ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου
Κυριακή τρίτη, μετά το Πάσχα και η Εκκλησία μας τιμά και εορτάζει τη μνήμη των αγίων Μυροφόρων γυναικών, του Ιωσήφ του εξ’ Αριμαθαίας και του νυκτερινού μαθητή Νικοδήμου, οι οποίοι ζήτησαν και έλαβαν από τον Πιλάτο το σώμα του Εσταυρωμένου, το οποίο τοποθέτησαν μέσα σε λαξευτό μνημείο και οι στρατιώτες έβαλαν μία μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου.
Συνεπώς, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος είναι οι μάρτυρες του θανάτου και της ταφής του Κυρίου, ενώ οι Μυροφόρες γυναίκες είναι οι πρώτες μάρτυρες της Αναστάσεώς Του. Μυροφόρες ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία «καθήμεναι απέναντι του τάφου». Με την φράση και η άλλη Μαρία υποδηλώνεται, αναμφίβολα, η Θεομήτωρ. Διότι αυτή εκαλείτο και Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ, επειδή εκείνοι ήταν γιοι του Ιωσήφ του Μνήστορος.
Δεν παρευρίσκονταν μόνο αυτές εκεί, όταν ενταφιάζονταν ο Κύριος, αλλά και άλλες γυναίκες, όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς: «κατακολουθήσασαι δε γυναίκες, αίτινες ήσαν συνεληλυθυίαι ούτω εκ της Γαλιλαίος, εθεάσαντο το μνημείον και ως ετέθη το σώμα αυτού· ήσαν δε η Μαγδαληνή Μαρία και Ιωάννα και Μαρία Ιακώβου και αι λοιποί συν αυταίς», οι οποίες συμπαραστάθηκαν στην Θεοτόκο, κατά την διάρκεια των φρικτών παθημάτων του Χριστού και οι οποίες φρόντισαν, να αλείψουν με μύρα το σώμα του Κυρίου.
Είναι αυτές που ανέλαβαν να συμπληρώσουν τις ελλείψεις της εσπευσμένης ταφής. Αλλά αντί να αλείψουν με μύρα το νεκρό σώμα, αντί να κλάψουν για τον νεκρό, αξιώθηκαν να ιδούν πρώτες το κενό μνήμα και να ακούσουν πρώτες από τον φύλακα άγγελο το Ζωηφόρο μήνυμα της Αναστάσεως και από Μυροφόρες έγιναν ευαγγελίστριες, αφού αυτές έφεραν το ευαγγέλιο της εγέρσεως στους μαθητές και εκείνοι στον κόσμο, καθώς γράφει ο Ευαγγελιστής: «…υπάγετε είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω…» (Μαρκ. 16,7)
Οι Μυροφόρες γυναίκες, ως μάρτυρες της Ανάστασης, δοκίμασαν στην καρδιά τους ανεκλάλητη χαρά και πιστοποίησαν σε όλους το γεγονός. Δοκίμασαν όμως «τρόμο και έκσταση». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει, ότι τον μεν φόβο τον είχαν ακόμη η Μαγδαληνή Μαρία και οι άλλες γυναίκες, που είχαν έως τότε συγκεντρωθεί. Διότι αυτές δεν κατάλαβαν την σημασία των λόγων του αγγέλου, ούτε μπόρεσαν να προλάβουν καλά-καλά το φως, ώστε να δουν και να αντιληφθούν με ακρίβεια το γεγονός. Την μεγάλη χαρά την δέχθηκε η Θεομήτωρ, διότι κατενόησε τα λόγια του αγγέλου και δόθηκε ολόκληρη σ’ εκείνο το φως, «ως άκρως κεκαθαρμένη και θεϊκώς κεχαριτωμένη».
Συνεπώς, συνεχίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, για όλα αυτά γνώρισε με βεβαιότητα την αλήθεια και πίστεψε στον αρχάγγελο, ο οποίος παλιότερα της είχε μεταφέρει το μήνυμα της Θείας Ενανθρωπίσεως. Πώς θα μπορούσε, ύστερα από τέτοια γεγονότα στα όποια παρευρέθηκε, να μη καταλάβει η Παρθένος το τι είχε συντελεστεί; Όταν είδε τον σεισμό, και μάλιστα τόσο μεγάλο; Όταν είδε τον άγγελο, να κατεβαίνει από τον ουρανό, και μάλιστα αστραποβόλο; Όταν είδε τη νέκρωση των φυλάκων και του λίθου την μετακίνηση, καθώς και την κένωση του τάφου και το μεγάλο θαύμα των ενταφίων; Όταν ακόμη είδε την χαρμόσυνη εμφάνιση και αγγελία του αγγέλου προς αυτήν;
Η μεν Μαγδαληνή Μαρία συμπεριφερόταν, σαν να μην είχε καν ακούσει τον άγγελο, αφού άλλωστε κι εκείνος δεν μίλησε σε αυτήν, διαπίστωσε μόνο την κένωση του τάφου και τρέχει προς τον Σίμωνα Πέτρο και τον άλλο μαθητή, όπως λέγει ό Ιωάννης. Η δε Θεομήτωρ Παρθένος, ενώθηκε με άλλο όμιλο γυναικών, επέστρεφε πάλι εκεί από όπου είχε έλθει. Και ιδού, όπως λέγει ο Ματθαίος, ο Ιησούς «υπήντησεν αυταίς λέγων, χαίρετε». Βλέπετε λοιπόν, λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι πριν κι από την Μαγδαληνή Μαρία, η Θεομήτωρ είδε Αυτόν, που για την σωτηρία μας έπαθε σωματικά και ενταφιάστηκε και αναστήθηκε. «Αι δε προσελθούσαι, εκράτησαν αυτού τους πόδας και προσεκύνησαν αυτώ». Όπως η Θεοτόκος όταν άκουσε μαζί με την Μαγδαληνή Μαρία την χαρμόσυνη είδηση της Αναστάσεως από τον άγγελο, μόνη αυτή κατάλαβε την σημασία εκείνων των λόγων, έτσι και τώρα, που ήταν μαζί με τις άλλες γυναίκες, όταν συνάντησε τον Υιό και Θεό της, πρώτη από όλες τις άλλες είδε και αναγνώρισε τον Αναστάντα και προσπίπτοντας άγγισε τα πόδια του και έγινε απόστολος, προς τους Αποστόλους.
Έκτοτε τις Μυροφόρες πλημμυρίζει το αίσθημα της χαράς, γιατί ξαναβλέπουν τον Κύριό τους και γιατί το μεγάλο γεγονός της Ανάστασης εκπέμπει το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα της καταπατήσεως του θανάτου, προς τον κόσμο. Ο θάνατος καταργήθηκε, από τον θάνατο του Θεού και δεν είναι πια απογοήτευση, αλλά παρηγοριά και ελπίδα των πιστών, σημειώνει ο αείμνηστος Παναγιώτης Νέλλας. «Ο Σταυρός Σου, Κύριε, ζωή και ανάστασις υπάρχει τω λαώ σου». Το κήρυγμα του θανάτου του Θεού αποδεικνύεται, ως καύχημα, ως νίκη και ως δόξα της Εκκλησίας.
Ο θάνατος του Θεού είναι ταυτόσημος με την Ανάσταση του Χριστού. Γιατί ο Αναστάς Χριστός συνέτριψε τα δεσμά της φθοράς και ελευθέρωσε τον άνθρωπο. Ο Αναστάς Χριστός νέκρωσε το κεντρί του θανάτου και χάρισε στον άνθρωπο τη ζωή. Το ότι πέθανε ο Θεός, σημαίνει για την Εκκλησία, ότι ανέστη ο άνθρωπος και καθετί που δημιουργεί ο άνθρωπος, με νόημα και ενδιαφέρον, γίνεται η ζωή ωραία και αθάνατη.
Ο θάνατος δεν είναι στοιχείο της ανθρώπινης φύσεως. Η νίκη του Χριστού κατά του θανάτου και του Άδη θεράπευσε την ανθρώπινη φύση από το ξένο και αφύσικο αυτό στοιχείο. Η Ανάσταση του Λυτρωτή «απαρχή (της αναστάσεως) των κεκοιμημένων εγένετο» (Α΄ Κορ. 15,20). Η Ανάσταση του Κυρίου κατέρριψε όλους τους φραγμούς που εμπόδιζαν τον άνθρωπο, να εισέλθει στην αιωνιότητα, διδάσκει ο Αγ. Ειρηναίος.
Ο Αναστάς Χριστός, σύμφωνα με το Άγιο Ειρηναίο, πατέρα της αρχαίας Εκκλησίας, ανακεφαλαίωσε στον εαυτό του τον πεπτωκότα άνθρωπο και δια του εκουσίου Πάθους και της Αναστάσεώς Του συνέτριψε ολοκληρωτικά και δια παντός το κράτος του διαβόλου και κατήργησε τον «ολετήρα της κτίσεως». Η Ανάσταση του Σωτήρος Χριστού είναι το επιστέγασμα της αποκαταστάσεως και ανακεφαλαιώσεως του μεταπτωτικού ανθρώπου και ολοκλήρου της δημιουργίας. Γι’ αυτό δικαιολογημένα η αγία μας Εκκλησία, μάς καλεί να «Προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι, τω προϊόντι Χριστώ, εκ του μνήματος, ως νυμφίω, και συνεορτάσωμεν, ταις φιλεόρτοις τάξεσι, Πάσχα Θεού το σωτήριον» (Κανών του Πάσχα).
Δια της Αναστάσεως του Θεανθρώπου η ανθρώπινη φύσις οδηγήθηκε τελεσιδίκως εις την οδό της αθανασίας, και έγινε φοβερά και δι᾽ αυτόν τον θάνατον. Διότι προ της Αναστάσεως του Χριστού ο θάνατος ήταν φοβερός δια τον άνθρωπο. Από δε της Αναστάσεως του Κυρίου γίνεται ο άνθρωπος φοβερός δια τον θάνατον. Εάν ζει δια της πίστεως εις τον Αναστάντα Θεάνθρωπο ο άνθρωπος, ζει υπεράνω του θανάτου. Καθίσταται απρόσβλητος και από τον θάνατον. Ο θάνατος μετατρέπεται εις «υποπόδιον των ποδών αυτού» και οδηγεί τον απόστολο Παύλο να λέγει: «Πού σου, θάνατε, το κέντρον; πού σου, άδη, το νίκος;» (πρβ. Α΄ Κορ. 15, 55-56).
Σε τούτο τον κόσμο ο θάνατος είναι το μεγαλύτερο βάσανο και η πιο φρικιαστική απανθρωπιά. Η απελευθέρωση από αυτό το βάσανο και από αυτή την απανθρωπιά είναι ακριβώς η σωτηρία, που δώρισε εις το ανθρώπινο γένος ο Νικητής του θανάτου, ο Αναστάς Θεάνθρωπος. Δια της Αναστάσεώς Του, μας αποκάλυψε ολόκληρο το μυστήριο της σωτηρίας μας. Σωτηρία σημαίνει το να εξασφαλισθεί δια το σώμα και την ψυχή η αθανασία και η αιωνία ζωή, βεβαίως δια της θεανθρώπινης ζωής, της νέας ζωής, της εν τω Αναστάντι και δια τον Αναστάντα Χριστό!
Δια τούς Χριστιανούς ἡ ζωή αυτή, επί της γης, είναι σχολείο, στο οποίο μαθαίνουμε πώς να εξασφαλίσουμε την αθανασία και την αιωνία ζωή. Διότι τί όφελος έχουμε από αυτή την ζωή, εάν με αυτήν δεν μπορούμε να αποκτήσουμε την αιώνια; Αλλά, δια να αναστηθεί μετά του Χριστού ο άνθρωπος, πρέπει πρώτα να συναποθάνει μετ’ Αυτού και να ζήσει τη ζωή του Χριστού, ως δική του ζωή. Εάν κάνει τούτο, τότε την ημέρα της Αναστάσεως θα μπορέσει μετά του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου να πει: «Χθες συνεσταυρούμην Χριστώ, σήμερον συνδοξάζομαι. Χθες συνενεκρούμην, ζωοποιούμαι σήμερον. Χθες συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι».
Αν ήθελε κανείς να συγκεφαλαιώσει τα τέσσαρα Ευαγγέλια του Χριστού, θα μπορούσε να το κάνει με τέσσερεις μόνον λέξεις: Χριστός Ανέστη – Αληθώς Ανέστη. Σε κάθε μία λέξη, εξ αυτών, βρίσκεται από ένα Ευαγγέλιο και εις τα τέσσερα Ευαγγέλια, μαζί, βρίσκεται ολόκληρο το νόημα όλου του κόσμου του Θεού, του ορατού και του αόρατου. Και όταν όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου και όλες οι σκέψεις του επικεντρωθούν στο άκουσμα του πασχαλινού χαιρετισμού: «Χριστός Ανέστη», τότε η χαρά της αθανασίας σείει όλα τα όντα, και αυτά εν αγαλλιάσει απαντούν, ως επιβεβαίωση, «Αληθώς Ανέστη».
Όντως, αληθώς ανέστη ο Κύριος και μάρτυρες τούτου καταξιώθηκαν να γίνουν «ταις περί την Μαριάμ γυναιξί». Οι πιστές Μυροφόρες, οι οποίες ευαγγέλισαν τούτο, προς στους Μαθητές και εκείνοι το κήρυξαν «εις πάντα τα έθνη». Έκτοτε «των μαθητών ο χορός συν μυροφόροις γυναιξί, αγάλλονται συμφώνως».
Η πρώτη εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρες γυναίκες έχει και ένα βαθύτατο θεολογικό νόημα, όπως το αναπτύσσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Διδάσκει ο άγιος, ότι η Ανάσταση του Χριστού είναι η ανανέωση της ανθρώπινης φύσεως και η αναζώωση, η ανάπλαση και η επάνοδος στην αθάνατη ζωή του πρώτου Αδάμ. Τον πρώτο Αδάμ, μετά την δημιουργία του, τον είδε πρώτη η γυναίκα, γιατί εκείνη την ώρα δεν υπήρχε κανείς άλλος να τον δει, αφού η Εύα δημιουργήθηκε μετά από αυτόν. Έτσι και τον νέο Αδάμ δεν τον είδε κανείς, όταν βγήκε από τον τάφο, ύστερα δε από λίγο πρώτη τον είδε η Παναγία μητέρα Του και οι άλλες γυναίκες.
Με αυτόν τον τρόπο οι Μυροφόρες έγιναν ευαγγελίστριες των Ευαγγελιστών και οι απόστολοι των Αποστόλων. Αυτό έχει και μια άλλη σημασία. Η Εύα ήταν εκείνη που έφερε το μήνυμα της πτώσεως του Αδάμ. Τώρα η Θεοτόκος είναι η γυναίκα Εκείνη, που μαζί με ολόκληρη τη γυναικεία φύση φέρνουν το μήνυμα της Αναστάσεως στους Αποστόλους. Με τον τρόπο αυτό γίνεται η αποκατάσταση της γυναικείας φύσεως.
Ο Αναστάς Ιησούς, δια των αγίων Μυροφόρων φανερώθηκε στον κόσμο και έρχεται στον καθένα μας, δια του Αγίου Πνεύματος, μας ανασταίνει εκ νεκρών και μας ζωοποιεί και μας δίνει τη χάρη να Τον νοιώθουμε μέσα μας ολοζώντανο. Νοιώθουμε Αυτόν ο οποίος «ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!