Αρχική » Χωρίς κατηγορία » αβάντα συνώνυμα

αβάντα συνώνυμα

  • πλεονέκτημα, προτέρημα
  • ( όφελος, κέρδος, ωφέλεια { συνήθως όταν αναφερόμαστε σε επιλήψιμο, αθέμιτο κέρδος } )
  • αβάντζα, ( μέσο, υποστήριξη { όταν αναφερόμαστε σε π.χ. “Πήρε τη δουλειά με μέσο” } )

 

 

Αν γνωρίζετε κάποιο ακόμα συνώνυμο ή επιθυμείτε να κάνετε κάποια παρατήρηση ή σχολίο, παρακαλώ αφήστε κάποιο σχόλιο ή επικοινωνήστε στέλνοντας ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομίου στο giannoylas@sch.gr.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση