ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ
Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου
Η αγία μας Εκκλησία, την επόμενη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή τιμά κι εορτάζει πάντες τους αγίους της. Τους μαθητές και αποστόλους του Χριστού, τους πατέρες και διδασκάλους, τους οσίους και τους δικαίους, τους μάρτυρες και τους ομολογητές όλων των αιώνων και όλων των εποχών.
Με τον εορτασμό των αγίων πάντων, διευρύνεται η ανθρώπινη κοινωνία. Η κοινωνία μαζί τους, μας επιτρέπει, να αποκτάμε τη δυνατότητα του δικού μας εξαγιασμού και της δικής μας Θεοκοινωνίας.
Άγιοι είναι οι γνήσιοι θεράποντες του Χριστού. Η ονομασία Άγιος δίδεται κατ’ αρχάς στους Μάρτυρες, που ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό και γι’ αυτό τους θανάτωσαν (μαρτύρησαν). Μετά το τέλος των διωγμών η ονομασία δίνεται και σ’ αυτούς που διακρίθηκαν για την άγια ζωή τους. Τιμάμε όλους τους Αγίους με αρχηγό την Παναγία Μητέρα του Κυρίου, καθώς και τους αγίους Αγγέλους. Ενώ προσφέρουμε λατρεία μόνο στον Τριαδικό Θεό, δηλαδή, στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα.
Η αγιότητα, για τη χριστιανική πίστη, δεν είναι ανθρωποκεντρική, αλλά θεοκεντρική. Δεν εξαρτάται από τα ηθικά επιτεύγματα του ανθρώπου, όσο σπουδαία και αν είναι αυτά, αλλά από τη δόξα και τη χάρη του Θεού και από τον βαθμό της προσωπικής σχέσης με τον προσωπικό Θεό. Η Θεοτόκος ονομάζεται «Παναγία» και «Υπεραγία», όχι για τις αρετές Της, αλλά γιατί Αυτή, περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο, ενώθηκε προσωπικά με τον Άγιο Θεό δίνοντας σάρκα και αίμα στον Υιό του, τον Ιησού Χριστό.
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διδάσκει, ότι οι άνθρωποι δεν συνεισφέρουμε τίποτε άλλο, εκτός από την προαίρεσή μας, χωρίς την οποία ο Θεός δεν ενεργεί, ο δε κόπος και η άσκησή μας, δεν παράγει ως αποτέλεσμα την αγιότητά μας, αφού μπορούν να αποδειχθούν σκύβαλο χωρίς καμιά αξία.
Σε ορισμένες περιπτώσεις στην έννοια της αγιότητας προστίθεται ένα στοιχείο μυστικισμού, σύμφωνα με το οποίο άγιος είναι εκείνος, που φθάνει στο πνευματικό επίπεδο, να επικοινωνεί με το «θείον», και να βλέπει πράγματα, που δεν βλέπουν οι άλλοι άνθρωποι. Δηλαδή, ζει υπερφυσικές καταστάσεις και ενεργεί με υπερφυσικές πράξεις.
Οι άγιοι αγιάζονται και δοξάζονται, όχι με μια αγιότητα και μια δόξα που πηγάζει από μέσα τους, αλλά με την αγιότητα και τη δόξα του ίδιου του Θεού. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη θέωση των αγίων. Άγιος, είναι εκείνος που δεν επιζητεί με κανένα τρόπο τη δική του δόξα, αλλά μόνο τη δόξα του Θεού. Όταν επιζητεί κανείς τη δική του δόξα, χάνει την αγιότητά του, γιατί σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει άλλος άγιος εκτός από τον Θεό. Αγιότητα σημαίνει μετοχή και κοινωνία στην αγιότητα του Θεού, αυτό σημαίνει άλλωστε θέωση.
Το πιο αποκαλυπτικό σημείο του τί είναι αγιότητα, είναι η εκφώνηση του ιερέως στην Θεία Λειτουργία, όταν υψώνει το Τίμιο Σώμα λίγο πριν από τη Θ. Κοινωνία, που λέγει: «τα άγια τοις αγίοις». Δηλαδή το Σώμα του Χριστού και το Αίμα Του είναι άγια και προσφέρονται στους «αγίους», δηλαδή, στα μέλη της Εκκλησίας, προς κοινωνία. Η απάντηση του λαού στην εκφώνηση αυτή είναι συγκλονιστική λέγων ότι «εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός». Ένας είναι άγιος, ο Χριστός. Εμείς είμαστε αμαρτωλοί και η αγιότητά Του, στην οποία καλούμεθα, να συμμετάσχουμε και εμείς οι αμαρτωλοί, δεν αποβλέπει σε τίποτε άλλο από τη δόξα τού Θεού (εις δόξαν Θεού Πατρός).
Την ώρα εκείνη η Εκκλησία βιώνει την αγιότητα στο αποκορύφωμά της. Με την ομολογία «εις άγιος», κάθε αρετή και κάθε αξία εκμηδενίζονται μπροστά στην Αγιότητα του μόνου Αγίου. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να προσερχόμεθα στη Θ. Κοινωνία χωρίς προπαρασκευή και αγώνα για την άξια προσέλευσή μας. Σημαίνει όμως, ότι όσο και αν προετοιμαστούμε, δεν γινόμαστε άγιοι προτού κοινωνήσουμε.
Η αγιότητα δεν προηγείται της ευχαριστιακής κοινωνίας, αλλ’ έπεται. Αν είμαστε άγιοι πριν κοινωνήσουμε, τότε προς τί η Θ. Κοινωνία. Μόνον η μετοχή στην αγιότητα του Θεού μάς αγιάζει, και αυτό είναι που μάς προσφέρει η Θ. Κοινωνία.
Έτσι είναι ότι αιτιολογείται, γιατί όλα τα μέλη της Εκκλησίας καλούνται «άγιοι», παρά το ότι δεν χαρακτηρίζονται από ηθική τελειότητα. Εφ’ όσον αγιότητα για τους ανθρώπους σημαίνει μετοχή στην αγιότητα του Θεού, όπως αυτή προσφέρεται από τον Χριστό, ο Οποίος υπέρ ημών αγιάζει Εαυτόν με τη θυσία Του, όλα τα μέλη της Εκκλησίας, που μετέχουν στον αγιασμό αυτόν μπορούν να καλούνται «άγιοι».
Με το ίδιο σκεπτικό η γλώσσα της Εκκλησίας, από τους πρώτους αιώνες, αποκαλεί, ως «άγια», τον άρτο και τον οίνο, τα στοιχεία δηλαδή της Θείας Ευχαριστίας (Πρόσχωμεν! Τα άγια τοις αγίοις»), παρά το γεγονός, ότι από τη φύση τους δεν είναι άγια. Και με την ίδια αιτιολογία η Εκκλησία, πολύ ενωρίς, απένειμε τον τίτλο «άγιος» στους επισκόπους. Πολλοί σκανδαλίζονται σήμερα, όταν λέμε «ο άγιος δείνα» Ο επίσκοπος καλείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, όχι για τις αρετές του, αλλά γιατί εικονίζει στη Θ. Ευχαριστία τον μόνον Άγιο, ως εικών του Χριστού και ως καθήμενος εις τόπον και τύπον Χριστού, κατά τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο.
Η θέση του επισκόπου στη Θ. Ευχαριστία είναι εκείνη που δικαιολογεί τον τίτλο «άγιος». Ο Ορθόδοξος λαός, πριν υποστεί τη διάβρωση του ευσεβισμού, δεν είχε καμία δυσκολία να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του εικονισμού, και βλέπει τον ίδιο τον Χριστό στο πρόσωπο εκείνου, που τον εικονίζει μέσα στη Θ. Λειτουργία, δηλαδή στον Επίσκοπο.
Η Θεία Ευχαριστία είναι η κατ’ εξοχήν «κοινωνία αγίων». Σ’ αυτήν αποβλέπει η άσκηση των οσίων, η οποία δεν είναι ποτέ αυτοσκοπός, αλλά μέσο προς τον σκοπό, που είναι η ευχαριστιακή κοινωνία. Το σημείο αυτό λησμονείται και παραβλέπεται από πολλούς σύγχρονους θεολόγους, ακόμα και Ορθοδόξους, οι οποίοι, ιδιαίτερα στις μέρες μας, τείνουν να ταυτίσουν την αγιότητα μόνο με την άσκηση.
Η Θεία Ευχαριστία είναι το αποκορύφωμα του αγιασμού, όχι μόνο γιατί αυτή προσφέρει στον άνθρωπο την τελειότερη και πληρέστερη ένωση (σωματική και πνευματική) με τον μόνον Άγιο, αλλά και διότι αποτελεί τον πιο τέλειο εικονισμό της Βασιλείας του Θεού. Δηλαδή της καταστάσεως εκείνης, στην οποία θα αγιάζεται και θα δοξάζεται από όλη την κτίση αιώνια και αδιάκοπα ο «άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ».
Η Εκκλησία του Αγίου Τριαδικού Θεού προσπαθεί, να διακονήσει τον άνθρωπο οδηγώντας τον σε κοινωνία με τον Χριστό, δηλαδή στη θέωση, και στηρίζει το έργο της στο Μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας «το περιεχόμενο και η οδός της θεώσεως είναι η ένωση με τον Χριστό, επειδή ακριβώς η ένωση με το Αρχέτυπο είναι εκείνη που οδηγεί τον κάθε άνθρωπο στην ολοκλήρωσή του» ( ΝΕΛΛΑΣ ΠΑΝ., Ζώον Θεούμενον)
Εξαρτάται όμως, από τον κάθε άνθρωπο, κατά πόσον θα πραγματοποιήσει την ενότητά του με τον Θεάνθρωπο Χριστό, επειδή όσο μετέχει ο άνθρωπος στο θεωμένο σώμα και αίμα του Κυρίου, τόσο πραγματώνει την ενότητά του με τον Χριστό. Όλοι μαζί πρέπει να προκόπτουμε πνευματικά, να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον και να αγιαζόμαστε, ώστε να μην είμαστε απλώς οι πιστεύοντες στον Χριστό, αλλά κυρίως οι μετέχοντες ενεργά στη Θεία Ευχαριστία, που μας οδηγεί στην κατά Χάριν αγιότητα, όπως οδήγησε όλους όσους τιμά η Εκκλησία τη συγκεκριμένη κατ’ έτος Κυριακή (σημερινή), ως Κυριακή των Αγίων Πάντων, «ων την μνήμη επιτελούμεν και ευλαβώς εορτάζομεν». ΑΜΗΝ!