• φωτόδεντρο
  • Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων

    Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων
  • Aγ. Γραφή

    Aγ. Γραφή
  • kutsal kitap

    startmenu
  • τυπικόν

    content
  • γραφείο νεότητας Αρχιεπισκοπής

    γραφείο νεότητας Αρχιεπισκοπής
  • Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών

    Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών
  • Ι. Μ. Ν. Σμύρνης

    Ι. Μ. Ν. Σμύρνης
  • Συναξαριστής

    Συναξαριστής
  • EDUCATION AND religion

    religion
  • εθελουσία λήθη 2

    biz029
  • εθελουσία λήθη 3

    12 - 1.jpgPadraic MoodCollector
  • Π.Θ.Σ. ΚΑΙΡΟΣ

    foto kairos
  • ΠΑΝΣΜΕΚΑΔΕ

    logo
  • Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ

    mesopelaga
  • religionslehrer.gr/

    religionslehrer.gr/
  • thriskeutikametaxi

    thriskeutikametaxi
  • θρησκευτικά αλλιώς

    θρησκευτικά αλλιώς
  • e- Θρησκευτικά.

    e- Θρησκευτικά.
  • Virtual School

    Virtual School
  • stavrodromi

    stavrodromi
  • δός μοι τοῦτον τὸν ξένον

    δός μοι τοῦτον τὸν ξένον
  • προφίλ

    SL384668

Το Άφυλο του Θεού και η Ανθρώπινη Σεξουαλικότητα

s_2349_b_1842_1009

του Γιώργου Σκαλτσά

Δρ. της Ecole Pratique des Hautes Etudes (Παρίσι), Θεολόγου καθηγητή

Η εισήγηση αυτή θα επιχειρήσει να προτείνει ένα γόνιμο προβληματισμό γύρω από τις ψυχώσεις πού βαραίνουν πολλούς χριστιανούς γύρω από τη σεξουαλική και βιολογική τους κατάσταση. Θα αποπειραθεί να δείξει ότι στον Χριστιανισμό, όπως σε κάθε ιστορικό μέγεθος, συνυπάρχουν “σκοταδιστικές” και διαφωτιστικές ή προοδευτικές τάσεις. Μέλημά μας είναι να αναδείξουμε μιαν απελευθερωτική δυναμική πού αναπτύχθηκε στο χώρο της θεολογίας και της εκκλησιαστικής ζωής αλλά πού κατεπνίγει μέσα στη συνήθως τραγική πορεία της Ιστορίας.

Το άφυλο του Θεού

Ο Γρηγόριος Νύσσης, θεολόγος του 4ου αι., θα εντοπίσει σε κείμενα της Π.Δ. ότι ο Θεός αποκαλείται εκεί (Άσμα Ασμάτων) αντί για Πατέρας, μητέρα. Αφού τονίσει ότι δεν πρέπει να είμαστε σχολαστικοί για τα ονόματα που επισημειώνονται στο Θεό, θα καταλήξει λέγοντας ότι το θείον δεν είναι ούτε άρρεν ούτε θήλυ.

Δεν θα διστάσει να αποκαλέσει τον Θεό-Δημιουργό μητέρα, ως την γεννητική αιτία των Όντων, τα οποία κατά συνέπειαν είναι όλα αδελφά μεταξύ τους, τολμηρή καινοτομία για την ανδροκρατούμενη κοινωνία του, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι κανένας άλλος θεολόγος δεν αποτόλμησε κάτι παρόμοιο.

Το γεγονός ότι άλλοτε η Γραφή μετέρχεται τη λέξη Πατέρας κι άλλοτε Μητέρα για να μιλήσει για τον Θεό σημαίνει ότι δεν πιστεύει πώς τα ονόματα αποδίδονται πάντα στον Θεό κατά κυριολεξία αλλά μάλλον κατά μεταφορά, δηλ. μεταφέρουμε ή προβάλλουμε ενσυνειδήτως στοιχεία ή καταστάσεις της δικής μας ανθρώπινης πραγματικότητας πάνω στο Θεό, τα οποία δεν ανταποκρίνονται πάντα στην πραγματικότητα.

Το άφυλο του Θεού αποτελεί ένα καλό παράδειγμα αποφατικής Θεολογίας, της λογικής εκείνης μεθόδου διά της οποίας οι Πατέρες προσπάθησαν να καθαρίσουν, κατά το δυνατόν, τις διάφορες έννοιες περί Θεού, με σκοπό ο τελευταίος να μην εξομοιώνεται με δικές μας καταστάσεις, και κατά συνέπεια, να μετατρέπεται σε είδωλο, δηλ. σε δική μας αναπαράσταση. Η αποειδωλοποίηση του Θεού αποτελεί αναγκαιότητα, διότι εμείς οι άνθρωποι εύκολα μεταπίπτουμε σε αναπαραστάσεις ξένες απολύτως προς τον Θεό, που τις δανειζόμαστε συνήθως από τον χώρο της θρησκείας. Η θρησκεία δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σύνολο των διαφόρων φαντασιώσεων που οι άνθρωποι σχηματίζουν για τον Θεό, ερήμην του ίδιου του Θεού. Πολλά στοιχεία θρησκευτικότητας, βέβαια, παρεισέφρυσαν μέσα στον Χριστιανισμό, με αποτέλεσμα και αυτός να μετατρέπεται σε θρήσκευμα, δηλ. να αντιπροσωπεύει είδωλα για τον θεό.

Μεγάλες προσωπικότητες της θεολογίας, όπως ο Φίλων, ο Κλήμης, ο Ωριγένης και, αργότερα ο Νύσσης, θα αποδυθούν σε ένα τιτάνιο αγώνα να πείσουν τους Χριστιανούς που μετέφεραν πάνω τους ουκ ολίγες θρησκευτικές παραστάσεις, ότι με τον Θεό δεν πρέπει να διατηρούμε μια εμπορική ή συναλλακτική σχέση δούναι-λαβείν, δεν πρέπει να ζητάμε χατήρια ούτε να επιζητούμε την ευνοϊκή προστασία του, όπως με κάποιο Θεό αρσενικό πατέρα, κι ότι η σχέση μας μαζί του θα πρέπει να εδράζεται στην ανιδιοτέλεια. την ελευθερία και την ανανταπόδοτη αγάπη. Ο Θεός του χριστιανισμού δεν έχει απολύτως καμία σχέση με ένα Θεό εξουσιαστή κατά το πρότυπο του πατέρα, πού καταδυναστεύει και καταπιέζει τους υπηκόους του. Τόσο ως προς τις σχέσεις των τριαδικών προσώπων μεταξύ τους, όσο και ως προς τη σχέση τους προς τον κόσμο και τον άνθρωπο, ο Θεός αντιδιαστέλλεται πλήρως από κάθε μορφή βίας, καταναγκασμού, απειλών ή τρόμου, πράγμα πού πρακτικά σημαίνει ότι προλαβαίνουν υπό μίαν έννοια την κριτική της ψυχανάλυσης ή της φεμινιστικής θεολογίας. Η αποφατική κριτική στον Θεό Πατέρα επανατοποθέτησε τον ίδιο τον θεό άλλα και τη σχέση του με τον κόσμο σε μια εντελώς διαφορετική βάση, καθώς αποσυνέδεσε τον θεό από κάθε έννοια νομιμοποίησης της υπάρχουσας κοινωνικής ή κρατικής ιεραρχίας, θα μπορούσε δε να λειτουργήσει θετικά ως πρότυπο ανατροπής και απελευθέρωσης της πραγματικότητας. Τούτο σημαίνει ότι η θεολογία δεν λειτούργησε πάντοτε ως εγγυητής του κοινωνικού κατεστημένου, αλλά μάλλον ως κριτική των συγκεντρωτικών και μοναρχικών δομών του. Το φύλο στην τριαδική θεολογία δεν έχει χαρακτήρα κυριαρχίας, όπως διατείνεται ή φεμινιστική θεολογία, διότι διά της αποφατικής μεθόδου είναι ουσιαστικά απενεργοποιημένο.

Η ανθρώπινη σεξουαλικότητα

Γεννάται το ερώτημα: αφού ο Θεός είναι άφυλος, τότε γιατί δημιουργώντας τον άνθρωπο και γενικότερα τον έμβιο κόσμο, τον κατασκεύασε έμφυλο; Στο θέμα αυτό, η θεολογία του πρώιμου χριστιανισμού δεν παρέχει, και ευτυχώς, μια και ενιαία απάντηση. Η θεολογία είναι ο χώρος κυρίως της ερμηνευτικής. της μορφής εκείνης λόγου, όπου κυριαρχεί η διαφωνία ή η συμφωνία, δηλ. ο διάλογος και η συζήτηση, οι αντιφάσεις, η κίνηση και ο διαρκής πλουτισμός, αντί για την καταθλιπτική μονομέρεια, τους μονολόγους, την στασιμότητα, την ακινησία και την υποταγή.

Οι Γνωστικοί

Κατά τους Γνωστικούς τώρα ο Κόσμος μας είναι προϊόν ενός κακού δημιουργού κι όχι του πραγματικού θεού Πατρός. Ο Θεός Δημιουργός είναι ένας ανόητος Θεός ο οποίος δεν γνωρίζει τι πράττει, διότι δημιουργεί εξαμβλώματα και εκτρώματα, δηλ., το σύνολο του Κόσμου μας, κόσμο σύγχυσης και χάους. Ο παράγοντας που διατηρεί αυτό το έκτρωμα είναι αναμφισβήτητα η διαδικασία της γέννησης, δηλ. της αναπαραγωγής. Όσο υπάρχει αναπαραγωγή των ειδών, τόσο παρατείνεται η ζωή της μεγάλης ανωμαλίας πού είναι ο Κόσμος. Επομένως συσχετίζεται η σεξουαλικότητα, η αναπαραγωγή της ζωής και ο θάνατος.

Οτιδήποτε σχετίζεται με τον Κόσμο είναι κακό, διότι συμβάλλει στη διαιώνιση του θανάτου: έτσι αντιλαμβανόμαστε, γιατί θεωρούσαν τη σεξουαλικότητα ταυτόσημη με την Πτώση, γιατί η σεξουαλική πράξη ήταν ακάθαρτη και μολυσμένη, γιατί πρέπει να καταστραφούν τα έργα της θηλυκότητας, όχι για να εμφανισθεί ένα άλλο είδος γέννησης, άλλα για να καταργηθεί η γέννηση γενικά, ως αιτία θανάτου, γιατί τα γεννητικά όργανα είναι ταυτισμένα με το σκότος και με την έδρα των δαιμόνων Έτσι απέρριπταν σαφώς τον γάμο, την τεκνογονία και τη σεξουαλικότητα, την ευχαρίστηση και την επιθυμία, διότι δεν ήθελαν να συνδράμουν το έργο ενός ανόητου δημιουργού, δηλ. την αναγκαιότητα του θανάτου. Η μόνη δυνατότητα για τους Γνωστικούς να ξεπεράσουμε τον θάνατο ήταν να ξεπεράσουμε τα φύλα, τη βάση της σεξουαλικότητας, πάνω στην οποία στηριζόταν όλο το σχέδιο της τρελής θείας πρόνοιας για τον Κόσμο. Μόνον οποίος γίνει άφυλος, όπως ο Θεός, ξεπεράσει δηλ. τις βιολογικές αντιθέσεις, μπορεί να είναι αθάνατος. Αν δεν γίνουν τα δύο εν, δεν θα μπορούσε να έλθει ή Βασιλεία του Θεού.

Οι Πατέρες

Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, της οποίας πολλά στοιχεία μπορεί να αναγνωρίζονται και στη δική μας χριστιανική εποχή, οι Πατέρες-θεολόγοι των πρώτων αιώνων απάντησαν με πολλούς τρόπους. Μπορεί να υπάρχουν διαφορές μεταξύ τους, εν τούτοις μια είναι η διήκουσα γραμμή: δεν υπάρχουν δύο θεοί, ο ένας ο Δημιουργός και ο άλλος ο Πατέρας, αλλά ο Κόσμος είναι έργο του Πατρός, και δεύτερον ότι ο Κόσμος και η δημιουργία είναι θετικά μεγέθη κι όχι η ενσάρκωση της κακίας. Μπορεί τα δύο φύλα να ξεπερασθούν, αλλά τούτο θα συμβεί στο τέλος της Ιστορίας. Προς το παρόν οι άνθρωποι πρέπει να ζήσουν και να διαχειρισθούν την έμφυλη κατάσταση τους.

Για τους Χριστιανούς, ο Κόσμος. δεν είναι ένα λάθος κάποιου άλογου Δημιουργού· ο Κόσμος είναι αποτέλεσμα της θείας Πρόνοιας, η οποία σχεδίασε λογικά και κατασκεύασε στη συνέχεια αυτό τον Κόσμο. Συνάγεται ότι τα πάντα στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της έμφυλης ζωής μας εξυπηρετούν κάποιον έλλογο σκοπό. Ο Θεός κατασκεύασε τον άνθρωπο ανάμικτο, από έλλογη και άλογη ζωή. Για να μπορέσει να ζήσει ομαλά και ισορροπημένα, δεν θα πρέπει να εκκόψει ή εκριζώσει τις δυνάμεις των ενστίκτων και της αλογίας, αλλά να προσπαθήσει να τα υπαγάγει στον λόγο, δηλ. να τις εκλογικεύσει και χαλιναγωγήσει. Ο λόγος δεν είναι ένας δυνάστης ή τύραννος του αλόγου, άλλα εκείνος πού το καθιστά έμμετρο ή σύμμετρο, είναι εκείνος πού του παρέχει τάξη, δομή και οργάνωση.

Οι ελληνικής παιδείας άνθρωποι αισθάνονταν μια διαρκή απειλή από το άλογο, διότι ήταν ανεξέλεγκτο, δεν επέτρεπε στον άνθρωπο να είναι ο εαυτός του. Στη σεξουαλική πράξη όλοι οι αρχαίοι έβλεπαν μια κατάσταση πού ξεπερνά τον λόγο μας, οι σπασμοί και oι εντάσεις της σεξουαλικής πράξεως εκκαλούσαν στο νου τους την επιληψία ή την τρέλα. Αυτή είναι η αίτια της δυσπιστίας έναντι της σεξουαλικότητας αλλά και της ενοχής με την οποία αυτή συνδέθηκε. Όπως μας βεβαιώνει και η φροϋδική ψυχανάλυση, άλλα όπως συνάγεται από σύνολη την αρχαία σκέψη, πού ακολουθούν και οι Πατέρες, χωρίς τιθάσευση ή εξύψωση των ορμών δεν μπορεί να υπάρχει έλλογη συγκρότηση της ζωής. αλλά μόνον ζούγκλα. Λόγος σημαίνει κανόνες, και σωφρόνως διατεταγμένη συγκρότηση της ζωής

Η τιθάσευση της φυσικής επιθυμίας, δηλ. η υπαγωγή της σ’ ένα έλλογο σύστημα αναφοράς, δεν μπορεί να γίνει παρά δια της υπαγωγής της σε θεσμούς. Σκοπός του γάμου, καθιερώθηκε η τεκνογονία, η οποία μάλιστα εξυψώθηκε διότι ήταν συμβατή με τη φύση άλλα και χρήσιμη για την Πολιτεία. Ό,τι δεν εξυπηρετούσε τις χρείες της κοινωνίας έπρεπε να εξοβελισ0εί, π.χ. η ηδονή. Έτσι γίνεται κατανοητό γιατί έπρεπε να απαγορεύονται οι σεξουαλικές σχέσεις προ του γάμου. Το ζήτημα αυτό έχει βέβαια φιλοσοφική προέλευση, ανάγεται μάλιστα στον 1ο μ.Χ. αι., με τη γνωστή διαμάχη Επικτήτου-Μουσωνίου, δύο στωικών φιλοσόφων. Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να γίνει κατανοητή και η απόρριψη της ομοφυλοφιλίας, η οποία από τον Πλάτωνα και εντεύθεν αντιστρατεύεται πρώτον την φύση και δεύτερον τις ανάγκες της Πόλης. Σε αντίθεση με την εποχή μας, ο άνθρωπος δεν ανήκε τότε στον εαυτόν του, αλλά υποτασσόταν στην Πόλη και την φύση. Η αυτονόμηση και η αυταξία της ηδονής συμβαδίζει με την απελευθέρωση του ατόμου, πού ξεκίνησε εκείνη την εποχή, και ολοκληρώθηκε στην δίκη μας.

Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας, σε πλήρη αντίθεση προς τους Γνωστικούς, θα υποστηρίξει ότι ο άνθρωπος κατά την τεκνογονία, γίνεται συνεργός θεού, διότι προωθεί πρακτικά την πραγματοποίηση του θείου σχεδίου για την ύπαρξη του Κόσμου. Ενώ δηλ. οι Γνωστικοί συνέδεαν την γένεση ή γέννηση με τον θάνατο, ο Κλήμης τον αναφέρει στη ζωή και την προοδευτική αναπαραγωγή της.

Οι περισσότεροι Πατέρες αποδέχονται ότι η ηδονή είναι μέρος της δημιουργίας_ του Θεού, ότι ο ίδιος ο Θεός την εγκατασκεύασε μέσα στην ανθρώπινη φύση, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η διαδικασία της ζωής. Παρόλα ταύτα οι απόψεις τους ποικίλουν. Μια πρώτη κατηγορία θεολόγων υποστηρίζει την μεγάλη σημασία της ηδονής συναρμοσμένης με τον λόγο ως προς τη συνοχή της ίδιας της ζωής. Πάντα όμως αναζητείται η ωφελιμότητα και η χρηστικότητά της, γι’ αυτό η επιθυμία και η ηδονή υπόκεινται στον έλλογο σκοπό της αναπαραγωγής του είδους. Η ηδονή άλλοτε θεωρείται ξεναγός για την απαρχή των σεξουαλικών σχέσεων του ζευγαριού, άλλοτε υποβοηθεί την ίδια την κοινωνία και ένωση των ανθρώπων.

Από τους Γνωστικούς κυρίως είχε αναπτυχθεί -χωρίς να παραβλέπεται και η συνδρομή του πρώιμου Πλάτωνα, αλλά κυρίως των Στωικών στο εν λόγω θέμα- η ενοχή και η αισχύνη περί την ηδονή, αλλά και η ταύτισή της με το κακό και την αμαρτία, ως όργανο του κακού δημιουργού, προς αναπαραγωγή του θανάτου. Γίνεται έτσι κατανοητό γιατί αρκετοί συγγραφείς-θεολόγοι του πρώιμου Χριστιανισμού, υπό την επίδραση ακριβώς Γνωστικών ή εγκρατητικών κύκλων, ταύτιζαν το προπατορικό αμάρτημα με τη σεξουαλική πράξη.

Ο πρώτος που δυναμικά θα αρνηθεί την ταύτιση αμαρτίας και σεξουαλικότητας και θα προσπαθήσει να απενοχοποιήσει την σεξουαλικότητα είναι ο Κάλλιστος, σπουδαίος επίσκοπος Ρώμης, περί το 200 μ.Χ. Αυτός υιοθέτησε μιαν ιδιαίτερα ελευθεριάζουσα στάση έναντι της λεγομένης σεξουαλικής αμαρτίας. Οι σεξουαλικές σχέσεις του Χριστιανού δεν πρέπει να του καταλογίζονται ως αμαρτία, διότι ο ίδιος ήταν έτοιμος να συγχωρήσει αμέσως κάτι τέτοιο. Πολύς κόσμος, λόγω της επιεικείας του σύχναζε στο διδασκαλείο του, πράγμα το όποιο ίσχυε επίσης για πολλούς επισκόπους, πρεσβυτέρους και διακόνους, στους οποίους δεν επέτρεπε να παραιτηθούν, πολλώ μάλλον να καθαιρεθούν, για σεξουαλικά παραπτώματα. Η Εκκλησία δεν είναι ο χώρος των δήθεν καθαρών, αλλά ανθρώπων προοδευτικά πορευομένων. Με τον Κάλλιστο παύει η σεξουαλική πράξη να θεωρείται στοιχείο ακαθαρσίας, ανατρέποντας έτσι τις παραδοσιακές ιουδαϊκές και ελληνικές αντιλήψεις περί καθαρού και ακαθάρτου. Εκεί όμως που ο Κάλλιστος ξεπερνά τις κατεστημένες αντιλήψεις όλης της αρχαιότητας, είναι το γεγονός ότι αποδεχόταν ακόμη και την εκτός γάμου συμβίωση ανδρών και γυναικών, επιτρέποντας ένα είδος ιδιότυπης παλλακείας, δίχως η σχέση αυτή να επενδύεται ένθεσμο χαρακτήρα. Τέλος. θα αποσυνδέσει τη συμμετοχή στη Θ. Ευχαριστία από τυχόν σεξουαλικά “αμαρτήματα”.

Με τον Μεθόδιο Ολύμπου τροχοδρομείται μια παράδοση που θα συνεχισθεί με τον Βασίλειο ʼγκυρας και θα κορυφωθεί με τον Ιωάννη Χρυσόστομο, σύμφωνα με την οποία ο έρωτας και η ηδονή είναι μέγα μυστήριο, δηλ. ενέχουν άρρητη δύναμη, διότι αναστατώνουν τις κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις των ανθρώπων. Η ηδονή είναι μυστήριο, διότι είναι ανεξήγητο πώς μπορεί να αποσπάσει ένα άνθρωπο από τη φυσική σταθερότητα των συγγενικών ή φιλικών σχέσεων και να τον συνάψει με μια άγνωστη βιολογικά γυναίκα. Ο γάμος είναι μυστήριο, διότι για την ηδονή οι άνθρωποι είναι αποφασισμένοι να εγκαταλείψουν τα πάντα. Ο Μεθόδιος υποστηρίζει ότι ο κόσμος γέμισε παιδιά κι επομένως έπαυσε να παρίσταται αδήριτη η ανάγκη εμμονής στην περαιτέρω αύξηση του πληθυσμού της γης. Αφού όμως η παιδοποιία δεν είναι ο απώτερος σκοπός της σεξουαλικότητας, τότε ποιος είναι; Η απάντηση είναι ότι αυτός ο σκοπός είναι η πλήρης απενεργοποίηση της σεξουαλικότητας δια της εξάρσεως της αξίας της παρθενίας.

Ο Βασίλειος Αγκύρας, στηριζόμενος σε ιατρικά κείμενα της εποχής του άλλα ερμηνεύοντάς τα θεολογικά, θα τονίσει ότι ο ίδιος ο Θεός ενέβαλλε τον οίστρο της σεξουαλικής συμπλοκής του άρρενος με το θήλυ. Ενώ υποτάσσει το θήλυ στη δυναστεία του άρρενος εν τούτοις εξισορροπεί τα πράγματα τιθασεύοντας το άρρεν δια της ηδονής πού απελευθερώνει το θήλυ. Καθιστά το άρρεν αιχμάλωτο του θήλεος χάρη στην ηδονή. Η ηδονή επομένως, συνιστά τον τρόπο πού μηχανεύτηκε ο Θεός για να επιτευχθεί φυσική ισορροπία και ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα. Ο Θεός δεν εγκατέσπειρε την ηδονή μόνον για την παιδοποιία, αλλά και για τον ίδιο τον οίστρο της σεξουαλικής σχέσεως. Θα υποστηρίξει ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο πού ο ίδιος ο Θεός χάρισε στις γυναίκες ιδιαίτερα εύπλαστο και μαλακό σώμα, αφού αποσκοπούσε είτε διά της αφής είτε διά του βλέμματος είτε διά του λικνίσματος και των αβρών κινήσεων όλων των μελών του να είναι μάλαγμα της ηδονής για το άρρεν, αιχμαλωτίζοντας πανταχόθεν όλες τις αισθήσεις του.

Κατά τον Χρυσόστομο, ο θεσμός του γάμου είναι το προσφορότερο και καταλληλότερο πλαίσιο, εντός του οποίου οι σύζυγοι καλούνται να απολαύσουν την ηδονή, δεδομένου ότι αυτό τους εξασφαλίζει, κατά κάποιον τρόπο, από απορριπτέες αμετρίες, όπως της μοιχείας ή της πορνείας. Αν δεν επικρατεί όμως ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα, αν ο σύζυγος απειλεί, εκφοβίζει ή εξευτελίζει την γυναίκα προπηλακίζοντάς την, αν ο άντρας δεν την θεωρεί κατοικώντας μαζί της ως ελευθέρα κι όχι ως δούλη, δεν θα μπορέσει ποτέ να απολαύσει την ηδονή στην πληρωματική εκδοχή της. Με τον Χρυσόστομο εισάγεται, το πρώτον, θεολογικά η τρυφερότητα των διασυζυγικών σχέσεων, η δε κοινωνική ανισότητα των δύο φύλων καθίσταται το όριο και το μέτρο της ηδονής. Ο γάμος, κατά τον Χρυσόστομο, γίνεται ένα εργαστήριο κοινωνίας, τρυφερότητας κι αγάπης, κι όχι το κέντρο εξυπηρέτησης πολιτικών, κρατικών ή φυσικών αναγκών.

Συμπεράσματα

Καταδεικνύεται από τη ζύμωση αυτή ότι ενυπάρχουν σαφείς τάσεις, με πρωτοβουλία και πρωτοπόρο δραστηριοποίηση της ίδιας της πρακτικής θεολογίας, τόσο η ηδονή όσο και η επιθυμία να απελευθερωθούν από τους έλλογους σκοπούς που προσδιόριζαν οι καταπιεστικές ανάγκες του Κράτους ή της Φύσης. Όσο ο άνθρωπος αποσπάται από το αποπνικτικό -μολονότι έως ένα βαθμό αναγκαίο- πλαίσιο της Φύσης ή του Νόμου της Πόλεως ή του Κράτους, τόσο πιο πολύ βεβαιώνεται ως αυτοκαθοριζόμενο άτομο, στην πρακτική εκδήλωση της ζωής. Όσο πιο πολύ ανατιμάται η επιθυμία, τόσο πιο πολύ καταξιώνεται το άλλοτε θεωρούμενο “άχρηστο”, αυτό πού δεν μπορούσε να νομιμοποιηθεί από την Φύση ή το Κράτος.

Η απελευθέρωση της επιθυμίας συμβαδίζει με την μακρά κι επίπονη διαδικασία αυτονόμησης και ανάδυσης του ατόμου. Ο μοντερνισμός φαίνεται να εξαγγέλλεται μέσα από αυτές τις ανακατατάξεις, πράγμα πού βεβαιώνει την άποψή μας ότι εκκλησιαστική θεολογία και μοντερνισμός δεν συγκρούονται πάντοτε αναγκαστικά. Η θεολογία συνεπώς υπήρξε, και στο επίπεδο της ηθικής, κριτική του μεταφυσικού λόγου. Η χριστιανική ηθική ούτε οικουμενική ούτε διαχρονική μπορεί να είναι, διότι δεν βασίζεται σε καθολικές έννοιες, έμφυτες στην υπερβατικότητα του λόγου, αλλά στην δυναμική της κίνησης πού ταυτίζεται με την Ιστορία.

Έτσι εξηγείται από αρκετούς Πατέρες, γιατί στην αρχή της ανθρωπότητας, ακόμη και η αιμομιξία θεωρείται ηθικώς ανεπίληπτη, εν συνεχεία το αυτό ισχύει για την πολυγαμία, μέχρι να φθάσουμε στην μονογαμία και την παρθενία. Από την άλλη η παρθενία δεν ταιριάζει σε όλους. Το Σώμα του Χριστού διαθέτει μια τεράστια ποικιλία ανθρώπων, πράγμα πού σημαίνει ότι ο ηθικός λόγος θα πρέπει να είναι ανάλογος της μεγάλης τους ιδιαιτερότητας, θα πρέπει να είναι προσαρμοστικός και αναδιατακτικός, δηλ. να πτυχώνεται ανάλογα με τις παντοειδείς αποχρώσεις των μελών. Η αφηρημένη και καθολική ηθική που ήδη εφαρμόζεται στην εκκλησιαστική πρακτική, υπό την μορφή συνοδικών κανόνων, θα πρέπει να αποτελούσε πρόβλημα για μερίδα της πατερικής σκέψης. Τούτο επιβεβαιώνεται από την πεποίθηση ότι κανείς από τους ανθρώπους δεν έχει το ίδιο σώμα με τους άλλους ανθρώπους, κι επομένως τις ίδιες βιολογικές και ενστικτώδεις ορμές και επιθυμίες, πράγμα πού φυσικά διαμορφώνει την ηθική ως εξατομικευμένη διαδικασία.

Η ανάλυση πού προηγήθηκε νομίζουμε ότι μπορεί να συμβάλλει σ’ ένα γόνιμο προβληματισμό γύρω από μια μεταβλητή ηθική, ανάλογη προς τις εγγενείς βιολογικές δυνάμεις και δυνατότητες του καθενός. Μια ηθική της οποίας ο λόγος δεν θα είναι ολοκληρωτικός και αποπνικτικός, όπως συμβαίνει με την αφηρημένη και καθολική ηθική, άλλα βαθιά προσωπικός και απελευθερωτικός.

Βιογραφικό του Γιώργου Σκαλτσά

Ο κ. Γιώργος Σκαλτσας γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1960 και σπούδασε νομικά και θεολογία στο Α.Π.Θ. Συνέχισε τις θεολογικές μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Louvain-la-Neuve (Βέλγιο) και στο Παρίσι, στην Ecole Pratique des Hautes Etudes, απ’ όπου το 1992 έλαβε το Μεταπτυχιακό Δίπλωμα (DEA) με ειδίκευση στην Πατρολογία. Από το ίδιο ακαδημαϊκό ίδρυμα έλαβε το 1999 το διδακτορικό δίπλωμα με θέμα: “Η δυναμική της εσχατολογικής μεταμόρφωσης στον Γρηγόριο Νύσσης. Μελέτη στη σχέση αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και πατερικής σκέψης”. Καθηγητής σήμερα στην εκκλησιαστική εκπαίδευση, έχει λάβει μέρος σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια και έχει δημοσιεύσει μελέτες πατρολογικού περιεχομένου σε ελληνικά και ξένα έντυπα.

;


Αφήστε μια απάντηση

Copyright © …για το Μάθημα των Θρησκευτικών          Φιλοξενείται από Blogs.sch.gr
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση