαράκωμά μας», συμπληρώνει ο Τσέμις στο ημερολόγιό του. «Οι Βρετανοί εξέφρασαν τη χαρά τους για την φωταψία με σφυρίγματα και χειροκροτήματα. Πέρασα όλη την νύχτα ξύπνιος, όπως και οι περισσότεροι».

«Αν και κάπως κρύα, η νύχτα εκείνη ήταν υπέροχη», κατέληξε ο Γερμανός δάσκαλος, ο οποίος έχασε την ζωή του στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, κατά την διάρκεια του οποίου είχε αιχμαλωτιστεί από Ρώσους στρατιώτες.

Η χριστουγεννιάτικη εκεχειρία μάς δίνει μια ματιά του κόσμου όπως θα θέλαμε να είναι. Είναι σαν ν’ ακούμε ότι οι πιο βαθιές μας επιθυμίες είναι πραγματικά αληθινές. Ο κόσμος θα μπορούσε πράγματι να είναι διαφορετικός.

Η «μικρή ειρήνη στον μεγάλο πόλεμο» έγινε πραγματικότητα επειδή πολλοί από τους Γερμανούς στρατιώτες μιλούσαν άπταιστα αγγλικά, καθώς εργάζονταν στην Βρετανία. Είχαν δουλέψει ως οδηγοί ταξί και κουρείς σε μέρη όπως το Μπράιτον, το Μπλάκπουλ και το Λονδίνο. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, τον Αύγουστο του 1914, υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στην Γερμανία. Μερικοί είχαν αφήσει ακόμη και οικογένειες πίσω στην Αγγλία και αυτό έκανε πολύ πιο εύκολη την πρώτη επαφή.

Ένας από τους τελευταίους επιζώντες του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ήταν ο Μπέρτι Φέλσταντ, ο οποίος μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, το φθινόπωρο του 2001, και σε ηλικία 106 ετών, θυμόταν με πολλές λεπτομέρειες την ιστορική ανακωχή:

«Τα όπλα σίγησαν και οι στρατιώτες άρχισαν να βγαίνουν από τα χαρακώματά τους. Αφήσαμε και εμείς τα όπλα μας και συναντήσαμε τον εχθρό. Απ’ όσο θυμάμαι, οι Γερμανοί βγήκαν πρώτοι και άρχισαν να έρχονται προς το μέρος μας. Τους αντιγράψαμε αυθόρμητα. Χαιρετηθήκαμε και αρκετοί από εμάς άρχισαν να παίζουν ποδόσφαιρο. Μην φαντάζεστε τίποτα οργανωμένο. Από το πουθενά βρέθηκε μια αυτοσχέδια μπάλα και περίπου 50 άτομα αλλάζαμε πάσες».

Όταν οι στρατιώτες των δύο πλευρών είχαν βγει πια από τα χαρακώματα, ένας Βρετανός εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και έστησε ένα αυτοσχέδιο κουρείο στην ουδέτερη ζώνη. Ο κουρέας «αδιαφορούσε πλήρως τι εθνικότητας ήταν οι πελάτες του, απλώς χρέωνε δύο τσιγάρα το κάθε κούρεμα», περιγράφει το γεγονός στο ημερολόγιό του ο Γερμανός στρατιώτης Γιόζεφ Σέμπαλντ. «Μπορεί να ήταν πόλεμος, ωστόσο δεν υπήρχε ούτε ένα ίχνος εχθρότητας ανάμεσα στους στρατιώτες, οι οποίοι έπαιζαν ποδόσφαιρο μέχρι τελικής πτώσεως» συμπληρώνει, θυμίζοντας ότι το ποδόσφαιρο ήταν αναπόσπαστο κομμάτι εκείνων των ιστορικών Χριστουγέννων του 1914.

Από τις βελγικές ακτές ως τα ελβετικά σύνορα όλοι γιόρτασαν εκείνα τα Χριστούγεννα. Εκτός από έναν Βρετανό ταγματάρχη, που υποστήριζε ότι «τον Γερμανό πρέπει να τον σκοτώνεις και όχι να κάνεις φιλίες μαζί του» διατάζοντας τους πάντες να επιστρέψουν στις θέσεις τους, αλλά και έναν Αυστριακό δεκανέα, σύμφωνα με τον οποίο «τέτοιες συνεννοήσεις μεταξύ απλών στρατιωτών θα έπρεπε να απαγορεύονται». Ο Βρετανός ταγματάρχης έμεινε για πάντα ανώνυμος. Ο Αυστριακός δεκανέας απέκτησε παγκόσμια… φήμη λίγα χρόνια αργότερα. Τον έλεγαν Αδόλφο Χίτλερ και προφανώς ούτε μπάλα ήξερε ούτε καλά Χριστούγεννα πέρασε…

Η εκεχειρία των Χριστουγέννων του 1914 επεκτάθηκε κατά μήκος των 800 χιλιομέτρων του Δυτικού Μετώπου, όπου στρατοπέδευαν περισσότεροι από ένα εκατομμύριο στρατιώτες.

Κρύος ιδρώτας έλουσε τις διοικήσεις κι από τις δυο πλευρές. Εδώ φαινόταν μια καταστροφή: οι στρατιώτες διακήρυσσαν ότι είναι αδέλφια και αρνιόντουσαν να πολεμήσουν. Οι στρατηγοί και από τις δυο πλευρές χαρακτήρισαν αυτή την αυθόρμητη ειρήνη ως προδοσία, και όσους συμμετείχαν, υπόλογους στο στρατοδικείο. Μέχρι τον Μάρτιο του 1915 αυτό το κίνημα της αδελφοποίησης είχε εξαλειφθεί και η μηχανή του θανάτου ήταν ξανά σε πλήρη λειτουργία.

Η χριστουγεννιάτικη εκεχειρία ήταν μια σύντομη αλλά τόσο δυνατή έκρηξη αγάπης, ανθρωπιάς και ειρήνης στην καρδιά του Μεγάλου Πολέμου. Εκεί όπου έχασαν την ζωή τους περισσότεροι από 9 εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ τραυματίστηκαν 21 εκατομμύρια άλλοι.

Τα πιο όμορφα Χριστούγεννα του Φράνσις: μια μαρτυρία

«Το όνομά μου είναι Φράνσις Τόλιβερ και κατάγομαι από το Λίβερπουλ. Ήταν Χριστούγεννα στα χαρακώματα και η παγωνιά κρεμόταν τόσο πικρά… Τα παγωμένα λιβάδια της Γαλλίας ήταν ακίνητα, δεν τραγουδιόταν κανένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι. Οι οικογένειές μας πίσω στην Αγγλία έπιναν στην υγειά μας εκείνη τη μέρα.

Ήμουνα ξαπλωμένος με τον φίλο μου πάνω στην κρύα και βραχώδη γη, όταν πέρα από τις γραμμές της μάχης ήρθε ένας παράξενος ήχος. Είπα: “Ε, ακούστε τώρα, παιδιά μου!” .

Κάθε στρατιώτης τεντώθηκε ν’ ακούσει, ενώ μια νεαρή γερμανική φωνή τραγουδούσε καθαρά.

“Τραγουδάει πολύ ωραία, το ξέρεις ;” μου είπε ο φίλος μου. Σύντομα, μια-μια οι γερμανικές φωνές ενώθηκαν σε αρμονία. Τα κανόνια ήταν σιωπηλά, δεν κινούνταν τα σύννεφα αερίων, καθώς τα Χριστούγεννα μάς καθυστερούσαν από τον πόλεμο.

Μόλις τέλειωσαν, έγινε μια μικρή παύση. “Ο Θεός να σας έχει καλά, κύριοι”, πετάχτηκαν κάτι παιδιά από το Κεντ. Το επόμενο που τραγούδησαν ήταν το Stille Nacht, “Αυτό είναι το Άγια Νύχτα”, είπα, και με δύο γλώσσες το ίδιο τραγούδι γέμισε τον ουρανό.

“Κάποιος έρχεται προς τα εμάς!” φώναξε ο σκοπός της πρώτης γραμμής. Όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν σε μια μοναχική φιγούρα που βάδιζε με κόπο από την μεριά τους.

Όπως δρασκέλιζε γενναία και άοπλος, έλαμψε μες στην νύχτα η σημαία της εκεχειρίας, σαν άστρο των Χριστουγέννων. Σύντομα, ένας-ένας από κάθε πλευρά περπάτησαν στην νεκρή ζώνη. Χωρίς τουφέκι και χωρίς μαχαίρι συναντηθήκαμε εκεί χέρι με χέρι. Μοιραστήκαμε κάποιο κρυμμένο μπράντι και ευχηθήκαμε ο ένας στον άλλο. Και εκεί απάνω ξεκίνησε κι ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου, όπου τους σκίσαμε.

Έπειτα ανταλλάξαμε σοκολάτες, τσιγάρα και φωτογραφίες από την πατρίδα. Ο νεαρός Sanders έπαιξε αρμόνικα και αυτοί είχαν ένα βιολί. Τι παράξενη και περίεργη ορχήστρα!

Σύντομα ξημέρωσε και η Γαλλία ήταν πάλι Γαλλία. Με θλιμμένα αντίο ξεκινήσαμε να ξαναπάμε στον πόλεμο. Μα η ερώτηση στοίχειωνε κάθε καρδιά που έζησε αυτή την θαυματουργή νύχτα: “Ποιανού την οικογένεια έχω σημαδεμένη με το όπλο μου;”

Ήταν Χριστούγεννα στα χαρακώματα, όπου η παγωνιά τόσο πικρά κρεμόταν. Τα παγωμένα λιβάδια της Γαλλίας ζεστάθηκαν καθώς τραγουδιόντουσαν τραγούδια της ειρήνης. Τα τείχη του πολέμου που είχαν υψώσει μεταξύ μας είχαν διαλυθεί και είχαν φύγει για πάντα.

Το όνομά μου είναι Φράνσις Τόλιβερ και μένω στο Λίβερπουλ. Κάθε Χριστούγεννα που έρχονται μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, θυμάμαι εκείνη την νύχτα.

Το έμαθα καλά το μάθημά μου:

Αυτοί που διαφεντεύουν τον κόσμο δεν θα ’ναι ανάμεσα στους νεκρούς και τους σακάτες. Αυτοί είναι προστατευμένοι στα γραφεία τους και από εκεί δίνουν εντολές για τον θάνατό μας.

Εμείς όλοι που μας στέλνουνε στον πόλεμο, από όποια μεριά του τουφεκιού και να βρισκόμαστε, είμαστε το ίδιο».

Πηγή : http://www.a-athinon.gr/?p=173

Διαβάστε το βιβλίο « Η ωραιότερη ιστορία του κόσμου»  του Παντελή Καλιότσου

06308 001



Λήψη αρχείου

 

8ο Διήγημα:

The Fir Tree

by

Hans Christian Andersen

(from Hans Andersen Forty-Two Stories [1930], translated by M. R. James)

christmas tree g3cd61fc9f 640
Φωτογραφία από Monika Grafik από το Pixabay

But in the forest there grew a pretty little fir tree. It had a good place of its own; it could get sunshine, it had plenty of air, and round it grew numbers of larger comrades, both firs and pines; but the little fir was in a great hurry to grow. It didn’t care about the warm sun or the cool air, it took no notice of the village children who came and chattered when they were out gathering strawberries or raspberries. They often came there with jugs full of them or with strawberries strung on a straw, and would sit down by the little tree and say: “Look how pretty and little it is,” which the tree didn’t at all like to hear.

Next year it was bigger by quite a length of stem, and the year after by a yet longer growth: for on a fir tree you can always see how many years old it is by the number of joints it has.

“Oh, if I were only a big tree like the others,” sighed the little tree, “then I could spread my branches far out round me and look out into the wide world with my top. The birds would build nests among my branches, and when the wind blew I could make stately bows like the others there,” and it took no pleasure in the sunshine or the birds or the red clouds that sailed over it, morning and evening.

When it was winter, and the snow lay sparkling white all round, a hare would often come bounding along and jump over the little tree, and oh, it was annoyed! But two winters passed, and by the third the tree was so big that the hare had to run round it. Oh, to grow, to grow, and be big and old! That was the only pleasant thing in the world, the tree thought.

Every spring the woodcutters came and felled some of the largest trees. This happened every year, and the young fir, who was by this time well grown, shuddered at it; for the great stately trees fell with a crash and a smash, and when their branches were cut off they looked all naked and long and slender; they could hardly be recognized. Then they were loaded on to wagons, and drawn off out of the forest by horses.

Where were they going, and what awaited them?

In spring, when the swallow and the stork came, the tree asked them: “Do you know where they were taken to? Haven’t you met them?” The swallows knew nothing, but the stork looked thoughtful and then nodded and said: “Yes, I think so. I met a lot of new ships when I set out from Egypt, and on those ships there were fine masts. I daresay it was them; they smelt of pine. Many’s the time I salute them. They carry their heads high, that they do.”

“Oh, I do wish I was big enough to fly over the sea too! What sort of thing is the sea really, and what does it look like?”

“Oh, that’s a long affair to explain,” said the stork, and walked off.

“You should rejoice in your youth,” said the sunbeams, ‘rejoice in your strong growth and the young life that’s in you,” and the wind kissed the tree and the dew shed tears on it, but the fir didn’t understand that at all.

When Christmas time drew near, some quite young trees were felled, trees many of which were not so big or so old as this fir who could have neither peace nor quiet, but was always wanting to be off. These young trees, and they were always the prettiest, always kept their branches; and they were laid on wagons and drawn off out of the forest by horses.

“Where are they going?” asked the fir. “They’re no bigger than me; in fact, one of them was much smaller. Why do they all keep their branches? Where are they being driven?” “We know, we know,” twittered the grey sparrows. “Down in the town we’ve peeped in at the window-panes, we know where they’re driven to. Why, they come in for the greatest brilliance and glory you can imagine. We’ve peeped in at the windows and seen how they’re planted in the middle of a warm room and decked out with the most lovely things, gilded apples, gingerbread cakes, toys, and hundreds and hundreds of lights.”

“And then?” asked the fir, quivering through all its branches, “and then, what happens then?”

“Why, we didn’t see any more, but it was marvellous.” “Can I be destined to go by that radiant path?” said the tree, exulting. “That’s even better than faring over the sea. I am sick with longing. If only it was Christmas! I am quite as tall, and stretch out as far now as those others that were carried off last year. Oh! to be on the wagon, to be in the warm room with all the splendour and magnificence, and then? Why, then will come something still better, still more beautiful, or else why should they deck me out like that? There must be something still greater, still nobler, but what? Oh! how I suffer and yearn! I don’t know myself what’s the matter with me.”

“Rejoice in me,” said the breeze and the sunshine, “rejoice in your fresh youth out here in the free air.” But it wouldn’t rejoice. It grew and grew; in winter and summer it stood there in green; in dark green there it stood, and people who saw it said: “That’s a fine tree,” and at Christmas time it was the first of all to be felled. The axe cut deep through its marrow, and the tree fell over on to the ground with a sigh: it felt a pang and a weakness, and couldn’t think at all of coming happiness, so sorrowful was it at being parted from its home, from the spot on which it had grown up. It knew that it would never again see the dear old companions, the little bushes and flowers about it—no, not even the birds, perhaps. The journey was by no means agreeable.

The tree came to itself only when it was unloaded with the other trees in the yard and heard someone say: “That’s a fine one. We don’t want anything better than that.”

Two servants in gay livery came out and carried the fir in, into a large handsome drawing-room. All round the walls hung portraits, and beside the large stove were Chinese vases with lions on their covers. There were rocking-chairs, silk-covered sofas, large tables covered with picture-books, and more than a hundred times a hundred rix-dollars worth of toys—at least, so said the children. And the fir was set up in a big tub filled with sand; but nobody could see that it was a tub, for green stuff was draped all about it and it stood on a large many-coloured carpet. Oh, how the tree quivered! What was going to happen?

Servants and young ladies came and decked it out. On the branches they hung little nets cut out of coloured paper and every net was filled with sweetmeats; gilded apples and walnuts were hung on it, looking as if they had grown there, and more than a hundred little tapers, red, blue, and white, were stuck upon the branches. Dolls that looked exactly like people—the tree had never seen the like of them—swung to and fro amid the green, and at the very tip-top was fastened a large star of gold leaf. It was splendid, splendid beyond compare. “To-night,” they all said, “to-night it’ll shine all right.” “Oh,” thought the tree, “if it were only night, if only the candles were lit! And what’ll happen then? Will the trees come out of the forest and look at me? Will the sparrows fly to the window-panes? Shall I grow here always and be decked out in winter and summer too?”

Ah, it was full of it all, but it had a terrible backache from pure longing, and backache is every bit as painful for a tree as headache is for the rest of us.

Then the candles were lit. Oh, the brilliance and the glory! It made the tree quiver through every branch, till one of the candles set fire to a sprig, and it smoked furiously.

“Help! Help!” screamed the girls, and hastened to put it out. After this the tree durst not quiver. What a turn it had got! It was terribly afraid of losing any of its finery and quite bewildered with all the splendour. And now the folding doors were thrown open, and in rushed a crowd of children—fit to throw the tree right down. The elders followed sedately. The little ones stood dumb—for a moment only. Then they shouted for joy till the room rang again, and danced round the tree while one present after another was pulled off it.

“What’s this they’re doing,” thought the tree. “What’s going to happen?”

The candles burnt down to the branches, and as they did so they were put out, and then the children were allowed to plunder the tree. Oh, how they rushed upon it, till the branches cracked! If it hadn’t been tied fast to the ceiling by the top and the gold star, it would have been tumbled right over.

The children danced round about with their beautiful toys, and nobody looked at the tree except the old nurse who went about peering among the branches; but that was only to see if a fig or an apple had been missed.

“A story! A story!” cried the children, as they dragged a stout little man towards the tree. He sat himself down beneath it. “Now we’re on the green,” said he, “and it’ll be very good for the tree to listen too; but I’m only going to tell one story. Will you have the one about Ivede Avede, [1] or the one about Humpty Dumpty who tumbled downstairs and yet got up to the throne and married the Princess?”

“Ivede Avede,” cried some of them. “Humpty Dumpty,” cried others. There was a deal of shrieking and screaming, and only the fir kept quiet and thought “Aren’t I to take any part or do anything at all?” Well! it had taken part; it had done what it was meant to do.

So the man told the story of Humpty Dumpty, who tumbled downstairs and after all got to the throne and married the Princess, and the children clapped their hands and cried, “Go on, go on.” They wanted Ivede Avede as well, but they only got Humpty Dumpty. The fir stood there quite still and full of thought; never had the birds in the forest told such tales as this; “Humpty Dumpty tumbled downstairs and yet married the Princess. Yes, yes, that’s the way things go in the world,” thought the fir, and believed it was all true; the man who told the story was so nice. “Yes, yes, who can tell? Perhaps I shall tumble downstairs too and marry a Princess.” So it enjoyed itself with thinking of the next day, and of being dressed out with candles and toys and gold and fruit. “To-morrow I won’t shiver,” it thought. “I’ll enjoy myself properly with all my finery. To-morrow I shall hear the story of Humpty Dumpty over again, and perhaps the one about Ivede Avede.” All night the tree stood still and thought.

Next morning in came the men and the maids. “Now the dressing will begin again,” thought the tree. But they dragged it out of the room and up stairs into a loft, and there put it away in a dark corner where no daylight came. “What’s the meaning of this?” thought the tree. “What am I to do here, what can I listen to here?” It leant up against the wall and stood there, thinking, thinking.

It had plenty of time for that, for days and nights passed by, and no one came up there, and when somebody did come at last, it was only to stow away some big boxes in the corner. The tree was quite hidden up; you might have thought it was clean forgotten.

“It’s winter outside now,” thought the tree. “The ground is hard and covered with snow. The people couldn’t plant me now, so I shall stay here under cover till spring. What a good plan that is! Lord, how kind the people are! I only wish it wasn’t quite so dark and so frightfully lonely here. There’s not even a little hare. It was very pleasant after all, out there in the forest; yes, even when he jumped over me, though I didn’t like that at the time. Frightfully lonely it is up here, to be sure.”

At that moment a little mouse said “Pi pi,” and came stealing out, and then another little one. They sniffed at the fir and ran about among its branches. “It’s horribly cold,” said the little mice, “but for all that it’s a delightful place, isn’t it, old fir?”

“I’m not at all old,” said the fir, “there are a lot who are much older than me.”

“Where do you come from?” asked the mice, “and what do you know about?” (indeed they were dreadfully inquisitive). “Do tell us about the loveliest place in the world. Have you ever been there? Have you been in the storeroom, where there are cheeses lying on the shelves and bacon hanging from the ceiling, and where you can dance on tallow candles and go in thin and come out fat?” “No, I don’t know that,” said the tree, “but I know the place where the sun shines and the birds sing.” And with that it told them all its story from its youth up, and the little mice had never heard anything of the kind before, and they listened most attentively and said, “Dear me, what a lot you’ve seen, and how happy you’ve been!”

“I?” said the fir and began thinking over what it had told them. “Yes, after all, those were merry days,” and then it told them about Christmas Eve when it had been decked out with cakes and candles.

“Oh!” said the little mice. “How happy you have been, old fir!”

“I’m not old at all,” said the tree, “it was only this winter that I came out of the forest. I’m in the prime of life. I’ve hardly begun to grow properly.”

“What lovely stories you do tell!” said the little mice; and next night they came with four more little mice who wanted to hear the tree tell stories; and the more it told the more plainly it remembered it all itself, and thought “Those were very merry days, to be sure, but they may come again: they may. Humpty Dumpty tumbled downstairs and yet married the Princess. Perhaps I too shall get a Princess.” And then the fir remembered a very pretty little birch tree that grew in the forest, and to it she seemed like a real beautiful Princess.

“Who’s Humpty Dumpty?” the little mice asked, and it told them the whole story, for it could recollect every single word of it; and the little mice were fit to jump to the very top of the tree with delight. Next night a great many more mice came, and on Sunday two rats besides; but the rats said the story did not amuse them; and that disappointed the little mice, for it made them too think less of it.

“So that’s the only story you know?” asked the rats. “That’s the only one,” the tree replied. “I heard it on the happiest evening of my life; but at the time I didn’t think how happy I was.”

“Well, it’s an extraordinarily poor story; don’t you know one with bacon and tallow candles in it? Haven’t you any store-room stories?”

“No,” said the tree.

“Oh, well! Much obliged, I’m sure,” said the rats, and went off home. At last the small mice stopped away too, and then the tree said with a sigh, “It was very nice, so it was, when they sat round me, those nimble little mice, and listened to my stories. Now that’s past and gone too; but I must remember to enjoy myself when I’m taken out again.”

But when did that happen? Why, it was one morning when people came and rummaged about in the loft. The boxes were shifted and the tree was pulled out. They tumbled it down on the floor pretty roughly, to be sure, but then a man dragged it over towards the stairs where the sun shone.

“Now life’s beginning again,” thought the tree when it felt the fresh air and the first sunbeam—and now it was out in the yard. Everything happened so quickly that the tree quite forgot to look at itself, there was so much to see all about it. The yard was next door to a garden, and there everything was in bloom. Roses hung fresh and fragrant over the low fence, the lime trees were in flower, and the swallows were flying around and saying, “Kvirre-virre-vit! my husband’s come!” But it wasn’t the fir that they meant.

“Now I’m going to live,” said the tree, in exultation, stretching out its branches. Alas! they were all withered and yellow. It was in a corner that it lay, among weeds and nettles. The gold paper star was still fixed on its crown, and glittered in the bright sunshine.

Some of the merry children who had danced about the tree at Christmas, and been so gay, were playing in the yard. One of the littlest ran across and pulled the gold star off the tree.

“Look what’s been left on the ugly old Christmas tree!” he said, and he trampled on the branches till they snapped under his boots.

The tree looked at all the beauty of blossom and freshness in the garden and then at itself, and it wished it had stayed in its dark corner in the loft. It thought of its fresh youth in the forest, and of the merry Christmas Eve, and of the little mice who had so enjoyed listening to the story of Humpty Dumpty.

“Past and gone, past and gone!” said the poor tree. “If only I’d enjoyed myself when I could! Past and gone!”

The men came and chopped the tree into little bits—a whole faggot of them—and it made a rare blaze under the big brewing kettle, and deeply it sighed, and every sigh was like a little gun-fire. So the children who were playing about ran in and sat down in front of the fire and looked at it and cried “Pop, pop!” But at every report—which was a deep sigh—the tree was thinking of some summer day in the forest, or a winter night out there, when the stars were shining; or it was thinking of Christmas Eve and Humpty Dumpty, the one and only story it had heard and knew how to tell—and with that the tree was burnt up.

The boys went on playing in the yard, and the smallest of them had on his chest the gold star which the tree had worn on the happiest evening of its life. It was past and gone now: the tree was past and gone, and the story too. Past and gone, past and gone!—it’s the same with all stories.



Λήψη αρχείου

 

7ο Διήγημα:

Ο ξένος των Χριστουγέννων

Στέφανος Δάφνης

 

Με τα παιδιάτικα μάτια μου, έβλεπα πίσω από το τζάμι, τη σημαία του Παλαμηδιού, του κάστρου τ’ Αναπλιού ψηλά και το σκοπό τυλιγμένο στο μανδύα του, να πηγαινοέρχεται στην τάπια με το τουφέκι στον ώμο. Στο φόντο του ουρανού η σιλουέτα του γραφόταν τεράστια, επιβλητική. Κάμποσες οριές πιο κάτω σάλευαν χαμόκλαδα, φραγκοσυκιές πρασίνιζαν κρεμασμένες στο βάραθρο.

Εκείνη η μέρα, η γκρίζα η βουβή, ήταν τα Χριστούγεννα. Τα καρτερούσαμε με τόσον πόθο μικροί και μεγάλοι. Εμείς για να λευτερωθούμε από τα θρανία του σχολείου κι εκείνοι από τη μονοτονία της δουλειάς, να γιορτάσουμε στη λιακάδα, στο ξέφωτο, που κάποιες φορές γιομίζει θάματα τον κάμπο μας, με μυρουδιές από άγρια ζαμπάκια και με τις πορτοκαλιές φορτωμένες μικρούς ήλιους. Μα να που ο χειμώνας μας έκλεισε μέσα και περιόρισε σε σπιτιάτικο το γιορτάσι. Ήταν ευτυχισμένα τα χρόνια εκείνα τα ειρηνικά.

Τα σπίτια μας πλήρη πάσης αγαθότητος ευωδίαζαν από τα φρεσκοψημένα χριστόψωμα αντηχούσαν από κάλαντα και μουσικά όργανα. Θυμούμαι πως το μεσημέρι καθίσαμε στο τραπέζι πιο πολλοί από 12 νομάτοι. Μα για να καθίσουμε έπρεπε να περιμένουμε τον παππού που ερχόταν από το Άργος. Και ο παππούς άργησε κομμάτι κ ήρθε χτυπημένες δώδεκα γιατί το τρένο είχε καθυστέρηση.

Ήρθε ο παππούς και με όλα του τα γεράματα, ανέβηκε σα πουλί την ξυλένια σκάλα και η βράκα του η μεταξωτή έτριζε φρου φρου ανεβαίνοντας. Στο άνοιγμα της πόρτας, η λεβέντικη κορμοστασιά του μας φανερώθηκε σαν άγγελος παρουσίας, πατριαρχική. Στραβά, το κόκκινο φέσι με τη γαλάζια φούντα ανάρριχτη στον ώμο, φρεσκοξυρισμένος πασίχαρος.

«Γεια χαρά σας!»

«Καλώς τον παππού!»

«Χρόνια πολλά! Καλά και τιμημένα!»

«Αμήν παππού!»

Καθίσαμε στο τραπέζι. Στην κορφή ο παππούς. Βγάζοντας το φέσι του, το ‘ριξε στο μεντέρι. Έπειτα σήκωσε τις παλάμες και χάιδεψε τα άσπρα του μαλλιά που φούντωναν γύρω στο κεφάλι σαν αγιοστέφανο. Πήρανε γύρω θέσεις ο μπαρμπάδες, οι θειάδες, τα πρωτοξαδέρφια, ολάκερο το σόι. Η αδελφούλα μας η Αγγελικούλα η ωραιοκάμωτη, βοηθούσε τη μητέρα στο συγύρισμα του τραπεζιού. Σα δώρο βασιλικό πάνω σε ασπίδα γυαλιστερή, πρόβαλε ο ψητός διάνος, παραγεμισμένος με κάστανα και κουκουνάρια και μπαχαρικά. Ένα μεγάλο χριστόψωμο κόπηκε φέτες. Η μυρουδιά των ψητών κεντούσε τα ρουθούνια. Στο παλιό τζάκι, τρίζανε τα ξύλα. Ο παππούς, σήκωσε το χέρι και τον μιμηθήκαμε όλοι. Οι άνθρωποι στις επαρχίες τρώνε. Δηλαδή το κάνουνε δουλειά το φαγοπότι. Κι ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι γίνεται σωστή λειτουργία, για τούτο δεν πρέπει να φανεί παράξενο πως το βασίλεμα του ήλιου, βρήκε τους περισσότερους μας στο τραπέζι ακόμη, φορτωμένο, με πορτοκαλόφλουδες και τσόφλια καρυδιών και ποτήρια, που όσο να αδειάσουν γέμιζαν κοκκινέλι της Περαχώρας και γλυκόπιοτο Αϊγιωργήτικο.

Ωστόσο ο καιρός χειροτέρευε. Τα τζάμια της τραπεζαρίας νοτισμένα, δείχνανε πως όξω το κρύο έσφιγγε. Σε μια στιγμή, η ψυχοκόρη μας η Βαγιώ, μπαίνοντας με τη μπουκάλα γεμάτη είπε: «Χιονίζει όξω. Απόψε θα το στρώσει.».

«Η φωτιά μας κοντεύει να σβήσει» είπε η μητέρα.

«Βαγιώ, πήγαινε στο κατώι να φέρεις ξύλα».

Το κατώι ήταν κοντά στη σκάλα. Υπόγειο, τούρκικου σπιτιού όπου σωριάζαμε τις σοδειές της χρονιάς, γιομάτο πιθάρια, σκάφες, ξύλα και κάρβουνα.

Η Βαγιώ άναψε το λυχνάρι και κατέβηκε. Μα σε λίγο ξαναήρθε, χωρίς ξύλα, αλαφιασμένη και χλωμή. Το σβησμένο λυχνάρι έτρεμε στα χέρια της.

«Μπα, τι έχεις Βαγιώ; Τι τρέχει;»

«Κυρά, κάποιος είναι. Κάποιος» τσέβδιζε η χωριατοπούλα.

«Μίλα καλά! Τι λες;»

«Κάποιος είναι λέω κυρά, κάτω από τη σκάλα. Κουβαριασμένος και φοβάμαι η έρημη.»

«Δημήτρη, άιντε να ειδείς.» πρόσταξε ο παππούς έναν από τους θείους μου. Ο Δημήτρης σηκώθηκε και γρήγορα ακούστηκαν οι μπότες του να τρίζουν κατεβαίνοντας τη σκάλα.

«Κανέναν καλικάτζαρο θα είδε η Βαγιώ!» γέλασε ο δεύτερος θείος μου, ο Θανάσης, χαράσσοντας κάστανα και χώνοντας τα στη θράκα. Μα σε λίγο ακούστηκαν πάλι περπατησιές στη σκάλα κι ομιλίες. Η πόρτα άνοιξε και φανερώθηκε πάλι ο Δημήτρης μα όχι μόνος. Ένας άλλος άνθρωπος, άγνωστος, ήταν μαζί του. Θα έλεγε κανείς πως ο θείος μου τον έφερνε με το στανιό.

«Έμπα μέσα!» του λέγε.

«Μην ντρέπεσαι, χρονιάρα μέρα σήμερα! Έμπα να ζεσταθείς!»

Μα εκείνος φαινότανε πως κομπιάζει, ώσπου ο θείος μου τον έσπρωξε αλαφρά από τον ώμο και ο ξένος βρέθηκε στην τραπεζαρία.

«Τι ‘ναι τούτος;» ρώτησε ο παππούς.

«Δεν τόνε βλέπετε; Ζητιάνος ο φουκαράς. Καθότανε μαζεμένος κάτω από τη σκάλα και τρεμούλιαζε σα ζαγάρι! Και κάνει ένα ξεροβόρι όξω! Μπρρ..»

Κοιτάξαμε τον ξένο. Η κακομοιριά έβγαινε απ’ όλο του το κορμί. Θα ‘τανε πενηντάρης, λιγνός, κίτρινος, τα γένια του ψαρά κι αχτένιστα μοιάζαν με αφάνα. Ούτε κασκέτο φορούσε, ούτε παπούτσια. Ήτανε σκεπασμένος με κάτι κουρέλια που αφήνανε γυμνά εδώ και εκεί τα μέλη του. Μόλις βρέθηκε μέσα, γύρισε τα μάτια του γύρω φοβισμένα σαν αγρίμι και ύστερα κοίταξε και την πόρτα που την έκλεινε η κορμοστασιά του θείου μου, του Δημήτρη. Έκανε μια κίνηση σα να ‘θελε να ξεφύγει, μα ο παππούς μου του χαμογέλασε καλόβολα και του είπε με τη γλυκιά φωνή του:

«Γιατί; Κάτσε κεί δα στο τζάκι να ζεσταθείς καψερέ!», εκείνος ακόμα δίσταζε.

Ο Δημήτρης προχώρησε, και ακουμπώντας το χέρι του απάνω στον ώμο του, τον ησύχασε.

«Κάτσε που σου λένε! Εδώ είμαστε όλοι χριστουγεννιάτικοι! Θα το κάψουμε σήμερα!»

Ήτανε στο κέφι ο θείος μου. Γιόμισε ένα ποτήρι κρασί ως τα χείλια. Το ‘δωσε στον ξένο και του είπε: «Πιείτο αδερφέ, να πάνε κάτω τα φαρμάκια! Γιοματάρι ξέρεις! Έλα ρούφα το!».

Ο άγνωστος πήρε το ποτήρι, καθώς το χέρι του έτρεμε χύθηκε λίγο κρασί στο χαλί. Κοίταξε χάμω.

«Με συμπαθάτε» μουρμούρησε βραχνά.

«Δεν πειράζει δα! Χρόνια πολλά! Γούρι είναι!» του απάντησαν.

Με μια ρουφηξιά άδιεασε το ποτήρι του.

«Μπράβο σου!» φώναξε ο Δημήτρης.

«Τώρα αδερφέ κάθισε εκεί να την τυλώσεις!».

Η φωτιά θρεμμένη με νέα κούτσουρα λαμπάδιαζε πρόσχαρα. Ο άνθρωπος καθισμένος σταυροπόδι μπροστά στο τζάκι, κρατούσε ανάμεσα στα γόνατα του το πιάτο με το κρέας που του ‘χε φέρει η Βαγιώ, μασούλιζε λαίμαργα κοιτάζοντας πότε πότε κλεφτά τους άλλους γύρω του.

Σε κάποια στιγμή η μητέρα μου τον ερώτησε «Από πού είσαι μπάρμπα».

Ο άνθρωπος δεν μίλησε αμέσως. Σταμάτησε το μάσημα και σήκωσε το πρόσωπο κοιτάζοντας τηνε.

«Ντόπιος;» ξαναρώτησε η μητέρα μου.

Με φωνή βαθιά, σα φερμένη από μάκρος, από καμιά σπήλια, μουρμούρησε: «Όχι. Ξομερίτης είμαι.»

«Και δεν έχεις φαμελιά; Δεν έχεις σπίτι;»

«Ε, Ανθή! Φτάνει!» πρόσταξε ο παππούς.

«Ας δίνουμε του φτωχού κι ας μη ρωτάμε».

Είχαν επισημότητα τα λόγια εκείνα του παππού, που καθισμένος στην πολυθρόνα του φάνταζε μεγαλόπρεπος σαν ο Δίας ο Ξένιος.

«Ας μη ρωτάμε».

Βράδιαζε πια. Η Βαγιώ άναψε την κρεμαστή λάμπα και έφερε τους καφέδες. Ο ξένος πάστρευε το πιάτο του. Άξαφνα μέσα στη βραδινή σιγαλιά ακούστηκε μια τουφεκιά και αμέσως δεύτερη και τρίτη και τέταρτη, η μία πάνω στην άλλη. Μαζί ακούστηκαν φωνές φερμένες από πέρα. Άλλες από το κάστρο το Παλαμήδι, φωνές ταραγμένες. Οι άντρες μας πετάχτηκαν όρθιοι. Οι γυναίκες τρομαγμένες.

«Κάτι γίνεται στο Παλαμήδι» είπε ο παππούς ο πολύξερος.

Άντρες και γυναίκες βγήκανε στο μπαλκόνι χωρίς πια να λογαριάζουμε το κρύο. Στη δυτική τάπια του Παλαμηδιού που είναι κατά την πόλη στραμμένη, φώτα σαλεύανε βιαστικά.

Πέσανε ακόμη τρεις τουφεκιές και ύστερα από δυο στιγμές ένα ξαφνικό σάλπισμα ξέσκισε τον παγωμένο αέρα τρεμόσυρτο, σερτό μες στο σκοτάδι. Οι κάμαρες του Ιτς Καλέ αντιλάλησαν τη λαχτάρα του χαλκού.

Ένας ξάδερφος μου ο Κοσμάς που είχε κάνει και λοχίας στα ειδικά εξήγησε: «Α, το ξέρω γω το σάλπισμα τούτο. Κατάδικος το ‘σκάσε από εκεί πάνω.»

Μπήκανε όλοι στην τραπεζαρία. Δεν μιλούσε κανένας. Η σιωπή βάραινε απάνω στα πράγματα και οι ματιές των αντρών πέσανε πάνω σε ένα κορμί διπλωμένο μπροστά στο τζάκι. Μια δυνατή πνοή ανέμου άνοιξε την μπαλκονόπορτα και έσβησε τη λάμπα. «Α» έκαναν ξαφνιασμένες οι γυναίκες. Το αντιλάλισμα της φωτιάς έπεφτε κοκκινωπό πάνω στον χριστουγεννιάτικο ξένο μας, τον άγνωστο και φώτιζε τη στεγνή του όψη, τα γκρίζα γένια του. Τώρα και των γυναικών οι ματιές βάραιναν απάνω του. Σα να κατάλαβε την αγωνία μας ο άνθρωπος, σηκώθηκε απότομα και χωρίς να μας καληνυχτίσει, χωρίς να βγάλει άχνα προχώρησε γρήγορα στην πόρτα κολλητά στον τοίχο και χάθηκε σαν φάντασμα. Δεν ακούστηκε ούτε η περπατησιά του στην σκάλα.

 

( Εικόνες του Παλαμηδιού. Ξέρετε πού βρίσκεται το Παλαμήδι; )

7 page 003 7 page 002

 

 

 

 

 

 

 

 

7 page 0001

 

 

 

 

 

 

 

 

Λεξιλόγιο
Παλαμήδι:
 κάστρο στο Ναύπλιο,

Αναπλιού, το Ανάπλι: το Ναύπλιο,

τάπια: προμαχώνας, το μέρος του φρουρίου, του οχυρού από όπου κάποιος μπορούσε να μάχεται,

σιλουέτα: σκοτεινό ή ασαφές περίγραμμα, κυρίως του ανθρώπινου σώματος,

σάλευαν: κουνιούνταν,

ζαμπάκι: το φυτό νάρκισσος,

γιορτάσι: η γιορτή, ο γιορτασμός (η λέξη συναντιέται στη λογοτεχνία ή στη λαϊκή γλώσσα),

νομάτοι: άνθρωποι,

μεντέρι ή μιντέρι: είδος χαμηλού ανατολίτικου καναπέ,

διάνος: η γαλοπούλα, νοτισμένα: θολά από την υγρασία,

ψυχοκόρη: η θετή (με ανεπίσημη ή επίσημη υιοθεσία) κόρη κάποιου,

κατώι: το ημιυπόγειο ή ισόγειο τμήμα των παλαιών αστικών ή αγροτικών σπιτιών, που το χρησιμοποιούσαν ως βοηθητικό ή αποθηκευτικό χώρο,

με το στανιό: με τη βία, με το ζόρι,

κομπιάζω: μιλώ ή εκφράζομαι με δυσκολία,

ζαγάρι: κυνηγετικό σκυλί· κυνηγόσκυλο, λαγωνικό,

ξεροβόρι: ξερός και ψυχρός βοριάς,

αφάνα: κοινή ονομασία για ποικίλους άγριους και ακανθώδεις θάμνους,

γιοματάρι: το καινούριο κρασί από βαρέλι που μόλις ανοίχτηκε,

να την τυλώσεις: να φας, να χορτάσεις φαγητό,

ξωμερίτης: (λαϊκότρ.) αυτός που έχει έρθει από ξένο μέρος, που δεν είναι ντόπιος,

φαμελιά: οικογένεια,

παστρεύω: καθαρίζω,

αντιλάλισμα: ήχος που ακούγεται δυνατά ή σε μεγάλη έκταση



Λήψη αρχείου

6ο Διήγημα: 

Τζάμαλης Κώστας

Χριστουγεννιάτικο δώρο

Πολλοί, όταν μιλάνε για Χριστούγεννα, έχουν στο νου τους ένα ζεστό, στολισμένο γιορταστικό δωμάτιο, μ’  ένα τραπέζι φορτωμένο άφθονες και λαχταριστές λιχουδιές, γεμάτο με χαρούμενους ανθρώπους που αλλάζουν ευχές και δώρα, καθώς ακούγονται τα κάλαντα από τρυφερές παιδικές φωνούλες.

Για τον Άντη, όμως, τα Χριστούγεννα των τελευταίων χρόνων ήταν πολύ διαφορετικά. Ούτε ελατοκορφές στολισμένες με  κεράκια και χρυσωπές γυάλινες μπάλες, ούτε τζάκι, απ’  όπου να ξεχύνεται το άρωμα του ρετσινιού και η θαλπωρή του πευκοκούτσουρου που καίγεται, ούτε γεμιστή με κάστανα γαλοπούλα, ούτε καινούρια ρούχα και παιχνίδια.

Είχε περάσει τις χριστουγεννιάτικες νύχτες μέσα σε ένα αντίσκηνο, ανίκανο να εμποδίσει τον άνεμο και τη βροχή να περονιάζουν τους ενοίκους του. Κι είχε πάρει μιαν αλλαξιά μεταχειρισμένα ρούχα για μοναδικό δώρο.

6 page 0001

-Πάλι καλά, έλεγε η μάνα του. Άλλοι είναι πολύ χειρότερα από εμάς.

Μα ο μικρός Άντη δεν το καταλάβαινε αυτό το « πάλι καλά».

Ακόμα θυμόταν ζωηρά το σπιτάκι τους σιμά στο μεγάλο λαχανόκηπο, ξεμοναχιασμένο κομματάκι από τα άλλα σπιτόπουλα του χωριού. Την άνοιξη, αν το θωρούσες από αγνάντια, το ‘παιρνες για ξεποταμισμένο αμνάδι που ‘χε ξεκόψει απ’  το κοπάδι του και βοσκούσε τα νιοβλάσταρα του μποστανιού.

Και στις γιορτές ποτέ δεν του απολείπανε τα δώρα. Ρούχα και παπούτσια από τον πατέρα, παιγνίδια και μποναμάδες από τους θείους και τις θείες.

Πώς, λοιπόν, να ταιριάξει αυτό το « πάλι καλά» με την τωρινή συντυχιά;

Βέβαια, πριν από κάμποσο καιρό, αυτός κι η μητέρα του είχαν βολευτεί σε μια νεόχτιστη πολυκατοικία, μα η ζωή τους ξέμεινε στερημένη και δύσκολη. Το αχαμνό κρατικό βοήθημα και οι λίγες λίρες που κέρδιζε η μητέρα από κάποιες μικρές δουλειές, που της παρουσιάζονταν αραιά και που, τους έφταναν ίσα να ψευτοπορεύονται.        Όλα αυτά δεν στενοχωρούσαν τόσο τον μικρό Άντη, όσο η μοναξιά του.

6 page 002

 

Στο σχολείο έκανε  παρέα με μερικούς συμμαθητές του, προσφυγόπουλα σαν τον ίδιο. Μα νοσταλγούσε τους παλιούς φίλους των ευτυχισμένων ημερών. Η μεγάλη καταστροφή τους είχε σκορπίσει σε διαφορετικά σημεία του νησιού και τους είχε κάνει να χαθούν. Οι νέοι του σύντροφοι ήταν, όπως ο ίδιος, συγκρατημένοι και δισταχτικοί στα παιγνίδια και σε όλες τις εκδηλώσεις, λες και προσπαθούσαν μάταια να ξεδιαλύνουν σε τι είχαν φταίξει και τους τιμώρησαν με σκληρό τρόπο.

Για τον μικρό Άντη όμως υπήρχε μια παραπανίσια απώλεια, που διάνευε γύρω του σα στοιχειό μεταλαβαίνοντάς τον την κάθε στιγμή με το φαρμάκι της ανασφάλειας και της δυσπιστίας για τον κόσμο. Στον πόλεμο, που τόσο αναπάντεχα είχε σαρώσει τη χώρα, είχε χαθεί ο πατερούλης του.

6 page 0002

Την παραμονή αυτών των Χριστουγέννων ο μικρός Άντη καθόταν μόνος στο δωμάτιό τους. Η μητέρα είχε πάει να άρει λίγα τρόφιμα, που η κυβέρνηση μοίραζε για τις γιορτές στους πρόσφυγες από τη βοήθεια του ΟΗΕ.

Σ’  ένα παλιό χαρτόνι η μητέρα είχε ζωγραφισμένες μερικές φιγούρες. Τον Ιωσήφ, το Χριστούλη, τη Μαρία, τους Μάγους και τ’  άλλα πρόσωπα και πράγματα που έχουμε συνδέσει με τη Γέννηση.

Ο φίλος μας είχε κόψει αυτές τις φιγούρες μ’  ένα ψαλίδι. Είχε αναλιώσει σ’  ένα πιατάκι αλεύρι με νερό και μ’  αυτή την αλευρόκολλα πολεμούσε να στήσει τη χάρτινη αναπαράσταση της Γέννησης.

Όμως, κάτι το αλεύρι που δεν κολλούσε στέρεα, κάτι η ερημιά εκείνης της ώρας, κατάσταιναν την απασχόλησή του άχαρη.

Πιάνοντας ένα χάρτινο αγγελάκι, που δεν έλεγε να στεριώσει στο πανωκόρφι της σπηλιάς, απόμεινε σκεφτικός.

Τι λογής πλάσματα ήταν αλήθεια οι άγγελοι; Τους έβλεπε συχνά ζωγραφιστούς, μα ένα πραγματικό δεν έτυχε ποτέ να ανταμώσει. Ούτε τον δικό του. Γιατί, όπως είχε ακούσει, κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του άγγελο, που τον συντρέχει στις κακοτυχιές και του ξαμώνει τον καλό δρόμο.

Φαίνεται πως ο δικός του άγγελος δεν τον αγαπούσε. Αλλιώς δε θ’  άφηνε τους ξένους ν’  αρπάξουν τη γη και το σπίτι τους· δε θ’  άφηνε να χαθεί ο καλός του πατέρας· δε θ’  άφηνε τη μητέρα να παιδεύεται…

Ο χαμηλωμένος ουρανός, ντυμένος με μελανά νέφη, έμοιαζε να πενθεί. Αν και ήταν ακόμα πρωί, το λιγοστό φέγγος σκορπούσε στο χώρο τα σκοτεινά φτιασίδια του σούρουπου. Μια πιπεράτη μυρωδιά νοτισμένο χώματος γλιστρούσε από κάποιο ανοιχτό φεγγίτη στην κάμαρα ζευγαρώνοντας με την παγωνιά. Ο μικρός Άντη βούλιαξε στο ονειροπόλημα.

Σκέψου και να ‘ταν άγγελος! Να φύτρωναν στους ώμους του δυο μεγάλες φτερούγες με μαλακά κάτασπρα πούπουλα. Να δυνόταν, σαν ήθελε, να γίνεται άφαντος και να παραστέκεται σε όλους τους καλούς ανθρώπους. Δεν θα  άφηνε παιδάκια να είναι μόνα και λυπημένα, όπως αυτός τώρα…

Όπως αυτός τώρα! Ο μικρός Άντη κοίταξε γύρω  το φτωχικό, σχεδόν άδειο , δωματιάκι ένιωσε έναν κόμπο θλίψης να ογκώνεται μέσα του και να μαργώνει την ψυχή του. Έκανε τόσο κρύο σε αυτήν την κάμαρα! Τα δάχτυλα που βαστούσαν ακόμη το χάρτινο αγγελάκι είχαν ξυλιαστεί. Μα πιο πολύ τον τυραννούσε το χιόνι της μοναξιάς που πυργωνόταν, αθώρητο μα σχεδόν χειροπιαστό ολόγυρα.

Εκείνες τις στιγμές, που θα έπρεπε να είναι πιο χαρούμενες, πιο πλέριες από στοργή και συντρόφιασμα από όλες τις άλλες, η ερημιά βάραινε πότερο Κι η μητέρα αργούσε τόσο…

Ένα δάκρυ ανέβηκε μέσαθέ του και σκάλωσε στις βλεφαρίδες.

Σπώντας την κρούστα της θλιβερής ησυχίας ένα απαλό κροτάλισμα τον ξάφνιασε. Μέσα από το βούρκωμα ξέκρινε ένα φάκελο να γλιστρά κάτω από το σώθυρο.

Σηκώθηκε και τον πήρε στα χέρια του. Απ’  το γραμματόσημο κατάλαβε την προέλευσή του. Ήταν απ’  την άλλη, τη μακρινή πατρίδα, απ’  όπου – πριν τόσους αιώνες Θεέ μου- είχαν ξεκινήσει οι πρόγονοί του, για να ξενερίσουν σε τούτο το νησί και να ριζώσουν.

Η έκπληξή του κορυφώθηκε, όταν στη θέση του παραλήπτη διάβασε τ΄ όνομά του.

Μα ποιος, ποιος τον θυμήθηκε από κει πάνω;

Έσκισε μ’  ανυπομονησία το γράμμα και διάβασε:

6 page 003

Αγαπημένε μου φίλε, Άντη.

          Δεν σε έχω δει ποτέ. Όμως, είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Τη διεύθυνσή σου τη βρήκε ο μπαμπάς μου απ’  την πρεσβεία. Θα ήθελα να σου στείλω ένα δώρο, μα είμαστε φτωχοί. Γι αυτό σου στέλνω μονάχα το γράμμα μου, για να σου πω πως σε αγαπώ πολύ και πως σε νοιάζομαι εσένα και όλα τα παιδιά του νησιού σου.

          Φέτος τα Χριστούγεννα θα είμαι λυπημένος, γιατί θα σκέφτομαι πως δεν έχεις δώρα και γλυκά. Εγώ θα έχω λίγα, αλλά δεν τα θέλω, γιατί θα ντρέπομαι που θα ξέρω ότι εσύ δεν θα έχεις καθόλου.

          Πρέπει όλα τα παιδιά να συμφωνήσουμε όταν μεγαλώσουμε, να είμαστε αγαπημένοι και να μην κάνουμε πολέμους.

          Γράψε μου, αν συμφωνείς

          Με όλη μου την  αγάπη.

Ο φίλος σου Πέτρος »

Αν συμφωνούσε; Και βέβαια συμφωνούσε!

Μεμιάς η  θλίψη φτερούγισε μακριά του. Δεν ήταν, λοιπόν, μόνος. Ο Πέτρος τον νοιαζόταν εκεί πάνω. Ο φίλος του ο Πέτρος!

Η μητέρα του, που μπήκε μόλις εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί ο γιος της ήταν τόσο χαρούμενος. Γιατί την αγκάλιαζε και τη φιλούσε, γιατί χοροπηδούσε τραγουδώντας τα κάλαντα. Μα η χαρά του μικρού Άντη μεταδινόταν και στην ίδια και από τη μια στιγμή στην άλλη θαρρούσε πως οι φτωχικές προμήθειες που κουβαλούσε, σαν από μια αναπάντεχη μαγεία, μεταμορφώθηκαν σ’  όλα τ’  αγαθά της γης.

Ο γιος της κι αυτή είχαν πάρει για τα Χριστούγεννα τ’  ωραιότερο δώρο. Την ανιδιοτελή και πηγαία αγάπη ενός παιδιού. Την ελπίδα για έναν καλύτερο αυριανό κόσμο….



Λήψη αρχείου

 

5ο Διήγημα

A Kidnapped Santa Claus 

moon ga256c2e47 640
Φωτογραφία από Clker-Free-Vector-Images από το Pixabay

 

Santa Claus lives in the Laughing Valley, where stands the big, rambling castle in which his toys are manufactured. His workmen, selected from the ryls, knooks, pixies and fairies, live with him, and every one is as busy as can be from one year’s end to another.

It is called the Laughing Valley because everything there is happy and gay. The brook chuckles to itself as it leaps rollicking between its green banks; the wind whistles merrily in the trees; the sunbeams dance lightly over the soft grass, and the violets and wild flowers look smilingly up from their green nests. To laugh one needs to be happy; to be happy one needs to be content. And throughout the Laughing Valley of Santa Claus contentment reigns supreme.

On one side is the mighty Forest of Burzee. At the other side stands the huge mountain that contains the Caves of the Daemons. And between them the Valley lies smiling and peaceful.

One would think that our good old Santa Claus, who devotes his days to making children happy, would have no enemies on all the earth; and, as a matter of fact, for a long period of time he encountered nothing but love wherever he might go.

But the Daemons who live in the mountain caves grew to hate Santa Claus very much, and all for the simple reason that he made children happy.

The Caves of the Daemons are five in number. A broad pathway leads up to the first cave, which is a finely arched cavern at the foot of the mountain, the entrance being beautifully carved and decorated. In it resides the Daemon of Selfishness. Back of this is another cavern inhabited by the Daemon of Envy. The cave of the Daemon of Hatred is next in order, and through this one passes to the home of the Daemon of Malice — situated in a dark and fearful cave in the very heart of the mountain. I do not know what lies beyond this. Some say there are terrible pitfalls leading to death and destruction, and this may very well be true. However, from each one of the four caves mentioned there is a small, narrow tunnel leading to the fifth cave — a cozy little room occupied by the Daemon of Repentance. And as the rocky floors of these passages are well worn by the track of passing feet, I judge that many wanderers in the Caves of the Daemons have escaped through the tunnels to the abode of the Daemon of Repentance, who is said to be a pleasant sort of fellow who gladly opens for one a little door admitting you into fresh air and sunshine again.

Well, these Daemons of the Caves, thinking they had great cause to dislike old Santa Claus, held a meeting one day to discuss the matter.

“I’m really getting lonesome,” said the Daemon of Selfishness. “For Santa Claus distributes so many pretty Christmas gifts to all the children that they become happy and generous, through his example, and keep away from my cave.”

“I’m having the same trouble,” rejoined the Daemon of Envy. “The little ones seem quite content with Santa Claus, and there are few, indeed, that I can coax to become envious.”

“And that makes it bad for me!” declared the Daemon of Hatred. “For if no children pass through the Caves of Selfishness and Envy, none can get to MY cavern.”

“Or to mine,” added the Daemon of Malice.

“For my part,” said the Daemon of Repentance, “it is easily seen that if children do not visit your caves they have no need to visit mine; so that I am quite as neglected as you are.”

“And all because of this person they call Santa Claus!” exclaimed the Daemon of Envy. “He is simply ruining our business, and something must be done at once.”

To this they readily agreed; but what to do was another and more difficult matter to settle. They knew that Santa Claus worked all through the year at his castle in the Laughing Valley, preparing the gifts he was to distribute on Christmas Eve; and at first they resolved to try to tempt him into their caves, that they might lead him on to the terrible pitfalls that ended in destruction.

So the very next day, while Santa Claus was busily at work, surrounded by his little band of assistants, the Daemon of Selfishness came to him and said:

“These toys are wonderfully bright and pretty. Why do you not keep them for yourself? It’s a pity to give them to those noisy boys and fretful girls, who break and destroy them so quickly.”

“Nonsense!” cried the old graybeard, his bright eyes twinkling merrily as he turned toward the tempting Daemon. “The boys and girls are never so noisy and fretful after receiving my presents, and if I can make them happy for one day in the year I am quite content.”

So the Daemon went back to the others, who awaited him in their caves, and said:

“I have failed, for Santa Claus is not at all selfish.”

The following day the Daemon of Envy visited Santa Claus. Said he: “The toy shops are full of playthings quite as pretty as those you are making. What a shame it is that they should interfere with your business! They make toys by machinery much quicker than you can make them by hand; and they sell them for money, while you get nothing at all for your work.”

But Santa Claus refused to be envious of the toy shops.

“I can supply the little ones but once a year — on Christmas Eve,” he answered; “for the children are many, and I am but one. And as my work is one of love and kindness I would be ashamed to receive money for my little gifts. But throughout all the year the children must be amused in some way, and so the toy shops are able to bring much happiness to my little friends. I like the toy shops, and am glad to see them prosper.”

In spite of the second rebuff, the Daemon of Hatred thought he would try to influence Santa Claus. So the next day he entered the busy workshop and said:

“Good morning, Santa! I have bad news for you.”

“Then run away, like a good fellow,” answered Santa Claus. “Bad news is something that should be kept secret and never told.”

“You cannot escape this, however,” declared the Daemon; “for in the world are a good many who do not believe in Santa Claus, and these you are bound to hate bitterly, since they have so wronged you.”

“Stuff and rubbish!” cried Santa.

“And there are others who resent your making children happy and who sneer at you and call you a foolish old rattlepate! You are quite right to hate such base slanderers, and you ought to be revenged upon them for their evil words.”

“But I don’t hate ’em!” exclaimed Santa Claus positively. “Such people do me no real harm, but merely render themselves and their children unhappy. Poor things! I’d much rather help them any day than injure them.”

Indeed, the Daemons could not tempt old Santa Claus in any way. On the contrary, he was shrewd enough to see that their object in visiting him was to make mischief and trouble, and his cheery laughter disconcerted the evil ones and showed to them the folly of such an undertaking. So they abandoned honeyed words and determined to use force.

It was well known that no harm can come to Santa Claus while he is in the Laughing Valley, for the fairies, and ryls, and knooks all protect him. But on Christmas Eve he drives his reindeer out into the big world, carrying a sleighload of toys and pretty gifts to the children; and this was the time and the occasion when his enemies had the best chance to injure him. So the Daemons laid their plans and awaited the arrival of Christmas Eve.

The moon shone big and white in the sky, and the snow lay crisp and sparkling on the ground as Santa Claus cracked his whip and sped away out of the Valley into the great world beyond. The roomy sleigh was packed full with huge sacks of toys, and as the reindeer dashed onward our jolly old Santa laughed and whistled and sang for very joy. For in all his merry life this was the one day in the year when he was happiest — the day he lovingly bestowed the treasures of his workshop upon the little children.

It would be a busy night for him, he well knew. As he whistled and shouted and cracked his whip again, he reviewed in mind all the towns and cities and farmhouses where he was expected, and figured that he had just enough presents to go around and make every child happy. The reindeer knew exactly what was expected of them, and dashed along so swiftly that their feet scarcely seemed to touch the snow-covered ground.

Suddenly a strange thing happened: a rope shot through the moonlight and a big noose that was in the end of it settled over the arms and body of Santa Claus and drew tight. Before he could resist or even cry out he was jerked from the seat of the sleigh and tumbled head foremost into a snowbank, while the reindeer rushed onward with the load of toys and carried it quickly out of sight and sound.

Such a surprising experience confused old Santa for a moment, and when he had collected his senses he found that the wicked Daemons had pulled him from the snowdrift and bound him tightly with many coils of the stout rope. And then they carried the kidnapped Santa Claus away to their mountain, where they thrust the prisoner into a secret cave and chained him to the rocky wall so that he could not escape.

“Ha, ha!” laughed the Daemons, rubbing their hands together with cruel glee. “What will the children do now? How they will cry and scold and storm when they find there are no toys in their stockings and no gifts on their Christmas trees! And what a lot of punishment they will receive from their parents, and how they will flock to our Caves of Selfishness, and Envy, and Hatred, and Malice! We have done a mighty clever thing, we Daemons of the Caves!”

Now it so chanced that on this Christmas Eve the good Santa Claus had taken with him in his sleigh Nuter the Ryl, Peter the Knook, Kilter the Pixie, and a small fairy named Wisk — his four favorite assistants. These little people he had often found very useful in helping him to distribute his gifts to the children, and when their master was so suddenly dragged from the sleigh they were all snugly tucked underneath the seat, where the sharp wind could not reach them.

The tiny immortals knew nothing of the capture of Santa Claus until some time after he had disappeared. But finally they missed his cheery voice, and as their master always sang or whistled on his journeys, the silence warned them that something was wrong.

Little Wisk stuck out his head from underneath the seat and found Santa Claus gone and no one to direct the flight of the reindeer.

“Whoa!” he called out, and the deer obediently slackened speed and came to a halt.

Peter and Nuter and Kilter all jumped upon the seat and looked back over the track made by the sleigh. But Santa Claus had been left miles and miles behind.

“What shall we do?” asked Wisk anxiously, all the mirth and mischief banished from his wee face by this great calamity.

“We must go back at once and find our master,” said Nuter the Ryl, who thought and spoke with much deliberation.

“No, no!” exclaimed Peter the Knook, who, cross and crabbed though he was, might always be depended upon in an emergency. “If we delay, or go back, there will not be time to get the toys to the children before morning; and that would grieve Santa Claus more than anything else.”

“It is certain that some wicked creatures have captured him,” added Kilter thoughtfully, “and their object must be to make the children unhappy. So our first duty is to get the toys distributed as carefully as if Santa Claus were himself present. Afterward we can search for our master and easily secure his freedom.”

This seemed such good and sensible advice that the others at once resolved to adopt it. So Peter the Knook called to the reindeer, and the faithful animals again sprang forward and dashed over hill and valley, through forest and plain, until they came to the houses wherein children lay sleeping and dreaming of the pretty gifts they would find on Christmas morning.

The little immortals had set themselves a difficult task; for although they had assisted Santa Claus on many of his journeys, their master had always directed and guided them and told them exactly what he wished them to do. But now they had to distribute the toys according to their own judgment, and they did not understand children as well as did old Santa. So it is no wonder they made some laughable errors.

Mamie Brown, who wanted a doll, got a drum instead; and a drum is of no use to a girl who loves dolls. And Charlie Smith, who delights to romp and play out of doors, and who wanted some new rubber boots to keep his feet dry, received a sewing box filled with colored worsteds and threads and needles, which made him so provoked that he thoughtlessly called our dear Santa Claus a fraud.

Had there been many such mistakes the Daemons would have accomplished their evil purpose and made the children unhappy. But the little friends of the absent Santa Claus labored faithfully and intelligently to carry out their master’s ideas, and they made fewer errors than might be expected under such unusual circumstances.

And, although they worked as swiftly as possible, day had begun to break before the toys and other presents were all distributed; so for the first time in many years the reindeer trotted into the Laughing Valley, on their return, in broad daylight, with the brilliant sun peeping over the edge of the forest to prove they were far behind their accustomed hours.

Having put the deer in the stable, the little folk began to wonder how they might rescue their master; and they realized they must discover, first of all, what had happened to him and where he was.

So Wisk the Fairy transported himself to the bower of the Fairy Queen, which was located deep in the heart of the Forest of Burzee; and once there, it did not take him long to find out all about the naughty Daemons and how they had kidnapped the good Santa Claus to prevent his making children happy. The Fairy Queen also promised her assistance, and then, fortified by this powerful support, Wisk flew back to where Nuter and Peter and Kilter awaited him, and the four counseled together and laid plans to rescue their master from his enemies.

It is possible that Santa Claus was not as merry as usual during the night that succeeded his capture. For although he had faith in the judgment of his little friends he could not avoid a certain amount of worry, and an anxious look would creep at times into his kind old eyes as he thought of the disappointment that might await his dear little children. And the Daemons, who guarded him by turns, one after another, did not neglect to taunt him with contemptuous words in his helpless condition.

When Christmas Day dawned the Daemon of Malice was guarding the prisoner, and his tongue was sharper than that of any of the others.

“The children are waking up, Santa!” he cried. “They are waking up to find their stockings empty! Ho, ho! How they will quarrel, and wail, and stamp their feet in anger! Our caves will be full today, old Santa! Our caves are sure to be full!”

But to this, as to other like taunts, Santa Claus answered nothing. He was much grieved by his capture, it is true; but his courage did not forsake him. And, finding that the prisoner would not reply to his jeers, the Daemon of Malice presently went away, and sent the Daemon of Repentance to take his place.

This last personage was not so disagreeable as the others. He had gentle and refined features, and his voice was soft and pleasant in tone.

“My brother Daemons do not trust me overmuch,” said he, as he entered the cavern; “but it is morning, now, and the mischief is done. You cannot visit the children again for another year.”

“That is true,” answered Santa Claus, almost cheerfully; “Christmas Eve is past, and for the first time in centuries I have not visited my children.”

“The little ones will be greatly disappointed,” murmured the Daemon of Repentance, almost regretfully; “but that cannot be helped now. Their grief is likely to make the children selfish and envious and hateful, and if they come to the Caves of the Daemons today I shall get a chance to lead some of them to my Cave of Repentance.”

“Do you never repent, yourself?” asked Santa Claus, curiously.

“Oh, yes, indeed,” answered the Daemon. “I am even now repenting that I assisted in your capture. Of course it is too late to remedy the evil that has been done; but repentance, you know, can come only after an evil thought or deed, for in the beginning there is nothing to repent of.”

“So I understand,” said Santa Claus. “Those who avoid evil need never visit your cave.”

“As a rule, that is true,” replied the Daemon; “yet you, who have done no evil, are about to visit my cave at once; for to prove that I sincerely regret my share in your capture I am going to permit you to escape.”

This speech greatly surprised the prisoner, until he reflected that it was just what might be expected of the Daemon of Repentance. The fellow at once busied himself untying the knots that bound Santa Claus and unlocking the chains that fastened him to the wall. Then he led the way through a long tunnel until they both emerged in the Cave of Repentance.

“I hope you will forgive me,” said the Daemon pleadingly. “I am not really a bad person, you know; and I believe I accomplish a great deal of good in the world.”

With this he opened a back door that let in a flood of sunshine, and Santa Claus sniffed the fresh air gratefully.

“I bear no malice,” said he to the Daemon, in a gentle voice; “and I am sure the world would be a dreary place without you. So, good morning, and a Merry Christmas to you!”

With these words he stepped out to greet the bright morning, and a moment later he was trudging along, whistling softly to himself, on his way to his home in the Laughing Valley.

Marching over the snow toward the mountain was a vast army, made up of the most curious creatures imaginable. There were numberless knooks from the forest, as rough and crooked in appearance as the gnarled branches of the trees they ministered to. And there were dainty ryls from the fields, each one bearing the emblem of the flower or plant it guarded. Behind these were many ranks of pixies, gnomes and nymphs, and in the rear a thousand beautiful fairies floated along in gorgeous array.

This wonderful army was led by Wisk, Peter, Nuter, and Kilter, who had assembled it to rescue Santa Claus from captivity and to punish the Daemons who had dared to take him away from his beloved children.

And, although they looked so bright and peaceful, the little immortals were armed with powers that would be very terrible to those who had incurred their anger. Woe to the Daemons of the Caves if this mighty army of vengeance ever met them!

But lo! coming to meet his loyal friends appeared the imposing form of Santa Claus, his white beard floating in the breeze and his bright eyes sparkling with pleasure at this proof of the love and veneration he had inspired in the hearts of the most powerful creatures in existence.

And while they clustered around him and danced with glee at his safe return, he gave them earnest thanks for their support. But Wisk, and Nuter, and Peter, and Kilter, he embraced affectionately.

“It is useless to pursue the Daemons,” said Santa Claus to the army. “They have their place in the world, and can never be destroyed. But that is a great pity, nevertheless,” he continued musingly.

So the fairies, and knooks, and pixies, and ryls all escorted the good man to his castle, and there left him to talk over the events of the night with his little assistants.

Wisk had already rendered himself invisible and flown through the big world to see how the children were getting along on this bright Christmas morning; and by the time he returned, Peter had finished telling Santa Claus of how they had distributed the toys.

“We really did very well,” cried the fairy, in a pleased voice; “for I found little unhappiness among the children this morning. Still, you must not get captured again, my dear master; for we might not be so fortunate another time in carrying out your ideas.”

He then related the mistakes that had been made, and which he had not discovered until his tour of inspection. And Santa Claus at once sent him with rubber boots for Charlie Smith, and a doll for Mamie Brown; so that even those two disappointed ones became happy.

As for the wicked Daemons of the Caves, they were filled with anger and chagrin when they found that their clever capture of Santa Claus had come to naught. Indeed, no one on that Christmas Day appeared to be at all selfish, or envious, or hateful. And, realizing that while the children’s saint had so many powerful friends it was folly to oppose him, the Daemons never again attempted to interfere with his journeys on Christmas Eve.

 



Λήψη αρχείου

4ο Διήγημα

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

«Το κοριτσάκι με τα σπίρτα»

4 page 0001

Έκανε κρύο φοβερό, έπεφτε χιόνι πυκνό και είχε αρχίσει να νυχτώνει· το βράδυ, το τελευταίο βράδυ του χρόνου, πλησίαζε. Αλλά παρά το κρύο και το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι, ξεσκούφωτο και ξυπόλυτο, γύριζε στους δρόμους. Όταν έφυγε από το σπίτι της φορούσε παντόφλες, αλλά ήτανε πολύ μεγάλες – αφού ανήκανε στη μητέρα της – και της έφυγαν από τα ποδαράκια κάποια στιγμή που διέσχιζε τρέχοντας το δρόμο για ν’ αποφύγει δυο άμαξες. Η μία παντόφλα χάθηκε, την άλλη την άρπαξε ένα παιδί που ήθελε να την κάνει κούνια για την κούκλα του.

Έτσι λοιπόν το κοριτσάκι περπατούσε ξυπόλυτο και τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Κρατούσε ένα ματσάκι σπίρτα στο χέρι, και στην τσέπη τής φθαρμένης της ποδιάς είχε κι άλλα. Κανένας δεν είχε αγοράσει ούτ’ ένα σπίρτο όλη την ημέρα, κανένας δεν της είχε δώσει μια δεκάρα. Έτρεμε από το κρύο και την πείνα καθώς σερνόταν εδώ κια εκεί – προσωποποίηση της δυστυχίας – το κακόμοιρο το κοριτσάκι.

Νιφάδες χιονιού κάθονταν στα μακριά, ξανθά μαλλιάς της, που έπεφτεν χυτά σε μπούκλες ως τους ώμους της· αλλά η μικρή δεν σκεφτότανε ούτε την ομορφιά της ούτε το κρύο. Σε όλα τα παράθυρα έλαμπαν φώτα κι η μυρωδιά της ψητής ψήνας έβγαινε από μερικά σπίτια: ήτανε παραμονή Πρωτοχρονιάς, κι αυτό μόνο σκεφτότανε το κοριτσάκι.

Σε μια γωνία που σχημάτιζαν δυο σπίτια, επειδή το ένα προεξείχε από το άλλο, το κοριτσάκι κάθισε και ζάρωσε τα ποδαράκια του όσο γινόταν πιο σφιχτά, όμως δεν μπορούσε να τα ζεστάνει. Δεν τολμούσε να γυρίσει στο σπίτι, γιατί δεν είχε πουλήσει ούτε ένα σπίρτο, δεν είχε κερδίσει ούτε μια δεκάρα, και ίσως ο πατέρας της την έδερνε· άλλωστε, η σοφίτα που μένανε δεν ήτανε πιο ζεστή από το δρόμο, και παρ’ όλο που είχανε φράξει πολλές τρύπες στη στέγη με άχυρα και κουρέλια, ο παγωμένος αέρας και το χιόνι έμπαιναν μέσα. Τα χεράκια του κοριτσιού ήτανε ξυλιασμένα· ένα μονάχα σπίρτο αν άναβε, μπορεί και να τα ξέσταινε λιγάκι. Πήρε ένα από το μάτσο και το ‘τριψε στον τοίχο: μπράβο! Έβγαλε μια φωτεινή, ξεστή φλόγα και η μικρή πλησίασε τα χέρια της. Τότε της φάνηκε σαν να φωτίστηκαν όλα γύρω από τη μαγική φλόγα· και η μικρή νόμισε ότι στ’ αλήθεια καθότανε μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια θερμάστρα με μπρούντζινα στολίδια, που μέσα της κόρωνε η φωτιά. Η μικρή τέντωσε και τα πόδια της για να ζεσταθούν· όμως, τι κρίμα, μέσα σε λίγες στιγμές η φλόγα έσβησε, χάθηκε κι η θερμάστρα, και το κοριτσάκι βρέθηκε πάλι ξυλιασμένο με την κάφτρα του σπίρτου στο χέρι.

Έτριβε και δεύτερο σπίρτο στον τοίχο, που άναψε και λαμποκόπησε, και σ’ όποιο σημείο του τοίχου έπεφτε το φως του, τον έκανε διάφανο σαν πέπλο, έτσι που το κοριτσάκι μπορούσε να δει τι γινότανε μέσα στο σπίτι. Στο τραπέζι ήταν στρωμένο ένα κατάλευκο τραπεζομάντιλο από δαμασκηνό ύφασμα και πάνω του σερβίτσιο πορσελάνινο· η ψητή χήνα, γεμισμένη με μήλα και ξερά δαμάσκηνα, μοσχομύριζε. Αλλά τότε ξαφνικά η χήνα, που είχε ακόμα μπηγμένα στο στήθος της ένα μαχαίρι κι ένα πιρούνι, πήδηξε απ’ την πιατέλα στο πάτωμα και προχώρησε κουνιστή και λυγιστή προς το μέρος του φτωχού κοριτσιού. Όμως εκείνη τη στιγμή έσβησε το σπίρτο και η μικρή βρέθηκε πάλι δίπλα στον χοντρό, κρύο τοίχο.

Άναψε τρίτο σπίρτο. Πάλι άστραψε η φλόγα, κι αυτή τη φορά βρέθηκε κάτω από ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο, πολύ μεγαλύτερο και πολύ πλουσιότερο από εκείνο που είχε δει ανήμερα τα Χριστούγεννα μεσ’ από τις γυάλινες πόρτες στο σπίτι του πλούσιου εμπόρου. Εκατοντάδες κεράκια φώτιζαν τα πράσινα κλαδιά του, όπου ήτανε κρεμασμένες μικροσκοπικές κούκλες, απ’ αυτές που βλέπουμε στις βιτρίνες των καλών καταστημάτων. Η μικρή τέντωσε τα χέρια της να τις αγγίξει, αλλά εκείνη τη στιγμή το σπίρτο έσβησε· όμως τα χριστουγεννιάτικα κεράκια ανέβηκαν ψηλά, πολύ ψηλά, η μικρή τα έβλεπε σαν να ήταν αστέρια στον ουρανό. Κι έν’ απ’ τ΄αστέρια έπεσε, αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή ουρά.

«Κάποιος πεθαίνει ετούτη τη στιγμή», είπε το κοριτσάκι· αυτό της το είχε μάθει η γιαγιά της – ο μοναδικός άνθρωπος που της είχε φερθεί καλά, αλλά τώρα ήτανε πεθαμένη -, ότι δηλαδή, όποτε πέφτει έν’ αστέρι στη γη, κάποια ψυχή ανεβαίνει στο Θεό.

Έτριψε κι άλλο σπίρτο στον τοίχο, κι όταν άναψε, είδε να στέκεται μπροστά της η αγαπημένη της γιαγιά, ευγενική και τρυφερή όπως πάντα, αλλά και γελαστή και χαρούμενη όσο δεν την είχε ξαναδεί ποτέ της.

«Γιαγιάκα μου!» φώναξε η μικρή. «Αχ, πάρε με μαζί σου! Ξέρω ότι θα χαθείς κι εσύ μόλις σβήσει το σπίρτο, όπως χάθηκε η ζεστή φωτιά στη σόμπα και το υπέροχο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και το πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο!» Κι άρπαξε όλα τα υπόλοιπα σπίρτα και τ’ άναψε για να μη χαθεί η γιαγιά της. Και τα σπίρτα έκαναν μια μεγάλη φλόγα και τα φώτισαν όλα γύρω σαν να ήτανε μέρα-μεσημέρι. Ποτέ η γιαγιά της δεν είχε παρουσιαστεί τόσο ψηλή και καλοντυμένη, τόσο ωραία κι ευγενική· πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της και πετάξανε μαζί, χαρούμενες κι οι δύο, ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί όπου δνε υπάρχει ούτε κρύο ούτε πείνα ούτε βάσανα: στον Παράδεισο.

Το άλλο πρωί βρέθηκε το κοριτσάκι κουρνιασμένο στη γωνία. Τα μάγουλά της ήταν ρόδινα, τα χείλη της χαμογελαστά· αλλά το κρύο της τελευταίας νύχτας του παλιού χρόνου είχε ξυλιάσει το κορμάκι της. Ο ήλιος της Πρωτοχρονιάς έλαμψε πάνω από το άψυχο παιδί, που έγερνε στον τοίχο μ’ ένα μάτσο καμένα σπίρτα στην αγκαλιά του. «Προσπαθούσε να ζεσταθεί το κακόμοιρο!» έλεγε ο κόσμος. Αλλά κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τα υπέροχα πράγματα που είχε δει, ούτε ότι εκείνη την ώρα κάπου πολύ ψηλά η μικρή και η γιαγιά της χαιρόντουσαν την ωραιότερη Πρωτοχρονιά τους.

4 page 0002

[πηγή: Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Ιστορίες και Παραμύθια, μετάφραση Ερρίκος Μπελιές, Ωκεανίδα, Αθήνα 1993, σ. 39-43]



Λήψη αρχείου

3ο Διήγημα

Φώτης  Κόντογλου

Το βλογημένο μαντρί

 3 page 0001

       Κάθε χρόνο, ο `Αγιος Βασίλης, τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς, γυρίζει από χώρα σέ χώρα κι από χωριό σε χωριό και χτυπά τις πόρτες, γιά νά δεί ποιός θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μιά χρονιά, λοιπόν, πήρε τό ραβδί του καί τράβηξε σάν καλόγερος ασκητής, ντυμένος μέ κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, μέ χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στόν ώμο του. Γι’ αυτό τον παίρνανε γιά διακονιάρη και δεν του ανοίγανε τήν πόρτα.
Ο `Αγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος γιατί έβλεπε τήν απονιά τών ανθρώπων καί συλλογιzότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, έπειδή έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δέν είχε ανάγκη από κανέναν κι ουτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.

Αφού βολόδειρε από δώ κι από κεί, κι αφού πέρασε χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά καί πολιτείες, έφτασε και στα έλληνικά τά μέρη, πού ‘ναι φτωχός κόσμος. Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τά πιό φτωχά, καί τράβηξε κατά κεί, ανάμεσα στα ξερά βουνά πού βρισκότανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.

Περπατούσε νύχτα κι ό χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δέν ακουγότανε, έξόν από κανένα τσακάλι πού γάβγιζε. Αφού περπάτησε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ένα απάγκιο που έκοβε ό αγέρας από ‘να μικρό βουνό κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. `Ανοιξε τήν αυλόπορτα, πού ήτανε καμωμένη από άγρια ρουπάκια, καί μπήκε στή μάντρα. Τά σκυλιά ξυπνήσανε καί πιάσανε καί γαβγίzανε. Πέσανε απάνω του νά τον σκίσουνε μά, σάν πήγανε κοντά του, σκύψανε τά κεφάλια τους και σερόντανε στά ποδάρια του, γλείφανε τά χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καί κουνούσανε παρακαλεστικά τίς ουρές τους.

Ο `Αγιος σίμωσε στό καλύβι του τσομπάνου καί χτύπησε τήν πόρτα μέ τό ραβδί του καί φώναξε:
– Ελεήστε με, χριστιανοί, γιά τίς ψυχές τών αποθαμένων σας! Και ο Χριστός μας διακόνεψε, σάν ήρθε σέ τούτον τον κόσμο!

Η πόρτα άνοιξε καί βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ώς εικοσιπέντε χρονών, μέ μαύρα γένια καί δίχως νά δεί καλά καλά ποιός κτυπούσε τήν πόρτα, είπε στό γέροντα:
– Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας νά ζεσταθείς! Καλή μέρα καί καλή χρονιά!

Αυτός ό τσομπάνης ήτανε ό Γιάννης ό Μπάικας, πού τον λέγανε Γιάννη βλογημένο, άνθρωπος αθώος σάν τά πρόβατα, πού βόσκαγε, αγράμματος όλότελα.

Μέσα στήν καλύβα έφεγγε μέ λιγοστό φώς ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης σάν είδε στό φώς πώς ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε τό χέρι του καί τ’ άνασπάστηκε καί τό ‘βαλε πάνω στό κεφάλι του. `Υστερα φώναξε τή γυναίκα του, ώς είκοσι χρονών κοπελούδα, πού κουνούσε τό μωρό τους μέσα στήν κούνια. Κι έκείνη πήγε ταπεινά καί φίλησε τό χέρι του γέροντα καί είπε:
– Κόπιασε, παππού, νά ξεκουραστείς.

Ο `Αγιος Βασίλης στάθηκε στήν πόρτα καί βλόγησε τό καλύβι καί είπε:
– Βλογημένοι νά ‘σαστε, τέκνα μου, κι όλο τό σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιωβ μετά την πληγή και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!

Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόγιασε τη φωτιά. Ο `Αγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά κι η γυναίκα του ‘βαλε και ιμα μαξιλάρα να ακουμπήσει.

Ο Αγιος Βασίλης γύρισε και είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του :
– Βλογημένο να ναι τούτο το καλύβι!

Ο Γιάννης μπαινόβγαινε γιά να φέρει τό ‘να καί τ’ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στή φωτιά. Μονομιάς φεγγοβόλησε τό καλύβι μέ μίάν αλλιώτικη λάμψη καί έφάνηκε σάν παλάτι. Τά δοκάρια σάν νά ‘τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οί πυτιές, πού ήτανε κρεμασμένες, σάν νά γινήκανε χρυσά καντήλια, καί τά τυροβόλια καί οί καρδάρες καί τ’ άλλα σύνεργα, πού τυροκομούσε ό Γιάννης λές κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Καί τά ξύλα πού καιγότανε στή φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο καί δέν τρίzανε, όπως τρίzανε τά ξύλα τής φωτιάς παρά ψέλνανε σάν τούς αγγέλους πού ‘ναι στόν Παράδεισο.

Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τόν έφτιαξε ο Θεός. Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μά πλούσια καρδιά : “Τή πτωχεία τά πλούσια!” ‘Ητανε αυτός καλός, μά είχε καί καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε νά χτυπήσει τήν πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε καί κοιμότανε. Κι άν ήτανε καί πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι’ αυτό καί ο `Αγιος Βασίλης κόνεψε στό καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή τής χάρης του κι έδωσε τήν ευλογία του.

Κείνη τή νύχτα τόν περιμένανε όλες οι πολιτείες καί χωριά τής οικουμένης αρχόντοι, Δεσποτάδες κι έπίσημοι άνθρωποι, πλήν έκείνος δέν πήγε σέ κανέναν τέτοιο άνθρωπο, παρά πήγε στό μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.

Σάν βολέψανε τά πρόβατα, μπήκε ο Γιάννης καί λέγει στό Γέροντα:
– Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε πού ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δέν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε κάν ρημοκλήσι. ‘Εγώ αγαπώ πολύ τά γράμματα τής Θρησκείας μας, κι ας μήν τά καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μιά φορά μάς ήρθε ένας γέροντας Αγιονορείτης καί μάς άφησε τούτη τήν αγιωτική φυλλάδα κι άν λάχει νά περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τόν βάzω καί τή διαβάζει . Εγώ όλα τά γράμματα πού ξέρω είναι τρία λόγια πού τά ‘λεγε ένας γραμματιzούμενος, πού έβγαzε λόγο στό χωριό, δύο ώρες από δώ κι’ από τίς πολλές φορές πού τά ‘λεγε τυπωθήκανε στη θύμησή μον. Αυτός ό γραμματικός έλεγε καί ξανάλεγε: “Σκώνιτι ου μήτηρ κι τούν άνισπάzιτι κι τού λέγ: Τέκνου μου! Τέκνου μου!”. Αύτά τά γράμματα ξέρω…”

`Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογκούσε. Ο `Αγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου καί στάθηκε γυρισμένος κατά τήν ανατολή κι έκανε τό σταυρό του τρείς φορές. `Υστερα έσκυψε καί πήρε από τό ταγάρι του μιά φυλλάδα κι είπε:
– Ευλογητός ο Θεός ήμών πάντοτε, νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων!          Ο Γιάννης πήγε καί στάθηκε από πίσω του καί σταύρωσε τά χέρια του. Η γυναίκα βύzαξε τό μωρό καί πήγε κι εκείνη καί στάθηκε κοντά στόν άντρα της. Κι ο γέροντας είπε τό “Θεός Κύριος” καί τ’ άπολυτίκιο τής Περιτομής, “Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες”, χωρίς νά πεί καί τό δικό του τ’ άπολυτίκιο, πού λέγει: “Εις πάσαν τήν γήν έξήλθεν ό φθόγγος σου”. “Εψελνε γλυκά καί ταπεινά κι ό Γιάννης κι η Γιάνναινα τόν ακούγανε μέ κατάνυξη καί κάνανε τό σταυρό τους. Κι είπε ο `Αγιος Βασίλης τόν όρθρο καί τόν κανόνα τής έορτής “Δεύτε λαοί, άσωμεν”, χωρίς νά πεί τό δικό του κανόνα “Σου τήν φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε”. Κι ύστερα είπε όλη τή λειτουργία κι έκανε άπόλυση.

 

Καθίσανε στό τραπέzι καί φάγανε, ο `Αγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπαρμπα-Μάρκος ό Βουβός, πού τόν είχε συμμαzέψει ό Γιάννης καί τόν βοηθούσε. Καί, σάν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τή βασιλόπιτα καί τήν έβαλε απάνω στό σοφρά. Κι ό `Αγιος Βασίλης πήρε τό μαχαίρι καί σταύρωσε τή βασιλόπιτα κι είπε:
– Εις τό όνομα τού Πατρός καί του Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος!
Κι έκοψε τό πρώτο τό κομμάτι κι είπε: “τού Χριστού”, έκοψε τό δεύτερο κι είπε: “τής Παναγίας” κι ύστερα έκοψε τό τρίτο καί δέν είπε: “τού Άγίου Βασιλείου”, αλλά είπε: “τού νοικοκύρη τού Γιάννη τού Βλογημένου!”
Πετάγεται ο Γιάννης καί τού λέγει:
– Γέροντα, ξέχασες τόν Αι-Βασίλη!
Τού λέγει ο `Αγιος:
– Αλήθεια, τόν ξέχασα!
Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:
– Τού δούλου τού Θεού Βασιλείου!
`Υστερα έκοψε πολλά κομμάτια καί σέ κάθε ένα πού έκοβε έλεγε: “τής νοικοκυράς”, “τού μωρού”, “τού δούλου τού Θεού Μάρκου τού μογιλάλου”, “τού σπιτιού”, “τών ζωντανών” “τών φτωχών”. Λέει πάλι ό Γιάννης στόν `Αγιο:
– Γέροντα, γιατί δέν έκοψες γιά τήν αγιοσύνη σου; Τού λέει ο `Αγιος.
– `Έκοψα, ευλογημένε!
Μά ο Γιάννης δέν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!

`Εστρωσε η γυναίκα, γιά νά κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε νά κάνουνε τήν προσευχή τους. Ο `Αγιος Βασίλης άνοιξε τίς παλάμες του κι είπε τή δική του τήν ευχή, πού τή λέγει ό παπάς στή λειτουργία:
– Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ούκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό τήν στέγην εισέλθης τού οίκου τής ψυχής μου…

Σάν τελείωσε τήν ευχή κι έτοιμαzόντανε νά πλαγιάσουνε, τού λέγει ό Γιάννης:
– Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τά γράμματα, πές μας σέ ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι άρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά ‘χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί καί κακορίzικοι, επειδή η φτώχεια μάς κάνει νά κολαzόμαστε!

Ο `Αγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τίς παλάμες του καί ξαναείπε τήν ευχή του αλλιώτικα:
– Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος καί ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθεις, ότι νήπιος υπάρχει, καί τών τοιούτων εστίν η βασιλεία τών ουρανών…

Καί πάλι δέν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος….

page 0002

2o Διήγημα: 

Λέττα Βασιλείου

Ένας αλλιώτικος Καλικάντζαρος

Γεια σας! Είμαι ο Κατεργαρής κι είμαι ένας καλικάντζαρος!
Δε χρειάζεται όμως να φοβάστε. Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους καλικάντζαρους
Αλλά, ας σας διηγηθώ την ιστορία μου από την αρχή. Όλοι οι καλικάντζαροι μένουμε στην Καλικαντζαροχώρα, μια χώρα μοντέρνα και γεμάτη υπερσύγχρονες κατοικίες. Εργοστάσια, τράπεζες, νοσοκομεία, σχολεία και πανεπιστήμια.

Μα τι; Πιστεύατε πως ζούμε μέσα σε τρύπες στα έγκατα της γης; Βλέπετε, τίποτα από ότι νομίζετε πως γνωρίζετε για μας, δεν είναι αλήθεια εκτός από τις αταξίες! Η αταξία είναι ο νόμος μας και όλοι οι καλικάντζαροι είναι υποχρεωμένοι να κάνουν αταξίες τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, μα και το Πάσχα, τις Απόκριες, το Δεκαπενταύγουστο και γενικώς πάντα ΕΚΤΟΣ…από τα Θεοφάνια, που μας κυνηγάει αυτός ο ενοχλητικός παπάς με την επίσης ενοχλητική του αγιαστούρα!

Από την πρώτη μέρα στο σχολείο, ο δάσκαλος μας έμαθε τραγουδάκια όπως:
“Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό για να μάθω αταξίες και να κάνω φασαρίες” και παροιμίες όπως: “Μια αταξία την ημέρα, τον γιατρό τον κάνει πέρα!”, αλλά και ηθικά διδάγματα όπως: “Όποιος έχει δύο αταξίες, να δίνει τη μία στο φίλο του.”

Εγώ ήμουν ο καλύτερος μαθητής και έπαιρνα συνεχώς άριστα. Όλα άλλαξαν όμως, όταν έφτασε η στιγμή να κάνουμε και πρακτική εξάσκηση στην αταξία. Ανεβήκαμε σ΄ ένα δημοτικό σχολείο στη γη κρυφά το βράδυ και ανακατέψαμε όλες τις τάξεις. Άλλος γύρισε τα θρανία ανάποδα, άλλος έβαψε τον μαυροπίνακα άσπρο, άλλος έβαλε πινέζες στη έδρα και ο χοντρός Αναμπουμπούλης, αν κι ο χειρότερος της τάξης, κρέμασε το σώβρακο του επιστάτη στο κοντάρι της σημαίας, κερδίζοντας έτσι το πρώτο του άριστα. Εγώ ανέλαβα την πιο δύσκολη αποστολή. Μπήκα στη βιβλιοθήκη και ανακάτεψα τα βιβλία.

Όταν ξημέρωσε ακούγαμε όλοι κρυμμένοι στη σκεπή, τα κατορθώματα της πρώτης μας αποστολής:
-Ποιος αναποδογύρισε τα θρανία; ακούστηκε η πρώτη φωνή.
-Γιατί δεν γράφουνε οι κιμωλίες; ακούστηκε η δεύτερη.
-Αουτς!!! φώναξε η δασκάλα της τρίτης τάξης.
-Γιατί κυρία η σημαία είναι πράσινη με κόκκινες καρδούλες; απόρησε ένα πρωτάκι.
-Μα τι ωραία ταξινόμηση είναι αυτή στην βιβλιοθήκη! Πρώτη φορά συναντώ τέτοια τάξη! ακούστηκε τέλος κι η φωνή του διευθυντή του σχολείου.

Όλα γύρω μου σκοτείνιασαν! Ο δάσκαλος μου με αγριοκοίταξε, τα καλικαντζαράκια ξεκαρδίστηκαν κι εγώ, μετά από αυτή τη γκάφα, πήρα το πρώτο μου ολοστρόγγυλο μηδενικό.

Σε λίγες μέρες έφτασε η στιγμή για την δεύτερή εξόρμηση στη γη. Στο μουσείο.

Εκεί, βάλαμε στον καφέ του φύλακα υπνωτικό, του γυαλίσαμε την φαλάκρα και του κάναμε περμανάντ το μουστάκι. Ύστερα, φορέσαμε στα αγάλματα φανελάκια και εσώρουχα, και μπερδέψαμε τα ψηφιδωτά των μωσαϊκών. Εγώ, θέλοντας να βελτιώσω τη βαθμολογία μου, ασχολήθηκα με κάτι σπασμένα βάζα που βρήκα σε μια βιτρίνα.

Ύστερα, κρυφτήκαμε όλοι πάνω στους πολυελαίους περιμένοντας την βαθμολογία.
– Δεν του πάει καθόλου το κατσαρό μουστάκι του φύλακα! είπε μια Αμερικάνα τουρίστρια.
– Μα το ροζ νυχτικό του Ηνίοχου είναι πολύ σικ! θαύμασε μια Γαλλίδα.
– Δεν ήξερα ότι είχανε παζλ στην αρχαιότητα! αναρωτήθηκε ένας Άγγλος.
– Τι θαύμα είναι αυτό! ακούστηκε τέλος και η φωνή της αρχαιολόγου.
– Ποιος μπόρεσε να κολλήσει τα μπερδεμένα κομμάτια των αγγείων; Τριάντα δύο ζευγάρια μάτια και ένα ζευγάρι γυαλιά με κοίταξαν με φρίκη!
– Μα νόμιζα ότι τα θέλανε σπασμένα τα βάζα! προσπάθησα να απολογηθώ εγώ, αλλά ο δάσκαλος ζωγράφισε στο μπλοκάκι του ένα τεράστιο κουλούρι.

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, μαζί κι οι απολυτήριες εξετάσεις. Ξέρετε, σε μας η σχολική χρονιά αρχίζει την επομένη των Φώτων και τελειώνει την παραμονή των Χριστουγέννων, όπου όλοι πια οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν στη γη για αταξίες. Οι εξετάσεις θα δίνονταν σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο στη γη κι έτσι το βράδυ της προπαραμονής των Χριστουγέννων, μαθητές και δάσκαλοι μαζεύτηκαν στην στολισμένη είσοδο του εμπορικού κέντρου και με ένα σφύριγμα του διευθυντή, όλα τα καλικαντζαράκια ξεχυθήκαμε στους ορόφους.

Οι όροι του διαγωνισμού ήταν σαφείς: Όσες περισσότερες αταξίες, τόσο το καλύτερο, ενώ η καλύτερη αταξία θα βραβευότανε κιόλας. Εμείς μπορούσαμε να πάμε σε όλους τους ορόφους, εκτός από τον τελευταίο για λόγους ασφαλείας, τους οποίους όμως δεν μας είπανε. Όση ώρα έτρεχα να βρω την αταξία μου έτρεχε και η καρδιά μου.
Ας έκανα επιτέλους μια μικρή αταξία. Ας μπορούσα να αποδείξω ότι είμαι και έξυπνος και ικανός.

Στον πρώτο όμως όροφο, δυστυχώς, με είχαν προλάβει, μιας κι οι συμμαθητές μου είχαν στολίσει όλα τα δέντρα με κάλτσες και παπούτσια! Στο δεύτερο, στο ζαχαροπλαστείο, ο χοντρός ο Αναμπουμπούλης είχε εργαστεί σκληρά έχοντας καταβροχθίσει όλα τα γλυκά από τις βιτρίνες και τα ψυγεία και σίγουρα θα έπαιρνε μεγάλο βαθμό…αν κατάφερνε να κατέβει τις σκάλες μ’ αυτήν την τεράστια κοιλιά.
Στον επόμενο όροφο είχαν χύσει όλα τα αρώματα και τα καλλυντικά και το πάτωμα είχε γεμίσει με ζαλισμένους καλικάντζαρους. Κρατώντας τη μύτη μου, έφυγα τρέχοντας για τον επόμενο, στο βιβλιοπωλείο, μα και εκεί με είχαν προλάβει, καθώς είχαν γυρίσει ανάποδα όλα τα γράμματα από όλα τα βιβλία. Μην με ρωτήσετε πως το έκαναν αυτό, γιατί κι εγώ δεν ξέρω!

Είχα φτάσει στον τελευταίο όροφο κι ακόμα δεν είχα κάνει ούτε μια αταξία. Πως θα τολμούσα να κατέβω, μην έχοντας κάνει, έστω, μια μικρή προβιβαστική αταξία; Εκείνη τη στιγμή όμως, μια ιδέα άστραψε στο μυαλό μου! Κι αν συνέχιζα για τον τελευταίο όροφο; Αυτό αποφάσισα και, αφού ανέβηκα τα σκαλιά, άνοιξα την πόρτα. Και τότε βρέθηκα μπροστά σε κάτι μοναδικό! Όλο το δωμάτιο ήταν γεμάτο παιχνίδια. Κούκλες, αυτοκίνητα, τρενάκια, σπιτάκια, αρκουδάκια, και στη μέση του δωματίου έλαμπε ένα ψηλό έλατο στολισμένο με εκατοντάδες μπάλες και φωτάκια, ενώ όλος ο τόπος μύριζε φρεσκοψημένα γλυκά. Έκατσα τότε στο πάτωμα απέναντι από το δέντρο κι ήτανε τόσο ζεστά και όμορφα, που έκανα μια ευχή.
– Πόσο θα ‘θελα να ήμουνα χαρούμενος, όπως τα παιδάκια που παίρνουν δώρα και τραγουδάνε κάλαντα, κι όχι να δίνω εξετάσεις και να κινδυνεύω να μείνω στην ίδια τάξη.
– Έλα καλικαντζαράκι! ακούστηκε μια φωνή από πίσω μου. Μη στενοχωριέσαι!
Τρομαγμένος γύρισα κι είδα ένα χοντρό γέροντα με κόκκινα μάγουλα και παχιά μούσια.
-Μην μου κάνεις κακό! κλαψούρισα.
-Ε, μα τι είναι αυτά που λες! Από πότε ένας καλικάντζαρος φοβάται; είπε γλυκά σκουπίζοντάς μου τα μάτια.
-Τώρα πια, δεν ξέρω αν θα παραμείνω καλικάντζαρος. Είμαι τόσο άχρηστος, που μπορεί να με διώξουν. Ούτε μια αταξία δεν είμαι ικανός να κάνω! είπα με πόνο, μα εκείνος με πήρε στην αγκαλιά του και μου είπε ήρεμα:
-Όσο υπάρχουν τα Χριστούγεννα, ποτέ ένας καλικάντζαρος δεν θα είναι άχρηστος. Κι όσο υπάρχουν οι καλικάντζαροι, θα υπάρχουν και οι αταξίες! Και βγάζοντας από το κεφάλι του έναν κόκκινο σκούφο κεντημένο με χρυσή κλωστή, μου τον φόρεσε στο κεφάλι και με συνόδευσε στην πόρτα. Εκεί με φίλησε στο μέτωπο και με χαιρέτησε.
-Καλά Χριστούγεννα Κατεργαρή! είπε κι έκλεισε την πόρτα.

Εγώ νιώθοντας ξαφνικά πολύ χαρούμενος, κατέβηκα τα σκαλιά χορεύοντας με τον τεράστιο σκούφο του παππού που ήξερε το όνομά μου.
Όταν όμως με αντικρίσανε οι άλλοι καλικάντζαροι, πάγωσαν.
-Ο σκου…ο σκούφος! ψέλλισε σαστισμένος ο δάσκαλος.
-Τι έχει ο σκούφος μου; απόρησα εγώ.
-Είναι του Αι-Βασίλη! είπε έκπληκτος.
-Ο Κατεργαρής έκλεψε τον σκούφο του Αι-Βασίλη! φώναξαν όλα τα καλικαντζαράκια.
Ξαφνικά όλοι με περικύκλωσαν και με σήκωσαν στα χέρια τους.
-Μπράβο στον Κατεργαρή, που έκλεψε τον σκούφο του Αι-Βασίλη! Μπράβο στον Κατεργαρή, που έκανε την πιο δύσκολη αταξία! φώναζαν όλοι, ενώ ο διευθυντής του σχολείου μου έδωσε με περηφάνια το έπαθλο των εξετάσεων. Ένα μεγάλο λαμπερό κύπελλο με χαραγμένη τη φράση:” Στην μεγαλύτερη αταξία της χρονιάς”!

Έτσι, στους ώμους των άλλων καλικάντζαρων γύρισα στην Καλικαντζαροχώρα, κι εκεί με περίμενε μεγάλο τραπέζι και γλέντι ως την ημέρα των Φώτων. Μεταξύ μας, χάρισα το μεγάλο κύπελλο στον Αναμπουμπούλη, γιατί εγώ δεν έκανα καμία αταξία στην πραγματικότητα, ενώ εκείνος πήγε στο νοσοκομείο με γαστρεντερίτιδα από τα πολλά γλυκά.

Εμένα μου φτάνει που πέρασα την τάξη κι έχω τον ωραιότερο σκούφο στον κόσμο! Το δώρο του Αι-Βασίλη! Σας αφήνω τώρα γιατί με έχει καλέσει ένας φίλος μου για πορτοκαλάδα.
Ξέρετε! Εκείνος ο ενοχλητικός παπάς με την επίσης ενοχλητική του αγιαστούρα! Μην το πείτε σε κανέναν! Αλλά βλέπετε, εγώ είμαι ένας αλλιώτικος καλικάντζαρος. Ο     Κατεργάρης με το όνομα!

 

1ο Διήγημα:

Δημοσθένης Βουτυράς

Το καράβι με τα φτερά

Πλησίαζε η Πρωτοχρονιά κι εγώ, όπως και όλα τα παιδιά της γειτονιάς μου, βρισκόμουνα σε κίνηση και ταραχή. Αυτό είχε γίνει και τις μέρες που πλησίαζαν τα Χριστούγεννα.

Τόπος δεν με χωρούσε! Έμπαινα στο σπίτι, έφευγα γρήγορα, έτρεχα εδώ κι εκεί, έβρισκα άλλα παιδιά, μιλούσαμε με μια νευρικότητα σα να μας κύκλωνε κίνδυνος μεγάλος, κάναμε συμβούλια, σα να μας είχαν βάλει να κάνουμε κανένα σοβαρό πράγμα.

Κι όμως, για μας κάτι σοβαρό ήταν αυτό που σκεφτόμασταν να κάνουμε .

Ετοιμάζαμε τις παρέες μας, τις συντροφιές μας, που θα βγαίναμε να πούμε τον Άγιο Βασίλη!

Και μοιάζουν τα παιδιά, όταν ετοιμάζουν αυτές τις συντροφιές με τους πολιτικούς που ετοιμάζουν τους συνδυασμούς τους, για να βγουν στην παλαίστρα της εκλογής.

Κι όπως στους πολιτικούς κύκλους προτιμούνται οι παραδούχοι και οι ξακουστοί, έτσι σχεδόν γίνεται και στις παρέες των παιδιών.

Παραδούχοι και ξακουστοί εδώ είναι τα παιδιά που έχουν όργανα κι όσα είναι δυνατά και έξυπνα.

Εγώ είχα βαλθεί να κάνω κάτι που να μοιάζει με καράβι. Είχα πάρει διάφορα πολύχρωμα χαρτιά, καλάμια και πολεμούσα. Θα του έβαζα γύρω και φαναράκια χάρτινα χρωματιστά, απ’  αυτά που ανοιγοκλείνουν σα φυσαρμόνικες, και σημαιούλες. Είναι σχέδιο μεγάλο… Κι έκανα ένα πράγμα που ούτε με καράβι έμοιαζε, ούτε με βάρκα, ούτε με καθετί που είναι στη θάλασσα και στη στεριά. Σα να έμοιαζε όμως λίγο με εξέδρα μικροσκοπική, αποκριάτικη. Εμένα μου άρεσε.

Στόλισα αυτό το καράβι, που δεν ήταν καράβι, αλλά έτσι το ‘λεγα, και με σημαιούλες στα σκοινιά των καταρτιών, γιατί είχε και κατάρτια. Κι έτσι ήταν έτοιμο να κουβαλήσει από την Καισάρεια τον Άγιο Βασίλη, περνώντας βουνά, λαγκάδια, δάση και να τον φέρει  στον Πειραιά…

Φαίνεται όμως πως δε μ’  άρεσε έτσι, το ‘θελα με περισσότερα στολίσματα και του ‘βαλα και φτερά πετεινού! Σε μια αυλή διπλανή, που μας χώριζε χαμηλός τοίχος, είχε κάποιος έμπορος, που λεγόταν Μωρόπουλος, μέσα σε υπόγειο όρνιθες και κάτι πετεινούς με θαυμάσια φτερά. Αυτά τα θαυμάσια φτερά,  σκέφτηκα, θα στόλιζαν θαυμάσια το καράβι του Αγιοβασίλη, και χωρίς να χάσω καιρό, πηδώ το μαντρότοιχο, βρίσκομαι στην αυλή του γειτονικού, χώνουμαι έπειτα στο υπόγειο και καταμαδώ τους πετεινούς του Μωρόπουλου. Α! Δίχως άλλο, όταν θα τους είδε ο Μωρόπουλος, δε θα τους γνώρισε. Όλοι είχαν μικρύνει κατά δυο πιθαμές!…

page 002

Έκανα όμως κι άλλο κακό κείνη τη μέρα. Τα φτερά που μου περίσσεψαν, κάνα δυο πήγα στο συμβολαιογραφείο του πατέρα μου και τα ‘βαλα στο καπέλο του Κουμπαρούτσου, του κήρυκα των πλειστηριασμών. Το βρήκα σ’  ένα καναπέ αφημένο και του τα κόλλησα. Και ο Κουμπαρούτσος, χωρίς να τα δει το φόρεσε και άρχισε να γυρίζει στις ταβέρνες, όπως έκανε πάντα, πίνοντας ένα δυο στο πόδι, υπερήφανος, με τα φτερά στο καπέλο, σαν Τυρολέζος…

Το καράβι του Αγίου Βασιλείου ήταν έτοιμο,  έτοιμα και τα όργανα. Δηλαδή το σουραύλι, το τρίγωνο κι ένα τύμπανο. Μα τι τύμπανο! Αυτό το ‘χε ένα παιδί που το ‘λεγαν Αγία Ζώνη! Παρατσούκλι, αλλά του ‘χε φάει για καλά τα’  όνομα…

Ο πατέρας της Αγία Ζώνης έβγαζε τις Αποκριές την καμήλα και το τρομερό τύμπανο- που είχε πάρει ο γιος του για τον Αγιοβασίλη – ήταν δικό του. Αυτό χτυπούσε στην καμήλα να χορεύει και να μαζεύεται κόσμος.

Ξύπνησα την παραμονή της πρωτοχρονιάς πολύ πρωί!  Αλλά έπρεπε να φύγει ο πατέρας, για να πάρω δρόμο κι εγώ.

Εκεί κοντά μου, σ’ ένα τραπεζάκι, είχα το καράβι του Αγιοβασίλη, έτοιμο για φευγάλα, να σηκώσει άγκυρα.

Άκουσα τον πατέρα μου να φεύγει, Κι έτριζε η σκάλα, έτριζε  και σα να μου ‘λεγε:  φεύγα, φεύγα!…

Πετάχτηκα τότε από το κρεβάτι να ντυθώ. Για να πιω καφέ ή γάλα δεν ήθελα Ένα κομμάτι ψωμί στην τσέπη και δρόμο. Μια χοντρή υπηρέτρια, που είχαμε, την είδα να περνά από τη γαλαρία. Οι άλλοι κοιμόντουσαν.

Ντύθηκα. Ζήτησα έπειτα τα παπούτσια μου, αλλά δεν τα βρήκα. Κοιτάζω κάτω από το κρεβάτι, στο βάθος, ούτε κει. Τίποτα.

Μια σκέψη με τάραξε:

-Μου τα κρύψανε!… Πώς χάθηκαν;…

Θυμόμουνα καλά ότι τα ‘χα βγάλει μέσα στο δωμάτιο και κοντά στο κρεβάτι μου. Τρέχω και ρωτώ την υπηρέτρια μήπως είχε δει τα παπούτσια μου…

– Δεν ξέρω ‘γω, δεν τα  ‘δα! Μου απάντησε και χασμουρήθηκε.

Πήγα πάλι στο δωμάτιό μου. Το καράβι σημαιοστόλιστο ήταν εκεί  και σα  να μου  ‘λεγε:

-Ακόμα; Η ώρα περνά.

Έψαξα πάλι εκεί κι έπειτα στην τραπεζαρία, στη σάλα και όπου αλλού μπορούσα. Τα παπούτσια μου είχαν χαθεί.

Έτρεμα. Πήγαινα από δω, πήγαινα απ’  εκεί.

Ξαφνικά ακούω σουραύλια…

Θα ‘ταν οι φίλοι μου και με ειδοποιούσαν….

Χωρίς να χάσω καιρό, αρπάζω το καραβάκι και παίρνω δρόμο με τις κάλτσες.

-Τι, με τις κάλτσες; Ακούω την υπηρέτρια να μου λέει.

Δεν της έδωσα καμιά απάντηση. Κατέβηκα τη σκάλα, βρέθηκα στο δρόμο. Είδα τότε λίγο πέρα τους φίλους μου.

-Έλα λοιπόν! Φώναξε η Αγία Ζώνη και χτύπησε το τύμπανο δυνατά.

Βούιξε ο τόπος και κεφάλια φάνηκαν στα παράθυρα.

-Μα τα παπούτσια σου; Με ρώτησαν οι άλλοι.

-Δε βαριέσαι, είπε η Αγία Ζώνη, τι θα πει παπούτσια! Εγώ δε φόρεσα ποτές μου! Τι, να ‘χω ανάγκη από τσαγκαράδες;

Ξεκινήσαμε πανηγυρικά. Το τύμπανο βούιζε, το σουραύλι, το τρίγωνο έπαιζαν, χτυπούσαν. Από το ‘να σπίτι στ’ άλλο, στ’  άλλο . Παντού μας δέχονταν να τους πούμε τον Άγιο Βασίλη.

Αλλ’  αυτή τη φορά το τύμπανο της Αγίας Ζώνης δεν έκανε καμιάν εντύπωση, όταν μπαίναμε σε σπίτι ή αυλή να τα πούμε. Ούτε ο ξυπόλυτος στραβομούτσουνος που το κρατούσε και που σχεδόν ήτανε ίσαμε αυτό. Όλοι και όλες, γυναίκες και κορίτσια προπάντων, μόλις έβλεπαν εμένα, φώναζαν:

-Ελένη, Μαριγώ, ελάτε γρήγορα να δείτε ένα παιδί με τις κάλτσες μόνο που τα λέει!

Κι έτρεχαν να με δουν, ενώ εγώ υπερήφανα κρατούσα το καράβι, που δεν ήταν καράβι, του Αγιοβασίλη.

Κι ο κιτρινιάρης Αυγουλάς, που χτυπούσε το τρίγωνο και μάζευε τα λεφτά που μας έδιναν, έλεγε στις γυναίκες και τα κορίτσια τι συνέβαινε και ήμουν με τις κάλτσες τις κόκκινες.

-Ξέρετε γιατί είναι ξυπόλητος; Να, γιατί του κρύψανε τα παπούτσια ο πατέρας του κι η μάνα του.

-Βρε, βρε! Έκαναν οι γυναίκες.

Άλλες πάλι λέγανε:

-Βρε, το παλιόπαιδο, ακούς εκεί να βγει στους δρόμους μόνο με τις κάλτσες και χωρίς παπούτσια!

Και κάποιος κοιλαράς, που ξεφύτρωσε από κάτω, με κάτι παντουφλάρες και πεσμένα βρακιά, είπε κι αυτός:

-Αν το ‘χα γω παιδί, θα το  ‘δενα…

Σε μένα δεν κάνανε τίποτε αυτά. Ύψωνα το καράβι του Αγιοβασίλη  που του ‘χαμε ανάψει και τα φαναράκια, κι άρχιζα:

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψιλή μου δεντρολιβανιά

Μαζί με μένα έβαζαν μπρος και τα όργανα, το τύμπανο ακουμπισμένο κάτω, βούιζε τρομερά. Η Αγία Ζώνη το χτυπούσε σα να ήθελε  να το σπάσει και φώναζε κι αυτός. Οι γυναίκες και τα κορίτσια γελούσαν και βούλωναν τα’  αυτιά τους και μας πλήρωναν, για να πάψουμε και να φύγουμε…

Έτσι γυρίζαμε από σπίτι σε σπίτι και οι δεκάρες και τα φράγκα  καμιά φορά, πέφτανε βροχή στο σκούφο του Αυγουλά, που είχαμε ταμία.

Τα παιδιά τα άλλα, που τα ‘λεγαν κι αυτά, στέκονταν και μας κοίταζαν με θαυμασμό. Κοίταζαν το τύμπανο, κοίταζαν και το καράβι, τα στολίσματά του, τα φαναράκια του, που τα ‘χαμε αναμμένα, σα να ‘ταν νύχτα. Και διάφορα χρώματα : πράσινα, κόκκινα, θαλασσιά…

Φτάσαμε σ’  ένα σπίτι μ’  ένα πολύ μεγάλο μπαλκόνι. Ο Αυγουλάς, που πήγαινε μπρος, χτύπησε την πόρτα.

Εγώ, φορτωμένος το καράβι του Αγιοβασίλη, δεν πρόσεξα το σπίτι, σε ποιο σπίτι θέλαμε να τα πούμε.

-Τι θέλετε; Ακούσαμε μια φωνή γυναικεία να μας ρωτά από ένα παράθυρο, που ήταν πάνω από την πόρτα.

-Να τα πούμε;  Ρώτησε ο Αυγουλάς.

Ύψωσα κι εγώ το κεφάλι και είδα την υπηρέτρια που ήταν από πάνω. Και θυμήθηκα.

Και αντί να ανοίξει η πόρτα, σαν ν’ άνοιξε για μια στιγμούλα κάποιος καταρράκτης  τ’  ουρανού, νερά, νερά με πάταγο έπεσαν από πάνω.

 

Εγώ κι ο Αυγουλάς γενήκαμε μούσκεμα. Αλλά και το καράβι του Αγιοβασίλη δεν υπήρχε πια.

Μ’  αυτήν την κυρά υπηρέτρια είχα εγώ προηγούμενα.

Όταν περνούσα, της χτυπούσα την πόρτα.

Και χτυπούσα αρκετές φορές την ημέρα, γιατί ήταν το σπίτι στο δρόμο που πήγαινα σχολείο.

Έβγαινε, μ’  έβριζε κι εγώ από μακριά την περιγελούσα.

Μου τα πλήρωσε όμως όλα μαζεμένα. Αλλά καλά σε ένα, τι έφταιγε ο καημένος ο Αυγουλάς;

2page 0002

page 0002

 



Λήψη αρχείου



Λήψη αρχείου



Λήψη αρχείου

« Μαθαίνω την ιστορία του τόπου μου μέσα από τη Λογοτεχνία»

 

του εισαγωγικού κειμένου page 002

Στο πλαίσιο του μαθήματος της Ιστορίας, οι μαθητές του Γυμνασίου Αρκαλοχωρίου έρχονται σε επαφή με το έργο του μεγάλου κρητικού συγγραφέα  Νίκου Καζαντζάκη  και μέσα από επιλεγμένα αποσπάσματα από το λογοτεχνικό του έργο, κυρίως τον « καπετάν Μιχάλη» και την « Αναφορά στον Γκρέκο»  γνωρίζουν τους Αγώνες των  Κρητικών σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι, τις  αλλεπάλληλες επαναστάσεις, ώσπου να πετύχουν την πολυπόθητη Ένωση με τη Μητέρα – Ελλάδα, το 1913.

Η επιστήμη της Ιστορία καταγράφει τα γεγονότα με τρόπο ψυχρό και άνευρο. Το μάθημα της Ιστορίας από την άλλη  μεταφέρει στους μαθητές τα γεγονότα με τον ίδιο ψυχρό και άνευρο και επιπλέον  σύντομο τρόπο. Έτσι όμως δεν γίνεται κατορθωτό να μεταφερθεί στους μαθητές το πάθος των ανθρώπων που ως ιστορικά υποκείμενα δημιουργούν την ιστορία. Το πάθος αυτό  μπορεί να μεταφερθεί και να μεταγγιστεί στις ψυχές των μαθητών διαμέσου της Τέχνης, στην προκειμένη περίπτωση της Λογοτεχνίας.

Έτσι, επιχειρήθηκε στο πρόγραμμα αυτό να  γνωρίσουν οι μαθητές την ιστορία της Κρήτης στη διάρκεια του 19ου αιώνα  μέσα από το έργο του Νίκου Καζαντζάκη και ταυτόχρονα να έλθουν σε επαφή με το έργο ενός αναγνωρισμένου συγγραφέα, που τυχαίνει να είναι από τον τόπο τους.

Παράλληλα, το κείμενο διανθίστηκε με τραγούδια που εκφράζουν το πνεύμα της προσέγγισης αυτής και ταυτόχρονα  αποτελούν σπάνια  ή έστω όχι ιδιαίτερα γνωστά μουσικά ακούσματα, όχι όμως λιγότερο σπουδαία, κι έτσι  να δοθεί η ευκαιρία στους μαθητές να γνωρίσουν πολύ σπουδαίους δημιουργούς, όπως ο Μάνος Χατζιδάκης, ο Μάνος Κατράκης, η Φλέρυ Νταντωνάκη ή και ο κατά πολύ νεότερος Δημήτρης Σγουρός, κτλ.

Το κείμενο, δεδομένου του υψηλού επιπέδου   γραφής του Νίκου Καζαντζάκη σε συνδυασμό με την πολύ περιορισμένη ( για να μην πούμε ανύπαρκτη) επαφή των μαθητών με τη Λογοτεχνία  προσφέρεται για εκφραστική ανάγνωση μέσα στην τάξη – μάλλον από τον / την εκπαιδευτικό –  ώστε,  παράλληλα με την ανάγνωση,  να γίνονται και διευκρινήσεις στους μαθητές, που θα τους διευκολύνουν στην προσπέλαση του κειμένου. Για τον σκοπό αυτό είναι αναγκαίο να αφιερωθούν 3-4 διδακτικές ώρες.  Αν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, εναλλακτικά μπορεί να δοθεί στους μαθητές για ανάγνωση στο σπίτι και στη συνέχεια να ακολουθήσει συζήτηση μέσα στην τάξη. Επειδή έχω χρησιμοποιήσει και τους δύο τρόπους, καταλήγω ότι πιο ωφέλιμος και αποτελεσματικός είναι ο πρώτος τρόπος κι ας είναι χρονοβόρος.

Μαρία Χαραλαμπάκη, φιλόλογος Γυμνασίου Αρκαλοχωρίου

Μπορείτε να κατεβάσετε και να αποθηκεύσετε το αρχείο στον υπολογιστή σας



Λήψη αρχείου

 

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση