“ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ”

Τα φετινά μας πρωτάκια έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τη συγγραφή κα κάποια δειλά δειλά αποφάσισαν να δημοσιεύσουν τα πρωτόλειά τους.Μετά τη Μαυροματίδου  Αθανασία, η Ποντίκη  Ελπίδα γράφει για “Το νόημα της ζωής”.

 

images

Πολλά χρόνια πριν ζούσε κάποιος άνθρωπος που δεν πίστευε σε τίποτα, παρά μόνο στο ότι η ζωή είναι θλιβερή, μονότονη και ανούσια. Μεγάλωνε χωρίς οικογένεια, επειδή οι γονείς του είχαν πεθάνει όταν αυτός ήταν ακόμη παιδί. Στην όψη του έφερνε πλούσιος μα δεν ήταν καθόλου, ζούσε μέσα στη φτώχια. Μέχρι τα δεκατρία του έμενε σε ένα ορφανοτροφείο μετά όμως αυτό έκλεισε. Δεν είχε συγγενείς και αναγκάστηκε να μείνει στο δρόμο, παλεύοντας με το κρύο, την πείνα και τη μοναξιά. Έτρωγε τα αποφάγια που έβρισκε στα σκουπίδια και πάγωνε απ’ το κρύο. Τόσα χρόνια ήταν μόνος!

Πέρασε ο καιρός και έγινε δεκαοχτώ. Αποφάσισε λοιπόν να βρει δουλειά μα κανείς δεν τον δεχόταν. Μετά από μια κουραστική μέρα ψάχνοντας είχε πια απογοητευτεί. Ξάπλωσε σε ένα παγκάκι και προσπάθησε να κοιμηθεί. Είχε χάσει όλες του τις ελπίδες. Κάποια στιγμή τα μάτια του έκλεισαν και τον πήρε ο ύπνος. Τo επόμενο πρωί τον είδε μια κυρία ξαπλωμένο μέσα στο κρύο και λυπήθηκε βλέποντάς τον. Δεν μπορούσε όμως να κάνει κάτι για να τον βοηθήσει. Πέρασε ακόμη μια μέρα ξαπλωμένος στο κρύο. Ο καιρός περνούσε και τίποτα δεν είχε αλλάξει, ώσπου μια μέρα εκείνη η κυρία ήρθε ξανά. Τον είδε να κάθεται στο παγκάκι και πήγε να του μιλήσει. Του είπε ότι θέλει να τον βοηθήσει. Αυτός δεν πίστευε στα λόγια της, είχε μείνει έκπληκτος. Η γυναίκα αυτή δεν είχε πολλά χρήματα, ήθελε όμως να του δώσει λίγη αγάπη και ζεστασιά. Του πρόσφερε στέγη, φαγητό και ρούχα. Αυτός στην αρχή δίστασε, φοβήθηκε και νόμιζε ότι ήθελε να τον εκμεταλλευτεί. Στη συνέχεια όμως την πίστεψε και την ακολούθησε στον δρόμο για το σπίτι της.

Σε ολόκληρη την διαδρομή  αυτή του έλεγε ότι δεν χρειάζεται  να κάνει κάτι,γιατί έκανε αυτό που έπρεπε. Έκανε αυτό που της έλεγε η καρδιά της. Μόλις φτάσανε άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν μέσα. Ο άνθρωπος δεν είχε ξανανιώσει τόση ζέστη ποτέ στη ζωή του. Ήταν πολύ χαρούμενος. Η κυρία ήταν τόσο καλόκαρδη που του ετοίμασε ένα ζεστό μπάνιο για να πλυθεί και αργότερα μια πίτα για να φάνε. Τελίωσαν το δείπνο και του έστρωσε το κρεβάτι για να κοιμηθεί. Επιτέλους για πρώτη φορά τον πήρε ο ύπνος χωρίς να σκεφτεί, γιατί ήταν ευτυχισμένος. Την επόμενη μέρα ξύπνησε γεμάτος ενέργεια. Η κυρία όμως δεν ήταν εκεί. Τότε είδε ένα σημείωμα στη κουζίνα που έγραφε «Καλημέρα, είμαι στη δουλειά. Θα γυρίσω στις 11.30. Έχει πρωινό στο τραπέζι». Γύρισε να το βρεί και το είδε, έπρεπε όμως να πάρει ένα πιρούνι. Άνοιξε κατά λάθος το συρτάρι με τους λογαριασμούς. Συνειδητοποίησε πως η γυναίκα αυτή δεν είχε χρήματα. Παρά την προηγούμενη απογοήτευσή του αποφάσισε να ψάξει και πάλι να βρεί δουλειά. Ήθελε να τη βοηθησει, όπως είχε κάνει αυτή μαζί του. Πήρε μια εφημερίδα και διάβασε τις αγγελίες. Πήγε σε διάφορες περιοχές. Τελικά τον δέχτηκαν! Γύρισε στο σπίτι να περιμένει την κυρία. Όταν αυτή γύρισε, της τα διηγήθηκε όλα με ένα χρώμα και ενθουσιασμό στη φωνή του.

Το επόμενο πρωί ξύπνησε, έφαγε, πλύθηκε, ντύθηκε, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε για   την δουλειά. Έφτασε εκεί αγχωμένος, όμως όλοι του συμπερηφέρθηκαν με οικειότητα κι όλα ήταν μια χαρά. Η μέρα κυλούσε ομαλά με ηρεμία. Ήρθε το βράδυ, πληρώθηκε και γύρισε στο σπίτι. Εκεί είδε την κυρία και της έδωσε τα χρήματα. Αυτή τον ευχαρίστησε και δάκρισε από την πράξη του. Έτσι περνούσε κάθε μέρα. Ο άνθρωπος όλο και περισσότερο ένιωθε την αγάπη στην ψυχή του. Πέρασε πολύς καιρός, ίσος και χρόνος.

Ένα πρωινό ο άνθρωπος πήγε να ξυπνήσει την κυρία, αυτή όμως ήταν ακίνητη. Τότε κατάλαβε ότι η γυναίκα είχε πεθάνει. Κάλεσε έναν γιατρό ο οποίος επιβεβαίωσε το θάνατό της. ταράχτηκε μόλις το άκουσε, λυπήθηκε πολύ και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Δεν πήγε ούτε στη κηδεία της. Επί τρεις μέρες ήταν κλεισμένος  και δεν ήθελε να δει ούτε να ακούσει κανέναν. Την τέταρτη μέρα βγήκε έξω. Έφαγε, πλύθηκε και πήγε στον τάφο της. Την αποχαιρέτησε, της έδωσε ένα τριαντάφυλλο και έφυγε κλαίγοντας  λέγοντάς της ευχαριστώ. Δεν ξαναπήγε στον τάφο της. Από εκείνη την μέρα όλα άλλαξαν. Συνέχισε τη ζωή του δουλεύοντας ασταμάτητα. Βοηθούσε όσους ανθρώπους είχαν ανάγκη, ιδιαίτερα άστεγους και ορφανά, χωρίς να ξεχνά από πού και ο ίδιος ξεκίνησε. Δεν κρατούσε σχεδόν τίποτα για τον εαυτό του, παρά μονάχα ότι ήταν απαραίτητο. Ζούσε λιτά και ταπεινά χωρίς προβολές και δόξα.

Έφτασε στα βαθιά γεράματα και πέθανε ευτυχισμένος γνωρίζοντας ότι ο πραγματικός πλούτος και η ευτυχία δεν αγοράζονται αλλά κερδίζονται στη ζωή μας, από τις πράξεις μας!

Ποντίκη Ελπίδα

 

ΤΕΛΟΣ!

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων