Ιουλιος Βερν

Το Αιγαίο στις φλόγες

 

Από τον Άγγελο Σταμάτη

 

Ιούλιος Βερν: Ο Ιούλιος Βερν είναι ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς μυθιστορημάτων όλων των εποχών που παραμένει γνωστός μέχρι και σήμερα. Τα έργα του έχουν μεγάλη απήχηση σε παγκόσμιο επίπεδο και έχουν συνήθων έναν περιπετειώδη, ταξιδιωτικό χαρακτήρα. Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες, 20.000 λεύγες υπό την θάλασσα και άλλα πολλά διάσημα βιβλία έχουν γραφτεί από τον συγκεκριμένο συγγραφέα. Ανάμεσα σε όλα αυτά έργα βρίσκεται το «Αιγαίο στις φλόγες» ή στα αγγλικά «The Archipelago on Fire» είναι το μοναδικό έργο του το οποίο μιλάει αποκλειστικά για την Ελλάδα και την επανάσταση του 21’. Είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον που ένας παγκοσμίου φήμης συγγραφέας έχει αφιερώσει ένα βιβλίο του στην Ελλάδα.

 

Το Αιγαίο στις φλόγες

Περίληψη: Η ιστορία αρχίζει με ένα καράβι το οποίο πλέει στον κόλπο της Κορώνης ανοιχτά ενός χωριού, της Οιτύλου. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τους κατοίκους της Οιτύλου ως  ανθρώπους χαμηλής κοινωνικής και πνευματικής στάθμης, ληστές, που το μόνο μέλημά τους είναι να αποπλανήσουν τα περαστικά πλοία με σκοπό να ληστέψουν το εμπόρευμά τους. Αυτό ακριβώς προσπαθούν να κάνουν και με αυτό το πλοίο. Προσπαθούν με κάθε τρόπο να προκαλέσουν το πλοίο να χτυπήσει σε βράχια αλλά μάταια. Ο καπετάνιος δείχνει μία επιδεξιότητα στα νερά αυτά και στην αποφυγή παγίδων. Αποφασίζουν πλέον να πάρουν δράση και εισβάλουν στο πλοίο. Το πλήρωμα της σακολέβας δεν φαίνεται να αντιδρά. Ανεβαίνουν στο πλοίο και αντικρίζουν τον καπετάνιο. Ήταν ο Νικόλας Στάρκος. Περιβόητος πειρατής του Αιγαίου με καταγωγή από εκείνα τα μέρη, που το μόνο πράγμα που τον ένοιαζε ήταν το χρήμα, με αποτέλεσμα να έχει προδώσει την πατρίδα του αρκετές φορές. Κατεβαίνει στο λιμάνι και ζητάει δέκα άντρες για το πλήρωμά του. Πάει να επισκεφτεί το πατρικό του σπίτι, να αναζητήσει αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια. Όταν φτάνει στο σπίτι όμως μία κακιά έκπληξη τον περιμένει. Η μητέρα του, Ανδρονίκη Στάρκου, γενναία πολεμίστρια που είχε αφιερώσει την ζωή της για την πατρίδα συναντά τον προδότη γιο της. Χωρίς δεύτερη κουβέντα τον διώχνει από το σπίτι λέγοντάς του πως δεν θα το ξαναδεί. Έτσι κι έγινε. Καθώς η σακολέβα «Κάρυστος» έπλεε προς τα ανοιχτά μία φωτιά φαινόταν από το βουνό. Η μητέρα του, είχε πυρπολήσει το σπίτι. Μετά από πολλές μέρες ταξίδι, αφού πέρασε από πολλά μέρη και ενσωμάτωσε στο Κάρυστος τον καπετάνιο και φίλο του Σκόπελο, έφτασε στην Κέρκυρα. Στην Κέρκυρα τώρα εδώ και πολύ καιρό διαδραματίζεται η ιστορία αγάπης της Ατζίν Ελιζούντο κόρης του τραπεζίτη Ελιζούντο και του Γάλλου αξιωματικού, φιλέλληνα και αγωνιστή της επανάστασης Ανρί Ντ’ Αλμπαρέ οι οποίοι επρόκειτο να παντρευτούν. Την πρώτη ημέρα που ο Νικόλας Στάρκος φτάνει στο νησί ακούγονται παντού κατάρες προς έναν πειρατή που μαστίζει το Αιγαίο τον Σακρατίφ. Όλο αυτό το χάος επικρατούσε, καθώς το νησί έστελνε μία κορβέτα την Σιφάντα με σκοπό να βρει και να καταστρέψει αυτόν το πειρατή. Την δεύτερη ημέρα ο Νικόλας Στάρκος επισκέπτεται τον τραπεζίτη Ελιζούντα με σκοπό να ζητήσει χρήματα, ώστε να παραλάβει σκλάβους και στην συνέχεια να τους πουλήσει. Η διαδικασία αυτή είχε επαναληφθεί πολλές φορές. Ο Ελιζούντο είχε τροφοδοτήσει τον Στάρκο με χρήματα πολλές φορές στο παρελθόν, καθώς αποσκοπούσε σε πολλά κέρδη με την συνεργασία τους. Η συζήτηση όμως κράτησε παραπάνω. Ο Ελιζούντο ανέφερε πως σκέφτεται να συνταξιοδοτηθεί και να δώσει την περιουσία στην κόρη του. Αυτό βέβαια εξόργισε τον Στάρκο ο οποίος ήθελε την περιουσία του Ελιζούντο η οποία όπως είπε, του άνηκε, καθώς αυτός έκανε όλη αυτήν την δουλειά. Με σκοπό, λοιπόν, την απόκτηση της περιουσίας ανάγκασε τον Ελιζούντο να παντρέψει την κόρη του με εκείνον υπό την απειλή πως αν δεν το κάνει θα αποκαλύψει σε όλο τον κόσμο τον πραγματικό τρόπο που ο Ελιζούντο έβγαλε όλη αυτήν την περιουσία. Ο Ελιζούντο συμφώνησε. Η κόρη του θλιμμένη όταν άκουσε τα νέα. Το ίδιο και ο φίλος της ο Σαρής και ο μέχρι τότε αρραβωνιαστικός της Ντ’ Αλμπαρέ. Φυσικά όλοι αυτοί δεν ήξεραν τον λόγο που ο Ελιζούντο θα πάντρευε την Ατζίν με τον Στάρκο. Ο θάνατος όμως του Ελιζούντο ήρθε να αλλάξει τα σχέδια. Η Ατζίν όμως έμαθε την αλήθεια για την περιουσία του πατέρα της. Ακύρωσε τον γάμο με τον Νικόλα Στάρκο, αλλά θεώρησε τον εαυτό της ανάξιο του Ντ’ Αλμπαρέ, λόγω της περιουσίας του πατέρα της. Έτσι αυτή και Σαρής εξαφανιστήκαν από το νησί. Το ίδιο έκανε και ο Νικόλας Στάρκος, και ο ΝΤ’ Αλμπαρέ ο οποίος γύρισε στην μάχη. Εκεί στην Χίο συνάντησε την Ανδρονίκη της οποίας είχε σώσει την ζωή σε μία μάχη στο Χαϊδάρι και η οποία δεν αποκαλύπτει το επίθετό της λόγω του γιού της. Ενώ η επανάσταση εξελισσόταν στην Ελλάδα ο Ντ’ Αλμπαρέ λαμβάνει ένα ανώνυμο γράμμα το οποίο του προσφέρει την θέση του κυβερνήτη της Σιφάντα του πλοίου που κυνηγάει τον Σακρατίφ. Ο Ντ’ Αλμπαρέ δέχεται. Στα ανοιχτά της Θάσου συναντά ένα πειρατικό μπρίκι και αρχίζει αμέσως την καταδίωξη. Στο λιμάνι της Θάσου όμως βλέπει την Σακολέβα Κάρυστος να βάζει πλώρη για τον νότο. Εκεί παίρνει την απόφαση να μην κυνηγήσει την σακολέβα και να συνεχίσει την καταδιώξη  παρόλο που αν στρεφόταν προς την σακολέβα ήλπιζε να μάθει νέα για την Ατζίν, μήπως δηλαδή ο Στάρκος την είχε απαγάγει. Μετά την επιτυχημένη καταδίωξη στράφηκε προς τις Κυκλάδες. Έφτασε στην Σύρο οπού ζήτησε πληροφορίες για το Κάρυστος. Εκεί έμαθε πως το πλοίο αυτό μόλις πριν δύο μέρες είχε αναχωρήσει για νότια. Εκεί έλαβε και άλλο ένα ανώνυμο γράμμα που του έλεγε να βρίσκεται στην Κάρπαθο στις αρχές του Σεπτεμβρίου. Πέρασε και από άλλες Κυκλάδες προσπαθώντας να αποσπάσει πληροφορίες για το Κάρυστος αλλά μάταια. Πέρασε και από την Κρήτη και τελικά βρέθηκε στην Κάρπαθο όπου του είχε ζητηθεί. Στις 3 Σεπτεμβρίου στην Κάρπαθο υπήρχε ένα σκλαβοπάζαρο. Πολλοί μεσάζοντες είχαν μαζευτεί εκεί. Ανάμεσα στους σκλάβους ήταν και Ατζίν Ελιζούντο και ο Σαρής. Στην δημοπρασία φτάνει και ο Νικόλας Στάρκος και ο Σκόπελος. Και ενώ φαίνεται να κερδίζουν ακούγεται η φωνή του Ντ’ Αλμπαρέ που είχε φτάσει πάνω στην ώρα. Μία διαμάχη για το ποιος θα ποντάρει περισσότερα ακολουθεί. Τελικά ο Ντ’ Αλμπαρέ κερδίζει και σώζει την Ατζίν και τον Σαρή. Παίρνει τους σκλάβους που ελευθέρωσε στη Σιφάντα και αποχωρεί από το νησί. Τότε μαθαίνει πως η Ατζίν ήταν πίσω από τα γράμματα. Η Ατζίν αφού έφυγε από την Κεφαλονιά αφιέρωσε όλη της την περιουσία σώζοντας σκλάβους. Αγόρασε ακόμα και την Σιφάντα, ώστε να γίνει κυβερνήτης ο Ντ’ Αλμπαρέ. Ο Νικόλας Στάρκος, πιστεύοντας πως η περιουσία της Ατζίν συνεχίζει να υπάρχει έχει ορκιστεί να πάρει εκδίκηση. Την επόμενη μέρα απέναντι από την Σιφάντα βρίσκεται ένας στόλος. Η μαύρη σημαία με ένα κόκκινο Σ ανεβαίνει σε ένα από τα πλοία. Είναι ο στόλος του Σακρατίφ. Μία μάχη ξεκινάει ανάμεσα στην Σιφάντα και στους πειρατές. Η μεγάλη μάχη, όμως δεν θα γίνει από απόσταση. Οι πειρατές καταφέρνουν να ανεβούν στην κορβέτα. Μια σφαγή ακολουθεί. Οι πειρατές του Σακρατίφ υπερέχουν αριθμητικά κι έτσι καταφέρνουν να κερδίσουν. Μετά από λίγο και αφού μόνο μία μικρή ομάδα έχει παραμείνει ζωντανή ο Σακρατίφ ανεβαίνει στο πλοίο. Είναι ο Νικόλας Στάρκος. Ο πειρατής που μαστίζει το Αιγαίο είναι ο Νικόλας Στάρκος. Δίνει εντολή να ανατινάξουν την Σιφάντα και βουτάει την Ατζίν να την πάρει. Εκεί μαθαίνει πως η περιουσία δεν υπάρχει. Εξοργισμένος φωνάζει να ανατινάξουν το πλοίο. Τότε ξαφνικά, η μητέρα του η Ανδρονίκη βγαίνει από την γέφυρα. Μαζί της οι υπόλοιποι σκλάβοι ξεχύνονται και αρχίζουν να πολεμάνε. Ο Σαρής σκοτώνει τον Σακρατίφ. Η μητέρα του με δάκρυα στα μάτια γονατίζει δίπλα στο παιδί της και πεθαίνει και η ίδια. Το υπόλοιπο πλήρωμα αναλαμβάνει τους πειρατές που προσπαθούν να ξεφύγουν. Έχουν νικήσει. Μετά από πολλά χρόνια η Ατζίν και ο Ντ’ Αλμπαρέ εγκαθίστανται μόνιμα στην Ελλάδα χωρίς μεγάλη περιουσία, αλλά έχοντας ο ένας τον άλλον.

 

Γενικό συμπέρασμα: Πιστεύω πως το βιβλίο είναι αποτελεί ένα εντελώς ενδιαφέρον σύγγραμμα. Μέσω του βιβλίου εκτός από την ιστορία που διαδραματίζεται μπορεί κανείς να μάθει πλήθος γεγονότων για την επανάσταση του 21’ καθώς τα περισσότερα αναφερθέντα είναι πραγματικά γεγονότα. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί έναν πολύ όμορφο τρόπο έκφρασης που κάνει όλη την ιστορία πολύ παραστατική και τα συναισθήματα που δημιουργούνται, παρόλο που είναι τελείως αντίθετα, καταλήγουν σε μία αρμονία.