ΗΣΑΥ ΚΑΙ ΙΑΚΩΒ
Λίγο καιρό αργότερα, η Ρεβέκκα γέννησε δίδυμα. Και τα δυο ήταν αγόρια. Το ένα, αυτό που γεννήθηκε πρώτο, είχε κοκκινωπά μαλλιά και, όταν μεγάλωσε, το δέρμα του ήταν πολύ τριχωτό.
Οι γονείς του το ονόμασαν Ησαΰ. Το άλλο, το είπαν Ιακώβ.
Όταν τα παιδιά μεγάλωσαν, ο Ησαΰ έγινε κυνηγός και του άρεσε να γυροφέρνει στις ερημιές. Ο Ιακώβ ήταν ήρεμος χαρακτήρας και του άρεσε η σπιτίσια ζωή. Ο Ισαάκ αγαπούσε περισσότερο τον Ησαΰ, γιατί του ‘φερνε κυνήγι, να τρώει. Η Ρεβέκκα όμως είχε στην καρδιά της πιο πολύ τον Ιακώβ.
Μια μέρα, ο Ιακώβ έβραζε σούπα φακές, όταν ο Ησαΰ γύρισε από την εξοχή. Ο Ησαΰ πεινούσε πολύ και είπε στον αδερφό του:
“Πεθαίνω της πείνας. Δώσε μου, σε παρακαλώ, λίγη σούπα”.
Ο Ιακώβ τον κοίταξε πονηρά και του αποκρίθηκε:
“θα σου δώσω, αν μου πουλήσεις το δικαίωμα που έχεις σαν πρωτότοκος”.
Το αντάλλαγμα ήταν πολύ μεγάλο. Γιατί ο Ησαΰ, σαν πρωτότοκος, είχε δικαίωμα να κληρονομήσει όλα τα υπάρχοντα του πατέρα τους.
Ο Ησαΰ άλλο δε σκεπτόταν παρά την πείνα του. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία γι’ αυτόν εκείνη την ώρα.
“Δεν κρατιέμαι στα πόδια μου από την πείνα”, είπε. “Τι να μου κάνει το δικαίωμα του πρωτότοκου;”
Αλλά ο Ιακώβ επέμενε:
“Ορκίσου μου ότι μου το δίνεις”.
Ο Ησαΰ του ορκίστηκε κι έτσι, για ένα πιάτο φακές, του πούλησε το δικαίωμα του πρωτότοκου. Ύστερα απ’ αυτό, ο Ιακώβ του έδωσε ένα κομμάτι ψωμί και σούπα.
Ο Ησαΰ έφαγε με βουλιμία και ύστερα σηκώθηκε και συνέχισε το δρόμο του.
Κάτω από : Α3 14-15, Α3 2013-2014
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.