Αρχική » Γενικά » ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Βρείτε μας στο facebook

alternet text

Translate

Τι ώρα είναι;

Σαν σήμερα

25/4/1850: Ο Πάουλ Γιούλιους φον Ρόιτερ, ιδρυτής του πρακτορείου ειδήσεων Reuters, χρησιμοποιεί 40 περιστέρια για να μεταφέρει στους πελάτες του το κλείσιμο των τιμών του χρηματιστηρίου.

Αρχείο δημοσιεύσεων

European Radio Logo

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Καθώς τα Χριστούγεννα πλησιάζουν, νιώθουμε την ανάγκη όλοι – καθηγητές και μαθητές –  να μπούμε στο πνεύμα των Χριστουγέννων.

page 0001Γι αυτό και από σήμερα ως τις 23 Δεκεμβρίου θα ανεβάζουμε ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα , έτσι ώστε, διαβάζοντάς τα, να νιώσουμε  το πνεύμα των άγιων τούτων ημερών.  Άλλο από αυτά τα διηγήματα είναι χαρούμενο, άλλο  θλιμμένο, άλλο γλυκόπικρο, άλλο τρυφερό, άλλο παραδοσιακό και άλλο  σύγχρονο, όλα όμως με τον τρόπο τους μας θυμίζουν ότι τα Χριστούγεννα ,ως γιορτή της αγάπης,  είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε την ανθρωπιά μας, την ευαισθησία μας, την κατανόηση προς τον συνάνθρωπο, την ανεκτικότητα, τη συμπόνοια και τη συμπαράσταση προς τον πάσχοντα άνθρωπο, αλλά και την ανεμελιά  και αθωότητα της παιδικής ψυχής.

Καλά Χριστούγεννα !

Οι αναρτήσεις των διηγημάτων θα γίνονται καθημερινά. Να επισκέπτεστε την ιστοσελίδα κάθε μέρα για να διαβάζετε ένα καινούριο διήγημα! Η επιλογή τους έγινε από τη φιλόλογο του σχολείου μας, κυρία Μαρία Χαραλαμπάκη. Τα διηγήματα στα Αγγλικά, επέλεξε η καθηγήτρια των Αγγλικών του Σχολείου μας, κυρία Έφη Μαστοράκη.

 

9ο Διήγημα:

Χριστουγεννιάτικη εκεχειρία: μικρή ειρήνη στον μεγάλο πόλεμο

9 page 0001Το 1914, οι ισχυρές χώρες της Ευρώπης ήρθαν αντιμέτωπες στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν νέες αγορές και περισσότερες πρώτες ύλες για τις βιομηχανίες τους. Οι μεγαλύτερες και ισχυρότερες χώρες της Ευρώπης (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία, Αυστρία) ενεπλάκησαν στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με αποτέλεσμα εκατομμύρια άνθρωποι να χάσουν την ζωή τους ή να τραυματισθούν σοβαρά. Ο πόλεμος τελείωσε το 1918

Στις 21 Νοέμβρη του 2005 πέθανε σε ηλικία 109 ετών ο πιο μακρόβιος γέροντας της Αγγλίας. Η ζωή του Άλφρεντ Άντερσον διέσχισε τρεις αιώνες: γεννήθηκε τον 19ο, έζησε τον 20ό, πέθανε τον 21ο αιώνα. Ήταν ο τελευταίος επιζών ενός περίφημου ποδοσφαιρικού αγώνα, που διεξήχθη τα Χριστούγεννα του 1914. Σ΄ αυτόν τον αγώνα αντιμέτωποι βρέθηκαν οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Γερμανοί στρατιώτες. Εμφανίστηκε μια μπάλα, κανείς δεν ξέρει από πού, και άρχισε να κυλά, κανείς δεν ξέρει πώς, ανάμεσα στα χαρακώματα. Τότε το πεδίο της μάχης μετατράπηκε σε χώρο παιχνιδιού, οι εχθροί πέταξαν στην άκρη τα όπλα τους και άρχισαν να διεκδικούν την μπάλα, όλοι με όλους και όλοι εναντίον όλων.

Πέρασαν σχεδόν 91 χρόνια από τότε, αλλά τα γεγονότα των εορτών εκείνης της χρονιάς εξακολουθούν να συγκινούν και να μαγεύουν σαν παραμύθι.

Το επεισόδιο ήταν γνωστό περισσότερο ως θρύλος: πάνω από ένα εκατομμύριο στρατιώτες της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας αψήφησαν τις εντολές των ανωτέρων τους («έγκλημα» που τιμωρείται με θάνατο σε καιρό πολέμου), βγήκαν από τα χαρακώματα ευχόμενοι ο ένας στον άλλο «Καλά Χριστούγεννα» και έπαιξαν ποδόσφαιρο στην πιο αυθόρμητη ανακωχή της παγκόσμιας Ιστορίας.

Οι περισσότερες μπάλες που χρησιμοποιήθηκαν για τους ποδοσφαιρικούς αγώνες ήταν αυτοσχέδιες, από άχυρο δεμένο με σπάγκο ή άδεια κονσερβοκούτια! Το ίδιο πρόχειρα ήταν και τα τέρματα, για τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ξύλα, χλαίνες και κράνη. Άλλα ματς διεξάγονταν με 50 παίκτες και άλλα με 10 και διαρκούσαν περίπου μία ώρα. Έπειτα οι παίκτες, που για μέρες είχαν στερηθεί τον ύπνο, έπεφταν εξαντλημένοι στο παγωμένο έδαφος αναζητώντας λίγη ξεκούραση.

Ήταν μια εκεχειρία που ξεκίνησε πρόχειρα, από ένα σημείο, άγνωστο πού. Προτού περάσουν λίγες ώρες όμως, είχε επεκταθεί με ταχύτητα σε ολόκληρο το Δυτικό Μέτωπο.

Ο Κουρτ Τσέμις, ένας Γερμανός δάσκαλος που μιλούσε αγγλικά και γαλλικά, αφηγείται στις επιστολές του πως την παραμονή των Χριστουγέννων όλα τα πυρά ξαφνικά σταμάτησαν. Από το γερμανικό τάγμα ακούστηκε ένα σφύριγμα.

Η απάντηση των Βρετανών ήταν άμεση. «Ο στρατιώτης Μέκελ από τον λόχο μου, ο οποίος είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Αγγλία, φώναξε στους Βρετανούς μιλώντας τους στα αγγλικά και σύντομα ξεκίνησε μια ζωηρή συζήτηση», έγραψε ο Τσέμις περιγράφοντας την πρώτη συνάντηση δύο αντίπαλων στρατιωτών που βγήκαν από τα χαρακώματα, έσφιξαν τα χέρια στην ουδέτερη ζώνη και αλληλοευχήθηκαν «Χαρούμενα Χριστούγεννα» μιλώντας ο καθένας στην γλώσσα του.

Συμφωνήθηκε ότι την επόμενη ημέρα, ανήμερα της σημαντικότερης γιορτής των Καθολικών χριστιανών, κανείς δεν θα πυροβολούσε. «Βάλαμε ακόμη περισσότερα κεριά αλλά και χριστουγεννιάτικα δένδρα στο χαράκωμά μας», συμπληρώνει ο Τσέμις στο ημερολόγιό του. «Οι Βρετανοί εξέφρασαν τη χαρά τους για την φωταψία με σφυρίγματα και χειροκροτήματα. Πέρασα όλη την νύχτα ξύπνιος, όπως και οι περισσότεροι».

«Αν και κάπως κρύα, η νύχτα εκείνη ήταν υπέροχη», κατέληξε ο Γερμανός δάσκαλος, ο οποίος έχασε την ζωή του στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, κατά την διάρκεια του οποίου είχε αιχμαλωτιστεί από Ρώσους στρατιώτες.

Η χριστουγεννιάτικη εκεχειρία μάς δίνει μια ματιά του κόσμου όπως θα θέλαμε να είναι. Είναι σαν ν’ ακούμε ότι οι πιο βαθιές μας επιθυμίες είναι πραγματικά αληθινές. Ο κόσμος θα μπορούσε πράγματι να είναι διαφορετικός.

Η «μικρή ειρήνη στον μεγάλο πόλεμο» έγινε πραγματικότητα επειδή πολλοί από τους Γερμανούς στρατιώτες μιλούσαν άπταιστα αγγλικά, καθώς εργάζονταν στην Βρετανία. Είχαν δουλέψει ως οδηγοί ταξί και κουρείς σε μέρη όπως το Μπράιτον, το Μπλάκπουλ και το Λονδίνο. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, τον Αύγουστο του 1914, υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στην Γερμανία. Μερικοί είχαν αφήσει ακόμη και οικογένειες πίσω στην Αγγλία και αυτό έκανε πολύ πιο εύκολη την πρώτη επαφή.

Ένας από τους τελευταίους επιζώντες του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ήταν ο Μπέρτι Φέλσταντ, ο οποίος μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, το φθινόπωρο του 2001, και σε ηλικία 106 ετών, θυμόταν με πολλές λεπτομέρειες την ιστορική ανακωχή:

«Τα όπλα σίγησαν και οι στρατιώτες άρχισαν να βγαίνουν από τα χαρακώματά τους. Αφήσαμε και εμείς τα όπλα μας και συναντήσαμε τον εχθρό. Απ’ όσο θυμάμαι, οι Γερμανοί βγήκαν πρώτοι και άρχισαν να έρχονται προς το μέρος μας. Τους αντιγράψαμε αυθόρμητα. Χαιρετηθήκαμε και αρκετοί από εμάς άρχισαν να παίζουν ποδόσφαιρο. Μην φαντάζεστε τίποτα οργανωμένο. Από το πουθενά βρέθηκε μια αυτοσχέδια μπάλα και περίπου 50 άτομα αλλάζαμε πάσες».

Όταν οι στρατιώτες των δύο πλευρών είχαν βγει πια από τα χαρακώματα, ένας Βρετανός εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και έστησε ένα αυτοσχέδιο κουρείο στην ουδέτερη ζώνη. Ο κουρέας «αδιαφορούσε πλήρως τι εθνικότητας ήταν οι πελάτες του, απλώς χρέωνε δύο τσιγάρα το κάθε κούρεμα», περιγράφει το γεγονός στο ημερολόγιό του ο Γερμανός στρατιώτης Γιόζεφ Σέμπαλντ. «Μπορεί να ήταν πόλεμος, ωστόσο δεν υπήρχε ούτε ένα ίχνος εχθρότητας ανάμεσα στους στρατιώτες, οι οποίοι έπαιζαν ποδόσφαιρο μέχρι τελικής πτώσεως» συμπληρώνει, θυμίζοντας ότι το ποδόσφαιρο ήταν αναπόσπαστο κομμάτι εκείνων των ιστορικών Χριστουγέννων του 1914.

Από τις βελγικές ακτές ως τα ελβετικά σύνορα όλοι γιόρτασαν εκείνα τα Χριστούγεννα. Εκτός από έναν Βρετανό ταγματάρχη, που υποστήριζε ότι «τον Γερμανό πρέπει να τον σκοτώνεις και όχι να κάνεις φιλίες μαζί του» διατάζοντας τους πάντες να επιστρέψουν στις θέσεις τους, αλλά και έναν Αυστριακό δεκανέα, σύμφωνα με τον οποίο «τέτοιες συνεννοήσεις μεταξύ απλών στρατιωτών θα έπρεπε να απαγορεύονται». Ο Βρετανός ταγματάρχης έμεινε για πάντα ανώνυμος. Ο Αυστριακός δεκανέας απέκτησε παγκόσμια… φήμη λίγα χρόνια αργότερα. Τον έλεγαν Αδόλφο Χίτλερ και προφανώς ούτε μπάλα ήξερε ούτε καλά Χριστούγεννα πέρασε…

Η εκεχειρία των Χριστουγέννων του 1914 επεκτάθηκε κατά μήκος των 800 χιλιομέτρων του Δυτικού Μετώπου, όπου στρατοπέδευαν περισσότεροι από ένα εκατομμύριο στρατιώτες.

Κρύος ιδρώτας έλουσε τις διοικήσεις κι από τις δυο πλευρές. Εδώ φαινόταν μια καταστροφή: οι στρατιώτες διακήρυσσαν ότι είναι αδέλφια και αρνιόντουσαν να πολεμήσουν. Οι στρατηγοί και από τις δυο πλευρές χαρακτήρισαν αυτή την αυθόρμητη ειρήνη ως προδοσία, και όσους συμμετείχαν, υπόλογους στο στρατοδικείο. Μέχρι τον Μάρτιο του 1915 αυτό το κίνημα της αδελφοποίησης είχε εξαλειφθεί και η μηχανή του θανάτου ήταν ξανά σε πλήρη λειτουργία.

Η χριστουγεννιάτικη εκεχειρία ήταν μια σύντομη αλλά τόσο δυνατή έκρηξη αγάπης, ανθρωπιάς και ειρήνης στην καρδιά του Μεγάλου Πολέμου. Εκεί όπου έχασαν την ζωή τους περισσότεροι από 9 εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ τραυματίστηκαν 21 εκατομμύρια άλλοι.

Τα πιο όμορφα Χριστούγεννα του Φράνσις: μια μαρτυρία

«Το όνομά μου είναι Φράνσις Τόλιβερ και κατάγομαι από το Λίβερπουλ. Ήταν Χριστούγεννα στα χαρακώματα και η παγωνιά κρεμόταν τόσο πικρά… Τα παγωμένα λιβάδια της Γαλλίας ήταν ακίνητα, δεν τραγουδιόταν κανένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι. Οι οικογένειές μας πίσω στην Αγγλία έπιναν στην υγειά μας εκείνη τη μέρα.

Ήμουνα ξαπλωμένος με τον φίλο μου πάνω στην κρύα και βραχώδη γη, όταν πέρα από τις γραμμές της μάχης ήρθε ένας παράξενος ήχος. Είπα: “Ε, ακούστε τώρα, παιδιά μου!” .

Κάθε στρατιώτης τεντώθηκε ν’ ακούσει, ενώ μια νεαρή γερμανική φωνή τραγουδούσε καθαρά.

“Τραγουδάει πολύ ωραία, το ξέρεις ;” μου είπε ο φίλος μου. Σύντομα, μια-μια οι γερμανικές φωνές ενώθηκαν σε αρμονία. Τα κανόνια ήταν σιωπηλά, δεν κινούνταν τα σύννεφα αερίων, καθώς τα Χριστούγεννα μάς καθυστερούσαν από τον πόλεμο.

Μόλις τέλειωσαν, έγινε μια μικρή παύση. “Ο Θεός να σας έχει καλά, κύριοι”, πετάχτηκαν κάτι παιδιά από το Κεντ. Το επόμενο που τραγούδησαν ήταν το Stille Nacht, “Αυτό είναι το Άγια Νύχτα”, είπα, και με δύο γλώσσες το ίδιο τραγούδι γέμισε τον ουρανό.

“Κάποιος έρχεται προς τα εμάς!” φώναξε ο σκοπός της πρώτης γραμμής. Όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν σε μια μοναχική φιγούρα που βάδιζε με κόπο από την μεριά τους.

Όπως δρασκέλιζε γενναία και άοπλος, έλαμψε μες στην νύχτα η σημαία της εκεχειρίας, σαν άστρο των Χριστουγέννων. Σύντομα, ένας-ένας από κάθε πλευρά περπάτησαν στην νεκρή ζώνη. Χωρίς τουφέκι και χωρίς μαχαίρι συναντηθήκαμε εκεί χέρι με χέρι. Μοιραστήκαμε κάποιο κρυμμένο μπράντι και ευχηθήκαμε ο ένας στον άλλο. Και εκεί απάνω ξεκίνησε κι ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου, όπου τους σκίσαμε.

Έπειτα ανταλλάξαμε σοκολάτες, τσιγάρα και φωτογραφίες από την πατρίδα. Ο νεαρός Sanders έπαιξε αρμόνικα και αυτοί είχαν ένα βιολί. Τι παράξενη και περίεργη ορχήστρα!

Σύντομα ξημέρωσε και η Γαλλία ήταν πάλι Γαλλία. Με θλιμμένα αντίο ξεκινήσαμε να ξαναπάμε στον πόλεμο. Μα η ερώτηση στοίχειωνε κάθε καρδιά που έζησε αυτή την θαυματουργή νύχτα: “Ποιανού την οικογένεια έχω σημαδεμένη με το όπλο μου;”

Ήταν Χριστούγεννα στα χαρακώματα, όπου η παγωνιά τόσο πικρά κρεμόταν. Τα παγωμένα λιβάδια της Γαλλίας ζεστάθηκαν καθώς τραγουδιόντουσαν τραγούδια της ειρήνης. Τα τείχη του πολέμου που είχαν υψώσει μεταξύ μας είχαν διαλυθεί και είχαν φύγει για πάντα.

Το όνομά μου είναι Φράνσις Τόλιβερ και μένω στο Λίβερπουλ. Κάθε Χριστούγεννα που έρχονται μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, θυμάμαι εκείνη την νύχτα.

Το έμαθα καλά το μάθημά μου:

Αυτοί που διαφεντεύουν τον κόσμο δεν θα ’ναι ανάμεσα στους νεκρούς και τους σακάτες. Αυτοί είναι προστατευμένοι στα γραφεία τους και από εκεί δίνουν εντολές για τον θάνατό μας.

Εμείς όλοι που μας στέλνουνε στον πόλεμο, από όποια μεριά του τουφεκιού και να βρισκόμαστε, είμαστε το ίδιο».

Πηγή : http://www.a-athinon.gr/?p=173

Διαβάστε το βιβλίο « Η ωραιότερη ιστορία του κόσμου»  του Παντελή Καλιότσου

06308 001



Λήψη αρχείου

 

8ο Διήγημα:

The Fir Tree

by

Hans Christian Andersen

(from Hans Andersen Forty-Two Stories [1930], translated by M. R. James)

christmas tree g3cd61fc9f 640
Φωτογραφία από Monika Grafik από το Pixabay

But in the forest there grew a pretty little fir tree. It had a good place of its own; it could get sunshine, it had plenty of air, and round it grew numbers of larger comrades, both firs and pines; but the little fir was in a great hurry to grow. It didn’t care about the warm sun or the cool air, it took no notice of the village children who came and chattered when they were out gathering strawberries or raspberries. They often came there with jugs full of them or with strawberries strung on a straw, and would sit down by the little tree and say: “Look how pretty and little it is,” which the tree didn’t at all like to hear.

Next year it was bigger by quite a length of stem, and the year after by a yet longer growth: for on a fir tree you can always see how many years old it is by the number of joints it has.

“Oh, if I were only a big tree like the others,” sighed the little tree, “then I could spread my branches far out round me and look out into the wide world with my top. The birds would build nests among my branches, and when the wind blew I could make stately bows like the others there,” and it took no pleasure in the sunshine or the birds or the red clouds that sailed over it, morning and evening.

When it was winter, and the snow lay sparkling white all round, a hare would often come bounding along and jump over the little tree, and oh, it was annoyed! But two winters passed, and by the third the tree was so big that the hare had to run round it. Oh, to grow, to grow, and be big and old! That was the only pleasant thing in the world, the tree thought.

Every spring the woodcutters came and felled some of the largest trees. This happened every year, and the young fir, who was by this time well grown, shuddered at it; for the great stately trees fell with a crash and a smash, and when their branches were cut off they looked all naked and long and slender; they could hardly be recognized. Then they were loaded on to wagons, and drawn off out of the forest by horses.

Where were they going, and what awaited them?

In spring, when the swallow and the stork came, the tree asked them: “Do you know where they were taken to? Haven’t you met them?” The swallows knew nothing, but the stork looked thoughtful and then nodded and said: “Yes, I think so. I met a lot of new ships when I set out from Egypt, and on those ships there were fine masts. I daresay it was them; they smelt of pine. Many’s the time I salute them. They carry their heads high, that they do.”

“Oh, I do wish I was big enough to fly over the sea too! What sort of thing is the sea really, and what does it look like?”

“Oh, that’s a long affair to explain,” said the stork, and walked off.

“You should rejoice in your youth,” said the sunbeams, ‘rejoice in your strong growth and the young life that’s in you,” and the wind kissed the tree and the dew shed tears on it, but the fir didn’t understand that at all.

When Christmas time drew near, some quite young trees were felled, trees many of which were not so big or so old as this fir who could have neither peace nor quiet, but was always wanting to be off. These young trees, and they were always the prettiest, always kept their branches; and they were laid on wagons and drawn off out of the forest by horses.

“Where are they going?” asked the fir. “They’re no bigger than me; in fact, one of them was much smaller. Why do they all keep their branches? Where are they being driven?” “We know, we know,” twittered the grey sparrows. “Down in the town we’ve peeped in at the window-panes, we know where they’re driven to. Why, they come in for the greatest brilliance and glory you can imagine. We’ve peeped in at the windows and seen how they’re planted in the middle of a warm room and decked out with the most lovely things, gilded apples, gingerbread cakes, toys, and hundreds and hundreds of lights.”

“And then?” asked the fir, quivering through all its branches, “and then, what happens then?”

“Why, we didn’t see any more, but it was marvellous.” “Can I be destined to go by that radiant path?” said the tree, exulting. “That’s even better than faring over the sea. I am sick with longing. If only it was Christmas! I am quite as tall, and stretch out as far now as those others that were carried off last year. Oh! to be on the wagon, to be in the warm room with all the splendour and magnificence, and then? Why, then will come something still better, still more beautiful, or else why should they deck me out like that? There must be something still greater, still nobler, but what? Oh! how I suffer and yearn! I don’t know myself what’s the matter with me.”

“Rejoice in me,” said the breeze and the sunshine, “rejoice in your fresh youth out here in the free air.” But it wouldn’t rejoice. It grew and grew; in winter and summer it stood there in green; in dark green there it stood, and people who saw it said: “That’s a fine tree,” and at Christmas time it was the first of all to be felled. The axe cut deep through its marrow, and the tree fell over on to the ground with a sigh: it felt a pang and a weakness, and couldn’t think at all of coming happiness, so sorrowful was it at being parted from its home, from the spot on which it had grown up. It knew that it would never again see the dear old companions, the little bushes and flowers about it—no, not even the birds, perhaps. The journey was by no means agreeable.

The tree came to itself only when it was unloaded with the other trees in the yard and heard someone say: “That’s a fine one. We don’t want anything better than that.”

Two servants in gay livery came out and carried the fir in, into a large handsome drawing-room. All round the walls hung portraits, and beside the large stove were Chinese vases with lions on their covers. There were rocking-chairs, silk-covered sofas, large tables covered with picture-books, and more than a hundred times a hundred rix-dollars worth of toys—at least, so said the children. And the fir was set up in a big tub filled with sand; but nobody could see that it was a tub, for green stuff was draped all about it and it stood on a large many-coloured carpet. Oh, how the tree quivered! What was going to happen?

Servants and young ladies came and decked it out. On the branches they hung little nets cut out of coloured paper and every net was filled with sweetmeats; gilded apples and walnuts were hung on it, looking as if they had grown there, and more than a hundred little tapers, red, blue, and white, were stuck upon the branches. Dolls that looked exactly like people—the tree had never seen the like of them—swung to and fro amid the green, and at the very tip-top was fastened a large star of gold leaf. It was splendid, splendid beyond compare. “To-night,” they all said, “to-night it’ll shine all right.” “Oh,” thought the tree, “if it were only night, if only the candles were lit! And what’ll happen then? Will the trees come out of the forest and look at me? Will the sparrows fly to the window-panes? Shall I grow here always and be decked out in winter and summer too?”

Ah, it was full of it all, but it had a terrible backache from pure longing, and backache is every bit as painful for a tree as headache is for the rest of us.

Then the candles were lit. Oh, the brilliance and the glory! It made the tree quiver through every branch, till one of the candles set fire to a sprig, and it smoked furiously.

“Help! Help!” screamed the girls, and hastened to put it out. After this the tree durst not quiver. What a turn it had got! It was terribly afraid of losing any of its finery and quite bewildered with all the splendour. And now the folding doors were thrown open, and in rushed a crowd of children—fit to throw the tree right down. The elders followed sedately. The little ones stood dumb—for a moment only. Then they shouted for joy till the room rang again, and danced round the tree while one present after another was pulled off it.

“What’s this they’re doing,” thought the tree. “What’s going to happen?”

The candles burnt down to the branches, and as they did so they were put out, and then the children were allowed to plunder the tree. Oh, how they rushed upon it, till the branches cracked! If it hadn’t been tied fast to the ceiling by the top and the gold star, it would have been tumbled right over.

The children danced round about with their beautiful toys, and nobody looked at the tree except the old nurse who went about peering among the branches; but that was only to see if a fig or an apple had been missed.

“A story! A story!” cried the children, as they dragged a stout little man towards the tree. He sat himself down beneath it. “Now we’re on the green,” said he, “and it’ll be very good for the tree to listen too; but I’m only going to tell one story. Will you have the one about Ivede Avede, [1] or the one about Humpty Dumpty who tumbled downstairs and yet got up to the throne and married the Princess?”

“Ivede Avede,” cried some of them. “Humpty Dumpty,” cried others. There was a deal of shrieking and screaming, and only the fir kept quiet and thought “Aren’t I to take any part or do anything at all?” Well! it had taken part; it had done what it was meant to do.

So the man told the story of Humpty Dumpty, who tumbled downstairs and after all got to the throne and married the Princess, and the children clapped their hands and cried, “Go on, go on.” They wanted Ivede Avede as well, but they only got Humpty Dumpty. The fir stood there quite still and full of thought; never had the birds in the forest told such tales as this; “Humpty Dumpty tumbled downstairs and yet married the Princess. Yes, yes, that’s the way things go in the world,” thought the fir, and believed it was all true; the man who told the story was so nice. “Yes, yes, who can tell? Perhaps I shall tumble downstairs too and marry a Princess.” So it enjoyed itself with thinking of the next day, and of being dressed out with candles and toys and gold and fruit. “To-morrow I won’t shiver,” it thought. “I’ll enjoy myself properly with all my finery. To-morrow I shall hear the story of Humpty Dumpty over again, and perhaps the one about Ivede Avede.” All night the tree stood still and thought.

Next morning in came the men and the maids. “Now the dressing will begin again,” thought the tree. But they dragged it out of the room and up stairs into a loft, and there put it away in a dark corner where no daylight came. “What’s the meaning of this?” thought the tree. “What am I to do here, what can I listen to here?” It leant up against the wall and stood there, thinking, thinking.

It had plenty of time for that, for days and nights passed by, and no one came up there, and when somebody did come at last, it was only to stow away some big boxes in the corner. The tree was quite hidden up; you might have thought it was clean forgotten.

“It’s winter outside now,” thought the tree. “The ground is hard and covered with snow. The people couldn’t plant me now, so I shall stay here under cover till spring. What a good plan that is! Lord, how kind the people are! I only wish it wasn’t quite so dark and so frightfully lonely here. There’s not even a little hare. It was very pleasant after all, out there in the forest; yes, even when he jumped over me, though I didn’t like that at the time. Frightfully lonely it is up here, to be sure.”

At that moment a little mouse said “Pi pi,” and came stealing out, and then another little one. They sniffed at the fir and ran about among its branches. “It’s horribly cold,” said the little mice, “but for all that it’s a delightful place, isn’t it, old fir?”

“I’m not at all old,” said the fir, “there are a lot who are much older than me.”

“Where do you come from?” asked the mice, “and what do you know about?” (indeed they were dreadfully inquisitive). “Do tell us about the loveliest place in the world. Have you ever been there? Have you been in the storeroom, where there are cheeses lying on the shelves and bacon hanging from the ceiling, and where you can dance on tallow candles and go in thin and come out fat?” “No, I don’t know that,” said the tree, “but I know the place where the sun shines and the birds sing.” And with that it told them all its story from its youth up, and the little mice had never heard anything of the kind before, and they listened most attentively and said, “Dear me, what a lot you’ve seen, and how happy you’ve been!”

“I?” said the fir and began thinking over what it had told them. “Yes, after all, those were merry days,” and then it told them about Christmas Eve when it had been decked out with cakes and candles.

“Oh!” said the little mice. “How happy you have been, old fir!”

“I’m not old at all,” said the tree, “it was only this winter that I came out of the forest. I’m in the prime of life. I’ve hardly begun to grow properly.”

“What lovely stories you do tell!” said the little mice; and next night they came with four more little mice who wanted to hear the tree tell stories; and the more it told the more plainly it remembered it all itself, and thought “Those were very merry days, to be sure, but they may come again: they may. Humpty Dumpty tumbled downstairs and yet married the Princess. Perhaps I too shall get a Princess.” And then the fir remembered a very pretty little birch tree that grew in the forest, and to it she seemed like a real beautiful Princess.

“Who’s Humpty Dumpty?” the little mice asked, and it told them the whole story, for it could recollect every single word of it; and the little mice were fit to jump to the very top of the tree with delight. Next night a great many more mice came, and on Sunday two rats besides; but the rats said the story did not amuse them; and that disappointed the little mice, for it made them too think less of it.

“So that’s the only story you know?” asked the rats. “That’s the only one,” the tree replied. “I heard it on the happiest evening of my life; but at the time I didn’t think how happy I was.”

“Well, it’s an extraordinarily poor story; don’t you know one with bacon and tallow candles in it? Haven’t you any store-room stories?”

“No,” said the tree.

“Oh, well! Much obliged, I’m sure,” said the rats, and went off home. At last the small mice stopped away too, and then the tree said with a sigh, “It was very nice, so it was, when they sat round me, those nimble little mice, and listened to my stories. Now that’s past and gone too; but I must remember to enjoy myself when I’m taken out again.”

But when did that happen? Why, it was one morning when people came and rummaged about in the loft. The boxes were shifted and the tree was pulled out. They tumbled it down on the floor pretty roughly, to be sure, but then a man dragged it over towards the stairs where the sun shone.

“Now life’s beginning again,” thought the tree when it felt the fresh air and the first sunbeam—and now it was out in the yard. Everything happened so quickly that the tree quite forgot to look at itself, there was so much to see all about it. The yard was next door to a garden, and there everything was in bloom. Roses hung fresh and fragrant over the low fence, the lime trees were in flower, and the swallows were flying around and saying, “Kvirre-virre-vit! my husband’s come!” But it wasn’t the fir that they meant.

“Now I’m going to live,” said the tree, in exultation, stretching out its branches. Alas! they were all withered and yellow. It was in a corner that it lay, among weeds and nettles. The gold paper star was still fixed on its crown, and glittered in the bright sunshine.

Some of the merry children who had danced about the tree at Christmas, and been so gay, were playing in the yard. One of the littlest ran across and pulled the gold star off the tree.

“Look what’s been left on the ugly old Christmas tree!” he said, and he trampled on the branches till they snapped under his boots.

The tree looked at all the beauty of blossom and freshness in the garden and then at itself, and it wished it had stayed in its dark corner in the loft. It thought of its fresh youth in the forest, and of the merry Christmas Eve, and of the little mice who had so enjoyed listening to the story of Humpty Dumpty.

“Past and gone, past and gone!” said the poor tree. “If only I’d enjoyed myself when I could! Past and gone!”

The men came and chopped the tree into little bits—a whole faggot of them—and it made a rare blaze under the big brewing kettle, and deeply it sighed, and every sigh was like a little gun-fire. So the children who were playing about ran in and sat down in front of the fire and looked at it and cried “Pop, pop!” But at every report—which was a deep sigh—the tree was thinking of some summer day in the forest, or a winter night out there, when the stars were shining; or it was thinking of Christmas Eve and Humpty Dumpty, the one and only story it had heard and knew how to tell—and with that the tree was burnt up.

The boys went on playing in the yard, and the smallest of them had on his chest the gold star which the tree had worn on the happiest evening of its life. It was past and gone now: the tree was past and gone, and the story too. Past and gone, past and gone!—it’s the same with all stories.



Λήψη αρχείου

 

7ο Διήγημα:

Ο ξένος των Χριστουγέννων

Στέφανος Δάφνης

 

Με τα παιδιάτικα μάτια μου, έβλεπα πίσω από το τζάμι, τη σημαία του Παλαμηδιού, του κάστρου τ’ Αναπλιού ψηλά και το σκοπό τυλιγμένο στο μανδύα του, να πηγαινοέρχεται στην τάπια με το τουφέκι στον ώμο. Στο φόντο του ουρανού η σιλουέτα του γραφόταν τεράστια, επιβλητική. Κάμποσες οριές πιο κάτω σάλευαν χαμόκλαδα, φραγκοσυκιές πρασίνιζαν κρεμασμένες στο βάραθρο.

Εκείνη η μέρα, η γκρίζα η βουβή, ήταν τα Χριστούγεννα. Τα καρτερούσαμε με τόσον πόθο μικροί και μεγάλοι. Εμείς για να λευτερωθούμε από τα θρανία του σχολείου κι εκείνοι από τη μονοτονία της δουλειάς, να γιορτάσουμε στη λιακάδα, στο ξέφωτο, που κάποιες φορές γιομίζει θάματα τον κάμπο μας, με μυρουδιές από άγρια ζαμπάκια και με τις πορτοκαλιές φορτωμένες μικρούς ήλιους. Μα να που ο χειμώνας μας έκλεισε μέσα και περιόρισε σε σπιτιάτικο το γιορτάσι. Ήταν ευτυχισμένα τα χρόνια εκείνα τα ειρηνικά.

Τα σπίτια μας πλήρη πάσης αγαθότητος ευωδίαζαν από τα φρεσκοψημένα χριστόψωμα αντηχούσαν από κάλαντα και μουσικά όργανα. Θυμούμαι πως το μεσημέρι καθίσαμε στο τραπέζι πιο πολλοί από 12 νομάτοι. Μα για να καθίσουμε έπρεπε να περιμένουμε τον παππού που ερχόταν από το Άργος. Και ο παππούς άργησε κομμάτι κ ήρθε χτυπημένες δώδεκα γιατί το τρένο είχε καθυστέρηση.

Ήρθε ο παππούς και με όλα του τα γεράματα, ανέβηκε σα πουλί την ξυλένια σκάλα και η βράκα του η μεταξωτή έτριζε φρου φρου ανεβαίνοντας. Στο άνοιγμα της πόρτας, η λεβέντικη κορμοστασιά του μας φανερώθηκε σαν άγγελος παρουσίας, πατριαρχική. Στραβά, το κόκκινο φέσι με τη γαλάζια φούντα ανάρριχτη στον ώμο, φρεσκοξυρισμένος πασίχαρος.

«Γεια χαρά σας!»

«Καλώς τον παππού!»

«Χρόνια πολλά! Καλά και τιμημένα!»

«Αμήν παππού!»

Καθίσαμε στο τραπέζι. Στην κορφή ο παππούς. Βγάζοντας το φέσι του, το ‘ριξε στο μεντέρι. Έπειτα σήκωσε τις παλάμες και χάιδεψε τα άσπρα του μαλλιά που φούντωναν γύρω στο κεφάλι σαν αγιοστέφανο. Πήρανε γύρω θέσεις ο μπαρμπάδες, οι θειάδες, τα πρωτοξαδέρφια, ολάκερο το σόι. Η αδελφούλα μας η Αγγελικούλα η ωραιοκάμωτη, βοηθούσε τη μητέρα στο συγύρισμα του τραπεζιού. Σα δώρο βασιλικό πάνω σε ασπίδα γυαλιστερή, πρόβαλε ο ψητός διάνος, παραγεμισμένος με κάστανα και κουκουνάρια και μπαχαρικά. Ένα μεγάλο χριστόψωμο κόπηκε φέτες. Η μυρουδιά των ψητών κεντούσε τα ρουθούνια. Στο παλιό τζάκι, τρίζανε τα ξύλα. Ο παππούς, σήκωσε το χέρι και τον μιμηθήκαμε όλοι. Οι άνθρωποι στις επαρχίες τρώνε. Δηλαδή το κάνουνε δουλειά το φαγοπότι. Κι ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι γίνεται σωστή λειτουργία, για τούτο δεν πρέπει να φανεί παράξενο πως το βασίλεμα του ήλιου, βρήκε τους περισσότερους μας στο τραπέζι ακόμη, φορτωμένο, με πορτοκαλόφλουδες και τσόφλια καρυδιών και ποτήρια, που όσο να αδειάσουν γέμιζαν κοκκινέλι της Περαχώρας και γλυκόπιοτο Αϊγιωργήτικο.

Ωστόσο ο καιρός χειροτέρευε. Τα τζάμια της τραπεζαρίας νοτισμένα, δείχνανε πως όξω το κρύο έσφιγγε. Σε μια στιγμή, η ψυχοκόρη μας η Βαγιώ, μπαίνοντας με τη μπουκάλα γεμάτη είπε: «Χιονίζει όξω. Απόψε θα το στρώσει.».

«Η φωτιά μας κοντεύει να σβήσει» είπε η μητέρα.

«Βαγιώ, πήγαινε στο κατώι να φέρεις ξύλα».

Το κατώι ήταν κοντά στη σκάλα. Υπόγειο, τούρκικου σπιτιού όπου σωριάζαμε τις σοδειές της χρονιάς, γιομάτο πιθάρια, σκάφες, ξύλα και κάρβουνα.

Η Βαγιώ άναψε το λυχνάρι και κατέβηκε. Μα σε λίγο ξαναήρθε, χωρίς ξύλα, αλαφιασμένη και χλωμή. Το σβησμένο λυχνάρι έτρεμε στα χέρια της.

«Μπα, τι έχεις Βαγιώ; Τι τρέχει;»

«Κυρά, κάποιος είναι. Κάποιος» τσέβδιζε η χωριατοπούλα.

«Μίλα καλά! Τι λες;»

«Κάποιος είναι λέω κυρά, κάτω από τη σκάλα. Κουβαριασμένος και φοβάμαι η έρημη.»

«Δημήτρη, άιντε να ειδείς.» πρόσταξε ο παππούς έναν από τους θείους μου. Ο Δημήτρης σηκώθηκε και γρήγορα ακούστηκαν οι μπότες του να τρίζουν κατεβαίνοντας τη σκάλα.

«Κανέναν καλικάτζαρο θα είδε η Βαγιώ!» γέλασε ο δεύτερος θείος μου, ο Θανάσης, χαράσσοντας κάστανα και χώνοντας τα στη θράκα. Μα σε λίγο ακούστηκαν πάλι περπατησιές στη σκάλα κι ομιλίες. Η πόρτα άνοιξε και φανερώθηκε πάλι ο Δημήτρης μα όχι μόνος. Ένας άλλος άνθρωπος, άγνωστος, ήταν μαζί του. Θα έλεγε κανείς πως ο θείος μου τον έφερνε με το στανιό.

«Έμπα μέσα!» του λέγε.

«Μην ντρέπεσαι, χρονιάρα μέρα σήμερα! Έμπα να ζεσταθείς!»

Μα εκείνος φαινότανε πως κομπιάζει, ώσπου ο θείος μου τον έσπρωξε αλαφρά από τον ώμο και ο ξένος βρέθηκε στην τραπεζαρία.

«Τι ‘ναι τούτος;» ρώτησε ο παππούς.

«Δεν τόνε βλέπετε; Ζητιάνος ο φουκαράς. Καθότανε μαζεμένος κάτω από τη σκάλα και τρεμούλιαζε σα ζαγάρι! Και κάνει ένα ξεροβόρι όξω! Μπρρ..»

Κοιτάξαμε τον ξένο. Η κακομοιριά έβγαινε απ’ όλο του το κορμί. Θα ‘τανε πενηντάρης, λιγνός, κίτρινος, τα γένια του ψαρά κι αχτένιστα μοιάζαν με αφάνα. Ούτε κασκέτο φορούσε, ούτε παπούτσια. Ήτανε σκεπασμένος με κάτι κουρέλια που αφήνανε γυμνά εδώ και εκεί τα μέλη του. Μόλις βρέθηκε μέσα, γύρισε τα μάτια του γύρω φοβισμένα σαν αγρίμι και ύστερα κοίταξε και την πόρτα που την έκλεινε η κορμοστασιά του θείου μου, του Δημήτρη. Έκανε μια κίνηση σα να ‘θελε να ξεφύγει, μα ο παππούς μου του χαμογέλασε καλόβολα και του είπε με τη γλυκιά φωνή του:

«Γιατί; Κάτσε κεί δα στο τζάκι να ζεσταθείς καψερέ!», εκείνος ακόμα δίσταζε.

Ο Δημήτρης προχώρησε, και ακουμπώντας το χέρι του απάνω στον ώμο του, τον ησύχασε.

«Κάτσε που σου λένε! Εδώ είμαστε όλοι χριστουγεννιάτικοι! Θα το κάψουμε σήμερα!»

Ήτανε στο κέφι ο θείος μου. Γιόμισε ένα ποτήρι κρασί ως τα χείλια. Το ‘δωσε στον ξένο και του είπε: «Πιείτο αδερφέ, να πάνε κάτω τα φαρμάκια! Γιοματάρι ξέρεις! Έλα ρούφα το!».

Ο άγνωστος πήρε το ποτήρι, καθώς το χέρι του έτρεμε χύθηκε λίγο κρασί στο χαλί. Κοίταξε χάμω.

«Με συμπαθάτε» μουρμούρησε βραχνά.

«Δεν πειράζει δα! Χρόνια πολλά! Γούρι είναι!» του απάντησαν.

Με μια ρουφηξιά άδιεασε το ποτήρι του.

«Μπράβο σου!» φώναξε ο Δημήτρης.

«Τώρα αδερφέ κάθισε εκεί να την τυλώσεις!».

Η φωτιά θρεμμένη με νέα κούτσουρα λαμπάδιαζε πρόσχαρα. Ο άνθρωπος καθισμένος σταυροπόδι μπροστά στο τζάκι, κρατούσε ανάμεσα στα γόνατα του το πιάτο με το κρέας που του ‘χε φέρει η Βαγιώ, μασούλιζε λαίμαργα κοιτάζοντας πότε πότε κλεφτά τους άλλους γύρω του.

Σε κάποια στιγμή η μητέρα μου τον ερώτησε «Από πού είσαι μπάρμπα».

Ο άνθρωπος δεν μίλησε αμέσως. Σταμάτησε το μάσημα και σήκωσε το πρόσωπο κοιτάζοντας τηνε.

«Ντόπιος;» ξαναρώτησε η μητέρα μου.

Με φωνή βαθιά, σα φερμένη από μάκρος, από καμιά σπήλια, μουρμούρησε: «Όχι. Ξομερίτης είμαι.»

«Και δεν έχεις φαμελιά; Δεν έχεις σπίτι;»

«Ε, Ανθή! Φτάνει!» πρόσταξε ο παππούς.

«Ας δίνουμε του φτωχού κι ας μη ρωτάμε».

Είχαν επισημότητα τα λόγια εκείνα του παππού, που καθισμένος στην πολυθρόνα του φάνταζε μεγαλόπρεπος σαν ο Δίας ο Ξένιος.

«Ας μη ρωτάμε».

Βράδιαζε πια. Η Βαγιώ άναψε την κρεμαστή λάμπα και έφερε τους καφέδες. Ο ξένος πάστρευε το πιάτο του. Άξαφνα μέσα στη βραδινή σιγαλιά ακούστηκε μια τουφεκιά και αμέσως δεύτερη και τρίτη και τέταρτη, η μία πάνω στην άλλη. Μαζί ακούστηκαν φωνές φερμένες από πέρα. Άλλες από το κάστρο το Παλαμήδι, φωνές ταραγμένες. Οι άντρες μας πετάχτηκαν όρθιοι. Οι γυναίκες τρομαγμένες.

«Κάτι γίνεται στο Παλαμήδι» είπε ο παππούς ο πολύξερος.

Άντρες και γυναίκες βγήκανε στο μπαλκόνι χωρίς πια να λογαριάζουμε το κρύο. Στη δυτική τάπια του Παλαμηδιού που είναι κατά την πόλη στραμμένη, φώτα σαλεύανε βιαστικά.

Πέσανε ακόμη τρεις τουφεκιές και ύστερα από δυο στιγμές ένα ξαφνικό σάλπισμα ξέσκισε τον παγωμένο αέρα τρεμόσυρτο, σερτό μες στο σκοτάδι. Οι κάμαρες του Ιτς Καλέ αντιλάλησαν τη λαχτάρα του χαλκού.

Ένας ξάδερφος μου ο Κοσμάς που είχε κάνει και λοχίας στα ειδικά εξήγησε: «Α, το ξέρω γω το σάλπισμα τούτο. Κατάδικος το ‘σκάσε από εκεί πάνω.»

Μπήκανε όλοι στην τραπεζαρία. Δεν μιλούσε κανένας. Η σιωπή βάραινε απάνω στα πράγματα και οι ματιές των αντρών πέσανε πάνω σε ένα κορμί διπλωμένο μπροστά στο τζάκι. Μια δυνατή πνοή ανέμου άνοιξε την μπαλκονόπορτα και έσβησε τη λάμπα. «Α» έκαναν ξαφνιασμένες οι γυναίκες. Το αντιλάλισμα της φωτιάς έπεφτε κοκκινωπό πάνω στον χριστουγεννιάτικο ξένο μας, τον άγνωστο και φώτιζε τη στεγνή του όψη, τα γκρίζα γένια του. Τώρα και των γυναικών οι ματιές βάραιναν απάνω του. Σα να κατάλαβε την αγωνία μας ο άνθρωπος, σηκώθηκε απότομα και χωρίς να μας καληνυχτίσει, χωρίς να βγάλει άχνα προχώρησε γρήγορα στην πόρτα κολλητά στον τοίχο και χάθηκε σαν φάντασμα. Δεν ακούστηκε ούτε η περπατησιά του στην σκάλα.

 

( Εικόνες του Παλαμηδιού. Ξέρετε πού βρίσκεται το Παλαμήδι; )

7 page 003 7 page 002

 

 

 

 

 

 

 

 

7 page 0001

 

 

 

 

 

 

 

 

Λεξιλόγιο
Παλαμήδι:
 κάστρο στο Ναύπλιο,

Αναπλιού, το Ανάπλι: το Ναύπλιο,

τάπια: προμαχώνας, το μέρος του φρουρίου, του οχυρού από όπου κάποιος μπορούσε να μάχεται,

σιλουέτα: σκοτεινό ή ασαφές περίγραμμα, κυρίως του ανθρώπινου σώματος,

σάλευαν: κουνιούνταν,

ζαμπάκι: το φυτό νάρκισσος,

γιορτάσι: η γιορτή, ο γιορτασμός (η λέξη συναντιέται στη λογοτεχνία ή στη λαϊκή γλώσσα),

νομάτοι: άνθρωποι,

μεντέρι ή μιντέρι: είδος χαμηλού ανατολίτικου καναπέ,

διάνος: η γαλοπούλα, νοτισμένα: θολά από την υγρασία,

ψυχοκόρη: η θετή (με ανεπίσημη ή επίσημη υιοθεσία) κόρη κάποιου,

κατώι: το ημιυπόγειο ή ισόγειο τμήμα των παλαιών αστικών ή αγροτικών σπιτιών, που το χρησιμοποιούσαν ως βοηθητικό ή αποθηκευτικό χώρο,

με το στανιό: με τη βία, με το ζόρι,

κομπιάζω: μιλώ ή εκφράζομαι με δυσκολία,

ζαγάρι: κυνηγετικό σκυλί· κυνηγόσκυλο, λαγωνικό,

ξεροβόρι: ξερός και ψυχρός βοριάς,

αφάνα: κοινή ονομασία για ποικίλους άγριους και ακανθώδεις θάμνους,

γιοματάρι: το καινούριο κρασί από βαρέλι που μόλις ανοίχτηκε,

να την τυλώσεις: να φας, να χορτάσεις φαγητό,

ξωμερίτης: (λαϊκότρ.) αυτός που έχει έρθει από ξένο μέρος, που δεν είναι ντόπιος,

φαμελιά: οικογένεια,

παστρεύω: καθαρίζω,

αντιλάλισμα: ήχος που ακούγεται δυνατά ή σε μεγάλη έκταση



Λήψη αρχείου

6ο Διήγημα: 

Τζάμαλης Κώστας

Χριστουγεννιάτικο δώρο

Πολλοί, όταν μιλάνε για Χριστούγεννα, έχουν στο νου τους ένα ζεστό, στολισμένο γιορταστικό δωμάτιο, μ’  ένα τραπέζι φορτωμένο άφθονες και λαχταριστές λιχουδιές, γεμάτο με χαρούμενους ανθρώπους που αλλάζουν ευχές και δώρα, καθώς ακούγονται τα κάλαντα από τρυφερές παιδικές φωνούλες.

Για τον Άντη, όμως, τα Χριστούγεννα των τελευταίων χρόνων ήταν πολύ διαφορετικά. Ούτε ελατοκορφές στολισμένες με  κεράκια και χρυσωπές γυάλινες μπάλες, ούτε τζάκι, απ’  όπου να ξεχύνεται το άρωμα του ρετσινιού και η θαλπωρή του πευκοκούτσουρου που καίγεται, ούτε γεμιστή με κάστανα γαλοπούλα, ούτε καινούρια ρούχα και παιχνίδια.

Είχε περάσει τις χριστουγεννιάτικες νύχτες μέσα σε ένα αντίσκηνο, ανίκανο να εμποδίσει τον άνεμο και τη βροχή να περονιάζουν τους ενοίκους του. Κι είχε πάρει μιαν αλλαξιά μεταχειρισμένα ρούχα για μοναδικό δώρο.

6 page 0001

-Πάλι καλά, έλεγε η μάνα του. Άλλοι είναι πολύ χειρότερα από εμάς.

Μα ο μικρός Άντη δεν το καταλάβαινε αυτό το « πάλι καλά».

Ακόμα θυμόταν ζωηρά το σπιτάκι τους σιμά στο μεγάλο λαχανόκηπο, ξεμοναχιασμένο κομματάκι από τα άλλα σπιτόπουλα του χωριού. Την άνοιξη, αν το θωρούσες από αγνάντια, το ‘παιρνες για ξεποταμισμένο αμνάδι που ‘χε ξεκόψει απ’  το κοπάδι του και βοσκούσε τα νιοβλάσταρα του μποστανιού.

Και στις γιορτές ποτέ δεν του απολείπανε τα δώρα. Ρούχα και παπούτσια από τον πατέρα, παιγνίδια και μποναμάδες από τους θείους και τις θείες.

Πώς, λοιπόν, να ταιριάξει αυτό το « πάλι καλά» με την τωρινή συντυχιά;

Βέβαια, πριν από κάμποσο καιρό, αυτός κι η μητέρα του είχαν βολευτεί σε μια νεόχτιστη πολυκατοικία, μα η ζωή τους ξέμεινε στερημένη και δύσκολη. Το αχαμνό κρατικό βοήθημα και οι λίγες λίρες που κέρδιζε η μητέρα από κάποιες μικρές δουλειές, που της παρουσιάζονταν αραιά και που, τους έφταναν ίσα να ψευτοπορεύονται.        Όλα αυτά δεν στενοχωρούσαν τόσο τον μικρό Άντη, όσο η μοναξιά του.

6 page 002

 

Στο σχολείο έκανε  παρέα με μερικούς συμμαθητές του, προσφυγόπουλα σαν τον ίδιο. Μα νοσταλγούσε τους παλιούς φίλους των ευτυχισμένων ημερών. Η μεγάλη καταστροφή τους είχε σκορπίσει σε διαφορετικά σημεία του νησιού και τους είχε κάνει να χαθούν. Οι νέοι του σύντροφοι ήταν, όπως ο ίδιος, συγκρατημένοι και δισταχτικοί στα παιγνίδια και σε όλες τις εκδηλώσεις, λες και προσπαθούσαν μάταια να ξεδιαλύνουν σε τι είχαν φταίξει και τους τιμώρησαν με σκληρό τρόπο.

Για τον μικρό Άντη όμως υπήρχε μια παραπανίσια απώλεια, που διάνευε γύρω του σα στοιχειό μεταλαβαίνοντάς τον την κάθε στιγμή με το φαρμάκι της ανασφάλειας και της δυσπιστίας για τον κόσμο. Στον πόλεμο, που τόσο αναπάντεχα είχε σαρώσει τη χώρα, είχε χαθεί ο πατερούλης του.

6 page 0002

Την παραμονή αυτών των Χριστουγέννων ο μικρός Άντη καθόταν μόνος στο δωμάτιό τους. Η μητέρα είχε πάει να άρει λίγα τρόφιμα, που η κυβέρνηση μοίραζε για τις γιορτές στους πρόσφυγες από τη βοήθεια του ΟΗΕ.

Σ’  ένα παλιό χαρτόνι η μητέρα είχε ζωγραφισμένες μερικές φιγούρες. Τον Ιωσήφ, το Χριστούλη, τη Μαρία, τους Μάγους και τ’  άλλα πρόσωπα και πράγματα που έχουμε συνδέσει με τη Γέννηση.

Ο φίλος μας είχε κόψει αυτές τις φιγούρες μ’  ένα ψαλίδι. Είχε αναλιώσει σ’  ένα πιατάκι αλεύρι με νερό και μ’  αυτή την αλευρόκολλα πολεμούσε να στήσει τη χάρτινη αναπαράσταση της Γέννησης.

Όμως, κάτι το αλεύρι που δεν κολλούσε στέρεα, κάτι η ερημιά εκείνης της ώρας, κατάσταιναν την απασχόλησή του άχαρη.

Πιάνοντας ένα χάρτινο αγγελάκι, που δεν έλεγε να στεριώσει στο πανωκόρφι της σπηλιάς, απόμεινε σκεφτικός.

Τι λογής πλάσματα ήταν αλήθεια οι άγγελοι; Τους έβλεπε συχνά ζωγραφιστούς, μα ένα πραγματικό δεν έτυχε ποτέ να ανταμώσει. Ούτε τον δικό του. Γιατί, όπως είχε ακούσει, κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του άγγελο, που τον συντρέχει στις κακοτυχιές και του ξαμώνει τον καλό δρόμο.

Φαίνεται πως ο δικός του άγγελος δεν τον αγαπούσε. Αλλιώς δε θ’  άφηνε τους ξένους ν’  αρπάξουν τη γη και το σπίτι τους· δε θ’  άφηνε να χαθεί ο καλός του πατέρας· δε θ’  άφηνε τη μητέρα να παιδεύεται…

Ο χαμηλωμένος ουρανός, ντυμένος με μελανά νέφη, έμοιαζε να πενθεί. Αν και ήταν ακόμα πρωί, το λιγοστό φέγγος σκορπούσε στο χώρο τα σκοτεινά φτιασίδια του σούρουπου. Μια πιπεράτη μυρωδιά νοτισμένο χώματος γλιστρούσε από κάποιο ανοιχτό φεγγίτη στην κάμαρα ζευγαρώνοντας με την παγωνιά. Ο μικρός Άντη βούλιαξε στο ονειροπόλημα.

Σκέψου και να ‘ταν άγγελος! Να φύτρωναν στους ώμους του δυο μεγάλες φτερούγες με μαλακά κάτασπρα πούπουλα. Να δυνόταν, σαν ήθελε, να γίνεται άφαντος και να παραστέκεται σε όλους τους καλούς ανθρώπους. Δεν θα  άφηνε παιδάκια να είναι μόνα και λυπημένα, όπως αυτός τώρα…

Όπως αυτός τώρα! Ο μικρός Άντη κοίταξε γύρω  το φτωχικό, σχεδόν άδειο , δωματιάκι ένιωσε έναν κόμπο θλίψης να ογκώνεται μέσα του και να μαργώνει την ψυχή του. Έκανε τόσο κρύο σε αυτήν την κάμαρα! Τα δάχτυλα που βαστούσαν ακόμη το χάρτινο αγγελάκι είχαν ξυλιαστεί. Μα πιο πολύ τον τυραννούσε το χιόνι της μοναξιάς που πυργωνόταν, αθώρητο μα σχεδόν χειροπιαστό ολόγυρα.

Εκείνες τις στιγμές, που θα έπρεπε να είναι πιο χαρούμενες, πιο πλέριες από στοργή και συντρόφιασμα από όλες τις άλλες, η ερημιά βάραινε πότερο Κι η μητέρα αργούσε τόσο…

Ένα δάκρυ ανέβηκε μέσαθέ του και σκάλωσε στις βλεφαρίδες.

Σπώντας την κρούστα της θλιβερής ησυχίας ένα απαλό κροτάλισμα τον ξάφνιασε. Μέσα από το βούρκωμα ξέκρινε ένα φάκελο να γλιστρά κάτω από το σώθυρο.

Σηκώθηκε και τον πήρε στα χέρια του. Απ’  το γραμματόσημο κατάλαβε την προέλευσή του. Ήταν απ’  την άλλη, τη μακρινή πατρίδα, απ’  όπου – πριν τόσους αιώνες Θεέ μου- είχαν ξεκινήσει οι πρόγονοί του, για να ξενερίσουν σε τούτο το νησί και να ριζώσουν.

Η έκπληξή του κορυφώθηκε, όταν στη θέση του παραλήπτη διάβασε τ΄ όνομά του.

Μα ποιος, ποιος τον θυμήθηκε από κει πάνω;

Έσκισε μ’  ανυπομονησία το γράμμα και διάβασε:

6 page 003

Αγαπημένε μου φίλε, Άντη.

          Δεν σε έχω δει ποτέ. Όμως, είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Τη διεύθυνσή σου τη βρήκε ο μπαμπάς μου απ’  την πρεσβεία. Θα ήθελα να σου στείλω ένα δώρο, μα είμαστε φτωχοί. Γι αυτό σου στέλνω μονάχα το γράμμα μου, για να σου πω πως σε αγαπώ πολύ και πως σε νοιάζομαι εσένα και όλα τα παιδιά του νησιού σου.

          Φέτος τα Χριστούγεννα θα είμαι λυπημένος, γιατί θα σκέφτομαι πως δεν έχεις δώρα και γλυκά. Εγώ θα έχω λίγα, αλλά δεν τα θέλω, γιατί θα ντρέπομαι που θα ξέρω ότι εσύ δεν θα έχεις καθόλου.

          Πρέπει όλα τα παιδιά να συμφωνήσουμε όταν μεγαλώσουμε, να είμαστε αγαπημένοι και να μην κάνουμε πολέμους.

          Γράψε μου, αν συμφωνείς

          Με όλη μου την  αγάπη.

Ο φίλος σου Πέτρος »

Αν συμφωνούσε; Και βέβαια συμφωνούσε!

Μεμιάς η  θλίψη φτερούγισε μακριά του. Δεν ήταν, λοιπόν, μόνος. Ο Πέτρος τον νοιαζόταν εκεί πάνω. Ο φίλος του ο Πέτρος!

Η μητέρα του, που μπήκε μόλις εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί ο γιος της ήταν τόσο χαρούμενος. Γιατί την αγκάλιαζε και τη φιλούσε, γιατί χοροπηδούσε τραγουδώντας τα κάλαντα. Μα η χαρά του μικρού Άντη μεταδινόταν και στην ίδια και από τη μια στιγμή στην άλλη θαρρούσε πως οι φτωχικές προμήθειες που κουβαλούσε, σαν από μια αναπάντεχη μαγεία, μεταμορφώθηκαν σ’  όλα τ’  αγαθά της γης.

Ο γιος της κι αυτή είχαν πάρει για τα Χριστούγεννα τ’  ωραιότερο δώρο. Την ανιδιοτελή και πηγαία αγάπη ενός παιδιού. Την ελπίδα για έναν καλύτερο αυριανό κόσμο….



Λήψη αρχείου

 

5ο Διήγημα

A Kidnapped Santa Claus 

moon ga256c2e47 640
Φωτογραφία από Clker-Free-Vector-Images από το Pixabay

 

Santa Claus lives in the Laughing Valley, where stands the big, rambling castle in which his toys are manufactured. His workmen, selected from the ryls, knooks, pixies and fairies, live with him, and every one is as busy as can be from one year’s end to another.

It is called the Laughing Valley because everything there is happy and gay. The brook chuckles to itself as it leaps rollicking between its green banks; the wind whistles merrily in the trees; the sunbeams dance lightly over the soft grass, and the violets and wild flowers look smilingly up from their green nests. To laugh one needs to be happy; to be happy one needs to be content. And throughout the Laughing Valley of Santa Claus contentment reigns supreme.

On one side is the mighty Forest of Burzee. At the other side stands the huge mountain that contains the Caves of the Daemons. And between them the Valley lies smiling and peaceful.

One would think that our good old Santa Claus, who devotes his days to making children happy, would have no enemies on all the earth; and, as a matter of fact, for a long period of time he encountered nothing but love wherever he might go.

But the Daemons who live in the mountain caves grew to hate Santa Claus very much, and all for the simple reason that he made children happy.

The Caves of the Daemons are five in number. A broad pathway leads up to the first cave, which is a finely arched cavern at the foot of the mountain, the entrance being beautifully carved and decorated. In it resides the Daemon of Selfishness. Back of this is another cavern inhabited by the Daemon of Envy. The cave of the Daemon of Hatred is next in order, and through this one passes to the home of the Daemon of Malice — situated in a dark and fearful cave in the very heart of the mountain. I do not know what lies beyond this. Some say there are terrible pitfalls leading to death and destruction, and this may very well be true. However, from each one of the four caves mentioned there is a small, narrow tunnel leading to the fifth cave — a cozy little room occupied by the Daemon of Repentance. And as the rocky floors of these passages are well worn by the track of passing feet, I judge that many wanderers in the Caves of the Daemons have escaped through the tunnels to the abode of the Daemon of Repentance, who is said to be a pleasant sort of fellow who gladly opens for one a little door admitting you into fresh air and sunshine again.

Well, these Daemons of the Caves, thinking they had great cause to dislike old Santa Claus, held a meeting one day to discuss the matter.

“I’m really getting lonesome,” said the Daemon of Selfishness. “For Santa Claus distributes so many pretty Christmas gifts to all the children that they become happy and generous, through his example, and keep away from my cave.”

“I’m having the same trouble,” rejoined the Daemon of Envy. “The little ones seem quite content with Santa Claus, and there are few, indeed, that I can coax to become envious.”

“And that makes it bad for me!” declared the Daemon of Hatred. “For if no children pass through the Caves of Selfishness and Envy, none can get to MY cavern.”

“Or to mine,” added the Daemon of Malice.

“For my part,” said the Daemon of Repentance, “it is easily seen that if children do not visit your caves they have no need to visit mine; so that I am quite as neglected as you are.”

“And all because of this person they call Santa Claus!” exclaimed the Daemon of Envy. “He is simply ruining our business, and something must be done at once.”

To this they readily agreed; but what to do was another and more difficult matter to settle. They knew that Santa Claus worked all through the year at his castle in the Laughing Valley, preparing the gifts he was to distribute on Christmas Eve; and at first they resolved to try to tempt him into their caves, that they might lead him on to the terrible pitfalls that ended in destruction.

So the very next day, while Santa Claus was busily at work, surrounded by his little band of assistants, the Daemon of Selfishness came to him and said:

“These toys are wonderfully bright and pretty. Why do you not keep them for yourself? It’s a pity to give them to those noisy boys and fretful girls, who break and destroy them so quickly.”

“Nonsense!” cried the old graybeard, his bright eyes twinkling merrily as he turned toward the tempting Daemon. “The boys and girls are never so noisy and fretful after receiving my presents, and if I can make them happy for one day in the year I am quite content.”

So the Daemon went back to the others, who awaited him in their caves, and said:

“I have failed, for Santa Claus is not at all selfish.”

The following day the Daemon of Envy visited Santa Claus. Said he: “The toy shops are full of playthings quite as pretty as those you are making. What a shame it is that they should interfere with your business! They make toys by machinery much quicker than you can make them by hand; and they sell them for money, while you get nothing at all for your work.”

But Santa Claus refused to be envious of the toy shops.

“I can supply the little ones but once a year — on Christmas Eve,” he answered; “for the children are many, and I am but one. And as my work is one of love and kindness I would be ashamed to receive money for my little gifts. But throughout all the year the children must be amused in some way, and so the toy shops are able to bring much happiness to my little friends. I like the toy shops, and am glad to see them prosper.”

In spite of the second rebuff, the Daemon of Hatred thought he would try to influence Santa Claus. So the next day he entered the busy workshop and said:

“Good morning, Santa! I have bad news for you.”

“Then run away, like a good fellow,” answered Santa Claus. “Bad news is something that should be kept secret and never told.”

“You cannot escape this, however,” declared the Daemon; “for in the world are a good many who do not believe in Santa Claus, and these you are bound to hate bitterly, since they have so wronged you.”

“Stuff and rubbish!” cried Santa.

“And there are others who resent your making children happy and who sneer at you and call you a foolish old rattlepate! You are quite right to hate such base slanderers, and you ought to be revenged upon them for their evil words.”

“But I don’t hate ’em!” exclaimed Santa Claus positively. “Such people do me no real harm, but merely render themselves and their children unhappy. Poor things! I’d much rather help them any day than injure them.”

Indeed, the Daemons could not tempt old Santa Claus in any way. On the contrary, he was shrewd enough to see that their object in visiting him was to make mischief and trouble, and his cheery laughter disconcerted the evil ones and showed to them the folly of such an undertaking. So they abandoned honeyed words and determined to use force.

It was well known that no harm can come to Santa Claus while he is in the Laughing Valley, for the fairies, and ryls, and knooks all protect him. But on Christmas Eve he drives his reindeer out into the big world, carrying a sleighload of toys and pretty gifts to the children; and this was the time and the occasion when his enemies had the best chance to injure him. So the Daemons laid their plans and awaited the arrival of Christmas Eve.

The moon shone big and white in the sky, and the snow lay crisp and sparkling on the ground as Santa Claus cracked his whip and sped away out of the Valley into the great world beyond. The roomy sleigh was packed full with huge sacks of toys, and as the reindeer dashed onward our jolly old Santa laughed and whistled and sang for very joy. For in all his merry life this was the one day in the year when he was happiest — the day he lovingly bestowed the treasures of his workshop upon the little children.

It would be a busy night for him, he well knew. As he whistled and shouted and cracked his whip again, he reviewed in mind all the towns and cities and farmhouses where he was expected, and figured that he had just enough presents to go around and make every child happy. The reindeer knew exactly what was expected of them, and dashed along so swiftly that their feet scarcely seemed to touch the snow-covered ground.

Suddenly a strange thing happened: a rope shot through the moonlight and a big noose that was in the end of it settled over the arms and body of Santa Claus and drew tight. Before he could resist or even cry out he was jerked from the seat of the sleigh and tumbled head foremost into a snowbank, while the reindeer rushed onward with the load of toys and carried it quickly out of sight and sound.

Such a surprising experience confused old Santa for a moment, and when he had collected his senses he found that the wicked Daemons had pulled him from the snowdrift and bound him tightly with many coils of the stout rope. And then they carried the kidnapped Santa Claus away to their mountain, where they thrust the prisoner into a secret cave and chained him to the rocky wall so that he could not escape.

“Ha, ha!” laughed the Daemons, rubbing their hands together with cruel glee. “What will the children do now? How they will cry and scold and storm when they find there are no toys in their stockings and no gifts on their Christmas trees! And what a lot of punishment they will receive from their parents, and how they will flock to our Caves of Selfishness, and Envy, and Hatred, and Malice! We have done a mighty clever thing, we Daemons of the Caves!”

Now it so chanced that on this Christmas Eve the good Santa Claus had taken with him in his sleigh Nuter the Ryl, Peter the Knook, Kilter the Pixie, and a small fairy named Wisk — his four favorite assistants. These little people he had often found very useful in helping him to distribute his gifts to the children, and when their master was so suddenly dragged from the sleigh they were all snugly tucked underneath the seat, where the sharp wind could not reach them.

The tiny immortals knew nothing of the capture of Santa Claus until some time after he had disappeared. But finally they missed his cheery voice, and as their master always sang or whistled on his journeys, the silence warned them that something was wrong.

Little Wisk stuck out his head from underneath the seat and found Santa Claus gone and no one to direct the flight of the reindeer.

“Whoa!” he called out, and the deer obediently slackened speed and came to a halt.

Peter and Nuter and Kilter all jumped upon the seat and looked back over the track made by the sleigh. But Santa Claus had been left miles and miles behind.

“What shall we do?” asked Wisk anxiously, all the mirth and mischief banished from his wee face by this great calamity.

“We must go back at once and find our master,” said Nuter the Ryl, who thought and spoke with much deliberation.

“No, no!” exclaimed Peter the Knook, who, cross and crabbed though he was, might always be depended upon in an emergency. “If we delay, or go back, there will not be time to get the toys to the children before morning; and that would grieve Santa Claus more than anything else.”

“It is certain that some wicked creatures have captured him,” added Kilter thoughtfully, “and their object must be to make the children unhappy. So our first duty is to get the toys distributed as carefully as if Santa Claus were himself present. Afterward we can search for our master and easily secure his freedom.”

This seemed such good and sensible advice that the others at once resolved to adopt it. So Peter the Knook called to the reindeer, and the faithful animals again sprang forward and dashed over hill and valley, through forest and plain, until they came to the houses wherein children lay sleeping and dreaming of the pretty gifts they would find on Christmas morning.

The little immortals had set themselves a difficult task; for although they had assisted Santa Claus on many of his journeys, their master had always directed and guided them and told them exactly what he wished them to do. But now they had to distribute the toys according to their own judgment, and they did not understand children as well as did old Santa. So it is no wonder they made some laughable errors.

Mamie Brown, who wanted a doll, got a drum instead; and a drum is of no use to a girl who loves dolls. And Charlie Smith, who delights to romp and play out of doors, and who wanted some new rubber boots to keep his feet dry, received a sewing box filled with colored worsteds and threads and needles, which made him so provoked that he thoughtlessly called our dear Santa Claus a fraud.

Had there been many such mistakes the Daemons would have accomplished their evil purpose and made the children unhappy. But the little friends of the absent Santa Claus labored faithfully and intelligently to carry out their master’s ideas, and they made fewer errors than might be expected under such unusual circumstances.

And, although they worked as swiftly as possible, day had begun to break before the toys and other presents were all distributed; so for the first time in many years the reindeer trotted into the Laughing Valley, on their return, in broad daylight, with the brilliant sun peeping over the edge of the forest to prove they were far behind their accustomed hours.

Having put the deer in the stable, the little folk began to wonder how they might rescue their master; and they realized they must discover, first of all, what had happened to him and where he was.

So Wisk the Fairy transported himself to the bower of the Fairy Queen, which was located deep in the heart of the Forest of Burzee; and once there, it did not take him long to find out all about the naughty Daemons and how they had kidnapped the good Santa Claus to prevent his making children happy. The Fairy Queen also promised her assistance, and then, fortified by this powerful support, Wisk flew back to where Nuter and Peter and Kilter awaited him, and the four counseled together and laid plans to rescue their master from his enemies.

It is possible that Santa Claus was not as merry as usual during the night that succeeded his capture. For although he had faith in the judgment of his little friends he could not avoid a certain amount of worry, and an anxious look would creep at times into his kind old eyes as he thought of the disappointment that might await his dear little children. And the Daemons, who guarded him by turns, one after another, did not neglect to taunt him with contemptuous words in his helpless condition.

When Christmas Day dawned the Daemon of Malice was guarding the prisoner, and his tongue was sharper than that of any of the others.

“The children are waking up, Santa!” he cried. “They are waking up to find their stockings empty! Ho, ho! How they will quarrel, and wail, and stamp their feet in anger! Our caves will be full today, old Santa! Our caves are sure to be full!”

But to this, as to other like taunts, Santa Claus answered nothing. He was much grieved by his capture, it is true; but his courage did not forsake him. And, finding that the prisoner would not reply to his jeers, the Daemon of Malice presently went away, and sent the Daemon of Repentance to take his place.

This last personage was not so disagreeable as the others. He had gentle and refined features, and his voice was soft and pleasant in tone.

“My brother Daemons do not trust me overmuch,” said he, as he entered the cavern; “but it is morning, now, and the mischief is done. You cannot visit the children again for another year.”

“That is true,” answered Santa Claus, almost cheerfully; “Christmas Eve is past, and for the first time in centuries I have not visited my children.”

“The little ones will be greatly disappointed,” murmured the Daemon of Repentance, almost regretfully; “but that cannot be helped now. Their grief is likely to make the children selfish and envious and hateful, and if they come to the Caves of the Daemons today I shall get a chance to lead some of them to my Cave of Repentance.”

“Do you never repent, yourself?” asked Santa Claus, curiously.

“Oh, yes, indeed,” answered the Daemon. “I am even now repenting that I assisted in your capture. Of course it is too late to remedy the evil that has been done; but repentance, you know, can come only after an evil thought or deed, for in the beginning there is nothing to repent of.”

“So I understand,” said Santa Claus. “Those who avoid evil need never visit your cave.”

“As a rule, that is true,” replied the Daemon; “yet you, who have done no evil, are about to visit my cave at once; for to prove that I sincerely regret my share in your capture I am going to permit you to escape.”

This speech greatly surprised the prisoner, until he reflected that it was just what might be expected of the Daemon of Repentance. The fellow at once busied himself untying the knots that bound Santa Claus and unlocking the chains that fastened him to the wall. Then he led the way through a long tunnel until they both emerged in the Cave of Repentance.

“I hope you will forgive me,” said the Daemon pleadingly. “I am not really a bad person, you know; and I believe I accomplish a great deal of good in the world.”

With this he opened a back door that let in a flood of sunshine, and Santa Claus sniffed the fresh air gratefully.

“I bear no malice,” said he to the Daemon, in a gentle voice; “and I am sure the world would be a dreary place without you. So, good morning, and a Merry Christmas to you!”

With these words he stepped out to greet the bright morning, and a moment later he was trudging along, whistling softly to himself, on his way to his home in the Laughing Valley.

Marching over the snow toward the mountain was a vast army, made up of the most curious creatures imaginable. There were numberless knooks from the forest, as rough and crooked in appearance as the gnarled branches of the trees they ministered to. And there were dainty ryls from the fields, each one bearing the emblem of the flower or plant it guarded. Behind these were many ranks of pixies, gnomes and nymphs, and in the rear a thousand beautiful fairies floated along in gorgeous array.

This wonderful army was led by Wisk, Peter, Nuter, and Kilter, who had assembled it to rescue Santa Claus from captivity and to punish the Daemons who had dared to take him away from his beloved children.

And, although they looked so bright and peaceful, the little immortals were armed with powers that would be very terrible to those who had incurred their anger. Woe to the Daemons of the Caves if this mighty army of vengeance ever met them!

But lo! coming to meet his loyal friends appeared the imposing form of Santa Claus, his white beard floating in the breeze and his bright eyes sparkling with pleasure at this proof of the love and veneration he had inspired in the hearts of the most powerful creatures in existence.

And while they clustered around him and danced with glee at his safe return, he gave them earnest thanks for their support. But Wisk, and Nuter, and Peter, and Kilter, he embraced affectionately.

“It is useless to pursue the Daemons,” said Santa Claus to the army. “They have their place in the world, and can never be destroyed. But that is a great pity, nevertheless,” he continued musingly.

So the fairies, and knooks, and pixies, and ryls all escorted the good man to his castle, and there left him to talk over the events of the night with his little assistants.

Wisk had already rendered himself invisible and flown through the big world to see how the children were getting along on this bright Christmas morning; and by the time he returned, Peter had finished telling Santa Claus of how they had distributed the toys.

“We really did very well,” cried the fairy, in a pleased voice; “for I found little unhappiness among the children this morning. Still, you must not get captured again, my dear master; for we might not be so fortunate another time in carrying out your ideas.”

He then related the mistakes that had been made, and which he had not discovered until his tour of inspection. And Santa Claus at once sent him with rubber boots for Charlie Smith, and a doll for Mamie Brown; so that even those two disappointed ones became happy.

As for the wicked Daemons of the Caves, they were filled with anger and chagrin when they found that their clever capture of Santa Claus had come to naught. Indeed, no one on that Christmas Day appeared to be at all selfish, or envious, or hateful. And, realizing that while the children’s saint had so many powerful friends it was folly to oppose him, the Daemons never again attempted to interfere with his journeys on Christmas Eve.

 



Λήψη αρχείου

4ο Διήγημα

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

«Το κοριτσάκι με τα σπίρτα»

4 page 0001

Έκανε κρύο φοβερό, έπεφτε χιόνι πυκνό και είχε αρχίσει να νυχτώνει· το βράδυ, το τελευταίο βράδυ του χρόνου, πλησίαζε. Αλλά παρά το κρύο και το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι, ξεσκούφωτο και ξυπόλυτο, γύριζε στους δρόμους. Όταν έφυγε από το σπίτι της φορούσε παντόφλες, αλλά ήτανε πολύ μεγάλες – αφού ανήκανε στη μητέρα της – και της έφυγαν από τα ποδαράκια κάποια στιγμή που διέσχιζε τρέχοντας το δρόμο για ν’ αποφύγει δυο άμαξες. Η μία παντόφλα χάθηκε, την άλλη την άρπαξε ένα παιδί που ήθελε να την κάνει κούνια για την κούκλα του.

Έτσι λοιπόν το κοριτσάκι περπατούσε ξυπόλυτο και τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Κρατούσε ένα ματσάκι σπίρτα στο χέρι, και στην τσέπη τής φθαρμένης της ποδιάς είχε κι άλλα. Κανένας δεν είχε αγοράσει ούτ’ ένα σπίρτο όλη την ημέρα, κανένας δεν της είχε δώσει μια δεκάρα. Έτρεμε από το κρύο και την πείνα καθώς σερνόταν εδώ κια εκεί – προσωποποίηση της δυστυχίας – το κακόμοιρο το κοριτσάκι.

Νιφάδες χιονιού κάθονταν στα μακριά, ξανθά μαλλιάς της, που έπεφτεν χυτά σε μπούκλες ως τους ώμους της· αλλά η μικρή δεν σκεφτότανε ούτε την ομορφιά της ούτε το κρύο. Σε όλα τα παράθυρα έλαμπαν φώτα κι η μυρωδιά της ψητής ψήνας έβγαινε από μερικά σπίτια: ήτανε παραμονή Πρωτοχρονιάς, κι αυτό μόνο σκεφτότανε το κοριτσάκι.

Σε μια γωνία που σχημάτιζαν δυο σπίτια, επειδή το ένα προεξείχε από το άλλο, το κοριτσάκι κάθισε και ζάρωσε τα ποδαράκια του όσο γινόταν πιο σφιχτά, όμως δεν μπορούσε να τα ζεστάνει. Δεν τολμούσε να γυρίσει στο σπίτι, γιατί δεν είχε πουλήσει ούτε ένα σπίρτο, δεν είχε κερδίσει ούτε μια δεκάρα, και ίσως ο πατέρας της την έδερνε· άλλωστε, η σοφίτα που μένανε δεν ήτανε πιο ζεστή από το δρόμο, και παρ’ όλο που είχανε φράξει πολλές τρύπες στη στέγη με άχυρα και κουρέλια, ο παγωμένος αέρας και το χιόνι έμπαιναν μέσα. Τα χεράκια του κοριτσιού ήτανε ξυλιασμένα· ένα μονάχα σπίρτο αν άναβε, μπορεί και να τα ξέσταινε λιγάκι. Πήρε ένα από το μάτσο και το ‘τριψε στον τοίχο: μπράβο! Έβγαλε μια φωτεινή, ξεστή φλόγα και η μικρή πλησίασε τα χέρια της. Τότε της φάνηκε σαν να φωτίστηκαν όλα γύρω από τη μαγική φλόγα· και η μικρή νόμισε ότι στ’ αλήθεια καθότανε μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια θερμάστρα με μπρούντζινα στολίδια, που μέσα της κόρωνε η φωτιά. Η μικρή τέντωσε και τα πόδια της για να ζεσταθούν· όμως, τι κρίμα, μέσα σε λίγες στιγμές η φλόγα έσβησε, χάθηκε κι η θερμάστρα, και το κοριτσάκι βρέθηκε πάλι ξυλιασμένο με την κάφτρα του σπίρτου στο χέρι.

Έτριβε και δεύτερο σπίρτο στον τοίχο, που άναψε και λαμποκόπησε, και σ’ όποιο σημείο του τοίχου έπεφτε το φως του, τον έκανε διάφανο σαν πέπλο, έτσι που το κοριτσάκι μπορούσε να δει τι γινότανε μέσα στο σπίτι. Στο τραπέζι ήταν στρωμένο ένα κατάλευκο τραπεζομάντιλο από δαμασκηνό ύφασμα και πάνω του σερβίτσιο πορσελάνινο· η ψητή χήνα, γεμισμένη με μήλα και ξερά δαμάσκηνα, μοσχομύριζε. Αλλά τότε ξαφνικά η χήνα, που είχε ακόμα μπηγμένα στο στήθος της ένα μαχαίρι κι ένα πιρούνι, πήδηξε απ’ την πιατέλα στο πάτωμα και προχώρησε κουνιστή και λυγιστή προς το μέρος του φτωχού κοριτσιού. Όμως εκείνη τη στιγμή έσβησε το σπίρτο και η μικρή βρέθηκε πάλι δίπλα στον χοντρό, κρύο τοίχο.

Άναψε τρίτο σπίρτο. Πάλι άστραψε η φλόγα, κι αυτή τη φορά βρέθηκε κάτω από ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο, πολύ μεγαλύτερο και πολύ πλουσιότερο από εκείνο που είχε δει ανήμερα τα Χριστούγεννα μεσ’ από τις γυάλινες πόρτες στο σπίτι του πλούσιου εμπόρου. Εκατοντάδες κεράκια φώτιζαν τα πράσινα κλαδιά του, όπου ήτανε κρεμασμένες μικροσκοπικές κούκλες, απ’ αυτές που βλέπουμε στις βιτρίνες των καλών καταστημάτων. Η μικρή τέντωσε τα χέρια της να τις αγγίξει, αλλά εκείνη τη στιγμή το σπίρτο έσβησε· όμως τα χριστουγεννιάτικα κεράκια ανέβηκαν ψηλά, πολύ ψηλά, η μικρή τα έβλεπε σαν να ήταν αστέρια στον ουρανό. Κι έν’ απ’ τ΄αστέρια έπεσε, αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή ουρά.

«Κάποιος πεθαίνει ετούτη τη στιγμή», είπε το κοριτσάκι· αυτό της το είχε μάθει η γιαγιά της – ο μοναδικός άνθρωπος που της είχε φερθεί καλά, αλλά τώρα ήτανε πεθαμένη -, ότι δηλαδή, όποτε πέφτει έν’ αστέρι στη γη, κάποια ψυχή ανεβαίνει στο Θεό.

Έτριψε κι άλλο σπίρτο στον τοίχο, κι όταν άναψε, είδε να στέκεται μπροστά της η αγαπημένη της γιαγιά, ευγενική και τρυφερή όπως πάντα, αλλά και γελαστή και χαρούμενη όσο δεν την είχε ξαναδεί ποτέ της.

«Γιαγιάκα μου!» φώναξε η μικρή. «Αχ, πάρε με μαζί σου! Ξέρω ότι θα χαθείς κι εσύ μόλις σβήσει το σπίρτο, όπως χάθηκε η ζεστή φωτιά στη σόμπα και το υπέροχο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και το πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο!» Κι άρπαξε όλα τα υπόλοιπα σπίρτα και τ’ άναψε για να μη χαθεί η γιαγιά της. Και τα σπίρτα έκαναν μια μεγάλη φλόγα και τα φώτισαν όλα γύρω σαν να ήτανε μέρα-μεσημέρι. Ποτέ η γιαγιά της δεν είχε παρουσιαστεί τόσο ψηλή και καλοντυμένη, τόσο ωραία κι ευγενική· πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της και πετάξανε μαζί, χαρούμενες κι οι δύο, ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί όπου δνε υπάρχει ούτε κρύο ούτε πείνα ούτε βάσανα: στον Παράδεισο.

Το άλλο πρωί βρέθηκε το κοριτσάκι κουρνιασμένο στη γωνία. Τα μάγουλά της ήταν ρόδινα, τα χείλη της χαμογελαστά· αλλά το κρύο της τελευταίας νύχτας του παλιού χρόνου είχε ξυλιάσει το κορμάκι της. Ο ήλιος της Πρωτοχρονιάς έλαμψε πάνω από το άψυχο παιδί, που έγερνε στον τοίχο μ’ ένα μάτσο καμένα σπίρτα στην αγκαλιά του. «Προσπαθούσε να ζεσταθεί το κακόμοιρο!» έλεγε ο κόσμος. Αλλά κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τα υπέροχα πράγματα που είχε δει, ούτε ότι εκείνη την ώρα κάπου πολύ ψηλά η μικρή και η γιαγιά της χαιρόντουσαν την ωραιότερη Πρωτοχρονιά τους.

4 page 0002

[πηγή: Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Ιστορίες και Παραμύθια, μετάφραση Ερρίκος Μπελιές, Ωκεανίδα, Αθήνα 1993, σ. 39-43]



Λήψη αρχείου

3ο Διήγημα

Φώτης  Κόντογλου

Το βλογημένο μαντρί

 3 page 0001

       Κάθε χρόνο, ο `Αγιος Βασίλης, τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς, γυρίζει από χώρα σέ χώρα κι από χωριό σε χωριό και χτυπά τις πόρτες, γιά νά δεί ποιός θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μιά χρονιά, λοιπόν, πήρε τό ραβδί του καί τράβηξε σάν καλόγερος ασκητής, ντυμένος μέ κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, μέ χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στόν ώμο του. Γι’ αυτό τον παίρνανε γιά διακονιάρη και δεν του ανοίγανε τήν πόρτα.
Ο `Αγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος γιατί έβλεπε τήν απονιά τών ανθρώπων καί συλλογιzότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, έπειδή έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δέν είχε ανάγκη από κανέναν κι ουτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.

Αφού βολόδειρε από δώ κι από κεί, κι αφού πέρασε χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά καί πολιτείες, έφτασε και στα έλληνικά τά μέρη, πού ‘ναι φτωχός κόσμος. Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τά πιό φτωχά, καί τράβηξε κατά κεί, ανάμεσα στα ξερά βουνά πού βρισκότανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.

Περπατούσε νύχτα κι ό χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δέν ακουγότανε, έξόν από κανένα τσακάλι πού γάβγιζε. Αφού περπάτησε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ένα απάγκιο που έκοβε ό αγέρας από ‘να μικρό βουνό κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. `Ανοιξε τήν αυλόπορτα, πού ήτανε καμωμένη από άγρια ρουπάκια, καί μπήκε στή μάντρα. Τά σκυλιά ξυπνήσανε καί πιάσανε καί γαβγίzανε. Πέσανε απάνω του νά τον σκίσουνε μά, σάν πήγανε κοντά του, σκύψανε τά κεφάλια τους και σερόντανε στά ποδάρια του, γλείφανε τά χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καί κουνούσανε παρακαλεστικά τίς ουρές τους.

Ο `Αγιος σίμωσε στό καλύβι του τσομπάνου καί χτύπησε τήν πόρτα μέ τό ραβδί του καί φώναξε:
– Ελεήστε με, χριστιανοί, γιά τίς ψυχές τών αποθαμένων σας! Και ο Χριστός μας διακόνεψε, σάν ήρθε σέ τούτον τον κόσμο!

Η πόρτα άνοιξε καί βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ώς εικοσιπέντε χρονών, μέ μαύρα γένια καί δίχως νά δεί καλά καλά ποιός κτυπούσε τήν πόρτα, είπε στό γέροντα:
– Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας νά ζεσταθείς! Καλή μέρα καί καλή χρονιά!

Αυτός ό τσομπάνης ήτανε ό Γιάννης ό Μπάικας, πού τον λέγανε Γιάννη βλογημένο, άνθρωπος αθώος σάν τά πρόβατα, πού βόσκαγε, αγράμματος όλότελα.

Μέσα στήν καλύβα έφεγγε μέ λιγοστό φώς ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης σάν είδε στό φώς πώς ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε τό χέρι του καί τ’ άνασπάστηκε καί τό ‘βαλε πάνω στό κεφάλι του. `Υστερα φώναξε τή γυναίκα του, ώς είκοσι χρονών κοπελούδα, πού κουνούσε τό μωρό τους μέσα στήν κούνια. Κι έκείνη πήγε ταπεινά καί φίλησε τό χέρι του γέροντα καί είπε:
– Κόπιασε, παππού, νά ξεκουραστείς.

Ο `Αγιος Βασίλης στάθηκε στήν πόρτα καί βλόγησε τό καλύβι καί είπε:
– Βλογημένοι νά ‘σαστε, τέκνα μου, κι όλο τό σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιωβ μετά την πληγή και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!

Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόγιασε τη φωτιά. Ο `Αγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά κι η γυναίκα του ‘βαλε και ιμα μαξιλάρα να ακουμπήσει.

Ο Αγιος Βασίλης γύρισε και είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του :
– Βλογημένο να ναι τούτο το καλύβι!

Ο Γιάννης μπαινόβγαινε γιά να φέρει τό ‘να καί τ’ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στή φωτιά. Μονομιάς φεγγοβόλησε τό καλύβι μέ μίάν αλλιώτικη λάμψη καί έφάνηκε σάν παλάτι. Τά δοκάρια σάν νά ‘τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οί πυτιές, πού ήτανε κρεμασμένες, σάν νά γινήκανε χρυσά καντήλια, καί τά τυροβόλια καί οί καρδάρες καί τ’ άλλα σύνεργα, πού τυροκομούσε ό Γιάννης λές κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Καί τά ξύλα πού καιγότανε στή φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο καί δέν τρίzανε, όπως τρίzανε τά ξύλα τής φωτιάς παρά ψέλνανε σάν τούς αγγέλους πού ‘ναι στόν Παράδεισο.

Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τόν έφτιαξε ο Θεός. Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μά πλούσια καρδιά : “Τή πτωχεία τά πλούσια!” ‘Ητανε αυτός καλός, μά είχε καί καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε νά χτυπήσει τήν πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε καί κοιμότανε. Κι άν ήτανε καί πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι’ αυτό καί ο `Αγιος Βασίλης κόνεψε στό καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή τής χάρης του κι έδωσε τήν ευλογία του.

Κείνη τή νύχτα τόν περιμένανε όλες οι πολιτείες καί χωριά τής οικουμένης αρχόντοι, Δεσποτάδες κι έπίσημοι άνθρωποι, πλήν έκείνος δέν πήγε σέ κανέναν τέτοιο άνθρωπο, παρά πήγε στό μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.

Σάν βολέψανε τά πρόβατα, μπήκε ο Γιάννης καί λέγει στό Γέροντα:
– Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε πού ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δέν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε κάν ρημοκλήσι. ‘Εγώ αγαπώ πολύ τά γράμματα τής Θρησκείας μας, κι ας μήν τά καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μιά φορά μάς ήρθε ένας γέροντας Αγιονορείτης καί μάς άφησε τούτη τήν αγιωτική φυλλάδα κι άν λάχει νά περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τόν βάzω καί τή διαβάζει . Εγώ όλα τά γράμματα πού ξέρω είναι τρία λόγια πού τά ‘λεγε ένας γραμματιzούμενος, πού έβγαzε λόγο στό χωριό, δύο ώρες από δώ κι’ από τίς πολλές φορές πού τά ‘λεγε τυπωθήκανε στη θύμησή μον. Αυτός ό γραμματικός έλεγε καί ξανάλεγε: “Σκώνιτι ου μήτηρ κι τούν άνισπάzιτι κι τού λέγ: Τέκνου μου! Τέκνου μου!”. Αύτά τά γράμματα ξέρω…”

`Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογκούσε. Ο `Αγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου καί στάθηκε γυρισμένος κατά τήν ανατολή κι έκανε τό σταυρό του τρείς φορές. `Υστερα έσκυψε καί πήρε από τό ταγάρι του μιά φυλλάδα κι είπε:
– Ευλογητός ο Θεός ήμών πάντοτε, νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων!          Ο Γιάννης πήγε καί στάθηκε από πίσω του καί σταύρωσε τά χέρια του. Η γυναίκα βύzαξε τό μωρό καί πήγε κι εκείνη καί στάθηκε κοντά στόν άντρα της. Κι ο γέροντας είπε τό “Θεός Κύριος” καί τ’ άπολυτίκιο τής Περιτομής, “Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες”, χωρίς νά πεί καί τό δικό του τ’ άπολυτίκιο, πού λέγει: “Εις πάσαν τήν γήν έξήλθεν ό φθόγγος σου”. “Εψελνε γλυκά καί ταπεινά κι ό Γιάννης κι η Γιάνναινα τόν ακούγανε μέ κατάνυξη καί κάνανε τό σταυρό τους. Κι είπε ο `Αγιος Βασίλης τόν όρθρο καί τόν κανόνα τής έορτής “Δεύτε λαοί, άσωμεν”, χωρίς νά πεί τό δικό του κανόνα “Σου τήν φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε”. Κι ύστερα είπε όλη τή λειτουργία κι έκανε άπόλυση.

 

Καθίσανε στό τραπέzι καί φάγανε, ο `Αγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπαρμπα-Μάρκος ό Βουβός, πού τόν είχε συμμαzέψει ό Γιάννης καί τόν βοηθούσε. Καί, σάν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τή βασιλόπιτα καί τήν έβαλε απάνω στό σοφρά. Κι ό `Αγιος Βασίλης πήρε τό μαχαίρι καί σταύρωσε τή βασιλόπιτα κι είπε:
– Εις τό όνομα τού Πατρός καί του Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος!
Κι έκοψε τό πρώτο τό κομμάτι κι είπε: “τού Χριστού”, έκοψε τό δεύτερο κι είπε: “τής Παναγίας” κι ύστερα έκοψε τό τρίτο καί δέν είπε: “τού Άγίου Βασιλείου”, αλλά είπε: “τού νοικοκύρη τού Γιάννη τού Βλογημένου!”
Πετάγεται ο Γιάννης καί τού λέγει:
– Γέροντα, ξέχασες τόν Αι-Βασίλη!
Τού λέγει ο `Αγιος:
– Αλήθεια, τόν ξέχασα!
Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:
– Τού δούλου τού Θεού Βασιλείου!
`Υστερα έκοψε πολλά κομμάτια καί σέ κάθε ένα πού έκοβε έλεγε: “τής νοικοκυράς”, “τού μωρού”, “τού δούλου τού Θεού Μάρκου τού μογιλάλου”, “τού σπιτιού”, “τών ζωντανών” “τών φτωχών”. Λέει πάλι ό Γιάννης στόν `Αγιο:
– Γέροντα, γιατί δέν έκοψες γιά τήν αγιοσύνη σου; Τού λέει ο `Αγιος.
– `Έκοψα, ευλογημένε!
Μά ο Γιάννης δέν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!

`Εστρωσε η γυναίκα, γιά νά κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε νά κάνουνε τήν προσευχή τους. Ο `Αγιος Βασίλης άνοιξε τίς παλάμες του κι είπε τή δική του τήν ευχή, πού τή λέγει ό παπάς στή λειτουργία:
– Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ούκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό τήν στέγην εισέλθης τού οίκου τής ψυχής μου…

Σάν τελείωσε τήν ευχή κι έτοιμαzόντανε νά πλαγιάσουνε, τού λέγει ό Γιάννης:
– Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τά γράμματα, πές μας σέ ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι άρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά ‘χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί καί κακορίzικοι, επειδή η φτώχεια μάς κάνει νά κολαzόμαστε!

Ο `Αγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τίς παλάμες του καί ξαναείπε τήν ευχή του αλλιώτικα:
– Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος καί ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθεις, ότι νήπιος υπάρχει, καί τών τοιούτων εστίν η βασιλεία τών ουρανών…

Καί πάλι δέν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος….

page 0002

2o Διήγημα: 

Λέττα Βασιλείου

Ένας αλλιώτικος Καλικάντζαρος

Γεια σας! Είμαι ο Κατεργαρής κι είμαι ένας καλικάντζαρος!
Δε χρειάζεται όμως να φοβάστε. Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους καλικάντζαρους
Αλλά, ας σας διηγηθώ την ιστορία μου από την αρχή. Όλοι οι καλικάντζαροι μένουμε στην Καλικαντζαροχώρα, μια χώρα μοντέρνα και γεμάτη υπερσύγχρονες κατοικίες. Εργοστάσια, τράπεζες, νοσοκομεία, σχολεία και πανεπιστήμια.

Μα τι; Πιστεύατε πως ζούμε μέσα σε τρύπες στα έγκατα της γης; Βλέπετε, τίποτα από ότι νομίζετε πως γνωρίζετε για μας, δεν είναι αλήθεια εκτός από τις αταξίες! Η αταξία είναι ο νόμος μας και όλοι οι καλικάντζαροι είναι υποχρεωμένοι να κάνουν αταξίες τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, μα και το Πάσχα, τις Απόκριες, το Δεκαπενταύγουστο και γενικώς πάντα ΕΚΤΟΣ…από τα Θεοφάνια, που μας κυνηγάει αυτός ο ενοχλητικός παπάς με την επίσης ενοχλητική του αγιαστούρα!

Από την πρώτη μέρα στο σχολείο, ο δάσκαλος μας έμαθε τραγουδάκια όπως:
“Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό για να μάθω αταξίες και να κάνω φασαρίες” και παροιμίες όπως: “Μια αταξία την ημέρα, τον γιατρό τον κάνει πέρα!”, αλλά και ηθικά διδάγματα όπως: “Όποιος έχει δύο αταξίες, να δίνει τη μία στο φίλο του.”

Εγώ ήμουν ο καλύτερος μαθητής και έπαιρνα συνεχώς άριστα. Όλα άλλαξαν όμως, όταν έφτασε η στιγμή να κάνουμε και πρακτική εξάσκηση στην αταξία. Ανεβήκαμε σ΄ ένα δημοτικό σχολείο στη γη κρυφά το βράδυ και ανακατέψαμε όλες τις τάξεις. Άλλος γύρισε τα θρανία ανάποδα, άλλος έβαψε τον μαυροπίνακα άσπρο, άλλος έβαλε πινέζες στη έδρα και ο χοντρός Αναμπουμπούλης, αν κι ο χειρότερος της τάξης, κρέμασε το σώβρακο του επιστάτη στο κοντάρι της σημαίας, κερδίζοντας έτσι το πρώτο του άριστα. Εγώ ανέλαβα την πιο δύσκολη αποστολή. Μπήκα στη βιβλιοθήκη και ανακάτεψα τα βιβλία.

Όταν ξημέρωσε ακούγαμε όλοι κρυμμένοι στη σκεπή, τα κατορθώματα της πρώτης μας αποστολής:
-Ποιος αναποδογύρισε τα θρανία; ακούστηκε η πρώτη φωνή.
-Γιατί δεν γράφουνε οι κιμωλίες; ακούστηκε η δεύτερη.
-Αουτς!!! φώναξε η δασκάλα της τρίτης τάξης.
-Γιατί κυρία η σημαία είναι πράσινη με κόκκινες καρδούλες; απόρησε ένα πρωτάκι.
-Μα τι ωραία ταξινόμηση είναι αυτή στην βιβλιοθήκη! Πρώτη φορά συναντώ τέτοια τάξη! ακούστηκε τέλος κι η φωνή του διευθυντή του σχολείου.

Όλα γύρω μου σκοτείνιασαν! Ο δάσκαλος μου με αγριοκοίταξε, τα καλικαντζαράκια ξεκαρδίστηκαν κι εγώ, μετά από αυτή τη γκάφα, πήρα το πρώτο μου ολοστρόγγυλο μηδενικό.

Σε λίγες μέρες έφτασε η στιγμή για την δεύτερή εξόρμηση στη γη. Στο μουσείο.

Εκεί, βάλαμε στον καφέ του φύλακα υπνωτικό, του γυαλίσαμε την φαλάκρα και του κάναμε περμανάντ το μουστάκι. Ύστερα, φορέσαμε στα αγάλματα φανελάκια και εσώρουχα, και μπερδέψαμε τα ψηφιδωτά των μωσαϊκών. Εγώ, θέλοντας να βελτιώσω τη βαθμολογία μου, ασχολήθηκα με κάτι σπασμένα βάζα που βρήκα σε μια βιτρίνα.

Ύστερα, κρυφτήκαμε όλοι πάνω στους πολυελαίους περιμένοντας την βαθμολογία.
– Δεν του πάει καθόλου το κατσαρό μουστάκι του φύλακα! είπε μια Αμερικάνα τουρίστρια.
– Μα το ροζ νυχτικό του Ηνίοχου είναι πολύ σικ! θαύμασε μια Γαλλίδα.
– Δεν ήξερα ότι είχανε παζλ στην αρχαιότητα! αναρωτήθηκε ένας Άγγλος.
– Τι θαύμα είναι αυτό! ακούστηκε τέλος και η φωνή της αρχαιολόγου.
– Ποιος μπόρεσε να κολλήσει τα μπερδεμένα κομμάτια των αγγείων; Τριάντα δύο ζευγάρια μάτια και ένα ζευγάρι γυαλιά με κοίταξαν με φρίκη!
– Μα νόμιζα ότι τα θέλανε σπασμένα τα βάζα! προσπάθησα να απολογηθώ εγώ, αλλά ο δάσκαλος ζωγράφισε στο μπλοκάκι του ένα τεράστιο κουλούρι.

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, μαζί κι οι απολυτήριες εξετάσεις. Ξέρετε, σε μας η σχολική χρονιά αρχίζει την επομένη των Φώτων και τελειώνει την παραμονή των Χριστουγέννων, όπου όλοι πια οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν στη γη για αταξίες. Οι εξετάσεις θα δίνονταν σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο στη γη κι έτσι το βράδυ της προπαραμονής των Χριστουγέννων, μαθητές και δάσκαλοι μαζεύτηκαν στην στολισμένη είσοδο του εμπορικού κέντρου και με ένα σφύριγμα του διευθυντή, όλα τα καλικαντζαράκια ξεχυθήκαμε στους ορόφους.

Οι όροι του διαγωνισμού ήταν σαφείς: Όσες περισσότερες αταξίες, τόσο το καλύτερο, ενώ η καλύτερη αταξία θα βραβευότανε κιόλας. Εμείς μπορούσαμε να πάμε σε όλους τους ορόφους, εκτός από τον τελευταίο για λόγους ασφαλείας, τους οποίους όμως δεν μας είπανε. Όση ώρα έτρεχα να βρω την αταξία μου έτρεχε και η καρδιά μου.
Ας έκανα επιτέλους μια μικρή αταξία. Ας μπορούσα να αποδείξω ότι είμαι και έξυπνος και ικανός.

Στον πρώτο όμως όροφο, δυστυχώς, με είχαν προλάβει, μιας κι οι συμμαθητές μου είχαν στολίσει όλα τα δέντρα με κάλτσες και παπούτσια! Στο δεύτερο, στο ζαχαροπλαστείο, ο χοντρός ο Αναμπουμπούλης είχε εργαστεί σκληρά έχοντας καταβροχθίσει όλα τα γλυκά από τις βιτρίνες και τα ψυγεία και σίγουρα θα έπαιρνε μεγάλο βαθμό…αν κατάφερνε να κατέβει τις σκάλες μ’ αυτήν την τεράστια κοιλιά.
Στον επόμενο όροφο είχαν χύσει όλα τα αρώματα και τα καλλυντικά και το πάτωμα είχε γεμίσει με ζαλισμένους καλικάντζαρους. Κρατώντας τη μύτη μου, έφυγα τρέχοντας για τον επόμενο, στο βιβλιοπωλείο, μα και εκεί με είχαν προλάβει, καθώς είχαν γυρίσει ανάποδα όλα τα γράμματα από όλα τα βιβλία. Μην με ρωτήσετε πως το έκαναν αυτό, γιατί κι εγώ δεν ξέρω!

Είχα φτάσει στον τελευταίο όροφο κι ακόμα δεν είχα κάνει ούτε μια αταξία. Πως θα τολμούσα να κατέβω, μην έχοντας κάνει, έστω, μια μικρή προβιβαστική αταξία; Εκείνη τη στιγμή όμως, μια ιδέα άστραψε στο μυαλό μου! Κι αν συνέχιζα για τον τελευταίο όροφο; Αυτό αποφάσισα και, αφού ανέβηκα τα σκαλιά, άνοιξα την πόρτα. Και τότε βρέθηκα μπροστά σε κάτι μοναδικό! Όλο το δωμάτιο ήταν γεμάτο παιχνίδια. Κούκλες, αυτοκίνητα, τρενάκια, σπιτάκια, αρκουδάκια, και στη μέση του δωματίου έλαμπε ένα ψηλό έλατο στολισμένο με εκατοντάδες μπάλες και φωτάκια, ενώ όλος ο τόπος μύριζε φρεσκοψημένα γλυκά. Έκατσα τότε στο πάτωμα απέναντι από το δέντρο κι ήτανε τόσο ζεστά και όμορφα, που έκανα μια ευχή.
– Πόσο θα ‘θελα να ήμουνα χαρούμενος, όπως τα παιδάκια που παίρνουν δώρα και τραγουδάνε κάλαντα, κι όχι να δίνω εξετάσεις και να κινδυνεύω να μείνω στην ίδια τάξη.
– Έλα καλικαντζαράκι! ακούστηκε μια φωνή από πίσω μου. Μη στενοχωριέσαι!
Τρομαγμένος γύρισα κι είδα ένα χοντρό γέροντα με κόκκινα μάγουλα και παχιά μούσια.
-Μην μου κάνεις κακό! κλαψούρισα.
-Ε, μα τι είναι αυτά που λες! Από πότε ένας καλικάντζαρος φοβάται; είπε γλυκά σκουπίζοντάς μου τα μάτια.
-Τώρα πια, δεν ξέρω αν θα παραμείνω καλικάντζαρος. Είμαι τόσο άχρηστος, που μπορεί να με διώξουν. Ούτε μια αταξία δεν είμαι ικανός να κάνω! είπα με πόνο, μα εκείνος με πήρε στην αγκαλιά του και μου είπε ήρεμα:
-Όσο υπάρχουν τα Χριστούγεννα, ποτέ ένας καλικάντζαρος δεν θα είναι άχρηστος. Κι όσο υπάρχουν οι καλικάντζαροι, θα υπάρχουν και οι αταξίες! Και βγάζοντας από το κεφάλι του έναν κόκκινο σκούφο κεντημένο με χρυσή κλωστή, μου τον φόρεσε στο κεφάλι και με συνόδευσε στην πόρτα. Εκεί με φίλησε στο μέτωπο και με χαιρέτησε.
-Καλά Χριστούγεννα Κατεργαρή! είπε κι έκλεισε την πόρτα.

Εγώ νιώθοντας ξαφνικά πολύ χαρούμενος, κατέβηκα τα σκαλιά χορεύοντας με τον τεράστιο σκούφο του παππού που ήξερε το όνομά μου.
Όταν όμως με αντικρίσανε οι άλλοι καλικάντζαροι, πάγωσαν.
-Ο σκου…ο σκούφος! ψέλλισε σαστισμένος ο δάσκαλος.
-Τι έχει ο σκούφος μου; απόρησα εγώ.
-Είναι του Αι-Βασίλη! είπε έκπληκτος.
-Ο Κατεργαρής έκλεψε τον σκούφο του Αι-Βασίλη! φώναξαν όλα τα καλικαντζαράκια.
Ξαφνικά όλοι με περικύκλωσαν και με σήκωσαν στα χέρια τους.
-Μπράβο στον Κατεργαρή, που έκλεψε τον σκούφο του Αι-Βασίλη! Μπράβο στον Κατεργαρή, που έκανε την πιο δύσκολη αταξία! φώναζαν όλοι, ενώ ο διευθυντής του σχολείου μου έδωσε με περηφάνια το έπαθλο των εξετάσεων. Ένα μεγάλο λαμπερό κύπελλο με χαραγμένη τη φράση:” Στην μεγαλύτερη αταξία της χρονιάς”!

Έτσι, στους ώμους των άλλων καλικάντζαρων γύρισα στην Καλικαντζαροχώρα, κι εκεί με περίμενε μεγάλο τραπέζι και γλέντι ως την ημέρα των Φώτων. Μεταξύ μας, χάρισα το μεγάλο κύπελλο στον Αναμπουμπούλη, γιατί εγώ δεν έκανα καμία αταξία στην πραγματικότητα, ενώ εκείνος πήγε στο νοσοκομείο με γαστρεντερίτιδα από τα πολλά γλυκά.

Εμένα μου φτάνει που πέρασα την τάξη κι έχω τον ωραιότερο σκούφο στον κόσμο! Το δώρο του Αι-Βασίλη! Σας αφήνω τώρα γιατί με έχει καλέσει ένας φίλος μου για πορτοκαλάδα.
Ξέρετε! Εκείνος ο ενοχλητικός παπάς με την επίσης ενοχλητική του αγιαστούρα! Μην το πείτε σε κανέναν! Αλλά βλέπετε, εγώ είμαι ένας αλλιώτικος καλικάντζαρος. Ο     Κατεργάρης με το όνομα!

 

1ο Διήγημα:

Δημοσθένης Βουτυράς

Το καράβι με τα φτερά

Πλησίαζε η Πρωτοχρονιά κι εγώ, όπως και όλα τα παιδιά της γειτονιάς μου, βρισκόμουνα σε κίνηση και ταραχή. Αυτό είχε γίνει και τις μέρες που πλησίαζαν τα Χριστούγεννα.

Τόπος δεν με χωρούσε! Έμπαινα στο σπίτι, έφευγα γρήγορα, έτρεχα εδώ κι εκεί, έβρισκα άλλα παιδιά, μιλούσαμε με μια νευρικότητα σα να μας κύκλωνε κίνδυνος μεγάλος, κάναμε συμβούλια, σα να μας είχαν βάλει να κάνουμε κανένα σοβαρό πράγμα.

Κι όμως, για μας κάτι σοβαρό ήταν αυτό που σκεφτόμασταν να κάνουμε .

Ετοιμάζαμε τις παρέες μας, τις συντροφιές μας, που θα βγαίναμε να πούμε τον Άγιο Βασίλη!

Και μοιάζουν τα παιδιά, όταν ετοιμάζουν αυτές τις συντροφιές με τους πολιτικούς που ετοιμάζουν τους συνδυασμούς τους, για να βγουν στην παλαίστρα της εκλογής.

Κι όπως στους πολιτικούς κύκλους προτιμούνται οι παραδούχοι και οι ξακουστοί, έτσι σχεδόν γίνεται και στις παρέες των παιδιών.

Παραδούχοι και ξακουστοί εδώ είναι τα παιδιά που έχουν όργανα κι όσα είναι δυνατά και έξυπνα.

Εγώ είχα βαλθεί να κάνω κάτι που να μοιάζει με καράβι. Είχα πάρει διάφορα πολύχρωμα χαρτιά, καλάμια και πολεμούσα. Θα του έβαζα γύρω και φαναράκια χάρτινα χρωματιστά, απ’  αυτά που ανοιγοκλείνουν σα φυσαρμόνικες, και σημαιούλες. Είναι σχέδιο μεγάλο… Κι έκανα ένα πράγμα που ούτε με καράβι έμοιαζε, ούτε με βάρκα, ούτε με καθετί που είναι στη θάλασσα και στη στεριά. Σα να έμοιαζε όμως λίγο με εξέδρα μικροσκοπική, αποκριάτικη. Εμένα μου άρεσε.

Στόλισα αυτό το καράβι, που δεν ήταν καράβι, αλλά έτσι το ‘λεγα, και με σημαιούλες στα σκοινιά των καταρτιών, γιατί είχε και κατάρτια. Κι έτσι ήταν έτοιμο να κουβαλήσει από την Καισάρεια τον Άγιο Βασίλη, περνώντας βουνά, λαγκάδια, δάση και να τον φέρει  στον Πειραιά…

Φαίνεται όμως πως δε μ’  άρεσε έτσι, το ‘θελα με περισσότερα στολίσματα και του ‘βαλα και φτερά πετεινού! Σε μια αυλή διπλανή, που μας χώριζε χαμηλός τοίχος, είχε κάποιος έμπορος, που λεγόταν Μωρόπουλος, μέσα σε υπόγειο όρνιθες και κάτι πετεινούς με θαυμάσια φτερά. Αυτά τα θαυμάσια φτερά,  σκέφτηκα, θα στόλιζαν θαυμάσια το καράβι του Αγιοβασίλη, και χωρίς να χάσω καιρό, πηδώ το μαντρότοιχο, βρίσκομαι στην αυλή του γειτονικού, χώνουμαι έπειτα στο υπόγειο και καταμαδώ τους πετεινούς του Μωρόπουλου. Α! Δίχως άλλο, όταν θα τους είδε ο Μωρόπουλος, δε θα τους γνώρισε. Όλοι είχαν μικρύνει κατά δυο πιθαμές!…

page 002

Έκανα όμως κι άλλο κακό κείνη τη μέρα. Τα φτερά που μου περίσσεψαν, κάνα δυο πήγα στο συμβολαιογραφείο του πατέρα μου και τα ‘βαλα στο καπέλο του Κουμπαρούτσου, του κήρυκα των πλειστηριασμών. Το βρήκα σ’  ένα καναπέ αφημένο και του τα κόλλησα. Και ο Κουμπαρούτσος, χωρίς να τα δει το φόρεσε και άρχισε να γυρίζει στις ταβέρνες, όπως έκανε πάντα, πίνοντας ένα δυο στο πόδι, υπερήφανος, με τα φτερά στο καπέλο, σαν Τυρολέζος…

Το καράβι του Αγίου Βασιλείου ήταν έτοιμο,  έτοιμα και τα όργανα. Δηλαδή το σουραύλι, το τρίγωνο κι ένα τύμπανο. Μα τι τύμπανο! Αυτό το ‘χε ένα παιδί που το ‘λεγαν Αγία Ζώνη! Παρατσούκλι, αλλά του ‘χε φάει για καλά τα’  όνομα…

Ο πατέρας της Αγία Ζώνης έβγαζε τις Αποκριές την καμήλα και το τρομερό τύμπανο- που είχε πάρει ο γιος του για τον Αγιοβασίλη – ήταν δικό του. Αυτό χτυπούσε στην καμήλα να χορεύει και να μαζεύεται κόσμος.

Ξύπνησα την παραμονή της πρωτοχρονιάς πολύ πρωί!  Αλλά έπρεπε να φύγει ο πατέρας, για να πάρω δρόμο κι εγώ.

Εκεί κοντά μου, σ’ ένα τραπεζάκι, είχα το καράβι του Αγιοβασίλη, έτοιμο για φευγάλα, να σηκώσει άγκυρα.

Άκουσα τον πατέρα μου να φεύγει, Κι έτριζε η σκάλα, έτριζε  και σα να μου ‘λεγε:  φεύγα, φεύγα!…

Πετάχτηκα τότε από το κρεβάτι να ντυθώ. Για να πιω καφέ ή γάλα δεν ήθελα Ένα κομμάτι ψωμί στην τσέπη και δρόμο. Μια χοντρή υπηρέτρια, που είχαμε, την είδα να περνά από τη γαλαρία. Οι άλλοι κοιμόντουσαν.

Ντύθηκα. Ζήτησα έπειτα τα παπούτσια μου, αλλά δεν τα βρήκα. Κοιτάζω κάτω από το κρεβάτι, στο βάθος, ούτε κει. Τίποτα.

Μια σκέψη με τάραξε:

-Μου τα κρύψανε!… Πώς χάθηκαν;…

Θυμόμουνα καλά ότι τα ‘χα βγάλει μέσα στο δωμάτιο και κοντά στο κρεβάτι μου. Τρέχω και ρωτώ την υπηρέτρια μήπως είχε δει τα παπούτσια μου…

– Δεν ξέρω ‘γω, δεν τα  ‘δα! Μου απάντησε και χασμουρήθηκε.

Πήγα πάλι στο δωμάτιό μου. Το καράβι σημαιοστόλιστο ήταν εκεί  και σα  να μου  ‘λεγε:

-Ακόμα; Η ώρα περνά.

Έψαξα πάλι εκεί κι έπειτα στην τραπεζαρία, στη σάλα και όπου αλλού μπορούσα. Τα παπούτσια μου είχαν χαθεί.

Έτρεμα. Πήγαινα από δω, πήγαινα απ’  εκεί.

Ξαφνικά ακούω σουραύλια…

Θα ‘ταν οι φίλοι μου και με ειδοποιούσαν….

Χωρίς να χάσω καιρό, αρπάζω το καραβάκι και παίρνω δρόμο με τις κάλτσες.

-Τι, με τις κάλτσες; Ακούω την υπηρέτρια να μου λέει.

Δεν της έδωσα καμιά απάντηση. Κατέβηκα τη σκάλα, βρέθηκα στο δρόμο. Είδα τότε λίγο πέρα τους φίλους μου.

-Έλα λοιπόν! Φώναξε η Αγία Ζώνη και χτύπησε το τύμπανο δυνατά.

Βούιξε ο τόπος και κεφάλια φάνηκαν στα παράθυρα.

-Μα τα παπούτσια σου; Με ρώτησαν οι άλλοι.

-Δε βαριέσαι, είπε η Αγία Ζώνη, τι θα πει παπούτσια! Εγώ δε φόρεσα ποτές μου! Τι, να ‘χω ανάγκη από τσαγκαράδες;

Ξεκινήσαμε πανηγυρικά. Το τύμπανο βούιζε, το σουραύλι, το τρίγωνο έπαιζαν, χτυπούσαν. Από το ‘να σπίτι στ’ άλλο, στ’  άλλο . Παντού μας δέχονταν να τους πούμε τον Άγιο Βασίλη.

Αλλ’  αυτή τη φορά το τύμπανο της Αγίας Ζώνης δεν έκανε καμιάν εντύπωση, όταν μπαίναμε σε σπίτι ή αυλή να τα πούμε. Ούτε ο ξυπόλυτος στραβομούτσουνος που το κρατούσε και που σχεδόν ήτανε ίσαμε αυτό. Όλοι και όλες, γυναίκες και κορίτσια προπάντων, μόλις έβλεπαν εμένα, φώναζαν:

-Ελένη, Μαριγώ, ελάτε γρήγορα να δείτε ένα παιδί με τις κάλτσες μόνο που τα λέει!

Κι έτρεχαν να με δουν, ενώ εγώ υπερήφανα κρατούσα το καράβι, που δεν ήταν καράβι, του Αγιοβασίλη.

Κι ο κιτρινιάρης Αυγουλάς, που χτυπούσε το τρίγωνο και μάζευε τα λεφτά που μας έδιναν, έλεγε στις γυναίκες και τα κορίτσια τι συνέβαινε και ήμουν με τις κάλτσες τις κόκκινες.

-Ξέρετε γιατί είναι ξυπόλητος; Να, γιατί του κρύψανε τα παπούτσια ο πατέρας του κι η μάνα του.

-Βρε, βρε! Έκαναν οι γυναίκες.

Άλλες πάλι λέγανε:

-Βρε, το παλιόπαιδο, ακούς εκεί να βγει στους δρόμους μόνο με τις κάλτσες και χωρίς παπούτσια!

Και κάποιος κοιλαράς, που ξεφύτρωσε από κάτω, με κάτι παντουφλάρες και πεσμένα βρακιά, είπε κι αυτός:

-Αν το ‘χα γω παιδί, θα το  ‘δενα…

Σε μένα δεν κάνανε τίποτε αυτά. Ύψωνα το καράβι του Αγιοβασίλη  που του ‘χαμε ανάψει και τα φαναράκια, κι άρχιζα:

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψιλή μου δεντρολιβανιά

Μαζί με μένα έβαζαν μπρος και τα όργανα, το τύμπανο ακουμπισμένο κάτω, βούιζε τρομερά. Η Αγία Ζώνη το χτυπούσε σα να ήθελε  να το σπάσει και φώναζε κι αυτός. Οι γυναίκες και τα κορίτσια γελούσαν και βούλωναν τα’  αυτιά τους και μας πλήρωναν, για να πάψουμε και να φύγουμε…

Έτσι γυρίζαμε από σπίτι σε σπίτι και οι δεκάρες και τα φράγκα  καμιά φορά, πέφτανε βροχή στο σκούφο του Αυγουλά, που είχαμε ταμία.

Τα παιδιά τα άλλα, που τα ‘λεγαν κι αυτά, στέκονταν και μας κοίταζαν με θαυμασμό. Κοίταζαν το τύμπανο, κοίταζαν και το καράβι, τα στολίσματά του, τα φαναράκια του, που τα ‘χαμε αναμμένα, σα να ‘ταν νύχτα. Και διάφορα χρώματα : πράσινα, κόκκινα, θαλασσιά…

Φτάσαμε σ’  ένα σπίτι μ’  ένα πολύ μεγάλο μπαλκόνι. Ο Αυγουλάς, που πήγαινε μπρος, χτύπησε την πόρτα.

Εγώ, φορτωμένος το καράβι του Αγιοβασίλη, δεν πρόσεξα το σπίτι, σε ποιο σπίτι θέλαμε να τα πούμε.

-Τι θέλετε; Ακούσαμε μια φωνή γυναικεία να μας ρωτά από ένα παράθυρο, που ήταν πάνω από την πόρτα.

-Να τα πούμε;  Ρώτησε ο Αυγουλάς.

Ύψωσα κι εγώ το κεφάλι και είδα την υπηρέτρια που ήταν από πάνω. Και θυμήθηκα.

Και αντί να ανοίξει η πόρτα, σαν ν’ άνοιξε για μια στιγμούλα κάποιος καταρράκτης  τ’  ουρανού, νερά, νερά με πάταγο έπεσαν από πάνω.

 

Εγώ κι ο Αυγουλάς γενήκαμε μούσκεμα. Αλλά και το καράβι του Αγιοβασίλη δεν υπήρχε πια.

Μ’  αυτήν την κυρά υπηρέτρια είχα εγώ προηγούμενα.

Όταν περνούσα, της χτυπούσα την πόρτα.

Και χτυπούσα αρκετές φορές την ημέρα, γιατί ήταν το σπίτι στο δρόμο που πήγαινα σχολείο.

Έβγαινε, μ’  έβριζε κι εγώ από μακριά την περιγελούσα.

Μου τα πλήρωσε όμως όλα μαζεμένα. Αλλά καλά σε ένα, τι έφταιγε ο καημένος ο Αυγουλάς;

2page 0002

page 0002

 



Λήψη αρχείου



Λήψη αρχείου



Λήψη αρχείου


Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση