ΟΙ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΙ ΧΑΝΟΥΝ ΤΗ ΜΑΧΗ

                   «Λες: πολύν καιρό ελπίζεις                   δεν μπορείς άλλο να ελπίζεις                   ελπίζεις τι;

       Πώς ο αγώνας θα ?ναι εύκολος;                   Δεν είναι έτσι.

Η θέση μας είναι χειρότερη  απ? ό,τι νομίζεις. Είναι τέτοια που αν δε καταφέρουμε το αδύνατο δεν έχουμε ελπίδα. Κι αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δε μπορεί να μας ζητήσει θα χαθούμε. Οι εχθροί μας περιμένουν να κουραστούμε   όταν ο αγώνας είναι στην πιο σκληρή καμπή του  οι αγωνιστές έχουν την πιο μεγάλη κούραση.           Οι κουρασμένοι χάνουν τη μάχη»                                                                             Μπ. Μπρεχτ              Κάποιος δάσκαλος που θα διάβαζε για πρώτη φορά τους παραπάνω στίχους του Μπρεχτ θα τους έβρισκε απόλυτα επίκαιρους[1]. Θα ταύτιζε το πνεύμα των στίχων με τη σημερινή κατάσταση της Ελληνικής Παιδείας – Εκπαίδευσης και όχι μόνο[2].            Ποιος είναι λοιπόν ο ρόλος του Δασκάλου μέσα στο σημερινό σχολείο και γενικότερα στην σημερινή Κοινωνία;            Ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του Δασκάλου σήμερα;            Δύο ερωτήματα… δύο κοινωνικές θεωρίες.            Και ο πιο αδαής με τα εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας μας – και φυσικά και ο πιο σχετικός – θα μπορούσε με βεβαιότητα να ισχυριστεί ότι οι απαντήσεις στα δύο αυτά ερωτήματα είναι – δυστυχώς για μαθητές, δασκάλους, κοινωνία – διαφορετικές. Γεγονός που δε θα έπρεπε σε μια ιδανική κοινωνία που όλοι οραματιζόμαστε!!!            Αλήθεια όμως ποιες είναι οι προσπάθειες μας – των «σύγχρονων» δασκάλων – να πραγματοποιήσουμε τα όσα οραματιζόμαστε, όσοι και όσο ακόμα οραματιζόμαστε;            Ο Β. Ι. Λένιν είχε πει:                          «Στο σχολείο προετοιμάζεται αυτό                      που πραγματοποιείται στην κοινωνία»             Έχουμε συνειδητοποιήσει σε τι αντιπαιδαγωγικούς ατραπούς είμαστε εγκλωβισμένοι; Σε ποια αδιέξοδα οδηγούμε τους σημερινούς μαθητές μας; Ποιους βολεύει η σημερινή κατάσταση της παιδείας – εκπαίδευσης μας;[3] Ποια κοινωνικά προβλήματα διαιωνίζουμε;            Έχουμε τέλος αναλογιστεί πώς είναι δυνατόν από τη μια να θέλουμε να ανατρέψουμε την κατάσταση, που σοφά είχε διαπιστώσει και εκφράσει με την παραπάνω φράση του ο Β. Ι. Λένιν και από την άλλη να γινόμαστε κι εμείς οι ίδιοι οι δάσκαλοι εκφραστές και διαιωνιστές αυτής της τραγικής πραγματικότητας αφότου άρχισε να θεμελιώνεται νομικά το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα (το 1834)[4].Πολλά, δύσκολα και καυτά ερωτήματα. Και σίγουρα όλα μας πληγώνουν!!!            Ας προσπαθήσουμε όμως μέσα από κάποια επιστημονικά μονοπάτια[5] να δώσουμε – όσο μπορούμε – μερικές απαντήσεις.            «Η εκπαίδευση είναι θεσμός κοινωνικός που ενσαρκώνει τις επιδιώξεις της ιθύνουσας τάξης» όπως μπορεί να πληροφορηθεί κανένας, αν διαβάσει οποιοδήποτε αξιόλογο βιβλίο Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης[6].            «Ο μηχανισμός της Παιδείας είναι ένας από τους μηχανισμούς του κράτους. Έργο του είναι να συντηρεί, να αναπαράγει, να αναπτύσσει και να διαδίδει την κυρίαρχη ιδεολογία[7].            Όλοι βέβαια γνωρίζουμε τους άρρηκτους δεσμούς μεταξύ ιθύνουσας τάξης και κράτους[8] και πως διαμορφώνουν την «κυρίαρχη ιδεολογία».            Να λοιπόν που καταλήγουμε με συνοπτικές διαδικασίες στο πρώτο και κυρίαρχο συμπέρασμα: «Τα παραπάνω αναφερθέντα ερωτήματα συνιστούν πολιτικό πρόβλημα» (όχι κατ? ανάγκη κομματικό).            Και γιατί αυτό; Μα σε όποιο επιστημονικό εγχειρίδιο ή σύγγραμμα κι αν ανατρέξουμε θα διαβάσουμε περίπου τα εξής: «Στόχος της διδακτικής πρέπει να είναι η δημιουργία ατόμων με ισχυρό «Εγώ» στις αποφάσεις τους και κριτική ικανότητα στις ενέργειές τους»[9].            Επίσης στον ισχύοντα νόμο για την εκπαίδευση (1566/85) και συγκεκριμένα στο πρώτο άρθρο αναφέρεται:«Σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά».            Ας προσπαθήσουμε να εστιάσουμε το νου μας και την προσοχή μας σε τρεις έννοιες – λέξεις κλειδιά: «Εγώ», «Κριτική Ικανότητα», Δημιουργικότητα»            Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, με λίγες επιστημολογικές γνώσεις και με την έως τώρα κοινωνική μας εμπειρία, καταλήγουμε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι υπάρχει, όντως, πολιτικό πρόβλημα κι αυτό συνίσταται στο ότι η άρχουσα πολιτικοοικονομική «τάξη» δεν είναι διατεθειμένη να αποποιηθεί κερδοσκοπικά συμφέροντα και όχι μόνο.            Η κυρίαρχη, ιδεαλιστική ιδεολογία, φαντάζεται την παιδεία αταξική, εθνική, πάνω από υλικά συμφέροντα και έξω από τις ταξικές συγκρούσεις. Η παιδεία ασκεί, σύμφωνα μ? αυτή την άποψη, απλά διαφωτιστική λειτουργία. Συμβάλλει στο «Φωτισμό του Γένους», για να θυμηθούμε τη δική μας περίπτωση σε παλαιότερες εποχές[10].            Μπορεί όμως το σχολείο και ο δάσκαλος να είναι έξω από την Πολιτική;            «Όχι», πρέπει να διαλαλήσουμε προς όλες τις κατευθύνσεις.            Πριν από εκατό περίπου χρόνια ο Β. Ι. Λένιν είχε σκεφτεί:                         «Όσο πιο πολιτισμένο ήταν ένα αστικό κράτος                      τόσο πιο ραφιναρισμένα ψευδόταν ότι το σχολείο                      μπορεί να βρίσκεται έξω από την πολιτική και να                      υπηρετεί την κοινωνία στο σύνολό της»[11].             Όχι λοιπόν παθητικοποιημένο δάσκαλο!!!            Ως Έλληνες δάσκαλοι πρέπει επιτέλους, να συνειδητοποιήσουμε τόσο τον «Κοινωνικό» μας, όσο και τον «Πολιτικό» μας ρόλο – όχι απαραίτητα «κομματικό» χωρίς βέβαια αποκλεισμούς, εφόσον τα κόμματα σε μία ευνομούμενη δημοκρατική πολιτεία, ασπαστούν κατ? ουσίαν κι όχι τυπικά μόνο, τους παραπάνω ρόλους του επιστήμονα Δασκάλου – Παιδαγωγού κι όχι μόνο του Δημοσίου Υπαλλήλου Δασκάλου[12].            Ας πράξουμε για ακόμη μία φορά το ηθικό μας χρέος κάτω από αντίξοες για μας συνθήκες, ενάντια σε αλλοτριωτικές και πολλές φορές κατευθυνόμενες κι όχι τυχαίες, προσπάθειες.            Είναι φανερό πως δεν πρέπει ο υπεύθυνος δάσκαλος να εγκαταλείψει την πάλη στο χώρο του. Η παιδεία σ? όλες της τις μορφές αποτελεί χώρο πάλης[13].            Ίσως είναι δύσκολος αγώνας, αυτή είναι όμως και η μεγάλη πρόκληση. Δεν μπορούμε δια μαγείας να επιλύσουμε χρονίζοντα προβλήματα της Ελληνικής Παιδείας – Εκπαίδευσης, αλλά εκείνο που θα έδινε όραμα και σωστό προσανατολισμό θα ήταν η υποβολή μεταρρυθμιστικών προτάσεων που η εφαρμογή τους θα επέφερε ουσιαστικές καινοτομίες.            Καινοτομίες – μεταρρυθμίσεις με την έννοια ότι αυτές σημαίνουν κύρια αλλαγές στο σχολείο, με στόχο τόσο τη στήριξη κοινωνικής αλλαγής, όσο και τη διόρθωση κοινωνικών αδικιών. Έτσι το εκπαιδευτικό σύστημα αναλαμβάνει ένα ενεργητικό ρόλο στην κοινωνική διαδικασία[14] με πρωταγωνιστή τον παιδαγωγό – Δάσκαλο.            Ας πάψουμε οι Δάσκαλοι να είμαστε τυφλά εκτελεστικά όργανα:                        «…δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,                      (να) προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!»[15]                                                                                                                                                    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 


[1]  Δίχως αυτό να σημαίνει ότι και στο παρελθόν δεν ίσχυαν και αλίμονο γιατί θα φωτογραφίζουν και τα μελλοντικά χρόνια.

[2] Το «όχι μόνο» αφορά τόσο το «Ελληνική» όσο και το «Παιδεία». Με άλλα λόγια το πρόβλημα που θίγεται στους στίχους του Μπρεχτ δεν είναι μόνο Ελληνικό (ας παρηγοριόμαστε λοιπόν…), ούτε επίσης αφορά μονοδιάστατα την «παιδεία» ή καλύτερα την «εκπαίδευση» αλλά και άλλους θεσμούς της κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικής  ζωής του τόπου μας.

[3] Ας μας επιτραπεί να οραματιζόμαστε ότι στόχος μας είναι να προσφέρουμε «παιδεία» κι όχι μόνο «εκπαίδευση» κι ας δεν καταφέρνουμε τις περισσότερες φορές ούτε καν το δεύτερο.

[4] Α. Δημαρά: «Η Μεταρρύθμιση που δεν έγινε», τ. Α΄, σελ. 45 κ.ε..

[5] Κοινωνιολογικά, ψυχολογικά, παιδαγωγικά και διδακτικολογικά.

[6] Άννας Φραγκουδάκη: «Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης», Αθήνα 1985, εκδ. Παπαζήσης.

[7] Ευτ. Μπιτσάκη: «Ορθολογισμός και ανορθολογισμός στην Ελληνική Εκπαίδευση», περιοδικό «Τα Εκπαιδευτικά», τ. 7ο, 1987.

[8] Με την έννοια της κρατικής εξουσίας, ετυμολογικά άλλωστε εκ του κρατώ = εξουσιάζω, επικρατώ, ισχύω κ. ά., ? Σύγχρονον λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης?, Ο.Ε.Ε., «ΑΤΛΑΣ», Αθήναι 1961.

[9] Αθ. Φ. Τσιπλητάρης: «Ψυχοκοινωνιολογία της Σχολικής Τάξης», Αθήνα 1992, σελ. 86.

[10] Ευτ. Μπιτσάκη: «Η ιδεολογική λειτουργία της Παιδείας», περ. «Τα Εκπαιδευτικά», τ. 1ο, 1985.

[11] Αναφορά του Μάκη Σταύρου στο άρθρο του: «Ο μύθος της κομματικοποίησης και η προσπάθεια παθητικοποίησης εκπαιδευτικών, μαθητών και γονιών», περ. «Τα Εκπαιδευτικά», τ. 6ο, σελ. 44, 1986-87.

[12] Α. Καζαμίας – Α. Ε. Παπάς: «Ο ρόλος του εκπαιδευτικού στο εκσυγχρονισμένο σχολείο», Αθήνα 1980, σελ. 74. Η εργασία αποτέλεσε εισήγηση στο ΥΠ.Ε.Π.Θ. για τα Νέα Προγράμματα των Παιδαγωγικών Ακαδημιών. 

[13] Ι. Βαγενά: «Ο δάσκαλος στο σημερινό σχολείο», άρθρο δημοσιευμένο στο «Επιστημονικό Βήμα του Δασκάλου», τ. 2ο, έτος 29ο, 1983-84, σελ. 62, εκδ. Δ.Ο.Ε..

[14] Σ. Μπουζάκη: «Ο ρόλος του δασκάλου και της εκπαιδευτικής οργάνωσης στην εισαγωγή καινοτομιών στην Εκπαίδευση», άρθρο στο περ. ¨Επιστημονικό Βήμα του Δασκάλου», τ. 8ο-9ο-10ο, έτος 31ο, 1985-86, εκδ. Δ.Ο.Ε..

[15] Κ. Βάρναλη: ποίημα: «Οι Μοιραίοι».

Κατηγορίες: Γενικά | Γράψτε σχόλιο