Ταξίδι στη σχολική τάξη

Γογονάκη Μαρία

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ (εργασία Β’ λυκείου, σχολικό έτος 2012-13)

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ (Γενικό Λύκειο Παλαιόχωρας)

Σχολικό έτος : 2012-13

 

Γιώργης Παυλόπουλος

Τα αντικλείδια

 Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν

τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί

κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι

και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.

Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς

δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.

Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη

και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια

γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.

Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.

Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ

για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.

Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν

από τότε που υπάρχει ο κόσμος

είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια

για να ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

 

Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή

.Φωτογραφία0034 Φωτογραφία0035 Φωτογραφία0036 Φωτογραφία0037 Φωτογραφία0038 Φωτογραφία0039

Μαθήτρια : Πρασιανάκη Δήμητρα

 

 

 

Ανδρέας Εμπειρίκος

Η ποίησης είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της
όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν.
Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.

Φωτογραφία0030 Φωτογραφία0031 Φωτογραφία0032 Φωτογραφία0033

Γογονάκη Μαρία

 

 

Γιώργος Σαραντάρης «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει…»
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.
Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μάς έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.
Φωτογραφία0016 Φωτογραφία0017 Φωτογραφία0018
Μαθήτρια : Μάρκου Δήμητρα
Γιώργος Σαραντάρης «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει…»
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.
Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μάς έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.
(R)Φωτογραφία0026x
Μαθητής : Πεϊκρισβίλι Γκίβι
Τίτος Πατρίκιος, Σε βρίσκει η ποίηση
                                ΙΧ

Η ποίηση έρχεται να σε βρει με ποδήλατο, με μηχανάκι,
       με αυτοκίνητο
άλλοτε έρχεται σαν αμαζόνα με το σπαθί υψωμένο
άλλοτε σε ακολουθεί από το σουπερμάρκετ σαν
       κουρελού ζητιάνα
σε παρασύρει όπως πορνοστάρ σε φαντασιακές αβύσσους
σε ανακαλεί στην τάξη σαν διευθύντρια αναμορφωτηρίου
σου εμφανίζεται στα έγκατα του ύπνου σαν άσπιλη
         παρθένα
σ’ εξαπατά στέλνοντας στη θέση της μια θεραπαινίδα της
κι εσύ νομίζεις πως την έριξες επιτέλους στο κρεβάτι σου
σε καλεί με ντουντούκα να φωνάξεις κομματικά
        συνθήματα
σε περιπαίζει δίνοντας προτεραιότητα στις σοβαρές σου
         ασχολίες
σου γεμίζει το άδειο γραμματοκιβώτιο των φιλοδοξιών
σε δελεάζει με όνειρα δόξας, χρήματος, αθανασίας
σε πείθει σαν άπιστη ερωμένη πως είναι δική σου μόνο
σε προσπερνάει για να ξεσκονίσει νεκροζώντανους
        αρχηγούς
σου φουσκώνει τις ουτοπίες όσο να σκάσουν σαν μπαλόνι
σου θυμώνει άμα δεν βλέπεις ότι προσπαθεί να διαλύσει
         την ομίχλη
σου ζητάει βοήθεια άμα την κυνηγούν οι εξουσίες
         που αψήφησε
σου λέει πώς κι όταν τις υμνούσε, κρυφά τις υπονόμευε
σου επισημαίνει τις κοινοτοπίες, σου ανατρέπει
        τ’ αυτονόητα
σου ψιθυρίζει μυστικά που πρέπει εσύ να εξιχνιάσεις
σου φωτίζει πράγματα που μέναν σκοτεινά ως τότε
ώσπου κάποια στιγμή σε ανταμείβει για την αφοσίωση σου
σου αποκαλύπτει την αλήθεια, σου λέει καθαρά πως
       ανήκει σε όλους.
 
Εκεί πάνω η ποίηση βρίσκει τον καθένα μας.
Φωτογραφία0052 Φωτογραφία0053 Φωτογραφία0054 Φωτογραφία0055 Φωτογραφία0056
Μαθήτρια : Παπαδογκωνάκη Χριστίνα

Ντῖνος Χριστιανόπουλος

Ντῖνος Χριστιανόπουλος (γεν. 1931): ψευδώνυμο τοῦ Κωνσταντίνου Δημητριάδη.
Ποιητής, πεζογράφος, φιλόλογος καὶ κριτικὸς ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη.

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία,
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ᾖρθε ἡ ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν τὴ ζωή.
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα.
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.

(1956)

Φωτογραφία0025 Φωτογραφία0026

Μαθητής : Τσιστράκης Γιώργος

 

 

Αναστάσης Βιστωνίτης, Ars Poetica

Ars Poetica

Απάντηση στον Archibald MacLeish

Το ποίημα δεν είναι σαν τα φύλλα
που ο άνεμος σέρνει στους δρόμους.
Δεν είναι η ακίνητη θάλασσα,
το αραγμένο καράβι.
Δεν είναι ο γαλάζιος ουρανός
και η καθαρή ατμόσφαιρα.

Το ποίημα είναι ένα καρφί
στην καρδιά του κόσμου.
Ένα φωτεινό μαχαίρι
μπηγμένο κάθετα στις πόλεις.
Το ποίημα είναι σπαραγμός.
Κομμάτι γυαλιστερό μέταλλο,
πάγος, σκοτεινή πληγή,
το ποίημα είναι σκληρό
– πολυεδρικό διαμάντι.
Συμπαγές – λαξευμένο μάρμαρο.
Ορμητικό – Ασιατικός ποταμός.
Το ποίημα δεν είναι φωνή,
πέρασμα πουλιού.
Είναι πυροβολισμός
στον ορίζοντα και την ιστορία.
Το ποίημα δεν είναι άνθος που μαραίνεται.
Είναι βαλσαμωμένος πόνος.

Από τη συλλογή Μετοικεσία (1972) του Αναστάση Βιστωνίτη

Φωτογραφία0046 Φωτογραφία0047 Φωτογραφία0048 Φωτογραφία0049 Φωτογραφία0050 Φωτογραφία0051

Μαθητής : Τρακάκης Ανδρέας

 

 

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου «Η ποίηση δε μας αλλάζει»
Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει.
Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη.
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη.
Φωτογραφία0021 Φωτογραφία0022
Μαθητής : Λιονάκης Νίκος
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου «Η ποίηση δε μας αλλάζει»
Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει.
Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη.
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη.
Φωτογραφία0028 Φωτογραφία0029
Μαθητής  : Μαρκετάκης Ιάκωβος

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Η Ποίηση και η ζωή


Δεν τελειώνει η ποίηση, όπως
κι ο ουρανός δεν τελειώνει, Όπως οι ώρες του Θεού
κι οι στροφές του πλανήτη μας .Οι ανταύγειες της ζωής,
διατηρούνε το σχήμα της μέσα στην ποίηση. Όσο
θα πηγαίνει και θα΄ρχεται η θάλασσα, όσο
θα γεννιούνται λουλούδια και χρώματα, όσο
θα δίνουν οι άνθρωποι ό ένας στον άλλον το χέρι τους,
θα υπάρχει κι η ποίηση.
Η ποίηση γεννιέται
μαζί με τα πράγματα, μαζί με τον έρωτα,
μαζί με τον πόνο. Παραδείγματος χάρη,
πολλών μου σελίδων η ποίηση γεννήθηκε μαζί με τα μάτια σου.
Ο κόσμος και η ποίηση
Απλά πράγματα όλα. Η τάξη τους είναι
φροντισμένη από το χέρι σου. Μια δέσμη από χρώματα
στο βάζο του χρόνου.
Άλλωστε τι
θαρρείς πως στο βάθος είναι η ποίηση; Είναι η γύρη
των πραγμάτων του σύμπαντος. Η γύρη σε πράξεις,
η γύρη σε οδύνη, σε φως, σε χαρά, σε αλλαγές,
σε πορεία, σε κίνηση.
Η ζωή κι η ψυχή
σ΄ένα αιώνιο καθρέφτισμά μέσα στο χρόνο.
Τι νομίζεις λοιπόν; κατά βάθος η ποίηση
είναι μια ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλον τον κόσμο.

Φωτογραφία0011 Φωτογραφία0012

Μαθητής : Μποτονάκης Στέλιος

 

Γιώργος Μαρκόπουλος «Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής»
Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε.
Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα
σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες.
Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.
Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα.
Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο
σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί.
Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος
που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες.
(Οι πυροτεχνουργοί, 1979)
Φωτογραφία0027
Μαθήτρια : Σκαλιδάκη Αργυρώ

Νικηφόρος Βρεττάκος, Η ποίηση

Η ποίηση

Ό,τι μπόρεσα να διασώσω
(στον κόσμο που πήγα)
το διέσωσα, θάλασσα.

Η ψυχή μου ένα σμήνος
μυριάδων πουλιών
που τ’ αλώνιζε η θύελλα.

Όσα διασώθηκαν
βρήκαν το δέντρο τους.

Φτερούγισαν κ’ έμειναν
μέσα στις λέξεις.

Από τη συλλογή Συνάντηση με τη θάλασσα (1991) του Νικηφόρου Βρεττάκου

Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991 (εκδ. Ποταμός, 2008)

(R)Φωτογραφία003 (R)Φωτογραφία0030w (R)Φωτογραφία0032a
Μαθήτρια : Βιτσιλάκη Αναστασία
Νικηφόρος Βρεττάκος «Σε ονειρευόμουνα ποίηση»
Σέ ὀνειρευόμουνα ποίησηΣέ ὀνειρευόμουνα δέντρο – ἕνα πρωί
μυριάδες ἰβίσκοι ν’ ἀνάβουνε πάνω σου.
Σέ ὀνειρευόμουνα μήτρα.
Ἀλλά νά:
μέρες παράξενες, καιροί σκοτεινοί,
σέ πάλευαν ὅλα. Κι ὅμως, ποίηση ἐσύ,
ἀμετάπειστο ρεῦμα τ’ οὐρανοῦ, ἐπιμένεις.
Ἕνα κύμα ἀπό κόκκινα παράξενα φῶτα,
ἕνα κύμα πληγές, πού ξεσπώντας φωτάει
τά χαρτιά μου τή νύχτα.Νικηφόρου Βρεττάκου, «Τό βάθος τοῦ Κόσμου» (1961), από το βιβλίο Τά ποιήματα, εκδ. Τρία Φύλλα, 1981.

Φωτογραφία0019 Φωτογραφία0020
Μαθητής : Σφηναρολάκης Ανδρέας
Γιάννης Ρίτσος
Η ποίηση μοιάζει ανάρρωση γλυκιά με απουσίες δικαιολογημένες…
Με τέσσερις αισθήσεις γυρίζει ή με έξι
ραβδοσκοπώντας φλέβες του ουρανού
ώσπου σκοντάφτει στον προτελευταίο στίχο…
Ο τελευταίος στίχος δεν μένει πάντα τελευταίος.
Κάποτε γίνεται πρώτος στίχος ενός ποιήματος
που γράφει κάποιος αναγνώστης
Φωτογραφία0024
Μαθητής : Χαλίλι Εζμίρ
Νικηφόρος ΒρεττάκοςΑν δεν μού ‘δινες ποίηση ΚύριεἈπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἄθῆναι 2000.

Ἂν δὲ μούδινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θάχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θάταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.

Λοιπόν; Πῶς σου φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ’ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι’ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ’ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι’ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.
Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ’ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.

(R)Φωτογραφία00
Μαθητής : Ποταμίτης Οδυσσέας

«Αν δεν μου ‘δινες ποίηση Κύριε», Νικηφόρου Βρεττάκου

«Αν δεν μου  ‘δινες ποίηση Κύριε», Νικηφόρου Βρεττάκου

Αν δε μου  ‘δινες την ποίηση, Κύριε,

δε θα ‘χα τίποτα για να ζήσω.

Αυτά τα χωράφια δε θα ’ταν δικά μου.

Ενώ τώρα ευτύχησα να ‘χω μηλιές,

να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,

να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,

η έρημός μου λαό,

τα περιβόλια μου αηδόνια.

 

Λοιπόν; Πως σου φαίνονται; Είδες

τα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ’ αμπέλια μου;

Είδες τι όμορφα που πέφτει το φως

στις γαλήνιες κοιλάδες μου;

Κι  έχω ακόμη καιρό!

Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.

Μ’ ανασκάφτει ο πόνος μου κι  ο κλήρος μου μεγαλώνει.

Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται.

 

Όμως,

δεν ξοδεύω τον ήλιό σου άδικα.

Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ’ ό,τι μου δίνεις.

Γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.

Γιατί θα ‘ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να ‘ναι

το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει

να ‘χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά

για τους τσοπάνηδες της αγάπης.

 

 

Πηγή υλικού

Νικηφόρος Βρεττάκος, Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης, Εκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑ Α.Ε., Αθήνα, 2000

(R)Φωτογραφία0033d Φωτογραφία0010

Μαθήτρια : Γεντεκάκη Φραντζέσκα

 

 

Νικηφόρος Βρεττάκος, Η ποίηση

Η ποίηση

Ό,τι μπόρεσα να διασώσω
(στον κόσμο που πήγα)
το διέσωσα, θάλασσα.

Η ψυχή μου ένα σμήνος
μυριάδων πουλιών
που τ’ αλώνιζε η θύελλα.

Όσα διασώθηκαν
βρήκαν το δέντρο τους.

Φτερούγισαν κ’ έμειναν
μέσα στις λέξεις.

(R)Φωτογραφία0029m

Μαθητές : Λουγιάκη Μαρία, Αλυγιζάκης Μανώλης

 

Άρης Δικταίος «Η Ποίηση»
……………………………………
Μα εσύ, Ποίηση,
που δε μπορείς να κλειστείς μέσα σε σχήματα,
μα εσύ, Ποίηση,
που δε μπορούμε να σ’ αγγίξουμε με το λόγο,
εσύ,
το στερνό ίχνος της παρουσίας του Θεού ανάμεσά μας,
σώσε την τελευταία ώρα τούτη του ανθρώπου,
την πιο στυγνή και την πιο απεγνωσμένη,
που ο Θάνατος,
που η Μοναξιά,
που η Σιωπή,
τον καρτερούν σε μια στιγμή μελλούμενη.

 

(απόσπασμα)
(R)Φωτογραφία0028j
Μαθήτρια : Χαλμούκη Κωνσταντίνα

Αναστάσης Βιστωνίτης, Ars Poetica

Ars Poetica

Απάντηση στον Archibald MacLeish

Το ποίημα δεν είναι σαν τα φύλλα
που ο άνεμος σέρνει στους δρόμους.
Δεν είναι η ακίνητη θάλασσα,
το αραγμένο καράβι.
Δεν είναι ο γαλάζιος ουρανός
και η καθαρή ατμόσφαιρα.

Το ποίημα είναι ένα καρφί
στην καρδιά του κόσμου.
Ένα φωτεινό μαχαίρι
μπηγμένο κάθετα στις πόλεις.
Το ποίημα είναι σπαραγμός.
Κομμάτι γυαλιστερό μέταλλο,
πάγος, σκοτεινή πληγή,
το ποίημα είναι σκληρό
– πολυεδρικό διαμάντι.
Συμπαγές – λαξευμένο μάρμαρο.
Ορμητικό – Ασιατικός ποταμός.
Το ποίημα δεν είναι φωνή,
πέρασμα πουλιού.
Είναι πυροβολισμός
στον ορίζοντα και την ιστορία.
Το ποίημα δεν είναι άνθος που μαραίνεται.
Είναι βαλσαμωμένος πόνος.

Από τη συλλογή Μετοικεσία (1972) του Αναστάση Βιστωνίτη

Φωτογραφία0023

Μαθήτρια : Κατσιγαράκη Μάγδα

 

Πρόδρομος Μάρκογλου

Φωτογραφία0040 Φωτογραφία0041 Φωτογραφία0042 Φωτογραφία0043 Φωτογραφία0044 Φωτογραφία0045

Μαθητής : Τζεϊρανίδης Ντέμης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

// //–>

// //–>

// //–>

// //–>

// //–>

// //–>



2 Σχόλια »

1

   Δημητρα Π.

18 Ιουνίου 2014 @ 20:49   Απάντηση

τι κανετε κυρια???η πρωτη εργασια ειναι δικη μου!!!!

    2

       ΓΟΓΟΝΑΚΗ ΜΑΡΙΑ

    29 Ιουλίου 2014 @ 11:41   Απάντηση

    Γεια σου Δήμητρα !!! Καλά είμαι !! Αναφέρω και το όνομά σου κάτω από τις φωτογραφίες με την εργασία σου!

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου. TrackBack URI

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *