Η Παρθένος Μαρία
π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
ΟΡΓΑΝΟ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Ο Θεός σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου, χωρίς την ανθρώπινη προαίρεση ο Θεός δεν ήθελε τον άνθρωπο ούτε στον παράδεισο. Το ίδιο βλέπουμε και στην περίπτωση της σωτηρίας του κόσμου, ήταν απαραίτητη η συνεργασία του ανθρώπου και αυτό έγινε στο πρόσωπο της παρθένου Μαρίας.
α) Η προσφορά της παρθένου Μαρίας
Σε τι συνίσταται η προσωπική συμβολή της αγίας Παρθένου στη σωτηρία του κόσμου; Και μετά την πτώση, ο Θεός συνέχισε να σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου- δεν θα έσωζε τον κόσμο χωρίς την συγκατάθεση του ίδιου του κόσμου. Η παρθένος Μαρία λοιπόν έγινε συνεργός του Θεού στο έργο της σωτηρίας ολοκλήρου του κόσμου. Οι λόγοι της, ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτο μοι κατά το ρήμα Σου (Λουκ. α’ 38) δεν ήταν απλώς η δική της συγκατάθεση, αλλά η συγκατάθεση ολοκλήρου του κόσμου. Το στόμα της Θεοτόκου έγινε στόμα ολοκλήρου της δημιουργίας και ταυτόχρονα όργανο της σωτηρίας του κόσμου.
Από το άλλο μέρος η παρθένος Μαρία αποτελεί προσφορά προς τον Θεό ολοκλήρου του κόσμου. Η ανθρωπότης δίδει στο πρόσωπο της Παρθένου την αγνότερη προσφορά της στον Θεό και ο Θεός τη δέχεται και την κάνει δοχείο, τόπο γέννησής Του, μητέρα του ανθρώπινου γένους και ολόκληρου του κόσμου. Αυτό σημαίνει ο λόγος του Κυρίου στον αγαπημένο Του μαθητή: Ιδού η μήτηρ σου! (Ιω. ιθ’ 27). Σ’ αυτό συνίσταται η συμβολή της Παρθένου στη σωτηρία μας.β) Αληθής Θεοτόκος
Με ποια έννοια ονομάζεται η παρθένος Μαρία Θεοτόκος;
Μετά τη συγκατάθεσή της ήλθε σ’ αυτήν το Πνεύμα το Άγιο, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου (Λουκ. α’ 35) και την εξάγνισε χορηγώντας σ’ αυτήν τη δύναμη να δεχθεί να Τον γεννήσει:
Και τότε έπεσεν επάνω της, ωσάν σκιά, η ενυπόστατος Σοφία και Δύναμις του Υψίστου Θεού, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο ομοούσιος με τον Πατέρα, ωσάν θείος σπόρος, και εδημιούργησε δια τον εαυτόν Του σάρκα με ψυχήν λογικήν και νοεράν, την πιο εκλεκτήν εκπροσώπησιν του γένους μας, όχι σπερματικώς, αλλά δημιουργικώς, με την συνεργασίαν του Αγίου Πνεύματος… εδημιούργησε με ανέκφραστον τρόπον μέσα εις την ιδικήν Του προσωπικήν υπόστασιν, από τα Αγνά αίματα της αειπαρθένου, σάρκα με ψυχήν λογικήν και νοεράν, παίρνοντας, ό,τι εκλεκτόν από το ανθρώπινον γένος, με το να γίνει ο ίδιος ο Λόγος αληθινή ύπαρξις δια την σάρκα (Ιω. Δαμασκ.).
Η διδασκαλία αυτή της Εκκλησίας (Α’ Τιμ. γ’ 15) είναι Γραφική: Η σοφία οικοδόμησε για τον εαυτόν της οίκον… (Παροιμ. θ’ 1)• και ο Λόγος έγινε σαρξ που κατώκησε μεταξύ μας, και είδαμεν την δόξαν αυτού, δόξαν που έχει ένας μονογενής Υιός από τον Πατέρα, γεμάτος χάριν και αλήθειαν (Ιω. α’ 14. Πρβλ. Ιω. Γ 18).
Ήταν λοιπόν πραγματικός άνθρωπος, το αναμενόμενο σπέρμα της γυναικός (Γεν. γ’ 15). Ο προφήτης Ησαΐας βεβαιώνει τον Άχαζ, βασιλέα των Ιουδαίων για την προστασία του Θεού και τον παρακινεί να ζητήσει σημείον παρά Κυρίου, δηλαδή θαυματουργική απόδειξη είτε στα βάθη της γης, είτε και στα ύψη των ουρανών (Ης. ζ’ 10-11). Τότε ο Άχαζ λέει:
Δεν θα ζητήσω, ούτε θα εκπειράζω τον Κύριον.
Και ο προφήτης του απαντάει: Ακούσατε λοιπόν σεις, που ανήκετε στον οίκο Δαυίδ˙ είναι μικρόν να παρέχετε αφορμάς σε ανθρώπους; και πως τολμάτε να στενοχωρείτε τον Κύριον, Δια τούτο θα δώσει ο ίδιος ο Κύριος σημείον: Ιδού η παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει Υιόν και θα του δώσεις το όνομα Εμμανουήλ, δηλαδή μεθ’ ημών ο Θεός (Ης. ζ’ 12-14. Πρβλ. θ’ 6).
Βέβαια το σημείον αυτό αναφέρεται κατ’ αρχήν στη σωτηρία της Ιερουσαλήμ, αλλά ταυτόχρονα μαρτυρεί και για το πρόσωπο της Θεοτόκου, δηλαδή της μητέρας Εκείνου, που έγινε Σωτήρας της Νέας Ιερουσαλήμ, της Εκκλησίας (πρβλ. Ματθ. α’ 21-23, δ’ 14-16. Ης. θ’ 1-2. Μιχ. ε’2).
Ο Υιός της Παρθένου δεν ήταν μόνο τέλειος άνθρωπος, αλλά και τέλειος Θεός , όχι θεοφόρος άνθρωπος, αλλά Θεός με σάρκα. Δεν ήταν κάποιος προφήτης που εχρίσθη μετά τη γέννησή του από τον Θεό, αλλά ο ίδιος ο Θεός που εσαρκώθη χωρίς όμως η θεία φύση να τραπεί σε ανθρώπινη ή η ανθρώπινη φύση να μεταβληθεί σε θεία. Κι αυτό το γεγονός λογίζεται ως χρίσις του Υιού της Παρθένου γι’ αυτό το λόγο ο Ιησούς γεννήθηκε στη Βηθλεέμ ως Σωτήρ και Κύριος και ήταν από τη στιγμή της συλλήψεως Του Χριστός (πρβλ. Λουκ. α’ 35-43, θ’ 11). Ο χρίσας έγινε άνθρωπος και ο χριόμενος έγινε Θεός, όχι με μεταβολή της φύσεως, αλλά με υποστατική ένωση, δηλαδή με ένωση στο ένα και μοναδικό πρόσωπο τού Χριστού. Η αγία Γραφή δεν αφήνει αμφιβολία:
Και θα εκχύσω επί τον οίκον Δαυίδ και επί τους κατοικούντας την Ιερουσαλήμ Πνεύμα χάριτος και οικτιρμού, και θα επιβλέψουν προς εμέ, τον οποίον εξεκέντησαν (Ζαχ. ιβ’10).
Προσέχετε λοιπόν εις τους εαυτούς σας και εις όλον το ποίμνιον, εις το οποίον το Πνεύμα το Άγιον σας έθεσεν επισκόπους, δια να ποιμάνετε την Εκκλησίαν του Θεού, την οποίαν απέκτησε δια του ιδίου αίματος (Πράξ. κ’ 28).
Στα σπλάγχνα της Παρθένου ενώθηκαν σε μία υπόσταση (πρόσωπο) η θεία με την ανθρώπινη φύση, χωρίς να διαιρούνται αλλά και χωρίς να συγχέονται και χωρίς να μεταβάλλεται η μία στην άλλη. Η καθεμιά από τις φύσεις του Χριστού διατηρεί τα δικά της γνωρίσματα. Όμως επειδή το πρόσωπο του Χριστού είναι ένα, γίνεται κοινοποίηση των ιδιωμάτων μεταξύ των δύο φύσεων. Έτσι αυτό που συμβαίνει στη μία, συμβαίνει στο ένα πρόσωπο του Υιού του Θεού.
Η παρθένος Μαρία δεν εγέννησε τη Θεότητα, εγέννησε την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Επειδή όμως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, στο οποίο και οι δύο φύσεις είναι αχώριστα ενωμένες, ονομάζει η αγία Γραφή την παρθένο Μαρία μητέρα του Κυρίου (Λουκ. α’ 3) και τον Χριστόν Κύριον και Θεόν (Λουκ. α’ 35, 68, 76, θ’ 11. Πρβλ. Μαλαχ.γ’ 1).
Έτσι, όταν αναφέρει η αγία Γραφή πως εξεκέντησαν τον Κύριον (Γιαχβέ) δεν εννοεί τη θεία φύση του Χριστού, αλλά το σώμα Του, το οποίο όμως ήταν αχώριστα ενωμένο με τη Θεότητα με βάση το ένα πρόσωπο (Κορ. β’ 9). Με τον ίδιο τρόπο κατανοούμε και το άλλο εδάφιο, το οποίο κάνει λόγο για το αίμα του Θεού (Ζαχ. ιθ’ 10, Α-ποκ. α’ 7).
Αλλού αναφέρεται πως ο Υιός του ανθρώπου, που κατέβηκε από τον ουρανόν ενώ βρισκόταν ακόμη στη γη, έλεγε πως βρισκόταν ταυτόχρονα στον ουρανό (Ιω. γ’ 13), ή: πριν γίνει ο Αβραάμ εγώ είμαι (Ιω. η’ 58).
Η παρθένος Μαρία λοιπόν είναι αληθινά Θεοτόκος• όποιος το αρνείται, αρνείται το χριστολογικό δόγμα, δηλαδή τη σωτηρία (Κολ. β’ 9. Α’ Τιμ. γ’ 16).
γ) Αειπάρθενος
Η παρθένος Μαρία ήταν και πριν, και κατά και μετά τη γέννηση παρθένος. Είναι δηλαδή αειπάρθενος. Ο Χριστός είναι η νέα ρίζα, δεν κατάγεται από την παλαιά ρίζα του Αδάμ. Η παρθένος Μαρία έμεινε κατά τη γέννηση του Χριστού παρθένος. Αλλά και πριν από τη γέννηση ήταν παρθένος (Ης. ζ’ 14. Ματθ. α’ 23), όπως και μετά από αυτήν ο Χριστός ονομάζεται μονογενής ενώπιον της μητρός του (Παροιμ. δ’ 3 κατά το εβραϊκό κείμενο) γιατί εδώ δεν γίνεται λόγος για τον Σολομώντα που, όπως είναι γνωστό, δεν ήταν μονογενής της μητρός του (Β’ Βασιλ. ια’ 27, ιβ’ 24). Αυτό που ο Χριστός χρησιμοποιεί το θέλει σε αποκλειστική χρήση (Μάρκ. ιε’ 2. Ίω. ιθ’ 41). Αυτό ισχύει και στην περίπτωση της παρθένου Μαρίας αυτό το προλέγει ο προφήτης: Και με επέστρεψε στην οδόν της εξωτερικής πύλης του αγιαστηρίου, που βλέπει προς ανατολάς και αυτή ήταν κλεισμένη. Και είπεν ο Κύριος προς εμέ η πόλη αυτή θα μείνει κλειστή, δεν θα ανοιχθεί και κανείς δεν θα διέλθει, δι’ αυτής, διότι Κύριος ο Θεός τού Ισραήλ θα διέλθει δι’ αυτής και θα μείνει κλειστή, διότι ο άρχων αυτός θα καθίσει εις αυτήν δια να φάγει άρτον ενώπιον του Κυρίου, θα εισέλθει από την στοά της πύλης και δια της ιδίας οδού θα εξέλθει (Ιεζ. μδ’ 1-3).
Η παρθένος Μαρία είναι η πύλη την οποία πέρασε ο Λόγος, εκτός από αυτόν, κανείς δεν πέρασε, έμεινε για πάντα κλειστή:
Χαίρε Πύλη μόνη, ην ο Λόγος διώδευσε μόνος, η μοχλούς και Πύλας Άδου, Δέσποινα, τω τόκω σου συντρίψασα, χαίρε θεία είσοδος των σωζόμενων, Πανύμνητε (από τον Ακάθιστο ύμνο). Ο Ιωσήφ ονομάζεται βέβαια ανήρ της παρθένου και Πατέρας τού Ιησού (Ματθ. α’ 19. Λουκ. β’ 41, 48-49), όπως και η ίδια η Μαρία χαρακτηρίζεται ως γυνή του Ιωσήφ (Ματθ. α’ 20). Πράγματι κατά το νόμο ο Ιωσήφ ήταν ανήρ της Μαρίας και πατέρας τού Ιησού, αλλά μόνο κατά το νόμο, προκειμένου να προστατευθεί από την διαπόμπευση η μητέρα και το παιδίον ήταν ανήρ αυτής με την έννοια της αρραβωνιασμένης γυναίκας (πρβλ. Ματθ. α’ 18-20. Λουκ. α’ 27, β’ 5), που εθεωρείτο νόμιμα συνδεδεμένη και, αν ετεκνοποιούσε με άλλον, θα ελιθοβολείτο (Εξοδ. κθ’ 16-17. Δευτερ. κβ’ 28-29. Ιεζ. ι-στ’ 40). Ο Ιωσήφ, μετά τη γέννηση του Ιησού δεν αναφέρεται πλέον ως άνδρας της Μαρίας και γίνεται λόγος για το παιδίον μετά της μητρός αυτού (Ματθ. β’ 11-14. 19-21). Όμως οι Ιουδαίοι εξελάμβαναν τον Ιωσήφ ως πατέρα του Ιησού- σύμφωνα με το νόμο ήταν πράγματι πατέρας του, όχι όμως πατέρας κατά σάρκα (Ιω, στ’ 42).
Οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης που αναφέρθηκαν στο θέμα είχαν σαν σκοπό να κατοχυρώσουν την άνευ σποράς γέννηση του Χριστού. Γι’ αυτό υπογράμμισαν πως ο Ιωσήφ δεν εγνώριζεν αυτήν, έως ου εγέννησε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον (Ματθ. α’ 25) το έως ου δεν αναφέρεται στο τι θα συνέβαινε στο μέλλον, αλλά σ’ αυτό που συνέβη στο παρελθόν, μέχρι εκείνη τη στιγμή που γεννήθηκε ο Χριστός, ανεξάρτητα από το μέλλον (πρβλ. Γεν. κη ‘ 15. Β’Βασιλ. στ’23. Ψαλμ. οα’ 7, ιθ’ 1, σε συσχετισμό με το Έβρ. ι’ 12. Ματθ. κη ‘ 20. Α’ Τιμ. δ’13).
Το πρωτότοκος αναφέρεται στο γεγονός ότι η μήτρα της παρθένου διανοίχθηκε με τη γέννηση του Χριστού και όχι σε σύγκριση με άλλα παιδιά, που δήθεν γεννήθηκαν μετά από αυτόν (πρβλ. Εξοδ. ιγ’ 2. Α’ Βασιλ. στ’7-14). Στην αγία Γραφή αναφέρονται αδελφοί του Ιησού, όμως ουδέποτε οι αδελφοί αυτοί αποκλήθηκαν παιδιά της Μαρίας, ήσαν αδελφοί μόνο κατά το νόμο, όχι κατά σάρκα (Ματθ. β’ 46, ιγ’ 55-56. Μάρκ. στ’ 3. Λουκ. η ‘ 19-20. Ίω. β’ Ι2,ζ’3, 5, 10. Πράξ. α’ 14. Α’Κορ. θ’5. Γαλ. α’ 19). Οι ίδιοι οι λεγόμενοι αδελφοί, μετά την ανάληψη του Ιησού ονομάζουν τον εαυτό τους δούλο του Κυρίου Ιησού Χριστού, όχι αδελφό (Ιακ. α’ 1. Ιούδ. 1). Άλλωστε η λέξη αδελφός έχει στην Παλαιά Διαθήκη ευρύτερη σημασία (Γέν. ιβ ‘5, ιγ’ 8, κθ’ 12. Α’ Παρλ. κγ’ 21-22).
Η Μαρία λοιπόν ήταν παρθένος προ της γέννησης και έμεινε παρθένος κατά τη γέννηση και μετά από αυτήν γι’ αυτό και εικονίζεται με τρία αστέρια, για να συμβολίσουν την τριπλή παρθενία της.
Πως ερμηνεύονται οι φράσεις της Καινής Διαθήκης, που σε πρώτη όψη φαίνονται ταπεινωτικές;
Μερικές φορές ο Χριστός, όταν μιλούσε για τον εαυτό Του ή και γενικότερα, προσάρμοζε τους λόγους Του στην αντίληψη των ακροατών Του με σκοπό να τους κηρύξει βαθειές διδασκαλίες. Έτσι απάντησε στους Ιουδαίους που έθεταν την σαρκική συγγένεια πάνω από την πνευματική: Εκείνος που θα κάνει το θέλημα του Πατρός μου που είναι στους ουρανούς, αυτός μου είναι αδελφός και αδελφή και μητέρα (Ματθ. ιθ’ 50. Μάρκ. γ’ 35. Πρβλ. Ης. ξστ’ 2). Η συνέχεια του κειμένου μας δίνει νύξεις, για να συμπεράνουμε πως ο Ιησούς διέκοψε την ομιλία Του και αναζήτησε τη μητέρα Του.
Την ίδια σημασία μπορούμε να δώσουμε και στη φράση μενούνγε μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν (Λουκ. ια’ 28). Άλλωστε η λέξη μενούνγε δε σημαίνει μάλλον, αλλά βεβαίως, αληθινά, πράγματι (Ρωμ. ι’ 18. Λουκ. θ’ 51).
Εξ άλλου ούτε και η λέξη γύναι είναι μειωτική, γιατί την εποχή εκείνη υποδήλωνε σεβασμό (Ιω. β’ 1-7, δ’ 21, κ’ 15) το ύφος του Χριστού δεν είναι επιτιμητικό. Αντίθετα, βλέπουμε πως στην Κανά, παρ’ όλον ότι δεν είχε ακόμη έλθει η ώρα της δημόσιας εμφάνισής Του, με θαυματουργικά γεγονότα, άλλαξε τα σχέδια Του και έκανε το χατήρι της μητέρας Του, πράγμα που φανερώνει τιμή.
Αυτά αποδεικνύουν πως στην αγία Γραφή δεν υπάρχουν ταπεινωτικές εκφράσεις για την παρθένο Μαρία.
ε) Η τιμή της Θεοτόκου
Αφού μοναδικός Σωτήρας είναι ό Χριστός (Ιω. ιδ’6. Τιμ. β’5. Α’ Πέτρ. α’ 18-19), γιατί αποδίδουμε τιμή στην παρθένο Μαρία; Η ανανέωση των δεσμών μετά του Θεού, η ανακαίνιση της φύσης του ανθρώπου από τη θεία φύση του Χριστού και η μετοχή της ανθρώπινης φύσης στη θεία ζωή, έγινε με την ενανθρώπιση του Χριστού στα σπλάγχνα της παρθένου Μαρίας. Η παρθένος Μαρία έγινε η αρχή της συμμετοχής της ανθρώπινης φύσης στη θεία ζωή, η γέφυρα της επανασύνδεσης του ανθρώπου και ολοκλήρου της δημιουργίας με τον Τριαδικό Θεό. Τούτο γιατί στην ενσάρκωση του Χριστού μετέχουν και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος: Ο Υιός που αποστέλλεται από τον Πατέρα, σαρκώνεται στα σπλάγχνα της παρθένου δια Πνεύματος Αγίου (πρβλ. Ματθ. α’ 20. Λουκ. α’ 35).
Η Θεοτόκος είναι η γέφυρα που επανέφερε ολόκληρη τη δημιουργία στους κόλπους της αγάπης του Θεού. Γι’ αυτό τη γέννηση του Χριστού την εορτάζει ολόκληρη η δημιουργία: Ο ουρανός και τα άστρα, οι άγγελοι και οι άνθρωποι, η γη και το σπήλαιον, οι μάγοι και οι ποιμένες.
Όλοι πανηγυρίζουν το γεγονός της ανανέωσης του αρραβώνος του ουρανίου Νυμφίου μετά της Εκκλησίας με τη γέννηση του Χριστού μεταμορφώνεται ολόκληρη η δημιουργία μια απλή παρατήρηση της εικόνας της γέννησης το βεβαιώνει αυτό. Οποιαδήποτε τιμή και αν προσφέρουμε εμείς οι άνθρωποι στην παρθένο Μαρία, ποτέ δεν μπορούμε να φθάσουμε την τιμή που της απέδωσεν ο ίδιος ο Θεός: με το να σαρκωθεί στα σπλάγχνα της και να την καταστήσει αληθινή Θεοτόκο, δηλαδή μητέρα του Κυρίου (Γιαχβέ) (Λουκ. α’ 43).
Η πίστη στην θεανθρωπότητα του Χριστού μας υποχρεώνει να τιμούμε και το όργανο της ενανθρώπισης, δηλαδή την Θεοτόκο- εάν δεν το κάνουμε, πως είναι δυνατόν να ομολογούμε πίστη στον Θεάνθρωπο Ιησού;
στ) Γραφική κατοχύρωση της τιμής της Θεοτόκου
Κατοχυρώνεται Γραφικά η τιμή της αγίας Παρθένου ή μήπως στηρίζεται μόνο σε ανθρώπινα συμπεράσματα; Ο άγγελος ονομάζει την παρθένο Μαρία κεχαριτωμένη την πληροφορεί πως ο Κύριος είναι μετ’ αυτής, εύρε χάριν παρά τω Θεώ, είναι ευλογημένη εν γυναιξί και ότι θα επέλθει έπ’ αυτήν Πνεύμα Άγιον και θα την επισκιάζει δύναμις Κυρίου (Λουκ. α’ 28, 30, 35).
Ο Ιωάννης ο πρόδρομος εκφράζει την τιμήν του προς την παρθένον ήδη πριν από τη γέννησή του, όταν βρισκόταν στην κοιλιά της μητέρας του (Λουκ. α’ 41) και η μητέρα του η Ελισάβετ χαρακτηρίζει την Μαρία μακάρια (Λουκ. α’ 45). Η ίδια η Μαρία μετά την πλήρωση της με Πνεύμα Άγιο προφητεύει: Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί (Λουκ. α’ 48, πρβλ. ια’ 27), από τώρα και στο εξής θα με μακαρίζουν όλες οι ανθρώπινες γενεές!
Οι λόγοι αυτοί αποδίδουν μεγάλη τιμή στην παναγία Παρθένο. Ο ίδιος ο Θεός την χαρακτηρίζει μέσω του αγγέλου κεχαριτωμένη και καθοδηγεί την Ελισάβετ να την ονομάσει ευλογημένη μεταξύ των γυναικών και μητέρα του Κυρίου μου, κάνει τον προφήτη Ιωάννη να σκιρτήσει από χαρά στην κοιλιά της μητέρας του και την ίδια την παρθένο Μαρία να προφητεύσει πως θα την δοξολογούν και θα την μακαρίζουν οι γενεές των ανθρώπων. Η παρθένος Μαρία εκλαμβάνει βέβαια την τιμή αυτή σαν κάτι αυτονόητο, όμως την αποδίδει στον Θεάνθρωπο, που γεννήθηκε από αυτήν: … ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού. Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί (Λουκ. α’ 27). Τιμούμε την παρθένο Μαρία, αλλά πάντοτε ως μητέρα του Κυρίου (Λουκ. α’ 43), που και γι’ αυτήν υπήρξε Θεός και Σωτήρ (Λουκ. α’ 47), όχι ανεξάρτητα από το πρόσωπο του Χριστού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν διδάσκει πως η παρθένος Μαρία ήταν απαλλαγμένη από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος. Κληρονόμησε και αυτή την αμαρτωλή φύση του Αδάμ, μόνο ήταν απαλλαγμένη από προσωπικές αμαρτίες, ως σκεύος εκλογής και κεχαριτωμένη. Ήταν λοιπόν η παρθένος Μαρία γνήσιο παιδί αυτού του κόσμου, που εστέναζε μέσα στην αμαρτία. ΓΓ αυτό και τον αντιπροσωπεύει και μπορεί να τον φέρει και πάλι σε επικοινωνία με τον Σωτήρα του κόσμου, που σαρκώθηκε μέσα της.
Η Εκκλησία εκφράζει με μοναδικό τρόπο το γεγονός της εν Χριστώ σωτηρίας της παρθένου Μαρίας στην τέλεση της θείας ευχαριστίας:
Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ των εν πίστει αναπαυσαμένων προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών, προφητών, αποστόλων, κηρύκων, ευαγγελιστών, μαρτύρων ομολογητών, εγκρατευτών, και παντός πνεύματος δικαίου εν πίστει τετελειωμένου – εξαιρέτως της παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ένδοξου δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας.
Βέβαια πηγή της σωτηρίας μας είναι ο Χριστός αυτός έλαβε την ανθρώπινη φύση, την εθεράπευσε και έγινε για τον άνθρωπο ο νέος Αδάμ, η νέα ρίζα, όμως η νέα αυτή ρίζα εβλάστησε στα σπλάγχνα της Παρθένου. Γι’ αυτό οι πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν την εορτή τού Ευαγγελισμού εορτή της ρίζης.
Την ονομάζουμε Παναγία, όχι σε σχέση με τον Πανάγιο Θεό (πρβλ. Ματθ. ιθ’ 17), αλλά σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους, αλλά και σε σχέση με τους αγγέλους, οι οποίοι ίστανται κύκλω του θρόνου τού Θεού (πρβλ. Ης. στ’ 2. Ίεζ. α’ 26-28), ενώ η Παρθένος έγινε η ίδια Θρόνος τού Θεού (πρβλ. και Λουκ. α’ 3. Πράξ. κστ’ 25. Δαν. β’ 37 σε συσχετισμό με το Άποκ. ιζ’ 14). Ο ορθόδοξος χριστιανός μπορεί να ψάλλει χωρίς να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως αντίθετος με τη διδαχή της αγίας Γραφής: Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ένδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ την αδιάφθορον Θεόν Λόγον τεκούσαν την όντως Θεοτόκον, Σε μεγαλύνομεν!
ζ) Κορυφαία της Εκκλησίας και Μητέρα του κόσμου
Ποια είναι η θέση της Παρθένου Μαρίας στην Εκκλησία;
Η παναγία Θεοτόκος δεν τοποθετείται πάνω από την Εκκλησία, αλλά μέσα σ’ αυτήν δεν σώζεται ανεξάρτητα από το Σώμα του Χριστού. Γι’ αυτό και τελούμε τη θεία λειτουργία και υπέρ αυτής, και μάλιστα εξαιρέτως υπέρ αυτής, γιατί είναι η κορυφαία της Εκκλησίας. Η Αποκάλυψη του Ιωάννου περιγράφει τη λαμπρότητα της αγίας Παρθένου: Κατόπιν εφάνη σημείον μέγα εις τον ουρανόν: μία γυναίκα με ένδυμα τον ήλιο και η σελήνη ήταν κάτω από τα πόδια της και εις το κεφάλι της ήταν στεφάνι με δώδεκα άστρα. Ήταν έγκυος και εφώναζε από τους πόνους και την αγωνία να γεννήσει. Εμφανίσθηκε τότε άλλο σημείον εις τον ουρανόν: Ιδού μέγας κόκκινος δράκος με επτά κεφάλια και δέκα κέρατα… και ο δράκος εστάθη εμπρός εις την ετοιμόγεννη γυναίκα, δια να καταφάγει το παιδί της, μόλις θα το εγεννούσε. Και εγέννησε παιδί αρσενικό, Εκείνον που μέλλει να ποιμάνει όλα τα έθνη με ράβδο σιδηρά αλλά το παιδί της ηρπάγη προς τον Θεόν και προς τον θρόνον Του. Και η γυναίκα έφυγεν εις την έρημον, όπου έχει τόπον ετοιμασμένον δι’ αυτήν από τον Θεόν, δια να την τρέφουν εκεί χιλίας διακοσίας εξήκοντα ημέρας (Αποκ. ιβ’ 1-6). Το σημείον αυτό αναφέρεται βέβαια στην Εκκλησία- στους διωγμούς αλλά και στη λαμπρότητα και την τελική νίκη της Εκκλησίας κατά των δυνάμεων του διαβόλου (πρβλ. Μιχ. δ’ 10. Ης. ξστ’ 7-8). Όμως ταυτόχρονα παρουσιάζει την δόξα και την λαμπρότητα της Θεοτόκου, η οποία αποτελεί την απαρχή, την κορυφαία στο σώμα της Εκκλησίας και κατά ένα τρόπο εξεικονίζει ολόκληρη την Εκκλησία, φυσικά πάντοτε σε σχέση με τον καρπόν της κοιλίας της και όχι ανεξάρτητα από αυτόν (Λουκ. α’ 42). Η αγία Γραφή αναφέρεται μερικές φορές ταυτόχρονα στο πρόσωπο του Χριστού και στο λαό τού Θεού. Έτσι αναφέρεται για τη φυγάδευση τού μικρού Ιησού στην Αίγυπτο η προφητεία του Ωσηέ, που μιλάει για την κλήση τού λαού του Θεού εξ Αιγύπτου (Ματθ. β’ 15. Ως. α’ 1). Με τον ίδιο τρόπο και η Αποκάλυψη μιλάει ταυτόχρονα για το νέο λαό του Θεού, την Εκκλησία, και για τη Θεοτόκο Μαρία. Αλλά η παρθένος Μαρία είναι μητέρα ολοκλήρου τού κόσμου, γιατί όλοι καλούνται εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν (Α’ Τιμ. θ’ 4), να γίνουν δηλαδή μέλη Χριστού μέσα στην Εκκλησία. Μέσα στην Εκκλησία ο Χριστός μας προσφέρει τη σάρκα Του, την οποία έλαβε από την αγνή Παρθένο, από τη φύση και την ουσία της μητέρας Του. Και καθώς ελάβαμεν όλοι εκ του πληρώματος αυτού (Ιω. α’ 16), ήγουν από την Θεότητα Αυτού (πρβλ. Κολ. β’ 9. Έφεσ. α’ 23, δ’ 13), τοιουτοτρόπως και εμείς γινόμεθα υιοί της Θεοτόκου και μητρός Του και αδελφοί του Χριστού (πρβλ. Ρωμ. η’ 29), ωσάν όπου δια τού υπεραγνώστου γάμου όπου έγινε μετ’ αυτής, και εν αυτή, εγεννήθη από αυτήν ο Υιός του Θεού (Ματθ. α’ 18-21. Λουκ. α’ 35, θ’ 11. Ματθ. ιστ’ 16) και από αυτήν πάλιν εγεννήθησαν όλοι οι Άγιοι (Συμεών ο νέος Θεολ.).
Επομένως όλοι οι άγιοι είναι δούλοι της παρθένοι Μαρίας με την έννοια ότι αυτή είναι η μητέρα του Κυρίου των (Λουκ. α’ 43), αλλά είναι και υιοί της, γιατί μεταλαμβάνουν από την σάρκα του Υιού της, που είναι και δική της σάρκα. Ταυτόχρονα όμως η παρθένος Μαρία ήταν η πρώτη που προσέλαβε τον Χριστό και επραγματοποίησε στα σπλάγχνα της την σωτήρια ένωση μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Γι’ αυτό την αποκαλέσαμε κορυφαία της Εκκλησίας και μητέρα του κόσμου (πρβλ. Ιω. ιθ’ 27. Ρωμ. η’ 17-21).
Απόσπασμα από το βιβλίο: Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ
ΠΗΓΗ:ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ