σου2

Μυθιστόρημα – οι Σουλιώτισσες

Από την Έλλη Ματσαγκούρα -Γ1

                              Οι   Σουλιώτισσες

 

Αυτό ήταν όλα τελειώνουν, βρίσκομαι στο χείλος του γκρεμού. Στο Τέλος μου .Όλες οι στιγμές της ζωής μου… αδιάφορες, όμορφες , χαρούμενες με γέλια και χαρές  και άλλες σκοτεινές με θλίψη και φόβο για το αύριο κρυμμένες καλά στο πιο απόμερο σημείο του μυαλού μου, αρχίζουν να παίρνουν αξία, εμφανίζονται μπροστά στα μάτια μου. Από τα  μάτια,  που τώρα, γυάλινα δάκρυα αρχίζουν να κυλούν στα ροδοκόκκινα από την έξαψη μάγουλά μου. Μουσκεύουν τα ρούχα μου , δεν μπορώ να τα εμποδίσω .Όσο και αν φαίνεται ότι έχω λυγίσει είναι η μοναδική φορά που αισθάνομαι μέσα μου τόσο έντονα συναισθήματα. Συναισθήματα θάρρους και γενναιότητας. Αρχίζω να  θυμάμαι …τότε όλα ήταν θαμπά ,θολά δεν μπορούσα να καταλάβω. Να σκεφτώ δεν είχα χρόνο. Όμως  τώρα η εικόνα της φρίκης και της απελπισίας είναι πεντακάθαρη .

 Βαδίζαμε πάνω στο βουνό όπου το μόνο που μπορούσες συναντήσεις στον διάβα σου ήταν αγριόχορτα ,πετραδάκια και λίγα πρόβατα. Η γης ξερή και άγονη . Από το τρέξιμο φαίνεται ,τα υφασμάτινα παπούτσια μου γεμάτα με κεντητές χρυσές λεπτομέρειες ,προίκα της μάνας μου που μου ’χε χαρίσει, είχαν ξεγλιστρήσει και τώρα το ξερό γρασίδι αγκάλιαζε το γυμνό πέλμα μου. Αρχή της άνοιξης, όμως δεν ακούγονταν τιτιβίσματα πουλιών ή μπορεί και εγώ να μην το ξεχώριζα μέσα στην φούρια και την κούραση μου, με ένα μωρό στην αγκαλιά να κλαίει διαρκώς από την  πείνα και την ταλαιπωρία .Σιγά σιγά μετά από αρκετές ώρες περπάτημα άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά μου ένα μαγευτικό τοπίο ,εκεί κατάφερα να διακρίνω αρκετά δέντρα ντυμένα με καταπράσινα φύλλα. Ο αέρας σε αναζωογονούσε εσωτερικά. Με έκανε να νιώθω ελεύθερη. Αντί να προχωρήσουμε όμως ευθεία , προς το όμορφο αυτό τοπίο στρίψαμε σε ένα μικρό στενό μονοπατάκι . Η ανάλαφρη ατμόσφαιρα του νέου τοπίου άρχισε να χάνεται σιγά σιγά και στη θέση του ήρθε ένας παγερός άνεμος που ήταν σα να τρύπησε τα σωθικά μου και με έκανε να ανατριχιάσω ως το κόκαλο .Προσπάθησα να τυλίξω πιο σφιχτά το σάλι στη σάρκα μου, πάνω  στο κοκαλιάρικο κορμί μου. Έπρεπε να τα καταφέρω .Συνεχίσαμε να προχωράμε , η ατμόσφαιρα εξακολουθούσε να είναι κρύα και υγρή. Το τοπίο όσο προχωρούσαμε γινόταν ολοένα και πιο άγριο. Οι ώρες περνούσαν , η κούραση μεγάλωνε και τα μάτια μας έβλεπαν μοναχά τον μαύρο ατάραχο ουρανό. Το  κρύο τσουχτερό. Όλοι εξαντλημένοι και εξασθενημένοι γεμάτοι αναπάντητα  ερωτήματα να βασανίζουν τη σκέψη μας. Που θα καταλήξουμε; Πόσο ακόμη θα αντέξουμε ; Κάποια στιγμή νύχτωσε και δεν βλέπαμε άλλο να συνεχίσουμε ,σταματήσαμε να ξαποστάσουμε .

Ένας γδούπος ακούστηκε μέσα στη σιγαλιά και γύρισα να δω. Μια γυναίκα αναίσθητη πεσμένη στο κρύο χώμα. Τα μακριά μαλλιά της σκονισμένα και ανακατεμένα από  τον αέρα. Τα θαμπά της μάτια φωτίζονταν από την αντανάκλαση του φεγγαριού. Στο πρόσωπο της αποτυπωμένη μια έκφραση απελπισίας. Ομολογώ πως σκέφτηκα εμένα στη θέση της και μια ανατριχίλα διαπέρασε όλο μου το κορμί. Έσκυψα και την αγκάλιασα ,ένιωσα πως ήταν υποχρέωση όλων μας μετά από όλη αυτή την προσπάθεια που κατέβαλε . Όμως όλοι οι υπόλοιποι στέκονταν αμήχανα  και μας κοιτούσαν. Απαλά της έκλεισα τα μάτια και άρχισα να τη σέρνω .Είχα ήδη ένα βάρος στην αγκαλιά μου, δεν είχα κουράγιο γι’ άλλο ένα πάραυτα συνέχισα.  Μια γυναίκα γνώριμη προχώρησε γοργά προς το μέρος μας και ήρθε να προσφέρει  βοήθεια. Ξαφνικά όλοι σαν να ξύπνησαν από λήθαργο άρχισαν να σκάβουν ένα λάκκο. Μετά ρίξαμε ένα παχύ στρώμα από φύλλα και επάνω τους εναποθέσαμε το άψυχο  σώμα. Ύστερα ένας – ένας  περνούσαμε και ρίχναμε από λίγο χώμα  για να τη σκεπάσουμε.

Το ξημέρωμα είχε φτάσει και έπρεπε να συνεχίσουμε την πορεία μας. Ένας ψηλός γεροδεμένος και στητός άντρας μας ένευσε να σηκωθούμε.  Ο ήλιος άρχισε να γέρνει στον ουρανό που βάφτηκε μωβ, ανάμεσα στα ψηλά χορταριασμένα βουνά  .Σηκώθηκα και τίναξα τα χέρια μου, ήταν γεμάτα χώματα και αγκάθια. Για καλή μας τύχη οι θάμνοι τριγύρω μας ήταν γεμάτοι καρπούς, κόκκινα βατόμουρα στόλιζαν τα κλαδιά τους. Έστω και αν ήταν μικροσκοπικά θα βάζαμε κάτι στο στόμα μας μετά από δύο ολόκληρες μέρες πείνας. Φεύγοντας κρατούσαμε όλοι στις χούφτες μας μερικά. Όσοι είχαν μωρά όπως εγώ έπαιρναν μερικά παραπάνω. Χορτάτοι τώρα , όσο ήταν δυνατόν δηλαδή ,μπορούσαμε να διαβούμε το βουνό πιο ευχάριστα και άνετα.

 Μετά από λίγες ώρες οι οποίες πέρασαν αρκετά γρήγορα μπορούσαμε να διακρίνουμε καθαρά μέσα στο ξέφωτο μία ξύλινη καλύβα. Ο δρόμος που διασχίζαμε ήταν γεμάτος χλόη και γιγάντιες πέτρες που με κόπο περνούσες  ανάμεσά τους .Εάν σήκωνες το κεφάλι σου θα ξεχώριζες ένα απέραντο μουντό γαλάζιο ουρανό στολισμένο με αφράτα λευκά σύννεφα. Σταθήκαμε απ ΄ έξω . Ένας γέρος με ρυτιδιασμένο πρόσωπο και μαύρο μουστάκι άρχισε να μας οδηγεί μέσα στον ασφυκτικά στενό χώρο . Φαίνεται πως εκεί καθόντουσαν ζώα αφού κάτω ήταν στρωμένο λεπτό άχυρο. Ήταν αρκετά μαλακό .Είχαμε επιτέλους την ευκαιρία να ξαποστάσουμε έστω και σε αυτόν τον μικρό αυτοσχέδιο στάβλο. Το βράδυ κύλισε ήσυχα .

Ξάφνου το ξημέρωμα και ενώ ήμασταν ακόμη  ξαπλωμένοι ένας περίεργος ήχος  ακούστηκε έξω από την καλύβα  .Μια αναμπουμπούλα δημιουργήθηκε. Μπούκαραν μέσα δύο παλικάρια ανήσυχα  , δεν φαινόντουσαν καθόλου καθησυχαστικοί .Μας βρήκαν μαζεμένους και κουλουριασμένους , φοβισμένους  για το χειρότερο. Είχα πιάσει τόσο σφιχτά το μωρό στην αγκαλιά μου έτοιμο να το σκάσω . Το καημένο άρχισε να κλαίει δειλά- δειλά γιατί ήξερε ότι θα έχωνα το χέρι μου και πάλι μέσα στο στόμα του για να πνίξω τη φωνή του.

Τότε ο πιο νέος μας είπε «Δεν έχουμε πολύ χρόνο πρέπει να γλιτώσουμε τα χειρότερα , πριν λίγο νομίζαμε ότι ήμασταν ασφαλής. Έστω και για λίγο σκεφτήκαμε ότι όλα αυτά μπορεί να ήταν ένα άσχημο όνειρο. Λυπάμαι όμως , πρέπει όλοι να φύγουμε από δω , έρχονται οι Τουρκαλάδες με τα στρατεύματά τους , δεν θα είναι εύκολη  η μάχη που θα δώσουμε! Οι εχθροί είναι σκληροί και δεν θα λυγίσουν .Τρέχτε λοιπόν ,τι περιμένετε; Τα γυναικόπαιδα να εξαφανιστούν, να προπορευτούν στο μονοπάτι .Όσο για τους άντρες και τους παλικαράδες , αυτοί να μείνουν να πολεμήσουν ,να  πολεμήσουν για μια Ελλάδα λεύτερη. Εμπρός! »

 Ήμουν τρομοκρατημένη , όμως δεν δίσταζα , ήξερα τι έπρεπε να κάνω ,σε λίγο έφταναν ,κάθε λεπτό που περνούσε μας πλησίαζαν όλο και πιο πολύ ,έπρεπε να φύγουμε .Μιας και όλη μας η πραμάτεια είχε μείνει πίσω στο σκλαβωμένο μας χωριό , δεν είχα να κουβαλήσω κάτι παρά μόνο το αγγελούδι μου, το οποίο με κοιτούσε με περιέργεια . Το μυαλό μου έτρεχε διαρκώς στο μέλλον του παιδιού μου.

Με όλες αυτές τις σκέψεις είχα φτάσει με ένα τσούρμο γυναικών , με τα παιδιά μας οι περισσότερες κοντά στα μισά του  δρόμου , εμπρός φαινόταν ξερό έδαφος με βάτα και αγριάδες . Το βήμα έγινε ακόμη πιο ταχύ, στην σκέψη πως οι Τούρκοι βάδιζαν θριαμβευτικά προς την νίκη. Φτάσαμε ! Τελικά μπροστά μας βρισκόταν ένας απότομος και θεόρατος γκρεμός. Όλες οι γυναίκες κοιταχτήκαμε .Τι θα κάναμε , δεν υπήρχε διέξοδος , αργά ή γρήγορα ήταν φανερό ότι θα μας περικύκλωναν οι τύραννοι. Τότε ήταν η πρώτη φορά που μετά από πολλές μέρες ήχησε βροντερή  η φωνή μου. Ήταν σαν να είχα ξεχάσει να μιλώ . Άγχος και ταραχή  διαπέρασαν το κορμί μου . Τα άκρα μου άρχισαν να τρέμουν . «Γυναίκες ,όλες καταλαβαίνουμε πως δεν υπάρχει επιλογή» , ήδη ακούγονται ποδοβολητά .Ξαφνικά ο λαιμός μου δέθηκε κόμπος , ήταν αδύνατον να μιλήσω. Πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα . «Όσο και να προσπαθείτε μέσα σας να καταπνίξετε τις αρνητικές σκέψεις δεν υπάρχει διέξοδος. Το συμπέρασμα είναι ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ  ή σκλαβιά; Φυσικά το τίμημα για την ελευθερία είναι μεγάλο αλλά πια γυναίκα θα δεχτεί να γίνει σκλάβα αυτών των απολίτιστων τυράννων; Ποια θέλει να μεγαλώσουν τα παιδιά της Τούρκοι  σε δικά τους στρατόπεδα για να πολεμούν αργότερα το ελληνικό έθνος ; Μία είναι η λύση λοιπόν, ο θάνατος! Έτσι ας πιαστούμε όλες μαζί χέρι-χέρι και ας κάνουμε μαζί αυτό το μοιραίο βήμα , ένα βήμα σωτήριο για εμάς και τα παιδιά μας. Είναι σκληρό αλλά …η πιο σωστή επιλογή .Βιαστείτε δεν έχουμε χρόνο».

 Έτσι άρχισα να περπατάω αργά και αποφασιστικά . Αυτό ήταν έφτασα στο χείλος του γκρεμού . Έκλεισα τα μάτια μου και αγκάλιασα το παιδί μου. Ήταν η τελευταία ματιά αυτής της γλυκιάς ζωής. Ένιωσα ένα απαλό σκούντημα στον ώμο ,απελευθέρωσα το ένα χέρι μου και το άπλωσα ,εκείνη μου το άρπαξε και το έσφιξε . Σε λίγο σχεδόν όλες είχαμε σχηματίσει μια αλυσίδα . Ούρλιαξα! Γιατί Θεέ μου να περνάμε όλες αυτές τις δοκιμασίες ;γιατί να μην έχουμε ένα γλυκό τέλος ; Μερικές έκλαιγαν . Πήρα την απόφαση ,φίλησα το παιδί μου. Η τελευταία ανάσα . Ένα βήμα μπροστά και όλα τελείωσαν .Τουλάχιστον είμαστε ελεύθερα πνεύματα και κάποτε πολλοί θα μας θαυμάζουν για τούτη μας την πράξη! Αντίο γλυκιά ζωή!