κακουρη

Αθηνά Κακούρη: 1821: Η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε

Από την Ιωάννα Καλιωράκη – Γ1

1821: Η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε

Η Αθηνά Κακούρη είναι μια εξαίρετη συγγραφέας μυθιστορημάτων και αστυνομικών διηγημάτων, διακεκριμένη με πολυάριθμα βραβεία. Το βιβλίο με τίτλο «1821: Η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε», με αφορμή την Ελληνική Επανάσταση, είναι κατάλληλο για όλο το εύρος ηλικιών, αφού παρουσιάζει ζωντανά τα καίρια γεγονότα της Ιστορίας που οδήγησαν στη δημιουργία του έθνους της Ελλάδας. Αποβάλλοντας, λοιπόν, τις περιττές λεπτομέρειες, αφηγείται ανάλαφρα και ευθύγραμμα τα ιστορικά γεγονότα, δίνοντας έμφαση στο νόημα και στη διασύνδεση παρελθόντος και παρόντος.

Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου φροντίζει να δώσει στους αναγνώστες τα κατάλληλα ερεθίσματα για το παρελθόν, δηλώνοντας πως η ιστορία του κάθε λαού είναι η κληρονομία του. Γι’ αυτόν τον λόγο και ξεκινά την αφήγηση από πολύ παλιά, αναφερόμενη στην ελληνική επικράτεια στο Βυζάντιο. Με την εμφάνιση του νομαδικού λαού των Οθωμανών Τούρκων, αρχίζει η περιγραφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εξηγώντας την επιβίωση του ελληνισμού στους δύσκολους αιώνες της τουρκοκρατίας, στέκεται στις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων, που εξαρτώνται από τους φόρους, ενώ παράλληλα αναλύει την επαγγελματική ζωή των χριστιανών κατοίκων. Παρουσιάζοντας τόσο τις εταιρείες και τα επαγγέλματα της θάλασσας, όσο και τις θέσεις εξουσίας των προεστών, των Φαναριωτών και του Πατριάρχη, δείχνει στο κοινό πως ο ελληνικός λαός παρέμεινε ενωμένος στο πλαίσιο της Ορθοδοξίας. Ακόμη παρουσιάζεται και το ξεσηκωμένο πλήθος των Κλεφτών, δηλαδή των αγανακτισμένων χριστιανών αγροτών που έβρισκαν καταφύγιο στα δύσβατα όρη, αλλά και των Αρματολών, των νόμιμων δηλαδή ανδρών της τουρκικής διοίκησης που αστυνόμευαν την περιοχή, ρόλοι οι οποίοι συχνά εναλλάσσονταν.

Στο πλαίσιο αυτής της μορφής του ελληνισμού, η Αθηνά Κακούρη παραθέτει στους αναγνώστες τα γεγονότα που οδήγησαν στην απόφαση των Ελλήνων να επαναστατήσουν χωρίς εξωτερική βοήθεια. Δηλώνει πως οι Έλληνες είχαν ανέκαθεν τον πόθο για τη δημιουργία ελληνικού ανεξάρτητου κράτους, ιδίως με τη σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τους συνεχείς αυξανόμενους φόρους. Τον ζήλο αυτό εκμεταλλεύτηκαν πολλές φορές διάφορες Δυνάμεις, οι οποίες, υπερασπιζόμενες τα δικά τους συμφέροντα, ξεσήκωναν τους Έλληνες να εξεγερθούν, κάτι που οδήγησε στην πλήρη αποτυχία. Παράλληλα στην Ευρώπη παρουσιάζονταν διάφορα προβλήματα που κλόνιζαν την ειρήνη και την τάξη, με τις Δυνάμεις να καταβάλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για την αποκατάστασή τους. Τα γεγονότα αυτά, καθώς και τις ολέθριες συνέπειες της γεωγραφικής ανακατάταξης των Επτανήσων, περιγράφει η συγγραφέας, εξηγώντας τα κακόβουλα βλέμματα των Δυνάμεων για την Επανάσταση. Τη φλόγα της Επανάστασης ωστόσο άναψαν πολλοί παράγοντες. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο έργο του Καποδίστρια, ο οποίος ενίσχυσε ποικιλοτρόπως τα ελληνικά συμφέροντα στις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά και στον ρόλο της διάδοσης των ιδεών του Διαφωτισμού, οι οποίες πυροδότησαν τον φιλελληνισμό.

Σειρά στην ευθύγραμμη διήγηση της συγγραφέως έχουν τα γεγονότα του ελληνικού ξεσηκωμού. Με τους Έλληνες να επιζητούν τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης, οδηγούνται στην απόφαση της ένοπλης Επανάστασης. Μόνες τους ελπίδες είναι οι δικές τους δυνάμεις, η άνδρωση της Φιλικής Εταιρείας, η βοήθεια του Καποδίστρια, ο οποίος συνέχιζε να στηρίζει τους Έλληνες παρά τις αντιρρήσεις του για την Επανάσταση, αλλά και η δύσκολη κατάσταση που επικρατούσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η απασχόληση δηλαδή του τουρκικού στρατού με τον πόλεμου της Πύλης εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Με αυτές τις ευνοϊκές συγκυρίες ο επαναστατικός στρατός του Υψηλάντη κατευθύνεται στο Ιάσιο, από όπου και λαμβάνει τα νέα της απόρριψης της βοήθειας από τη Ρωσία αλλά και τον αφορισμό του ηγέτη της Επανάσταση, Αλέξανδρου Υψηλάντη, από τον Πατριάρχη. Τότε λοιπόν ξεκινά η εξιστόρηση των μαχών από τη συγγραφέα. Παρόλο που η Επανάσταση στον βορρά καταπνίγεται και ο Υψηλάντης φυλακίζεται στη μάχη στο Δραγατσάνι, η Επανάσταση συνεχίζεται στον νότο με δεκάδες επαναστατικά κινήματα και την πρώτη σπουδαία νίκη στις 13 Μαΐου στο Βαλτέτσι της Πελοποννήσου. Η αυτοπεποίθηση των πασάδων μετά την νίκη τους στη γέφυρα της Αλαμάνας δεν κράτησε για πολύ, αφού ηττήθηκαν από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στο Χάνι της Γραβιάς και αναγκάστηκαν να διαφύγουν με τον στρατό στην Ήπειρο και με τον στόλο στον Ελλήσποντο. Στη συνέχεια, με τις αιματηρές συγκρούσεις, που περιγράφει διεξοδικά η Αθηνά Κακούρη, στα Βασιλικά και την Ερεσσό, με την πτώση της Τρίπολης,  τη μάχη στη Νάουσα και τα Δερβενάκια, ελευθερώνεται η Πελοπόννησος, η Στερεά και το Αιγαίο, ενώ κατατροπώνονται οι τουρκικές δυνάμεις. Παράλληλα, τα πάθη των Ελλήνων από τις σφοδρές απαντήσεις των Τούρκων, αλλά και η συνεχής υποστήριξη του Καποδίστρια από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, ενισχύουν σθεναρά τον φιλελληνισμό. Στο απόγειο της Ελληνικής Επανάστασης λαμβάνεται η απόφαση της 1ης Ιανουαρίου 1822 για τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, που επικυρώνεται τελικά με τη Συνθήκη του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827.

Η καρποφορία της Ελληνικής Επανάστασης λαμβάνει τέλος τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Η συγγραφέας τότε περιγράφει με λύπη και εκνευρισμό τον διχασμό των φίλαρχων Ελλήνων, αλλά και τις ένοπλες διαμάχες μεταξύ τους. Με την ενασχόληση των Ελλήνων με ασήμαντα, όπως τονίζει η ίδια, εσωτερικά θέματα, όπως την έκδοση Συντάγματος από πολλές Εθνικές Συνελεύσεις, αλλά και την άθλια μεταχείριση εξωτερικών θεμάτων, όπως τη σύναψη δανείου, και την εστίαση των Μεγάλων Δυνάμεων στην προώθηση των ατομικών τους συμφερόντων στην Επανάσταση, ο τουρκοαιγυπτιακός στρατός και στόλος κυριαρχεί στην Κρήτη και στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο, αφήνοντας λίγες μόνο ελεύθερες περιοχές. Συγχρόνως, ο Καποδίστριας παραιτείται από τη θέση του στη Ρωσία και εξαφανίζεται από τη σκηνή των διαπραγματεύσεων. Ακολουθεί μια σειρά στρατιωτικών καταστροφών, που περιγράφει παραστατικά η συγγραφέας, όπως η κατάληψη του Μεσολογγίου στις 11 Απριλίου 1826 και η ολοσχερής καταστροφή των Ψαρών και της Κάσου στις 24 Μαΐου 1827. Όπως χαρακτηριστικά λέει και η ίδια, από την φλόγα του 1821 δεν έμειναν παρά αποκαΐδια.

Στις 6 Απριλίου 1827 εκλέγεται ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Κυβερνήτης της Ελλάδας, από την Γ’ Εθνοσυνέλευση. Αφού απαλλάσσεται ολοκληρωτικά από τον όρκο του στον τσάρο, τον Ιούλιο του 1827, αναχωρεί από τη Ρωσία. Μαζεύοντας κάποια χρήματα, και έπειτα από διπλωματικά ταξίδια στην Αγγλία και στη Γαλλία, φτάνει στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο του 1828, όπου και παραλαμβάνει μια Ελλάδα με τεράστια οικονομικά και διοικητικά προβλήματα. Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του, ξεκινά το έντιμο, όπως προκύπτει από την διεξοδική παρουσίαση της συγγραφέως,  κυβερνητικό του πρόγραμμα, στοχεύοντας στην αποκατάσταση της τάξης, τη διεύρυνση των συνόρων, την αναστήλωση της οικονομίας και την ενεργοποίηση της χώρας στην εξωτερική πολιτική. Ιδίως με την έκρηξη του ρωσοτουρκικού πολέμου, ο Καποδίστριας, με τον ενισχυμένο από τα δάνεια στρατό, ανακτά την Πελοπόννησο, τη Δυτική, τη Κεντρική και την Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Στις 3 Φεβρουαρίου 1830, οι Δυνάμεις υπογράφουν το Πρωτόκολλο που αναγνώριζε το Ελληνικό Ανεξάρτητο Κράτος, όπως είχε οριστεί από την 1η Ιανουαρίου 1822, ορίζοντας παράλληλα τα σύνορα της χώρας. Ακόμη συνυπογράφηκε ξεχωριστό Πρωτόκολλο όπου οριζόταν ο Λεοπόλδος του Σαξ-Κοβούργου ως βασιλιάς της Ελλάδας, ο οποίος όμως παραιτήθηκε. Ο Καποδίστριας, συνεχίζοντας το έργο του, ασχολείται με το εσωτερικό της χώρας. Τότε η συγγραφέας παραθέτει στους αναγνώστες μια σειρά γεγονότων κατά τα οποία παρατηρείται η αναζωπύρωση των αντικυβερνητικών κινημάτων από άπληστους πολίτες, κυρίως στην Ύδρα και τη Μάνη, διεκδικώντας τη διατήρηση των προνομίων τους. Η κατάσταση συνεχώς χειροτερεύει, με καμία απόφαση του Κυβερνήτη να μην είναι αποδοτική. Η συγγραφέας αναφέρεται με θαυμασμό στο πρόσωπο του Ιωάννη Καποδίστρια και στα έργα του ως Κυβερνήτη της Ελλάδας, αντιπαραβάλλοντας τους αντικαποδιστριακούς. Το πραξικόπημα των στασιαστών γίνεται ολοένα και αγριότερο με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Καποδίστρια, κάτι που αναλύει με λύπη η συγγραφέας.

Με την περιγραφή της δολοφονίας του Καποδίστρια ολοκληρώνεται το βιβλίο της Αθηνάς Κακούρη, εκφράζοντας τη ανησυχία της για την κατάντια του ελληνικού γένους, ως απόρροια των χρόνων που ακολούθησαν.